ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 124/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΑΛΛΟΥΝΤΟΣ: …………, τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Αργύρης Κουτσούκος με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής ………. όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία εμφανίστηκε στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Νικόλαος Λύγουρης και, ανακαλώντας την προγενεστέρως υποβληθείσα δήλωσή του κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, δήλωσε ότι την εκπροσωπεί στη δίκη.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.6.2019 αγωγή του (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ……./12.6.2019) εναντίον της εφεσίβλητης και της νομίμως εκπροσωπούμενης ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «………», που εδρεύει στον Πειραιά, επί της οδού .. ……., ως προς την οποία παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής του με την προσθήκη των προτάσεών του. Με την υπ’ αριθμ. 1271/2020 οριστική απόφασή του το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του πιο πάνω Δικαστηρίου, αφού συνεκδίκασε την αγωγή μαζί με α] την από 4.9.2019 ανακοίνωση δίκης (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ………/5.9.2019) της εφεσίβλητης, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύθηκε και προσεπίκληση σε παρέμβαση της προς ην η ανακοίνωση ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…….», που εδρεύει στο ……… Γερμανίας, επί της οδού ……… και εκπροσωπείται νόμιμα και β] την πρόσθετη υπέρ της εφεσίβλητης παρέμβαση που η τελευταία άσκησε με το από 9.10.2019 δικόγραφό της (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ……../10.10.2019), απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου και απείχε από την εξέταση της ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε παρέμβαση και της πρόσθετης παρέμβασης, τις οποίες θεώρησε τυπικά παραδεκτές.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 19.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …./20.7.2021 έφεση, την οποία έστρεψε κατά της εφεσίβλητης, με κοινοποίησή της τόσον προς τη ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «………», όσον και προς την ομοίως κλητευόμενη στη δίκη ως άνω ασφαλιστική εταιρία, υπό την ιδιότητά της ως προσθέτως παρεμβάσας στον πρώτο βαθμό. Δικάσιμος για την εκδίκαση της έφεσης ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος της εφεσίβλητης, ανακαλώντας την προγενεστέρως υποβληθείσα κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ δήλωσή του, έλαβε το λόγο και αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε. Στο σημείο αυτό εμφανίστηκε στο ακροατήριο η Κωνσταντίνα Παπακώστα, δικηγόρος Αθηνών και, αφού έλαβε το λόγο, δήλωσε ότι η κλητευθείσα ως άνω ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στη Γερμανία και εκπροσωπείται νόμιμα, ασκεί πρόσθετη υπέρ της εφεσίβλητης παρέμβαση και ζητεί την απόρριψη της έφεσης για τους λόγους που αναφέρονται στο δικόγραφο των προτάσεών της, το οποίο κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το άρθρο 517 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην έκκλητη δίκη νομιμοποιείται παθητικά όποιος από τους διαδίκους της πρωτόδικης δίκης υπήρξε τότε αντίδικος του εκκαλούντος (ΟλΑΠ 11/1992, Δνη 1992/759). Παρέπεται ότι η απεύθυνση της έφεσης κατά μη νομιμοποιούμενου προσώπου επάγεται την απόρριψή της ως απαράδεκτης (ΤριμΕφΑθ. 