Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 110/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   110/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο  οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………, τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Νικόλαος Μαθιόπουλος και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1]   ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας ………….. ως καθολικής διαδόχου δια συγχωνεύσεως με απορρόφηση της ασφαλιστικής εταιρίας ………..και 2] ………….. τους οποίους αμφοτέρους στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Χρήστος Πλέγκας με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.5.2018 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……../29.5.2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1922/2019 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο  ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 21.5.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../21.5.2021 έφεσή του, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου και ανέπτυξε της απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Με την ένδικη από 21.5.2021 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………/21.5.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………./26.5.2021) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος ενάγοντος πλήττεται η με αριθμό 1922/30.5.2019 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 29.5.2018 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………/29.5.2018) του ήδη εκκαλούντος, περί καταβολής αποζημιώσεως από σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης και από αδικοπραξία των εναγομένων (ασφαλιστή και προστηθέντος του). Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό …………….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 17.5.2021 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………….»), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Στην αγωγή εφ’ ης έκρινε η εκκαλουμένη και η οποία ασκήθηκε μετά την απόρριψη ως απαράδεκτης άλλης προγενέστερης,  με παρόμοια ιστορική και νομική αιτία, έγινε αναφορά στα περιστατικά που οδήγησαν στην ολική καταστροφή του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίου Π που ανήκε στην πλοιοκτησία του ενάγοντος σε χρόνο κατά τον οποίο ήταν ασφαλισμένο για ίδιες ζημίες, για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη από τη λειτουργία του και για θαλάσσια ρύπανση στην πρώτη εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία. Συγκεκριμένα, στο αγωγικό δικόγραφο, όπως το περιεχόμενό του παραδεκτώς διευκρινίστηκε και συμπληρώθηκε πρωτοδίκως, εκτέθηκε ότι η ζημία του ενάγοντος από την απώλεια του σκάφους του επήλθε σε δύο [2] φάσεις, καθώς, αρχικά, στις 13.9.2012, κατά τη διάρκεια τουριστικού πλου στα παράλια του νομού Ρεθύμνου της Κρήτης διαπιστώθηκε εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιό του, που είχε ως αποτέλεσμα την, κατόπιν ενδεδειγμένων ενεργειών του πλοιάρχου του, ομαλή και ελεγχόμενη προσάραξή του στην ακτή, την ημιβύθισή του και την εγκατάλειψή του από το πλήρωμα και τους επιβάτες του, κατά τα ειδικότερα ιστορηθέντα στην αγωγή, στην οποία επισημάνθηκε ότι μέχρι τότε το σκάφος είχε υποστεί ελάχιστες, υλικές μόνον, ζημίες και θα μπορούσε να διασωθεί, πράγμα όμως που στη συνέχεια και σε δεύτερη φάση δεν κατέστη δυνατό λόγω της παρεμβολής στη διαδικασία της ναυαγιαιρέσεώς του του δευτέρου εναγόμενου, ναυτικού επιθεωρητή και πραγματογνώμονα της εταιρίας …………………, ο οποίος, προστηθείς από την ασφαλίστρια και αναλαβών το συντονισμό τόσο των ενεργειών για την εξουδετέρωση των συνεπειών πιθανής θαλάσσιας ρύπανσης όσο και της ναυαγιαιρεσίας κατ’ αποκλεισμό του ενάγοντος πλοιοκτήτη, με τις απαριθμούμενες υπαίτιες (αμελείς) πράξεις και παραλείψεις του, δηλαδή εν πολλοίς με λανθασμένους χειρισμούς και μη έγκαιρη λήψη κρίσιμων για τη διάσωσή του αποφάσεων, προκάλεσε στις 16.9.2012 την καταστροφή του σκάφους, που λόγω της ανασφαλούς προσδέσεώς του εν αναμονή της ανελκύσεώς του παρασύρθηκε από τα κύματα και προσέκρουσε επανειλημμένα στα βράχια της ακτής στην οποία τελικά εξόκειλε, με αποτέλεσμα να υποστούν εκτεταμένες και μη επισκευάσιμες ζημίες το κύτος, οι μηχανές και ο ειδικός εξοπλισμός του, το κόστος αποκαταστάσεως των οποίων υπερβαίνει την ασφαλιστική αξία. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος περαιτέρω το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης που διενήργησε το Λιμεναρχείο Ρεθύμνου και του Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων (ΑΣΝΑ) που επελήφθη στο πλαίσιο της διοικητικής διερεύνησης των αιτίων του ενδίκου συμβάντος, όπου γινόταν λόγος για αρχικό ναυτικό ατύχημα οφειλόμενο σε τυχαία βλάβη του συστήματος ψύξης καυσαερίων των κύριων μηχανών του και για επακολουθήσασα ολική απώλεια του σκάφους εξαιτίας της ναυαγιαιρέσεώς του οφειλόμενη σε λανθασμένη εκτίμηση και εσφαλμένες ενέργειες της πρώτης εναγόμενης ασφαλίστριας, που ενεργούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση ως ναυαγιαιρέτης, ζήτησε ο ενάγων να αναγνωριστεί η εις ολόκληρον υποχρέωση των εναγομένων στην προς αυτόν καταβολή, νομιμοτόκως από την αναγγελία της ζημίας στις 16.9.2012 άλλως από την επίδοση της αγωγής, α] ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (84.500 €), ποσό που αντιστοιχούσε, αφενός, στο συμφωνημένο ασφάλισμα για την περίπτωση ολικής τεκμαρτής απώλειας του ασφαλισμένου σκάφους του και, αφετέρου, στην περιουσιακή του ζημία, β] είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (24.374,38 €), για την αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας του και, συγκεκριμένα, των κερδών που απώλεσε κατά την επόμενη τουριστική περίοδο (του έτους 2013) και τα οποία θα αποκόμιζε από την εμπορική εκμετάλλευση του σκάφους του αν δεν είχε μεσολαβήσει η αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων και γ] δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, επειδή προσβλήθηκε η εμπορική του φήμη. Για τη νομική θεμελίωση των αξιώσεων του αυτών ο ενάγων επικαλέστηκε, πρώτον, τη σύμβαση ασφαλίσεως που είχε συνάψει με την ………….., οιονεί καθολική δικαιοπάροχο της πρώτης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρίας, δεύτερον, το γεγονός ότι αυτή προέστησε στην υπηρεσία της τον δεύτερο εναγόμενο, προκειμένου να συντονίσει τις ενέργειες που ήταν αναγκαίες τόσο για την αποφυγή του ενδεχομένου ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος στο σημείο της προσαράξεως όσο και τη διάσωση του ημιβυθισμένου σκάφους του, χωρίς μάλιστα προς τούτο να υπέχει υποχρέωση βάσει του ασφαλιστηρίου και, τρίτον, την αμελή και ζημιογόνο συμπεριφορά του έχοντος «το γενικό πρόσταγμα» κατά τη διαδικασία της ναυαγιαίρεσης δεύτερου εναγόμενου, που παρέλειψε την άμεση ανέλκυση του σκάφους και αποφάσισε τη μετατόπισή του από ασφαλές αγκυροβόλιο σε σημείο ανασφαλέστερο, όπου παρέμεινε με ανεπαρκή πρόσδεση και, με τον τρόπο αυτόν, παρέβη, τόσον ο ίδιος όσον και η προστήσασα αυτόν ασφαλίστρια, στην οποία επιρρίπτεται η ευθύνη από τη συμπεριφορά του, τη γενικά απαιτούμενη από κάθε κοινωνό του δικαίου υποχρέωση της επιμέλειας που οφείλει να επιδεικνύει ένας μέσος λογικός άνθρωπος.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεσμεύεται από το δικονομικό δεδικασμένο της προγενέστερης υπ’ αριθμ. 5637/2017 απόφασής του, με την οποία είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω επικουρικής εναγωγής των ιδίων εναγομένων προηγούμενη όμοια αγωγή του εκκαλούντος και δέχθηκε την παθητική νομιμοποίηση του δεύτερου εναγόμενου ως προς τη συμβατική αγωγική βάση, την οποία ακολούθως, κατ’ εφαρμογή του αγγλικού δικαίου, που είχε επιλεγεί με συμφωνία ασφαλιστή και ασφαλισμένου, έκρινε ως μη παραγεγραμμένη και νόμιμη κατά το πρώτο αίτημα της αγωγής, περί καταβολής του ασφαλίσματος, ως προς την πρώτη μόνον των εναγομένων, με την παραδοχή ότι ο δεύτερος από αυτούς δεν ενέχεται στην ασφαλιστική σύμβαση, ενώ την αδικοπρακτική αξίωση του ενάγοντος απέρριψε ως νομικά αβάσιμη, κατ’ εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, επειδή τα επικαλούμενα «σφάλματα του δεύτερου εναγόμενου δεν συνιστούν παράνομες πράξεις κατά την έννοια της ΑΚ 914 κατά παράβαση διατάξεων νόμων προστατευτικών ιδιωτικών συμφερόντων». Ελλείψει δε αδικοπραξίας απέρριψε για τον ίδιο λόγο και το αίτημα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης του ενάγοντος. Παράλληλα, έκρινε ότι η εκτεθείσα στην αγωγή αμελής συμπεριφορά που οδήγησε στην ολική απώλεια του σκάφους του ενάγοντος εκδηλώθηκε στα πλαίσια της ναυαγιαιρεσίας που είχε ανατεθεί στην πρώτη εναγόμενη με σιωπηρή εντολή του πλοιοκτήτη, η πλημμελής εκτέλεση της οποίας, που θεωρήθηκε ως ιδιόρρυθμη σύμβαση έργου, επέσυρε την εφαρμογή των «γενικών διατάξεων για την ενδοσυμβατική ή εξωσυμβατική ευθύνη», θεμελιώνοντας έτσι τη νομιμότητα των αιτημάτων αποκαταστάσεως της θετικής και της αποθετικής ζημίας του ενάγοντος στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 200, 288, 330, 334 και 681 ΑΚ και σ’ εκείνες των άρθρων 8 § 1 στοιχ. α΄ και 19 της Διεθνούς Συμβάσεως του έτους 1989 για την θαλάσσια αρωγή, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2391/1996 και τέθηκε σε ισχύ στις 3.6.1997. Αντιθέτως, με την παραδοχή ότι το επικαλούμενο ασφαλιστήριο δεν κάλυπτε διαφυγόντα κέρδη απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το αντίστοιχο αγωγικό αίτημα κατά το μέτρο της θεμελιώσεώς του στην ασφαλιστική σύμβαση. Πάντως, μετά την αξιολόγηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι δεν είχε καταρτιστεί σύμβαση αρωγής μεταξύ του ενάγοντος και της ασφαλίστριας με προστηθέντα αυτής τον δεύτερο εναγόμενο, καθώς η εκ μέρους της πρώτης αποστολή του στο σημείο της προσαράξεως «δεν έγινε ως αρωγού αλλά ως πραγματογνώμονα του ατυχήματος και συντονιστή των ενεργειών που θα απαιτούνταν … για την αποφυγή ή τη μείωση της  θαλάσσιας ρύπανσης από το ημιβυθισμένο σκάφος», ενόψει και του ότι «ο ασφαλιστής εμπλέκεται στην αρωγή μόνο επί εγκατάλειψης του σκάφους» σ’ αυτόν από τον ασφαλισμένο. Στη συνέχεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή κατ’ ουσίαν, κατά παραδοχή ένστασης των εναγομένων από το άρθρο 39 του αγγλικού νόμου περί θαλάσσιας ασφάλισης (ΜΙΑ 1906), δεχόμενο απαλλαγή της ασφαλίστριας από την ευθύνη της επειδή το ασφαλισμένο σκάφος κατέστη μη αξιόπλοο συνεπεία αυθαίρετων επισκευών και μετασκευών στις οποίες προέβη ο πλοιοκτήτης του, που τελούσε σε γνώση της αναξιοπλοΐας του και απέκρυψε από το καταδυτικό συνεργείο που επιχείρησε την απάντληση των υδάτων που το είχαν κατακλύσει ότι, εξαιτίας των ως άνω επεμβάσεων στο σκάφος, η μόνη εξαρχής εφικτή λύση ήταν η ανέλκυσή του με πλωτό γερανό. Για τους ίδιους λόγους δέχθηκε ότι τον δεύτερο εναγόμενο δεν βάρυνε πταίσμα, «καθώς το επελθόν αποτέλεσμα μετά την ημιβύθιση του σκάφους οφείλεται αποκλειστικά στην απόκρυψη των ανωτέρω μετασκευών από τον πλοιοκτήτη». Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων και αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την, κατά παραδοχή της εφέσεώς του, εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.

