Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 84/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (3ο Τμήμα)

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (Εργατικών) ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  84/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα, Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας-καλούσας, εδρεύουσας στον Πειραιά (………….) ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία, «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (α.φ.μ …….), νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Ελένης Ζησοπούλου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Των εφεσιβλήτων-καθ’ών η κλήση : 1) …….. 2) ………….οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7-9-2006 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../8-9-2006) αγωγή τους, η οποία ζήτησαν να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 6119/2009 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε εν μέρει δεκτή.

Η εναγομένη προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 15-1-2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……/20-1-2012) έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ματαιώθηκε.

Ήδη, με την από 22-3-2022 κλήση (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../2022), που γράφτηκε στο πινάκιο, η εκκαλούσα επανέφερε την άνω έφεσή της προς συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της, η πληρεξουσία δικηγόρος της εκκαλούσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ οι εφεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν.

ΑΦΟΥ   ΜΕΛΕΤΗΣΕ   ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΣΥΜΦΩΝΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Με την από 22-3-2022 κλήση (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./2022) κλήση της εκκαλούσας, και, επομένως, με επιμέλειά της, επαναφέρεται νομίμως προς συζήτηση, κατόπιν ματαιώσεως, ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου για την εκδίκασή τους (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), Δικαστηρίου, η από 15-1-2012 (με αύξ. αριθμ. εκθ. καταθ……../20-1-2012 έφεσή της, ως μερικώς ηττηθείσας πρωτοδίκως διαδίκου, κατά της υπ’αριθμ. 6119/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών και ήδη περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015) επί της από  7-9-2006 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………./8-9-2006) αγωγής των εναγόντων, περί καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271 και 524 παρ. 1, 4 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015), ισχύοντος από 1-1-2016 (άρθρο ένατο άρθρου 1 αυτού) και το άρθρο 524 παρ. 1, 4 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν αλλά και μετά τον Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α΄ 190/13.10.2021), εφαρμοζόμενου, κατ’άρθρο 120 αυτού, από 1.1.2022, και, επομένως, εφαρμοζόμενων αμφοτέρων στην υπό κρίση περίπτωση, συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Έτσι, σε περίπτωση, μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, εφόσον, όμως, επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως [ΕφΠατρ(Μον) 51/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 142 παρ. 1 και 4 και 143 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αντίκλητος, το πρόσωπο, δηλαδή, που ορίζει ο διάδικος για την παραλαβή αντί αυτού δικαστικών ή εξωδίκων εγγράφων, που του απευθύνονται και αφορούν μια ή περισσότερες ή όλες τις υποθέσεις του, μπορεί να διορισθεί : α) είτε με δήλωση ενώπιον της γραμματείας του πρωτοδικείου της κατοικίας του δηλούντος, β) είτε με ρήτρα σε σύμβαση, που καλύπτει την επίδοση όλων των διαδικαστικών πράξεων, που έχουν σχέση με τη σύμβαση και γ) με το διορισμό πληρεξουσίου δικηγόρου, κατ` άρθρο 96 του ΚΠολΔ, οπότε είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις, που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης (ΑΠ 1305/2020, ΑΠ 685/2020, ΑΠ 395/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και κατά την προαναφερθείσα  διάταξη του άρθρου 143 παρ. 1 υπό την αρχική της διατύπωση, πριν δηλαδή την αντικατάστασή της με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87/23-7-2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 4 του άρθρου 1), έως την έκδοση οριστικής απόφασης.               Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524  § 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 1 Ν. 3994/2011-δεδομένου ότι δεν τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, το οποίο άλλωστε σύμφωνα με το άρθρο 9 § 2 αυτού εφαρμόζεται σε ένδικα μέσα που ασκούνται μετά την 1-1-2016- σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, οπότε η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από το διάδικο που δεν εμφανίσθηκε κατά την πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν, αντίγραφα των οποίων είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Έτσι, σε περίπτωση που ο παριστάμενος εκκαλών δεν προσκομίζει τις προτάσεις, που υποβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό από τον μη εμφανισθέντα εφεσίβλητο, καθώς και τα προαναφερθέντα διαδικαστικά έγγραφα (πρακτικά, εκθέσεις κλπ.) που τηρήθηκαν πρωτοδίκως, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, λόγω της αδυναμίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να κρίνει επί της διαφοράς λόγω της έλλειψης αυτής, δηλαδή να εκφέρει κρίση επί της ορθότητας της πρωτόδικης αποφάσεως λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων μερών (ΑΠ 122/2003, ΕλλΔνη 2003.132,  ΕφΔωδ 288/2017, ΕφΠειρ 804/2014, ΕφΠειρ (Ναυτ) 368/2014, ΕφΠειρ (Ναυτ) 371/2014, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 139/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012.319).