768/2014, Δνη 2014/769) και ότι την ιδιότητα του εφεσίβλητου δεν αποκτά ο αντίδικος του εκκαλούντος στην πρωτοβάθμια δίκη, εφόσον το δικόγραφο της έφεσης δεν απευθύνεται εναντίον του, έστω και αν του επιδόθηκε αντίγραφό του (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 112, αρ. 41, σελ. 144, σημ. 202, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2003, αρ. 336, σελ. 149). Πλειονότητα αντιδίκων του εκκαλούντος στην δίκη στον πρώτο βαθμό δημιουργείται όχι μόνον όταν η αγωγή ασκείται από ή στρέφεται εναντίον περισσότερων προσώπων, οπότε μεταξύ τους ιδρύεται κατά περίπτωση σχέση απλής ή αναγκαίας, ενεργητικής ή παθητικής αντίστοιχα, ομοδικίας αλλά και όταν κάποιος από τους αρχικούς διαδίκους προσεπικαλέσει τρίτους να μετάσχουν σ’ αυτήν ή όταν τρίτος παρέμβει στη δίκη είτε εκουσίως είτε κατόπιν ανακοινώσεώς της σ’ αυτόν είτε κατόπιν προσεπικλήσεώς του (ΤριμΕφΠειρ. 185/2016, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Στην πρώτη περίπτωση και με την εξαίρεση της αναγκαίας ομοδικίας των αντιδίκων του εκκαλούντος, οπότε η έφεση απευθύνεται υποχρεωτικά εναντίον όλων (ΕφΑθ. 1595/2007, ΑρχΝ 2007/294), ο ηττηθείς πρωτοδίκως ενάγων – εκκαλών δικαιούται να στραφεί, κατά την προτίμησή του (ΑΠ 20/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εναντίον μόνον εκείνων από τους αντιδίκους του – εναγομένους, έναντι των οποίων είτε εκτιμά ότι έχει συμφέρον ή πιθανότητες να ικανοποιήσει το ουσιαστικό δικαίωμά του επιτυγχάνοντας την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης (ΤριμΕφΑθ. 421/2018, Αρμ. 2018/224) είτε επιδιώκει, με πρόθεση διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, να παραιτηθεί από το δικόγραφο ή το δικαίωμα της αγωγής και να επιφέρει έτσι, υπό τους όρους του άρθρου 294 ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 524 § 1 εδαφ. α΄ του ιδίου Κώδικα εφαρμόζεται και στο εφετείο, την κατάργηση της δίκης και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (ΑΠ 1922/2005, Δνη 2006//818), χωρίς καν την τυπική εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης (Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 14). Αν, όμως, η ικανοποίηση των διαφορετικών αυτών επιδιώξεων σκοπείται στο πλαίσιο της ίδιας έκκλητης δίκης, όπως μπορεί να συμβεί όταν οι αντίδικοι του εκκαλούντος – εναγόμενοι τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής ομοδικίας, επειδή ευθύνονται εις ολόκληρον για την εκπλήρωση ενοχικής απαίτησής του (άρθρα 74 αρ. 1 ΚΠολΔ και 481 ΑΚ), όπως ενέχονται έναντι του κοινού αντιδίκου οι εναγόμενοι κατά το άρθρο 479 ΑΚ (ΑΠ 1428/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ο εκκαλών είναι υποχρεωμένος να στρέψει την έφεσή του κατ’ αμφοτέρων, προκειμένου να αναβιώσει η εκκρεμοδικία καθεμιάς από τις περισσότερες (τόσες όσοι και οι ομόδικοι) αυτοτελείς και ανεξάρτητες δίκες, που σωρεύθηκαν πρωτοδίκως υποκειμενικά σε κοινή διαδικασία (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 26, αρ. 10, σελ. 177), ώστε να επακολουθήσει η παραίτηση του εκκαλούντος ως προς έναν από τους εφεσίβλητους, η οποία προϋποθέτει εκκρεμή δίκη (ΑΠ 201/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και ως τέτοια δεν νοείται η περατωθείσα με την έκδοση της οριστικής απόφασης αν δεν ασκηθεί κατ’ αυτής παραδεκτή έφεση (ΑΠ 1198/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κοινοποίηση στον εναγόμενο έναντι του οποίου ο εκκαλών επιδιώκει να παραιτηθεί του δικογράφου της απευθυνόμενης μόνον στον ομόδικό του έφεσης δεν αρκεί για το παραδεκτό της παραιτήσεως, επειδή η εκκρεμοδικία αναβιώνει μόνον από και δια της ασκήσεως παραδεκτής έφεσης (ΑΠ 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και μόνον ως προς τα εκκληθέντα με αυτήν κεφάλαια (Δ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 9, σελ. 138), επομένως και ως προς καθένα των περισσότερων απλών ομόδικων ξεχωριστά, αφού η αξίωση του ενάγοντος κατά καθενός των ομοδίκων συνιστά αυτοτελές κεφάλαιο της αγωγής και της πρωτόδικης απόφασης (Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.] Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 522, αρ. 40, σελ. 196), η οποία συνεπώς τελεσιδικεί χωριστά για καθέναν (ΟλΑΠ 18/2001, Δνη 2002/75 = ΕΕμπΔ 2002/74). Άλλωστε, με την απλή κοινοποίηση σ’ αυτόν του εφετήριου ο δέκτης της δήλωσης περί παραιτήσεως δεν αποκτά, όπως προαναφέρθηκε, ιδιότητα εφεσίβλητου, με αποτέλεσμα να στερείται του δικαιώματός του να αντιλέξει στην παραίτηση, μολονότι έχει πρόδηλο έννομο συμφέρον να διατηρηθεί η ευμενής γι’ αυτόν απορριπτική πρωτοβάθμια κρίση. Εξάλλου, επί συμμετοχής τρίτου στη δίκη και ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία ο μεν εναγόμενος προσεπικαλέσει εκείνον κατά του οποίου έχει, σε περίπτωση ήττας του, δικαίωμα να αναχθεί και να ζητήσει αποζημίωση για το χρηματικό ποσό που ενδεχομένως υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα, ανεξαρτήτως αν συγχρόνως ενώσει στην προσεπίκλησή του και αγωγή αποζημιώσεως, ο δε προσεπικληθείς δικονομικός εγγυητής προσέλθει στη δίκη και ασκήσει πρόσθετη υπέρ του προσεπικαλέσαντος εναγομένου παρέμβαση, ο ενάγων της κύριας δίκης δεν είναι ασφαλώς υποχρεωμένος να απευθύνει την έφεσή του και εναντίον του, αφού η παρέμβαση του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή είναι πάντοτε απλή πρόσθετη (ΜονΕφΠειρ. 91/2022 και 521/2020, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ. 17/2011, Αρμ. 2013/1115, Σ. Πατεράκης, Προβλήματα ομοδιίας στην κατ’ έφεση δίκη, σε ΝοΒ 1989/545 επομ. [554]) και δεν ιδρύει σχέση ομοδικίας μεταξύ παρεμβαίνοντος και υπέρ ου η παρέμβαση (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 29, αρ. 1, σελ. 170), οφείλει, όμως, εφόσον η παρέμβαση θεωρήθηκε στον πρώτο βαθμό παραδεκτή και δεν απορρίφθηκε (ΑΠ 1033/2014, ΧρΙΔ 2015/22), να καλέσει στη συζήτηση του ενδίκου μέσου, τον πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντα είτε αυτός τυγχάνει εφεσίβλητος είτε όχι, δηλαδή είτε η έφεση έχει απευθυνθεί και εναντίον του είτε όχι, προκειμένου να μετάσχει στη διαδικασία που ανοίγεται με την άσκηση της εφέσεως, όπως αυτό με σαφήνεια προκύπτει από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 81 § 3 εδαφ. α΄, 82 εδαφ. γ΄, 110 § 2 και 111 § 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 18/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο μη εφεσίβλητος δικονομικός εγγυητής του εναγομένου, έστω και αν στον πρώτο βαθμό άσκησε παραδεκτή υπέρ του προσεπικαλέσαντος αυτόν πρόσθετη παρέμβαση, παραμένει, εφόσον δεν ανέλαβε τη δίκη κατά το άρθρο 85 ΚΠολΔ, τρίτος ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης και δικαιούται να επαναλάβει την παρέμβασή του στο δεύτερο βαθμό (ΕφΘεσ. 