ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 77/2023
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την ………….., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της Εκκαλούσας: …………. η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Αβραάμ Ιορδανίδη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ……), (βλ. το υπ’ αριθμόν ……../17-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.- άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος κατέθεσε δήλωση, προκειμένου η υπόθεση να εκδικαστεί χωρίς ο ίδιος να παραστεί κατά την εκφώνηση της από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Του Εφεσίβλητου: ………, που παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Γεωργίου-Ιωάννη Κυριαζή (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ……), (βλ. το υπ’ αριθμόν ………/18-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ο οποίος ομοίως κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς ο ίδιος να παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Η εκκαλούσα άσκησε σε βάρος του εφεσίβλητου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20/11/2019 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……./2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………./2019.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 2550/2021 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας αυτής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 14/12/2021 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδό σαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) ……/14-12-2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) ……/14-12-2021 και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ. Α.Κ.) ……./14-12-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογρά φου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………./14-12-2021, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Ι) Η κρινόμενη από 14/12/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …../(Ε.Α.Κ.Δ.) ……./ 14-12-2021 έφεση της εκκαλούσας κατά της υπ’ αριθμόν 2550/2021 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του, με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23.07. 2015) σε συνδυασμό με τη μη επίδοση αυτής σε οποιονδήποτε διάδικο, έτσι ώστε να αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 14η Δεκεμβρίου του έτους 2019, (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ. Πολ.Δ.). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού ……./2021 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρου 1-465 Κ.Πολ.Δ.).
(ΙΙ) Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εκθέτει ότι, την 05η Απριλίου του έτους 2019, στην πολυόροφη οικοδομή, κείμενη στην περιφέρεια του Δήμου ……… Αττικής στη συμβολή των οδών ………….., υπέστη σωματική βλάβη (συντριπτικό κάταγμα του ώμου της), κατά τη διάρκεια της εργασιακής της απασχόλησης, κάτω από τις διεξοδικά περιγραφόμενες συνθήκες, ένεκα της ολισθηρό τητας του πατώματος πλησίον της πυλωτής από νερά, κατά τη διάρκεια σφουγγαρίσματος αυτού με υγρό απορρυπαντικό και νερό από συνεργείο καθαρισμού ή καθαρίστρια, χωρίς την τοποθέτηση σχετικής προειδοποιητικής προς τούτο πινακίδας. Επιπλέον, αυτή εκθέτει ότι υπέστη ζημία, για την ανόρθωση της οποίας απαιτείται το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων πενήντα πέντε Ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (7.255,37) ευρώ (Ε), ενώ συγχρόνως υπέστη από τον τραυματισμό της ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας πρέπει να της επιδικαστεί το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) Ευρώ (Ε). Επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει το συνολικό χρηματικό ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων διακοσίων πενήντα πέντε Ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (37.255,37) Ευρώ (Ε), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του ποσού αυτού.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 2550/2021 (οριστική) απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας αυτής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.
Κατά της παραπάνω απόφασης η ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση έφεσή της, με την οποία επικαλείται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες ουσιαστικά και κατ΄ορθότερη εκτίμηση του εισαγωγικού της προκείμενης έκκλητης δίκης δικογράφου σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου αναφορικά με τοορισμένο της ένδικης αγωγής. Πλέον συγκεκριμένα, η ενάγουσα διατείνεται ότι δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνονται στην ένδικη αγωγή το σύνολο εκείνων των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την εκλογή ή το διορισμό του ενάγοντος, ως διαχειριστη της ένωσης συνιδιοκτητών της πολυόροφης οικοδομής, κείμενης στο ………… Αττικής στη συμβολή των οδών ………., καθώς κάτι τέτοιο απαιτείται μόνο στις διαφορές μεταξύ των συνιδιοκτητών και διαχειριστή της πολυκατοικίας και όχι στις διαφορές μεταξύ τρίτου και του διαχειριστή της πολυκατοικίας, συνεκτιμώμενης και της ομολογίας του εναγόμενου ως προς την ιδιότητά του αυτή.