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις υπ’αριθμ. …../Δ/13-7-2022 και ……/Δ/20-7-2022 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ………, αντίγραφο της ανωτέρω κλήσης, με πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου, την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, και κλήση για να παρασταθούν οι εφεσίβλητοι-καθ’ών η κλήση κατά τη συζήτηση, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον πρώτο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο ……., όσον αφορά τον δεύτερο, ο οποίος είχε εκπροσωπήσει αμφότερους τους ενάγοντες ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και θεωρείται αντίκλητος αυτών, έως την έκδοση πλέον αμετάκλητης απόφασης, σύμφωνα με την προεκτεθείσα σκέψη. Οι τελευταίοι, όμως, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, κατ’άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμούν να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς την εμφάνισή τους στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Έτσι, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες, αφού σημειωθεί ότι η μη προσκόμιση των πρωτόδικων προτάσεων των εφεσίβλητων εκ μέρους της εκκαλούσας δεν συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης, κατά τα προεκτεθέντα, καθώς σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……/2-11-2022 βεβαίωση της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι προτάσεις και τα σχετικά των δικογραφιών για το έτος 2009, με ειδική μάλιστα αναφορά σε εκείνα που αφορούν την υπ’αριθμ. 6119/2009 απόφαση, πολτοποιήθηκαν με το από 21-9-2016 πρακτικό της Επιτροπής του άρθρου 13 του ν. 4290/1963 και 1 του βδ/τος 120 της 28-1-1996 «περί τρόπου καταστροφής άχρηστων αρχείων Δικαστικών Υπηρεσιών», με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η χορήγηση αντιγράφων των προτάσεων που κατατέθηκαν στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω πρωτόδικη και ήδη εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 § § 1,2, 500, 511, 513 §  1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517, 518 § 1 του ΚΠολΔ), δηλαδή πριν την παρέλευση μηνός από την επίδοση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 2-1-2012 (σχετ. η από 2-1-2012 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …….., επί προσκομιζόμενου αντιγράφου της, κατ’άρθρο 139 παρ.3 του ΚΠολΔ), ενώ δεν προκύπτει λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, προεχόντως διότι η σχετική υποχρέωση προβλέφθηκε από την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012), με έναρξη ισχύος από τις 2-4-2012 δηλαδή μεταγενέστερη της ασκήσεώς της. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την προαναφερθείσα αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι προσελήφθησαν, ο μεν πρώτος στις 21-3-1977 και ο δεύτερος στις 20-6-1988, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψαν με την εναγομένη και ότι έκτοτε εργάστηκαν ως λιμενεργάτες, όντας έγγαμος με δύο παιδιά ο πρώτος και άγαμος και άτεκνος ο δεύτερος, γεγονός το οποίο και της γνωστοποίησαν. Ακολούθως, επικαλούμενοι εσφαλμένο υπολογισμό των αποδοχών αδείας και του επιδόματος αδείας τους κατά τα έτη 2001-2005 εκ μέρους της εναγομένης, ζητούσαν κυρίως κατά τις διατάξεις των συμβάσεων εργασίας τους και επικουρικά εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί αυτή να τους καταβάλει, ως μισθολογικές διαφορές αποδοχών και επιδόματος αδείας, στον πρώτο, το ποσό των 41.107,70 ευρώ και στον δεύτερο το ποσό των 21.549,66 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύονταν, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, επικουρικά από την επομένη της επίδοσης προγενέστερης όμοιας αγωγής τους και, επικουρικότερα, από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίηση αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 6119/2009 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε αυτή ως νόμιμη και στη συνέχεια, απορριπτομένης της ένστασης παραγραφής και καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος και, γενομένης εν μέρει δεκτής της –χαρακτηριζόμενης ορθώς ως- ένστασης συμβιβασμού, που πρότεινε η εναγομένη, ως προς τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας του έτους 2003, έγινε δεκτή η αγωγή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 31.532,35 ευρώ και στον δεύτερο το συνολικό ποσό των 16.385,06 ευρώ,  ως διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας των ετών 2001, 2002, 2004 και 2005, με τον νόμιμο τόκο από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό και επιβλήθηκε μέρος της δικαστικής δαπάνης τους σε αυτήν, καθοριζόμενο στο ποσό των 1.200 ευρώ για τον πρώτο ενάγοντα και των 600 ευρώ για τον δεύτερο. Την απόφαση αυτή πλήττει η εναγομένη με την υπό κρίση έφεσή της, που ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας, μετά την τυπική παραδοχή της, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, με σκοπό να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή.Με την παρ. 1 του άρθρου πρώτου του Ν. 2688/1999, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς», που ιδρύθηκε με τον Ν. 4748/1930 και αναμορφώθηκε με τον Α.Ν. 1559/1950, που κυρώθηκε με τον Ν. 1630/1951, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε» και τον διακριτικό τίτλο «Ο.Λ.Π. Α.Ε», η οποία είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, λειτουργεί κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπεται από το νόμο αυτό και τον Κ.Ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, καθώς και του Α.Ν 1559/1950, όπως κάθε φορά ισχύουν. Περαιτέρω, από τη διαπνέουσα ολόκληρο το εργατικό δίκαιο γενικότερη αρχή της προστασίας των μισθωτών, με την εφαρμογή της οποίας αποτρέπεται η σύγκρουση των όρων εργασίας που διαμορφώνονται από περισσότερες πηγές διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, συνάγεται ότι η αποτελούσα ειδική μορφή αυτής αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, προβλεπομένη ήδη από το άρθρο 680 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, κατά την οποία οι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων, εφαρμόζεται όχι μόνο στη σχέση συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών (νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης) διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας. Για την εφαρμογή, όμως, της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση Σ.Σ.Ε. ή άλλης πηγής, ως ρυθμιστικού παράγοντα της εργασιακής σχέσης, και ατομικής σύμβασης εργασίας και γενικότερα κατά τη συσχέτιση διαφόρων πηγών μεταξύ τους οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού (εκτός αντίθετης ειδικής ρύθμισης) δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών (τούτο ειδικά ως προς την συσχέτιση περισσοτέρων Σ.Σ.Ε. αποτυπώνεται ρητά στο άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 1876/1990). Κατά τη συσχέτιση περισσοτέρων πηγών της αυτής ιεραρχικής βαθμίδας δεν εφαρμόζεται η ως άνω αρχή της εύνοιας, ούτε η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 (που ρυθμίζει την σχέση νόμου και Σ.Σ.Ε), αλλά οι νεότεροι και ειδικοί κανόνες αποκλείουν την εφαρμογή των παλαιότερων και γενικών και αυτοί εφαρμόζονται, όταν ρυθμίζουν το ίδιο γενικά θέμα κατά τρόπο αντίθετο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό και ασυμβίβαστο προς τη ρύθμιση των παλαιοτέρων κανόνων, είτε ευνοϊκότερο είτε δυσμενέστερο σε σχέση με αυτούς (άρθρο 2 ΑΚ). Σε σχέση και συνάφεια προς τα προαναφερθέντα για τη συσχέτιση διαφόρων πηγών, ως προς τους Κανονισμούς Εργασίας που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και με τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολό τους λαμβανόμενες, ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ ουσιαστικού νόμου διατάξεων Κανονισμών Εργασίας, που καταρτίσθηκαν και κυρώθηκαν υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία του Ν.Δ. 3789/1957. Αντίθετα, υπερισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών Εργασίας εάν, με την αυτή προϋπόθεση, είναι ευνοϊκότερες των αντίστοιχων της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδοχές και το επίδομα αδείας των εργαζομένων γενικά και ως προς όλους καταρχήν τους εργαζόμενους, τον κεντρικό κορμό και τον πυρήνα του ρυθμιστικού καθεστώτος του θεσμού των αδειών αποτελεί ο Α.Ν. 539/1945 «περί χορηγήσεως κατ` έτος εις τους μισθωτούς αδειών μετ` αποδοχών», όπως έχει κατά καιρούς τροποποιηθεί. Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνει διασφαλίζουν τις ελάχιστες υπέρ όλων των εργαζομένων εγγυήσεις, λόγω δε του εντόνως προστατευτικού χαρακτήρα τους και του στενού δεσμού τους με την ικανοποίηση και προστασία του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, αποτελούν μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο και, κατά συνέπεια, απόκλιση από τις σχετικές διατάξεις αυτού επιτρέπεται μόνο για την εφαρμογή ευμενέστερων για τον εργαζόμενο διατάξεων άλλων πηγών, με την προαναφερθείσα έννοια της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών. Με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω Α.