Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 116/2023

Αριθμός  116/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Δανιήλ, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγητή,   και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους δικαστικούς πληρεξουσίους ΝΣΚ Χρήστο Πουλάκο και Χριστίνα Ζούμπερη (με δηλώσεις κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:    1) Ναυτικής εταιρείας …….., 2) ……, 3) …….., 4) ναυτιλιακής εταιρείας ……… και 5) ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Αγγελική Ζαρόκωστα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  22.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  72/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δεχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το ενάγον και ήδη εκκαλούν με την από  6.9.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο  …../2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο  ………/2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι δικαστικοί πληρεξούσιοι ΝΣΚ του εκκαλούντος και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση  ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου,  ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη από 6.9.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 με αριθμό προσδιορισμού ………/2021 έφεση κατά της με αριθμό 72/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 22.5.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αφού δεν προκύπτει επίδοση της τελευταίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015), 517, 520 παρ.1ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον το εκκαλούν Δημόσιο απαλλάσσεται του παραβόλου εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, σύμφωνα με το άρθρο 19 του ν.δ. της 26-6/10-7-1944 “περί κώδικος των νόμων περί δικών του δημοσίου” σε συνδ. με άρθρο 50 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ, (ως και Εφ.Πειρ. 51/2021, Εφ.Πατρ. 83/2021, Εφ.Πειρ. 229/2020, Εφ.Περ. 66/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική)  διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),

Με την από 22.5.2019 με αριθμό κατάθεσης ………./2019 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του το ήδη εκκαλούν ενάγον Ελληνικό Δημόσιο εξέθετε ότι στις 04.11.1996 και περί ώρα 18:36, ενώ η πυραυλάκατος “ΤΠΚΚ» του Πολεμικού Ναυτικού βρισκόταν ακινητοποιημένη, στο πλαίσιο συμμετοχής της σε πολεμική άσκηση στη θαλάσσια περιοχή της Άκρας Αυλάκια, βορείως της νήσου Σάμου και σε απόσταση 600 – 800 γιαρδών από την ακτή, εμβολίσθηκε στη δεξιά πλευρά της στο ύψος της πρυμναίας υπερκατασκευής από την πλώρη του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «Σ», το οποίο έπλεε στην ίδια θαλάσσια περιοχή, με αποτέλεσμα τη βύθισή της και το θάνατο τεσσάρων μελών του πληρώματός της. Ότι εκ των ανωτέρω εμπλεκομένων πλοίων, το μεν πολεμικό ανήκε κατά κυριότητα στο ίδιο το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο, το δε επιβατηγό – οχηματαγωγό ανήκε κατά κυριότητα στην πρώτη εναγομένη, τον εφοπλισμό του δε ασκούσαν κατά ποσοστό 50% οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων αλλά και η τέταρτη γενική πράκτορας όλων των πλοίων των ανωτέρω, ενώ η σύγκρουση επήλθε από την αμελή συμπεριφορά του πέμπτου εναγομένου πλοιάρχου που το χρόνο της σύγκρουσης ήταν στη γέφυρα του πλοίου και έδινε εντολές χειρισμού πηδαλίου και του έκτου εναγομένου που το ίδιο διάστημα εκτελούσε χρέη αξιωματικού φυλακής γέφυρας του εν λόγω πλοίου, οι οποίοι από βαριά αμέλεια ως προς τη συμμόρφωσή τους προς τους κανονισμούς αποφυγής σύγκρουσης ή όσον αφορά στη λήψη οιουδήποτε προληπτικού μέτρου υπαγορευόμενου από την κοινή εμπειρία και ναυτική τέχνη ή των ειδικών συνθηκών της περίστασης, δεν εντόπισαν εγκαίρως το «ΤΠΚΚ», ώστε να εκτιμήσουν τον κίνδυνο σύγκρουσης και να προβούν σε τυχόν κατάλληλο ελιγμό, και δεν έκαναν πρέπουσα χρήση του ραντάρ για τον εντοπισμό του προαναφερόμενου πολεμικού πλοίου, και προκάλεσαν με τον τρόπο αυτό τη σύγκρουση και το ναυάγιο του πολεμικού πλοίου. Ότι ακόμη και μετά τη σύγκρουση, οι εναγόμενοι δεν προέβησαν στους ενδεδειγμένους χειρισμούς, με αποτέλεσμα την εντός συντόμoυ χρονικού διαστήματος βύθιση της τορπιλακάτου. Ότι ακολούθως, τα μέλη της οικογενείας καθενός εκ των τεσσάρων μελών του πληρώματος της πυραυλακάτου «ΤΠΚΚ” που θανατώθηκαν κατά την προαναφερόμενη σύγκρουση άσκησαν, τόσο κατά της πρώτης εναγομένης όσο και κατά του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου αγωγές ενώπιον των πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων αντιστοίχως, με τις οποίες αξίωναν την καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για τις ζημίες (απώλεια διατροφής) και την ψυχική οδύνη που υπέστησαν συνεπεία της θανάτωσης των συγγενών τους, επικαλούμενοι αδικοπρακτική ευθύνη των αντιδίκων τους. Ότι επί των αγωγών που ασκήθηκαν κατά του ενάγοντος, εκδόθηκαν οι με αριθμό 516/2007, 517/2007, 518/2007 και 698/2007 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, με τις οποίες αναγνωρίσθηκε τελεσιδίκως η υποχρέωση του ενάγοντος να καταβάλει στα προαναφερόμενα συγγενικά πρόσωπα των αποβιωσάντων μελών του πληρώματος της πυραυλακάτου «ΤΠΚΚ» το συνολικό ποσό των 1.468.321,24 ευρώ με το νόμιμο τόκο από το χρόνο επιδόσεως της κάθε αγωγής, όπως το ποσό αυτό προέκυπτε από την άθροιση των αναφερόμενων στην αγωγή επιμέρους ποσών χρηματικής ικανοποίησης, που επιδικάσθηκαν σε καθέναν από τους δικαιούχους και το οποίο προέκυψε από τις προαναφερόμενες τελεσίδικες αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων. Σημειωτέον ότι με το αίτημα του το εκκαλούν αφαίρεσε ήδη από το συνολικό ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που κρίθηκε ότι δικαιούνται οι συγγενείς των θυμάτων της ένδικης σύγκρουσης, το ποσό των 676.418,295 ευρώ που ήδη έχει μετά από συμβιβασμό καταβάλει στους ως άνω δικαιούχους. Ότι ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η πρώτη εναγομένη προέβη στην καταβολή του ανωτέρω συνολικού ποσού προς τα μέλη της οικογένειας του κάθε αποβιώσαντος ναυτικού, αφού προηγουμένως είχε συστήσει κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης της για τις απαιτήσεις για απώλεια ζωής ή τις σωματικές βλάβες που απέρρεαν από το ένδικο ναυτικό ατύχημα με την παροχή εγγύησης ύψους 876.466.029 δραχμών (ήτοι 2.572.167,36 ευρώ) ενώ είχε προβεί στην από 26.11.1997 σχετική δήλωση ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι μετά τη σύσταση του κεφαλαίου, τα μέλη των οικογενειών των ως άνω ναυτικών, τα οποία είχαν εναγάγει την πρώτη εναγόμενη ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς αξιώνοντας την καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για τις ζημίες και την ψυχική οδύνη που είχαν υποστεί συνεπεία της θανάτωσης των συγγενών τους, ανήγγειλαν με την από 5.05.1998 δήλωσή τους τις απαιτήσεις τους επί του συσταθέντος κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης. Ότι ακολούθως με τη με αριθμό 944/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μεταρρυθμίσθηκε ο πίνακας διανομής του κεφαλαίου που είχε συνταχθεί από το διορισθέντα από το δικαστήριο εκκαθαριστή αυτού (του κεφαλαίου) και κατατάχθηκαν στον πίνακα οι προαναφερόμενοι δικαιούχοι για τις απαιτήσεις τους. Ότι με βάση την ως άνω κατάταξη, με ιδιωτικά συμφωνητικά που υπεγράφησαν την 15η.7.1999 μεταξύ της πρώτης εναγομένης και καθενός από τα μέλη των οικογενειών των θανόντων ναυτικών, η πρώτη κατέβαλε τα ειδικά προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσά σε κάθε επιμέρους δικαιούχο προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση. Ότι ακολούθως μετά από αίτηση της πρώτης εναγομένης που συνομολόγησαν οι εκεί αναγγελθέντες δανειστές εκδόθηκε η με αριθμό 3273/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία διατάχθηκε η απόδοση στην πρώτη εναγομένη της κατατεθείσας στο Γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου εγγυητικής επιστολής με αριθμό ………. της τράπεζας Barclays ποσού 876.466.029 δρχ. και με αριθμό κατάθεσης 137/1997, που της αποδόθηκε. Ότι η πρώτη εναγομένη δεν είχε δικαίωμα να προβεί σε περιορισμό της ευθύνης της και ακολούθως να συστήσει το σχετικό κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης, καθώς, συντρέχουν στο πρόσωπο των πέμπτου και έκτου των εναγομένων οι εκ του άρθρου 4 της από 19-11-1976 Διεθνούς Σύμβασης λόγοι αποκλεισμού του εν λόγω δικαιώματός της, και επομένως ότι ευθύνεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 914, 922 ΑΚ και 84 εδ. β1, 86, 105 και 106 ΚΙΝΔ. Επικουρικά δε εκθέτει ότι δεν τηρήθηκαν τα προβλεπόμενα εκ της κείμενης νομοθεσίας για τη διανομή του κεφαλαίου, αφού μετά τηv έκδοση της προαναφερόμενης με αριθμό 944/1999 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που μεταρρύθμισε τον συνταχθέντα από τον εκκαθαριστή πίνακα απαιτήσεων, δεν καταρτίστηκε τελικός πίνακας διανομής από τον εισηγητή δικαστή, ούτε διενεργήθηκε τέτοια διανομή με απόδοση του τυχόν υπολοίπου στην πρώτη εναγομένη, ούτε κατατέθηκε η προβλεπόμενη από το άρθρο 104 ΚΙΝΔ έκθεση του εκκαθαριστή, ή η περάτωση της με κάποιον νόμιμο τρόπο, όπως σχετικά βεβαιώνεται στο με αριθμό …./13.05.2019 πιστοποιητικό του εν λόγω δικαστηρίου. Ότι, ως εκ τούτου, δεν έχουν τηρηθεί οι προβλέψεις του νόμου ως προς τη διαδικασία διανομής του κεφαλαίου περιορισμού, τυγχάνει άκυρη αυτή και σε κάθε περίπτωση η σχετική δήλωση