Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 85/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (3ο Τμήμα)

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ (Εργατικών) ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  85/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………..  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας,  μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ………… η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Δημητρίου Μήλλα.

Της εφεσίβλητης, ………… η οποία  παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Βασιλείου Μπαλαφούτη.

Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18-12-2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/22-12-2020) αγωγή της, η οποία  ζήτησε να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, ερήμην της εναγομένης η υπ’αριθμ. 1806/2021 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή.

Η εναγομένη με την από 10-12-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./10-12-2021) έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσέβαλε την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτησή της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 § 2 του ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου ασκήσεως της υπό κρίση έφεσης, προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση κατ’ ερήμην αποφάσεως, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, χωρίς έρευνα των λόγων αυτής (εφέσεως) (ΑΠ 2150/2014, ΕφΠειρ 332/2015, ΕφΠειρ 33/2015, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως [ΑΠ 985/2015, ΑΠ 1075/2013, ΕφΛαμ 22/2022, ΕφΑθ (Μον) 2145/2022 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης ανακοπής ερημοδικίας [ΑΠ 579/2018 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 2150/2014, ΕφΑθ (Μον) 2145/2022, ΕφΛαμ 22/2022, ό.π]. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 ό.π). Έτσι, αν ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 985/2015, ό.π, ΕφΠειρ 414/2015, ΕφΛαρ 43/2013 δημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αντιθέτως, αν με το εφετήριο ο εκκαλών, ως εναγόμενος προβάλλει μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως εξοφλήσεως, παραγραφής ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την απόρριψη των ενστάσεων αυτών, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση, αλλά μόνον κατά το διατακτικό της (ΕφΠειρ 489/2016 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 232/2015 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2016.45). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφανίσεως της αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΕφΠειρ 489/2016,  ΕφΠειρ 414/2015, ό.π).

Στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη απηύθυνε προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά την από από 18-12-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../22-12-2020) αγωγή της περί καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών και αποδοχών υπερημερίας άλλως αποζημίωσης απολύσεως, από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επ’αυτής εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών η εκκαλουμένη, υπ’αριθμ. 806/2021 οριστική απόφαση, ερήμην της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, η οποία αφού έκρινε αυτήν ως νόμιμη, ακολούθως την δέχθηκε ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, υποχρεώνοντας την εκκαλούσα να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 16.286 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό από τη δεύτερη ημέρα εκάστου μηνός, όσον αφορά τις οφειλόμενες αποδοχές της και από την 1-1-2021 ως προς το δώρο Χριστουγέννων, την αποζημίωση μη ληφθείσας αδείας και το επίδομα αδείας. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εναγομένη, ως εν μέρει ηττηθείσα πρωτοδίκως διάδικος, με την από 10-12-2021  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./10-12-2021) έφεσή της, ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής. Η έφεση αυτή αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως [άρθρο 495 του ΚΠολΔ,  όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015) που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ , 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο)], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (1-9-2021), εφόσον δεν αποδεικνύεται ούτε γίνεται επίκληση της επίδοσής της, ενώ δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, μη απαιτούμενης της κατάθεσης παραβόλου, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, εφόσον ασκήθηκε από διάδικο, η οποία δικάστηκε ερήμην, πρέπει, σύμφωνα με τη σκέψη που προεκτέθηκε, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεώς της, με την οποία αυτή παραπονείται για παράβαση-εσφαλμένη εφαρμογή-νόμου, δηλαδή με ορισμένο και νόμιμο λόγο εφέσεως, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον της αγωγής, να εξαφανιστεί αυτή μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η αγωγή με την ίδια διαδικασία, ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, αντιμωλία των διαδίκων, δικαιούμενης της εκκαλούσας να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως.