Ν. 539/1945 ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια της αδείας ο μισθωτός δικαιούται τις συνήθεις αποδοχές, τις οποίες θα εδικαιούτο, εάν απασχολείτο στην υπόχρεη επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο ή τις τυχόν για την περίπτωση αυτή καθορισμένες με συλλογική σύμβαση, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι για τον κατ` αποκοπή ή κατ’ άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών αμειβόμενο μισθωτό, οι αποδοχές που δικαιούται κατά τη διάρκεια της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσο όρο από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους… μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμό των εργασίμων ημερών οι οποίες περιλαμβάνονται στη χορηγηθείσα άδεια και, τέλος, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, στην έννοια των αποδοχών περιλαμβάνονται και οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Εξάλλου, ο νομοθέτης, με πρόθεση να ενισχυθεί ο σκοπός της αναψυχής του εργαζόμενου που επιδιώκεται με το θεσμό της άδειας, θέσπισε, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, ένα πρόσθετο ποσό, το επίδομα αδείας, το οποίο ισούται με το σύνολο των αποδοχών αδείας, με το διαλαμβανόμενο σ` αυτήν χρονικό περιορισμό, κατά την οποία «Οι επί σχέσει εργασίας του ιδιωτικού δικαίου απασχολούμενοι, παρ’ οιωδήποτε εργοδότη, μισθωτοί δικαιούνται κατ’ έτος “επιδόματος αδείας” ίσου προς το σύνολον των αποδοχών των υπό του α.ν. 539/1945 ή άλλων διατάξεων καθοριζομένων ημερών αδείας αναπαύσεως μετ’ αποδοχών, ων δικαιούται έκαστος μισθωτός, υπό τον περιορισμόν ότι το επίδομα τούτο δεν δύναται να υπερβαίνει τας αποδοχάς ενός 15νθημέρου, διά τους επί μηνιαίω μισθώ αμειβόμενους, των 13 δε εργασίμων ημερών δια τους επί ημερομίσθιω ή κατά μονάδα εργασίας ή επί ποσοστοίς ή κατ` άλλον τρόπον αμειβομένους μισθωτούς. Το ως άνω επίδομα καταβάλλεται ομού μετά των αποδοχών της αδείας αναπαύσεως του μισθωτού…». Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 648, 653, 666, 679 ΑΚ, της κυρωθείσας με το Ν. 3248/1955 με αριθμ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης «περί προστασίας του ημερομισθίου», 2 της κυρωθείσας με το Ν. 133/1975 από 26-2-1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, 1 παρ.1 του Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 του Ν. 1082/1980 και του άρθρου 3 της υπ` αριθ. 19040/1981 Υπουργικής Απόφασης «χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β΄ 742), προκύπτει ότι ως «συνήθεις αποδοχές», με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το ισούμενο προς αυτές, υπό τον ως άνω χρονικό περιορισμό, επίδομα αδείας, ταυτίζονται δε προς τις «τακτικές αποδοχές», που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, και είναι ίσες με τις αποδοχές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός, αν είχε απασχοληθεί κατά τον αντίστοιχο χρόνο της αδείας του και όμοιες με τις αποδοχές των αμειβομένων με το σύστημα των κυμαινόμενων, νοούνται ο συμβατικός ή ο νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση- καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας τη νύκτα, τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΑΠ 191/2011 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)- εφόσον η εργασία αυτή παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΟλΑΠ 5/2011, ΕλλΔνη 2011.684, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Δεν περιλαμβάνονται, όμως, στις ανωτέρω αποδοχές, μεταξύ άλλων, όσες οφείλονται σε έκτακτες διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας (έκτακτες υπερωρίες, έκτακτη απασχόληση) αφού αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως τακτικές (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ο.π), όπως και η αμοιβή για τη μη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, την αμοιβή για την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, έστω και αν παρέχεται σταθερά και μόνιμα (ΑΠ 662/2019, ΑΠ 227/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αν οι εν λόγω τακτικές εργοδοτικές παροχές δεν είναι σταθερές κατά ποσό, αλλά διαφέρουν από μήνα σε μήνα, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του προηγούμενου χρονικού διαστήματος, το οποίο μεσολάβησε από τη λήξη της προηγούμενης αδείας του μέχρι την έναρξη της νέας άδειας (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π). Εξάλλου, με την 45058/7/1971 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εμπορικής Ναυτιλίας και Εργασίας (ΦΕΚ Β΄ 579) εγκρίθηκε ο Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς (με τον προσαρτημένο σ’ αυτόν πίνακα συνθέσεων εργατικών ομάδων και αποδόσεων αυτών σε τόνους ή m3), με τον οποίο ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και αμοιβής του εργατικού προσωπικού (μόνιμο και έκτακτο), που συνδέεται με τον ΟΛΠ (ήδη ΟΛΠ ΑΕ) πάντοτε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου (άρθρα 1 και 10), καθώς και οι συνθήκες και ο τρόπος διεξαγωγής των φορτοεκφορτωτικών εργασιών στην περιοχή του Λιμένος Πειραιώς (άρθρο 1 παρ. 1). Ο Κανονισμός αυτός, που καταρτίσθηκε και εγκρίθηκε υπό την ισχύ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 1 και 2 του ως άνω Ν.