1013/2011, ΕΠολΔ 2012/395), όχι για να ζητήσει δικαστική προστασία έναντι αυτών αλλά για να υποστηρίξει απλώς τις αιτήσεις του εφεσίβλητου – εναγομένου, χωρίς, πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 82 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ, να δικαιούται ούτε στην διεύρυνση του αντικειμένου της δίκης (ΑΠ 1233/2000, Δνη 2002/157) ούτε στην προβολή ισχυρισμών αντίθετων προς τους ισχυρισμούς εκείνου (ΑΠ 1248/1998, Δνη 1999/805). Όμως, η παρέμβασή του αυτή, κατά το άρθρο 81 ΚΠολΔ, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή στην τακτική διαδικασία με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του εφετείου στο οποίο εκκρεμεί η έφεση και επίδοσή του σε όλους τους διαδίκους της κύριας δίκης (ΜονΕφΠειρ. 160/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και μάλιστα η κατ’ αυτόν τον τρόπο άσκησή της διαγράφεται στο νόμο με ποινή το απαράδεκτο (ΑΠ 1095/2004, Δνη 2005/510, ΜονΕφΑθ. 3773/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2018, άρθρο 81, αρ. 2, σελ. 173), χωρίς ο νόμιμος τρόπος άσκησης της παρεμβάσεως να μπορεί να αναπληρωθεί με την εμφάνιση στο εφετείο του παρεμβαίνοντος και την υποβολή εκ μέρους του προτάσεων (ΑΠ 1309/1983, ΝοΒ 1984/1033, ΤριμΕφΠειρ. 744/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. ΓπΟΗ/1912, όπως αυθεντικά ερμηνεύθηκε με το άρθρο 7 του ΝΔ 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ΝΔ 4189/1961, προκύπτει ότι επί παραλείψεως προκαταβολής του οφειλόμενου τέλους δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις ο ενάγων λογίζεται ότι δικάζεται ερήμην και η αγωγή του απορρίπτεται λόγω της [πλασματικής] ερημοδικίας του (ΑΠ 65/2022, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1337/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά τις διατάξεις αυτές, που εντάσσονται στους κανόνες του δικονομικού δικαίου, το οποίο ρυθμίζει τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας, η προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου στις οριζόμενες από τις ίδιες υποθέσεις αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας (ΑΠ 1485/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η παράλειψή της δεν επιφέρει απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της (ΑΠ 204/2014, ΕΠολΔ 2014/542, ΑΠ 901/2013, ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 1669/2005, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 219/2005, Δνη 2006/479) αλλά συνιστά νόμιμο λόγο ερημοδικίας του ενάγοντος που λογίζεται ερήμην δικαζόμενος και προκαλεί την απόρριψη της αγωγής όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 491/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 181/2013, ΕφΑΔ 2013/779, ΑΠ 936/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 382/2011, ΝοΒ 2011/2158 = Δνη 2011/1009). Για να ανατρέψει το δυσμενές διατακτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης που επιστηρίχθηκε μόνο στην εκ μέρους του παράλειψη καταβολής του δικαστικού ενσήμου ο ενάγων καταψηφιστικής αγωγής, που για το λόγο αυτό ερημοδικάστηκε πρωτοδίκως, δικαιούται στην άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων και, συγκεκριμένα, μπορεί, εκτός από [αιτιολογημένη] ανακοπή ερημοδικίας (ΤριμΕφΘεσ. 126/2014, Αρμ. 2014/1675 = ΕΕμπΔ 2015/137, Στ. Ματθίας, Ανακοπή ερημοδικίας και έφεση κατά των ερήμην αποφάσεων, σε Δνη 1995/11 επομ.), να ασκήσει έφεση κατά της ερήμην του εκδοθείσας απορριπτικής απόφασης, από της δημοσιεύσεως αυτής κατ’ άρθρο 513 § 1 περ. β΄, εδαφ. β΄ ΚΠολΔ (ΤριμΕφΠειρ. 811/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 1589/2005, Δνη 2006/241, ΕφΑθ. 1601/2001, ΑρχΝ 2001/915, ΕφΑθ. 5906/1999, Δνη 2001/783, ΜονΕφΑθ. 