Η ενάγουσα ισχυρίστηκε στην αγωγή της ότι προσελήφθη από την εναγομένη εταιρεία, που διατηρούσε επιχείρηση ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου, στις 11-2-2011 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου και ήδη αορίστου χρόνου, ως δασκάλα, με πλήρες ωράριο εργασίας και μικτές αποδοχές, ύψους 1.437 ευρώ μηνιαίως, και ότι, παρ’ότι η ίδια ανταποκρίθηκε πλήρως στις συμβατικές της υποχρεώσεις, η εναγομένη της κατέβαλε με καθυστέρηση μέρος των δεδουλευμένων αποδοχών της του χρονικού διαστήματος Οκτωβρίου 2018-Ιανουαρίου 2020 και του μηνός Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2020, που έλαβε άδεια εγκυμοσύνης, με αποτέλεσμα να προβεί σε δήλωση επίσχεσης εργασίας. Ότι μετά τη λήξη της άδειας τοκετού, έλαβε μετά από αίτησή της άδεια μητρότητας, για το χρονικό διάστημα από 1/7 έως 30/8/2020 και αμέσως μετά την εννεάμηνη άδεια φροντίδας παιδιού. Ότι η εναγομένη, ενεργώντας όλως παράνομα και αντισυμβατικά, της κοινοποίησε στις 9-10-2020 την από 6-10-2020 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, καθ’όν χρόνο βρισκόταν σε άδεια μητρότητας και χωρίς να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, με αποτέλεσμα η καταγγελία να είναι άκυρη και η εναγομένη να έχει καταστεί έκτοτε υπερήμερη ως προς την καταβολή των αποδοχών της. Ότι πέραν της αναλογίας του μισθού της για το χρονικό διάστημα από την 1η/6 έως τις 16/6/2020, των αποδοχών της για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2020, των αποδοχών και του επιδόματος αδείας του έτους 2020, ύψους 7.664 ευρώ συνολικά, της οφείλει επιπλέον για το χρονικό διάστημα από την κοινοποίηση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της μέχρι και τις 10-3-2020, πιθανό χρόνο συζήτησης της αγωγής, το ποσό των 7.185 ευρώ, πλέον του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2020, ύψους 1.437 ευρώ και συνολικά το ποσό των 8.622 ευρώ. Ότι εξαιτίας της παράνομης και καταχρηστικής απόλυσής της και της όλης συμπεριφοράς της εναγομένης από το 2018, περιήλθε σε ανασφάλεια και οικονομικές στερήσεις, με αποτέλεσμα την προσβολή της προσωπικότητάς της. Ακολούθως, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η από 6-10-2020 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της είναι άκυρη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει : α/ το ποσό των 7.664 ευρώ, νομιμοτόκως από τη δεύτερη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα, αναφορικά με τις μηνιαίες αποδοχές της και από την 1-8-2020 όσον αφορά τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, β/ το ποσό των 8.622 ευρώ, για μισθούς υπερημερίας, νομιμοτόκως από τη δεύτερη ημέρα του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και από την 22-12-2020 όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων, επικουρικά δε αμφότερα τα παραπάνω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, γ/ το ποσό των 3.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική της βλάβη και επικουρικά σε περίπτωση που κριθεί έγκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 8.382,50 ευρώ, ως αποζημίωση καταγγελίας, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της καταγγελίας και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, δ/ να απαγγελθεί κατά της νομίμου εκπροσώπου της προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους λόγω της τελεσθείσας σε βάρος της αδικοπραξίας, και να απειληθεί σε βάρος της χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών της, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά της έξοδα.

Ι.Κατά το άρθρο 15 του ν.1483/1984, όπως η παρα.1 αυτού αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 36 του ν.3996/2011 (ΦΕΚ Α΄170/5-8-2011) «1. Απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Η προστασία από την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ισχύει τόσο έναντι του εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται, χωρίς να έχει προηγουμένως απασχοληθεί αλλού, πριν συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) μήνες από τον τοκετό ή το μεγαλύτερο χρόνο που προβλέπεται στην παρούσα, όσο και έναντι του νέου εργοδότη, στον οποίο η τεκούσα προσλαμβάνεται και μέχρι τη συμπλήρωση των ανωτέρω χρόνων.  Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη». Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 του Π.Δ. 176/15/15.07.1997 «Μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών σε συμμόρφωση με την Οδηγία 95/85 ΕΟΚ» : «1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου 1483/1984. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου 1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων». Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει αφενός μεν ότι η προστασία από αυτές παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ανεξάρτητα από την εκ μέρους του εργοδότη γνώση της εγκυμοσύνης της, αφετέρου δε ότι η παράλειψη του εργοδότη να αναγγείλει τη γενόμενη καταγγελία της συμβάσεως δεν επιφέρει την ακυρότητα αυτής. Το έγκυρο της καταγγελίας, εφόσον έχει καταβληθεί και η νόμιμη αποζημίωση, συναρτάται με το λόγο που επικαλείται ο εργοδότης, ήτοι από το αν αυτός κριθεί σπουδαίος [ΑΠ 954/2018, ΕφΑθ (Μον) 2037/2022, ΕφΑθ (Μον) 2234/2021 δημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Με την ως άνω ρύθμιση προβλέπεται, ειδικά, και για την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας – δεδομένου ότι επ` αυτής η λεγόμενη «έκτακτη» καταγγελία, προβλεπόμενη μόνο για τον εργοδότη, χωρεί σε μία μόνο περίπτωση, εκείνη δηλαδή του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, του άρθρου 7 του Ν. 3198/1955 και του άρθρου 6 παρ.1 του Ν.Δ. της 16/18-7-1920 – η καταγγελία αυτής και για σπουδαίο λόγο (άρθρο 15 Ν. 1483/1984). Η έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου, επιτρέπεται εκ του νόμου, κατ` εξαίρεση όπως ειπώθηκε, χωρίς τήρηση όλων ή ορισμένων όρων της τακτικής καταγγελίας, για ορισμένους λόγους, όπως η καταγγελία ένεκα δόλιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς του μισθωτού [ΑΠ 1217/2021, ΕφΘεσ (Μον) 76/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Ως σπουδαίος δε λόγος κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων για την ως άνω καταγγελία, ο οποίος πρέπει να περιέχεται στο έγγραφο αυτής που κοινοποιείται από τον εργοδότη στην εργαζόμενη έγκυο, όταν αυτός, τελώντας σε γνώση της εγκυμοσύνης της, επιθυμεί τη λύση της σύμβασης με αυτόν, θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία, κατ’ αντικειμενική κρίση, καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης, και ύστερα από εκτίμηση των ει­δικών συνθηκών, την περαιτέρω εξακολούθηση της εργα­σιακής σχέσης, αφού ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση εργα­σίας δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοι­βαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακαταλληλότητα του μισθωτού για την εργασία, για την οποία είχε προσληφθεί. [ΑΠ 954/2018, ΕφΑθ (Μον) 2037/2022, ΕφΘεσ Μον 76/2019 ό.π]. Η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της εγκύου εργαζομένης αποτελεί περιεχόμενο ένστασης του εργοδότη που ενάγεται για την καταβολή αποδοχών υπερημερίας λόγω της για την αιτία αυτή ακυρότητας της καταγγελίας [ΑΠ 954/2018, ΕφΑθ (Μον) 2037/2022,  ΕφΑθ (Μον) 2234/2021 ό.π].