Δ. 3789/1957, όπως και στο προοίμιό του αναφέρεται, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, με αυτόν δε ορίζονται ειδικότερα τα εξής σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του ως άνω προσωπικού σε συνάρτηση και με το είδος και τις κατηγορίες των εργασιών αυτών, ενώ το εκάστοτε ύψος του βασικού ημερομισθίου των διαφόρων κατηγοριών (ειδών) φορτοεκφορτωτικών εργασιών ορίζεται με τις οικείες ΣΣΕ: Α) Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.1 εδ. β΄ οι αποδοχές αδείας ισούνται προς το γινόμενο των ημερών αδείας που δικαιούται κάθε μισθωτός επί το βασικό ημερομίσθιο της απασχόλησής του, όπως δε διευκρινίζεται με την παρ. ε΄ του ίδιου άρθρου ως «βασικό ημερομίσθιο» για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας των μονίμων εργατών λογίζεται αυτό της επικρατέστερης απασχόλησής τους κατά το τελευταίο πριν από τη χορήγηση της αδείας τρίμηνο και προκειμένου για εργάτες που απασχολούνται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες δημητριακών και γαιανθράκων το βασικό ημερομίσθιο που καθορίζεται για τις εργασίες αυτές (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π). Κατά δε τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του ως άνω Κανονισμού, «Μετά των αποδοχών κανονικής αδείας του εργατικού προσωπικού καταβάλλεται και το ιδιαίτερον επίδομα αδείας…» (παρ. 3) και «Εις άπαντας τους εργάτας (μονίμους, δοκίμους και ελευθέρους), τους καθ` οιονδήποτε τρόπον απασχολουμένους κατά το μικτόν σύστημα ή επί ημερομισθίω εις φορτοεκφορτωτικάς και λοιπάς εργασίας του λιμένος, αι καταβαλλόμεναι αυτοίς αποδοχαί αδείας προσαυξάνονται κατά ποσοστόν 25%» (παρ. 4) (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π). Ως «επικρατέστερη απασχόληση» νοείται, κατά τη διάταξη αυτή, η επικρατέστερη κατά χρόνο, δηλαδή εκείνη η οποία είχε συνολικά τη μεγαλύτερη διάρκεια και στην οποία ο εργαζόμενος πραγματοποίησε τα περισσότερα ημερομίσθια κατά το τελευταίο πριν από την λήψη της άδειας τρίμηνο. Βάση, επομένως, υπολογισμού των αποδοχών αδείας είναι το βασικό ημερομίσθιο και όχι η τελική αμοιβή που προκύπτει από τυχόν προσαυξήσεις λόγω αποδόσεως (για τους εργαζόμενους «επί αποδόσει») ή λόγω τριπλασιασμού του βασικού ημερομισθίου (για τους απασχολούμενους στις γερανογέφυρες) ή λόγω άλλων προβλεπομένων προσαυξήσεων, οι προκύπτουσες δε και καταβαλλόμενες με τον υπολογισμό αυτό αποδοχές αδείας προσαυξάνονται για όλους τους εργάτες κατά ποσοστό 25%. Β) Το ύψος του βασικού ημερομισθίου των (μονίμων κλπ.) εργατών του ΟΛΠ, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, ορίζεται ειδικά στο άρθρο 23 παρ. 1 του Κανονισμού (αναπροσαρμοζόμενο εκάστοτε με τις οικείες ΕΣΣΕ) ανάλογα και σε αντιστοιχία με το είδος της απασχόλησής τους κατά τις διακρίσεις του άρθρου 12 παρ. 1 του Κανονισμού (στο οποίο ρητά παραπέμπει το άρθρο 23 παρ. 1), είναι δε αυτές : α) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις γενικά χύδην φορτίων δημητριακών, γαιανθράκων κλπ., β) η απασχόληση σε φορτοεκφορτώσεις επί πλοίων γενικά και επί παντός είδους πλωτών ναυπηγημάτων και γ) η απασχόληση σε κομιστικές εργασίες (μεταφοράς των εμπορευμάτων από τον τόπο της οριστικής εναπόθεσής τους στα μεταφορικά μέσα των παραληπτών και αντίστροφα), σε εργασίες μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών, σε εργασίες κάλυψης και αποκάλυψης των υπαιθρίων εμπορευμάτων και σε λοιπές βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με την φορτοεκφόρτωση. Στις κατηγορίες αυτές απασχόλησης, ειδικότερα, δεν προβλέπεται και δεν περιλαμβάνεται στο ως άνω άρθρο, ως είδος απασχόλησης η «επί αποδόσει», αφού αυτή, κατά το άρθρο 20 του Κανονισμού, που έχει ακριβώς τον τίτλο «τρόπος διεξαγωγής της εργασίας», προβλέπεται ως τρόπος εργασίας και όχι ως κατηγορία (διάκριση) απασχόλησης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 20 του Κανονισμού: 1) Η εργασία στον λιμένα διεξάγεται «επί αποδόσει» στις περιπτώσεις εκφόρτωσης ή φόρτωσης και ειδικότερα στις περιπτώσεις της, από το κύτος ή τις φορτηγίδες μέχρι τον τόπο οριστικής απόθεσης, μεταφοράς α) γαιανθράκων, ορυκτών, μεταλλευμάτων, πορσελάνης και χωμάτων (χύμα) χωρίς τη χρήση αρπάγης, β) σιτηρών και λοιπών δημητριακών «εις χύμα», χωρίς τη χρήση αρπάγης, γ) ξυλείας, δ) φορτίων σε σάκους γενικά, ε) σιδήρων, σιδηροφύλλων κλπ, στ) ειδών γενικού εμπορίου και ζ) φορτίων πλοίων ψυγείων, κατ` εξαίρεση, όμως, εφόσον οι συνθήκες διεξαγωγής των εργασιών για τα παραπάνω φορτία (υπό στοιχεία α-ζ) παρεμποδίζουν την «επί αποδόσει» εργασία με τον ως άνω τρόπο, αυτός μπορεί με απόφαση των αρμοδίων οργάνων να μεταβληθεί (επειδή ακριβώς η «επί αποδόσει» εργασία δεν αποτελεί είδος απασχόλησης, αλλά τρόπο εκτέλεσης της εργασίας) σε εργασία «επί ημερομισθίω». 