4337/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επιδιώκοντας να επανορθώσει το δικό του σφάλμα που οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής του (περί του ότι το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται και προς διόρθωση παραδρομών των διαδίκων βλ. ΑΠ 574/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα [-Μ. Μαργαρίτη], Ερμηνεία ΚΠολΔ, Ι, 2000, άρθρο 520, αρ. 9 και 25, σελ. 926 και 929, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ, 2009, αρ. 540, σελ. 114 επομ., Ι. Πετρόπουλο, Αόριστοι, αλυσιτελείς και ανεπίτρεπτοι λόγοι εφέσεως, σε ΝοΒ 2018/1619 επομ. [1621]). Στην έφεση αυτή εφαρμόζεται μεν η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, πλην όμως αναλόγως (ΤριμΕφΠειρ. 331/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 55/2009, Δ 2009/246, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, σελ. 728). Η ανάλογη και όχι ευθεία εφαρμογή της οφείλεται στο ότι για την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά την ως άνω διάταξη επί μεν ερημοδικίας του ενάγοντος οφειλομένης σε άλλους λόγους, όπως η μη εμφάνιση ή μη προσήκουσα παράστασή του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν απαιτείται η επίκληση και η απόδειξη της βασιμότητας κάποιου λόγου εφέσεως αλλά αρκεί καταρχήν η τυπική παραδοχή της εφέσεως ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσας (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΑΠ 1906/2008, ΝοΒ 2009/927, ΑΠ 884/2007, ΧρΙΔ 2008/52, ΤριμΕφΠειρ. 27/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 933/2011, ΕΔΠ 2011/143, ΤριμΕφΠειρ. 195/2016, ΜονΕφΑθ. 302/2018, ΜονΕφΠειρ. 95/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ επί πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος λόγω μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου απαιτείται η πρόταση και η ευδοκίμηση λόγου εφέσεως, ο οποίος πρέπει ευλόγως να αναφέρεται στη νόμιμη αιτία που οδήγησε στη διαμόρφωση του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης. Πράγματι, αν όντως το δικαστικό ένσημο δεν είχε πρωτοδίκως καταβληθεί, ο μοναδικός κατά νομική και λογική αναγκαιότητα λόγος που μπορεί να προταθεί λυσιτελώς με την έφεση κατά της απορριπτικής απόφασης είναι η άρση της παράλειψης του εκκαλούντος – ενάγοντος, που προκάλεσε την πλασματική ερημοδικία του και την απόρριψη της αγωγής του ως αβάσιμης. Έτσι, η έφεσή του πρέπει να περιέχει ως [μοναδικό έστω] λόγο την άρση αυτής του της παράλειψης, τον ισχυρισμό δηλαδή περί της εκ των υστέρων καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου (Κ. Παναγόπουλος, ο.π., άρθρο 535, αρ. 11, σελ. 351). Η καταβολή αυτή συγκροτεί το πραγματικό του λόγου της έφεσης και ως αναγόμενη στο παραδεκτό της πρέπει να δηλώνεται στο εφετήριο (ΑΠ 1572/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 986/2008, ΑχΝομ 2009/403), χωρίς να αρκεί η αναφορά σ’ αυτό της πρόθεσης του εκκαλούντος να καταβάλει το δικαστικό ένσημο στο μέλλον. Μόνον τότε, όταν δηλαδή διαπιστωθεί πέραν της νομότυπης και εμπρόθεσμης άσκησης της εφέσεως και η βασιμότητα του επικαλούμενου λόγου της, είναι δυνατή η εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, ώστε να χωρήσει ενώπιον του εφετείου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο ενάγων, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, να δυνηθεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει (ΑΠ 538/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την ορθότερη άποψη, η έφεση πρέπει κατά την κατάθεσή της να συνοδεύεται από το έγγραφο που αποδεικνύει την πληρωμή του δικαστικού ενσήμου, η οποία πρέπει μέχρι τότε να έχει πραγματοποιηθεί, χωρίς