ΙΙ. Από τα άρθρα 1 και 3 ν. 2112/1920, 1, 2 και 5 ν. 3198/1955, 1, 3 και 5 β.δ. της 16.7.1920/18.7.1920, 2 παρ.4, 32 ν. 2556/1997 74, 76 ν. 3863/2010, 17 παρ. 5α, 19 ν. 3899/2010, “πρώτο” υποπαράγραφος (ΙΑ . 12) της παραγράφου (ΙΑ) του ν. 4093/2012 και 34 ν. 4111/2013, προκύπτει ότι η καταγγελία, ρητή ή σιωπηρή, με την οποία λύεται η σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου (άρθρα 361,648, 669, 672 του ΑΚ), είναι μονομερής, απευθυντέα και, κατά κανόνα, αναιτιώδης δικαιοπραξία (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 1162/2019, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 258/2019 ΔΕΕ 2019. 1509), δηλαδή δεν απαιτείται να αιτιολογείται από τον καταγγέλλοντα εργοδότη, και το κύρος της δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας και μ’αυτήν λύεται για το μέλλον η έννομη σχέση είτε αμέσως (απρόθεσμη καταγγελία) είτε με την πάροδο ορισμένης προθεσμίας. Επί ακυρότητας της καταγγελίας, η διαπλαστική της ενέργεια δεν επέρχεται, η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται και η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την ακυρότητα της καταγγελίας (άρθρα 68, 70 ΚΠολΔ, 180, 174 του ΑΚ), απλώς επιβεβαιώνει την έκτοτε ανυπαρξία του ως άνω αποτελέσματος της. Η μη καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως από τον εργοδότη που κατήγγειλε τη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και η μη τήρηση του έγγραφου τύπου (και) με ιδιωτικό έγγραφο και εγχείρησή του στον εργαζόμενο προς τον οποίο απευθύνεται, ώστε να λάβει γνώση του περιεχομένου του (άρθρα 168, 169, 167 του ΑΚ), συνεπάγεται την ακυρότητα της καταγγελίας (ΑΠ 105/2020 ό.π, ΑΠ 1889/2017 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η νόμιμη αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται άσχετα από τον λόγο που προκάλεσε την καταγγελία, εκτός από τις περιπτώσεις που αναγράφονται περιοριστικά στο νόμο, όπως υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη (άρθρα 5 παράγραφοι 1 και 2 ν. 2112/1920, 6 παρ.1 εδ. β` του β.δ. της 16.7.1920/18.7.1920, 7 ν. 3198/1955) ή ανώτερη βία (άρθρα 6 παρ.1 εδ. α` του β.δ. της 16.7.1920/18.7.1920, 6 παρ. 2 εδ. γ` ν. 2112/1920). Η άσκηση όμως του δικαιώματος του εργοδότη καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, καθιστά την καταγγελία άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Η άρνηση του εργοδότη, ύστερα από άκυρη εκ μέρους του καταγγελία, να δεχθεί την εργασία του εργαζομένου, τον καθιστά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας του εργαζομένου. Υποχρεούται, τότε, να καταβάλει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του – μισθούς υπερημερίας (άρθρα 361, 648, 649, 350, 349, 654, 655, 653, 656, όπως η τελευταία αυτή διάταξη τροποποιήθηκε με το άρθρο 61 του ν.4139/2013, 652 του ΑΚ), δηλαδή τον νόμιμο ή συμφωνημένο μισθό του (ΑΠ 105/2020, ΑΠ 258/2019 ό.π, ΑΠ868/2018 ΔΕΕ 2019.1199), και ό,τι άλλο ο εργαζόμενος θα εισέπραττε, ως η προσφορά της εργασίας του να συνεχιζόταν κανονικά, ακόμη και για χρόνο μετά την άσκηση της αγωγής του εργαζομένου (άρθρο 69 παρ.1 εδ. α` του ΚΠολΔ), μέχρι την άρση της υπερημερίας. Ο εργαζόμενος δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας είτε να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία και, ειδικότερα: (1).- Αν ο εργαζόμενος εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας, δικαιούται να ζητήσει τους μισθούς υπερημερίας, ενώ δεν υποχρεούται σε πραγματική και προσήκουσα προσφορά των υπηρεσιών του, αφού στην καταγγελία του εργοδότη εμπεριέχεται και η δήλωση βουλήσεώς του να μην αποδεχθεί, στο μέλλον, τις υπηρεσίες του. Δημιουργείται, ακόμη, υποχρέωση του εργοδότη, με αντίστοιχο δικαίωμα του εργαζομένου, αν κριθεί άκυρη η καταγγελία, με δικαστική, έστω και οριστική, απόφαση, να απασχολεί, πραγματικά, τον εργαζόμενο (άρθρο 23 παρ. 2 ν. 1246/1982). Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη, δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας απολυθέντος. Ο εργοδότης μπορεί να άρει την υπερημερία του με την επαναπρόσληψη του μισθωτού ή με δήλωση ότι δέχεται τις υπερημερίες του υπό τους ίδιους όρους εργασίας ή με μεταγενέστερη έγκυρη καταγγελία της αυτής συμβάσεως, καθώς και με την περιέλευση του εργαζομένου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, εκτός εάν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη (ΑΠ 1451/2019 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Υποχρέωση, εξάλλου, του εργοδότη να καταβάλει τον μισθό, υπάρχει, σύμφωνα με το άρθρο 656 του ΑΚ, και σε περίπτωση αδυναμίας αυτού να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η αδυναμία αυτή ανάγεται όχι μόνο σε πταίσμα του, αλλά και όταν οφείλεται σε τυχαία περιστατικά, που τον αφορούν και σχετίζονται με τη σφαίρα των συνθηκών που μπορεί να ελέγχει ή τους γενικότερους ή ειδικότερους κινδύνους της πορείας και λειτουργίας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσής του. Ανώτερη βία υπάρχει, όταν η ενέργεια του υποχρέου εμποδίζεται από τυχηρό και απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο ήταν αδύνατο να αποτραπεί, με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, “τυχηρό” δε είναι το γεγονός, το οποίο δεν οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου και δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, αλλά μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης του εργοδότη, ώστε να μην επέλθει η αδυναμία παροχής της εργασίας (ΑΠ 1402/2021, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1451/2019, ό.π ΑΠ 362/2019, δημ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). (2).- Αν ο εργαζόμενος θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία, δικαιούται να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση. Κατά ταύτα, η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ του εργαζόμενου, είναι, συνεπώς, σχετική. Ο εργαζόμενος μπορεί να παραιτηθεί, ρητώς ή σιωπηρώς (άρθρο 156 του ΑΚ), από το δικαίωμά του προσβολής της καταγγελίας ως άκυρης και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Εξάλλου, κάθε αξίωση του εργαζομένου που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσεως εργασίας, είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν ασκηθεί εντός ανατρεπτικής (αποσβεστικής) προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη λύση της σχέσεως εργασίας. Η προθεσμία αυτή λαμβάνεται υπόψη (και) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και αφετηρία της αποτελεί ο πιο πάνω χρόνος λύσεως της σχέσεως εργασίας (άρθρα 6 παρ. 1 ν. 3198/1955, 279, 280, 240, 241, 242, 243, 251 του ΑΚ). Ομοίως, η αξίωση για την πληρωμή (καταβολή) ή συμπλήρωση της νόμιμης αποζημιώσεως, είναι απαράδεκτη εάν η αγωγή δεν ασκηθεί εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών. Η προθεσμία αυτή είναι ανατρεπτική (αποσβεστική), έχει ως αφετηρία, ως άνω, τον χρόνο λύσεως της σχέσεως εργασίας και λαμβάνεται υπόψη (και) αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (άρθρα 6 παρ. 2 εδ. α’ ν. 3198/1955, 279, 280, 241, 240, 242, 243, 251 του ΑΚ) [ΑΠ 105/2020 ό.π, ΕφΛαμ (Μον) 25/2022, δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ (Μον) 76/2019, ό.π].