περιορισμού της πρώτης εναγομένης έχει καταστεί ανενεργός, και παραγεγραμμένη. Επικουρικά επίσης εξέθετε ότι η πρώτη εναγομένη παραιτήθηκε από τη δήλωση της αυτή με την υπογραφή των ιδιωτικών συμφωνητικών συμβιβασμού και ότι με τον τρόπο αυτό καταβλήθηκαν εξωδίκως τα οφειλόμενα στους δικαιούχους ποσά, χωρίς η πρώτη εναγομένη να κάνει χρήση του κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης της που η ίδια είχε συστήσει, ανακαλώντας μάλιστα και την εγγυοδοσία που είχε καταβάλει, με συνέπεια κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής της να μην υφίσταται ενεργός δήλωση περιορισμού ευθύνης της. Και τέλος ότι ο εν λόγω περιορισμός ευθύνης στον οποίο προέβη δεν αναπτύσσει έννομες συνέπειες ως προς το Ελληνικό Δημόσιο και τούτο διότι το τελευταίο δεν έλαβε με οποιοδήποτε τρόπο γνώση της υποβολής από την πρώτη εναγομένη της από 26.11.1999 δήλωσης περιορισμού ευθύνης για απαιτήσεις που αφορούσαν σε απώλεια ζωής συνεπεία του ατυχήματος της 04.11.1996. Καθ’υποφορά εξέθετε ότι κατά τη λήξη της προθεσμίας προς αναγγελία δεν ήταν γεγεννημένες οι επίδικες αξιώσεις του Ελληνικού Δημοσίου κατά της πρώτης εφεσίβλητης, ώστε να προβεί αυτό σε αναγγελία των εν λόγω αξιώσεων στον εκκαθαριστή, αφού κατά τον χρόνο εκείνο, δεν είχε εκδοθεί απόφαση σε βάρος του, που να επιτάσσει να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό ως χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη στους συγγενείς των μελών του πληρώματος του ΤΠΚΚ, και ότι έτσι δεν μπόρεσε να ασκήσει τη δυνατότητα του άρθρου 12 παρ. 4 της από 19-11-1976 Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνο. Ότι με βάση το δικαίωμα  αναγωγής του έναντι των εναγομένων για το σύνολο των ποσών που κατέβαλε στους δικαιούχους της χρηματικής ικανοποίησης ή τουλάχιστον για ποσοστό 95% αυτών, επειδή αποκλειστικά υπαίτιο άλλως συνυπαίτιο για την ένδικη σύγκρουση και τον εξ αυτής προκληθέντα θάνατο των μελών του πληρώματος του πλοίου «ΤΠΚΚ» τυγχάνει το πλοίο «Σ», αιτήθηκε να υποχρεωθούν όλοι οι εναγόμενοι, να του καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση το συνολικό ποσό των 2.144.739,545 ευρώ (ποσό στο οποίο ανέρχεται το σύνολο των απαιτήσεων χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των συγγενών των θανατωθέντων μελών του πληρώματος του πλοίου Κ» που ικανοποιήθηκαν εν μέρει από το ενάγον) ή τουλάχιστον το συνολικό ποσό των 2.037.502,568 ευρώ (2.144.739,545 Χ 95% ήτοι το ποσοστό συνυπαιτιότητας του πλοίου «Σ» στην πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης) αφού από τα ποσά αυτά αφαιρεθούν εκείνα τα ποσά που αποδεδειγμένως κατεβλήθησαν στους συγγενείς των θυμάτων από την πρώτη εναγομένη για την παραπάνω αιτία, άλλως επικουρικώς, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 1.456.509,38 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο υπόλοιπο ποσό του κεφαλαίου σύστασης περιορισμού ευθύνης που παρέμεινε αδιάθετο, εντόκως από την επίδοση της από 18-12-2009 (αρ. κατ. ……/2009) πρώτης όμοιας αγωγής του, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι ο έκτος εναγόμενος απεβίωσε στις 23.2.2019 δηλαδή πριν την άσκηση της αγωγής, απέρριψε ως απαράδεκτη την αγωγή ως προς αυτόν. Στη συνέχεια έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και εκ της έδρας και κατοικίας των ήδη εφεσιβλήτων και στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της ως απαράδεκτη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν ελληνικό Δημόσιο με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, που πλήττουν την κύρια και επάλληλες αιτιολογίες της εκκαλουμένης, παραπονούμενο για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται, όμως,  για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 1106/2018, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 1420/2015). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το εκκαλούν παραπονείται ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν επαναφέρει νομίμως τους πρωτοβάθμιους ισχυρισμούς τους και ότι συνεπώς αυτοί δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. Το παράπονο αυτό παραδεκτώς προβλήθηκε με την προσθήκη αλλά θα είναι λυσιτελές μόνο εφόσον μετά από παραδοχή λόγου εφέσεως εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση.

Mε το ν.1923/1991 κυρώθηκε και από την Ελλάδα η από 19.11.1976 Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου “για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις”, η οποία αποτελεί από την 1.11.1991 αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου (άρθ. 28§ 1 του Συντάγματος). Με τη σύμβαση αυτή καταργήθηκαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι περιπτώσεις εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 85 – 104 του ΚΙΝΔ. Το απαρχαιωμένο σύστημα της πραγματοπαγούς κατά το μάλλον ή ήττον ευθύνης του πλοιοκτήτη αντικαταστάθηκε με το αγγλοσαξωνικής προέλευσης σύστημα περιορισμού της ευθύνης κατά λογιστική αποτίμηση το οποίο έχει εισαχθεί στα κυριότερα εμποροναυτικά κράτη του κοσμου και στα προγενέστερα κράτη της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης. Η Σύμβαση αυτή αντικατέστησε την προγενέστερη σύμβαση των Βρυξελλών του 1957, η οποία επίσης προέβλεπε σύστημα περιορισμού της ευθύνης κατά λογιστική αποτίμηση, την οποία η Ελλάδα δεν είχε ποτέ κυρώσει, ούτε και είχε περιλάβει ρυθμίσεις της στις διατάξεις του ΚΙΝΔ, ο οποίος ψηφίστηκε ένα χρόνο μετά (βλ. Κοροτζή Το πρωτόκολλο του 1996 Σχετικά με την τροποποίηση της σύμβασης του Λονδίνου του 1976 για τον περιορισμό της ευθύνης στις ναυτικές απαιτήσεις ΕΝΔ 38, 224επ.). Από τις διατάξεις του άρθρου 15 της προαναφερόμενης σύμβασης συνάγεται ότι αυτή εφαρμόζεται ευθέως όχι μόνο σε διεθνείς, αλλά και σε εσωτερικές έννομες σχέσεις, για τις οποίες η Ελλάδα δεν έκανε χρήση, ούτε κατά την κύρωση της Σύμβασης αυτής ούτε μεταγενέστερα, της παρεχόμενης διακριτικής ευχέρειας προς εξαίρεση τους, ενώ η διάταξη του άρθρου 77§6α του ν. 1892/1990 που ορίζει ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και η έκταση περιορισμού της ευθύνης ή της οφειλής του πλοιοκτήτη ρυθμίζονται από το δίκαιο της Πολιτείας, την σημαία της οποίας φέρει το πλοίο, θεωρείται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, σιωπηρώς καταργηθείσα. Με τη Σύμβαση αυτή εισήχθη σύστημα περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη εφοπλιστή, διαχειριστή, ναυλωτή θαλασσοπλοούντος πλοίου σε ορισμένο ποσό, το οποίο (σύστημα) διαφέρει εκείνου των άρθρων 84 επ. του ΚΙΝΔ. Βέβαια, για τον καθορισμό των προϋποθέσεων του νομίμου λόγου της ευθύνης των προσώπων, που έχουν δικαίωμα να περιορίσουν την ευθύνη τους, βρίσκουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις του ΚΙΝΔ δηλαδή για τον προσδιορισμό του νόμιμου λόγου ευθύνης του πλοιοκτήτη λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 84 ΚΙΝΔ, και για την ευθύνη του εφοπλιστή η έννομη σχέση που αποτελεί το γενεσιουργό λόγο του εφοπλισμού και για την ευθύνη του κυρίου του πλοίου η διάταξη του άρθρου 106§2 ΚΙΝΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 1 της προαναφερόμενης Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου : “1. Πλοιοκτήτες και πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες επιθαλάσσιας αρωγής, όπως καθορίζονται παρακάτω, μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη τους, σύμφωνα με τους κανόνες της Σύμβασης αυτής για απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2. 2. Ο όρος “πλοιοκτήτης” σημαίνει τον ιδιοκτήτη, ναυλωτή, εφοπλιστή και διαχειριστή θαλασσοπλοούντος πλοίου. 3 (…) 4. Εάν κάποια από τις απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2 στρέφεται κατά οποιουδήποτε προσώπου, που, για πράξη, αμέλεια ή παράλειψή του, είναι υπεύθυνος ο πλοιοκτήτης (…), το πρόσωπο αυτό δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη όπως προβλέπει η Σύμβαση αυτή. 5. Στη Σύμβαση αυτή, η έκφραση “ευθύνη του πλοιοκτήτη” περιλαμβάνει την ευθύνη που απορρέει από απαίτηση που στρέφεται κατά του πλοίου. (6….) 7. Η επίκληση του περιορισμού της ευθύνης δεν συνιστά αποδοχή της ευθύνης”. Με τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού, η ευθύνη του οφειλέτη ή των περισσοτέρων οφειλετών, συγκεντρώνεται στο κεφάλαιο αυτό και περιορίζεται έναντι όλων των δανειστών και μάλιστα ανεξάρτητα από το κράτος – μέλος στο οποίο έχει συσταθεί το κεφάλαιο, ενώ αν συσταθεί κεφάλαιο από ένα ή περισσότερα πρόσωπα απ’ όσα αναφέρονται στο άρθρο 9 (παρ. 1 περ. α’, β’, γ’ ή στην παρ. 2), μεταξύ των οποίων είναι και τα πρόσωπα που προαναφέρθηκαν (τα πρόσωπα του άρθρου 1 της Σύμβασης), το κεφάλαιο θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 της Σύμβασης, ότι έχει συσταθεί απ’ όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο 9. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή, η σύσταση κεφαλαίου από έναν υπεύθυνο είναι σαν να έχει γίνει από ένα έκαστο από τους οφειλέτες που αναφέρονται στο άρθρο 9, στους οποίους εφαρμόζονται τα ενιαία όρια (συσσώρευση απαιτήσεων). Το κεφάλαιο που συνιστάται ως άνω αποτελεί χωριστή περιουσία σκοπού, η οποία διατίθεται μόνο για την ικανοποίηση απαιτήσεων για τις οποίες μπορεί να γίνει περιορισμός της ευθύνης, εφόσον αυτές προέκυψαν από το ίδιο περιστατικό (Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο 1993 σ. 468-469). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 14 της Σύμβασης, οι κανόνες σχετικά με τη σύσταση και διανομή του κεφαλαίου περιορισμού και όλοι οι κανόνες διαδικασίας που συνδέονται με αυτούς θα διέπονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο έχει συσταθεί το κεφάλαιο (lex fori). Στο ελληνικό δίκαιο δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές δικονομικές διατάξεις για την σύσταση και διανομή του κεφαλαίου της Σύμβασης. Τέτοιες ειδικές διατάξεις έχουν νομοθετηθεί με το Π.Δ. 666/1982 (όπως τροποποιήθηκε με το Π.Δ. 494/1989, σε εκτέλεση της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1969 «Περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 314/1976), που όμως αφορά μόνο θέματα αποζημίωσης από θαλάσσια ρύπανση και όχι κάθε αποζημίωση στο πεδίο των ναυτικών διαφορών (ΕφΠειρ 228/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Γνωμοδότηση Ν. Κλαμαρή, «Σκέψεις ως προς τη διαδικασία και τη δικονομική αξιολόγηση / διάσταση του περιορισμού της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις κατά τη Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου της 19ης Νοεμβρίου 1976», ΕΝΔ. 2012, 353). Το κενό αυτό, κατά την απολύτως κρατούσα στη νομολογία και την ευρέως υποστηριζόμενη στη θεωρία άποψη, είναι συνεπέστερο από συστηματική άποψη να πληρωθεί με την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 90 – 104 Κ.Ι.Ν.Δ. (ΕφΠειρ 37/2012, ΕφΠειρ 149/2005, ΕφΠειρ 149/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Η αστική ευθύνη για θαλάσσια ρύπανση Αξιολόγηση των υπαρχουσών ρυθμίσεων, 1999, παρ. 5, ΙΙ, σ. 481 επ.). Έτσι, εφαρμοστέες σχετικά τυγχάνουν οι δικονομικές διατάξεις των άρθρων 90-104 Κ.Ι.Ν.Δ, οι οποίες ορίζουν (στο άρθρο 91) ως μόνο συνοδευτικό έγγραφο στη δήλωση περιορισμού ευθύνης, το αποδεικτικό δημόσιας κατάθεσης του χρηματικού ποσού στο οποίο περιορίζεται η ευθύνη. Η διαδικασία για τον περιορισμό της ευθύνης αρχίζει με μονομερή δήλωση του κυρίου του πλοίου στο γραμματέα του Πρωτοδικείου και συνεχίζεται με την εκκαθάριση κατά τη διαδικασία των άρθρων 92 του ΚΙΝΔ, όργανα δε της εκκαθάρισης είναι ο εισηγητής δικαστής και ο εκκαθαριστής. Ο δεύτερος κινεί τη διαδικασία και ο πρώτος εποπτεύει. Ο δεύτερος κοινοποιεί την απόφαση του Πρωτοδικείου ως προς το ύψος του ποσού του κεφαλαίου (με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (και όχι με το πδ 666/1982 που αφορά μόνο θέματα αποζημίωσης από θαλάσσια ρύπανση βλ. γνωμ. Ν. Κλαμαρή Σκέψεις ως προς τη διαδικασία και τη δικονομική αξιολόγηση του περιορισμού της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσοες κατά τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου ΕΝΔ 40, 354επ.) και οριστικά από το Πολυμελές Πρωτοδικείο) στους δανειστές, στο ναυτικό επιμελητήριο και σε δύο ημερήσιες εφημερίδες με ευρεία κυκλοφορία ώστε οι δανειστές σαν αναγγείλουν τις πιστώσεις τους σε προθεσμία τριών μηνών με διορισμό αντικλήτου (άρθρο 93 του ΚΙΝΔ)  (Εφ.Πειρ. 228/2016, Εφ.Πειρ. 37/2012, Εφ.Πειρ. 149/2005, Εφ.Πατρ. 661/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ Κιάντου Παμπούκη Ναυτικό δίκαιο 1993, 142 επ.). H σύσταση του κεφαλαίου επάγεται αποτελέσματα που εμφανίζουν ομοιότητα προς την πτώχευση, που κηρύσσεται μετά από δήλωση του εμπόρου ότι παύει τις πληρωμές του αφού συνεπάγεται αναστολή των ατομικών διώξεων, την κατ’ άρθρο 13 παρ. 2, αποδέσμευση, με απόφαση του δικαστηρίου, κάθε πλοίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που ανήκει στο πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου έχει  συσταθεί  το  κεφάλαιο και τον περιορισμός της τοκοφορίας  (ΕφΠειρ 48/2022, ο.π, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τόμ. 2ος, έκδ. 2005, υπ’ αριθ. 90-91 ΚΙΝΔ, σ. 62-63).  Βέβαια από τη διάταξη του άρθρου 13 §1 της Σύμβασης, με την οποία ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο που έχει εγείρει απαίτηση έναντι του κεφαλαίου δεν επιτρέπεται να ασκήσει άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο, προκύπτει ότι επέρχεται, όχι αναστολή απλώς της άσκησης των κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ ατομικών διώξεων, όπως στην πτώχευση, αλλά οριστική στέρηση του δικαιώματος των δανειστών για την άσκηση των ατομικών διώξεων τους και κατά της υπόλοιπης περιουσίας του συστήσαντος το κεφάλαιο, από το οποίο και μόνο ικανοποιούνται και στο βαθμό που αυτό επαρκεί, ενώ το μη ικανοποιηθέν υπόλοιπο από το κεφάλαιο ποσό των απαιτήσεων αποσβέννυται οριστικά (ΑΠ 1402/2007, 1189/2007, δημοσίευση Νόμος). Αν συνδυαστεί η διάταξη αυτή του άρθρου 13 με αυτή του άρθρου 11 παρ. 3, προκύπτει ότι αν ο κύριος ή ο πλοιοκτήτης πλοίου, ασκώντας τα από τη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου του 1976 δικαιώματα του, συστήσει στην Ελλάδα κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης του, τότε οι δανειστές που έχουν εγείρει απαιτήσεις εναντίον του συσταθέντος από αυτόν κεφαλαίου, δεν μπορούν παραλλήλως να ασκήσουν όχι μόνον άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία του προσώπου, από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο, αλλά και εναντίον άλλου οφειλέτη, ο οποίος θα δικαιούταν βάσει της ίδιας Συμβάσεως να συστήσει και ο ίδιος κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης του από το ίδιο περιστατικό (ΑΠ 1189/2007 ΕΝΔ 2007,174, που απέρριψε αίτηση αναίρεσης κατά της ΕφΠειρ 382/2005 ΕΝΔ 2005,186, Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμ. 1, εκδ. 2005, παρ. 105, 106) ενόψει μάλιστα και του ότι η σχετική δήλωση περιορισμού δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό (ΕφΠατρ 661/2005 δημ. νόμος), αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται τόσο στη Σύμβαση όσο και στον ΚΙΝΔ (Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, ό.π., σελ. 460). Δηλαδή το κεφάλαιο που συνιστάται ως άνω αποτελεί χωριστή περιουσία σκοπού, η οποία διατίθεται μόνο για την ικανοποίηση απαιτήσεων, για τις οποίες μπορεί να γίνει περιορισμός της ευθύνης, εφόσον αυτές προέκυψαν από το ίδιο περιστατικό (Α. Κιάντου-Παμπούκη, ό.π., σελ. 468-469). Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι βασική αρχή του συστήματος ευθύνης κατά τη σύμβαση του Λονδίνου είναι ότι ο περιορισμός της ευθύνης ισχύει για το σύνολο των απαιτήσεων που υπόκεινται στον περιορισμό και προκύπτουν από το ίδιο περιστατικό ευθύνης. Επίσης βασική αρχή του συστήματος ευθύνης κατά τη Σύμβαση είναι ότι ο περιορισμός της ευθύνης ισχύει για όλα τα πρόσωπα που μπορούν να επικαλεστούν τον περιορισμό κατά το άρθρο 1 και ευθύνονται για το συγκεκριμένο περιστατικό. Η δεύτερη αυτή αρχή σημαίνει ότι αν ένας από τους οφειλέτες του άρθρου 1 συστήσει το κεφάλαιο ευθύνης, το κεφάλαιο αυτό καλύπτει και τους άλλους συνοφειλέτες (πχ. πλοίαρχος, μέλη του πληρώματος), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι γι’αυτούς δε συντρέχει λόγος έκπτωσης από το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης κατά το άρθρο 4. Αν υπάρχουν περισσότεροι συνοφειλέτες ο κατ’ένσταση περιορισμός της ευθύνης από έναν από αυτούς δεν ωφελεί eo ipso και τους άλλους συνοφειλέτες, οι οποίοι επίσης πρέπει να προβάλουν τη σχετική ένσταση ή να συστήσουν κεφάλαιο ευθύνης. Δεδομένου ότι ο προσδιορισμός του ποσού του κεφαλαίου προκύπτει αντικειμενικώς και ευχερώς, ως αποτέλεσμα μαθηματικών υπολογισμών, με βάσει τα άρθρα 6 και 7 της ΔΣ, δεν απαιτείται – κατά την απολύτως κρατούσα γνώμη – οποιαδήποτε παρέμβαση του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, όταν ο δικαιούχος προβαίνει σε κατάθεση του ποσού (ΑΠ 2263/2013, ΕφΠειρ 37/2012, ΕφΠειρ 149/2005, ΜονΕφΠειρ 228/2016, δημοσίευση Νόμος). Αντιθέτως, δικαστική παρέμβαση απαιτείται, όταν ο δικαιούχος προβαίνει σε σύσταση κεφαλαίου με παροχή εγγυοδοσίας (άρθρο 11 παρ. 2 ), για να κριθεί το επαρκές ή μη αυτής, περίπτωση όμως, που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αποκλείοντας κατά τα ανωτέρω τη δυνατότητα διορθωτικής επέμβασης του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ύψος του κεφαλαίου. Η σύσταση του κεφαλαίου περιορίζει την τοκοφορία, έχει ως συνέπεια την αναστολή των διώξεων και εμποδίζει την πτώχευση. Η διανομή του συσταθέντος κεφαλαίου ευθύνης, όπως και η ικανοποίηση των δανειστών με την εξάντληση του ορίου ευθύνης σε περίπτωση επίκλησης του περιορισμού συνιστούν αποσβεστικό λόγο της οφειλής, ενώ αν ο δικαιούμενος να επικαλεστεί τον περιορισμό της ευθύνης του έχει ανταπαίτηση κατά του δανειστή από το ίδιο περιστατικό, τότε πρώτα συμψηφίζονται οι εκατέρωθεν απαιτήσεις και μετά ο περιορισμός της ευθύνης καταλαμβάνει αυτό ακριβώς το υπόλοιπο. Η αρχή της σύμμετρης ικανοποίησης ισχύει για τις απαιτήσεις εκείνες που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο (βλ. την από 8.5.1997 προσκομιζόμενη γνωμοδότηση του ………. Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών (σχετ. 69)). Να σημειωθεί τέλος ότι με το πρωτόκολλο του 1996 που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 3743/2009 και άρχισε να ισχύει στις 13.2.2009 καθιέρωσε νέα όρια περιορισμού της ευθύνης (κατά 2,3%), μετέβαλε τον καθορισμό της χωρητικότητας του πλοίου που αποτελεί κρίσιμο παράγοντα υπολογισμού της οφειλόμενης αποζημίωσης, δεν μετέβαλε το ειδικό τραβηκτικό δικαίωμα αλλά απάλειψε το πρόσθετο συνολικό όριο των 25.000.000 ΕΔΤ (Κοροτζή Το πρωτόκολλο του 1996 Σχετικά με την τροποποίηση της σύμβασης του Λονδίνου του 1976 για τον περιορισμό της ευθύνης στις ναυτικές απαιτήσεις ο.π.), ενώ νέα όρια ορίστηκαν με το ν. 4504/2017.

