Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 129/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης   129/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας καθ’ης η ανακοπή: Της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ……………. και νόμιμα εκπροσωπουμένης από την ασφαλιστική εκκαθαρίστρια αυτής ……………η οποία (εταιρεία) εκπροσωπήθηκε εν προκειμένω από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Δημήτριο Ψυχάρη.

Του εφεσίβλητου ανακόπτοντος: Του Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό των Οικονομικών, που κατοικεί στην Αθήνα (οδός …………), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξουσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αικατερίνη Κατίου.

Το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο ζήτησε να γίνει δεκτή η από 12.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………../13.12.2019)  ανακοπή του του άρθρου 242 παρ.2 του ν. 4364/2016, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Eπί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η υπ’αριθμ. 3428/2020 απόφαση, με την οποία κηρύχθηκε το ανωτέρω Δικαστήριο καθ’ύλην και κατά τόπον αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς και παραπέμφθηκε η ανακοπή προς συζήτηση στο αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση στο ανωτέρω Δικαστήριο με την από 4.8.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./2020) κλήση του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, εκδοθείσης στη συνέχεια επί της ανακοπής του, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της υπ’αριθμ.1702/2020 οριστικής απόφασης του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και διατάχθηκαν τα ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής αναφερόμενα.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό καθ’ης η ανακοπή με την ασκηθείσα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από 2.2.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………/2.2.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../7.5.2021 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 13ης.1.2022, κατά την οποία η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εκκαλούσας – καθ’ης η ανακοπή και  η Δικαστική Πληρεξουσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους του εφεσίβλητου – ανακόπτοντος, στους οποίους δόθηκε διαδοχικά ο λόγος από τη Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 235 του ν. 4364/2016, ο οποίος εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση λόγω του χρόνου θέσης σε εκκαθάριση της εκαλούσας – καθ’ης η ανακοπή ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας (23.2.2018): «1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση. …3. Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ.  4.Τριάντα (30) ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της….». Κατά το άρθρο 239 του ίδιου Νόμου: «1…. 2…. 3. Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης …». Κατά το άρθρο 240 του ίδιου Νόμου: «1. Οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις έχουν απόλυτη προνομιακή μεταχείριση έναντι οποιοσδήποτε άλλης απαιτήσεως κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, στο σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης…». Κατά το άρθρο 242 του ίδιου Νόμου: «1. Αμέσως μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη θέση της σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σφράγιση, απογραφή και εν συνεχεία αποσφράγιση των κεντρικών γραφείων, των υποκαταστημάτων και των γραφείων εξυπηρέτησης της επιχείρησης σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ… 2. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το διορισμό του ή από την πάροδο του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 4 του άρθρου 235 του παρόντος, τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια (1) φορά την εβδομάδα, επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες, σε πέντε (5) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, καθώς και στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Οι αναγγελίες απαιτήσεων γίνονται δεκτές εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, αρχίζει το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις που δεν αμφισβητούνται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή με απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου, εναντίον της οποίας δεν έχει ασκηθεί αγωγή ακύρωσης εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΠολΔ προθεσμίας, ή αυτή έχει απορριφθεί τελεσίδικα. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής δημοσιεύει κατάσταση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται: α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρηθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης, γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Στην ανωτέρω κατάσταση περιλαμβάνονται και εκείνες οι απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα, με αναφορά στο ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και στο τυχόν ποσό που εκτιμά ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ότι αναλογεί στην απαίτηση. Μέσα σε δύο (2) μήνες από την λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών, η ως άνω κατάσταση αναρτάται στην ιστοσελίδα της επιχείρησης και η ανακοίνωση της καταχώρησής της δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία (1) τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία (1) φορά την εβδομάδα επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο». Εν προκειμένω η κρινόμενη από 2.2.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/2.2.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/7.5.2021 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό καθ’ης η από 12.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./13.12.2019)  ανακοπή του άρθρου 242 παρ.2 του ν. 4364/2016, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας – τελούσας υπό καθεστώς εκκαθάρισης λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, κατά της υπ’αριθμ. 1702/2020 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επί της ανωτέρω ασκηθείσης ανακοπής του νυν εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, διώκουσας τη μεταρρύθμιση της δημοσιευθείσας από τη διορισθείσα ασφαλιστική εκκαθαρίστρια κατάστασης των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, προκειμένου να περιληφθεί σ’αυτήν και ικανοποιηθεί η εμπροθέσμως αναγγελθείσα απαίτηση του ανακόπτοντος σε βάρος της καθ’ης η ανακοπή, συνολικού ποσού 222.482,65 ευρώ, πλέον τόκων, που συνιστά την οφειλόμενη αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του από τις δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε, προς αντιμετώπιση της προκληθείσας από ασφαλισμένο στην αντίδικό του πλοίο, που βυθίσθηκε έμφορτο στη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, ρύπανση και με την οποία (απόφαση) έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η ανακοπή ως κατ’ουσίαν βάσιμη και διατάχθηκε η μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης κατάστασης για να συμπεριληφθεί σ’αυτήν η ως άνω απαίτηση του ανακόπτοντος, με το νόμιμο τόκο, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αναφερόμενα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.1, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ και 242 παρ.2 εδαφ. προτελευταίο του ν.4364/2016), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 2.2.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ ………./2.2.2021), εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην καθ’ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, που συντελέσθηκε, με την επιμέλεια του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, στις 8.1.2021, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του διενεργήσαντος την επίδοση Δικαστικού Επιμελητή στο προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα επικυρωμένο αντίγραφο της πρωτόδικης απόφασης, ενώ επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την  ανωτέρω κατά την κατάθεση του ένδικου μέσου το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 στοιχ.γ΄ του ΚΠολΔ παράβολο και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση, η οποία παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμοδίου προς εκδίκασή της (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης.