ΙΙΙ. Όπως συνάγεται από τις διατάξεις του νδ 3855/1958, που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 16 παρ.8 του ισχύοντος Συντάγματος, Ν. 682/1977 “Περί Ιδιωτικών σχολείων Γενικής Εκπαιδεύσεως και Σχολικών Οικοτροφείων”, όπως η παρ. 1 του άρθρου 3 αυτού αντικαταστάθηκε διαδοχικά με το άρθρο 36 του ν.682/1977 και 7 παρ. 1 του ν. 817/1978 (ως και ικανό αριθμό άλλων ειδικών διατάξεων), έχουν δημιουργηθεί, στα πλαίσια εναρμόνισης της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης, όροι ισοδυναμίας του εργασιακού και υπηρεσιακού καθεστώτος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με αυτό των εκπαιδευτικών των δημοσίων σχολείων και έχουν θεσπισθεί κανόνες εποπτείας και ελέγχου των εργασιακών σχέσεων, του περιεχομένου και των όρων απασχόλησης τους. Από τις ίδιες διατάξεις, προκύπτει η πλήρης μεταξύ τους εξομοίωση (μισθολογική και βαθμολογική), η οποία άλλωστε προβλεπόταν και από το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς (άρθρ. 3 ΝΔ 3855/1958). Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί ανέκαθεν εντάσσονταν στα εκάστοτε ισχύοντα για τους εκπαιδευτικούς της δημόσιας εκπαίδευσης μισθολογικά κλιμάκια και ελάμβαναν, αντίστοιχα και τα διάφορα επιδόματα, που δικαιούνταν οι τελευταίοι.  Ρυθμιστικές των αποδοχών που δικαιούνται, είναι οι ρηθείσες διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 ν. 3855/1958, 36 Ν. 682/1977, όπως η τελευταία ισχύει, μετά την αντικατάσταση της πρώτης παραγράφου από το άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 817/1978. Η ρύθμιση που έγινε, κατ` επιταγή των άνω συνταγματικών διατάξεων, με τις πρώτες διατάξεις (άρθρ. 3 ΝΔ 3855/1958) αποσκοπούσε στη μισθολογική και βαθμολογική εξομοίωση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών προς τους λειτουργούς της δημόσιας εκπαίδευσης, ως εξυπηρετούσα πληρέστερα της εργατικής νομοθεσίας τα οικονομικά και βαθμολογικά συμφέροντα των εκπαιδευτικών λειτουργών της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Με αυτές καθιερώθηκε ως προς τη μισθοδοσία των λειτουργών αυτών ιδιαίτερο μισθολογικό καθεστώς, διαφορετικό εκείνου που, κατά την εργατική νομοθεσία (νόμους – υπουργικές αποφάσεις- συλλογικές συμβάσεις και διαιτητικές αποφάσεις) διέπει τους λοιπούς, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου απασχολουμένους μισθωτούς και ρυθμίζει τη μισθοδοσία τους σε όλο το εύρος της, δηλαδή περιλαμβάνει κάθε αξίωση αποδοχών, είτε με τη μορφή μισθού, είτε με τη μορφή επιδομάτων ή γενικά τακτικών ή εκτάκτων προσαυξήσεων των μισθών τους. Το καθεστώς αυτό επικυρώθηκε και με τις δεύτερες (άρθρ. 36 ν. 682/1977, όπως ισχύει μετά το άρθρο 7 παρ. 1 ν. 817/1978). Η χρήση της λέξης “τουλάχιστον”, στις εν λόγω διατάξεις, έγινε το μεν προς καθορισμό των κατωτάτων ορίων μέχρι των οποίων κατ` ελάχιστο, μπορούν να συνομολογηθούν με τους εργοδότες τους, οι πάσης φύσεως αποδοχές των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών, το δε προς υποδήλωση της ελευθερίας των συμβαλλομένων να συνομολογούν, με συμφωνία συναπτόμενη μεταξύ αυτών και των εργοδοτών, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, αποδοχές με ευνοϊκότερους – μείζονες όρους εκείνων των δημόσιων εκπαιδευτικών λειτουργών. Καθόλου όμως δεν εσκοπείτο, με τη χρησιμοποίηση της λέξεως αυτής, είτε η διάσπαση του ως άνω καθιερωθέντος συστήματος μισθοδοσίας των λειτουργών της ιδιωτικής εκπαίδευσης, είτε η δημιουργία νομοθετικώς τάξεως μισθωτών, η ρύθμιση των αποδοχών των οποίων θα θεμελιωνόταν σε δύο νομοθετικές βάσεις, δηλαδή εκείνης που ρυθμίζει τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων και εκείνης της εργατικής νομοθεσίας, ανάλογα με το εκάστοτε υπέρτερο ύψος των εκ της μιας ή της άλλης ληπτέων αποδοχών (ΟλΑΠ 1469/1984). Τούτο άλλωστε είναι συμβατό με τη γενικότερη αρχή εργατικού δικαίου, κατά την οποία δεν είναι επιτρεπτή η σύγχρονη εφαρμογή όλων των πηγών (Νόμου, ΣΣΕ, ατομικής σύμβασης εργασίας..) ως προς την έννοια των αποδοχών του μισθωτού, απαγορευομένης της εκλεκτικής ή σωρευτικής καταβολής αποδοχών από δύο ή περισσότερες ρυθμιστικές πηγές. Η αντίθετη εκδοχή αποκρούεται από τις ρηθείσες διατάξεις, μεταξύ των οποίων εκείνη της παρ. 1 του άρθρου 7 ν. 817/1978, με την οποία, όταν ανέκυψε, μετά τον νόμον 754/1978 “περί ρυθμίσεως των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων … κλπ.”, θέμα διατηρήσεως των αξιώσεων από υπερωρίες των εκπαιδευτικών λειτουργών, ως προσωρινού επιδόματος, διευκρινίσθηκε, αναδιατυπωθείσα η διάταξη του άρθρου 36 παρ.1 του ν. 682/1977, σε τρόπον ώστε να καθίσταται σαφές ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί λειτουργοί λαμβάνουν και το έτσι διαμορφωμένο προσωρινό επίδομα, ως πλήρως εξομοιωθέντες προς τους δημόσιους εκπαιδευτικούς (ως και εκείνες ενδεικτικά των άρθρων 11 ν. 1351/1983, άρθρ. 