Η σύμβαση του Λονδίνου, δεν αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της τα κρατικά – πολεμικά πλοία, ούτε προβλέπει ευχέρεια του κράτους – μέλους να εξαιρέσει τα πλοία αυτά από το πεδίο εφαρμογής της (άρθρα 1 και 15), σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη. Συνεπώς, ο περιορισμός της ευθύνης ισχύει και έναντι του Δημοσίου, όταν είναι φορέας ναυτικής απαίτησης υποκείμενης σε περιορισμό, αφού ο δικαιολογητικός λόγος περιορισμού της ευθύνης, υφίσταται για την απαίτηση και ανεξάρτητα από το ποιος είναι φορέας της απαίτησης αυτής. Εξάλλου, δεν αποκλείεται στα πολεμικά πλοία η εφαρμογή και των διατάξεων του ΚΙΝΔ για τη σύγκρουση πλοίων, εφόσον για τον σκοπό των διατάξεων αυτών, είναι αδιάφορη η ιδιότητα του πλοίου ως κρατικού ή ιδιωτικού, εμπορικής ή μη εκμετάλλευσης. (βλ. Θ. Λιακόπουλος, Ο περιορισμός της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις κατά τη Σύμβαση του Λονδίνου, ΔΕΕ 7/1997, σελ 654).

Από την επισκόπηση των διαδικαστικών της δίκης εγγράφων και τις ομολογίες των διαδίκων μερών που συνάγονται από τις προτάσεις τους αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με τη με αριθμό 393/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη κατά τη διαδικασία περί ασφαλιστικών μέτρων, έγινε δεκτή η από 26.11.1997 με αριθμό κατάθεσης ……/1997 δήλωση της πρώτης εναγομένης περί περιορισμού της ευθύνης της για το σύνολο των απαιτήσεων από απώλεια ζωής και βλάβης σώματος με την παροχή εγγυήσεως ποσού 876.466,026 δραχμών, το οποίο κάλυπτε κεφάλαιο και τόκους δυνάμει της με αριθμό ……./26.11.1997 εγγυητικής επιστολής της Barcleys Bank. Με τη με αριθμό 2437/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία περί ασφαλιστικών μέτρων επιτράπηκε ο περιορισμός της ευθύνης στο ανωτέρω ποσό. Ακολούθως, ορίστηκε εισηγητής δικαστής και εκκαθαριστής δικηγόρος. Ο τελευταίος με βάση το άρθρο 93 του ΚΙΝΔ προσκάλεσε τους δανειστές να υποβάλουν δήλωση των απαιτήσεων τους εντός τριμήνου προθεσμίας από την κοινοποίηση του πίνακα και μετά την άσκηση αντιρρήσεων ο πίνακας μεταρρυθμίστηκε με τη με αριθμό 944/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κατέστη τελεσίδικη μετά τη με αριθμό 1058/2000 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και σε κάθε περίπτωση για όλους τους αναγγελθέντες δανειστές την 21.9.2003. Ειδικότερα, με τη με αριθμό 2096/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς διατάχθηκε η απόδοση της εγγυητικής επιστολής προς εξόφληση του τελευταίου αναγγελθέντος δανειστή και την αμοιβή του εκκαθαριστή. Το ποσό που απέμεινε μετά την ικανοποίηση των παραπάνω, ποσού 10.474,74 ευρώ, αποδόθηκε στην πρώτη εναγομένη. Η τελευταία προέβη στη με αριθμό ……./1997 δήλωση της, περί περιορισμού της ευθύνης της για το σύνολο των απαιτήσεων πλην των αφορωσών σε απώλεια ζωής και βλάβης σώματος, η οποία έγινε δεκτή με τη με αριθμό 1180/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ επισυνάφθηκε η με αριθμό ……. εγγυητική επιστολή της τράπεζας Barclays και συνεστήθη κεφάλαιο περιορισμού δραχμών 340.202.616 δραχμών με τη με αριθμό 3424/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη με την ίδια ως άνω διαδικασία. Το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο με τη με αριθμό ……./1998 έφεση του, προσέβαλε την προαναφερόμενη με αριθμό 1180/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυριζόμενο ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπο του πέμπτου εναγομένου και του ήδη αποβιώσαντος υποπλοιάρχου οι προϋποθέσεις εξαιρέσεως του άρθρου 4 της συμβάσεως και ότι συνεπώς η πρώτη εναγομένη δεν είχε δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης της. Το Δικαστήριο αυτό με τη με αριθμό 1021/1998 απόφαση του απέρριψε την έφεση του ενάγοντος. Στο εν λόγω κεφάλαιο αναγγέλθηκαν όλα τα μέλη του πληρώματος της ΤΠΚΚ που είχαν αναγγελθεί ήδη για ηθική βλάβη στο άλλο κεφάλαιο περιορισμού, εδώ για την απαίτηση της απώλειας των προσωπικών τους ειδών. Το ενάγον ανήγγειλε στις 28.5.1998 την απαίτηση του, ύψους 16.798.954.725 δραχμών, ζητώντας να ικανοποιηθεί προνομιακά ως μόνος πιστωτής και με το από 2.4.1999 συνταχθέν πρακτικό ο εκκαθαριστής επαλήθευσε μέρος της απαίτησης του. Κατόπιν αντιρρήσεων αμφοτέρων των διαδίκων μερών εξεδόθη η με αριθμό 2990/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και στη συνέχεια η με αριθμό 1085/2002 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου που επαλήθευσε την απαίτηση του ενάγοντος. Στη συνέχεια διατάχθηκε η απόδοση της εγγυητικής επιστολής στον εκκαθαριστή και το ενάγον στις 29.12.2003 εισέπραξε για το σύνολο των απαιτήσεων, πλην αυτών από απώλεια ζωής και βλάβης σώματος το ποσό των 998.019,33 ευρώ από το συνολικό ποσό του κεφαλαίου που ήταν 998.393,59 ευρώ. Αναφορικά με το ζήτημα αν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του πέμπτου εναγομένου και του αποβιώσαντος υποπλοιάρχου οι προϋποθέσεις εξαιρέσεως του άρθρου 4 της συμβάσεως, μετά τη με αριθμό 4797/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τη με αριθμό 543/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και τη με αριθμό 2263/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε αμετάκλητα ότι δεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις εξαιρέσεως. Το ενάγον ακολούθως, αφού κατέβαλε στις οικογένειες των απωλεσθέντων μελών του πληρώματος ποσό 2.144.739.545 ευρώ, λόγω ψυχικής οδύνης, άσκησε αρχικά αγωγή σε βάρος των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων που κρίθηκε αόριστη αρχικά με τη με αριθμό 1622/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τελεσιδίκως με τη με αριθμό 748/2018 απόφαση αυτού του δικαστηρίου και επανήλθε με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Κατά το άρθρο 10 του ν. 1923/1991 “περί περιορισμού της ευθύνης χωρίς τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού”: “1.  Περιορισμός της ευθύνης μπορεί να ασκηθεί ακόμα και αν δεν  έχει  συσταθεί  το  κεφάλαιο  περιορισμού  που προβλέπεται στο άρθρο 11.  Εν τούτοις, ένα κράτος –  μέλος  μπορεί  να  προβλέψει  στην  εθνική  του  νομοθεσία  ότι  σε  περίπτωση  αγωγής  ενώπιον Δικαστηρίων του για την καταβολή απαίτησης που υπόκειται σε περιορισμό,  το  υπεύθυνο  πρόσωπο δεν  μπορεί  να  ασκήσει  το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του παρά μόνο  εάν  το  κεφάλαιο  περιορισμού  έχει  συσταθεί  σύμφωνα  με  τις διατάξεις  της  σύμβασης  αυτής, ή γίνεται η σύστασή του κατά το χρόνο που γίνεται επίκληση του δικαιώματος περιορισμού της ευθύνης.  2. Εάν  γίνεται  επίκληση  περιορισμού  της  ευθύνης  χωρίς  σύσταση κεφαλαίου  περιορισμού εφαρμόζονται αντίστοιχα οι διατάξεις του άρθρου 12.” Δηλαδή η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου (LLMC) προβλέπει δύο εναλλακτικούς τρόπους για την άσκηση του (μη αυτοτελούς) διαπλαστικού δικαιώματος περιορισμού, οι οποίοι ισχύουν στην ελληνική έννομη τάξη, καθόσον η Χώρα μας δεν έκανε χρήση της ευχέρειας επιλογής μόνο της μεθόδου σύστασης κεφαλαίου: ήτοι χωρίς τη σύσταση κεφαλαίου (άρθρο 10) και με σύσταση κεφαλαίου (άρθρο 11 επ.). Ο περιορισμός χωρίς σύσταση κεφαλαίου δύναται, πράγματι, να προτιμηθεί, όταν ασκείται μόνο μία μεγάλη απαίτηση κατά του δικαιούχου, ή έστω ένας μικρός αριθμός απαιτήσεων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει, ότι από τη σύμβαση απαιτείται, και μάλιστα με ποινή απαραδέκτου του περιορισμού, η επιλογή του τρόπου σύστασης, αναλόγως του αριθμού των απαιτήσεων (δανειστών), ενώ σαφώς, γραμματικά ή τελολογικά, δεν αποκλείεται η εφαρμογή της σύμβασης, σε περίπτωση ύπαρξης μίας και μόνο απαίτησης. Το δικαίωμα προτίμησης, μεταξύ των δύο τρόπων περιορισμού, οι οποίοι διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους, έχει ο εκάστοτε δικαιούχος, σταθμίζοντας τις συνέπειες. Ο περιορισμός χωρίς σύσταση είναι μία ημιτελής συλλογική διαδικασία, συνεπάγεται τον άμεσο κατ’ έκταση περιορισμό των ναυτικών απαιτήσεων, όχι όμως την ικανοποίησή τους, η οποία επαφίεται στις ενέργειες των δανειστών. Άρα, δεν εμποδίζει την έναρξη ή συνέχιση υφιστάμενων ατομικών διώξεων κατά του δικαιούχου, δεν συνεπάγεται (υποχρεωτικώς ή δυνητικώς) την αποδέσμευση του πλοίου ή άλλων κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων του δικαιούχου και δεν αδρανοποιεί τα υφιστάμενα ναυτικά προνόμια. Αυτές οι συνέπειες επέρχονται μόνο όταν συσταθεί ειδική περιουσία σκοπού, με τη μορφή κεφαλαίου περιορισμού. (Αντάπασης – Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο σελ 822). Διάφορες και άμεσες (σύσταση ως προς όλους τους δικαιούχους, αυτοδίκαιη παύση ατομικών διώξεων και απαγόρευση νέων διωκτικών μέτρων, υποχρεωτική ή δυνητική αποδέσμευση, αδρανοποίηση ναυτικών προνομίων), είναι οι συνέπειες της σύστασης περιορισμού ευθύνης με κατάθεση κεφαλαίου. Εξάλλου, το κεφάλαιο περιορισμού ευθύνης είτε με την κατάθεση του ποσού είτε με την παροχή εγγύησης θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των προσδιοριζόμενων από τα άρθρα 6 και 7 ποσών με τους αναλογούντες τόκους (ΑΠ 2263/2013 ΕΝΔ 2014/1).