ΙΙΙ. Κατά την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής και την κατάστρωση της μείζονος σκέψης του δικανικού συλλογισμού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπέπεσε σε συγκεκριμένα σφάλματα, ορισμένα από τα οποία πλήττονται με λόγο έφεσης και άλλα ελέγχονται αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 791/2020, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ] στην έκκλητη δίκη στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), όταν ζητείται, όπως εδώ, η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και η παραδοχή της αγωγής που απορρίφθηκε πρωτοδίκως κατ’ ουσίαν, εφόσον δεν επιδεινώνεται η θέση του εκκαλούντος (ΑΠ 347/2020, ΑΠ 140/2019, ΑΠ 356/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Υπό τα δεσμευτικά λοιπόν για το Δικαστήριο (άρθρο 106 ΚΠολΔ) δεδομένα ότι ο ενάγων ασφαλισμένος, πρώτον, αποσύνδεσε την ολική καταστροφή του σκάφους του από την επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου και την απέδωσε στους εσφαλμένους χειρισμούς του δεύτερου εναγόμενου κατά το μεταγενέστερο στάδιο της διασώσεώς του και, δεύτερον, ότι δεν επικαλέστηκε ότι ασφάλισε το πλοίο του και έναντι του κινδύνου να καταστεί αυτό ολική απώλεια από υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του ασφαλιστή και των προστηθέντων του, τα εκτεθέντα περιστατικά ως προς τα οποία έπρεπε να λάβει χώρα νομική υπαγωγή ήταν δύο: η σε πρώτη φάση επέλευση ασφαλισμένου κινδύνου (τυχαία εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο του σκάφους, με συνέπεια την αρχική προσάραξή του, την ημιβύθιση και την εγκατάλειψή του), που προκάλεσε περιορισμένες υλικές ζημίες και οι σε ύστερο στάδιο πλημμέλειες που προκάλεσαν την ολική του απώλεια κατά τη διαδικασία της ναυαγιαιρέσεώς του, την οποία ανέλαβε χωρίς συμβατική υποχρέωση η ασφαλίστρια που ανέθεσε το συντονισμό της στο συνεναγόμενό της ναυτικό πραγματογνώμονα. Και τούτο μολονότι ο ενάγων διατύπωσε ενιαίο αίτημα (πλήρους αποκαταστάσεως της ζημίας του) και για τις δύο ζημιογόνες αιτίες. Υπό τα δεδομένα, όμως, της αγωγής είναι προφανές ότι, αν κρινόταν βάσιμος ο επικαλούμενος νόμιμος λόγος ευθύνης των εναγομένων για την ολική απώλεια του σκάφους θα ήταν περιττή η εξέταση της αιτίας που προκάλεσε τις μερικές ζημίες του σε πρώτη φάση, αφού ο ενάγων θα είχε επιτύχει την πλήρη αποζημίωσή του. Και μόνον αν δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη τους για το ζημιογόνο αποτέλεσμα κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την αρχική προσάραξη μέχρι τις 16.9.2012 θα ανέκυπτε ζήτημα ενοχής τους από την ασφαλιστική σύμβαση για το σύνολο της επικαλούμενης ζημίας, υπό την προϋπόθεση βέβαια της εφαρμογής ασφαλιστικής νομοθεσίας διεπόμενης από την αρχή της καθολικότητας των καλυπτόμενων κινδύνων, όπως η ελληνική (άρθρο 269 εδαφ. α΄ ΚΙΝΔ), που επιφορτίζει τον ασφαλιστή με την κάλυψη όλων των κινδύνων της θαλασσοπλοΐας, δηλαδή όλων όσων μπορεί να επέλθουν κατά την διάρκεια ενός πλου, ακόμα και εκείνων που δεν οφείλονται στην επιζήμια επενέργεια των θαλάσσιων δυνάμεων επί του ασφαλισμένου αντικειμένου (ΕφΠειρ. 815/2000, ΕΝαυτΔ 2001/157, με παρατηρήσεις Α. Μαρκάκη, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η αρχή της καθολικότητας των καλυπτομένων κινδύνων στη θαλάσσια ασφάλιση, σε ΕπισκΕΔ 2006/609 επομ., Α. Σινανιώτου – Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σελ. 254, Γ. Δανιήλ, Στοιχεία του Δικαίου της Θαλάσσιας Ασφάλισης, 2022, σελ. 67), κατ’ αντίθεση προς την αγγλική [s. 55 (1) MIA 1906], στην οποία επικρατεί η αρχή της ειδικότητας των ασφαλιζόμενων κινδύνων, που έχει την έννοια ότι καλύπτονται μόνον οι κίνδυνοι της θάλασσας (τυχαία και απρόβλεπτα συμβάντα: perils of sea) που αναφέρονται στην ασφαλιστική σύμβαση (ΜονΕφΠειρ. 343/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βέβαια, ο ενάγων ούτε στην αγωγή ούτε με τις προτάσεις του επικαλέστηκε ως εφαρμοστέο δίκαιο άλλο εκτός από το ελληνικό. Και μόνο με την προσθήκη του, απαντώντας στον ισχυρισμό των αντιδίκων του ότι την ασφαλιστική σύμβαση συμφωνήθηκε να διέπει, όσον αφορά την κάλυψη του σκάφους του έναντι ιδίων ζημιών, το αγγλικό δίκαιο, ενώ το ελληνικό συνομολογήθηκε ως εφαρμοστέο μόνον όσον αφορά την κάλυψη της αστικής ευθύνης από τη λειτουργία του, διευκρίνισε πρωτοδίκως ότι το ημεδαπό δίκαιο ήταν εφαρμοστέο για την επίλυση του συνόλου της ένδικης διαφοράς, επειδή, κατά τη γνώμη του, οι επίδικες απαιτήσεις του αιτία είχαν την ολική απώλεια του σκάφους του, που επήλθε συνεπεία ενεργειών των εναγομένων με τις οποίες αποσκοπούσαν να περιορίσουν τις συνέπειες του κινδύνου θαλάσσιας ρύπανσης, έναντι του οποίου είχε συνομολογηθεί ασφάλιση υπό το ελληνικό δίκαιο. Ήδη, πάντως, μετά και την αντίθετη πρωτοβάθμια κρίση, ο ενάγων, από τη δικονομική θέση του εκκαλούντος, εγκαταλείπει τους πρωτόδικους ισχυρισμούς του, δεδομένου ότι με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής του πλήττει την εκκαλούμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κατ’ ιδίαν κανόνων του αλλοδαπού δικαίου και όχι για σφάλμα ως προς την εφαρμογή καθαυτής της αγγλικής νομοθεσίας. Επομένως, ενόψει και του ότι, όπως ορθώς διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, την ασφαλιστική κάλυψη του Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους Π διείπε όντως, όσον αφορά τους θαλάσσιους κινδύνους που το απειλούσαν, το αγγλικό δίκαιο, κατ’ εφαρμογή σχετικής ρήτρας επιλογής δικαίου που περιελήφθη στο επίδικο ασφαλιστήριο, κατά το δίκαιο αυτό έπρεπε, όπως και συνέβη, να κριθούν ως προς τη νομιμότητα και τη βασιμότητά τους οι συμβατικές απαιτήσεις του ενάγοντος που σωρεύθηκαν στην αγωγή, ενώ η συρρέουσα αδικοπρακτική αξίωσή του έπρεπε πράγματι να ερευνηθεί κατά το ελληνικό δίκαιο, αφού ως προς αυτήν η υπόθεση δεν ενέχει στοιχείο αλλοδαπότητας.

Όμως, ως προς την αδικοπρακτική βάση της αγωγής, που στέγαζε το σύνολο των αποκαταστατικών απαιτήσεων του ενάγοντος (θετική και αποθετική, περιουσιακή και ηθική ζημία), έπρεπε, κατ’ εφαρμογή του ημεδαπού δικαίου (άρθρα 297, 330, 914, 922 και 932 ΑΚ), να γίνει δεκτό ότι κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ για την παραγωγή ευθύνης από υπαίτια (έστω αμελή) και ζημιογόνο συμπεριφορά αναγκαία πρόσθετη προϋπόθεση είναι ο άδικος ή παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή της παράλειψης που επέφερε και τη ζημία και ότι παρανομία καταφάσκεται σε περίπτωση που μια θετική ενέργεια είτε πραγματοποιείται αντίθετα προς την απαγόρευση ενός κανόνα δικαίου είτε παραλείπεται, αν και η υλοποίησή της επιβάλλεται από έναν επιτακτικό κανόνα δικαίου, όταν ο κανόνας που παραβιάζεται απονέμει ευθέως δικαίωμα ή προστατεύει άμεσα συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, που δεν αποτελεί περιεχόμενο ιδιωτικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 12/2008, ΑΠ 789/2019, ΑΠ 1292/2019, ΑΠ 209/2018, ΑΠ 1341/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή και το συμφέρον αυτό, όχι όμως όταν προστατεύει αποκλειστικά το γενικό συμφέρον (ΑΠ 1261/2021, ΑΠ 698/2017, ΑΠ 508/2003, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 900/2003, ΑρχΝ 2004/76 = Δνη 2003/1278 = ΕΔΠ 2004/40). Βέβαια, η έννοια του παρανόμου διευρύνεται τόσο, ώστε να περιλάβει και κάθε συμπεριφορά που αντιβαίνει στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου και στις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 599/2013, Αρμ. 2014/297), ιδίως δε στις αρχές της αντικειμενικής καλής πίστης, των χρηστών συναλλακτικών ηθών και της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης του προσώπου (άρθρα 281, 288 ΑΚ), που επιβάλλουν γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων (ΑΠ 14/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τα οποία υπό την έννοια αυτήν οφείλουν να μην ζημιώνουν άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504, ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 1974/505, ΑΠ 63/2022, ΑΠ 1154/2019, ΑΠ 4/2019, ΑΠ 1849/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ωστόσο, καθαυτή παράνομη είναι πάντοτε, δηλαδή ακόμα και όταν είναι αποτέλεσμα επιμελούς συμπεριφοράς, η προσβολή απόλυτου δικαιώματος, επειδή ενέχει εναντίωση προς την αποκλειστική εξουσία που το δικαίωμα αυτό παρέχει στο δικαιούχο. Τέτοιο δικαίωμα, η προσβολή του οποίου, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του άρθρου 914 ΑΚ, θεμελιώνει ευθύνη προς αποζημίωση, είναι και το δικαίωμα της κυριότητας, το οποίο προστατεύεται από τις διατάξεις των άρθρων 17 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και 999 επομ. ΑΚ και το οποίο παρέχει στον κύριο την εξουσία να διαθέτει το αντικείμενό της κατ’ αρέσκεια και το δικαίωμα να απολαμβάνει τα από αυτό ωφελήματα, αποκλείοντας κάθε ενέργεια άλλου (ΟλΑΠ 1/1997, ΕΕΝ 1997/389 = ΝοΒ 1998/17, ΟλΑΠ 23/1994, Δνη 1995/577 = ΕΕΝ 1994/396, ΑΠ 1226/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 666/2018, ΧρΙΔ 2019/273, ΑΠ 2201/2013, ΧρΙΔ 2014/599, ΑΠ 604/2009, ΧρΙΔ 2010/119 = Δνη 2011/381). Ως προς δε την ευθύνη των εναγομένων από την επικαλούμενη σχέση προστήσεως του δευτέρου εκ μέρους της πρώτης αυτών, έπρεπε να γίνει επιπλέον δεκτό ότι κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ ο προστήσας, δηλαδή εκείνος που με τη βούλησή του δέχεται τις υπηρεσίες άλλου (του προστηθέντος), ο οποίος απασχολείται έστω και παροδικά στη διεκπεραίωση υποθέσεως προς το συμφέρον του πρώτου, υποκείμενος, όταν διαθέτει επιστημονική ή τεχνική εξειδίκευση, μόνο στις γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους της απασχόλησής του, οδηγίες του, ευθύνεται αντικειμενικά και εις ολόκληρον προς αποζημίωση του τρίτου, ο οποίος ζημιώθηκε από αδικοπραξία τελεσθείσα από τον προστηθέντα και ευρισκόμενη σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της υπό διεκπεραίωση υποθέσεως του προστήσαντος (ΑΠ 20/2022, ΑΠ 1/2022, ΑΠ 259/2021, ΑΠ 1462/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1768/2009, Δνη 2010/686, 729 = ΧρΙΔ 2010/521, ΑΠ 995/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη [επιμ.], Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 922, αρ. 32 επομ., σελ. 1869 επομ.), καθώς και ότι, αν με τη βούληση του προστήσαντος ο αρχικός προστηθείς έχει δυνατότητα να χρησιμοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στη διεκπεραίωση της ιδίας υποθέσεως, ο προστήσας ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες των υποπροστηθέντων χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή να δίδει οδηγίες και εντολές σ’ αυτούς (ΑΠ 418/2016, Ε7 2017/573, ΑΠ 1785/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 22/2004, ΝοΒ 2004/1206).

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του ενάγοντος περί α] του ότι οι αξιώσεις του αιτία είχαν την ολική απώλεια του σκάφους του, που επήλθε συνεπεία ενεργειών των εναγομένων με τις οποίες αποσκοπούσαν να περιορίσουν τις συνέπειες του κινδύνου θαλάσσιας ρύπανσης και β] της επιβολής από το Λιμεναρχείο Ρεθύμνου διοικητικού προστίμου στην εταιρία ……….., που απασχολούσε τον φερόμενο ως προστηθέντα της ασφαλίστριας δεύτερο εναγόμενο για τη μη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων προς αποφυγή της επελθούσας, μικρής έκτασης, θαλάσσιας ρύπανσης κατά την ανέλκυση του εν λόγω σκάφους στις 16.9.2012, που προβλήθηκαν με τις προτάσεις του, θεώρησε ότι οι επικαλούμενες υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του τελευταίου ήταν αντίθετες στις διατάξεις του Ν. 2881/2001 «Ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 16/6.2.2001), που τέθηκαν για την προστασία αποκλειστικά του γενικού συμφέροντος (βλ. την εισηγητική έκθεση που συνοδεύει το νομοθέτημα και τις ΣτΕ 1820/2019, ΣτΕ 714/2019, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, γνμδ ΝΣΚ 55/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ Α. Αντάπαση/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 632, σελ. 318 και Ν. Κωνσταντινίδη, Το δίκαιο απομακρύνσεως ναυαγίων από λιμένες, σε ΝοΒ 2012/1056 επομ.) και για το λόγο αυτό απέρριψε την αδικοπρακτική βάση της αγωγής, με την παραδοχή ότι με τα σφάλματά του, και αληθή υποτιθέμενα, ο δεύτερος εναγόμενος δεν προσέβαλε διατάξεις νόμων προστατευτικών ιδιωτικών συμφερόντων, παραβλέποντας, όμως, ότι, υπό τα ταυτοχρόνως εκτιθέμενα, από τους εσφαλμένους χειρισμούς του δεύτερου εναγόμενου και από την παράλειψη έγκαιρης λήψης ορθών διασωστικών αποφάσεων προκλήθηκε αιτιωδώς η ολική καταστροφή του ενδίκου πλοίου και, επομένως, προσβλήθηκε αντικειμενικά η κυριότητα του ενάγοντος επ’ αυτού. Όμως, όπως σημειώθηκε, η προσβολή του απολύτου δικαιώματος της πλοιοκτησίας συνιστά πάντοτε άδικη (παράνομη) πράξη, χωρίς μάλιστα για τη στοιχειοθέτησή της να είναι στην περίπτωση αυτή αναγκαία η καταφυγή στη διευρυμένη έννοια του παρανόμου, την οποία ο εκκαλών επιμένει να επικαλείται προς υποστήριξη του συναφούς τρίτου λόγου της ένδικης έφεσής του, ο οποίος, πάντως, πρέπει να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος.