Το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο με την από 12.12.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/13.12.2019) ανακοπή του άρθρου 242 παρ.2 του ν.4364/2016, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενο ότι διατηρεί ευθεία απαίτηση σε βάρος της καθ’ης, ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, τελούσας υπό καθεστώς εκκαθάρισης λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, συνολικού ποσού 222.482,65 ευρώ, που συνιστά την οφειλόμενη αποζημίωσή του για την αποκατάσταση ισόποσης περιουσιακής ζημίας, που υπέστη και συγκεκριμένα για τις αναφερόμενες στο δικόγραφο δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε προς αντιμετώπιση της προκληθείσης ρύπανσης από το δεξαμενόπλοιο με την ονομασία «ΑΙ», ασφαλισμένο στην καθ’ης για την κάλυψη της αστικής ευθύνης της πλοιοκτήτριας αυτού έναντι τρίτων σε περίπτωση ζημίας από ρύπανση, που βυθίσθηκε έμφορτο στις 5.3.2012 στη θαλάσσια περιοχή του κόλπου στης Ελευσίνας (απασχόληση προσωπικού του Λιμενικού Σώματος, χρήση πλωτών, χερσαίων και εναέριων μέσων, εξοπλισμού και μέσων απορρύπανσης, κυριότητάς του), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο δικόγραφο εκτιθέμενα, με βάση κυρίως μεν τις διατάξεις του άρθρου VII παρ.8 της «Διεθνούς Σύμβασης του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο», άλλως επικουρικώς τις διατάξεις της «Διεθνούς Σύμβασης για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης, 2001», που έχουν αμφότερες κυρωθεί στην Ελλάδα και αποκτήσει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος, καθώς και ότι την ανωτέρω απαίτησή του, για την οποία έχει ασκήσει σε βάρος της αντιδίκου του και της πλοιοκτήτριας εταιρείας, προ της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της καθ’ης, αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητώντας την επιδίκαση του ίδιου χρηματικού ποσού ως αποζημίωσή του για την αυτή αιτία, ανήγγειλε εμπρόθεσμα και νομότυπα στη διορισθείσα ασφαλιστική εκκαθαρίστρια, πλην όμως η τελευταία, στην κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση που κατήρτισε και δημοσίευσε στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα της καθ’ης, συμπεριέλαβε μεν το ίδιο ως δικαιούχο, αλλά εκτίμησε εσφαλμένα ότι αναλογεί στην απαίτησή του μηδενικό ποσό, παρότι η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης είχε δηλωθεί με την ως άνω αγωγή του και είχε καταχωρηθεί στα βιβλία της καθ’ης, ζήτησε, προβάλλοντας αντιρρήσεις κατά της εν λόγω κατάστασης, τη μεταρρύθμισή της, προκειμένου να συμπεριληφθεί και το ίδιο σ’αυτήν ως δικαιούχος απαίτησης από ασφάλιση για το συνολικό ποσό των 222.482,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από την επίδοση της ως άνω αγωγής μέχρι τις 23.2.2018, όταν η καθ’ης τέθηκε σε εκκαθάριση και την καταδίκη της στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανακοπής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η υπ’αριθμ. 3428/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο κηρύχθηκε καθ’ύλην και κατά τόπον αναρμόδιο προς εκδίκασή της, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς, που έγινε δεκτό ότι έχει αιτία τη θαλάσσια ασφάλιση και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς συζήτηση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο. Ακολούθως με την από 4.8.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../2020) κλήση του ανακόπτοντος εισήχθη η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, εκδοθείσης στη συνέχεια επί της ανακοπής, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, της υπ’αριθμ.1702/2020 οριστικής απόφασης του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα και απορρίφθηκαν οι προβληθείσες αιτιάσεις της καθ’ης, που αφορούσαν στο ορισμένο της αναγγελίας της απαίτησης του ανακόπτοντος, στην υποχρέωσή της προς καταβολή του ποσού της απαίτησης αυτής ως ασφαλιστικής εταιρείας του βυθισθέντος και προκαλέσαντος τη ρύπανση πλοίου στον ευρύτερο θαλάσσιο χώρο του ναυαγίου με βάση τις διατάξεις των αναφερομένων στην ανακοπή Διεθνών Συμβάσεων και στο επικαλούμενο ύψος των δαπανών απορρύπανσης, στη συνέχεια έγινε δεκτή η ανακοπή καθ’ολοκληρίαν και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και διατάχθηκε η μεταρρύθμιση της προσβαλλόμενης κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση της ασφαλιστικής εκκαθαρίστριας, ούτως ώστε να συμπεριληφθεί σ’αυτήν η αναγγελθείσα απαίτηση του ανακόπτοντος, συνολικού ποσού 222.482,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση στην καθ’ης στις 27.2.2015 της αγωγής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς μέχρι τις 23.2.2018, ημερομηνία, που η ασφαλιστική εταιρεία τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης και καταδικάσθηκε η τελευταία λόγω της ήττας της στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 300 ευρώ. Κατά της προαναφερθείσας απόφασης άσκησε η καθ’ης, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της απόφασης αυτής, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά του ανακόπτοντος την κρινόμενη από 2.2.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./2.2.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./7.5.2021 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεσή της, με την οποία πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για τους ειδικότερα παρατιθέμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσον αφορά την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του ορισμένου της αναγγελίας της απαίτησης του ανακόπτοντος στην ασφαλιστική εκκαθαρίστρια, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της «Διεθνούς Σύμβασης του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο», σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά την κρίση του επί της υποχρέωσής της από την ασφαλιστική σύμβαση για την αποκατάσταση της ζημίας του αντιδίκου της και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων επί των παραδοχών της εκκαλουμένης αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης και συγκεκριμένα επί του ύψους των δαπανών του ανακόπτοντος για την αντιμετώπιση της προκληθείσης από τη βύθιση του πλοίου ρύπανσης, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και κρατηθεί στη συνέχεια και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος της ασκηθείσα ανακοπή.Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016 σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης, ενώ όπως σε κάθε συλλογική διαδικασία ικανοποίησης των πιστωτών, η προηγουμένη αναγγελία των ασφαλισμένων προς τον εκκαθαριστή είτε έχουν αξίωση σε ασφάλισμα είτε σε αξία εξαγοράς, είναι αναγκαία, προκειμένου να συμπεριληφθούν στην κατάσταση δικαιούχων. Εξάλλου, η αναγγελία αποτελεί δήλωση βούλησης με μορφή «ανακοίνωσης παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον εκκαθαριστή την ύπαρξη της απαίτησής του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησης του αναγγελλομένου, καθώς και το ύψος αυτής, ενώ θα πρέπει να κατατίθενται, μαζί με την αναγγελία, όλα τα δικαιολογητικά της απαίτησης στοιχεία, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην επαλήθευση της απαίτησης και του προνομιακού της χαρακτήρα (ΜονΕφΑθ 6/2022 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό με τις παραδοχές και τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της υπ’αριθμ.261/23.2.2018 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ.165/23.2.2018), ανακλήθηκε οριστικά η άδεια λειτουργίας της καθ’ης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, τέθηκε αυτή υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 109,111, 114, 220, 221 και 235 του ν.4364/2016 και διορίσθηκε ως ασφαλιστική της εκκαθαρίστρια η ……………, Ορκωτή Ελεγκτής – Λογίστρια, η οποία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ανωτέρω νόμου, κάλεσε τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, με σχετική ανακοίνωσή της, που δημοσιεύθηκε μία (1) φορά την εβδομάδα, επί τρείς (3) συνεχείς εβδομάδες, σε πέντε (5) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, αρχής γενομένης στις 23.3.2018, όταν και έλαβε χώρα η πρώτη δημοσίευση, καθώς και στην ιστοσελίδα της καθ’ης, να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους σε βάρος της καθ’ης, με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία, εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση.  Το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, με την από 19.7.2018, εμπρόθεσμη, όπως δεν αμφισβητήθηκε από την καθ’ης, αναγγελία του, που αυθημερόν κοινοποιήθηκε σ’αυτήν, ζήτησε να συμπεριληφθεί στον πίνακα δικαιούχων από ασφάλιση, που επρόκειτο να καταρτίσει και να δημοσιεύσει η διορισθείσα ασφαλιστική εκκαθαρίστρια, σύμφωνα με τα επίσης στην προαναφερθείσα διάταξη προβλεπόμενα, προκειμένου να ικανοποιηθεί απαίτησή του, συνολικού ποσού 222.482,65 ευρώ,  σε βάρος της καθ’ης, ως δαπάνες, στις οποίες ισχυρίσθηκε ότι υποβλήθηκε, προς έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της ρύπανσης, που προκλήθηκε στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας στις 5.3.2012 από τη βύθιση του εφοδιαστικού δεξαμενόπλοιου «ΑΙ», πιθανώς κατόπιν της πρόσκρουσής του σε προϋπάρχον ναυάγιο, ασφαλισμένου κατά το χρόνο του συμβάντος στην ως άνω υπό εκκαθάριση τελούσα ασφαλιστική εταιρεία για την κάλυψη της αστικής ευθύνης της πλοιοκτήτριας αυτού εταιρείας με την επωνυμία «………..» για την περίπτωση ζημίας από ρύπανση. Η ασφαλιστική εκκαθαρίστρια περιέλαβε μεν την συγκεκριμένη απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου στην κατάσταση δικαιούχων από ασφάλιση, που συνέταξε και δημοσίευσε, ως δικαστικά αμφισβητούμενη και ανέφερε το ποσό που διεκδικείται, πλην όμως εκτίμησε ότι στην εν λόγω απαίτηση αναλογεί μηδενικό ποσό, εξ ου και επακολούθησε εμπρόθεσμα από το ανωτέρω η άσκηση της ένδικης ανακοπής του, με βάση τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ν.4364/2016. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω αναγγελία του Ελληνικού Δημοσίου η απαίτηση του τελευταίου αφορούσε στο φερόμενο κόστος των ενεργειών απορρύπανσης, στις οποίες ισχυρίσθηκε αυτό ότι προέβη (απασχόληση/κινητοποίηση προσωπικού Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, απασχόληση πλωτών – χερσαίων – εναέριων μέσων, χρησιμοποίηση υλικών και εξοπλισμού απορρύπανσης, κυριότητάς του) μετά τη βύθιση του πλοίου και καταλογίσθηκε στην πλοιοκτήτρια εταιρεία, στο νόμιμο εκπρόσωπό της ………. και στην καθ’ης, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 04/2013/Αριθμ.Φακ.531.3-5/13/Αριθ.Σχεδ.3674/2.12.2013 Απόφαση καταλογισμού δαπανών απορρύπανσης, εκδοθείσα από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, ως εις ολόκληρον ενεχομένους για την καταβολή του ως άνω ποσού. Στην αυτή ως άνω αναγγελία αναφερόταν επίσης ότι το ανακόπτον είχε για την ικανοποίηση της εν λόγω απαίτησής του ήδη ασκήσει κατά της πλοιοκτήτριας και της καθ’ης, πριν η τελευταία τεθεί σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στο Ναυτικό Τμήμα αυτού) την από 24.2.2015 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./2015) αγωγή του, ζητώντας να υποχρεωθούν οι ανωτέρω εναγόμενες να του καταβάλουν, εκάστη εις ολόκληρον, ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας του, το αυτό ακριβώς ποσό των 222.4852,65 ευρώ, για το οποίο αναγγέλθηκε στην ασφαλιστική εκκαθαρίστρια, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, με βάση τις διατάξεις. κυρίως μεν της υπογραφείσας στις Βρυξέλλες στις 29.11.1969 Διεθνούς Σύμβασης «περί Αστικής Ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», με το συνημμένο σ’αυτήν παράρτημα, που κυρώθηκε με το ν.314/1976 (ΦΕΚ Α΄106/1976),  όπως η Σύμβαση αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το πρωτόκολλο της 27.11.1992, που υιοθετήθηκε κατά τη Διεθνή Διάσκεψη του Λονδίνου και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το π.δ. 197/1998, άλλως επικουρικώς με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1,3 και 7 παρ.10 του ν.3393/2005 (ΦΕΚ Α΄242), με τον οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα η Διεθνής Σύμβαση για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης, επικαλούμενο περαιτέρω ότι επί της αγωγής του αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ.3825/2015 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η αναβολή της συζήτησής της μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 15.1.2014  και με αριθμ.καταθ………/2014 προσφυγής, που είχε ασκήσει η πλοιοκτήτρια εταιρεία ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της προαναφερθείσας Απόφασης καταλογισμού δαπανών απορρύπανσης του Κεντρικού Λιμενάρχη Ελευσίνας. Επιπροσθέτως προσκόμισε στην ασφαλιστική εκκαθαρίστρια ως δικαιολογητικά στοιχεία της αναγγελθείσας απαίτησής του, προκειμένου η ανωτέρω να προβεί στην επαλήθευση αυτής και να τη συμπεριλάβει στην κατάσταση δικαιούχων από ασφάλιση, που θα κατήρτιζε και στη συνέχεια θα δημοσίευε, τα από 7.10.2011 πιστοποιητικά ασφάλισης του πλοίου σχετικά με την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο και για ζημία από ρύπανση πετρελαίου κίνησης, τα οποία εξέδωσε το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά και με τα οποία πιστοποιείτο ότι, όσον αφορά το ως άνω πλοίο, υφίστατο σε ισχύ ασφαλιστική σύμβαση με την καθ’ης για το χρονικό διάστημα από 22.9.2011 έως 22.9.2021 με βάση τις διατάξεις του άρθρου VII  της Διεθνούς Σύμβασης του 1992 για την Αστική Ευθύνη Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο και με βάση τις διατάξεις του άρθρου 7 της Διεθνούς Σύμβασης για την Αστική Ευθύνη για Ζημία από Ρύπανση Πετρελαίου Κίνησης, 2001, την ως άνω αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και την εκδοθείσα επ’αυτής απόφαση, την προαναφερθείσα απόφαση του Κεντρικού Λιμενάρχη του Πειραιά περί καταλογισμού του ποσού των δαπανών απορρύπανσης στην πλοιοκτήτρια, στο νόμιμο εκπρόσωπο αυτής και στην καθ’ης – ασφαλιστική εταιρεία, ως εις ολόκληρον ευθυνομένους για την καταβολή του (στην οποία έχουν περιληφθεί συγκεντρωτικοί πίνακες για τον πληρέστερο προσδιορισμό του ύψους του καταλογισθέντος ποσού, όπου αναφέρονται σε κάθετες στήλες όσον αφορά τα πλωτά, χερσαία και εναέρια μέσα, που χρησιμοποιήθηκαν στο συμβάν, ποια συγκεκριμένα ήταν τα μέσα αυτά, οι ώρες λειτουργίας εκάστου και το ποσό της ωριαίας χρέωσης, κατά περίπτωση οι ώρες αναμονής εκάστου και το αντίστοιχο ποσό της ωριαίας χρέωσης, καθώς και το συνολικό ποσό της χρέωσης για το κάθε μέσο, αλλά και συνολικά για όλα τα μέσα της κάθε κατηγορίας, όσον αφορά το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Ακτοφυλακής ανά υπηρεσία, που απασχολήθηκε, οι συνολικές ώρες εργασίας τους εκτός ωραρίου κατά τις εργάσιμες ημέρες, το ποσό της ειδικής αποζημίωσης ανά ώρα, που δικαιούνται, οι ώρες που απασχολήθηκαν Σάββατα και αργίες και το αντίστοιχο ποσό της ειδικής αποζημίωσης ανά ώρα, το σύνολο της χρέωσης ανά υπηρεσία και συνολικά για όλες τις υπηρεσίες, σχετικά με το προσωπικό που απασχολήθηκε εντός ωραρίου ανά υπηρεσία, οι ώρες εργασίας τους, το μέσο μικτό ωρομίσθιο και οι συνολικές χρεώσεις ανά υπηρεσία και στο σύνολο και τέλος, όσον αφορά τον εξοπλισμό και τα υλικά απορρύπανσης, που χρησιμοποιήθηκαν, το είδος αυτών, η ποσότητα σε χιλιόγραμμα, η χρέωση ανά χιλιόγραμμο και η συνολική χρέωση ανά είδος, καθώς και το συνολικό ποσό της χρέωσης για τη συγκεκριμένη αιτία) και τέλος την με Αριθμ.Φακ………./30.6.2014 Τριπλότυπη Περιληπτική Κατάσταση βεβαίωσης Φόρου Καταλογισμού Δαπανών Δημοσίου οικονομικού έτους 2014, που παραλήφθηκε με την ΑΤΒ …………/7.8.2014 βεβαίωση της ΔΟΥ Πλοίων. Με βάση όσα προεκτέθηκαν, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ανωτέρω αναγγελία, που κοινοποιήθηκε στην ασφαλιστική εκκαθαρίστρια της καθ’ης, σε συνδυασμό με τα σ’αυτήν επισυναφθέντα δικαιολογητικά έγγραφα, τα οποία προαναφέρθηκαν, είναι απολύτως ορισμένη, ως περιέχουσα όλα τα αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του περιεχομένου της όσον αφορά την περιγραφή της απαίτησης του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία προσδιορίζεται επαρκώς και με σαφήνεια ως προς το είδος, την αιτία και το ύψος της, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στην εκκαθαρίστρια να προβεί στην επαλήθευση ή όχι της απαίτησης αυτής και να τη συμπεριλάβει ή όχι στην κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση που θα κατήρτιζε και θα δημοσίευε, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο της αναγγελίας η αναφορά των θαλάσσιων περιοχών, στις οποίες επιχείρησε το προσωπικό του ανακόπτοντος, τα συγκεκριμένα σημεία, στα οποία τοποθετήθηκε ο αντιρρυπαντικός εξοπλισμός, ο λόγος, που κατέστησε αναγκαία την αναμονή των πλωτών μέσων για τις αναφερόμενες στα επισυναφθέντα στην αναγγελία έγγραφα ώρες, καθώς και ειδικότερα στοιχεία περί του ευλόγου της καταβολής των δαπανών αυτών για την αντιμετώπιση της ρύπανσης, άπαντα τα οποία ανάγονται στην ουσία της υπόθεσης, δυνάμενα να προκύψουν από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας της ανακοπής και δεν αποτελούν απαραίτητα για το κύρος της αναγγελίας στοιχεία, η έλλειψη μνείας των οποίων θα την καθιστούσε αόριστη. Επισημαίνεται ότι κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου η αναγγελία του άρθρου 242 παρ.2 του ν.4364/2016 των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση προς τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή της υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταιρείας είναι άκυρη μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης σ’αυτήν είναι τόσο ελλιπής, ώστε να μη μπορεί ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής να ελέγξει τη βασιμότητά της, να προβεί στην επαλήθευσή της και να τη συμπεριλάβει στην κατάσταση δικαιούχων από ασφάλιση, που υποχρεούται να καταρτίσει και να δημοσιεύσει, συνεπώς, δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται κατά το άρθρο 216 του ΚΠολΔ όταν πρόκειται για αγωγή η ανακοπή, διότι δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 του ΚΠολΔ,  αφού, αφενός μεν πρόκειται  περί διαδικασίας και όχι περί δίκης, αφετέρου δε με την αναγγελία, που επιδίδεται στον ααφαλιστικό εκκαθαριστή, δε γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής βούλησης του αναγγελλόμενου δικαιούχου να συμπεριληφθεί η απαίτησή του, αφού επαληθευθεί, στην κατάσταση δικαιούχων από ασφάλιση του ασφαλιστικού εκκαθαριστή, προκειμένου να ικανοποιηθεί, ενώ αντίστοιχα ο τελευταίος δεν αποτελεί δικαστική αρχή, ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως όργανο της διαγραφομένης στην ως άνω διάταξη διαδικασίας, συντάσσοντας την κατάσταση αυτή, χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεων, εξ ου και η καταρτισθείσα κατάσταση υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο διά της υποβολής αντιρρήσεων με την προβλεπόμενη στην ίδια διάταξη ανακοπή. Επομένως, ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης δέχθηκε ότι η αναγγελία της απαίτησης του ανακόπτοντος, σε συνδυασμό με τα σ’αυτήν επισυναφθέντα έγγραφα, προς την ασφαλιστική εκκαθαρίστρια ήταν πλήρως και επαρκώς ορισμένη όσον αφορά τη διαλαμβανόμενη περιγραφή της απαίτησης του ανακόπτοντος, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την καθ’ης με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Για την αντιμετώπιση των κινδύνων από τη ρύπανση λόγω της μεταφοράς διά θαλάσσης του πετρελαίου, υπογράφηκε το έτος 1969 η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών ή CLC «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 314/1976, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο του 1976 που κυρώθηκε με το π.