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως, κατ’ εκτίμηση του Δικαστηρίου, το εκκαλούν παραπονείται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι δανειστές που έχουν εγείρει απαιτήσεις κατά του κεφαλαίου περιορισμού δεν μπορούν παράλληλα να ασκήσουν δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή, καθώς το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων (άρθρο 13 παρ. 1) της Διεθνούς Σύμβασης περί περιορισμού ευθύνης  καταλαμβάνει μόνο τους δανειστές που έχουν αναγγελθεί. Τούτο διότι, όπως υποστηρίζει, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13 παρ. 1 είναι πρώτον η σύσταση του κεφαλαίου και δεύτερον η έγερση (αναγγελία) της απαίτησης εναντίον του κεφαλαίου περιορισμού. Ότι η συνέπεια της υιοθέτησης των δύο προαναφερόμενων προϋποθέσεων για την εφαρμογή του άρθρου 13 παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης είναι ότι τελικά δεν καθιερώθηκε γενική αναστολή των ατομικών διώξεων μετά τη σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον ΚΙΝΔ. Ότι ουδεμία συστηματική αντινομία διαπιστώνεται σε σχέση με τις προβλέψεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 με τις οποίες καθιερώνεται δυνητική ή υποχρεωτική κατά περίπτωση αποδέσμευση παρασχεθεισών ασφαλειών, διότι η αποδέσμευση αυτή αποτελεί κίνητρο προς τους δανειστές να αναγγελθούν στο κεφάλαιο περιορισμού που έχει συσταθεί υπό την έννοια ότι αυτοί θα υποστούν μεν την κύρωση της απώλειας των ασφαλειών που έχουν λάβει, από την άλλη όμως διασφαλίζουν την άμεση ικανοποίηση της απαίτησής τους ολικώς ή μερικώς μέσω του συσταθέντος κεφαλαίου (συνήθως με την κατάθεση της εγγυητικής επιστολής) αντί να καταδιώκουν με χρονοβόρες διαδικασίες τον οφειλέτη. Ότι η ικανοποίηση τους παρίσταται άμεση και σίγουρη προοπτική έναντι της αβέβαιης ατομικής καταδίωξης ενός οφειλέτη, ο οποίος πιθανότατα μετά την αποδέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων που είχαν δοθεί ως ασφάλεια θα επιχειρήσει να αποξενωθεί από αυτά προς βλάβη των δανειστών που δεν θα αναγγελθούν και θα αναγκαστούν να αποδυθούν σε χρονοβόρους δικαστικούς αγώνες. Ότι τελολογικά επέρχεται η αναστολή των ατομικών διώξεων αλλά μόνο για τις απαιτήσεις στις οποίες το δικαστήριο οφείλει να απελευθερώσει την παρασχεθείσα ασφάλεια, δηλαδή αυτές που αναγκαστικά έχουν αναγγελθεί. Το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου εφέσεως κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο διότι κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 της Συμβάσεως, όταν έχει συσταθεί κεφάλαιο περιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 11, κάθε πρόσωπο που έχει εγείρει απαίτηση έναντι του κεφαλαίου δεν επιτρέπεται να ασκήσει άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο. Μετά την δήλωση περιορισμού ευθύνης με δημόσια κατάθεση χρηματικού ποσού, οι συνέπειές της επέρχονται εκ του νόμου και χωρίς την παρέμβαση του δικαστηρίου μετά τη νόμιμη υποβολή της, ανεξάρτητα από την lex causae της υποκειμένης σε περιορισμό απαίτησης και από την υπαιτιότητα των επικαλουμένων τον περιορισμό προσώπων ή τη σημαία του πλοίου (ΜΕφΠειρ 48/2022 ο.π). Η σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού επηρεάζει και τους δανειστές που δεν αναγγέλθηκαν στο συσταθέν κεφάλαιο όπως το ενάγον (βλ. ΕφΠειρ 748/2018 προσκομιζόμενη) καθώς, αν υιοθετείτο η άποψη ότι η σύσταση κεφαλαίου περιορισμού δεν παράγει συνέπειες για τους δανειστές που δεν έχουν αναγγελθεί, τότε συμφέρον του κάθε δανειστή, θα ήταν να μην αναγγέλεται στο συσταθέν κεφάλαιο αλλά να επιδιώκει την απαίτηση του ατομικά έχοντας ελπίδες ότι έτσι θα ικανοποιηθεί κατά ποσό και ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό που του αναλογεί από τη διαδικασία και έτσι θα καταστρατηγείτο ο σκοπός της Σύμβασης. Μόνο ο περιορισμός χωρίς σύσταση κεφαλαίου δεν εμποδίζει την έναρξη ή συνέχιση υφισταμένων ατομικών διώξεων, διότι αποτελεί μια ημιτελή συλλογική διαδικασία με συνέπεια τον περιορισμό και όχι την ικανοποίηση των δανειστών. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου εκτίθενται στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Στο άρθρο 12 της Σύμβασης περί διανομής του κεφαλαίου αναφέρεται ότι: “1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1,  2  και  3  του άρθρου  6  και  του άρθρου 7, το κεφάλαιο διανέμεται στους δικαιούχους  αναλογικά με τις απαιτήσεις τους που  έχουν  αναγνωρισθεί  έναντι  του  κεφαλαίου. 2.  Εάν, πριν από τη διανομή του κεφαλαίου, το υπεύθυνο πρόσωπο, ή ο ασφαλιστής του, έχει τακτοποιήσει μία απαίτηση έναντι του κεφαλαίου, αυτό το πρόσωπο υποκαθίσταται ως το  ποσό  που  έχει  καταβάλλει, στα δικαιώματα  τα οποία το πρόσωπο που αποζημιώθηκε με τον τρόπο αυτόν θα απολάμβανε σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή. 3. Το δικαίωμα  υποκατάστασης  που  προβλέπεται  στην  παράγραφο 2 μπορεί  επίσης  να  ασκηθεί  από  πρόσωπα  άλλα  εκτός  από εκείνα που αναφέρονται εκεί σχετικά με κάθε ποσό αποζημίωσης που μπορεί  να  έχει καταβληθεί,  αλλά  μόνο  κατά  την  έκταση  που  η  υποκατάσταση  αυτή επιτρέπεται από την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται. ”  Με το άρθρο αυτό εισάγονται οι αρχές της αναλογικής ικανοποίησης και της υποκατάστασης. Στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι: “όταν το υπεύθυνο πρόσωπο ή κάθε άλλο πρόσωπο αποδείξει ότι μπορεί να υποχρεωθεί να πληρώσει σε μεταγενέστερο χρόνο το σύνολο ή μέρος από ποσά αποζημίωσης σχετικά με τα  οποία  το  πρόσωπο  αυτό  θα  είχε  το δικαίωμα  υποκατάστασης  σύμφωνα  με  τις  παραγράφους  2  και 3 εάν η αποζημίωση είχε καταβληθεί πριν  από  τη  διανομή  του  κεφαλαίου,  το  Δικαστήριο  ή  η  άλλη  αρμόδια αρχή του Κράτους όπου έχει συσταθεί το κεφάλαιο μπορεί να διατάξει ότι επαρκές ποσό θα κρατηθεί προσωρινά για να έχει τη δυνατότητα το πρόσωπο αυτό στο μεταγενέστερο αυτόν χρόνο να  ικανοποιηθεί για την απαίτησή του από το κεφάλαιο. “. Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως, όπως αυτό εκτιμάται από το παρόν δικαστήριο, το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία αυτό είχε τη δυνατότητα να ζητήσει τη διατήρηση, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 4 της Συνθήκης, επαρκούς υπολοίπου για την ικανοποίηση του ήταν εσφαλμένη, διότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν αποτελούσε το υπεύθυνο πρόσωπο ή τον ασφαλιστή σύμφωνα με την διάταξη 12 παρ. 2 ούτε όμως το “άλλο πρόσωπο”  σύμφωνα με τη διάταξη 12 παρ. 3 διότι δεν υπείχε κάποιου είδους υποχρέωση να καταβάλει από τη σχέση που το συνέδεε με την οφειλέτιδα πρώτη εναγομένη. Ότι η διάταξη αυτή αποτελεί τη χρονική επέκταση των παραγράφων 2 και  3 του άρθρου 12 και ότι ο σκοπός της ρύθμισης ήταν να μην αναγκάζεται ο οφειλέτης μετά τη διανομή του κεφαλαίου να ικανοποιεί δύο φορές την αξίωση και ότι κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε στην περίπτωση του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, διότι δεν ήταν γεγεννημένες οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου. Όμως οι ως άνω ισχυρισμοί του είναι αβάσιμοι. Τούτο διότι πρωτίστως το δικαίωμα υποκατάστασης του εκκαλούντος απορρέει από την εις ολόκληρον ευθύνη της πλοιοκτήτριας και του εκκαλούντος έναντι των προσώπων που υπέστησαν τις ζημίες από τη σύγκρουση (άρθρα 488 ΑΚ και 237 παρ. 1 του ΚΙΝΔ). Σε κάθε περίπτωση όσον αφορά στο δικαίωμα της αναγωγής είτε με αυτοτελή αγωγή μετά την καταβολή προς τον τρίτο, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή στην περίπτωση απλών ομοδίκων, όπως πχ ασφαλιστή και ασφαλισμένου, είτε στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. ε του ΚΠολΔ, δηλαδή είναι επιτρεπτή η αγωγή εξ αναγωγής και πριν την καταβολή (ΑΠ 1877/2017, ΑΠ 1680/2017, ΑΠ 681/2014 ΧρΙδΔ 2014, 676). Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αγωγές των συγγενών των απωλεσθέντων ναυτικών κοινοποιήθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο στις 31.12.1997 και στις 7.10.1998 και ακολούθως οι εξ αναγωγής απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου ήταν γεγεννημένες πριν τον συμβιβασμό της πρώτης εναγομένης με τους συγγενείς των θυμάτων και δεν γεννήθηκαν το πρώτον μετά το 2007 όπως αβασίμως ισχυρίζεται. Το εκκαλούν είχε τη δυνατότητα προαιρετικά να γνωστοποιήσει στον εκκαθαριστή τις αγωγές που του κοινοποιήθηκαν και να ασκήσει το προβλεπόμενο από τη Σύμβαση δικαίωμα του άρθρου 12 παρ. 4, αλλά εφόσον δεν το έπραξε, έχει εκπέσει του δικαιώματος αυτού, όπως ορθώς κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί να προβάλει τυχόν απαίτησή του κατά το χρόνο που έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία ικανοποίησης μέσω του κεφαλαίου σύστασης με την απόδοση του υπολοίπου στον οφειλέτη. Εξάλλου,  αλυσιτελώς ισχυρίζεται, όπως θα αναφερθεί και παρακάτω κατά την εξέταση του έκτου λόγου εφέσεως, ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει για τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης, καθώς δεν του κοινοποιήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 93 του ΚΙΝΔ, η με αριθμό 393/1998 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διότι όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, βασική αρχή του συστήματος ευθύνης, κατά τη σύμβαση του Λονδίνου, είναι ότι ο περιορισμός της ευθύνης ισχύει για το σύνολο των απαιτήσεων που υπόκεινται στον περιορισμό και προκύπτουν από το ίδιο περιστατικό ευθύνης.