2) Η εργασία «επί ημερομισθίω» εκτελείται για α) την από την αποθήκη ή ύπαιθρο μεταφορά όλων των ανωτέρω ειδών (πλην της ξυλείας) μέχρι το μεταφορικό μέσο του παραλήπτη και αντίστροφα, β) φορτοεκφορτώσεις αποσκευών των επιβατών, γ) φορτοεκφορτώσεις νωπών ιχθύων, φρούτων και λαχανικών, δ) φορτοεκφορτώσεις φορτίων κάθε είδους «εις χύμα» (δι` αρπάγης ή μηχανημάτων αναρροφήσεως) και ε) εργασίες εκφόρτωσης βαγονιών και αυτοκινήτων που μεταφέρουν εμπορεύματα εξωτερικού και 3) οι εργασίες πλήρωσης και εκκένωσης εμπορευματοκιβωτίων, ρυμουλκούμενων οχημάτων και αυτοκινήτων μεταφερόμενων με οχηματαγωγά πλοία εξωτερικού, καθώς και οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης στρατιωτικών εφοδίων επί αυτοκινήτων κλπ. μπορούν να εκτελούνται «επί αποδόσει» με βάση τους 6 τόνους κατά εργάτη κλπ. Η αμοιβή για την «επί αποδόσει» εργασία έχει προβλεφθεί στο άρθρο 27 και καταβάλλεται και στις τρεις περιπτώσεις απασχόλησης του άρθρου 12 παρ.1 επιπρόσθετα του βασικού ημερομισθίου του άρθρου 23 παρ. 1 (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π), και Γ) Με το άρθρο 26 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς προβλέπονται οι καθοριζόμενες σ’ αυτό έκτακτες αμοιβές για την «επί ημερομισθίω εργασίαν», ενώ με το άρθρο 28 αυτού προβλέπονται οι καθοριζόμενες εκεί πρόσθετες και έκτακτες αμοιβές για την «επί αποδόσει εργασίαν», όπως για πρόσθετες εργασίες ανοίγματος και κλεισίματος των κυτών του πλοίου, εξαρμώσεις διαφραγμάτων (μπουλμέδων) ή υποστηριγμάτων και περισυλλογή της ξυλείας κλπ, για καθυστέρηση ενάρξεως εργασίας ή διακοπή αυτής εντός των κανονικών χρονικών ορίων απασχολήσεως, για καθυστερήσεις σημειούμενες σε έκτακτα χρονικά όρια εργασίας τακτικών και εκτάκτων φυλάκων κλπ. (ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π). Τέλος, κατά το άρθρο 30 παρ.1 το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο», που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες για όσες εργάσιμες ημέρες δεν διατίθενται σε φορτοεκφορτωτικές εργασίες του λιμένος λόγω έλλειψης εργασίας, είναι ίσο προς αυτό που καταβάλλεται στους μόνιμους εργάτες που απασχολούνται σε κομιστικές εργασίες του άρθρου 23 παρ.1 εδ. β΄, μετά των συντρεχόντων επιδομάτων εμπειρίας, ειδικών συνθηκών και γάμου, δεν αποτελεί, δηλαδή, το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» το κατώτερο ημερομίσθιο, αλλά αυτό καθορίζεται ίσο προς το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο για τις κομιστικές εργασίες, ενώ κατά το άρθρο 31 παρ. 1 σε περίπτωση ματαιώσεως προγραμματισμένης εργασίας καταβάλλεται το βασικό ημερομίσθιο. Περαιτέρω, με τα άρθρα 4 παρ. 3 και 5 εδ. ε΄ του Ν. 2668/1999, ο ως άνω Κανονισμός Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς διατηρήθηκε, καταρχήν, σε ισχύ και μετά την μετατροπή του ΟΛΠ, από ΝΠΔΔ σε ανώνυμη εταιρία, ενώ με την 5115.01/02/2004 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών-Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄ 390/26-2-2004) εγκρίθηκε και δημοσιεύθηκε ο καταρτισθείς στο πλαίσιο και κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 4, 12 και 13 του ως άνω Ν. 2688/1999 Γενικός Κανονισμός Προσωπικού της ΟΛΠ Α.Ε (που άρχισε να ισχύει 10 ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ, κατά το άρθρο 83 αυτού) για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζομένων σ’ αυτήν, σύμφωνα δε με αυτόν το προσωπικό της ΟΛΠ ΑΕ (τακτικό, έκτακτο και δόκιμο), στο οποίο υπάγεται ως ιδιαίτερη υπηρεσιακή κατηγορία το λιμενεργατικό προσωπικό και δη οι λιμενεργάτες (άρθρο 5 παρ.1α, 2 και 4α), δικαιούται ετήσιας άδειας με αποδοχές, καθώς και επιδόματος αδείας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία (γίνεται, δηλαδή, παραπομπή στον Α.Ν. 539/1945) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας Ε.Γ.Σ.Σ.Ε, τις ειδικότερες συλλογικές συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στην ΟΛΠ Α.Ε. και τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού (άρθρο 55 παρ.1) (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 165/2019, ΑΠ 164/2019 ό.π).