να αρκεί η μεταγενέστερη, μέχρι τη συζήτηση της εφέσεως, καταβολή του και η επίκληση αυτής το πρώτον με τις προτάσεις του εκκαλούντος ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 1461/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 2 ΚΠολΔ, όταν ασκείται έφεση κατ’ ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως η συζήτηση είναι προφορική και για το λόγο αυτό δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση της εφέσεως με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή με μονομερή δήλωση κάποιου ή όλων από αυτούς ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση (ΑΠ 476/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2016, Ε7 2016/855, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128). Η ως άνω απαγόρευση της παραστάσεως με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ισχύει όχι μόνο για το διάδικο που στον πρώτο βαθμό δικάστηκε σα να ήταν παρών αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, αφού διαφορετικά δε νοείται προφορική συζήτηση (ΑΠ 93/2013, ΑΠ 652/2011, ΑΠ 251/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο άλλωστε επιβάλλεται από την αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για την ισότητα των όπλων (ΑΠ 1858/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΑΠ 866/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου, που έχει μεν καταθέσει προτάσεις, δεν παρίσταται όμως στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του διαδίκου (ΤριμΕφΠειρ. 27/2016, ΜονΕφΑθ. 220/2022, ΜονΕφΠειρ. 45/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, οι προτάσεις του, οι περιεχόμενοι σ’ αυτές ισχυρισμοί και τα υποβαλλόμενα δι’ αυτών αιτήματά του, όπως και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 2150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εάν δε ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, η έφεσή του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 3 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, που ορίζει ως συνέπεια της ερημοδικίας του εκκαλούντος την κατ’ ουσίαν απόρριψη της έφεσής του (ΑΠ 78/2022, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 2219/2007, Δνη 2008/872, Κ. Παναγόπουλος, ο.π., άρθρο 524, αρ. 11, σελ. 223). Τα παραπάνω ισχύουν και επί της εφέσεως του ενάγοντος που δεν κατέβαλε το δικαστικό ένσημο και ερημοδικάστηκε, με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αγωγή του, αφού ούτε τότε μπορεί να παραληφθεί η προφορική συζήτηση στο εφετείο (ΤριμΕφΠατρ. 295/2011, ΑχΝομ 2012/464, ΕφΑθ. 3330/2009, Δ 2009/1114, ΜονΕφΠειρ. 471/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο).
ΙΙ. Με την ένδικη από 19.7.2021 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………./20.7.2021 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ………/20.7.2021) πλήττεται η με αριθμό 1271/8.4.2020 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, από τους οποίους ο ενάγων θεωρήθηκε πλασματικώς ερημοδικασθείς, επί της από 11.6.