Ο λόγος αυτός, που τυγχάνει επαρκώς ορισμένος, δεκτικός δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτά προβαλλό μενος, πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητά του, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
(ΙΙΙ) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 118 εδ.δ΄, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275, ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686, ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι,προκειμένου να καθίσταται ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει αυτό να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία, που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων: (α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, (β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, κατά τρόπο, που η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σε αυτή, και (γ) ορισμένο αίτημα και επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων, που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία, ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αναγραφή στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου επιδιώκεται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία σχετική με την αξίωση, που απορρέει απ’ αυτά, είναι απαραίτητη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, στο μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, στον δε εναγόμενο να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως, που θεμελιώνεται σε αυτά με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1073/1993 Ελλ.Δνη 35.1582). Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι αυτάρκες, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να συμπληρωθούν αυτά από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (διαδικαστικού ή εξωδίκου), αφού η αόριστη αγωγή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή της στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (Εφ. Πειρ. 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝΔ 2005.97, Εφ. Πειρ 860/1997 ΕΝΔ 1998.9, βλ. Βαθρακο κοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 216, αριθ.2-3). Η έλλειψη, η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα στοιχεία αυτά, καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού λόγω αοριστίας, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία (ΚΠολΔ 111, 159), η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (=jus cogens) (ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1297/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41. 1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, Εφ. Αθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, Εφ.Θεσ. 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998. 189). Το ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα, που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161). Εξάλλου, κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακού ή μη χαρακτήρα ζημίας. Παράνομη τυγχάνει η συμπεριφορά εκείνη, που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή, η παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς, που απορρέει από την υποχρέωση για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και πρόσφορη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (Εφ.Πειρ. 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ.4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα, που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, τα γεγονότα, που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας, η οποία επήλθε στον ενάγοντα και τα στοιχεία εκείνα, που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του ενάγοντος (ΑΠ 926/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 23/2004 Ελλ. Δνη 45.827, ΕφΑθ 3534/2003 ΕλλΔνη 2004.585, ΕφΑθ 5625/1999 ΝοΒ 48.652). Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος, που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, όσα παρέλειψε, από το νόμο, τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει περαιτέρω να εκτίθενται τα γεγονότα, που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας (ζημιογόνου αποτελέσματος), που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, που προσδιο ρίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 59/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 641/2011 ΤΝΠ Νόμος). Τέτοια συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη, κατά το χρόνο και υπό τους όρους, που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), να επιφέρει και επέφερε πράγματι τη ζημία (ΑΠ 418/2016 Νόμος, ΑΠ 1672/2014 Νόμος, ΑΠ 1671/2014 Νόμος, ΑΠ 2144/2013 Νόμος, ΑΠ 895/2011 Νόμος, ΑΠ 349/2010 Νόμος, ΑΠ 41/2010 ΕλλΔνη 2011.376, ΑΠ 16/2005 ΕλλΔνη 2005.734, ΑΠ 893/2004 ΕλλΔνη 2004.1599). Για την έννοια πάντως του παρανόμου δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένων απαγορευτικών ή επιτακτικών κανόνων δικαίου, αλλά αρκεί αντίθεση πράξεων του δράστη στο γενικότερο πνεύμα δικαίου, τις επιταγές της έννομης τάξης, που επιβάλλουν την υποχρέωση να μην εξέρχεται κάποιο πρόσωπο με τις πράξεις του από τα όρια, που προσδιορίζονται και από τα χρηστά ήθη (ΑΠ 1879/1999 ΕλλΔνη 41.1304, ΑΠ 81/1991 ΝοΒ 92.716, ΕφΑθ 1642/ 2000 ΕλλΔνη 42.173). Περαιτέρω, αυτός, που προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις οφείλει, κατά την καλή πίστη, όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα, τα οποία είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών, οι οποίες μπορεί να προέλθουν σε τρίτους, εξαιτίας προσβολής απόλυτων δικαιωμάτων τους, έστω και άν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι, εάν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη παράνομη συμπεριφορά. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία, που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμο ποίηση από ένα πρόσωπο (του προστήσαντος) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υπόθεσης ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (του προστήσαντος). Η εφαρμογή αυτής της διατάξεως προϋποθέτει: (1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει, όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να παρέχει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, προς τις οποίες ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται, και εξουσία αυτού επί του προστηθέντος κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Βάση της σχέσης πρόστησης μπορεί να είναι είτε με σύμβαση (λ.χ. σύμβαση εργασίας ή έργου) είτε βιοτική σχέση, και είναι αδιάφορο αν η σχέση αυτή είναι ευκαιριακή ή διαρκής, νόμιμη ή παράνομη, (2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια (συμπεριλαμβανομένης εννοιολογικά και της αμέλειας), πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και (3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή με αφορμή την υπηρεσία του ή ακόμα και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του προστηθέντος και κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών του προστήσαντος, οι οποίες δεν απαιτείται να είναι οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, που επιτρέπει μια γενική εποπτεία, με την προϋπόθεση όμως ότι μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως και της υπηρεσίας, που είχε ανατεθεί στον προστηθέντα, υφίσταται εσωτερική συνάφεια, με την έννοια ότι η πράξη αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας και ο ζημιωθείς τρίτος δεν γνώριζε την κατάχρηση, ούτε όφειλε να τη γνωρίζει. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικά η αναμφίβολα γνωστή έννοια της προστήσεως, θεωρείται ότι προβάλλονται με αυτή (αγωγή) τα χαρακτηριστικά για την εξειδί κευση και περιγραφή της εννοίας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να παρέχει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του (ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012.114, ΑΠ 1198/2009 ΕΕμπΔ 2010.419, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006.94, ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Δηλαδή, ο προστήσας ευθύνεται για κάθε πράξη του προστηθέντος της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον προστηθέντα λόγω της ακριβώς ένεκα της προστήσεως θέσεώς του αυτής, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (η πρόστηση) έδωσε σε αυτόν προς χρησιμοποίηση για άλλο σκοπό των στη διάθεσή του τεθέντων μέσων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 216 ΚΠολΔ, η αγωγή πρέπει να περιέχει εκτός των άλλων αναφερομένων στην διάταξη αυτή στοιχείων, «σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή…». Τέτοια έκθεση των απαραίτητων κατά νόμο γεγονότων θεωρείται ότι υπάρχει και όταν ιστορικά αναφέρεται στην αγωγή η χαρακτηριστικά περιγραφόμενη με αυτά ορισμένη έννοια, που αποτελεί στοιχείο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, με την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό της είναι αναμφίβολα γνωστό, αφού τα προκαθορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας τέτοιας έννοιας υπονοούνται με τη χρησιμοποίηση της λέξης, με την οποία αυτή δηλώνεται. Επομένως, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικά ή αναμφίβολα γνωστή έννοια της πρόστησης, θεωρείται ότι προβάλλεται με αυτή (αγωγή) τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της έννοιας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να παρέχει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του.Η δε συγκεκριμενοποίηση των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν αυτά δεν τα έχει επικαλεσθεί ο ενάγων. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 922, 681, 688-691 ΑΚ, προκύπτει ότι επί μισθώσεως έργου, γενικά ο εργολάβος, αφού δεν εξαρτάται από τον εργοδότη, δεν θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως μαζί του και συνεπώς είναι ανεύθυνος ο εργοδότης για τις υπαίτιες και άδικες πράξεις του εργολάβου ή των από αυτών προστηθέντων προσώπων κατά την εκτέλεση του έργου. Στη περίπτωση, κατά την οποία ο εργοδότης έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου, ο εργολάβος, αφού υπακούει στις οδηγίες του, θεωρείται ως προστηθείς. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 926 και 481 ΑΚ προκύπτει ότι, εάν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή εάν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ευθύνονται όλοι εις ολόκληρον. Παράλληλη ευθύνη περισσοτέρων για την ίδια ζημία υπάρχει, όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται από τον νόμο αυτοτελώς το καθένα για την αποκατάσταση της ζημίας. Ως περίπτωση παράλληλης ευθύνης μπορούν να μνημο νευθούν ο προστήσας και ο προστηθείς, καθώς υπό τον όρο συνδρομής των προαναφερομένων προυποθέσεων θεμελιώνεται κατά το άρθρο 922 ΑΚ η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο συνευθύνεται σε ολόκληρο, όπως τούτο συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 ΑΚ. Με το άρθρο 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από τον νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014 ΤΝΠ Νόμος).