Με βάση όσα προεκτέθηκαν, η ένδικη αγωγή, με το ιστορούμενο περιεχόμενο και αιτήματά της, είναι, μη νόμιμη στο σύνολό της και, συγκεκριμένα : α)  ως προς το πρώτο κονδύλιο της διαφοράς αποδοχών αδείας, διότι οι ενάγοντες, κατά τον προσδιορισμό του εν λόγω κονδυλίου, ζητούν, μη νομίμως την επιλεκτική εφαρμογή και της ρύθμισης του άρθρου 3 του ΑΝ 539/1945 και της διάταξης του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς, δηλαδή υπολογίζουν τις αποδοχές αδείας, που ισχυρίζονται ότι τους οφείλονται, με βάση τις πλήρεις αποδοχές τους, ήτοι τις αποδοχές τις προκύπτουσες από την κυμαινόμενη και ανώτερη του βασικού ημερομισθίου αμοιβή απόδοσης, αλλά μόνο του τελευταίου τριμήνου πριν από τη λήψη της αδείας και όχι του τελευταίου δωδεκαμήνου, προβαίνοντας έτσι, κατά τη σύγκριση των αποδοχών αδείας ως μίας ενότητας, σε ανεπίτρεπτη επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή, ήτοι από τη γενική εργατική νομοθεσία και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 3 του αν. 539/1945 και άλλου τμήματος αποδοχών από διαφορετική πηγή ήτοι από τον Κανονισμό Εργασίας Εργατών Λιμένος Πειραιώς και συγκεκριμένα από τη διάταξη του άρθρου 35 αυτού. Σύμφωνα όμως με όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, για την εφαρμογή της αρχής της εύνοιας υπέρ των μισθωτών κατά τη συσχέτιση μεταξύ τους περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας και στην προκειμένη περίπτωση, της διάταξης του άρθρου 3 του αν. 539/1945, ως διάταξης της κοινής εργατικής νομοθεσίας αναγκαστικού δικαίου, σε σχέση με την έχουσα ισχύ ουσιαστικού νόμου διάταξη του άρθρου 35 του Κανονισμού Εργασίας Λιμένος Πειραιώς, οι αποδοχές συγκρίνονται ως μία ενότητα, αφού δεν είναι δυνατή η επιλεκτική αναζήτηση τμήματος αποδοχών από τη μία πηγή και άλλου από διαφορετική πηγή, διότι δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών αυτών ως προς την έννοια των αποδοχών, β/ ως προς το κονδύλιο των διαφορών επιδόματος αδείας, γιατί, ναι μεν οι ενάγοντες ζητούν να υπολογισθεί αυτό μόνο με βάση τις διατάξεις τις γενικής εργατικής νομοθεσίας (άρθρα 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 3 του Α.Ν. 539/1945 και 1 παρ. 3 Ν. 4547/1966), όμως τα ποσά που αναφέρονται στην αγωγή, ως μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου δωδεκαμήνου πριν τη λήψη της ετήσιας άδειας και με βάση τα οποία γίνεται ο υπολογισμός του εν λόγω επιδόματος, δεν εμπίπτουν, στο σύνολο τους, στην εκτεθείσα στην ανωτέρω νομική σκέψη έννοια των «τακτικών – συνήθων» αποδοχών, καθόσον περιέχουν, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, και έκτακτες αποδοχές, ενόψει του ότι πρόκειται για μισθωτούς αμειβόμενους με κυμαινόμενο ημερομίσθιο αφενός και αφετέρου ο προαναφερθείς Κανονισμός, τον οποίο επικαλούνται, προβλέπει για την «επί αποδόσει» και «επί ημερομισθίω» αμοιβή και έκτακτες αμοιβές, για δε το «ασφαλιστικό ημερομίσθιο» προβλέπει επίσης και βασικό ημερομίσθιο (για την περίπτωση ματαίωσης προγραμματισμένης εργασίας), οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, για να αποτελέσουν βάση υπολογισμού θα πρέπει να εμπίπτουν, κατά το ένδικο διάστημα, στην έννοια των «τακτικών αποδοχών». Εξάλλου, ουδόλως διευκρινίζουν οι ενάγοντες εάν οι αναφερόμενες στην αγωγή αμοιβές τους, επί των οποίων υπολογίζουν το ένδικο επίδομα, είναι «τακτικές – συνήθεις» υπό την ανωτέρω έννοια, δηλαδή ότι καταβάλλονται σταθερά κάθε μήνα. Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα εάν, προκειμένου περί τακτικών-συνήθων αποδοχών, αυτές διαφέρουν μόνο κατά ποσό από μήνα σε μήνα, ώστε τότε να χωρήσει επ’ αυτών η εξεύρεση του μέσου όρου από τη λήξη της άδειας του προηγούμενου έτους μέχρι την έναρξη της νέας άδειας. Έτσι, δηλαδή, οι αιτούμενες από τους ενάγοντες αξιώσεις των διαφορών επιδόματος αδείας είναι υπολογισμένες μεν σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, αλλά με βάση υπολογισμού την τελική αμοιβή που προκύπτει «από την απόδοση» και την «επικρατέστερη απασχόληση» κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό, δηλαδή οι ενάγοντες προβαίνουν σε σύγχρονη επιλεκτική επίκληση όλων των πηγών (και του Κανονισμού και της εργατικής νομοθεσίας), το οποίο είναι ανεπίτρεπτο, όπως προεκτέθηκε. Επιπροσθέτως, η αγωγή, κατά την κύρια βάση της, είναι απορριπτέα και για τον λόγο ότι, προκειμένου να ανευρεθεί η εφαρμοστέα ευνοϊκότερη για τους ενάγοντες εργαζόμενους ρύθμιση, ενόψει του ότι πρόκειται περί μισθωτών αμειβομένων με σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, πρέπει πρώτα να ανευρεθούν οι ρυθμιζόμενες από τις δύο προαναφερθείσες πηγές αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και μετά να γίνει μεταξύ τους