δ. 81/1989 και το Πρωτόκολλο του 1992 που κυρώθηκε με το π.δ. 197/1985, ονομάζεται δε, μετά την κύρωση των ως άνω Πρωτοκόλλων, Διεθνής Σύμβαση του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992). Κατά τους ορισμούς του άρθρου Ι της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου: «1. “Πλοίο” σημαίνει κάθε κινούμενο στη θάλασσα σκάφος καθώς και οποιουδήποτε τύπου θαλάσσιο ναυπήγημα που έχει κατασκευαστεί ή διαρρυθμιστεί για τη μεταφορά πετρελαίου χύμα ως φορτίου, με την επιφύλαξη ότι πλοίο ικανό να μεταφέρει πετρέλαιο χύμα και άλλα φορτία θεωρείται ως πλοίο μόνο όταν μεταφέρει πράγματι πετρέλαιο χύμα ως φορτίο καθώς και κατά τη διάρκεια κάθε ταξιδίου που ακολουθεί μια τέτοια μεταφορά, εκτός αν αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν σ’αυτό κατάλοιπα πετρελαίου χύμα από τη μεταφορά αυτή…5.”Πετρέλαιο” σημαίνει κάθε εμμένον ορυκτό πετρέλαιο υδρογονανθράκων, όπως το αργό πετρέλαιο, το μαζούτ, το βαρύ ντήζελ και λιπαντέλαιο, είτε μεταφέρεται επί πλοίου ως φορτίο, είτε στις δεξαμενές καυσίμων ενός τέτοιου πλοίου». Στο άρθρο ΙΙΙ παρ. 1 της Σύμβασης ορίζεται ότι: «Με εξαίρεση όσων ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού, ο πλοιοκτήτης κατά το χρόνο ενός περιστατικού, ή, σε περίπτωση που το περιστατικό αποτελείται από σειρά συμβάντων, κατά το χρόνο εμφάνισης του πρώτου από αυτά, είναι υπεύθυνος για κάθε ζημία ρύπανσης που προκλήθηκε από το πλοίο ως αποτέλεσμα του περιστατικού». Εξάλλου, στο άρθρο VII ορίζονται τα εξής: «1. Ο πλοιοκτήτης πλοίου νηολογημένου εις Συμβαλλόμενον Κράτος και μεταφέροντος ως φορτίον άνω των 2.000 τόννων πετρελαίου εις χύμα, υποχρεούται να διατηρή εν ισχύι ασφάλισιν ή άλλην χρηματικήν ασφάλειαν ως π.χ. εγγύησιν Τραπέζης ή πιστοποίησιν εκδοθείσαν υπό διεθνούς κεφαλαίου αποζημιώσεως, δια το ποσόν, όπερ προκύπτει εξ εφαρμογής των ορίων της ευθύνης των αναγραφομένων εν άρθρω V, προς κάλυψιν της ευθύνης αυτού δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως συμφώνως προς την παρούσαν Σύμβασιν. 2. Πιστοποιητικό που βεβαιώνει ότι υπάρχει σε ισχύ ασφάλιση ή άλλη χρηματική εξασφάλιση σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης αυτής, πρέπει να εκδίδεται για κάθε πλοίο, όταν η αρμόδια αρχή του Συμβαλλόμενου Κράτους αποφανθεί ότι έχουν ικανοποιηθεί οι απαιτήσεις της παραγράφου 1. Ως προς κάθε πλοίο νηολογημένο σε Συμβαλλόμενο Κράτος το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να εκδίδεται ή πιστοποιείται από την αρμόδια αρχή του κράτους νηολόγησης του πλοίου, ως προς κάθε πλοίο μη νηολογημένο σε Συμβαλλόμενο Κράτος, το πιστοποιητικό αυτό μπορεί να εκδίδεται ή πιστοποιείται από την αρμόδια αρχή οποιουδήποτε Συμβαλλόμενου Κράτους. Το πιστοποιητικόν τούτο έσται του προσηρτημένου τύπου και θα περιέχη τα κάτωθι στοιχεία: (α) Όνομα του πλοίου και λιμένα νηολογήσεως. (β) Όνομα του πλοιοκτήτου και τόπον ένθα ούτος έχει την κυρίαν έδραν των εργασιών του. (γ) Είδος ασφαλείας. (δ) Όνομα και τόπον της κυρίας έδρας των εργασιών του ασφαλιστού ή άλλου προσώπου παρέχοντος χρηματικήν ασφάλειαν και, όπου τούτο ενδείκνυται, τόπον εργασιών ένθα παρεσχέθη η ασφάλισις ή χρηματική ασφάλεια. (ε) Χρόνον ισχύος του πιστοποιητικού μη υπερβαίνοντα τον χρόνον διαρκείας της ασφαλίσεως ή άλλης χρηματικής ασφαλείας…8. Πάσα αξίωσις αποζημιώσεως δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως δύναται να εγερθή ευθέως εναντίον του ασφαλιστού ή άλλου προσώπου παρασχόντος χρηματικήν ασφάλειαν δια την ευθύνην του πλοιοκτήτου εκ ζημίας ρυπάνσεως…10. Συμβαλλόμενόν τι Κράτος δεν θα επιτρέπη εις πλοίον φέρον την σημαίαν του, εφ’ου εφαρμόζεται το παρόν άρθρον, να εκτελή πράξεις εμπορικάς, αν μην έχη εκδοθή το πιστοποιητικόν περί ου η παράγραφος 2 ή 12 του παρόντος άρθρου. 11. Υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων του παρόντος άρθρου, έκαστον Συμβαλλόμενον Κράτος θα μεριμνά δια της εσωτερικής του νομοθεσίας ίνα υπάρχη εν ισχύι ασφάλισις ή άλλη χρηματική ασφάλεια, εις ην έκτασιν προβλέπει η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου, εν σχέσει προς οιονδήποτε πλοίον οπουδήποτε και αν είναι τούτο νηολογημένον, εισπλέον ή αποπλέον εκ χωρικού αυτού λιμένος, καταπλέον ή αναχωρούν εξ αγωγού πετρελαίου εντός των χωρικών αυτού υδάτων, εάν το πλοίον πράγματι μεταφέρη πλέον των 2.000 τόννων πετρελαίου ως φορτίον εις χύμα […]». Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης 1992, αναφορικά με τον ορισμό του πλοίου, περιγράφονται σ’ αυτή δύο τύποι «πλοίων», δηλαδή (α) εκείνος που ορίζεται ως «το κινούμενο στη θάλασσα σκάφος, καθώς και οποιουδήποτε τύπου θαλάσσιο ναυπήγημα, που έχει κατασκευαστεί ή διαρρυθμιστεί για τη μεταφορά πετρελαίου χύμα ως φορτίου», και (β) εκείνος που ορίζεται ως «πλοίο ικανό να μεταφέρει πετρέλαιο χύμα και άλλα φορτία θεωρείται […]», δηλαδή το πλοίο «μικτού φορτίου». Η διατυπούμενη στον ορισμό αυτό σχετική επιφύλαξη, αφορά μόνο στα πλοία μικτού φορτίου, δηλαδή σε εκείνα που είναι «ικανά να μεταφέρουν πετρέλαιο χύμα και άλλα φορτία», και όχι γενικώς σε όλα τα πλοία και, επομένως, τα πλοία της πρώτης περίπτωσης (δεξαμενόπλοια), για να χαρακτηρισθούν ως τέτοια, δεν απαιτείται ως προϋπόθεση και η μεταφορά πράγματι πετρελαίου χύμα ως φορτίου (Ολ. ΑΠ 23/2006). Υιοθετείται, δηλαδή, γι’ αυτά το κατασκευαστικό κριτήριο και έτσι καλύπτονται από τον ορισμό τα δεξαμενόπλοια είτε ταξιδεύουν υπό έρμα είτε δεν ταξιδεύουν, αλλά βρίσκονται σε λιμένα έμφορτα ή άφορτα. Επίσης, από τον παραπάνω ορισμό του πλοίου, σε συνδυασμό και με τον ορισμό του πετρελαίου στο άρθρο Ι παρ.5, όπου αναφέρεται γι’ αυτό «είτε μεταφέρεται επί πλοίου ως φορτίο, είτε στις δεξαμενές καυσίμων ενός τέτοιου πλοίου», συνάγεται ότι η Σύμβαση 1992 εφαρμόζεται όχι μόνον όταν μεταφέρεται πετρέλαιο χύμα ως εμπόρευμα αλλά και σε περίπτωση διαρροής πετρελαίου που μεταφέρεται ως καύσιμο από πλοίο υπό την εκτεθείσα έννοια (όχι δηλαδή από οποιοδήποτε άλλο τύπο πλοίου). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η Διεθνής Σύμβαση 1992 καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του πλοιοκτήτη για τις ζημιές που προκλήθηκαν από ρύπανση της θάλασσας λόγω διαφυγής ή διαρροής πετρελαίου από το πλοίο του, αφού για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης αυτού δεν απαιτείται πταίσμα του. Πρόκειται για ευθύνη από διακινδύνευση, δηλαδή ευθύνη που συνδέεται με την ιδιαίτερα επικίνδυνη δραστηριότητα της μεταφοράς πετρελαίου με δεξαμενόπλοια. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί έκφανση της γενικής αρχής της διεθνούς νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος «ο ρυπαίνων πληρώνει», σύμφωνα με την οποία αυτός που προκάλεσε τη θαλάσσια ρύπανση οφείλει αποζημίωση για τις ζημιές που προήλθαν από αυτή. Η καθιερούμενη ως άνω ευθύνη του πλοιοκτήτη είναι, εκτός από αντικειμενική, και αποκλειστική, καθόσον οι σχετικές αξιώσεις αποζημίωσης μπορούν να ασκηθούν μόνον κατ’αυτού με αποκλεισμό της παράλληλης εφαρμογής, μαζί με τις διατάξεις της Σύμβασης 1992, και άλλων διατάξεων (άρθρο ΙΙΙ παρ. 4). Ωστόσο η εν λόγω ρύθμιση, προϊόν συμβιβασμού αντίθετων συμφερόντων, συνδυάζει την αυστηρότητα ως προς τη θεμελίωση της ευθύνης με έναν ποσοτικό περιορισμό αυτής, με κριτήριο τη χωρητικότητα του πλοίου που προβλέπεται στο άρθρο V. H Διεθνής Σύμβαση 1992, με σκοπό την εξασφάλιση της αποζημίωσης των ζημιωθέντων από τη ρύπανση, θέσπισε υποχρέωση του πλοιοκτήτη για ασφάλιση της αστικής του ευθύνης, σχετικά με τις ζημίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μέχρι το ποσό που αντιστοιχεί στο προβλεπόμενο από το άρθρο V όριο ευθύνης. Μάλιστα, για να είναι πιο αποτελεσματική η ασφαλιστική κάλυψη θεσπίστηκε, με το άρθρο VΙΙ παρ. 8, δικαίωμα ευθείας εναγωγής των ζημιωθέντων τρίτων κατά του ασφαλιστή. Η ευθεία αυτή αξίωση του τρίτου θεμελιώνεται στην παραπάνω διάταξη, προϋπόθεση, όμως, για τη γένεση του δικαιώματος αυτού αποτελεί η ασφαλιστική σύμβαση, με την έννοια ότι δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη του ασφαλιστή χωρίς να υπάρχει σύμβαση ασφάλισης. Παράλληλα, για την αποτελεσματικότητα της ασφαλιστικής κάλυψης, προβλέφθηκε, σε επίπεδο προληπτικού ελέγχου, και η έκδοση βεβαιωτικού πιστοποιητικού. Κάθε συμβαλλόμενο κράτος υποχρεούται να εκδίδει για τα νηολογημένα σε αυτό πλοία πιστοποιητικό, που να βεβαιώνει ότι υπάρχει σε ισχύ ασφάλιση ή άλλη χρηματική εξασφάλιση με το ελάχιστο περιεχόμενο που ορίζει η Διεθνής Σύμβαση. Οφείλει δε να απαγορεύει στα πλοία που φέρουν τη σημαία του να διενεργούν εμπορικές πράξεις, χωρίς προηγουμένως να έχουν εφοδιασθεί με το εν λόγω πιστοποιητικό. Κατά κανόνα, χορηγείται από τις ασφαλιστικές εταιρείες η λεγόμενη «Μπλέ κάρτα», με την οποία βεβαιώνουν την κάλυψη του ασφαλισμένου ιδιοκτήτη για την προβλεπόμενη στη σύμβαση ζημία και με βάση το έγγραφο αυτό τα συμβαλλόμενα κράτη εκδίδουν το προαναφερόμενο πιστοποιητικό, το οποίο φέρεται πάντα πάνω στο πλοίο. Mε την υπ’ αριθμ. 