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/12.6.2019 αγωγής του, με την οποία ασκήθηκε περιουσιακή αξίωσή του προς καταβολή αμοιβής ύψους τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000 €) πλέον ΦΠΑ 24% από την παροχή στις 17.7.2017 θαλάσσιας αρωγής με ωφέλιμο αποτέλεσμα στο υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό πλοίο αναψυχής Ν, νηολογίου Πειραιώς, δυνάμει σχετικής σύμβασης που καταρτίστηκε εγγράφως μεταξύ του ενάγοντος και του κατονομαζόμενου πλοιάρχου του κινδυνεύσαντος και διασωθέντος σκάφους. Η αγωγή, που στράφηκε αφενός κατά της ήδη εφεσίβλητης και κατά τον χρόνο της διασώσεως πλοιοκτήτριας, της οποίας το εν λόγω σκάφος αποτελούσε τη μοναδική περιουσία και αφετέρου κατά της ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…………», που φέρεται ότι το απέκτησε μετά την παροχή των ενδίκων υπηρεσιών θαλάσσιας αρωγής με αγορά από την εφεσίβλητη, απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη ως ουσιαστικά αβάσιμη, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου που αντιστοιχούσε στο, παραμείναν μέχρι τη συζήτησή της καταψηφιστικό, αντικείμενό της, ως προς αμφότερες τις εναγόμενες, ενεχόμενες εις ολόκληρον κατά το άρθρο 479 ΑΚ, χωρίς να επακολουθήσει έρευνα ούτε της ανακοίνωσης της δίκης στην οποία προέβη παραδεκτώς όπως κρίθηκε η ήδη εφεσίβλητη με αυτοτελές δικόγραφο στο οποίο ένωσε και προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέμβαση της προς ην η ανακοίνωση αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» ούτε της πρόσθετης παρέμβασης που άσκησε παραδεκτώς όπως κρίθηκε η τελευταία υπέρ της προσεπικαλέσασας η ως άνω δικονομική της εγγυήτρια, που είχε ασφαλίσει την πλοιοκτήτρια και για την αστική της ευθύνη έναντι τρίτων από τη λειτουργία του διασωθέντος σκάφος της και διατηρούσε έννομο συμφέρον συμμετοχής στη δίκη, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή ασφαλιστικής αποζημιώσεως σε περίπτωση ήττας της υπέρ ης η παρέμβασή της ούτε του ισχυρισμού της παρεμβάσας περί της υπαγωγής της διαφοράς για τον καθορισμό της αμοιβής του ενάγοντος σε διαιτησία στο Λονδίνο με ρήτρα που περιελήφθη στην επίδικη σύμβαση θαλάσσιας αρωγής, για την οποία χρησιμοποιήθηκε το οικείο στερεότυπο συμφωνητικό των Lloyds, ενώ απερρίφθη ως υποβληθείσα με την προσθήκη στις προτάσεις του και, επομένως, απαραδέκτως, η δήλωση του ενάγοντος περί παραιτήσεώς του από το δικόγραφο της αγωγής του ως προς την «από συγγνωστή πλάνη» εναχθείσα δεύτερη εναγόμενη, που απέκτησε το σκάφος μετά τη γέννηση της επίδικης απαίτησης. Την έφεσή του αυτή, στην οποία επισύναψε το αποδεικτικό της καταβολής του δικαστικού ενσήμου έγγραφο, την οποία επέγραψε ως κοινοποιούμενη στην ναυτιλιακή εταιρία «………..», «προκειμένου να λάβει γνώση της παραίτησης από το δικόγραφο της αγωγής» και αντίγραφο του δικογράφου της οποίας πράγματι επέδωσε τόσο στην προς ην η κοινοποίηση (βλ. την υπ’ αριθμ. ……../24.2.2022 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……), όσο και προς την ως άνω δικονομική εγγυήτρια της εφεσίβλητης (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……/3.3.2022 και ……../11.2.2022 επιδοτήριες εκθέσεις του αυτού ως άνω δικαστικού επιμελητή και του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ………… αντίστοιχα), ο εκκαλών έστρεψε κατά μόνης της τελευταίας. Κατά δε τη συζήτηση της έφεσης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου ο μεν εκκαλών δεν εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αργύρη Κουτσούκο, ο οποίος στις 28.4.2022 κατέθεσε στην αρμόδια γραμματέα δήλωση του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ ότι επιθυμεί τη συζήτηση της εφέσεως χωρίς να παραστεί κατ’ αυτήν και προκατέθεσε τις προτάσεις του, στις οποίες επανέλαβε την ως προς τη ναυτιλιακή εταιρία «…………» παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής «προκειμένου, ως μη πλέον διάδικος αυτή στην παρούσα δίκη, να απέχει από την κατάθεση προτάσεων και σχετικών προς αποφυγή πραγματοποίησης εξόδων από την πλευρά