13 ν. 2986/2002, άρθρ. 5 ν. 3194/2003), από τις οποίες καταδεικνύεται η εμμονή του νομοθέτη στην, επί του θέματος του μισθολογίου και του εργασιακού καθεστώτος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ενιαία ρύθμιση του μετά των αντιστοίχων των εκπαιδευτικών λειτουργών της δημοσίας εκπαιδεύσεως. Το γεγονός ότι η σχέση που συνδέει τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς είναι εκείνη της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δεν αποκλείει την δια νόμου ειδική, με κανόνες διαφόρους εκείνων της εργατικής νομοθεσίας, ρύθμιση αυτής της σχέσεως, ούτε καθιστά επιτρεπτή και την παράλληλη με αυτήν εφαρμογή, ενόψει, πέραν των προεκτεθέντων και των διαφοροποιήσεων που υπάρχουν ως προς την εν γένει ρύθμιση των όρων εργασίας των εκπαιδευτικών αυτών, (σε αντιστοίχηση με τους όρους εργασίας των δημόσιων εκπαιδευτικών λειτουργών) και δη ως προς την εξομοίωση με εκείνους των χρονικών ορίων εργασίας τους, της βαθμολογικής τους εξελίξεως, της λήψεως επιδομάτων μη προβλεπομένων από την εργατική νομοθεσία, αλλ’ αναγνωριζομένων στους δημόσιους εκπαιδευτικούς λειτουργούς, της θέσεως υπό την εποπτεία του αρμοδίου Υπουργείου, της συνταξιοδοτήσεως τους από το Δημόσιο κ.α και τέλος των αποδοχών τους, εξομοιουμένων κατ’ άρθρ. 7 § 1 του ν. 817/1978 προς τις αποδοχές των ομοιοβάθμων τους δημοσίων εκπαιδευτικών και τις οποίες και αυτοί “λαμβάνουν μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων”, ως κατηγορία μισθωτών, που εξομοιώνονται νόμω μισθολογικώς προς δημοσίους υπαλλήλους, έναντι των υπολοίπων μισθωτών, που δεν υπόκεινται στην ίδια μεταχείριση. Έτσι, οι αποδοχές του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων παρακολουθούν τις αποδοχές με τα επιδόματα των εν ενεργεία ομοιόβαθμων των δημόσιων εκπαιδευτικών λειτουργών και πρέπει να διαμορφώνονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες για τους τελευταίους σχετικές διατάξεις, σε περίπτωση ελλείψεως αντίθετης συμφωνίας για καταβολή υπέρτερων αποδοχών εκείνων των δημόσιων εκπαιδευτικών. Ήδη, σύμφωνα με τον ν. 4024/2011, που ισχύει από 1-11-2011, αναμορφώθηκε ριζικά το σύστημα καθορισμού των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, και των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να επηρεασθεί αρνητικά το ύψος των νόμιμων αποδοχών τους, ενώ με την περίπτωση 1 της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ. του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 επήλθε κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για όσους εξακολουθούσαν να τα λαμβάνουν. Κατά συνέπεια, εφαρμόζονται ευθέως και για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, αφότου εφαρμόσθηκαν για τους δημοσίους εκπαιδευτικούς, και οι διατάξεις των Ν. 3383/2010, 3986/2011, 4002/2011, 4024/2011 και 4093/2012, που αφορούν, μεταξύ άλλων, μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης, λόγω και της ρητής σε αυτές αναφοράς των διατάξεων του άρθρου 36 παρ. 1 Ν. 682/1977. Ως εκ της εφαρμογής δε των ρηθεισών διατάξεων επέρχεται αναγκαστικά εκ του νόμου μείωση των νομίμων αποδοχών και κατάργηση των επιδομάτων εορτών και των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Όμως, η τυχόν καταβολή σε αυτούς, εκ μέρους των εργοδοτών, υπέρτερων των νομίμων ελαχίστων αποδοχών, όπως κατόπιν μεταξύ τους συμφωνίας, ως περιεχόμενο ατομικής σύμβασης εργασίας, ή επιχειρησιακής συνήθειας, δεν αποκλείεται (ΑΠ 290/2022, ΑΠ 140/2016 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Με βάση και τις σκέψεις που προεκτέθηκαν, η αγωγή, η οποία ασκήθηκε εντός της προαναφερθείσας τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, αναφορικά με τις αξιώσεις της ενάγουσας από την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, καθώς αυτή της γνωστοποιήθηκε στις 9-10-2020 και η άσκηση της αγωγής ολοκληρώθηκε στις 30-12-2020 (σχετ. η υπ’αριθμ. ………΄/30-12-2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, . ………), έχοντας το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 180, 330 εδ.α΄, 341, 345, 349, 350, 648, 653, 655, 656, 669 του ΑΚ. 1, 3 παρ.1 και 2 του ν.2112/1920 και 5 παρ.1 και 3 του ν.3198/1955, 15 παρ.1 του ν. 1483/1984, 69 παρ.1 α΄, 70 και 176 του ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν, πλην του αιτήματος περί καταβολής δώρου Χριστουγέννων και επιδόματος αδείας 2020,  το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, αφού, σύμφωνα με τη σχετική υπό στοιχ. ΙΙΙ σκέψη που προεκτέθηκε, με το άρθρο 1 παρ.