3232.10/4/96 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β/111/23-2-1996), που εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα VII και XII (δις) του π.δ. 197/1996, καθορίστηκε κοινός τύπος πιστοποιητικού ασφάλισης ή άλλης χρηματικής εξασφάλισης αναφορικά με την αστική ευθύνη για ζημιές ρύπανσης από πετρέλαιο, βάσει της Διεθνούς Σύμβασης 1992. Κατά συνέπεια, η έκδοση από τις αρμόδιες αρχές συμβαλλόμενου κράτους του προβλεπόμενου από τη Διεθνή Σύμβαση ως άνω πιστοποιητικού, με βάση την ως άνω σχετική βεβαίωση του ασφαλιστή, χωρίς να τίθεται σ’ αυτή οποιοσδήποτε άλλος όρος ή προϋπόθεση, σημαίνει ότι υφίσταται σε ισχύ ασφάλιση με τις προϋποθέσεις της Διεθνούς Σύμβασης 1992 και, συνακόλουθα, όπως επιβάλλεται για την ασφάλεια των συναλλαγών, ότι η ασφαλιστική αυτή σύμβαση καταρτίστηκε στο πλαίσιο της υποχρεωτικής, κατά το άρθρο VΙΙ παρ. 1, ασφάλισης της αστικής ευθύνης του πλοιοκτήτη, που επιτρέπει, όπως ήδη εκτέθηκε, την ευθεία εναγωγή του ασφαλιστή από το ζημιωθέντα τρίτο. Περαιτέρω, κατόπιν διαπραγματεύσεων και συγκερασμού αντίθετων συμφερόντων και προκειμένου να μην επιβαρυνθούν με την υποχρεωτική ασφάλιση και τα φορτηγά πλοία ξηρού χύδην φορτίου, που περιστασιακά μετέφεραν τότε μικρές ποσότητες πετρελαίου, τέθηκε με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου VΙΙ παρ. 1 ένα ποσοτικό όριο για την υποχρεωτική ασφάλιση, μόνον γι’αυτή βέβαια και όχι για την εφαρμογή των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης. Ειδικότερα, ορίστηκε ότι «Ο πλοιοκτήτης πλοίου νηολογημένου εις Συμβαλλόμενον Κράτος και μεταφέροντος ως φορτίον άνω των 2.000 τόννων πετρελαίου εις χύμα, υποχρεούται να διατηρή εν ισχύι ασφάλισιν ή άλλην χρηματικήν ασφάλειαν […], δια το ποσόν, όπερ προκύπτει εξ εφαρμογής των ορίων της ευθύνης των αναγραφομένων εν άρθρω V, προς κάλυψιν της ευθύνης αυτού δια ζημίαν εκ ρυπάνσεως συμφώνως προς την παρούσαν Σύμβασιν». Από το περιεχόμενο αυτό της ανωτέρω διάταξης, σε συνδυασμό με το σκοπό που αυτή υπηρετεί, δηλαδή την αύξηση της προστασίας του ζημιωθέντος από τη ρύπανση, προκύπτει ότι η υποχρέωση των πλοιοκτητών για ασφάλιση της αστικής ευθύνης τους για ζημίες από ρύπανση αφορά κάθε δεξαμενόπλοιο του οποίου η μεταφορική ικανότητα υπερβαίνει τους 2.000 τόνους πετρελαίου χύμα, αφού, όπως εκτέθηκε, ο ορισμός του «πλοίου», κατά τη Διεθνή Σύμβαση 1992, καλύπτει όλα τα δεξαμενόπλοια, που είναι ικανά να μεταφέρουν φορτίο πετρελαίου χύμα, ανεξάρτητα από την πραγματική μεταφορά και, συνεπώς, και η λήψη της συγκεκριμένης οικονομικής εξασφάλισης σχετίζεται με την ικανότητα του πλοίου να μεταφέρει ποσότητα εμμένοντος πετρελαίου άνω των 2.000 τόνων. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παρέμενε ανασφάλιστος ο κίνδυνος ρύπανσης, λόγω διαρροής καυσίμων που εμπεριέχουν εμμένον πετρέλαιο, από δεξαμενόπλοια που πλέουν υπό έρμα (πλοίο κενό φορτίου), καίτοι αυτά θεωρούνται ως «πλοία», κατά τη Διεθνή Σύμβαση. Πέραν αυτού, το ως άνω κριτήριο της μεταφορικής ικανότητας του δεξαμενόπλοιου συνιστά, οπωσδήποτε, ένα σταθερό μέγεθος σε σύγκριση με το ρευστό και ασταθές μέγεθος του πράγματι μεταφερόμενου κατά τη στιγμή της ρύπανσης φορτίου. Άλλωστε, σταθερό κριτήριο, ήτοι αυτό της χωρητικότητας του πλοίου, χρησιμοποιεί ο διεθνής νομοθέτης και για τον περιορισμό της ευθύνης του πλοιοκτήτη στο προβλεπόμενο στο άρθρο V ποσό, το οποίο είναι ίσο με αυτό της απαιτούμενης ασφαλιστικής κάλυψης. Επίσης, ο χρόνος ισχύος του εκδιδόμενου από κάθε συμβαλλόμενο κράτος για τα νηολογημένα σε αυτό πιστοποιητικού, που συνδέεται με τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης, βρίσκει αληθές νόημα και συνάδει με την ασφάλεια των συναλλαγών, όταν προσδιορίζεται με κριτήρια σταθερά, όπως είναι η μεταφορική ικανότητα του πλοίου, και όχι περιστασιακά και ασταθή, όπως είναι η μεταφερόμενη πράγματι ποσότητα πετρελαίου κατά τη στιγμή της ρύπανσης. Είναι προφανές ότι η έκδοση από τις αρμόδιες αρχές και η ισχύς του πιστοποιητικού ασφάλισης για ορισμένη χρονική διάρκεια εξαρτάται από την ύπαρξη της προβλεπόμενης σύμβασης ασφάλισης της αστικής ευθύνης και όχι από την πραγματική μεταφορά φορτίου εμμένοντος πετρελαίου άνω των 2.000 τόνων. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με τον επιδιωκόμενο από τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης σκοπό, αφού, παρά την αντικειμενική ευθύνη του πλοιοκτήτη, θα υποχρέωνε τον ζημιωθέντα από τη ρύπανση τρίτο να αποδείξει το πραγματικό φορτίο τη στιγμή της ρύπανσης, με προφανή τον κίνδυνο σε οριακές περιπτώσεις. Ενισχυτική της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης αποτελεί και η αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 7 του ν. 3393/2005, με τον οποίο κυρώθηκε η διεθνής σύμβαση για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης του 2001, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται η ασφάλιση της αστικής ευθύνης με βάση τη χωρητικότητα του πλοίου. Συγκεκριμένα ορίζεται με τη διάταξη αυτή «Ο εγγεγραμμένος στο νηολόγιο κύριος πλοίου, το οποίο έχει ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1000 κοχ και έχει νηολογηθεί σε Κράτος Μέρος, θα υποχρεούται να διατηρεί ασφάλιση ή άλλη χρηματική ασφάλεια, όπως εγγύηση τράπεζας ή συναφούς χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, για την κάλυψη της ευθύνης του εγγεγραμμένου στο νηολόγιο κυρίου για ζημία από ρύπανση που ανέρχεται σε ποσό ισοδύναμο […]». Περαιτέρω, ενόψει της επιβαλλόμενης ως άνω υποχρέωσης των συμβαλλόμενων κρατών, τα οποία οφείλουν να απαγορεύουν στα πλοία που φέρουν τη σημαία τους να διενεργούν εμπορικές πράξεις, αν δεν έχουν εφοδιασθεί με το εν λόγω πιστοποιητικό, και προκειμένου να αποφευχθεί η νόθευση των όρων του ανταγωνισμού, καθιερώνεται υποχρέωση αυτών (άρθρο VΙΙ παρ. 11) να επεκτείνουν με διατάξεις εθνικού δικαίου την υποχρέωση ασφάλισης σε κάθε πλοίο, ανεξαρτήτως σημαίας, που εισπλέει ή εκπλέει από εθνικό λιμένα ή καταπλέει στα χωρικά τους ύδατα και μεταφέρει πράγματι φορτίο πετρελαίου χύμα άνω των 2.000 τόνων, στo πλαίσιο δε αυτό κάθε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζει τα πιστοποιητικά που έχουν εκδοθεί από άλλα συμβαλλόμενα κράτη, έστω και αν αφορούν μη νηολογημένα σε αυτά πλοία. Η πιο πάνω διαδικαστικού χαρακτήρα διάταξη (παράγραφος 11 του άρθρου VΙΙ) σχετικά με τον έλεγχο των αναφερόμενων σ’αυτή πλοίων, στην οποία γίνεται ρητή αναφορά σε πράγματι μεταφερόμενη ποσότητα πετρελαίου άνω των 2.000 τόνων, ενισχύει την εκτεθείσα ως άνω ερμηνεία, ότι δηλαδή η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, στην οποία, αντιθέτως, δεν γίνεται λόγος για πράγματι μεταφερόμενη ποσότητα, επιβάλλει την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη των πλοίων με αποκλειστικό κριτήριο τη μεταφορική ικανότητα αυτών, αφού από την αντιπαραβολή των δύο διατάξεων προκύπτει σαφής νομοθετική βούληση για διαφορετική αντιμετώπιση των δύο περιπτώσεων ως προς το κριτήριο της επιβολής υποχρεωτικής ασφάλισης. Και τούτο, διότι, η επιβαλλόμενη στα συμβαλλόμενα κράτη υποχρέωση ελέγχου γίνεται «υπό την επιφύλαξη των διατάξεων» του ίδιου άρθρου, που ορίζουν, όσον αφορά τα νηολογημένα σε συμβαλλόμενο κράτος πλοία, την υποχρέωση του πλοιοκτήτη προς ασφάλιση με επιλογή του σταθερού κριτηρίου της μεταφορικής ικανότητας του πλοίου, την έκταση της ασφάλισης, την έκδοση πιστοποιητικού κλπ, και, συνεπώς, ο έλεγχος της ανωτέρω διάταξης αναφέρεται στην υποχρέωση ασφάλισης των λοιπών, μη νηολογημένων σε συμβαλλόμενο κράτος, πλοίων («εν σχέσει προς οιοδήποτε πλοίον και οπουδήποτε και αν είναι τούτο νηολογημένον»), για τα οποία, κατ’ αρχάς, δεν υφίσταται μεν υποχρέωση ασφάλισης της αστικής ευθύνης, αφού δεν υπάγονται στη Διεθνή Σύμβαση 1992, πλην, όμως, επιβάλλεται η ασφάλισή τους, ως ασφαλιστική δικλείδα προς αποτροπή νόθευσης των όρων του ανταγωνισμού, με διάταξη εθνικού δικαίου και με επιλογή του κριτηρίου της πράγματι μεταφερόμενης ποσότητας, δηλαδή εφόσον πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μεταφέρουν αυτά ποσότητα πετρελαίου άνω των 2.000 τόνων. Με άλλα λόγια, στα πλοία που είναι νηολογημένα στα συμβαλλόμενα κράτη επιβάλλεται, με βάση τη Διεθνή Σύμβαση 1992, η υποχρεωτική ασφάλισή τους με βάση το κριτήριο της μεταφορικής ικανότητας αυτών, ενώ στα πλοία που δεν είναι νηολογημένα σε συμβαλλόμενο κράτος επιβάλλεται, ελλείψει αντίστοιχης υποχρέωσης αυτών, η ασφάλισή τους, με βάση διάταξη εθνικού δικαίου, εφόσον πράγματι μεταφέρουν φορτίο πετρελαίου χύμα πάνω από 2.000 τόνους. Έτσι, τυπικά, η ασφάλιση είναι υποχρεωτική μόνο για πλοία νηολογημένα σε κράτη της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, ωστόσο, καθίσταται υποχρεωτική και για άλλα πλοία, όπου και αν είναι αυτά νηολογημένα, εάν αυτά πρόκειται να δραστηριοποιηθούν σε κράτη που είναι μέλη της Διεθνούς Σύμβασης. Σύμφωνα με όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, σε περίπτωση πρόκλησης ρύπανσης από δεξαμενόπλοιο, νηολογημένο σε συμβαλλόμενο κράτος, με δυνατότητα μεταφοράς φορτίου εμμένοντος πετρελαίου άνω των 2.000 τόνων, ο πλοιοκτήτης του οποίου έχει υποχρεωτικά ασφαλίσει την αστική του ευθύνη λόγω ρύπανσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου VΙΙ παρ. 1 της Διεθνούς Σύμβασης 1992, και έχει εκδοθεί από τις αρμόδιες αρχές, κατόπιν σχετικής βεβαίωσης του ασφαλιστή, το προβλεπόμενο πιστοποιητικό που βεβαιώνει την εν λόγω ασφάλιση, οι ζημιωθέντες τρίτοι έχουν κατά του τελευταίου ευθεία αξίωση προς αποζημίωση (ΑΠ 784/2021 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά στοιχεία των διαδίκων πιθανολογήθηκαν επιπροσθέτως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Στις 5.3.2012 και περί ώρα 9:45 το υπό ελληνική σημαία εφοδιαστικό δεξαμενόπλοιο διπλού τοιχώματος, με την ονομασία «ΑΙ» (με αριθμό Νηολογίου Πειραιώς …., Κ.