Μετά την απόρριψη της αδικοπρακτικής βάσης της αγωγής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε καθ’ υπαγωγή τα αποκαταστατικά της θετικής και της αποθετικής ζημίας του ενάγοντος αγωγικά αιτήματα ως δευτερογενείς αξιώσεις από την πλημμελή εκπλήρωση ιδιόρρυθμης σύμβασης έργου με αντικείμενο τη ναυαγιαίρεση του σκάφους Π, για την οποία δέχθηκε ότι υπό τα εκτιθέμενα είχε καταρτιστεί με σιωπηρή εντολή του ενάγοντος στην ασφαλίστριά του, η οποία ανέλαβε έτσι το συντονισμό των εργασιών αντιρρύπανσης – απορρύπανσης και διάσωσής του, ενεργούσα δια του προστηθέντος από αυτήν δεύτερου εναγόμενου, για να τις απορρίψει ακολούθως κατ’ ουσίαν με την παραδοχή ότι τέτοια σύμβαση (θαλάσσιας αρωγής) ουδέποτε καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης. Η κρίση αυτή παρίσταται ομοίως εσφαλμένη. Πράγματι, ανεξαρτήτως του ότι η χρήση στην αγωγή του όρου «πρόστηση», νομικής έννοιας αναμφίβολα γνωστής (ΑΠ 1570/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΑΠ 472/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με περιεχόμενο την μετάθεση στον κύριο της υπόθεσης της ευθύνης από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του ενδιάμεσου προσώπου, που εντάσσεται στον επιχειρησιακό, επαγγελματικό ή κοινωνικό κύκλο δράσης του, απέναντι σε τρίτους και όχι απέναντι σε ήδη δανειστές του κυρίου δυνάμει προϋφιστάμενης ενοχής (Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος IV, 1982, άρθρο 922, αρ. 6, σελ. 743), προσανατόλιζε σε εξωσυμβατική ευθύνη, σε κάθε περίπτωση, από το σύνολο των ισχυρισμών του ενάγοντος, ο οποίος, σημειωτέον, δεν αναφέρθηκε σε σύναψη σύμβασης και κακή εκπλήρωσή της αλλά σε παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά των αντιδίκων του, προέκυπτε ότι η ασφαλίστρια του σκάφους του επελήφθη της ναυαγιαιρέσεώς του αυτοβούλως όταν αυτό είχε ήδη εγκαταλειφθεί από τον πλοίαρχό του (και δεν ανέλαβε υποχρέωση παροχής υπηρεσιών θαλάσσιας αρωγής κινδυνεύοντος μεν πλην όμως επανδρωμένου πλοίου – για τη σχετική διάκριση βλ. Ι. Κοροτζή, Το δίκαιο της επιθαλάσσιας αρωγής κατά τον ΚΙΝΔ και τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1910, 1988, σελ. 31 – 35, Δ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 246, § 1, σελ. 647, πρβλ Λ. Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 35, σελ. 349), ενεργώντας μάλιστα προς ίδιον αυτής όφελος, δηλαδή με πρόθεση πρωτίστως να περιορίσει τη ζημία της από την πιθανή ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, που αποτελούσε ασφαλισμένο κίνδυνο, η επέλευση του οποίου θα επέσυρε την υποχρέωση κάλυψης [και] των συναφών διοικητικών προστίμων, που θα βάρυναν τον ενάγοντα – ασφαλισμένο, ως μόνο υπόχρεο προς αποτροπή του ενδεχομένου ρύπανσης, αφού, υπό τα εκτιθέμενα, δεν είχε λάβει χώρα εγκατάλειψη του σκάφους στον ασφαλιστή και δευτερευόντως να διασώσει το πλοίο, καθόσον άλλωστε τέτοια υποχρέωση από τη σύμβαση ασφάλισης δεν είχε, με αποτέλεσμα η συμπεριφορά της να προσομοιάζει προς αυτήν εκείνου που διοικεί αλλότρια υπόθεση (ΤριμΕφΔωδ. 19/2021, ΤριμΕφΔωδ. 178/2020, ΜονΕφΠειρ. 255/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Αντάπασης, Θαλάσσια αρωγή και διάσωση, 1992, σελ. 458, Κ. – Μ. Πλατσά, Σχετικά με την επιθαλάσσια αρωγή – ιδίως κατά τη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου του 1989 -, σε ΕπισκΕΔ 2020, σελ. 399 – 431 [407]) και μάλιστα όχι ως ξένη αλλά ως δική του (άρθρο 739 ΑΚ: μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων), η οποία συνιστά πάντοτε αδικοπραξία (ΑΠ 562/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 855/2019, ΧρΙΔ 2019/737, Π. Παπανικολάου, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ Άρθρο Ερμηνεία, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 739, αρ. 12, σελ. 794).

IV. Οι παραπάνω διαπιστώσεις άγουν αμφότερες, ήδη από το διαδικαστικό αυτό στάδιο, σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το κεφάλαιό της που αφορά στην απόρριψη της μεν αδικοπρακτικής αξίωσης του ενάγοντος κατά το νόμο, της δε (μη πράγματι προβληθείσας αλλά έτσι κριθείσας) συμβατικής όμοιας κατ’ ουσίαν. Και ως προς τη μεν πρώτη (απόρριψη ως νομικά αβάσιμης της απαίτησης από το άρθρο 914 ΑΚ) διότι τούτο είναι η αδήριτη συνέπεια του άρθρου 535 § 1 ΚΠολΔ, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή το αν στη συνέχεια η αναδικαζόμενη αγωγή ενδεχομένως απορριφθεί, ως προς την ίδια αξίωση, και πάλι κατ’ ουσία, καθώς η εναλλαγή του αποδικασθέντος δικαιώματος μεταβάλλει το παραγόμενο δεδικασμένο, του οποίου τα αντικειμενικά όρια στο ελληνικό δικονομικό σύστημα προσδιορίζονται, δυνάμει του άρθρου 324 ΚΠολΔ και από την κριθείσα νομική αιτία, δηλαδή τον κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε, με αποτέλεσμα να μην αρκεί, τότε, η αντικατάσταση των απορριπτικών αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ (ΤριμΕφΠειρ. 678/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 5469/2003, ΑρχΝ 2005/100, Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 17, σελ. 325 – 326, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 115, αρ. 16, σελ. 735, Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 400, Στ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετΑρμ. 2004/265 επομ. [297], Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετΑρμ. 2005/357 επομ. [385], Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Ι, 2018, άρθρο 534, αρ. 4, σελ. 867, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.], Ένδικα Μέσα & Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 463, σελ. 210, βλ. και Σ. Τσαντίνη, Δεδικασμένο και Νομική Αιτία – Αντικειμενικά όρια ιδίως επί συρροής αξιώσεων, 2016, σελ. 138 επομ.), ενώ ως προς τη δεύτερη (απόρριψη ως αβάσιμης της απαίτησης από τα άρθρα 681 ΑΚ, 8 § 1 στοιχ. α΄ και 19 της Διεθνούς Συμβάσεως για την θαλάσσια αρωγή, ως κρίθηκε πρωτοδίκως), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 522 ΚΠολΔ, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά την κυρίαρχη και ορθότερη άποψη, η απόρριψη της αγωγής λόγω νομικής αβασιμότητας είναι επωφελέστερη για τον ενάγοντα από την κατ’ ουσίαν απόρριψή της και διαφοροποιεί την εμβέλεια του δεδικασμένου (βλ. ΑΠ 489/2021, ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 778/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα (-Μ. Μαργαρίτης), Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 534, αρ. 3, σελ. 960, Γ. Μητσόπουλο, Σκέψεις ως προς την «αοριστίαν» της βάσεως της αγωγής, Δνη 1995/1 επομ. [5 – 7], Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη, ο.π., ενώ για την ακριβώς αντίθετη, που υποστηρίζει την ισοσθένεια του δεδικασμένου όλων των αποφάσεων που απορρίπτουν την αγωγή για μη τυπικό λόγο, επειδή αυτό καλύπτει την ανυπαρξία του δικαιώματος που κατήχθη στη δίκη βλ. ΑΠ 1447/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1253/2005, ΠειρΝ 2006/102 = Δ 2006/1028, με παρατ. Κ. Μπέη, Δ. Κονδύλη, ο.π., § 18, σελ. 354, Κ. Κεραμέα, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, σελ. 161, σημ. 172, Ν. Νίκα, ο.π., αρ. 15, σελ. 735, τον ίδιον, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ, 1981, σελ. 194, σημ. 24, Κ. Μακρίδου, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, Αρμ. 1995/288 επομ. [294], την ίδια, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 154 επομ., Π. Κολοτούρο, «Reformatio in peius» στο δεύτερο βαθμό πολιτικής δικαιοδοσίας, σε Δ 1994/295 επομ. [296], Στ. Καραμέρο, ο.π., σελ. 285, Στ. Δραγατσίκη, ο.π, σελ. 381, Π. Αρβανιτάκη, Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, 1995, σελ. 152, Κ. Καλαβρό, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος: Διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, 2016, αρ. 193 – 203, σελ. 677 – 682).

Στη συνέχεια το Δικαστήριο θα ερευνήσει τη βασιμότητα του ως άνω κεφαλαίου της αγωγής, του σχετικού με την ολική απώλεια του ενδίκου σκάφους σε χρόνο μεταγενέστερο της ημιβυθίσεώς του από υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του δεύτερου εναγόμενου, επειδή αυτό, αφενός, εμφανίζει, υπό τα εκτιθέμενα, αυτόνομη ιστορική και νομική θεμελίωση (ΑΠ 1047/2021, ΑΠ 1521/2018, ΑΠ 249/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ανεξάρτητη από την επικαλούμενη ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση και, αφετέρου, συνάπτεται με αίτημα (πλήρους αποζημιώσεως του ενάγοντος) που υπερβαίνει τις έννομες συνέπειες της επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου, που, ομοίως υπό τα εκτιθέμενα, παρήγαγε περιορισμένης έκτασης υλικές ζημίες.

V. Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθμ. ……./3.10.2018, ……/4.10.2018, …../5.10.2018 και ……../5.10.2018 τεσσάρων [4] ενόρκων, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. η πρώτη, του Συμβολαιογράφου Λασιθίου Κρήτης . ……… η δεύτερη και της Συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Κρήτης ……. οι λοιπές, βεβαιώσεων των …… ……., ναυτικού του Εμπορικού Ναυτικού και κυβερνήτη του ενδίκου σκάφους κατά το χρόνο του επίμαχου συμβάντος, ………, ναυπηγού μηχανικού, εξωτερικού επιθεωρητή του Ελληνικού Νηογνώμονα, ………, επιχειρηματία, ιδιοκτήτη γερανών ξηράς και ……….., ασφαλιστικού συμβούλου, απασχολούμενου κατά τον επίδικο χρόνο στο τοπικό γραφείο της οιονεί καθολικής δικαιοπαρόχου της πρώτης εναγομένης στο Ρέθυμνο της Κρήτης, αντίστοιχα, που ελήφθησαν για την απόδειξη της αγωγής κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. τις με αριθμούς …./28.62018 και ………/28.6.2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………), των υπ’ αριθμ. …/2.10.2018, ……../3.10.2018, ……/3.10.2018 και ………./4.10.2018 ισάριθμων [4] ενόρκων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας η πρώτη, του Συμβολαιογράφου Ηρακλείου ……… οι επόμενες δύο [2] και του Ειρηνοδίκη Πειραιώς η τέταρτη, βεβαιώσεων των ……….., διευθυντή του Κλάδου Τεχνικών Ασφαλίσεων της οιονεί καθολικής δικαιοπαρόχου της πρώτης εναγομένης κατά τον κρίσιμο χρόνο, ………, επαγγελματία υποβρύχιων εργασιών και ιδιοκτήτη πλωτού γερανού στο Ηράκλειο της Κρήτης, . ………., ιδιοκτήτη επιχείρησης καταδυτικού συνεργείου και δύτη και …….., ναυπηγού μηχανικού και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας πραγματογνωμόνων ………, αντίστοιχα, που ελήφθησαν με την επιμέλεια των εναγομένων κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. τη με αριθμό ………/27.9.2018 επιδοτήρια έκθεση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..) και των υπ’ αριθμ. ……../12.10.2018 ένορκης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεως του ως άνω ……. και ……../23.10.2018 όμοιας ενώπιον του Ειρηνοδίκη Καλλιθέας βεβαιώσεως του ως άνω …….., που ελήφθησαν με την επιμέλεια των εναγομένων προς αντίκρουση των πρωτόδικων ισχυρισμών του αντιδίκου τους (άρθρο 237 § 2 ΚΠολΔ), κατόπιν νόμιμης κλήτευσής του (βλ. τις με αριθμούς ……/27.9.2018 και ………../18.10.2018 επιδοτήριες εκθέσεις της πιο πάνω δικαστικής επιμελήτριας), οι οποίες άπασες εκτιμώνται με βάση τη γνώση και την αξιοπιστία εκάστου βεβαιούντος (οι …….. και . …… διατηρούσαν επαγγελματική συνεργασία με τον ενάγοντα, ο …….. παρέχει ακόμα εξαρτημένη εργασία στην πρώτη εναγόμενη και ο ……… τυγχάνει διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας που απασχολεί το δεύτερο εναγόμενο, οι δε ……… και ……….. αμείφθηκαν για τις υπηρεσίες τους από την πρώτη εναγόμενη) και σταθμίζονται ανάλογα με τις ενέργειές τους πριν και μετά το ένδικο συμβάν (ο ………… έχει ασκήσει αγωγή κατά της πρώτης εναγομένης μετά τη λύση της επαγγελματικής τους σχέσης λόγω καταγγελίας της, ο δε ………….. έχει προβεί σε ανακριβείς βεβαιώσεις στις εκθέσεις επιθεωρήσεως που συνέταξε), καθώς και του συνόλου των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως συμβαίνει με τις υπ’ αριθμ. …………./24.11.2014, ……/21.11.2014 και ……../21.11.2014 τρεις ]3] ένορκες ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………., του Συμβολαιογράφου Λασιθίου Κρήτης ……….. και της Συμβολαιογράφου Ρεθύμνου ……….., αντίστοιχα, βεβαιώσεις των προαναφερθέντων ………., …………. και ……….., αντίστοιχα, που είχαν ληφθεί για την απόδειξη της προγενέστερης αγωγής του ενάγοντος, επί της οποίας εκδόθηκε η πιο πάνω υπ’ αριθμ. 5637/2017 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων α) των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2 και 457 § 4 ΚΠολΔ, όπως η πρώτη των διατάξεων αυτών αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 § 1 του Ν. 3994/2011), οι οποίες θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα (ΑΠ 1626/2000, Δνη 2001/711), β) της με αριθμό …………/17.3.2014 έκθεσης επιθεώρησης του …………, που λαμβάνεται υπόψη ως ιδιωτική γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 390 ΚΠολΔ και το από 15.12.2014 συμπληρωματικό σημείωμα του ιδίου και γ) της αχρονολόγητης έκθεσης πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο ναυπηγός μηχανικός …………, επιθεωρητής του Κλιμακίου Επιθεώρησης του Λιμεναρχείου Ρεθύμνου, ο οποίος στις 15.9.2012 παραγγέλθηκε από τον Υπολιμενάρχη Ρεθύμνου για τη διερεύνηση των αιτίων και των συνθηκών της ημιβύθισης του ενδίκου σκάφους, προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Στην πλοιοκτησία του ενάγοντος ανήκε μέχρι τις 4.3.2013, οπότε διαγράφηκε από το Νηολόγιο του Λιμεναρχείου Ρεθύμνου, όπου ήταν εγγεγραμμένο με αύξοντα αριθμό εγγραφής 23, λόγω ολοσχερούς απώλειάς του (βλ. το υπ’ αριθμ. 3142.5/2013 έγγραφο της εν λόγω λιμενικής Αρχής), το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό – τουριστικό (Ε/Γ – Τ/Ρ) πλοίο αναψυχής Π, τύπου καταμαράν, με ένα [1] κύριο κατάστρωμα, χωρητικότητας ολικής μεν είκοσι ενός κόρων και ογδόντα οκτώ εκατοστών (21,88 κ.ο.χ.) και καθαρής δεκατεσσάρων κόρων και εβδομήντα δύο εκατοστών (14,72 κ.κ.χ.), το οποίο είχε ναυπηγηθεί στην Ελλάδα το έτος 2003 και κατασκευάστηκε από ενισχυμένο πλαστικό (GRP), είχε δε μήκος ένδεκα μέτρα και ογδόντα εκατοστά (11,80 μ.) και πλάτος τρία μέτρα και ογδόντα εκατοστά (3.80 μ.), κινούμενο με την ενέργεια δύο [2] προωστήριων πετρελαιοκινητήρων και δυνάμενο να εκτελεί ημερινούς περιηγητικούς πλόες περιορισμένης έκτασης, σε απόσταση από την ακτή έως δέκα (10) ναυτικά μίλια και για διαδρομή συνολικού μήκους μέχρι τριάντα (30) ναυτικά μίλια, μόνον κατά τη θερινή περίοδο και με μεταφορική ικανότητα έως σαράντα πέντε (45) επιβατών. Στο σχέδιο γενικής διάταξης, που επισυνάφθηκε στην Έκθεση Αναγνώρισης του σκάφους μετά τη ναυπήγησή του, η άτρακτός του φέρει τρεις [3] εγκάρσιες στεγανές φρακτές (μία [1] πρωραία, μία [1] ενδιάμεση πρύμνηθεν της πρωραίας και μία [1] στο μηχανοστάσιό του στην πρύμνη), αριστερό και δεξιό διπύθμενο, από την πρωραία στεγανή φρακτή έως τη στεγανή φρακτή του μηχανοστασίου και τέσσερα [4] κρύσταλλα παρατήρησης του πυθμένα, τοποθετημένα στο χώρο μεταξύ των διπύθμενων. Σύμφωνα με το άρθρο 4 2 εδαφ. β΄ του ΠΔ 918/1979 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού περί στεγανής υποδιαιρέσεως και ευσταθείας πλοίων μήκους μικροτέρου των 31 μέτρων, μεταφερόντων επιβάτας» (ΦΕΚ Α 257/19.11.1979), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 32 § 2 και 36 § 2 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), το σύστημα των στεγανών υποδιαιρέσεων αποστολή έχει να εξασφαλίζει ότι το πλοίο θα έχει ικανότητα επιπλεύσεως παρά την κατάκλυση με θαλάσσια ύδατα οποιουδήποτε διαμερίσματός του και στη δυσμενέστερη ακόμα κατάσταση φόρτου, προκειμένου να μην εμβαπτίζεται εντός της θάλασσας το κατάστρωμά του. Για το λόγο αυτό απαγορεύονται (άρθρο 6 § 1) οποιαδήποτε ανοίγματα στα στεγανά διαφράγματα των πλοίων (θύρες, ανθρωποθυρίδες, οχετοί εξαερισμού και παρόμοια). Πάντως, στις Εκθέσεις Επιθεωρήσεως του σκάφους για τα έτη 2005 και 2006, που υπογράφει ο μάρτυρας αποδείξεως  ……….., σημειώνεται ότι αυτό δεν φέρει διπύθμενο, ενώ διαθέτει τέσσερις [4] στεγανές φρακτές, αναφορές που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ενώ στην Έκθεση Επιθεώρησης του έτους 2012, που υπογράφει ο ίδιος επιθεωρητής του Ελληνικού Νηογνώμονα, αναφέρεται ότι φέρει πρωραία στεγανή φρακτή και διπύθμενο εκτεινόμενο από αυτήν έως την φρακτή του μηχανοστασίου. Κατά το έτος 2005 αντικαταστάθηκαν οι πετρελαιοκινητήρες εργοστασίου κατασκευής VOLVO τύπου PENTA, που το σκάφος έφερε εκ κατασκευής με δύο [2] άλλους, εργοστασίου κατασκευής CUMMINS τύπου 6ΒΤΑ, αυξημένης ιπποδύναμης και αντί των δύο [2] δεξαμενών καυσίμου, χωρητικότητας εκάστης επτακοσίων πενήντα λίτρων (750 lt), που ήταν μέχρι τότε τοποθετημένες στο μηχανοστάσιο αριστερά και δεξιά των προωστήριων μηχανών, εγκαταστάθηκε εκτός του μηχανοστασίου μία [1] δεξαμενή μεγαλύτερης χωρητικότητας (1.600 lt). Ενώ η αντικατάσταση των κινητήρων είχε συννόμως αδειοδοτηθεί, εντούτοις το ίδιο δεν είχε συμβεί ούτε για την αντικατάσταση των δεξαμενών καυσίμου και τη μεταφορά της νέας στο χώρο της ατράκτου πρώραθεν της πρωραίας φρακτής του μηχανοστασίου, σε σημείο που πιο πριν ήταν εγκατεστημένη η δεξαμενή λυμάτων, αν και η μετατόπιση αυτή μπορούσε να επηρεάσει τη σχεδιασθείσα διαγωγή του σκάφους ούτε για την αντικατάσταση των εκ κατασκευής υφιστάμενων δύο [2] δεξαμενών ύδατος, χωρητικότητας εκάστης διακοσίων λίτρων (200 lt) με μία, που κατά την επιθεώρηση του σκάφους μετά την καταστροφή του βρέθηκε να έχει τοποθετηθεί σε βάση στηριζόμενη στον καθρέπτη της πρύμνης εξωτερικά στου σκάφους και όχι όπως προβλεπόταν στο σχέδιο γενικής διάταξης ούτε για την εκ νέου αντικατάσταση του δεξιού κινητήρα το έτος 2006 λόγω βλάβης του προηγούμενου. Περαιτέρω, με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που καταρτίστηκε στις 23.3.2012 μεταξύ του πλοιοκτήτη και της ανώνυμης εταιρίας γενικών ασφαλίσεων με την επωνυμία, τότε, …….., οιονεί καθολικής δικαιοπαρόχου της πρώτης εναγόμενης, η τελευταία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………. ασφαλιστηρίου συμβολαίου και αντί μικτού ασφαλίστρου ανερχόμενου στο χρηματικό ποσόν των χιλίων εκατόν δεκαοκτώ ευρώ (1.118 €), που καταβλήθηκε, ανανέωσε την ασφαλιστική κάλυψη του σκάφους του ενάγοντος για τη χρονική περίοδο από 9.3.2012 έως 9.3.2013 έναντι του ενδεχομένου απώλειας ή ζημιών του εξαιτίας θαλασσίων κινδύνων, καθώς και για την αστική ευθύνη του πλοιοκτήτη προς τρίτους από τη λειτουργία του. Ειδικότερα, η ασφάλιση κάλυπτε το κύτος, τις μηχανές και τον ειδικό εξοπλισμό του σκάφους μέχρι του ποσού των ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (62.000 € + 11.000 € + 11.500 € = 84.500 €) συνολικά, με αφαιρετέα απαλλαγή ύψους οκτακοσίων σαράντα πέντε ευρώ (845 €) για κάθε ζημιογόνο γεγονός, καθώς και την αστική ευθύνη για σωματικές βλάβες τρίτων, για υλικές ζημίες σε τρίτους και για πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης μέχρι του ποσού των πεντακοσίων σαράντα χιλιάδων ευρώ (300.000 € + 150.000 € + 90.000 €) συνολικά. Με όρο του ασφαλιστηρίου συμφωνήθηκε ρητά αφενός η εφαρμογή του αγγλικού δικαίου και της αγγλικής πρακτικής και αφετέρου η ενσωμάτωση στην ασφαλιστική σύμβαση των ρητρών για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1ης.11.1985. Με ναυλοσύμφωνο (charterparty) που καταρτίστηκε στο Μπαλί Μυλοποτάμου Ρεθύμνου στις 13.9.2012, ημέρα Πέμπτη, ο ενάγων εκναύλωσε για την ημέρα εκείνη και μέχρι ώρα 19:00 το σκάφος του σε ομάδα επιβατών, όλων αλλοδαπών, με σκοπό τη διενέργεια περιηγητικού πλου μέχρι το λιμένα του Ρεθύμνου και επιστροφή. Σε εκτέλεση του ναυλοσυμφώνου το σκάφος Π με πλήρωμα μόνον τον κυβερνήτη του ………….. και σαράντα δύο [42] επιβάτες απέπλευσε από το Μπαλί στις 10:00 και κατά την επιστροφή του από το Ρέθυμνο στις 15:25 αγκυροβόλησε στη θέση Καμαρόλα, που βρίσκεται τριακόσια μέτρα (300 μ.) δυτικά του όρμου Γεροποτάμου Ρεθύμνου και σε απόσταση δέκα μέτρων (10 μ.) από την ακτή, προκειμένου να κολυμπήσουν όσοι επιβάτες το επιθυμούσαν. Στο σημείο εκείνο ο αιγιαλός βρίσκεται κάτω από ψηλό κρημνό, που δεν καταλήγει ομαλά στη στενού πλάτους αμμώδη ακτή και δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτήν από την ξηρά, παρά μόνο μετά από διαδρομή μήκους ανώτερου των εκατό μέτρων (100 μ.) επί εδάφους άβατου για οχήματα. Στις 15:40 ο πλοίαρχος διαπίστωσε εισροή υδάτων με ταχείς ρυθμούς στο μηχανοστάσιο του σκάφους και επιχείρησε την απάντλησή τους με τις αντλίες της σεντίνας και με τη χρήση χειροκίνητων αντλιών. Σύντομα, όμως, αντιλήφθηκε ότι οι προσπάθειές του δεν είχαν αποτέλεσμα, καθώς το θαλασσινό νερό είχε ήδη καλύψει τις μηχανές του σκάφους μέχρι το μέσον του ύψους τους. Για το λόγο αυτό προέβη σε άπαρση της άγκυρας και με σχοινί προσδέσεως και τη συνδρομή όσων επιβατών βρίσκονταν εκείνη την ώρα στην ακτή επιχείρησε και πέτυχε να οδηγήσει το σκάφος σε απόσταση δύο μέτρων (2 μ.) από την ξηρά με την πλώρη προς την ακτή, προς την οποία και εν τέλει προσάραξε ημιβυθισμένο, χωρίς ανθρώπινες απώλειες, οι δε επιβάτες μεταφέρθηκαν με ασφάλεια στο Μπαλί και στο λιμένα του Πάνορμου Ρεθύμνου. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας από το τοπικό γραφείο της Αγροτικής Ασφαλιστικής στο Ρέθυμνο, που διηύθυνε ο μάρτυρας αποδείξεως …………, διαβιβάστηκε στα κεντρικά γραφεία της πρώτης εναγόμενης στην Αθήνα δήλωση της ζημίας του σκάφους, το οποίο παρέμενε ημιβυθισμένο και προσδεδεμένο από την πλώρη του στα βράχια της ακτής. Στη δήλωση ζημίας που υπογράφει ο ως άνω μάρτυρας, ενημερωθείς τηλεφωνικά από τον πλοιοκτήτη – ενάγοντα, αναγράφεται ότι «κατά δήλωση του πελάτη, τον ενημέρωσε ο καπετάνιος που είχε στο «Π» ότι υπήρχε εισροή υδάτων στο σκάφος από άγνωστη αιτία, τα οποία και δεν προλάβαινε να βγάλει από το σκάφος η αντλία με αποτέλεσμα να αρχίζει να βυθίζεται. Ο καπετάνιος οδήγησε το σκάφος κοντά στην παραλία για να βγουν τα άτομα που επέβαιναν. Ο ιδιοκτήτης κος …… προσπαθεί σήμερα να βρει πλωτό γερανό προκειμένου να ανασύρουν το πλοίο πριν αυτό καταστραφεί ολοσχερώς λόγω των καιρικών συνθηκών που περιμένουν». Ο …………. μαρτυρεί ότι ο ίδιος, πριν από οποιαδήποτε επικοινωνία του με την ασφαλίστρια και πριν λάβει οδηγίες για την αντιμετώπιση του συμβάντος, διαβεβαίωσε τον ενάγοντα ότι δεν χρειαζόταν να προβεί σε καμία ενέργεια ανελκύσεως επειδή το σκάφος του τελούσε υπό πλήρη ασφάλιση. Τέτοια απόφαση, όμως, μπορούσε να ληφθεί μόνον από τον μάρτυρα ανταποδείξεως ………., αρμόδιο διευθυντή της ασφαλίστριας και όχι από τον ………, που ήταν απλώς ο επικεφαλής των ασφαλιστικών συμβούλων της στο Ρέθυμνο και όχι έμμισθος υπάλληλός της, χωρίς, συνεπώς, εξουσία εκπροσωπήσεώς της. Την επόμενη ημέρα (Παρασκευή 14.9.2012), η πρώτη εναγόμενη επικοινώνησε με το Λιμεναρχείο Ρεθύμνου, το οποίο είχε ζητήσει να πληροφορηθεί εάν το σκάφος ήταν ασφαλισμένο, κυρίως δε έναντι του κινδύνου περιβαλλοντικής ρύπανσης. Ακολούθως, η ασφαλίστρια ανέθεσε στην εταιρία πραγματογνωμόνων …………., την διερεύνηση των αιτίων της ημιβύθισης του ασφαλισμένου σκάφους, την παρακολούθηση όλων των εργασιών αποκατάστασης των ζημιών του και των ενεργειών που θα ήταν αναγκαίες για την αποτροπή της ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος στο σημείο της προσαράξεως, η δε εργολήπτρια απέστειλε στην Κρήτη ως πραγματογνώμονα τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος και μετέβη εκεί αεροπορικώς αυθημερόν. Από το χρονικό αυτό σημείο αρχίζει η εμπλοκή του δεύτερου εναγόμενου, που φέρεται, αφενός, ότι οδήγησε στην ολική καταστροφή του προσαραγμένου σκάφους και, αφετέρου, ότι στοιχειοθετεί την αδικοπρακτική ευθύνη αμφοτέρων των εναγομένων. Την ίδια εκείνη ημέρα (14.9.2012) το Τμήμα Αποζημιώσεων, Μεταφορών και Σκαφών της Διεύθυνσης Τεχνικών Ασφαλίσεων της «………..» απέστειλε στο Λιμεναρχείο Ρεθύμνου επιστολή, με την οποία ενημέρωνε τη λιμενική Αρχή ότι το σκάφος ήταν πράγματι ασφαλισμένο και περαιτέρω ότι «ανέθεσε στον Πραγματογνώμονα κ. ……….. της εταιρίας ………. τη διερεύνηση των αιτιών της βύθισης του ασφαλισμένου σκάφους, καθώς και την παρακολούθηση όλων των εργασιών αποκατάστασης των ζημιών που έχουν προκληθεί στο σκάφος» και ότι αυτός «εξ ονόματος της εταιρίας και του πελάτη, θα συντονίσει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την αποφυγή τυχόν θαλάσσιας ρύπανσης στην περιοχή του ατυχήματος», συναφώς δε ζήτησε, για τη διευκόλυνσή του, να λάβει ο πραγματογνώμονας και συντονιστής αντίγραφα των ναυτιλιακών εγγράφων του σκάφους και των καταθέσεων που έχουν δοθεί στις λιμενικές αρχές. Πριν ακόμα αφιχθεί στην Κρήτη ο δεύτερος εναγόμενος είχε αναθέσει στο καταδυτικό συνεργείο του μάρτυρα ανταποδείξεως ……….., που διατηρεί επιχείρηση υποβρύχιων εργασιών στο Ηράκλειο, να τοποθετήσει πλωτά φράγματα στο σημείο που βρισκόταν ημιβυθισμένο το σκάφος. Η ανάθεση αυτή γνωστοποιήθηκε το πρωί της 14ης.9.2012 στον ενάγοντα, οποίος έφερε κατά νόμο την ευθύνη για την απάντληση των ρυπογόνων ουσιών που έφερε το σκάφος του, αφού ουδέποτε προέβη σε δήλωση εγκατάλειψής του στην ασφαλίστρια, ώστε να απωλέσει την πλοιοκτησία του. Υπό την ιδιότητα μάλιστα αυτή, του πλοιοκτήτη του Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους Π και με σκοπό να αδειοδοτηθούν από αυτό οι εργασίες που έπρεπε να γίνουν, ο ενάγων στις 14.9.2012 υπέγραψε και υπέβαλε στο Λιμεναρχείο Ρεθύμνου έγγραφο «Σχέδιο περίφραξης – απάντλησης καυσίμων – λιπαντικών και λοιπών ρυπογόνων ουσιών», στο οποίο ανέφερε ότι «…αναθέσαμε στην …… Ασφαλιστική στην οποία το σκάφος τελεί υπό πλήρη ασφάλιση, την περίφραξη με πλωτά φράγματα του σημείου προσάραξης …, η οποία αποδέχθηκε την ανάθεση και προχώρησε στα κάτωθι: Χθες 13.9.2012 το τοπικό γραφείο Ρεθύμνου της ως άνω Ασφαλιστικής εταιρίας απέστειλε δήλωση ζημίας στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας στην Αθήνα και ειδικότερα στο τμήμα ζημιών σκαφών μετά από τηλεφωνική ενημέρωση του πλοιοκτήτη. Με τη σειρά του το υπεύθυνο τμήμα επικοινώνησε με τον συνεργαζόμενο πραγματογνώμονα κ. ……………, ο οποίος με τη σειρά του ανέθεσε στο καταδυτικό συνεργείο του κ. …….. … (ο οποίος ως εργολάβος και επόπτης καταδυτικών εργασιών είναι υπεύθυνος για την άρτια εκτέλεσή της) την περίφραξη του ημιβυθισμένου ανωτέρω σκάφους με πλωτά φράγματα τύπου SPU-510, εξήντα (60) μέτρων μήκους και με απορροφητικότητα 40 λίτρων ανά 03 μέτρα. Επίσης για την περίπτωση αντιμετώπισης περιστατικού ρύπανσης θα χρησιμοποιηθούν δύο (02) πακέτα με απορροφητικές πετσέτες είκοσι (20) κιλών έκαστο, με απορροφητικότητα διακοσίων (200) λίτρων για κάθε πακέτο. Για την απάντληση των καυσίμων – λιπαντικών θα χρησιμοποιηθεί καταδυόμενη αντλία 2,5 ιντσών με δυνατότητα απάντλησης 1000 lt ανά ώρα. Προσεχώς και κατόπιν αναφοράς από καταδυτικό συνεργείο θα σας γνωστοποιηθεί σχέδιο αποκόλλησης και ρυμουλκήσεως του ανωτέρω σκάφους σε πλησιέστερο λιμένα για αποκατάσταση ζημιών». Από το έγγραφο αυτό συνάγεται, πρώτον, ότι ο ενάγων ανέθεσε στην ασφαλίστρια του σκάφους του και εκείνη ανέλαβε την εκτέλεση αντιρρυπαντικών και απορρυπαντικών εργασιών και όχι την ανέλκυση του σκάφους του ή τη διάσωσή του και, δεύτερον, ότι η εκ μέρους του πραγματογνώμονα ανάθεση της τοποθέτησης του πλωτού φράγματος έγινε με τη συναίνεση ή την έγκριση του ενάγοντος πλοιοκτήτη στο συνεργείο του …….. Αντιθέτως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει με ασφάλεια ότι ο δεύτερος εναγόμενος απαγόρευσε στον ενάγοντα οποιαδήποτε ενέργεια για την ανέλκυση του Π, όπως ο ίδιος διατείνεται. Περαιτέρω, ο ως άνω επικεφαλής του καταδυτικού συνεργείου βεβαιώνει ενόρκως ότι αναχώρησε από το λιμένα του Πανόρμου με πλωτό μέσο (το αλιευτικό σκάφος ΑΔ) και κατέφθασε, συνοδευόμενος από τέσσερις [4] βοηθούς (δύτες και εργάτη) αλλά και από τον δεύτερο εναγόμενο, στη θέση Καμαρόλα Γεροποτάμου στις 15:30 της Παρασκευής 14.9.2012, όπου διαπίστωσε α] ότι το σκάφος Π παρέμενε ημιβυθισμένο με την πλώρη προς την ακτή και ότι το κατάστρωμά του βρισκόταν κάτω από το νερό, από το οποίο εξείχε μόνον ένα μικρό τμήμα της πλώρης, β] ότι στο σημείο εκείνο δεν υπήρχε «κανένα ρεμέντζο, δηλαδή πλωτή τσαμαδούρα πρόσδεσης … και το σκάφος ήταν δεμένο από την πλώρη του στα εκεί βράχια της ακτής», γ] ότι πάνω στο σκάφος βρισκόταν ο κυβερνήτης του και από το βραχώδη κρημνό παρακολουθούσαν από ψηλά (από ύψος εκατόν πενήντα οκτώ μέτρων [158 μ.] πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, όπως προκύπτει από μη αμφισβητούμενης ακρίβειας φωτογραφικές απεικονίσεις της περιοχής εξαχθείσες από το Διαδίκτυο μέσω δορυφόρου) άνδρες του Λιμενικού Σώματος, ενώ ο πλοιοκτήτης ήταν απών και δ] ότι «δεν υπήρχε πρόσβαση από τα βράχια της ακτής να κατέβει» κανείς στην παραλία. Αφού τοποθέτησε πλωτά αντιρρυπαντικά φράγματα περιμετρικά του σκάφους ο ίδιος μάρτυρας προέβη σε υποβρύχια επιθεώρησή του και βεβαιώνει ότι διαπίστωσε ότι αυτό είχε υποστεί εκτεταμένες και πολύ σοβαρές ζημίες, δεδομένου ότι είχε επικαθίσει με όλο το μήκος της ατράκτου του στο βραχώδη βυθό, ότι το εμπρόσθιο αριστερό κρύσταλλο παρακολούθησης του θαλάσσιου πυθμένα είχε θραυστεί, με αποτέλεσμα το θαλασσινό νερό να κατακλύσει όλο το χώρο επιβατών, ότι είχαν υποστεί στρέβλωση οι δύο [2] προπέλες που βρίσκονταν κάτω από το μηχανοστάσιο στην πρύμνη, οι άξονές τους και τα μπρακέτα των αξόνων, όπως και τα δύο τιμόνια, συνεπεία των επανειλημμένων μέχρι τότε προσκρούσεων του κάτω μέρους της γάστρας του σκάφους στο βυθό, ότι όλοι οι εσωτερικοί χώροι είχαν κατακλυσθεί, όπως και το μηχανοστάσιο, που «…ήταν γεμάτο νερό και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, με τις μηχανές και τις ρεβέρσες να είναι κάτω από το νερό…» και ότι όλος ο ειδικός εξοπλισμός του σκάφους (μηχανές, μίζες, δυναμό μηχανών, μπαταρίες, αντλίες, καλώδια, ηλεκτρικοί πίνακες) ήταν κατεστραμμένος από τη θάλασσα. Μάλιστα, στο από 15.12.2014 συμπληρωματικό σημείωμα του ……….. υπολογίζεται ότι το κόστος αποκαταστάσεως των ζημιών αυτών ανερχόταν στο συνολικό χρηματικό ποσό των πενήντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα ευρώ (53.970 €), συμπεριλαμβανομένων της ανέλκυσης του σκάφους, της επισκευής ή της αντικατάστασης των βλαβέντων μηχανών και εξαρτημάτων του, της αγοράς και εγκαταστάσεως όσων από αυτά είχαν ήδη καταστραφεί, του χρωματισμού και της επανακαθελκύσεώς του. Αποδεικνύονται επομένως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του ενάγοντος ότι μέχρι τότε το σκάφος του είχε υποστεί ελάχιστες υλικές ζημίες, εντοπιζόμενες στη θραύση του υαλοπίνακα παρατήρησης του πυθμένα και στην εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιο, για την αποκατάσταση των οποίων μάλιστα ο κυβερνήτης του ……….. βεβαιώνει ότι θα ήταν επαρκές το χρηματικό ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €). Σε απάντληση καυσίμων το καταδυτικό συνεργείο δεν προχώρησε στη φάση εκείνη, επειδή η ποσότητά τους στη δεξαμενή του σκάφους ήταν μικρή και δεν υπερέβαινε τα ενενήντα λίτρα (90 lt), ενώ παράλληλα τα στόμια της δεξαμενής και τα εξαεριστικά παρέμεναν κάτω από την στάθμη του θαλασσινού νερού, με κίνδυνο διαχύσεως των ρυπογόνων καυσίμων σε περίπτωση αφαιρέσεώς τους, η οποία προκρίθηκε να γίνει μετά την ανύψωση της πρύμνης πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Από το έγγραφο «ημερολόγιο καταδυτικών εργασιών», που υπέβαλε στο Λιμεναρχείο Ρεθύμνου ο ……… στις 14.9.2012, προκύπτει ότι το συνεργείο του προέβη πράγματι στη μερική ανέλκυση του σκάφους με μπαλόνια, καθώς και στη μεταφορά του «περίπου 15 μέτρα πιο πέρα σε πιο ασφαλές μέρος», όπου και επανατοποθέτησε τα πλωτά φράγματα. Η απόφαση για τη μετατόπιση του σκάφους ανατολικότερα από το σημείο που βρισκόταν βυθισμένο υπαγορεύθηκε από την ανάγκη να βρεθεί σε ομαλό θαλάσσιο πυθμένα, έτσι ώστε η άτρακτος του να μην παραμείνει πάνω σε βραχώδη βυθό και υποστεί περαιτέρω ζημίες από ενδεχόμενο κυματισμό και ελήφθη από τον ………, τον ………   και τον δεύτερο εναγόμενο, αφού συνεκτιμήθηκε ότι στο σημείο που βρισκόταν το σκάφος δεν ήταν δυνατό να προσδεθεί με ασφάλεια σε μόνιμο αγκυροβόλιο, αφού τέτοιο δεν υπήρχε στην περιοχή. Αποδεικνύονται, επομένως, αβάσιμοι οι περί ασφαλούς αγκυροβολίας του σκάφους ισχυρισμοί τόσο του ενάγοντος όσο και του κυβερνήτη του, ο οποίος στις ένορκες βεβαιώσεις του κάνει λόγο για μόνιμη πρόσδεση του σκάφους σε αγκυροβόλιο στη θέση Καμαρόλα, χωρίς όμως να το κατονομάζει ούτε να το εντοπίζει σε συγκεκριμένο σημείο. Να αναφερθεί εδώ ότι ο ενάγων αποδίδει σφάλμα στην απόφαση μετατόπισης του σκάφους σε σημείο ανατολικότερα της αρχικής προσαράξεώς του, την οποία καταλογίζει (αναληθώς όπως ήδη αποδείχθηκε) σε μόνο το δεύτερο εναγόμενο, αλλά δεν διευκρινίζει γιατί θεωρεί πλημμελή την μετακίνηση σε άλλο σημείο και μάλιστα αμμώδες, αφού το βραχώδες του βυθού στην αρχική θέση είχε ήδη προκαλέσει θραύση του ως άνω υαλοστασίου, από το οποίο εισέρρεαν στο εσωτερικό του σκάφους θαλάσσια ύδατα ούτε γιατί μέμφεται τον αντίδικό του πραγματογνώμονα επειδή τελικά μετατόπισε το σκάφος σε σημείο με ελάχιστο βάθος, όπου «τα μπαλόνια δεν θα μπορούσαν να το κρατήσουν», ενώ η ρυμούλκησή του σε βαθύτερα ύδατα, σε κατάσταση ημιβυθίσεως, ακόμα και αν υπήρχαν διαθέσιμα και ικανά προς τούτο πλωτά μέσα και είχε ληφθεί η απαιτούμενη διοικητική άδεια, ενείχε σοβαρούς κινδύνους πλήρους βυθίσεώς του σε μεγαλύτερη απόσταση από την ακτή, όπως μαρτυρεί και ο ………. Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι στην καταστροφή του σκάφους του συνέβαλε αιτιωδώς και η άρνηση του δεύτερου εναγόμενου να δεχθεί την πρότασή του για άμεση ανέλκυσή του είτε με πλωτό γερανό που είχε ανεύρει ο ………. το πρωί της 14ης.9.2012 είτε με γερανό ξηράς του …………. αργότερα την ίδια ημέρα. Και τούτο διότι στις ένορκες βεβαιώσεις του ο …………. δεν προσδιορίζει την ταυτότητα του πλωτού γερανού που υποστηρίζει ότι είχε εξασφαλίσει ούτε διευκρινίζει το ιδιοκτησιακό του καθεστώς, ώστε να ελεγχθεί αν πράγματι υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος επιχείρησε ήδη από τις 15:30 της 14ης.9.2012 να ανεύρει πλωτό γερανό και για το λόγο αυτό επικοινώνησε με τον μάρτυρα ανταποδείξεως ………, ιδιοκτήτη πλωτού γερανού στο Ηράκλειο, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να καταπλεύσει στο σημείο των εργασιών πριν από την πάροδο είκοσι τεσσάρων [24] ωρών. Εξάλλου, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι λόγω του πολύ στενού πλάτους της ακτής όπου είχε προσαράξει το σκάφος και του απρόσιτου της περιοχής λόγω του βραχώδους κρημνού, που είχε ύψος ογδόντα μέτρων (80 μ.) πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας στο σημείο της μετατοπίσεως του σκάφους, η έλξη του από την ξηρά ήταν αδύνατη, παρά μόνο με τη χρήση ειδικού γερανού εφοδιασμένου με τηλεσκοπικό βραχίονα μεγάλης έκτασης (εκατόν είκοσι μέτρων [120 μ.] τουλάχιστον) και τέτοιος δεν αποδεικνύεται ότι ήταν διαθέσιμος στην Κρήτη κατά τον κρίσιμο χρόνο ούτε διέθετε ο μάρτυρας αποδείξεως ………., ο οποίος στις ένορκες βεβαιώσεις του παραδέχεται και ότι η ανέλκυση του σκάφους από την ξηρά με γερανό, την οποία ο ίδιος πρότεινε το μεσημέρι της 14ης.9.2012 έναντι αμοιβής του ύψους τριών χιλιάδων ευρώ (3.000 €), ενείχε τον κίνδυνο να προκαλέσει νέες βλάβες στις προπέλες και τα τιμόνια του σκάφους λόγω της βραχώδους περιοχής, ενδεχόμενο που καθιστούσε πράγματι την εν λόγω επιλογή όλως απρόσφορη για την αντιμετώπιση της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί. Άλλωστε, σχετική συζήτηση δεν έγινε με τον ………, ο οποίος βεβαιώνει ότι ουδείς (ούτε ο ………) τον ενημέρωσε για την επιλογή ανέλκυσης του σκάφους με γερανό ξηράς. Πάντως, το σκάφος με τη χρήση τεσσάρων [4] αλεξιπτώτων και μπαλονιών, αποκολλήθηκε πράγματι από το βυθό και μεταφέρθηκε προς τα αριστερά, όπου και παρέμεινε να επιπλέει με τη χρήση των ιδίων μέσων ημιβυθισμένο, καθώς από τη θάλασσα εξείχε μόνον η πλώρη του και τούτο διότι στον αποθηκευτικό χώρο της αλυσίδας της άγκυρας δεν είχαν εισρεύσει ύδατα, γεγονός που αποδεικνύει ότι η πρωραία στεγανή φρακτή ήταν πράγματι υδατοστεγής. Μετά δε την ενημέρωση των λιμενικών αρχών και του κυβερνήτη του πλοίου για την αναγκαιότητα κατάθεσης νέου σχεδίου από τον πλοιοκτήτη, το καταδυτικό συνεργείο αναχώρησε τις απογευματινές ώρες και επανήλθε την επόμενη μέρα (Σάββατο, 15.9.2012) στις 10:30 το πρωί, καθώς είχε κατατεθεί προηγουμένως από τον ενάγοντα και τον ….. νέο σχέδιο «στεγανοποίησης, αποκόλλησης, ανέλκυσης, απάντλησης λιπαντελαίων – καυσίμων – θαλάσσιου ύδατος», στο οποίο αναφερόταν ότι πρωταρχική υποχρέωση του καταδυτικού συνεργείου ήταν να επιτύχει να στεγανοποιηθεί και να επιπλεύσει το σκάφος, ώστε ακολούθως να ρυμουλκηθεί με ασφάλεια στον πλησιέστερο λιμένα και ότι τούτο θα γινόταν με τη χρήση μπαλονιών, πλωτήρων και αντλιών. Πάντως, ούτε την ημέρα εκείνη ήταν παρών στο σημείο ο ενάγων, ενώ το σκάφος διαπιστώθηκε από το καταδυτικό συνεργείο ότι παρέμενε στην ίδια θέση. Αφού με τη χρήση επιπλέον αλεξίπτωτων και δεξαμενής αέρα ανυψώθηκε το πρυμναίο τμήμα του καταστρώματος, όπου βρισκόταν η καταπακτή του μηχανοστασίου και όταν αυτή αποκαλύφθηκε ξεκίνησε η απάντληση των υδάτων από το εσωτερικό του, η οποία διήρκεσε επί δίωρο περίπου, χωρίς, όμως, επιτυχία, καθώς η στάθμη του νερού παρέμεινε στο ίδιο σημείο, μολονότι από νέα υποβρύχια επιθεώρηση της ατράκτου εξωτερικά και του χώρου επιβατών εσωτερικά μπροστά από το μηχανοστάσιο προς την πλώρη δεν προέκυψαν ανοίγματα ή ρωγμές που να επιτρέπουν την εισροή θαλασσίου ύδατος από τα σημεία αυτά. Επιπλέον, παρά την χρήση περισσότερων αλεξίπτωτων και δεξαμενών αέρα στην πλώρη δεν κατέστη εφικτή η ανακοπή της εισροής υδάτων από τις κουπαστές του σκάφους, ούτε κατέστη δυνατή η σφράγιση του σπασμένου κρύσταλλου, οπότε διαπιστώθηκε πλέον ότι δεν ήταν εφικτή η ανέλκυση και η ρυμούλκηση του σκάφους σε ασφαλή λιμένα. Μετά δε από ενημέρωση του πλοιοκτήτη δια του εντωμεταξύ αφιχθέντος κυβερνήτη του σκάφους, του πραγματογνώμονα και των λιμενικών αρχών, το καταδυτικό συνεργείο αναχώρησε περίπου στις 16:00 και αποφασίστηκε να λάβει χώρα ανέλκυση του σκάφους με πλωτό γερανό την επομένη. Για τον σκοπό αυτό ειδοποιήθηκε πράγματι ο προαναφερθείς ιδιοκτήτης του πλωτού γερανού «ΣΚ», ….., ο οποίος, μετά την ανεύρεση του ρυμουλκού σκάφους «ΚΓ», αναχώρησε τις νυκτερινές ώρες από το Ηράκλειο Κρήτης για τον όρμο Γεροποτάμου Ρεθύμνου, όπου και κατέφθασε τις πρωινές ώρες της Κυριακής 16.9.2012. Δεν ήταν όμως δυνατή η προσέγγιση του σκάφους του ενάγοντος μέχρι τις μεσημβρινές ώρες, λόγω του κυματισμού της θάλασσας, ο οποίος μάλιστα κατά τις βραδινές ώρες της προηγούμενης ημέρας (15.9.2012) είχε παρασύρει το σκάφος Π στην παραλία, όπου εξόκειλε και από όπου και έλαβε χώρα, εν τέλει, η ανέλκυση του με τη χρήση του πλωτού γερανού με έκταση του βραχίονα του τελευταίου από τη θάλασσα προς την ακτή, κατά την οποία έλαβε χώρα μικρής έκτασης θαλάσσια ρύπανση που αντιμετωπίστηκε άμεσα από το προσωπικό του πλωτού γερανού. Η επανειλημμένη δε πρόσκρουση του σκάφους του ενάγοντος στον βραχώδη βυθό και την βραχώδη ακτή είχε ως αποτέλεσμα τη θραύση μεγάλου τμήματος της δεξιάς πλευράς της γάστρας, του θαλάμου πλοήγησης και την ολοσχερή καταστροφή της δεξιάς πλευράς του. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι οι ζημίες αυτές προκλήθηκαν από την παράλειψη του δεύτερου εναγόμενου να λάβει τα μέτρα που επέβαλε η ναυτική τέχνη και εμπειρία και ότι θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν είχε μεριμνήσει για την τοποθέτηση μπαλονιών στην πλώρη του σκάφους και για την ασφαλέστερη πρόσδεσή του, καθόσον μάλιστα τελούσε σε γνώση, επειδή είχε ενημερωθεί από τον ίδιο, για την επερχόμενη το βράδυ του Σαββάτου 15.9.2012 καιρική επιδείνωση. Οι αιτιάσεις αυτές δεν είναι βάσιμες. Πράγματι, ο …….. βεβαιώνει ότι κατά την αποχώρηση του καταδυτικού συνεργείου το σκάφος είχε προσδεθεί με σχοινί στα βράχια της ακτής, ενώ την πρύμνη του συγκρατούσε η άγκυρά του, που είχε ποντιστεί σε μεγάλο βάθος και ότι η προηγούμενη «πρόχειρη», όπως τη χαρακτηρίζει, πρόσδεσή του μόνο στα βράχια της ακτής δεν το εξασφάλιζε περισσότερο έναντι του ενδεχομένου να μετατοπιστεί λόγω του κυματισμού, το οποίο θα απέτρεπε μόνον η παραμονή εκεί του πλοιοκτήτη ή του κυβερνήτη του κατά τις νυκτερινές ώρες με έτερο σκάφος του πρώτου, σε επιφυλακή για να αποτρέψει την μεταβολή της θέσης του.  Ο ίδιος μάρτυρας βεβαιώνει επίσης ότι η πλώρη του σκάφους είχε ήδη ανυψωθεί με περισσότερα μπαλόνια, όμως, η χρήση τους δεν επέτρεψε την απάντληση του θαλάσσιου ύδατος και την επανεπίπλευσή του για λόγους που δεν κατανοούσε την ώρα που επιχειρούσε αλλά εξηγούνται με βάση τα πορίσματα της έρευνας που διενήργησε ο δεύτερος εναγόμενος και του γνωστοποιήθηκαν από αυτόν αργότερα, σύμφωνα με τα οποία η πρωραία φρακτή του μηχανοστασίου είχε καταστεί λόγω επεμβάσεων σ’ αυτήν μη στεγανή, γεγονός για το οποίο ο ίδιος δεν είχε ενημερωθεί από τον κυβερνήτη του σκάφους, με αποτέλεσμα να αποτύχει η απόπειρά του στεγανοποίησης. Σε κάθε περίπτωση, με τις ως άνω ζημίες που υπέστη, το ένδικο σκάφος απώλεσε κατά τις νυκτερινές ώρες της 15ης προς την 16η.9.2012 τα χαρακτηριστικά πλοίου και, ειδικότερα την ικανότητα προς πλου, με αποτέλεσμα έκτοτε να αποτελεί πραγματική ολική απώλεια κατά την έννοια τόσο του ελληνικού (άρθρα 280 και 281 ΚΙΝΔ) όσο και του αγγλικού [s. 57 (1) MIA 1906] δικαίου και όχι τεκμαρτή τοιαύτη, όπως ο ενάγων υποστήριξε. Το αποτέλεσμα αυτό είχε ήδη επέλθει το πρωί της 16ης.9.2012 και τούτο σημαίνει ότι οι λοιπές αιτιάσεις του ενάγοντος περί του ότι ο δεύτερος εναγόμενος αρνήθηκε εκ νέου να χρησιμοποιήσει τον γερανό ξηράς του ….. για την άμεση ανέλκυση του σκάφους αντί αμοιβής μόλις χιλίων ευρώ (1.000 €) και περί του ότι καθυστέρησε να τον ενημερώσει εγκαίρως σχετικά με τις ενδεδειγμένες κατά τη γνώμη του ενέργειες σχετικά με τις μηχανές του πλοίου, ώστε να προληφθεί η οξείδωσή τους (μολονότι, σημειωτέον, αυτές είχαν παραμείνει ήδη για τρεις [3] τουλάχιστον ημέρες μέσα στο θαλασσινό νερό), και αληθείς υποτιθέμενες, δεν συνέβαλαν στην ολική καταστροφή του, για την οποία αξιώνει αποζημίωση, αφού επακολούθησαν. Από όσα προαναφέρθηκαν συνάγεται ότι είναι αβάσιμες όλες οι ειδικότερες μομφές που ο ενάγων αποδίδει στον δεύτερο εναγόμενο, τον οποίο δεν βαρύνει πταίσμα για τη ζημιογόνο έκβαση του εγχειρήματος της διασώσεως του πλοίου Π. Επομένως, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατά το ερευνώμενο κεφάλαιό της, χωρίς εμπόδιο από το άρθρο 536 ΚΠολΔ, αφού η κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής κατά το συγκεκριμένο κεφάλαιό της, που πρωτοδίκως κρίθηκε ως νομικά αβάσιμο, λαμβάνει χώρα κατά το στάδιο της αναδίκασης της υπόθεσης.