Στη συγκεκριμένη περιπτωση, στην ένδικη αγωγή διαλαμβά νονται τα ακόλουθα: << ….ΚΑΤΑ …….., κατοίκου ….. (……….), ως διαχειριστή της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην οδό …………)……. ΙΣΤΟΡΙΚΟ…. Την 05.4.2019 μετέβην στην πολυκατοικία επί των οδών ……… στο …….., προκειμένου να παραδώσω την αλληλογραφία. Πλησιάζοντας όμως προς την πυλωτή της πολυκατοικίας γλίστρησα στα νερά, που υπήρχαν (από το πλύσιμο και σφουγγάρισμα της πολυκατοικίας, χωρίς να υπάρχει στο σημείο οποιαδήποτε προειδοπιητικό σήμα για την ολισθηρότητα του εδάφους), έχασα την ισορροπία μου και έπεσα στο έδαφος>>. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα πέραν της γενικής αναφοράς της στην ιδιότητα του εφεσίβλητου- εναγόμενου, ως <<διαχειριστή της πολυκατοικίας>> παραλείπει να εκθέσει κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να στοιχειοθετείται η ευθύνη του τελευταίου προς αποκατάσταση της προκληθείσας στην ενάγουσα ζημίας. Πλέον συγκεκριμένα, αυτή δεν εκθέτει οτιδήποτε σχετικό με την εκλογή ή ενδεχόμενο διορισμό του εναγόμενου- εφεσίβλητου, ως διαχειριστή της ένωσης των συνιδιοκτητών της πολύ κατοικίας. Ήτοι, δεν εκθέτει παντάπασιν εάν αυτός εκλέχθηκε από τη Συνέλευση των Συνιδιοκτητών, το χρόνο εκλογής του, τη διάρκεια της θητείας του. Πέραν τούτων, αυτή δεν εκθέτει οτιδήποτε σχετικό με την παράλειψη τοποθέτησης προειδοποιητικού σήματος- πινακίδας στο έδαφος, επί του οποίου έλαβαν χώρα οι εργασίεςκαθαρισμού. Κατ’ επιτρεπτή επισκόπηση του δικογράφου, οι εργασίες καθαρισμού (πλύσιμο και σφουγγάρισμα της πολυκατοικίας με νερό και υγρό απορρυπαντικό) διενεργήθηκαν από συνεργείο καθαρισμού ή καθαρίστρια της πλυκατοικίας χωρίς υλική επενέργεια ή παρέμβαση του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου στις εν λόγω εργασίες, καθόσον δεν επιχειρείται οποιαδήποτε αναφορά σε παρουσία του εναγόμενου- εφεσίβλητου κατά τη διενέργεια των σχετικών εργασιών, ασκώνας εποπτεία σε αυτές. Όπως δηλαδή εκτίθεται στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, τις εργασίες διενέργησαν τρίτοι, χωρίς όμως να εκτίθεται η έννομη σχέση, που συνέδεε αυτούς ή αυτήν (= καθαρίστρια) με τον εναγόμενο, ήτοι, εάν επρόκειτο για σχέση εξαρτημένης εργασίας ή σύμβαση παροχής υπηρεσιών ανεξάρτητων ή τέλος σύμβαση έργου, με την οποία να καθιδρύεται σχέση πρόστησης, κατά την προεκτε θείσα στη νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, δεν εκτίθεται παντάπασιν η έννομη σχέση, που συνδέει τον εναγόμενο με τον τρίτο τον δενεργήσαντα τις εργασίες καθαρισμού της συγκκριμένης πολυκατοικίας. Πέραν τούτων δεν εκτίθεται παντάπασιν το πρόσωπο εκείνο, που παρέλειψε να τοποθετήσει το σχετικό προειδοποιητικό σήμα σχετικά με την ολισθηρότητα του πατώματος, έτσι ώστε το Δικαστήριο να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 914 του Αστικού Κώδικα σε περίπτωση αυτουργίας (εάν παρέλειψε ο εναγόμενος- εφεσίβλητος να προβεί σε τοποθέτηση του σχετικού σήματος/ πινακίδας) ή αντίστοιχα τη διάταξη του άρθρου 922 του ίδιου ως άνω Κώδικα σε περίπτωση σχέσης πρόστησης, συνεκτιμωμένης μάλιστα και της παράλειψης οποιασδήποτε αναφοράς στη λέξη <<πρόστηση>> στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, κατά τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επίσης, δεν εκτίθεται παντάπασιν στην ένδικη αγωγή οποιοδήποτε περιστατικό σχετικά με διατήρηση ή μη του δικαιώματος εποπτείας στις εργασίες καθαριότητας από τον εναγόμενο- εφεσίβλητο κατ’ άρθρο 922 Α.