Ο.Χ 1.441,04, Κ.Κ.Χ. 978,70, μήκους 81,11 μέτρων, νεκρού βάρους 2.519 τόνων, αρ. ΙΜΟ …, Δ.Δ.Σ …….), το οποίο χρησιμοποιείτο για τη μεταφορά πετρελαίου χύδην, με μεταφορική ικανότητα 3.262 κυβικών μέτρων πετρελαίου χύδην, που αντιστοιχούν σε 3.233 μετρικούς τόνους βαρέων πετρελαιοειδών (heavy fuel oil), ιδιοκτησίας της  ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……» , βυθίστηκε έμφορτο ναυτιλιακών καυσίμων στη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, όπου έπλεε υπό καλές καιρικές συνθήκες, έχοντας αποπλεύσει από το λιμένα φόρτωσης της Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε. στον Ασπρόπυργο, προκειμένου να εφοδιάσει το Φ/Γ «F», που βρισκόταν αγκυροβολημένο στην περιοχή, εξαιτίας της πρόσκρουσης των υφάλων της δεξιάς πλευράς του στο ναυάγιο του Ε/Γ «COΜ», με συνέπεια να προκληθεί ρήγμα στο σημείο της πρόσκρουσης, να κατακλυσθούν με θαλάσσιο ύδωρ οι δεξιές πλευρικές δεξαμενές του και εν συνεχεία να απωλέσει την ευστάθειά του  και να βυθισθεί εντός χρονικού διαστήματος πέντε λεπτών. Κατά το χρόνο της βύθισής του το ανωτέρω πλοίο είχε στις δεξαμενές του 1.498,998 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ Νο.3 (Heavy Fuel Oil 380 cst), 299,025 τόνους πετρελαίου τύπου μαζούτ Νο.1 (Heavy Fuel Oil 180 cst) και 274,58 κυβικά μέτρα (που αντιστοιχούν σε 236,139 τόνους) καυσίμου πετρελαίου ναυτιλίας εσωτερικής καύσης (Marine Diesel Oil ή αλλιώς Gasoil). Εξαιτίας του γεγονότος αυτού διέρρευσαν στη θάλασσα μεγάλες ποσότητες πετρελαιοειδών (φορίο, καύσιμα, λιπαντικά, περίπου 450 κυβικά μέτρα), που ρύπαναν την περιοχή βύθισης και  εξαπλώθηκαν λόγω των ανέμων και των ρευμάτων  σε ολόκληρη την ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας και σε έκταση 24 χιλιομέτρων ακτογραμμής, με αποτέλεσμα την πρόκληση ρύπανσης στο θαλάσσιο περιβάλλον. Συγκεκριμένα προκλήθηκε: α) Θαλάσσια ρύπανση περιμετρικά του ναυαγίου καθώς και στην ευρύτερη περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας από διαρροή φορτίου – καυσίμων – λιπαντικών – πετρελαιοειδών μιγμάτων, β) ρύπανση ακτογραμμών μεταξύ των περιοχών Ευταξία και Όρμου Βουρκάδι, ακτογραμμών Ναυστάθμου Σαλαμίνας, Ναυτικού Οχυρού Σκαραμαγκά και ακτογραμμών νήσου Σαλαμίνας από την περιοχή « ΞΕΝΟ» έως την περιοχή « ΜΠΑΤΣΙ», που προσβλήθηκαν από πετρελαιοειδή μίγματα σε διάσπαρτες εκτάσεις, συνολικής έκτασης περίπου 12 χλμ και γ) ρύπανση προβλητών και θαλάσσιου χώρου των εγκαταστάσεων ΕΛ.ΠΕ Ελευσίνας, των ναυπηγείων Ελευσίνας και ……….. Πιθανολογήθηκε επίσης ότι κατά το χρόνο του συμβάντος η καθ’ης  ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία είχε ασφαλίσει το ως άνω δεξαμενόπλοιο για κάλυψη της αστικής ευθύνης της πλοιοκτήτριας αυτού εταιρείας για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Διεθνούς Σύμβασης του 1992 αναφορικά με την Αστική Ευθύνη για Ζημίες Ρύπανσης από Πετρέλαιο (Σύμβαση Ευθύνης 1992), όπως αυτή έχει κυρωθεί από την Ελλάδα και κατέστη εσωτερικό δίκαιο κατά τα προεκτεθέντα, δυνάμει του με αριθμ. ……./27.9.2011 ασφαλιστηρίου συμβολαίου και είχε εκδώσει σχετικώς το υπό στοιχεία ………1  από 23 Σεπτεμβρίου 2011  πιστοποιητικό («bluecard»), το οποίο απευθυνόταν προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς (Τμήμα Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος) και με το οποίο βεβαιωνόταν ότι για το ως άνω πλοίο «ΑI» υπήρχε εν ισχύ ασφάλιση για το χρονικό διάστημα από 22.9.2011 έως 22.9.2012, που πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου VII της Διεθνούς Σύμβασης Ευθύνης 1992 για την Αστική Ευθύνη Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο. Ακολούθως με βάση το πιστοποιητικό αυτό, το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά εξέδωσε, σύμφωνα με το άρθρο VII παρ.2 της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, το από 7.10.2011 Πιστοποιητικό Ασφάλισης ή Άλλης Οικονομικής Εξασφάλισης σε σχέση με την Αστική Ευθύνη για Ζημία Ρύπανσης από Πετρέλαιο, με το οποίο επίσης πιστοποιείτο ότι για το ανωτέρω χρονικό διάστημα υφίστατο σε ισχύ όσον αφορά το εν λόγω πλοίο «συμβόλαιο ασφάλισης ή άλλης οικονομικής εξασφάλισης, που ικανοποιεί τις απαιτήσεις απαιτήσεις του άρθρου VII της Διεθνούς Σύμβασης Ευθύνης 1992 για την Αστική Ευθύνη Ζημιών Ρύπανσης από Πετρέλαιο». Η καθ’ης δεν αμφισβήτησε την κατάρτιση και την ισχύ της προαναφερθείσας ασφαλιστικής σύμβασης κατά το χρόνο του ναυαγίου, πλην όμως ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως, χαρακτηρίζοντας τον ισχυρισμό της ως ένσταση έλλειψης παθητικής της νομιμοποίησης, ότι δεν ευθύνεται με βάση  τη σύμβαση αυτή για την αποκατάσταση της όποιας ζημίας από την ρύπανση, που προκλήθηκε λόγω της βύθισης του ανωτέρω πλοίου στη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, ούτε το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο έχει ευθεία αξίωση σε βάρος της για την καταβολή του ποσού των διενεργηθεισών από το ίδιο δαπανών απορρύπανσης, για το οποίο αναγγέλθηκε ως δικαιούχος στην ασφαλιστική εκκαθαρίστρια, διότι με την ως άνω ασφαλιστική σύμβαση ανέλαβε μεν την υποχρέωση κάλυψης της αστικής ευθύνης της πλοιοκτήτριας για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο, προερχόμενες από το πλοίο, αλλά αποκλειστικά και μόνον με βάση τις διατάξεις του άρθρου VII της Σύμβασης Ευθύνης του 1992 (έχοντας εκδώσει σχετική βεβαίωση ασφάλισης, επακολουθησάσης της έκδοσης αντίστοιχου πιστοποιητικού από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς, στα οποία σαφώς γίνεται τέτοια αναφορά), που, όμως, δεν τυγχάνει στην κρινόμενη περίπτωση εφαρμογής, διότι κατά το άρθρο  VII παρ.11, σε συνδυασμό με το άρθρο Ι παρ.5 αυτής, για να υπέχει ευθύνη ως ασφαλιστική εταιρεία για αποκατάσταση της ζημίας από ρύπανση θα έπρεπε το πλοίο να μετέφερε πράγματι στο συγκεκριμένο ταξίδι του, κατά το οποίο βυθίσθηκε, άνω των 2.000 τόνων εμμένοντος πετρελαίου, αφού η ως άνω Διεθνής Σύμβαση καθιερώνει υποχρέωση του πλοιοκτήτη να ασφαλίσει την αστική ευθύνη του για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο από το πλοίο του μόνον κατά τη μεταφορά απ’αυτό ποσότητας εμμένοντος πετρελαίου άνω των 2.000 τόνων και για αυτές ακριβώς τις ζημίες και η ίδια ασφάλισε το βυθισθέν πλοίο, περίπτωση που όμως δεν συντρέχει εν προκειμένω, καθόσον το εν λόγω δεξαμενόπλοιο κατά το χρόνο του ατυχήματος έφερε στις δεξαμενές του 1.181,77 τόνους εμμένοντος πετρελαίου [304,63 τόνους βαρύ καύσιμο πετρέλαιο  ή αλλιώς μαζούτ (Heavy Fuel Oil 180 cst) και 1.515,14 τόνους βαρύ καύσιμο  πετρέλαιο ή αλλιώς μαζούτ (Heavy Fuel Oil 380 cst)], δεδομένου ότι το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης diesel (0,1%) θεωρείται μη εμμένον πετρέλαιο, δηλαδή, ποσότητα, που υπολείπεται του ορίου των 2.000 τόνων, με αποτέλεσμα η εν προκειμένω προκληθείσα ζημία από τη θάλασσα ρύπανση να εκφεύγει της ασφαλιστικής της κάλυψης, που προϋποθέτει περίπτωση εφαρμογής της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης και συνακόλουθα το Ελληνικό Δημόσιο να μην έχει δικαίωμα ευθείας εναγωγής της ως ασφαλιστικής εταιρείας του πλοίου για την ικανοποίηση της αξίωσης αποζημίωσής του, όπως η εν λόγω Σύμβαση προβλέπει, ως ζημιωθείς εκ της ρύπανσης τρίτος. Ο αρνητικός αυτός ισχυρισμός απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι  το Ελληνικό Δημόσιο με βάση την καταρτισθείσα ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ πλοιοκτήτριας και καθ’ης όντως έχει τη δυνατότητα ευθείας εναγωγής της τελευταίας για την αναγγελθείσα απαίτησή του, που αφορά σε αποζημίωσή του για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, την οποία υπέστη λόγω της προκληθείσης από το πλοίο ρύπανσης, ειδικότερα συνισταμένης στο συνολικό χρηματικό ποσό των δαπανών απορρύπανσης, καθώς το συγκεκριμένο δεξαμενόπλοιο, ανεξαρτήτως του φορτίου πετρελαίου, που πράγματι μετέφερε κατά τη στιγμή της ρύπανσης, είχε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, μεταφορική ικανότητα πετρελαίου χύδην άνω των 2.000 