σύγκριση, ώστε να κριθεί ποια είναι η ευνοϊκότερη ρύθμιση. Δηλαδή, έπρεπε πρώτα να παραθέσουν οι ενάγοντες στην αγωγή τους, αφενός τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές του άρθρου 35 του εν λόγω Κανονισμού, ήτοι να παραθέσουν τις αξιώσεις τους με βάση το «βασικό ημερομίσθιο», λογιζομένου ως τοιούτου εκείνου της «επικρατέστερης απασχόλησης αυτού» κατά το τελευταίο, προ της χορήγησης της άδειας, τρίμηνο κατά τα οριζόμενα από τον Κανονισμό και τις ισχύουσες κατά το ένδικο διάστημα ΕΣΣΕ προσαυξανόμενο κατά 25% και πολλαπλασιαζόμενο επί 13, αφετέρου δε να παραθέσουν τα ποσά που θα προέκυπταν από τις επιταγές της εργατικής νομοθεσίας (υπολογιζόμενα με βάση τις τακτικές αποδοχές τους υπό την έννοια που εκτέθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο), ώστε, αντιπαραβάλλοντας αυτά μεταξύ τους, να ανευρεθεί από το Δικαστήριο η ευνοϊκότερη για τους εργαζόμενους ρύθμιση που θα ήταν και η εφαρμοστέα κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη (ΕφΠειρ 283/2016, ΕφΠειρ 284/2016, ΕφΠειρ 290/2016, ΕφΠειρ 314/2016, ΕφΠειρ 356/2016, ΕφΠειρ (Μον) 683/2015 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Να σημειωθεί ότι η αγωγή ελέγχεται ως αόριστη ως προς τη σωρευόμενη επικουρικά δικονομικά βάση της από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία δεν ερευνήθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον δεν έγινε έστω και έμμεση επίκληση από τους ενάγοντες, όπως απαιτείτο για την πληρότητά της,  της τυχόν ακυρότητας της σύμβασης εργασίας τους, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι αυτής (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 408/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και το στοιχείο αυτό το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να το ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (λ.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), ως προς την αγωγή για ζητήματα αυτής, όπως ιδίως για τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, το παραδεκτό, το ορισμένο, το νόμω βάσιμο αυτής και χωρίς ειδικό παράπονο να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 121/2019, ΑΠ 140/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την άνω αγωγή, ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη κατ’ουσίαν, επιδικάζοντας στους ενάγοντες τις αναφερόμενες διαφορές αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού λόγου της ένδικης έφεσης, παρελκούσης έτσι της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής (ΕφΑθ 224/2016, ΔΕΕ 2016.355, ΕφΔωδ  70/2015, ΕφΠειρ 225/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ».)

Κατόπιν αυτών πρέπει, να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση κατά παραδοχή του τέταρτου λόγου της περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της  που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνατΚρ 79/2014 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288), με αποτέλεσμα να αποβαίνει αλυσιτελής ο έκτος λόγος της έφεσης, περί εσφαλμένου υπολογισμού τους. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 19-5-2008 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………../19-5-2008) αγωγή, να απορριφθεί αυτή, στο σύνολό της, για τους προεκτιθέμενους λόγους. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των απολιπόμενων εκκαλούντων-εφεσιβλήτων (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ, όπως το ορισθέν από την τελευταία ποσό,  αναπροσαρμόστηκε με το άρθρο 35 § 3 γ΄ του ν.4446/2016 [ΦΕΚ Α΄ 240/22-12-2016 με έναρξη ισχύος από τις 23-1-2017, κατ’άρθρο 45 αυτού]), και τα μεν δικαστικά έξοδα των διαδίκων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ αυτών, γιατί ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ), τα δε δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, σε βάρος των εφεσιβλήτων, λόγω της ήττας και της ερημοδικίας τους, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 15-1-2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./20-1-2012) έφεση της εναγομένης κατά της υπ’αριθμ. 6119/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην των εφεσιβλήτων-καθ’ών η κλήση.

ΟΡΙΖΕΙ το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για καθέναν εκ των απολιπομένων εφεσιβλήτων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 7-9-2006 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……/8-9-2006) αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και επιβάλλει σε βάρος των εφεσιβλήτων τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 2.2. 2023.

Η Δικαστής                                                            Η Γραμματέας