Κ. αλλά αντίθετα στα πλαίσια της σύμβασης του έργου της καθαριότητας η σχετική υποχρέωση περιήλθε πλέον στον εργολάβο και όχι στον εργοδότητ- διαχειριστή. Αντίθετα, από την εκτίμηση του εισαγωγικού δικογράφου γίνεται λόγος για παρουσία ενοίκων της πολυκατοικίας και μάλιστα επιχειρείται ονομαστική αναφορά σε πρόσωπο με ονοματεπώνυμο- στοιχεία ταυτότητας <<…………>> και όχι του εναγόμενου, έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να στοιχειοθετηθεί το ενδεχόμενο της πρόστησης μέσω της άσκησης εποπτείας στις εργασίες καθαρισμού της πολυκατοικίς. Επιπλέον, το κονδύλιο σχετικά με τις δαπάνες μετακίνησης (για ταξί= 360,85, για Ο.Α.Σ.Α.=57,00 Ευρώ (Ε) τυγχάνει απορριπτέο, ως αόριστο, καθώς δεν περιγράφονται παντάπασιν οι χρόνοι μετακίνησης, ο τόπος αναχώρησης και ο τόπος προορισμού, οι επιμέρους δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε η εκκαλούσα- ενάγουσα. Ομοίως, τυγχάνει, ως απορριπτέο το κονδύλιο το σχετικό με αμοιβές ιατρού- αγορά φαρμάκων και φυσικοθεραπείες, αφού δεν εκτίθενται παντάπασιν ο ιατρός, στον οποίο καταβλήθηκε το χρηματικό ποσό των 120,00 Ευρώ (Ε), η ειδικότητα αυτού, ο χρόνος καταβολής αυτού. Ομοίως, τα επιμέρους κονδύλια τα σχετικά με την αγορά νάρθηκα και φαρμάκων αλλά και την/τις συνεδρίες φυσικοθεραπείας αλλά και της αγοράς τροχαλίας πάσχουν από αοριστία, αφού δεν εκτίθενται το είδος αυτών, η προμήθεια (πωλητής ή παρέχων κ.λ.π.), ο χρόνος διενέργειας της σχετικής δαπάνης /διενέργειας συνεδρίας/συνεδριών φυσικοθεραπείας, ο τόπος διενέργειας αυτών κ.λ.π. Βέβαια τα σχετικά αγωγικά κονδύλια παρουσιάζουν αυτοτέλεια έναντι της πλασματικής δαπάνης και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της επικαλούμενης ηθικής βλάβης, ωστόσο, αυτά κρίνονται ως προσδιοριστικά των σχετικών κονδυίων, ειδικά της επκαλούμενης ηθικής βλάβης.Οι παραλείψεις αυτές καθιστούν το δικόγραφο της ένδικης αγωγής ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, με την έννοια της αδυναμίας του Δικαστηρίου για έρευνα της νομικής βασιμότητας της ένδικης αγωγής, μπορούν δε να αποτελέσουν αντικείμενο έλεγχου από το Δικαστήριο τούτο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535§1 και 536 Κ.Πολ.Δ., από τις οποίες προκύπτει, ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται, μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την ένδικη αγωγή την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εξουσία σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, έστω και αν δεν προβάλλονται με σχετικό λόγο έφεσης, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση. Κατά συνέπεια, οι ελλείψεις αυτές δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της ένδικης αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστή ριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, προβαίνοντας σε ανάλογες παραδοχές σχετικά με την ιδιότητα του εναγόμενου- εφεσίβλητου, απέρριψε την ένδικη αγωγή ορθά έκρινε και όσα αντίθετα υποστηρίζει η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με το λόγο της έφεσής της κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, και, κατόπιν αυτού, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, που άσκησε το απορριφθέν ένδικο μέσο (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, ως ουσιαστικά βάσιμου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
-ΑΠΟΡΡΊΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσία.
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδο σίας, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των πεντακο σίων (500,00) Ευρώ (Ε).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου (με κωδικό αριθμό ……………../2021 , ποσού εκατό (100, 00) Ευρώ (Ε), που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης από την πλευρά της εκκαλούσας.
-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του απόντων των διαδίκων και των πληρε ξούσιων Δικηγόρων τους, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την 31η Ιανουαρίου 2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