VI. Απομένει να ερευνηθεί, κατά το αγγλικό δίκαιο, η αποζημιωτική απαίτηση του ενάγοντος που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση, η οποία αποδικάστηκε πρωτοδίκως κατ’ ουσίαν. Η απαίτηση αυτή αντιστοιχεί στις ζημίες που υπέστη το ασφαλισμένο σκάφος από την εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιό του, την ημιβύθισή του και την αρχική, ελεγχόμενη, προσάραξή του στην ακτή στις 13.9.2012 και όχι στην πραγματική ολική απώλειά του, την οποία ο ενάγων απέδωσε, αβασίμως όπως ήδη κρίθηκε, στην αμελή συμπεριφορά του δευτέρου των εναγομένων ως υποπροστηθέντος της πρώτης από αυτούς, για την οποία δεν επικαλέστηκε ότι αποτελούσε ασφαλισμένο κίνδυνο. Την ουσιαστική έρευνα της απαιτήσεως αυτής δεν εμποδίζει το γεγονός ότι στην αγωγή δεν γίνεται ειδική αναφορά στη φύση και την έκταση των ζημιών που προκλήθηκαν στο ένδικο σκάφος πριν την εμπλοκή του δεύτερου εναγόμενου στη διαδικασία της διασώσεώς του. Και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Αποτελεί γενικώς αποδεκτή (άγραφη) αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, συναγόμενη, στο ελληνικό δίκαιο, εμμέσως και από τις διατάξεις των άρθρων 5 § 2 και 6 § 2 ΚΠολΔ (περί της οποίας βλ. Σπ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 72, Χ. Μεϊδάνη, σε Ε. Βασιλακάκη, Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, 2008, σελ. 366, Τ. Παπαδοπούλου, Ο ρόλος του δικάζοντος δικαστή στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, 2000, σελ. 52, σημ. 140, Χ. Τσούκα, Ρήτρες διεθνούς δικαιοδοσίας – Ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, 1990, σελ. 25, Χ. Παμπούκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2020, αρ. 1052, σελ. 828, πρβλ και Φ. Δωρή, Περιορισμοί της συμβατικής ελευθερίας στις ρήτρες αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, 1988, σελ. 224), επικρατούσα δε και στο αγγλικό δίκαιο (βλ. σχετ. Fawcett J.J./Carruthers J.M., Private International Law, 2008, ch. 30, σελ. 1235), ότι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, επί διαφορών που εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας είτε εξ υποκειμένου, λόγω της προσωπικής κατάστασης των αντιδίκων είτε εξ αντικειμένου, λόγω των χαρακτηριστικών της κρινόμενης βιοτικής σχέσης ή εξαιτίας του εφαρμοστέου στην επίδικη έννομη σχέση ουσιαστικού δικαίου, κρίνονται πάντοτε κατά την lex fori, δηλαδή κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 1584/2011, ΕΝαυτΔ 2012/45 = ΕπισκΕΔ 2012/106), με αποτέλεσμα, επί ιδιωτικών διαφορών υπαγόμενων στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, οι όροι έγκυρης έναρξης και διεξαγωγής της δίκης, μεταξύ των οποίων και το παραδεκτό του εισαγωγικού δικογράφου από την άποψη της πληρότητας του περιεχομένου του, να κρίνονται κατά το ημεδαπό αστικό δικονομικό δίκαιο, που την εξέτασή τους προτάσσει της έρευνας της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής. Κατά δε το σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό τη σύγχρονη εκδοχή του της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (περί του οποίου βλ. αναλυτικά σε Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 24 επομ.), που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (άρθρο 216 § 1), για το ορισμένο της αγωγής απαιτείται (αλλά και αρκεί) η παράθεση με σαφήνεια και επάρκεια όσων πραγματικών περιστατικών είναι νομικώς ικανά για τη θεμελίωση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η προστασία (ΑΠ 6/2022, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]) ή, με άλλη διατύπωση, των στοιχείων του πραγματικού του κανόνα δικαίου, των οποίων η συνδρομή επισύρει την έννομη συνέπεια που αντιστοιχεί στο αίτημα του ενάγοντος. Επειδή δε το ορισμένο της αγωγής συναρτάται στενά με το ουσιαστικό δίκαιο που προβλέπει τις προϋποθέσεις παραγωγής του επίδικου δικαιώματος, είναι αυτονόητο ότι, αν με την αγωγή που εισάγεται σε ελληνικό δικαστήριο ασκούνται ουσιαστικά δικαιώματα, που κρίνονται κατ’ αλλοδαπό δίκαιο, το οποίο με συμφωνία τους οι διάδικοι κατέστησαν εφαρμοστέο στην επίδικη σχέση, τα αναγκαία για την πληρότητα του αγωγικού δικογράφου στοιχεία θα υποδείξει ο αλλοδαπός κανόνας δικαίου που καλείται σε εφαρμογή. Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης έκθεση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η αγωγική αξίωση είναι αναγκαία, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στον εναγόμενο να αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα όσο και στο δικαστήριο να οριοθετήσει τα θέματα αποδείξεως και να κατανείμει το αντίστοιχο βάρος, χωρίς να επιτρέπεται η συμπλήρωση ή η αναπλήρωση των στοιχείων που ελλείπουν από το εισαγωγικό δικόγραφο με παραπομπή σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 19/2022, ΑΠ 32/2022, ΑΠ 129/2022, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή από τα πορίσματα της αποδεικτικής διαδικασίας (ΑΠ 830/2021, ΑΠ 104/2020, ΑΠ 5/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή από τις παραδοχές ή ομολογίες του εναγομένου (ΑΠ 111/2020, ΑΠ 714/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 236 – 240). Παρόμοια ισχύουν και στο αγγλικό δικονομικό δίκαιο κατ’ εφαρμογή της αρχής της prima facie case, στα πλαίσια της οποίας ο ενάγων, συστοίχως προς τις επιταγές του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, έχει το βάρος σαφούς επικλήσεως των ισχυρισμών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής του με τέτοια πληρότητα, ώστε να είναι αυτή επιδεκτική αφενός μεν απαντήσεως από τον αντίδικό του και αφετέρου δικαστικής εκτιμήσεως, οπότε ακολουθεί η διεξαγωγή αποδείξεων. Άλλως, γίνεται δεκτό ότι δεν υπάρχει υπόθεση προς εκδίκαση και η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη (Φ. Χριστοδούλου, Βάρος ισχυρισμού και αποδείξεως επί ασφαλιστικής απαιτήσεως λόγω εξαφανίσεως του ασφαλισμένου πλοίου κατά το αγγλικό δίκαιο, σε Μελέτες προς τιμήν Νικολάου Α. Δελούκα, τόμος ΙΙ, 1989, σελ. 1031 επομ. [1035]). Το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον νόμο περί θαλάσσιας ναυτικής ασφαλίσεως του 1906 (MIA 1906), οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς από τη νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων (case law) και τους άγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου (authorities), ίσχυσαν αναλλοίωτες μέχρι την εισαγωγή του νεότερου (και γενικότερου) Insurance Act 2015, που τέθηκε σε ισχύ στις 12.8.2016, ο οποίος αναδιατύπωσε βασικές αρχές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο κοινοδίκαιο (common law), όσο και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις, επιφέροντας ουσιώδεις μεν πλην περιορισμένες τροποποιήσεις στο νόμο ΜΙΑ 1906 (περί των οποίων βλ. ΜονΕφΠειρ. 53/2023, αδημ., Γ. Δανιήλ, ο.π., σελ. 11 επομ., Merkin Rob/Gürses Özlem, The Insurance Act 2015: Rebalancing the Interests of Insurer and Assured, The Modern Law Review Limited, 2015, 78 (6) MLR 1004–1027, 2015). Πάντως, ο ΜΙΑ 1906 εξακολουθεί να ισχύει (Clarke Malcolm/Soyer Baris, The Insurance Act 2015: A new Regime for Commercial and Marine Insurance Law, 2017, Bennett Howard, Ship safety, policy terms and the Insurance Act 2015, σε Θαλάσσια Ασφάλεια. Νομικά ζητήματα σχετικά με το πλοίο, το φορτίο και τον ανθρώπινο παράγοντα, σε Πρακτικά 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2016, έκδοση ΔΣΠ 2016, σελ. 139 επομ., Thomas D. Rhidian, The Modern Law of Marine Insurance, vol. one, 2015, Α. Σινανιώτη – Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σελ. 260 – 264) και οι διατάξεις του έχουν αποκλειστική μεν εφαρμογή επί συμβάσεων που καταρτίστηκαν πριν την εισαγωγή του Insurance Act 2015, όπως εδώ, ισχύουν όμως παραλλήλως, όπως τροποποιήθηκαν, και μετά από αυτήν σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Στην περίπτωση μάλιστα των τελευταίων η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται με βάση ειδικούς όρους που περιλαμβάνονται στις «Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ενώσεως των Ασφαλιστών του Λονδίνου [Institute of London Underwriters] για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής» (Institute Yacht Clauses) της 1ης.11.1985 (ΤριμΕφΠειρ. 143/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 4/2013, ΔΕΕ 2013/355 = ΕΝαυτΔ 2013/50 = ΕΕμπΔ 2013/697 = Δνη 2014/1690). Περαιτέρω, κατά την έννοια του s. 1 του ΜΙΑ 1906, προϋπόθεση της ασφαλιστικής καλύψεως είναι η ύπαρξη θαλάσσιων κινδύνων, στους οποίους εκτίθεται το ασφαλισμένο σκάφος, καθώς ο κύριος σκοπός της ναυτασφαλιστικής συμβάσεως συνίσταται στην παροχή εκ μέρους του αναλαμβάνοντος τους κινδύνους ασφαλιστή αποζημιώσεως στον ασφαλισμένο για ζημίες που προκλήθηκαν εξαιτίας των κινδύνων αυτών υπό τους όρους και κατά την έκταση που έχουν συμφωνηθεί (ΤριμΕφΠειρ. 204/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 858/2014, ο.π.). Κατά το s. 56 (1) και (2) η ζημία μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική, ενώ μερική είναι οποιαδήποτε ζημία δεν είναι ολική, η δε ολική ζημία (απώλεια) μπορεί αν είναι είτε πραγματική είτε πλασματική (τεκμαρτή). Πραγματική ολική απώλεια υπάρχει όταν το ασφαλισμένο αντικείμενο καταστραφεί ή υποστεί βλάβη σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πλέον πράγμα του ασφαλισμένου είδους (πλοίο ή φορτίο) ή όταν ο ασφαλισμένος το έχει ανεπανόρθωτα αποστερηθεί [s. 57 (1)], ενώ τεκμαρτή ολική απώλεια επί πλοίου συντρέχει και όταν η βλάβη που έχει αυτό υποστεί λόγω της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης είναι τέτοιας έκτασης, ώστε το κόστος επισκευής του να υπερβαίνει την αξία του κατά την επισκευή του [s. 60 (2) ii]. Κατά το s. 77 (2) όταν προκληθεί μερική ζημία, που δεν επισκευάστηκε και ακολουθήσει ολική απώλεια του ιδίου ασφαλισμένου αντικειμένου υπό το αυτό ασφαλιστήριο, ο ασφαλισμένος μπορεί να αποζημιωθεί μόνον για ολική απώλεια. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής τόσο η αρχική μερική όσο και η ύστερη ολική ζημία πρέπει να έχουν προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, καθώς τούτο είναι απόρροια της ισχύος της αρχής της ειδικότητας των καλυπτόμενων κινδύνων. Εξάλλου, κατά το s. 61 όταν υπάρχει τεκμαρτή ολική απώλεια, ο ασφαλισμένος μπορεί είτε να τη θεωρήσει ως μερική είτε να εγκαταλείψει το αντικείμενο της ασφαλίσεως στον ασφαλιστή και να τη θεωρήσει ως πραγματική ολική απώλεια. Ενώ, όμως, αν δεν προηγηθεί δήλωση εγκατάλειψης, η απώλεια μπορεί να θεωρηθεί μόνον ως μερική [s. 62 (1)], στην περίπτωση της πραγματικής ολικής απώλειας για την δικαστική επιδίωξη της αποζημιώσεως δεν αποτελεί προϋπόθεση η προηγούμενη δήλωση του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή ότι εγκαταλείπει σ’ αυτόν το ασφαλισμένο πράγμα [s. 57 (2)]. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης, η δικαστική ικανοποίηση της αξιώσεως στο ασφάλισμα, που οφείλεται συνεπεία ολικής απώλειας του ασφαλισμένου (μη αποτιμημένης αξίας) πλοίου, υπό την έννοια της ολοσχερούς καταστροφής του, προϋποθέτει ότι στη σχετική αγωγή που στρέφεται κατά του ασφαλιστή, που αρνείται, πρέπει να γίνεται μνεία της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης σε χρονικό σημείο κατά το οποίο υπήρχε ενεργός ασφαλιστική κάλυψη και της ασφαλιστικής αξίας που αναγράφεται στο ασφαλιστήριο, το ύψος της οποίας καθορίζει την έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή προς αποζημίωση του ενάγοντος και ανέρχεται σε συγκεκριμένο ποσό, που αποτελεί κατά το s. 67 (1) MIA 1906 το μέτρο της αποζημιώσεως (ΤριμΕφΠειρ. 719/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), το οποίο πρέπει για το λόγο αυτό να εκτίθεται στην αγωγή. Μάλιστα, κατά το s. 56 (4), πλην αντίθετης συμφωνίας, ο ασφαλισμένος ακόμα και αν ενάγει για ολική απώλεια, μπορεί να αποζημιωθεί για μερική απώλεια εφόσον αποδείξει αυτήν μόνον. Επομένως, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται ως ασφαλιστική αποζημίωση κατά το αγγλικό δίκαιο η ασφαλιστική αξία του πλοίου που φέρεται μεν ότι κατέστη πραγματική ολική απώλεια, αλλά αποδεικνύεται ότι υπέστη μόνον μερική ζημία, ο ενάγων δεν οφείλει να εξειδικεύσει εξαρχής και καθ’ υποφοράν το κόστος αποκατάστασης της μερικής ζημίας για την οποία τελικά θα αποζημιωθεί, αν η αγωγή ευδοκιμήσει, αφού αρκεί η αναφορά της ασφαλιστικής αξίας. Για το λόγο αυτό, μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο που επιβάλλεται στο Δικαστήριο στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, διαπιστώνεται ότι η ερευνώμενη αγωγική απαίτηση δεν πάσχει αοριστία, μολονότι είναι οι εναγόμενοι εκείνοι που επικαλούνται ρητά τα στοιχεία (δηλαδή το κόστος αποκατάστασης της μερικής ζημίας) που απουσιάζουν από την αγωγή, η οποία, συνεπώς, μπορεί να εξεταστεί κατ’ ουσίαν.