γ` ν. 4093/2012 καταργήθηκε από 1-1-2013 η καταβολή των επιδομάτων αυτών για τους δημοσίους υπαλλήλους και κατά συνέπεια και για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, και στο δικόγραφο της αγωγής ουδεμία αναφορά γίνεται περί συνομολογήσεως μεταξύ των διαδίκων μερών κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως, ευνοϊκότερων των καθοριζομένων για τους δημόσιους εκπαιδευτικούς λειτουργούς αποδοχών, και συγκεκριμένα συμφωνία τους περί διατήρησης των επιδομάτων αυτών, αλλ’ αντιθέτως γίνεται απλώς αναφορά στις αποδοχές της ενάγουσας, ως ιδιωτικής εκπαιδευτικού, καθώς και του αιτήματος περί καταβολής αποδοχών αδείας 2020, αφού δεν επικαλείται εργασία της κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της έφεσης ως βάσιμος και κατ’ουσίαν.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, …………., ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά,   αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα αποτελεί εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με αντικείμενο δραστηριότητας την εκμετάλλευση ιδιωτικού σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης-δημοτικού σχολείου στον Πειραιά, έχοντας λάβει σχετική άδεια το έτος 2013. Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη προσελήφθη από την εναγομένη στις 11-2-2011, ως δασκάλα, με πλήρες ωράριο, αρχικά για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, με μηνιαίες μικτές αποδοχές ύψους 1.437 ευρώ. Στη συνέχεια από την 1-9-2012 η σχέση εργασίας της μετατράπηκε από ορισμένου σε αορίστου χρόνου. Από τον Οκτώβριο του έτους 2018 δημιουργήθηκαν μικρής έκτασης οφειλές της εναγομένης από διαφορές αποδοχών της ενάγουσας, ενώ από τον Οκτώβριο του έτους 2019 δεν της κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό. Προς ρύθμιση των οφειλών αυτών οι διάδικες συνυπέγραψαν το από 6-2-2020 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η εναγομένη αναγνώρισε την οφειλή της έναντι της ενάγουσας, ύψους 5.297,60 ευρώ, όπως επακριβώς αναλυόταν-χωρίς αναφορά μάλιστα σε οποιοδήποτε επίδομα- αναλαμβάνοντας τη δέσμευση τμηματικής καταβολής τους, μη συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας του μισθού της για το χρονικό διάστημα από 1/2 έως και 6/2/2020 και του ποσού που δικαιούτο λόγω της άδειας εγκυμοσύνης. Στη συνέχεια, κατόπιν αιτήματός της, η ενάγουσα έλαβε από την Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων άδεια κύησης, για το χρονικό διάστημα από τις 7/2 έως και τις 4/6/2020 (σχετ. οι από 001/2020/231/7-2-2020 και 065/2020/1715/29-4-2020 αποφάσεις επιδομάτων μητρότητας του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης). Κατά παράβαση της συμφωνίας τους, η εναγομένη μόλις στις 27-5-2020 κατέβαλε στην ενάγουσα μόνον το ποσό των 1.500 ευρώ συνολικά, εκ των οποίων 734,25 ευρώ [1.500 – 765,75 ευρώ που αντιστοιχούσαν στην αναλογία των αποδοχών της για τον μήνα Φεβρουάριο 2020 και το ποσό που δικαιούτο λόγω της άδειας εγκυμοσύνης] αφορούσαν την ήδη αναγνωρισμένη οφειλή της, με αποτέλεσμα η ενάγουσα με την από 28-5-2020 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκλησή της αυτήν, που της επιδόθηκε στις 2-6-2020 και κοινοποιήθηκε και στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, να της γνωστοποιήσει ότι θα προέβαινε σε επίσχεση εργασίας από τις 5-6-2020 και θα απείχε από την εργασία της, όπως και πράγματι συνέβη. Στις 12-6-2020, κατόπιν αίτησής της προς την άνω Διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων έλαβε άδεια άνευ αποδοχών για το χρονικό διάστημα από τις 17-30/6/2020 (σχετ. το υπ’αριθμ. πρωτ. ……./15-6-2020 έγγραφο της άνω Διεύθυνσης) ενώ στις 15-6-2020 προέβη με σχετική δήλωσή της προς την εναγομένη σε ανάκληση της επίσχεσης εργασίας της, μετά την καταβολή των οφειλομένων αποδοχών της. Συνεπώς, κατά το χρονικό διάστημα –ήδη από την 1η/6 που βρισκόταν σε νόμιμη άδεια, αλλά και- από τις 5/6 έως και τις 16/6/2020, παρ’ότι η ενάγουσα είχε παύσει να παρέχει την εργασία της, δεν κατέστη η ίδια αλλά η εναγομένη υπερήμερη, έχοντας την υποχρέωση να της καταβάλει τις αποδοχές της, σαν να εργαζόταν κανονικά (ΑΠ 1123/2022, ΑΠ 343/2021, ΑΠ 1108/2020 δημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), δοθέντος μάλιστα ότι δεν αμφισβητείται το σχετικό κονδύλιο με λόγο έφεσης. Στις 29-7-2020, η ενάγουσα αιτήθηκε τη χορήγηση εννεάμηνης άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές και ημερομηνία έναρξης τις 31-8-2020. Στη συνέχεια, στις 10-9-2020, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η συλλογή των απαραίτητων δικαιολογητικών αναπλήρωσης της ενάγουσας, διότι η αρχική πρόταση διορισμού εκπαιδευτικού που είχε κατατεθεί από την εναγομένη δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις διορισμού της, η τελευταία κατέθεσε στην ως άνω Διεύθυνση αίτηση για ανάκληση της άδειάς της, η οποία τέθηκε σε ισχύ από την 1-9-2020 σύμφωνα με την υπ’αριθμ. πρωτ. 18590/Ν1/13-10-2020 απόφαση της Γενικής Γραμματέως Πρωτοβάθμιας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Ειδικής Αγωγής του ΥΠΑΙΘ. Ακολούθως, στις 9-10-2020 η εναγομένη επέδωσε στην ενάγουσα έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, υπολογίζοντας τη νόμιμη αποζημίωσή της στο ποσό των 7.185 ευρώ, το οποίο ανεξαρτήτως της ορθότητάς του, ουδέποτε της καταβλήθηκε. Συνεπώς, και ανεξαρτήτως του εάν η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εναγομένης συνιστά ή όχι σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα της άδειας ανατροφής τέκνου, η παράλειψη της εναγομένης να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως καθιστά την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της άκυρη εξ αυτού και μόνο του λόγου, αυτής υποχρεούμενης κατ’αρχήν να εξακολουθεί να την απασχολεί πραγματικά. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα πλήττει την εκκαλουμένη, για τον λόγο ότι η αναστολή λειτουργίας της συνιστούσε σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, αλυσιτελώς προβάλλεται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. Ι σκέψη, αφού η  εξέταση της ύπαρξης σπουδαίου λόγου που δικαιολογεί την καταγγελία προϋποθέτει σε κάθε περίπτωση την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, κρίση άλλωστε στην οποία και αρκέστηκε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στην ακυρότητα δηλαδή της καταγγελίας, ελλείψει καταβολής της νόμιμης αποζημίωσης στην ενάγουσα. Παρά δε το γεγονός ότι η εναγομένη, λόγω της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησής της, βρισκόταν σε πραγματική αδυναμία να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας, υποχρεούτο μέχρι και τις 10-3-2020, που δεν είχε συζητηθεί η αγωγή, κατά το σχετικό αίτημα αυτής, να καταβάλει στην ενάγουσα τις συμφωνηθείσες αποδοχές της, σύμφωνα με τη σχετική υπό στοιχ. ΙΙ σκέψη που προεκτέθηκε, αφού η αδυναμία της οφείλεται σε περιστατικό που την αφορά και σχετίζεται με τη σφαίρα των ευθυνών της, που μπορεί να ελέγχει και, σε κάθε περίπτωση, στους γενικότερους κινδύνους που συνεπάγεται η λειτουργία της επιχείρησής της, καθώς η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επήλθε λόγω χρεών της και, επομένως, δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία, κατά την έννοια που προεκτέθηκε, δηλαδή σε γεγονός τυχαίο και απρόβλεπτο που ήταν αδύνατο να αποτραπεί, με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Το Πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, καταλήγοντας στην ίδια κρίση, ορθά τον νόμο εφάρμοσε και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, κατά το οικείο σκέλος του, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται, για μισθούς υπερημερίας του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος, το ποσό των 7.185 (1.437 Χ 5) ευρώ και για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος 1/6 έως και 16/6/2020, το ποσό των 766,40 (1.437/30  Χ 16) ευρώ, Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2020, το ποσό των 4.311 (1.437 Χ 3) ευρώ και 1/10-10/10/2020, το ποσό των 431,10 (1.437 /30 Χ 9) ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 12.693 (7.185 + 766,40 + 4.311 + 431,10) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την παρέλευση του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και μέχρι την εξόφληση.

Κατ’ακολουθία των ανωτέρω και, μετά από παραδοχή αμφοτέρων των λόγων της έφεσης, ως βάσιμων και κατ’ουσίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και : α) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 6-10-2020 καταγγελίας της από 11-2-2011 σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, β) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα, για τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό αιτίες, το συνολικό ποσό των 12.693 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους κονδύλιο, από την παρέλευση του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και μέχρι την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εναγομένη δεν υπεβλήθη σε έξοδα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ερημοδικίας της  (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § § 1iα,2 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 10-12-2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./10-12-2021) έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ.1806/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από  18-12-2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………../22-12-2020) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ  εν μέρει αυτήν.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 6-10-2020 σύμβασης εργασίας της ενάγουσας.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα τριών (12.693) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για κάθε επιμέρους ποσό, από την παρέλευση του αντίστοιχου ημερολογιακού μήνα και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 2-2-2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