της», για δε την ασφαλίστρια της εφεσίβλητης εμφανίστηκε η πληρεξούσια δικηγόρος της Κωνσταντίνα Παπακώστα, η οποία δήλωσε ότι ασκεί πρόσθετη παρέμβαση υπέρ αυτής (εφεσίβλητης) με αίτημα την απόρριψη της εφέσεως και κατέθεσε τις προτάσεις της, με τις οποίες επανέφερε τον ισχυρισμό της περί συμβατικής υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και μετά την δικονομική αυτή εξέλιξη πρέπει: Α] να απορριφθεί ως απαράδεκτη η δήλωση του εκκαλούντος ότι παραιτείται από το δικόγραφο της αγωγής του ως προς τη ναυτιλιακή εταιρία «……………», κατά της οποίας δεν απηύθυνε την έφεσή του, με αποτέλεσμα ούτε αυτή να προσλάβει τη ιδιότητα της εφεσίβλητης ούτε η πρωτόδικη απόφαση να μεταβιβαστεί στο δεύτερο βαθμό ως προς την αντίστοιχη απορριπτική κρίση της ούτε ως προς την ίδια εταιρία να αναβιώσει η εκκρεμοδικία, ώστε να καταστεί δυνατόν να ερευνηθεί το κύρος της παραιτήσεως, Β] να απορριφθεί ως απαράδεκτη η πρόσθετη παρέμβαση της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..», που δεν ασκήθηκε με δικόγραφο, χωρίς την παράλειψη αυτή να δύναται να αναπληρώσει η εμφάνιση της πληρεξουσίας της δικηγόρου στο ακροατήριο και η υποβολή εκ μέρους της προτάσεων στο Δικαστήριο και Γ] να απορριφθεί η ένδικη έφεση λόγω της μη κανονικής παράστασης του εκκαλούντος στο ακροατήριο, καθόσον, ειδικότερα, πρέπει αυτός να θεωρηθεί δικονομικώς απών και να απορριφθεί η έφεσή του κατ’ ουσίαν, αφού η επισύναψη στο εφετήριο του αποδεικτικού καταβολής του δικαστικού ενσήμου θα είχε ως συνέπεια την άνευ ετέρου εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την προφορική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την οποία δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση του εκκαλούντος με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο δεν θα ερευνήσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα της υπαγωγής της υπόθεσης σε διαιτησία, καθόσον η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας ελέγχεται μόνον κατ’ ένσταση (άρθρο 263 ΚΠολΔ) και τέτοια ουδέποτε κατά τη διάρκεια της αντιδικίας προβλήθηκε από την εφεσίβλητη, η δε αναφορά της προσθέτως στον πρώτο βαθμό παρεμβάσας σε ύπαρξη σχετικής συμφωνίας δεν θα ασκούσε σε κάθε περίπτωση έννομη επιρροή, αφού οι διαδικαστικές ενέργειες αλλά και οι πραγματικοί ισχυρισμοί αυτής περιορίζονται από το συμφέρον της υπέρ ης ασκήθηκε η παρέμβαση, η οποία δια της αποδοχής της δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου (πολιτειακού) Δικαστηρίου εξέφρασε σαφώς τη βούλησή της να μην εκδικαστεί η διαφορά από διαιτητικό όργανο (Κ. Μακρίδου, Έλεγχος της διαιτητικής συμφωνίας από τα πολιτικά δικαστήρια και παραπομπή στη διαιτησία, Διαιτησία 2018/318 επομ. [320]. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος δικαιοδοτικού βαθμού, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβάλει αίτημα, θα επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας ερήμην του εκκαλούντος και με την παρουσία της εφεσίβλητης.
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 5.5.2022 πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε υπέρ της εφεσίβλητης η ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………..».
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 19.7.2021 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../20.7.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1271/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε χίλια ευρώ (1.000 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