VII. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι μετά την ανέλκυση του σκάφους Π  στις 16.9.2012 αυτό επιθεωρήθηκε πάνω στον πλωτό γερανό που το μετέφερε στο λιμένα του Ηρακλείου, όπου και κατέπλευσε τις βραδινές ώρες, από τον πραγματογνώμονα ……, που έλαβε σχετική παραγγελία από την αρμόδια λιμενική Αρχή, ενώ την επόμενη ημέρα (17.9.2012) επιθεωρήθηκε και από τον δεύτερο εναγόμενο, πραγματογνώμονα της εταιρίας ………. που ενεργούσε μετά από παραγγελία της ασφαλίστριας. Από αμφότερους τους πραγματογνώμονες διαπιστώθηκε ότι η εισροή υδάτων στο μηχανοστάσιό του προήλθε από θερμική παραμόρφωση μιας πλαστικής καμπύλης (γωνίας) του σωλήνα εξαγωγής καυσαερίων του δεξιού προωστήριου κινητήρα, η οποία βρέθηκε λιωμένη και αποσυνδεδεμένη από τον υπόλοιπο ελαστικό σωλήνα. Κατά τον ……… η παραμόρφωση αυτή οφείλεται στο ότι η ποσότητα του νερού που έβγαινε από τη μηχανή δεν ήταν αρκετή για να ψύξει τα καυσαέρια, η θερμοκρασία των οποίων υπερέβη το όριο αντοχής της πλαστικής καμπύλης (90 C) και ως αιτία αυτού ο πραγματογνώμονας πιθανολόγησε την ολική ή μερική φραγή της αναρρόφησης της μηχανής από κάποιο επιπλέον αντικείμενο (πανί ή πλαστικό). Έτσι, κατά τη γνώμη του, η αποσύνδεση της καμπύλης από τον υπόλοιπο σωλήνα δεν εμπόδιζε το νερό της θάλασσας που εισερχόταν από την οπή εξαγωγής της μηχανής (στόμιο εξόδου καυσαερίων) που βρίσκεται τον καθρέπτη της πρύμνης να κατακλύσει το χώρο του μηχανοστασίου. Στο συμπέρασμα αυτό δεν αντιτίθεται ο πραγματογνώμονας της ασφαλίστριας. Στην έκθεση όμως της εταιρίας ……., που υπογράφει ο ……, εντοπίζεται σφάλμα κατά την αντικατάσταση τμήματος του σωλήνα εξαγωγής καυσαερίων του δεξιού προωστήριου κινητήρα με καινούργιο, που δεν συναρμολογήθηκε σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή της μηχανής. Το συμπέρασμα αυτό κρίνεται βάσιμο. Συγκεκριμένα, αποδεικνύεται ότι στις 3.9.2012 ο ενάγων προμηθεύτηκε από την εταιρία VETUS τμήμα ελαστικού σωλήνα VETUS τύπου Rubber Exhaust Hose με κωδικό SLANG 150, συνολικού μήκους τριών μέτρων (3 μ.), πλαστική γωνία VETUS 60 Φ και ανοξείδωτους σφικτήρες (βλ. το υπ’ αριθμ. ……/2012 τιμολόγιο), το οποίο εγκατέστησε στο σκάφος του στις 11 ή στις 12.9.2012, οπότε αυτό δεν εκτέλεσε περιηγητικούς πλόες (βλ. το ημερολόγιο του πλοίου). Ενώ, όμως, σύμφωνα με τα εγχειρίδια της κατασκευάστριας του κινητήρα εταιρίας CUMMINS, το στόμιο εξαγωγής καυσαερίων/θαλασσίου ύδατος έπρεπε να ευρίσκεται (προς αποτροπή εισροών) πάνω από την ίσαλο γραμμή, αυτό τοποθετήθηκε στον καθρέπτη της πρύμνης στην ίσαλο γραμμή και δεν ήταν εφοδιασμένο, όπως έπρεπε, με αντεπίστροφες βαλβίδες, ενώ δεν δόθηκε και η σωστή κλίση στο σωλήνα, που, ενώ θα έπρεπε να είναι ανοδική, βρέθηκε να είναι παράλληλη προς το κύτος του μηχανοστασίου, με αποτέλεσμα σε περίπτωση ζημίας να επιτρέπει την εισροή θαλάσσιου ύδατος μέσω της εξαγωγής που βρισκόταν στην ίσαλο γραμμή. Μετά μάλιστα την εσφαλμένη τοποθέτηση του σωλήνα δεν έλαβε χώρα επιθεώρηση του σκάφους από το Νηογνώμονα. Επιπλέον, από την ίδια πραγματογνωμοσύνη προέκυψε και ότι στο αριστερό τμήμα της πρωραίας φρακτής του μηχανοστασίου είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν άνοιγμα διαστάσεων είκοσι εννέα εκατοστών επί δώδεκα εκατοστά (29 cm X 12 cm), στο οποίο είχε τοποθετηθεί παραλληλόγραμμο μεταλλικό έλασμα, το οποίο, όμως, δεν είχε καταστήσει τη φρακτή υδατοστεγή, αφού τοποθετήθηκε μόνο στην πλευρά του μηχανοστασίου και όχι και από την άλλη πλευρά της φρακτής. Το έλασμα αυτό κατά την επιθεώρηση του σκάφους στις 17.9.2012 βρέθηκε στο δάπεδο του μηχανοστασίου, με αποτέλεσμα το ως άνω άνοιγμα, η ύπαρξη του οποίου ήταν αντίθετη στις προβλέψεις του ΠΔ 918/1979, να επιτρέπει τη συνεχή εισροή θαλάσσιου ύδατος από το χώρο του μηχανοστασίου προς το χώρο της τουαλέτας και προς το κύριο κατάστρωμα τον σκάφους. Σημειωτέον ότι ο μάρτυρας αποδείξεως και επιθεωρητής του Ελληνικού Νηογνώμονα ……… επιβεβαιώνει στις ένορκες βεβαιώσεις του τόσο την εν λόγω επισκευή του σκάφους όσο και το ότι δεν επιθεώρησε το σκάφος πριν την διενέργεια πλόων μετά από αυτήν, υποστηρίζοντας ότι αυτό δεν ήταν αναγκαίο. Όμως, η πλημμελής αντικατάσταση του σωλήνα εξαγωγής καυσαερίων, η μη ορθή και μη σύμφωνη με τις κατασκευαστικές προδιαγραφές διάταξη των στοιχείων του συστήματος εξαγωγής καυσαερίων και η, αντίθετα προς τους νόμιμους κανονισμούς ασφαλείας, παραβίαση της υδατοστεγανότητας της πρωραίας φρακτής του μηχανοστασίου οδήγησαν αιτιωδώς στο ζημιογόνο αποτέλεσμα, το οποίο θα είχε αποτρέψει ο αποτελεσματικός έλεγχος του σκάφους πριν τον απόπλου του στις 13.9.2012, ο οποίος όμως παραλείφθηκε. Τα παραπάνω στοιχεία δεν ερευνήθηκαν ούτε από τον ……….. και δεν αντικρούονται από τη δική του πραγματογνωμοσύνη, η οποία, όμως, υποβλήθηκε στο ΑΣΝΑ που επελήφθη της διοικητικής διερεύνησης του συμβάντος και, όπως ήταν επόμενο, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή η αρχική προσάραξη του σκάφους σε αβαθή ύδατα, η ημιβύθιση και η εγκατάλειψή του από πλήρωμα και επιβάτες οφείλεται σε τυχαία βλάβη του συστήματος ψύξης καυσαερίων των κύριων μηχανών του. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ακόμα και το ΑΣΝΑ αποσύνδεσε την ημιβύθιση του σκάφους από την ολική απώλειά του, που επακολούθησε και απέδωσε τη μεν πρώτη σε ναυτικό ατύχημα, τη δε δεύτερη (εσφαλμένα όπως προαναφέρθηκε) σε λανθασμένες ενέργειες της ασφαλίστριας, «η οποία ενεργούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση ως ναυαγιαιρέτης», ενώ στο ίδιο συμπέρασμα για την ολική απώλεια του σκάφους είχε καταλήξει και ο ……., ο οποίος στην έκθεσή του αναφέρεται σε πληροφορίες που έλαβε μόνον από τον ενάγοντα και τον κυβερνήτη του σκάφους. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τα πορίσματα του πραγματογνώμονα της λιμενικής Αρχής και του ΑΣΝΑ ούτε τα αναφερόμενα στις ένορκες βεβαιώσεις του …… ούτε το πιστοποιητικό αξιοπλοΐας που αυτός εξέδωσε στις 26.4.2012, στο οποίο, όμως, αναγράφεται ότι η ισχύς του διατηρείται εφόσον το πλοίο εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τους κανονισμούς ασφαλείας, όπως δεν συνέβη εν προκειμένω, δεδομένου ότι η μεταβολή της διάταξης των στοιχείων του συστήματος εξαγωγής καυσαερίων του συγκεκριμένου πετρελαιοκινητήρα σε συνδυασμό με την έλλειψη στεγάνωσης του χώρου του μηχανοστασίου το κατέστησαν αναξιόπλοο κατά την έννοια του s. 39 (4) MIA 1906, που ορίζει ότι αξιόπλοο θεωρείται το πλοίο που είναι από όλες τις απόψεις ικανό να αντιμετωπίζει τους συνήθεις κινδύνους της θαλάσσιας περιπέτειας. Άλλωστε, ούτε ο ……….. ούτε το ΑΣΝΑ τελούσαν σε γνώση όσων προέκυψαν από την πραγματογνωμοσύνη της ασφαλίστριας. Ειδικότερα, δεν γνώριζαν ότι στο σημείο της οπής από όπου είχε εισρεύσει το θαλασσινό νερό στο μηχανοστάσιο είχε, όπως δεν αμφισβητείται, βρεθεί σφηνωμένο ένα άδειο πλαστικό δοχείο καθαριστικού υγρού, το οποίο δεν μπορεί παρά να τοποθετήθηκε εκεί από τον κυβερνήτη του σκάφους στην προσπάθειά του να αποτρέψει την αθρόα εισροή των υδάτων από το ως άνω ρήγμα στην εξαγωγή της μηχανής στο χώρο του μηχανοστασίου. Μάλιστα, ερωτηθείς ο ……… από τον ………. για το αν κατά τον κρίσιμο χρόνο εντόπισε το σημείο από το οποίο εισέρχονταν τα ύδατα στο εσωτερικό του σκάφους απέφυγε να απαντήσει (βλ. σελ. 8 της εν λόγω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης) και, πάντως, απέκρυψε το σημείο εισόδου και τις σχετικές ενέργειές του από τον πραγματογνώμονα του Λιμεναρχείου. Τα ίδια στοιχεία απέκρυψε και από τον δεύτερο εναγόμενο αλλά και από το καταδυτικό συνεργείο του ………, οι οποίοι, αν γνώριζαν ότι ήταν μάταιη η απάντληση των υδάτων από το χώρο του μηχανοστασίου, όπως και το ότι αυτά είχαν διαπεράσει την πρωραία φρακτή του, που δεν ήταν υδατοστεγής, θα είχαν εξαρχής επιλέξει τη μόνη εφικτή λύση για τη διάσωση του σκάφους, δηλαδή την άμεση ανέλκυσή του με πλωτό γερανό. Από όλα όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι το Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφος Π ήταν εν γνώσει του πλοιοκτήτη και του κυβερνήτη του αναξιόπλοο στις 13.9.2021 όταν απέπλευσε από το Μπαλί και όταν κατέπλευσε στη θέση Καμαρόλα στον όρμο Γεροποτάμου Ρεθύμνου, όπου και ημιβυθίστηκε λόγω της αναξιοπλοΐας του. Η διαπίστωση αυτή αντιστοιχεί στον κανόνα που θέτει η διάταξη του s. 39 (5) MIA 1906, σύμφωνα με την οποία στην ασφάλιση κατά χρόνο ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημία οφειλόμενη σε αναξιοπλοΐα και τέτοια υπάρχει όταν το πλοίο, με πταίσμα του ασφαλισμένου, αποστέλλεται στη θάλασσα σε κατάσταση αναξιοπλοΐας, όπως αυτή νοείται κατά το s. 39 (4). Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε νόμιμη (μη αναφερόμενη στο ασφαλιστήριο) προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η εγκυρότητα της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης (Α. Μπεχλιβάνης, Παρατηρήσεις σχετικά με τον ασφαλισμένο κίνδυνο, τις προσυμβατικές δηλώσεις και τις εγγυήσεις κατά τον αγγλικό νόμο για τη θαλάσσια ασφάλιση, σε Αρμ. 2005/1603 επομ. [1605], Χ. Στυλιανέας, Περί του δικαίου των ρητρών της ναυτικής ασφαλίσεως, σε Δνη 1982/281 επομ. [295]) και εισάγει λόγο απαλλαγής του ασφαλιστή, προβαλλόμενο κατ’ ένσταση από αυτόν, που φέρει και το σχετικό βάρος αποδείξεως (Γ. Δανιήλ, ο.π., σελ. 75, Χ. Στυλιανέας, Θαλάσσιοι κίνδυνοι και ζημία εν θαλάσση [Στη Ναυτική Ασφάλιση], σε Δνη 1992/725 επομ. [726], Φ. Χ. Χριστοδούλου, Αγγλικό Δίκαιο της Θαλασσίας Ασφαλίσεως, σε ΕΕμπΔ 1988/154 επομ. [161]). Προϋποθέσεις της απαλλαγής του ασφαλιστή είναι η γνώση της αναξιοπλοΐας εκ μέρους του ασφαλισμένου (privity) και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της ζημίας (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η αξιοπλοΐα στην ασφάλιση πλοίου, σε ΕπισκΕΔ 2009/991 επομ. [999], Α. Μπεχλιβάνης, Το καθήκον προσυμβατικής αναγγελίας στο ασφαλιστικό δίκαιο, 2008, § 9, σελ. 165, πρβλ. Β. Αθανασοπούλου, Η αρχή της υπέρτατης καλής πίστης στη θαλάσσια ασφάλιση, 2010, σελ. 42). Οι προϋποθέσεις αυτές συνέτρεξαν εν προκειμένω, όπως ορθώς διέγνωσε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο μετά ταύτα, κατά παραδοχή της παραδεκτώς από τους εναγομένους προβληθείσας εν λόγω ενστάσεως, απέρριψε την αγωγή κατά το ερευνώμενο κεφάλαιό της. Μάλιστα, η κρίση του αυτή δεν προσβάλλεται, δεδομένου ότι με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών αναφέρεται σε νομικές σκέψεις της εκκαλουμένης, που περιελήφθησαν μόνον στη μείζονα σκέψη του δικανικού συλλογισμού της, τις οποίες πλήττει μεν για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του αγγλικού νόμου, συγκεκριμένα δε των s. 17 – 20 MIA 1906, πλην όμως αλυσιτελώς, δεδομένου ότι αυτές δεν επιστήριξαν το διατακτικό της, αφού η απόρριψη της αγωγής επήλθε ως συνέπεια της παραδοχής της ένστασης από το s. 39 (5) ΜΙΑ 1906 και όχι των λοιπών ενστάσεων που προέβαλαν οι εναγόμενοι, των οποίων η έρευνα κρίθηκε ρητά (και ορθώς) ότι παρείλκε.

VIII. Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό των δικαστικών εξόδων ή για το ύψος τους είτε για το ότι τα έξοδα καταλογίστηκαν μεν υπέρ αυτού αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤριμΕφΑθ. 1891/2015, ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3080/2010, Δνη 2011/1068). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 2193/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 617/2008, ΕφΑΔ 2008/705). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 § 3 και 191 § 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν η αγωγή του απορρίπτεται στο σύνολό της, καταδικάζεται στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Κατά δε το άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ το δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα σε ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 454/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, ΑΠ 1176/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 859/2002, Δνη 2003/1260, ΕφΑθ. 798/2007, Δνη 2008/239). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 § 2 του Ν. 2915/2001, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην εξαιρετική αυτή περίπτωση ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή της ουσίας και η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 773/2009, ΑΠ 98/2009, ΤριμΕφΠειρ. 381/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 496/2011, ΕΕμπΔ 2011/355). Δυσχέρεια στην ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου ανακύπτει όταν κυμαίνεται ή μεταστρέφεται η σχετική νομολογία, όταν το ζήτημα παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Ακυρωτικού, όταν πρόκειται για νεαρή νομοθετική διάταξη που δεν έχει ακόμη τύχει ερμηνευτικής επεξεργασίας από τα δικαστήρια ή για διάταξη που επιδέχεται περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις ή όταν υφίσταται πλοκή των νομικών θεμάτων που συνάπτονται με την υπόθεση (ΤριμΕφΠειρ. 60/2015, ΤριμΕφΠειρ. 216/2014, ΤριμΕφΑθ. 4924/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 461/2010, ΕΠολΔ 2011/205, ΕφΑθ. 833/2009, Δνη 2010/1046, ΕφΑθ. 5540/2006, Δνη 2008/239), όχι δε και όταν παρίσταται δυσχερής η εκτίμηση του πραγματικού μέρους της υποθέσεως ή όταν αντιμετωπίζονται περίπλοκα και χρονικώς εκτεταμένα πραγματικά περιστατικά ή όταν η δυσχέρεια οφείλεται στην ιδιάζουσα φύση της διαφοράς που αφορά στην ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 1034/2012, ΧρΙΔ 2013/46 = ΕφΑΔ 2013/256, ΤριμΕφΑθ. 1115/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της ένδικης εφέσεώς του ο εκκαλών παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα, για τα οποία επικαλείται ότι έπρεπε είτε να επιδικαστούν σ’ αυτόν είτε να συμψηφιστούν στο σύνολό τους λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν.

Ο λόγος αυτός παραδεκτώς μεν κατά τα ανωτέρω προβάλλεται, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως, είναι, όμως, απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, δεδομένου ότι δεν συνέτρεξε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, αφενός, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ευχερής, αφού ούτε η ερμηνευτική τους προσπέλαση απαιτούσε ιδιάζουσα προσπάθεια ούτε η νομολογιακή τους εφαρμογή εμφανίζει ταλάντευση ή διακύμανση, η δε καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

ΙΧ. Κατά συνέπεια, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει, συνοψίζοντας, να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και, αφού αποδοθεί στον εκκαλούντα το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας, επί του ενδίκου μέσου, αποφάσεως θεωρείται αυτός νικητής, αφού η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε έστω εν μέρει, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτόν (ΑΠ 532/2016, ΜονΕφΠατρ. 142/2018, ΜονΕφΠατρ. 108/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η υπόθεση κατά το ως άνω κεφάλαιο της εκκαλουμένης που ανατράπηκε και να απορριφθεί η αγωγή κατά το αντίστοιχο κεφάλαιό της ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η ένδικη έφεση και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος δικαιοδοτικού βαθμού, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1922/2019 αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τους τύπους και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό κεφάλαιό της.

Κρατεί την υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό και δικάζει την από 29.5.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../29.5.2018 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν κατά το ίδιο κεφάλαιο ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά κατ’ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε δύο χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (2.500 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Φεβρουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