τόνων, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η υποχρέωση των πλοιοκτητών για ασφάλιση της αστικής ευθύνης τους για ζημίες από ρύπανση, που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου VII παρ.1 της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης, αφορά κάθε δεξαμενόπλοιο, του οποίου η μεταφορική ικανότητα υπερβαίνει τους 2.000 τόνους πετρελαίου χύμα, διότι ο ορισμός του «πλοίου», κατά τη Σύμβαση αυτή, καλύπτει όλα τα δεξαμενόπλοια, που είναι ικανά να μεταφέρουν φορτίο πετρελαίου χύμα, ανεξάρτητα από την πραγματική μεταφορά και, συνεπώς, και η λήψη της συγκεκριμένης οικονομικής εξασφάλισης σχετίζεται με την ικανότητα του πλοίου να μεταφέρει ποσότητα εμμένοντος πετρελαίου άνω των 2.000 τόνων, στη δε κρινόμενη περίπτωση η πλοιοκτήτρια εταιρεία είχε πράγματι ασφαλίσει το πλοίο στην καθ’ης ασφαλιστική εταιρεία για την κάλυψη της αστικής ευθύνης της για ζημία από ρύπανση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην Διεθνή Σύμβαση 1992, η καθ’ης είχε εκδώσει βεβαίωση («blue card») για την ύπαρξη σε ισχύ σύμβασης ασφάλισης, που πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου VII της άνω Σύμβασης και με βάση αυτή το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς εξέδωσε, σύμφωνα με το άρθρο VII παρ. 2, πιστοποιητικό ασφάλισης, το οποίο βεβαίωνε ότι, για το χρονικό διάστημα από 22.9.2011 έως 22.9.2012 υπήρχε σε ισχύ για το συγκεκριμένο πλοίο συμβόλαιο ασφάλισης, που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ίδιου ως άνω άρθρου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης απέρριψε τον ανωτέρω αρνητικό ισχυρισμό της καθ’ης ως κατ’ουσίαν αβάσιμο, δεχόμενο ειδικότερα ότι το ανακόπτον έχει ευθεία αξίωση κατά της καθ’ης από την καταρτισθείσα μεταξύ της τελευταίας και της πλοιοκτήτριας σύμβαση ασφάλισης για τη ζημία που υπέστη από τη ρύπανση, ορθώς μεν κατ’αποτέλεσμα αποφάνθηκε, η αιτιολογία όμως με την οποία απορρίφθηκε ο ισχυρισμός αυτός είναι εσφαλμένη. Τούτο διότι η υποχρέωση της πλοιοκτήτριας προς ασφάλιση του ένδικου πλοίου και συνακόλουθα η δυνατότητα ευθείας εναγωγής της καθ’ης ως ασφαλιστικής εταιρείας από το ανακόπτον με την ιδιότητα του ζημιωθέντος εκ της ρύπανσης τρίτου, δεν στηριζόταν στο άρθρο ένατο του ν. 314/1976, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, αλλά στις προααναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου VII της Διεθνούς Σύμβασης 1992, με βάση τις οποίες η καθ’ης είχε ασφαλίσει την αστική ευθύνη της πλοιοκτήτριας για ζημίες από ρύπανση και οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής σε κάθε περίπτωση πρόκλησης ρύπανσης από δεξαμενόπλοιο, του οποίου η μεταφορική ικανότητα υπερβαίνει τους 2.000 τόνους πετρελαίου χύμα, κατά τα προεκτεθέντα, όπως εν προκειμένω, ανεξαρτήτως του πράγματι μεταφερομένου από το πλοίο κατά τη στιγμή της ρύπανσης φορτίου. Πρέπει, συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης αναφορικά με την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού της καθ’ης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, ν’απορριφθεί ως αβάσιμος ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης. Από την εκτίμηση των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων πιθανολογήθηκαν επιπροσθέτως και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι λιμενικές αρχές ειδοποιήθηκαν αυθημερόν για το συμβάν από την πλοιοκτήτρια εταιρεία, η οποία παράλληλα ανέθεσε τις εργασίες απορρύπανσης της θάλασσας και των ακτογραμμών και εν γένει προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος από τη βύθιση του πλοίου της σε τεχνική εταιρεία. Στις 7.3.2012 η ανάδοχος εταιρεία «………..» υπέβαλε στις λιμενικές αρχές για μελέτη και έγκριση «σχέδιο ενεργειών και διαδικασιών για την απάντληση φορτίου – καυσίμων – λιπαντικών και πετρελαιοειδών μιγμάτων» από τις δεξαμενές του βυθισθέντος δεξαμενόπλοιου. Οι εργασίες αυτές εκτελέσθηκαν υπό την άμεση εποπτεία και τη διαρκή επίβλεψη και το συντονισμό του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας, το οποίο διεξήγαγε τακτικούς ελέγχους με πλωτά, εναέρια και χερσαία μέσα και παρείχε στους υπευθύνους οδηγίες για την αρτιότερη εκτέλεσή τους, ολοκληρώθηκαν δε στις 30.4.2012, με τη συνολική ποσότητα πετρελαιοειδών, που εξήχθησαν από τις δεξαμενές του πλοίου, να ανέρχεται σε 1579.852 λίτρα μαζούτ (Fuel Oil), 158.232 λίτρα πετρελαίου ναυτιλίας (Marine Gas Oil) και 91.640 λίτρα πετρελαιοειδών καταλοίπων. Ακολούθως στις 18.5.2012 περατώθηκαν και οι εργασίες απορρύπανσης των ακτογραμμών του κόλπου της Ελευσίνας, κατά τις οποίες ανακτήθηκαν συνολικά από την επιφάνεια της θάλασσας, κατά δήλωση της αναδόχου εταιρείας απορρύπανσης, 404 κυβικά μέτρα υγρών πετρελαιοειδών μιγμάτων – ρυπασμένων υδάτων. Παράλληλα, για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση της κατά τα ανωτέρω προκληθείσης ρύπανσης απαιτήθηκε  η  κινητοποίηση πλωτών, χερσαίων και εναέριων μέσων, η απασχόληση προσωπικού του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Ακτοφυλακής  καθώς και η χρήση εξοπλισμού και υλικών απορρύπανσης, με το κόστος των οποίων επιβαρύνθηκε το Ελληνικό  Δημόσιο. Ειδικότερα οι δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε το ανακόπτον για την αντιμετώπιση και εξουδετέρωση της ρύπανσης εκ της βύθισης του ασφαλισμένου στην καθ’ης δεξαμενόπλοιου,  για  τις οποίες διατηρεί αυτό δικαίωμα ευθείας εναγωγής σε βάρος της ανωτέρω ασφαλιστικής εταιρείας προς ικανοποίηση της αξίωσής του για την  αποκατάσταση της ζημίας του, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 222.482,65 ευρώ και αναφέρονται αναλυτικά ανά κατηγορία στον συγκεντρωτικό πίνακα καταλογισμού δαπανών, που έχει περιληφθεί στην προαναφερθείσα υπ’αριθμ. ……………/2.12.2013 Απόφαση Καταλογισμού Δαπανών Απορρύπανσης, εκδοθείσα από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Εκ της ανωτέρω απόφασης προκύπτει σαφώς ποιο συγκεκριμένα προσωπικό ανά υπηρεσία και για πόσες ώρες απασχολήθηκε εντός και εκτός εργασίμου ωραρίου, είτε σε καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, είτε σε Κυριακές ή αργίες, για την αντιμετώπιση της ρύπανσης και η ωριαία αποζημίωση/ωρομίσθιο αυτών, ποια ακριβώς πλωτά, χερσαία και εναέρια μέσα απαιτήθηκε να χρησιμοποιηθούν ή να τελούν σε ετοιμότητα και επί πόσες ώρες κατά περίπτωση, καθώς και το ποσό της χρέωσης ανά ώρα λειτουργίας ή αναμονής τους και, τέλος, ποιος ανά είδος εξοπλισμός και υλικά απορρύπανσης αναλώθηκαν, η ποσότητα εκάστου είδους σε χιλιόγραμμα και η χρέωση ανά χιλιόγραμμο. Ειδικότερα το ανακόπτον πιθανολογήθηκε ότι δαπάνησε: Α) Για τη χρήση πλωτών μέσων του Λιμενικού Σώματος και συγκεκριμένα: 1) Του ……. (Κατ. Α-Ι), επί 21 ώρες λειτουργίας, με ωριαία χρέωση 2.388,00 ευρώ και επί 10 ώρες αναμονής, με ωριαία χρέωση 1.694,00 ευρώ, σύνολο 67.088,00 ευρώ, 2) του …… (Κατ. Γ-Ι), επί 25 ώρες λειτουργίας, με ωριαία χρέωση 735,00 ευρώ και σύνολο χρέωσης 18.375,00 ευρώ, 3) του ……. (Κατ. Α- ΙΙΙ), επί 3 ώρες λειτουργίας, με ωριαία χρέωση 64,00 ευρώ και σύνολο χρέωσης 192,00 ευρώ, 4) του …… (Κατ. Γ-Ι), επί 50 ώρες λειτουργίας, με ωριαία χρέωση 735,00 ευρώ, επί 35 ώρες αναμονής, με ωριαία χρέωση 367,50 ευρώ, συνολική χρέωση 49.612,50 ευρώ και 5) του ….. (Κατ. Β-Ι), επί 1 ώρα λειτουργίας, 943,00 ευρώ, με ωριαία χρέωση και επί 11 ώρες αναμονής, με ωριαία χρέωση 471,50 ευρώ, συνολική χρέωση 6.129,00 ευρώ και συνολικά για την ως άνω αιτία το ποσό των 141.396,50 ευρώ. Επισημαίνεται ότι τα ως άνω πλωτά μέσα χρησιμοποιήθηκαν είτε για τη διεξαγωγή της απορρύπανσης, είτε συμμετείχαν στον εντοπισμό – παρακολούθηση της εξέλιξης της ρύπανσης, είτε ανέλαβαν την επιτήρηση – εποπτεία – συντονισμό των αντιρρυπαντικών εργασιών, είτε διεκπεραίωσαν τη μεταφορά αντιρυππαντικού εξοπλισμού, αλλά και προσωπικού, όπου παρίστατο ανάγκη. Β) Για τη χρήση χερσαίων μέσων  του Λιμενικού Σώματος και συγκεκριμένα των: 1) ……. (περιπολ.συμβ.τύπου), επί 11 ώρες λειτουργίας, με ωριαία χρέωση 25 ευρώ, συνολική χρέωση 275,50 ευρώ, 2) του …… (Περιπολ.τύπου jeep), επί 5 ώρες λειτουργίας,  με ωριαία χρέωση 38,00 ευρώ, συνολική χρέωση 190,00 ευρώ, 3) του …… (περιπολ.συμβ.