Το άρθρο 2 της συμβάσεως του Λονδίνου ορίζει τα εξής: “Απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό. 1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 3 και 4, οι παρακάτω απαιτήσεις θα είναι αντικείμενο περιορισμού ευθύνης ανεξάρτητα από τη βάση της ευθύνης: (α) Απαιτήσεις που προέρχονται από απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες από απώλεια ή ζημιά σε πράγματα (περιλαμβάνοντας ζημιές σε λιμενικά έργα, δεξαμενές, διαύλους και βοηθήματα της ναυσιπλοΐας), που συνέβησαν πάνω στο πλοίο ή σε άμεση σχέση με την εκμετάλλευση του πλοίου ή με επιχειρήσεις επιθαλάσσιας αρωγής και από κάθε άλλη απώλεια που προήλθε σαν συνέπειά τους. (….)”β)  Απαιτήσεις  για  κάθε  βλάβη  που  προέρχεται  από απώλεια από  καθυστέρηση στη θαλάσσια μεταφορά φορτίου, επιβατών  ή  των  αποσκευών τους. (γ)  Απαιτήσεις  που  προέρχονται  από  άλλες  απώλειες  οι  οποίες προέρχονται απο προσβολή εξωσυμβατικών δικαιωμάτων σε άμεση  σχέση  με την εκμετάλλευση του πλοίου ή τις επιχειρήσεις επιθαλάσσιας αρωγής. (δ) Απαιτήσεις σχετικές με την ανέλκυση, μετακίνηση, καταστροφή, ή εξουδετέρωση επιβλαβών συνεπειών πλοίου που έχει βυθισθεί,  ναυαγήσει, προσαράξει  ή εγκαταλειφθεί, περιλαμβάνοντας και οτιδήποτε βρίσκεται ή βρισκόταν πάνω σ` αυτό το πλοίο. (ε) Απαιτήσεις σχετικές με τη μετακίνηση, καταστροφή ή εξουδετέρωση των επιβλαβών συνεπειών στο φορτίο του πλοίου. (στ)  Απαιτήσεις  προσώπου  άλλου,  εκτός  από  εκείνο  που   είναι υπεύθυνο,  σχετικά  μέτρα που πάρθηκαν για να αποτρέψουν ή να μειώσουν τη ζημιά, για την οποία το υπεύθυνο πρόσωπο θα μπορούσε να  περιορίσει την  ευθύνη  του,  σύμφωνα  με  την  παρούσα  Σύμβαση,  καθώς  και την περαιτέρω ζημιά που προκλήθηκε από τέτοια μέτρα.” 2. Απαιτήσεις  που  αναφέρονται  στην  παράγραφο  1  υπόκεινται  σε     περιορισμό  της  ευθύνης  ακόμη  και  εάν είναι αντικείμενο αγωγής που  βασίζεται σε σύμβαση ή όχι,  αναγωγής  ή  εγγύησης. Η μόνη εξαίρεση από τον περιορισμό ορίζεται ως ακολούθως: “για απαιτήσεις  που  αναφέρονται  στην  παράγραφο  1 (δ), (ε) και (στ) δεν εφαρμόζεται περιορισμός της  ευθύνης  στο  μέτρο  που  σχετίζονται  με αποζημίωση βάσει σύμβασης που έγινε με το υπεύθυνο πρόσωπο”, ενώ και οι απαιτήσεις από θαλάσσια αρωγή εξαιρέθηκαν μετά τη σύμβαση του Λονδίνου του 1989. Να σημειωθεί ότι όλες οι παραπάνω είναι υποχρεωτικά  ασφαλιστέες μετά το πδ 6/2012 (Κοροτζή Η επέκταση του θεσμού της υποχρεωτικής ασφάλισης ΝοΒ 62, 1047επ.).

Με το δεύτερο λόγο εφέσεως, όπως αυτός εκτιμάται, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται ότι εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η απαίτηση του είναι εξ αναγωγής και υπόκειται σε περιορισμό κατ’άρθρο 2 παρ. 2 της Διεθνούς Συμβάσεως. Ότι οι εξ αναγωγής απαιτήσεις που απορρέουν από χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης δεν είναι περιορίσιμες κατ’άρθρο 2 και οι απαιτήσεις από την απώλεια ζωής είναι υποχρεωτικά αναγγελτέες στο κεφάλαιο 6 παρ. 1 της Σύμβασης. Να σημειωθεί εδώ πρωτίστως ότι οι αξιώσεις του Ελληνικού Δημοσίου είναι εξ αναγωγής, όπως εξάλλου και το ίδιο ισχυρίζεται στην αγωγή του. Περαιτέρω από τα άρθρο 6 και 7 της Διεθνούς Σύμβασης συνάγεται ότι οι υποκείμενες σε περιορισμό απαιτήσεις συναπαρτίζoυν τρεις ομάδες απαιτήσεων και δη (α) την ομάδα απαιτήσεων για απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες τρίτων πλην επιβατών (β) την ομάδα απαιτήσεων για περιουσιακές ζημίες και (γ) την ομάδα απαιτήσεων για απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες σε επιβάτες πλοίου, και οι εντός δε της κάθε ομάδας απαιτήσεις ικανοποιούνται συμμέτρως, εάν το κεφάλαιο δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση όλων, χωρις να λαμβάνονται υπ όψιν τα τυχόν προνόμια, με βάση την προαναφερόμενη αρχή, της σύμμετρης ικανοποίησης των δανειστών εντός της ομάδας, ενώ στη σύγκρουση πλοίων οι απαιτήσεις των επιβατών του ανυπαίτιου πλοίου ρυθμίζονται από το άρθρο 6 παρ. 1α και όχι από το άρθρο 7 που ρυθμίζει τις απαιτήσεις μη επιβατών. Να σημειωθεί δε το εξής : Σύμφωνα με το άρθρο 933 του ΑΚ ο κανόνας είναι το ανεκχώρητο και ακληρονόμητο της αξίωσης περί αποκαταστάσεως της ψυχικής οδύνης αφού ορίζεται ότι η αξίωση αυτή δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε για την αξίωση αυτή αγωγή. Η διάταξη αυτή είναι συνεπής με τη γενική διάταξη του άρθρου 465 του ΑΚ κατά την οποία “απαίτηση που λόγω της φύσεως της παροχής συνδέεται στενά με το πρόσωπο του δανειστή είναι ανεκχώρητη”. Η θεμελίωση και φύση της αξίωσης του εκκαλούντος προβλέπεται στην αναγωγή και υποκατάσταση των διατάξεων των άρθρων 488 και 927 του ΑΚ, όπου κρίσιμη είναι η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνοφειλετών το αν δηλαδή ευθύνονται όλοι αντικειμενικά ή υποκειμενικά κλπ (βλ. Γεωργιάδη σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου άρθρο 927, 799επ). Εν τέλει  η προς αναγωγή αξίωση του συνοφειλέτη που κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση ή περισσότερο από τη μερίδα του, αποτελεί αυτοτελή απαίτηση που πηγάζει από την κοινωνία χρέους που υπάρχει εκ του νόμου μεταξύ των συνοφειλετών έναντι του ζημιωθέντος (άρθρο 927 του ΑΚ) και πρέπει να διακρίνεται από την αξίωση προς αποζημίωση του παθόντος η οποία παριστά την εξωτερική σχέση της συνοφειλής (άρθρο 926 και 488 του ΑΚ). Κάθε μία από τις αξιώσεις αυτές είναι ανεξάρτητη από την άλλη και διέπεται από τους δικούς της κανόνες (Καράσης σε ερμΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου άρθρο 488, 687 και Γεωργιάδης σε ερμΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου άρθρο 927, 785). Σε κάθε επομένως περίπτωση η απαίτηση του εκκαλούντος υπάγεται στη με αριθμό ……/1997 δήλωση περιορισμού ευθύνης που αφορά απαιτήσεις πλην των αφορωσών σε απώλειας ζωής και βλάβης σώματος δηλαδή την υλική ζημία του εκκαλούντος. Ήταν δε και περιορίσιμη διότι δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις του άρθρου 2 παρ. 1 δ, ε, και στ διότι δεν είναι απαίτηση σχετική με την ανέλκυση, μετακίνηση, καταστροφή, ή εξουδετέρωση επιβλαβών συνεπειών πλοίου που έχει βυθισθεί,  ναυαγήσει, προσαράξει  ή εγκαταλειφθεί, απαίτηση σχετική με τη μετακίνηση, καταστροφή ή εξουδετέρωση των επιβλαβών συνεπειών στο φορτίο του πλοίου ή απαίτηση  σχετικά με  μέτρα που πάρθηκαν για να αποτρέψουν ή να μειώσουν  τη ζημιά, για την οποία το υπεύθυνο πρόσωπο θα μπορούσε να  περιορίσει την  ευθύνη  του. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με αιτιολογία που εδώ συμπληρώνεται, ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό δεύτερο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Εξάλλου στο άρθρο 4 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου ορίζεται ότι το υπεύθυνο κατά τα παραπάνω άρθρα πρόσωπο χάνει το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του, αν αποδειχθεί ότι η ζημία προήλθε από προσωπική του πράξη ή παράλειψη με πρόθεση να προκληθεί η συγκεκριμένη απώλεια ή επέδειξε αδιαφορία και με γνώση ότι μια τέτοια ζημία πιθανώς θα επακολουθήσει. Κατ` αυτόν τον τρόπο καθιερώνεται ένα ιδιαίτερο είδος πταίσματος άγνωστο στις διαβαθμίσεις του πταίσματος στο εσωτερικό μας δίκαιο, που θα μπορούσε κατόπιν λογικής ερμηνείας να αποδοθεί ως δόλος (άμεσος ή έμμεσος) και ως ενσυνείδητη βαρειά αμέλεια (βλ. Α. Κιάντου Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2003, 388 – 393 και Θανάση Λιακόπουλου, Ο περιορισμός τις ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις κατά την Σύμβαση του Λονδίνου, ΔΕΕ 1997, 657 – 658). Φυσικά το βάρος της αποδείξεως της ύπαρξης δόλου ή της ως άνω αμέλειας στην πρόκληση της ζημίας την έχει αυτός που την επικαλείται, δηλ. ο δανειστής του οποίου η απαίτηση καλύπτεται από τον περιορισμό της ευθύνης του υπόχρεου, ο οποίος έχει έννομο συμφέρον να αποτρέψει το δικαίωμα του περιορισμού της ευθύνης του τελευταίου (βλ. Α. Κιάντου – Παμπούκη, ό.π., 394 – 396). Κατά την ορθότερη ερμηνεία του ως άνω άρθρου το πταίσμα που αποκλείει το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης θα πρέπει να συντρέχει ατομικά στο πρόσωπο, που κατ`άρθρο 1 της Σύμβασης δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του και, αν είναι νομικό πρόσωπο, στα πρόσωπα και στα όργανα που το αντιπροσωπεύουν (αρ. 71 ΑΚ). Συνεπώς, ο οφειλέτης μπορεί να περιορίσει την ευθύνη του κατά τη σύμβαση, αν η ζημία οφείλεται σε πταίσμα του πλοιάρχου και του πληρώματος (βλ. Θ. Λιακόπουλο, ό.π., 657 – 658).