τύπου), επί 3 ώρες λειτουργίας, με ωριαία χρέωση 25,00 ευρώ, συνολική χρέωση 575,00 ευρώ και συνολικά για την ως άνω αιτία το ποσό των 1.040,50 ευρώ. Τα ανωτέρω τρία (3) χερσαία μέσα διενήργησαν έλεγχο όλων των ακτογραμμών της περιοχής για τον εντοπισμό ρύπανσης και επιπροσθέτως χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά εξοπλισμού και προσωπικού σε ακτές, όπου διενεργούντο εργασίες απορρύπανσης. Γ) Για τη χρήση εναέριων μέσων και συγκεκριμένα των: 1) Του …… , επί 3 ώρες λειτουργίας, με 896,00 ευρώ ωριαία χρέωση και συνολική χρέωση 2.688 ευρώ, 2)  του ……., επί 4 ώρες λειτουργίας, με ωριαία χρέωση 896,00 ευρώ, συνολική χρέωση 3.584,00 ευρώ, 3)  του ……. , επί 1 ώρα λειτουργίας, με ωριαία χρέωση 896,00 ευρώ, συνολική χρέωση 896,00 ευρώ και συνολικά για την ως άνω αιτία το ποσό των 7.168,00 ευρώ. Τα ανωτέρω εναέρια μέσα του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Ακτοφυλακής χρησιμοποιήθηκαν στην εναέρια επιτήρηση  της θαλάσσιας περιοχής, σε αεροφωτογραφίσεις και στην παρακολούθηση της εξέλιξης της εξάπλωσης της ρύπανσης στην περιοχή. Δ) Για την απασχόληση προσωπικού του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Ακτοφυλακής: 1) Του προσωπικού του ….., επί 108 ώρες εργάσιμων ημερών εκτός ωραρίου, με 45,00 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα και επί 60 ώρες σε μη εργάσιμες ημέρες – αργίες, με 67,50 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα, συνολική χρέωση 8.910,00 ευρώ, 2) του προσωπικού του ……, επί 84 ώρες εργάσιμων ημερών εκτός ωραρίου, με 45,00 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα και επί 24 ώρες σε μη εργάσιμες ημέρες – αργίες, με 67,50 ευρώ ειδική αποζημίωση, συνολική χρέωση 5.400,00 ευρώ, 3)  του προσωπικού του ….., επί 6 ώρες εργάσιμων ημερών εκτός ωραρίου, με 45,00 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα,  συνολική χρέωση 270,00 ευρώ, 4) του προσωπικού του ….., επί 216 ώρες εργάσιμων ημερών εκτός ωραρίου, με 45,00 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα και επί 54 ώρες σε μη εργάσιμες ημέρες – αργίες, με 67,50 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα, συνολική χρέωση 13.365,00 ευρώ, 5) του προσωπικού του …,  επί 66 ώρες εργάσιμων ημερών εκτός ωραρίου, με 45,00 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα, συνολική χρέωση 2.970,00 ευρώ, 6) του προσωπικού ….., επί 43 ώρες εργάσιμων ημερών εκτός ωραρίου, με 45,00 ευρώ ειδική αποζημίωση και επί 17 ώρες σε μη εργάσιμες ημέρες – αργίες, με 67,50 ευρώ ειδική αποζημίωση, συνολική χρέωση 3.082,50,00 ευρώ, 7) του προσωπικού του …….Π, επί 140 ώρες εργάσιμων ημερών εκτός ωραρίου, με 45,00 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα και επί 15 ώρες σε μη εργάσιμες ημέρες – αργίες, με 67,50 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα, συνολική χρέωση 7.312,50 ευρώ, 8) του προσωπικού του ΚΛ. Ελευσίνας, επί  259 ώρες εργάσιμων ημερών εκτός ωραρίου, με 45,00 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα και επί  198 ώρες σε μη εργάσιμες ημέρες – αργίες, με 67,50 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα, συνολική χρέωση 25.020,00 ευρώ, 9) του προσωπικού του ……… (ΑC-1, AC-3, AC-4), επί 6 ώρες εργάσιμων ημερών εκτός ωραρίου, με 45,00 ευρώ ειδική αποζημίωση ανά ώρα, συνολική χρέωση  270,00 ευρώ και συνολικά για την ως άνω αιτία το ποσό των 66.600,00 ευρώ. Ε) Για απασχόληση προσωπικού εντός εργασίμου ωραρίου: 1) Του προσωπικού του ……, επί 2 ώρες εργάσιμων ημερών, με 13,81 ευρώ μέσο μεικτό ωρομίσθιο, συνολική χρέωση 27,62 ευρώ, 2) του προσωπικού του Κ.Λ. Ελευσίνας, επί 226 ώρες εργάσιμων ημερών, με μέσο μεικτό ωρομίσθιο 13,81 ευρώ, συνολική χρέωση 3.121,06 ευρώ, 3) του προσωπικού του ……, επί 37 ώρες εργάσιμων ημερών, με 13,81 ευρώ μέσο μεικτό ωρομίσθιο, συνολική χρέωση 510,97 ευρώ και συνολικά για την ως άνω αιτία το ποσό των 3.659,65  ευρώ. Τα στελέχη του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Ακτοφυλακής απασχολήθηκαν σε εργασίες απορρύπανσης – καθαρισμού ή σε εργασίες εντοπισμού και επιτήρησης της ρύπανσης, καθώς και στην εποπτεία και το συντονισμό των εργασιών απορρύπανσης, που  εκτελούντο στη θάλασσα και τις ακτές, ανά μονάδα, που έκαστος υπηρετούσε, είτε ως πλήρωμα στα ανωτέρω πλωτά, χερσαία και εναέρια μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, είτε ως προσωπικό των κατά τόπους μονάδων στις προσβληθείσες από τη ρύπανση περιοχές, είτε ως προσωπικό των μονάδων, που διέθεσαν ή μετέφεραν τα χρησιμοποιηθέντα μέσα και εξοπλισμό. ΣΤ) Για εξοπλισμό και υλικά απορρύπανσης: 1) Για απορροφητικό φράγμα τύπου Scorpion SPC 810 ΠΛΣ 401, ποσότητα 44 kg, με 17,00 ευρώ ανά kg, συνολική χρέωση 748,00 ευρώ, 2) για απορροφητικά ρολά Ρ-4496 ΠΛΣ 420 ,  ποσότητα 28 kg , με 17,00 ευρώ ανά kg, συνολική χρέωση 476,00 ευρώ, 3) για απορροφητικές περούκες OIL TRAP ΠΛΣ 420, ποσότητα 15 kg, με  17,00 ευρώ ανά kg, συνολική χρέωση 255,00 ευρώ, 4) για απορροφητικές πετσέτες Ρ-200 ΠΛΣ 420, ποσότητα 08 kg, με 17,00 ευρώ ανά kg, συνολική χρέωση 136,00 ευρώ, 5) για απορροφητικό φράγμα Ρ-3020 ΠΛΣ 420, ποσότητα 59 kg, με 17,00 ευρώ ανά kg, συνολική χρέωση 1.003,00 ευρώ και συνολικά για την ως άνω αιτία (δαπάνησε) το ποσό των 2.618,00 ευρώ. Εκ των ανωτέρω τα πλωτά φράγματα ποντίσθηκαν σε διάφορα σημεία στις παράκτιες περιοχές, ενώ τα απορροφητικά υλικά χρησιμοποιήθηκαν για την περισυλλογή πετρελαιοειδών από την επιφάνεια της θάλασσας. Επισημαίνεται ότι ο τρόπος υπολογισμού των ανωτέρω δαπανών, που ήταν απολύτως εύλογες, δικαιολογημένες, και αναγκαίες για την αντιμετώπιση της προκληθείσης από τη βύθιση του πλοίου ρύπανσης διά της λήψης των προς τούτο κατάλληλων και ενδεδειγμένων μέτρων, καθορίζεται, όσον αφορά ειδικότερα το κόστος χρησιμοποίησης των πλωτών, χερσαίων και εναέριων μέσων, της απασχόλησης του προσωπικού του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Ακτοφυλακής εντός και εκτός ωραρίου εργασίας τους κατά περίπτωση ανά υπηρεσία και της χρήσης του εξοπλισμού και των υλικών απορρύπανσης, με βάση τις διατάξεις της υπ’αριθμ.3221.2/4/1999 Απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β΄1372/5.7.1999), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, το Ελληνικό Δημόσιο δικαιούται να λάβει  το συνολικό ποσό των 222.482,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο  από την επίδοση της από 24.2.2015  (με αριθμό κατάθεσης ……./2015) αγωγής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την οποία άσκησε κατά της πλοιοκτήτριας εταιρείας και της καθ’ης, προτού η τελευταία τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ζητώντας να του καταβληθεί το αυτό ως άνω ποσό για την ίδια αιτία, ήτοι ως αποζημίωση για τις δαπάνες που υποβλήθηκε, λόγω της χρήσης προσωπικού, μέσων και υλικών για την αντιμετώπιση της επίμαχης ρύπανσης και επί της οποίας (αγωγής) εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 3825/2015 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που διέταξε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών από 15.1.2014 (με αριθμό κατάθεσης) ……/2014 προσφυγής της πλοιοκτήτριας. Η ως άνω υπόθεση ουδέποτε επανεισήχθη προς συζήτηση, καθόσον από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών εκδόθηκε  τον Μάιο του 2019 η υπ’αριθμ. 7402/2019 απόφαση, ήτοι σε χρόνο που είχε ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της καθ’ης και είχε τεθεί αυτή σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης (239 παρ.3 του ν. 4364/2016). Πρέπει, συνεπώς η υπό κρίση ανακοπή να γίνει  δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να διαταχθεί η μεταρρύθμιση της κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, που συνέταξε η εκκαθαρίστρια της  καθ’ης και αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της, ώστε να συμπεριληφθεί  σ’αυτήν  η αναγγελθείσα απαίτηση του ανακόπτοντος για το ποσό των 222.482,65 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο για το χρονικό διάστημα από την επίδοση στην καθ’ης της από 24.2.2015  και με αριθμό κατάθεσης ……/2015 αγωγής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 27.2.2015 μέχρι και τις 23.2.2018, οπότε και η καθ’ης τέθηκε σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, επίσης έκρινε ότι οι δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε το ανακόπτον για την αντιμετώπιση της προκληθείσης από το ασφαλισμένο στην καθ’ης πλοίο ρύπανσης, ανέρχονται στο ανωτέρω χρηματικό ποσό και ακολούθως δέχθηκε την ανακοπή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και διέταξε τη μεταρρύθμιση της κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση, που συνέταξε η εκκαθαρίστρια της  καθ’ης, προκειμένου να συμπεριληφθεί  σ’αυτήν  η αναγγελθείσα απαίτηση του ανακόπτοντος για το ποσό των 222.482,65 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο για το χρονικό διάστημα από 27.2.2015 έως και 23.2.2018, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την καθ’ης με τον τρίτο λόγο της έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.Πρέπει, επομένως, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, ν’απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της. Τέλος, λόγω της ήττας της καθ’ης – εκκαλούσας, θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου κατά την άσκηση του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3, στοιχ.Γ΄ του ΚΠολΔ), αφετέρου δε να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος – εφεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, μειωμένη όμως (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, 2 της με αριθμό 134423/1993 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 ν. 1738/1987, άρθρο 28 παρ. 5 ν. 2579/1998, ΑΠ 91/2020 A’δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 2.2.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/2.2.2021 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../7.5.2021 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ.1702/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της ανωτέρω έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις  22-2-2023

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