Με τον τρίτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ., καθώς και των άρθρων 2, 6 και 11 της Διεθνούς Συμβάσεως, η εκκαλουμένη έκρινε ότι απαραδέκτως προβλήθηκε από το Δημόσιο ο ισχυρισμός περί αποκλεισμού του δικαιώματος της πρώτης εναγομένης για περιορισμό της ευθύνης της δεχθέν ότι ο ισχυρισμός αυτός καλύπτεται από δεδικασμένο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις με αριθμό 1021/1998 και 543/2008 αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς και τη με αριθμό 2263/2013 του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι η ευθύνη των εφεσιβλήτων περιορίζεται στα όρια της συμβάσεως του Λονδίνου και στο ποσό του συσταθέντος κεφαλαίου. Κρίθηκε επίσης ότι το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης είναι ενιαίο και η σύσταση των δύο κεφαλαίων είναι αναγκαία μόνο επειδή τα ποσοτικά όρια της Συμβάσεως του Λονδίνου είναι διαφορετικά προκειμένου για υλικές ζημίες από τα όρια της ευθύνης για την απώλεια ζωής και τις ποσοτικές βλάβες. Μάλιστα με τη με αριθμό 2263/2013 του Αρείου Πάγου, κατόπιν αιτήσεως αναιρέσεως της με αριθμό 543/2008 του Εφετείου Πειραιώς, κρίθηκε ότι υφίσταται δεδικασμένο εκ της με αριθμό 1021/1998 απόφασης της Εφετείου Πειραιώς ως προς το ουσιαστικό δικαίωμα που τέθηκε υπό δικαστική κρίση, το οποίο εκτείνεται επί των εννόμων σχέσεων και συνεπειών για τις οποίες χώρησε δικαστική διάγνωση. Επομένως το εκκαλούν απαραδέκτως επικαλέστηκε το άρθρο 4 της Σύμβασης, με το οποίο ορίζεται ότι το υπεύθυνο προς αποζημίωση πρόσωπο χάνει το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του, αν αποδειχθεί ότι η ζημία προήλθε από προσωπική του πράξη ή παράλειψη με πρόθεση να προκληθεί η συγκεκριμένη απώλεια ή επέδειξε αδιαφορία και με γνώση ότι μια τέτοια ζημία πιθανώς θα επακολουθήσει, διατεινόμενο και πάλι ότι ο πέμπτος εναγόμενος και ο υποπλοίαρχος αρχικά έκτος εναγόμενος επέδειξαν έκδηλη αδιαφορία για την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος υπό τη μορφή της βαριάς ενσυνείδητης αμέλειας. Και τούτο διότι με τη με αριθμό 1495/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που επικυρώθηκε με τη με αριθμό 543/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και κατά της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως με τη με αριθμό 2263/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου έχει κριθεί αμετακλήτως ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εξαίρεσης του άρθρου 4 της Διεθνούς Συμβάσεως στο πρόσωπο του πέμπτου και έκτου των εναγομένων. Η κρίση αυτή επί του παρεμπίπτοντος ζητήματος, κατόπιν ενστάσεως που προηγήθηκε, αποτελεί δεδικασμένο προδικαστικού στη συγκεκριμένη περίπτωση ζητήματος (άρθρο 331 του ΚΠολΔ), αφού υφίστατο αρμοδιότητα των δικαστηρίων που έκριναν το ζήτημα και αναγκαιότητα λύσεως αυτού (βλ. Κονδύλη Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ 1983, παρ. 22, 262επ), το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, κατ΄άρθρο 332 του ΚΠολΔ. Κατόπιν όλων των ανωτέρω κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος ο τρίτος λόγος εφέσεως.

Ο τρόπος και ο χρόνος περάτωσης της διαδικασίας του περιορισµού δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς ρύθµισης ούτε στη διεθνή σύμβαση του Λονδίνου ούτε στον ΚΙΝΔ. Όσον αφορα τη διαδικασία του περιορισµού χωρίς σύσταση κεφαλαίου, γίνεται δεκτό ότι αυτή περατώνεται µε την επαλήθευση των απαιτήσεων, δηλαδή µε τη διαπίστωση του παθητικού, του σχετικού µε το περιστατικό που παρήγαγε την ευθύνη, χωρίς να εντάσσεται στη διαδικασία αυτή η ικανοποίηση των περιορίσιµων ναυτικών απαιτήσεων. Αντίθετα, το ζήτηµα της περάτωσης της διαδικασίας σύστασης κεφαλαίου περιορισµού έχει εκφύγει του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Για την ορθή προσέγγιση του ζητήµατος αυτού, θα πρέπει να αξιοποιηθούν οι κατευθυντήριες ερµηνευτικές γραµµές της συμβάσεως δηλ. θα αναζητηθεί αρχικώς απάντηση µέσω της συστηµατικής ερµηνείας των αναλογικώς εφαρµοζόµενων διατάξεων του ΚΙΝΔ και, επικουρικώς, θα εξετασθεί κατά πόσον µπορεί να αξιοποιηθεί για τον ίδιο σκοπό κάποια διάταξη του ΠΔ 666/1982. Για το σκοπό αυτό, προκρίνεται η αξιοποίηση του άρθρου 100 ΚΙΝΔ, το οποίο περιγράφει το τελικό στάδιο της διαδικασίας, ήτοι τη διενέργεια της τελικής διανομής από τον εκκαθαριστή και την επιστροφή τυχόν υπολοίπου του κεφαλαίου που έχει µείνει αδιάθετο. Αν και δεν συνάγεται ευθέως από το γράµµα της διάταξης ότι η εκκαθάριση του πίνακα διανοµής συνιστά την τελευταία πράξη της διαδικασίας της σύστασης κεφαλαίου, το πόρισµα αυτό εξάγεται ευχερώς από το γεγονός ότι δεν περιγράφεται στον νόµο κάποια άλλη ενέργεια που να έπεται της εκκαθάρισης του πίνακα και διανοµής και, παράλληλα, να δύναται να ενταχθεί στη διαδικασία της σύστασης κεφαλαίου επιρρωνύεται δε και από τη συσχέτιση της φύσης της ρυθµιστέας ύλης (“φύση του πράγµατος») µε τον νοµοθετικό σκοπό αυτής, ο οποίος συνίσταται στην ικανοποίηση των αναγγελθέντων πιστωτών. Δεν πρέπει να παροράται ότι η οργάνωση του ποσοτικού περιορισµού πραγµατοποιείται στη βάση µιας αυτόνοµης συλλογικής διαδικασίας, απώτερος στόχος της οποίας είναι η περιορισµένη ικανοποίηση των ναυτικών απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί συνεπεία ενός ναυτικού ατυχήµατος. Όµοιος είναι και ο σκοπός των εφαρµοζόµενων διατάξεων του ΚlNΔ, όπως αυτός εξειδικεύεται στην εισηγητική έκθεση της συντακτικής επιτροπής. Εκεί επισηµαίνεται ότι οι εν λόγω διατάξεις διαγράφουν µια ιδιαίτερη διαδικασία η οποία χαρακτηρίζεται από την απλούστευση και την επιτάχυνση του ρυθµού συµβιβασµού των ναυτικών απαιτήσεων, µε σκοπό την ασφάλεια της διαδικασίας και την προστασία των νοµίµων συµφερόντων των πιστωτών. Τέλος, επιπρόσθετο επιχείρηµα αντλείται από τις αντίστοιχης φιλοσοφίας ρυθµίσεις για την αρτιότερα οργανωµένη διαδικασία της σύστασης κεφαλαίου περιορισµού του ΠΔ 666/1982. Πράγµατι, το άρθρο 27 παρ. 2 του ΠΔ 666/1982 προβλέπει ότι µετά το τέλος της εκκαθάρισης του κεφαλαίου, δηλαδή µετά την ολοκλήρωση της καταβολής σε κάθε δανειστή του ποσού που του ανήκει σύµφωνα µε τον οριστικό πίνακα διανοµής, και την αυτονόητη λογοδοσία του εκκαθαριστή, ο εισηγητής κηρύσσει τη διαδικασία τελειωµένη, συντάσσει το σχετικό πρακτικό, καθορίζει την αµοιβή του εκκαθαριστή, του οποίου η αποστολή ολοκληρώθηκε, και διατάσσει την επιστροφή τυχόν υπολοίπου του κεφαλαίου που έµεινε αδιάθετο. Η αµοιβή του εκκαθαριστή καταβάλλεται µετά το τέλος της εκκαθάρισης. Στην περίπτωση δε που το κεφάλαιο συστήθηκε µε εγγυητική τραπεζική επιστολή, ο Εισηγητής µεριµνά για την επιστροφή του πρωτοτύπου αυτής. Σύµφωνα, τέλος, µε την παρ. 3 του άρθρου 27, η αµοιβή του εκκαθαριστή καταβάλλεται µετά το τέλος της εκκαθάρισης, ρύθµιση που καταδεικνύει και αυτή ότι η εκκαθάριση του πίνακα διανοµής και η καταβολή των ποσών στους ναυτικούς δανειστές επιφέρει την περάτωση της διαδικασίας σύστασης κεφαλαίου.» (βλ. προσκομιζόμενη από 27.9.2019 γνωμοδότηση καθηγήτριας ………… Καθηγήτριας Εμπορικού Δικαίου σελ. 17). Δηλαδή εν τέλει στο ελληνικό δίκαιο, επειδή ο τρόπος και χρόνος περάτωσης της διαδικασίας του περιορισμού δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς ρύθμισης και για το σκοπό αυτό προκρίνεται η αξιοποίηση του άρθρου 100 του ΚΙΝΔ, το οποίο περιγράφει το τελικό στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή τη διενέργεια της τελικής διανομής από τον εκκαθαριστή και την επιστροφή τυχόν υπολοίπου του κεφαλαίου που έχει μείνει αδιάθετο, αφού ο νομοθετικός σκοπός της διαδικασίας σύστασης κεφαλαίου συνίσταται στην ικανοποίηση των αναγγελθέντων πιστωτών (Ρόκα Ναυτικό δίκαιο παρ. 49, 193). Τούτο δε διότι από τη δομή της Σύμβασης, προκύπτει το ακόλουθο σχήμα: Προηγείται η σύσταση του κεφαλαίου και έπεται η εξέταση της ενδεχόμενης έκπτωσης από το δικαίωμα περιορισμού. Έτσι, όπου τα δικονομικά κενά που αφήνει η ελλειπτική ρύθμιση της Σύμβασης, πληρούνται με την αναλογική εφαρμογή των άρθρων 90 επ. Κ.Ι.Ν.Δ, τούτο σημαίνει ότι η σύσταση του κεφαλαίου συντελείται (και οι έννομες συνέπειες αυτής επέρχονται) με τη δημόσια κατάθεση των χρημάτων ή της εγγύησης και τη δήλωση του οφειλέτη ότι επιθυμεί να περιορίσει την ευθύνη του. Από τη στιγμή αυτή ο οφειλέτης μπορεί θεωρητικά να ζητήσει από το Δικαστήριο την αποδέσμευση των πλοίων ή άλλων περιουσιακών του στοιχείων που έχουν κατασχεθεί προσωρινά. Εάν η αποδέσμευση είναι κατά τη Σύμβαση υποχρεωτική, ο δικαστής οφείλει να τη διατάξει, ανεξαρτήτως αν ο δανειστής επικαλείται την εφαρμογή του άρθρου 4. Μόνο όταν η αποδέσμευση προβλέπεται από τη Σύμβαση ως δυνητική συνέπεια της σύστασης του κεφαλαίου, έχει ο δικαστής την ευχέρεια να εξετάσει εάν πιθανολογείται λόγος άρσης του ευεργετήματος του περιορισμού (Λια Αθανασίου, ό.α, παρ. 666 και υποσημ. 136, σ. 667, Εμμ. Κωνσταντινίδη, Ο συνολικός περιορισμός της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, 2009, σ. 343, Τριαντ. Σταυρακίδη, Η σύγκρουση πλοίων, 2020, σ. 604, υποσημ. 2273, MΕφΠειρ 48/2022 σε ιστοσελίδα ΕφΠειραιώς).

Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν Δημόσιο παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ως απαράδεκτη την άσκηση της αγωγή του κρίνοντας ότι η όποια οφειλή των εφεσιβλήτων από το ένδικο περιστατικό έχει δήθεν αποσβεσθεί, επειδή δήθεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία διανομής του κεφαλαίου αυτού. Ότι η κρίση αυτή είναι εσφαλμένη διότι δεν ολοκληρώθηκε νομότυπα η διαδικασία διανομής, αφού μετά την κατ’άρθρο 100 του ΚΙΝΔ σύνταξη του πίνακα από τον εισηγητή, αυτός δεν εκκαθαρίστηκε δια εκθέσεως και με απόδοση του τυχόν υπολοίπου κατ’άρθρο 104 του ΚΙΝΔ καθώς μετά από σχετική αίτηση ο πίνακας μεταρρυθμίστηκε. Όπως προαναφέρθηκε ο νομοθετικός σκοπός της διαδικασίας σύστασης κεφαλαίου συνίσταται στην ικανοποίηση των αναγγελθέντων πιστωτών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως εκτίθεται καθ’υποφοράν στην αγωγή, μετά την καταβολή όλων των ποσών σε όλους τους δανειστές του Κεφαλαίου Περιορισμού για ζημίες από απώλεια ζωής η βλάβης σώματος, ο ορισθείς από το Πρωτοδικείο Πειραιώς Εισηγητής Δικαστής ενέκρινε τον γενόμενο συμβιβασμό και διέταξε κατόπιν αιτήσεως της πρώτης εναγομένης την επιστροφή και απόδοση της εγγυητικής επιστολής. Μετά την καταβολή και της αμοιβής του εκκαθαριστή αποδόθηκε το υπόλοιπο του κεφαλαίου στην πρώτη εναγομένη.  Επομένως, αφού εξοφλήθηκαν όλες οι απαιτήσεις που είχαν αναγγελθεί, έπαυσε η εγγυοδοσία, εξοφλήθηκε ο εκκαθαριστής και αποδόθηκε το υπόλοιπο του κεφαλαίου στην πρώτη εναγομένη, η μη κατάθεση της έκθεσης στο Πρωτοδικείο συνιστά μεν παράλειψη διαδικαστικής πράξης, πλην, όμως, δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός την ακυρότητα της διαδικασία σύστασης και διανομής του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου εκτίθενται στο σχετικό τέταρτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου, αφού η εκκαλουμένη δεν δέχθηκε τον αγωγικό ισχυρισμό του περί παραίτησης της πρώτης εναγομένης από το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης της. Ότι ειδικότερα το δίκαιο της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου για τον περιορισμό της ευθύνης είναι ενδοτικό, με την έννοια ότι ο υπεύθυνος οφειλέτης μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα περιορισμού και ότι η παραίτηση μπορεί να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται από τις περιστάσεις και ότι μπορεί να γίνει εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων. Ότι υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή η πρώτη εναγομένη με τα από 15.7.1999 σχετικά Ιδιωτικά Συμφωνητικά που υπέγραψε με τους αναγγελθέντες κατά την εκκαθάριση δανειστές και τις ειδικότερες περιστάσεις παραιτήθηκε από τη σχετική δήλωσή της για σύσταση κεφαλαίου περιορισμού για απαιτήσεις από απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες. Ο λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι παραίτηση από το δικαίωμα περιορισμού, κατά την άποψη που ακολουθεί αυτό το δικαστήριο, μπορεί να γίνει μόνο με σύμβαση, ενώ δεν νοείται σιωπηρή ή μερική παραίτηση [Λιακόπουλος Ο περιορισμός της ευθύνης για τις ναυτικές απαιτήσεις κατά τη σύμβαση του Λονδίνου ΔΕΕ 7, 1997, 651, contra Παμπούκη κατά την οποία (σελ. 144) η μονομερής δήλωση βουλήσεως για τον περιορισμό της ευθύνης είναι δεκτική ρητής ή σιωπηρής παραίτησης]. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το εκκαλούν αναγγέλθηκε και εισέπραξε 998.019,33 ευρώ από το συσταθέν κεφάλαιο για την αποζημίωση των υλικών ζημιών και έτσι εξοφλήθηκε κατά ένα μέρος ως προς την απαίτηση που είχε αναγγείλει ύψους 16.198.332,76 ευρώ για την απώλεια της πυραυλακάτου Κ και επομένως ο ισχυρισμός του είναι και αντιφατικός. Αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη, μολονότι είχε η ίδια δικαίωμα υποκατάστασης κατά του κεφαλαίου ευθύνης ως προς τα ποσά που κατέβαλε στους δανειστές της με βάση τα ιδιωτικά συμφωνητικά συμβιβασμού σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 της Διεθνούς Συνθήκης, δεν έκανε χρήση του δικαιώματος της. Τούτο δε διότι η πρώτη εναγομένη προέβη η ίδια στη δήλωση περιορισμού και στη σύσταση του κεφαλαίου και συνεπώς η υποκατάσταση ήταν έναντι του εαυτού της. Αντίθετα στη συγκεκριμένη περίπτωση, πραγματοποιήθηκε τελική διανομή, με συμφωνία και επαλήθευση, συντάχθηκε ο τελικός πίνακας και ο εκκαθαριστής προέβη αμελλητί στη διανομή. Άρα η πρώτη εναγομένη δεν θεώρησε ότι το κεφάλαιο δεν υφίστατο πλέον – όπως αβασίμως διατείνεται το Ελληνικό Δημόσιο – αλλά εισέπραξε σύμφωνα με το άρθρο 100 του ΚΙΝΔ το αδιάθετο υπόλοιπο κεφαλαίου. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η παραίτηση γίνεται μόνο με σύμβαση ορθά ερμήνευσε το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό πέμπτο λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Με τον τελευταίο έκτο λόγο εφέσεως το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι το κεφάλαιο περιορισμού που συνέστησε η πρώτη εναγομένη για τις απαιτήσεις από απώλεια ζωής και βλάβης σώματος δεν αναπτύσσει δικαιώματα έναντι του Δημοσίου, αφού ουδέποτε έλαβε γνώση της σχετικής δήλωσης περιορισμού ευθύνης καθώς δεν του κοινοποιήθηκε κατά το άρθρο 93 του ΚΙΝΔ πρόσκληση να λάβει μέρος στη διαδικασία. Ο λόγος αυτός εφέσεως ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αν ληφθούν υπόψη τα όσα προαναφέρθηκαν κατά την εξέταση του πρώτου λόγου εφέσεως. Ειδικότερα όπως προεκτέθηκε, σύμφωνα με την εφαρμοστέα Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου ο περιορισμός της ευθύνης με τη σύσταση κεφαλαίου ισχύει και έναντι του Δημοσίου όταν αυτό είναι φορέας ναυτικής απαίτησης που υπόκειται σε περιορισμό, όπως είναι οι απαιτήσεις από απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες, ακόμη και αν είναι αντικείμενο αναγωγής, επηρεάζει δε (η σύσταση κεφαλαίου) και τους δανειστές που δεν αναγγέλθηκαν στο συσταθέν κεφάλαιο, όπως το ενάγον, στο οποίο επιδόθηκαν οι αγωγές αποζημίωσης σε χρόνο προγενέστερο της τυχόν διενεργηθείσας διανομής κατά τον οποίο το ενάγον Δημόσιο μπορούσε να ζητήσει να διατηρηθεί επαρκές ποσό προσωρινά εκτός διανομής προκειμένου σε μεταγενέστερο χρόνο να (μπορεί να) ικανοποιηθεί για τις ένδικες εξ αναγωγής απαιτήσεις του από το συσταθέν κεφάλαιο (ΕφΠειρ 748/2018 σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Επιπλέον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο εκκαθαριστής του κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης που είχε συσταθεί για απαιτήσεις από απώλεια ζωής και βλάβης σώματος δημοσίευσε την προβλεπόμενη περίληψη της με αριθμό 393/1998 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που, κατά τα προεκτεθέντα, δέχθηκε τη σχετική δήλωση της πρώτης εφεσίβλητης περί περιορισμού της ευθύνης της, στην εφημερίδα “Καθημερινή” της 25.5.1998 και στην εφημερίδα ΝΕΑ της 21.2.1998 ώστε να λάβουν γνώση και να πάρουν μέρος στη διαδικασία με αναγγελία απαιτήσεως οι φορείς της σχετικής ναυτικής απαιτήσεως. Κρίνοντας, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τα αποτελέσματα της σύστασης του κεφαλαίου περιορισμού επέρχονται και ως προς τους δανειστές που δεν αναγγέλθηκαν στο συσταθέν κεφάλαιο και έναντι του Δημοσίου όταν αυτό είναι φορέας ναυτικής απαίτησης υποκείμενης σε περιορισμό, ορθά το νόμο ερμήνευσε και ακολούθως κρίνεται απορριπτέος ο σχετικός έκτος λόγος εφέσεως που υποστηρίζει τα αντίθετα. Εντελει να τονιστεί ότι στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, πλην όμως η μία από αυτές δεν πλήττεται ή πλήττεται ανεπιτυχώς, ήτοι δεν τελεσφορεί, οι λόγοι, με τους οποίους προσβάλλεται η άλλη αιτιολογία, είναι αλυσιτελείς, γιατί οι προσβαλλόμενες πλημμέλειες δεν επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης, το οποίο στηρίζεται αυτοτελώς από την ή τις μη πληττόμενες ή πληττόμενες ανεπιτυχώς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 25/2003, ΑΠ 648/2019, ΑΠ 138/2019, ΑΠ 383/2017) και συνεπώς αλυσιτελώς προβάλλονται οι ανωτέρω λόγοι που δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης αφού το διατακτικό της είναι ορθό και στηρίζεται στην αιτιολογία του κεφαλαίου που επλήγη με τους προαναφερόμενους λόγους εφέσεως οι οποίοι κρίθηκαν ήδη απορριπτέοι,

Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα του, παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω του δυσερμήνευτου των νομικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 6.9.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 και με αριθμό προσδιορισμού ………../2021 έφεση κατά της με αριθμό 72/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 22.5.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2019 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 12η Ιανουαρίου 2023  και δημοσιεύθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2023 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους, τους δικαστικούς πληρεξουσίους ΝΣΚ του εκκαλούντος και την  πληρεξούσια δικηγόρο των εφεσιβλήτων.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