Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 82/2023

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Περίληψη

Επί μίσθωσης ακινήτου, ο μισθωτής υποχρεούται να μην προκαλεί φθορές στο μίσθιο, με εξαίρεση εκείνες που προκλήθηκαν από τη συνήθη χρήση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Διαφορετικά, οφείλει να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία του εκμισθωτή. Η σχετική του ευθύνη μπορεί να απορρέει, τόσο από τη σύμβαση, όσο και από αδικοπραξία. Δεν απαιτείται να αναφέρεται στη σχετική αγωγή του εκμισθωτή η κατάσταση του μισθίου κατά την έναρξη της μίσθωσης. Σε περίπτωση δε πρόκλησης φθορών στο μίσθιο από το βοηθό εκπληρώσεως, στον οποίο παραχωρήθηκε από το μισθωτή η χρήση του μισθίου, ο εκμισθωτής, ενόψει του ότι δεν τελεί σε συμβατικό σύνδεσμο προς αυτόν, δικαιούται να ασκήσει κατά του βοηθού αγωγή με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον συντρέχουν σ` αυτά οι σχετικές προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ. Τέλος, επί συρροής αξιώσεων τόσο από τη σύμβαση όσο και από την αδικοπραξία, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή, στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων, όχι όμως και η ικανοποίηση αυτών, αφού η ικανοποίηση της μιας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της άλλης, εκτός αν με αυτή (αξίωση από αδικοπραξία) ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, οπότε σώζεται, ως προς αυτό.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     82/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……… και 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ουρανία Βαλεντή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).

Του ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………,  ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Ανδρέα Πηλαβάκη.

Ο ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΝΑΓΩΝ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των ως άνω εναγόμενων – εφεσίβλητων, καθώς και κατά της ………., την από 19-7-2013 και με αριθμό κατάθεσης ………/2013, αγωγή. Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 2074/14-6-2019 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την αγωγή ως προς την τρίτη των εναγόμενων (………….) και έκανε εν μέρει δεκτή αυτήν, ως προς τους λοιπούς, ήτοι την πρώτη και δεύτερο των εναγόμενων.

Την ως άνω απόφαση προσβάλλουν οι εναγόμενοι αυτοί (πρώτη και δεύτερος) – ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη από 19-2-2020 έφεσή τους κατά του ενάγοντος – εφεσίβλητου, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/19-2-2020, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../7-4-2022, προσδιορίστηκε δε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 13.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της έφεσης από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων, ύστερα από δήλωσή της, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ανωτέρω υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 2074/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 αυτού, δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, όπως εν προκειμένω), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Έχει κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες, το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3    εδ. α΄ του ΚΠολΔ, παράβολο (όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης).

Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι, προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση, είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αυτός που προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις, οφείλει, κατά την καλή πίστη να λάβει όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών τρίτων, έστω και αν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι αν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη το παράνομο (ΑΠ 156/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 592, 594, 599 σε συνδυασμό προς το άρθρο 330 ΑΚ, προκύπτει, ότι, ο μισθωτής έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί το μίσθιο, κατά τη διάρκεια της μίσθωσης με την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια και όπως ειδικότερα έχει συμφωνηθεί, να αποδώσει δε τούτο στην κατάσταση που το παρέλαβε. Έτσι, ο μισθωτής έχει υποχρέωση αφενός μεν να αποφεύγει κάθε αυθαίρετη, χωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή, επέμβαση στο μίσθιο, εξαιτίας της οποίας αλλοιώνεται ουσιωδώς η γενική και ειδική διαμόρφωση, διάταξη και όψη του μισθίου, αφετέρου δε να μην προκαλεί στο μίσθιο φθορές, με εξαίρεση εκείνες που προκλήθηκαν από τη συνήθη χρήση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Σε περίπτωση υπαίτιας αθέτησης της υποχρέωσής του αυτής, ο μισθωτής ευθύνεται να αποκαταστήσει κάθε θετική και αποθετική ζημία, που υφίσταται ο εκμισθωτής από τις αυθαίρετες μεταβολές του μισθίου και τις ανεπίτρεπτες, που δεν δικαιολογούνται από τη συνήθη χρήση, φθορές του (ΑΠ 513/2009, ΑΠ 1413/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ευθύνη του μισθωτή μπορεί να απορρέει, τόσο από τη σύμβαση, λόγω της απ` αυτήν ως άνω υποχρέωσής του περί παράδοσης του μισθίου κατά τη λήξη της μίσθωσης στην προσήκουσα κατάσταση, όσο και από αδικοπραξία, λόγω παραβίασης της γενικής αρχής “του μη ζημιούν άλλον υπαιτίως”, διότι η ευθύνη από την παράβαση της τελευταίας αυτής υποχρέωσης δύναται να γεννηθεί και χωρίς την ύπαρξη του ενοχικού δεσμού (ΑΠ 156/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικά, σε περίπτωση καταστροφής ή αφαίρεσης πράγματος του μισθίου, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη δαπάνη για την αντικατάστασή του (ΑΠ 495/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως συμφωνημένη χρήση νοείται εκείνη που ανταποκρίνεται στις ειδικότερες συμφωνίες και στους συγκεκριμένους σκοπούς των συμβαλλομένων, το είδος και τον προορισμό του μίσθιου πράγματος και, συμπληρωματικά, στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Η έννοια αυτή είναι ευρύτερη από την απλώς συνηθισμένη χρήση, η οποία ισχύει αν δεν υπάρχει ιδιαίτερη συμφωνία, η οποία επιτρέπεται, κατ` άρθρ. 361 ΑΚ, λόγω του ότι οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 591, 592 και 599 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα είναι ενδοτικού δικαίου. Σύμφωνα με αυτά, ο εκμισθωτής, ασκώντας, πριν ή κατά ή μετά τη λύση της μίσθωσης (ΑΠ 1413/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), με αγωγή αποζημίωσης (ή με ένσταση συμψηφισμού), την αξίωσή του για τις φθορές ή μεταβολές που προκλήθηκαν στο μίσθιο κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, οφείλει, για το ορισμένο της αγωγής του, κατ` άρθρ. 118 εδάφ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, να επικαλεστεί και αποδείξει τις εν λόγω φθορές και μεταβολές και το ποσό της ζημίας που υφίσταται από αυτές, όχι, όμως, και την κατάσταση του μισθίου στην έναρξη της μίσθωσης (ΑΠ 938/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ απόκειται στον εναγόμενο μισθωτή να επικαλεστεί, κατ` ένσταση, ότι αυτές οφείλονται στη συμφωνημένη χρήση ή σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη ή σε ανώτερη βία (ΑΠ 302/2021, ΑΠ 1399/2019, ΑΠ 938/2018, ΑΠ 529/2017, ΑΠ 681/2015, ΑΠ 1807/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο μισθωτής έχει ευθύνη για αποκατάσταση της ζημίας του εκμισθωτή, από την παραβίαση των υποχρεώσεών του για την με επιμέλεια χρήση του μισθίου και την προστασία αυτού και αποτροπή κινδύνου ζημιών. Αυτή την ευθύνη έχει είτε οι ζημίες που προκλήθηκαν στο μίσθιο και δεν δικαιολογούνται από τη συνηθισμένη χρήση οφείλονται σε πταίσμα του ιδίου, είτε οφείλονται σε πταίσμα του υπομισθωτή στον οποίο υπεκμίσθωσε το μίσθιο, ή σε πταίσμα των προστηθέντων από αυτόν ή σε πταίσμα γενικά των βοηθών εκπληρώσεως στους οποίους παραχωρήθηκε η χρήση του μισθίου ή τους επιτράπηκε η χρήση αυτού. Εάν η ζημία προέρχεται από τα ως άνω τρίτα πρόσωπα και συντρέχουν σ` αυτά οι προϋποθέσεις της αδικοπραξίας του άρθρου 914 ΑΚ, τότε σε αποζημίωση του εκμισθωτή ευθύνονται τόσο ο μισθωτής όσο και τα πρόσωπα αυτά εις ολόκληρο. Βοηθός δε εκπληρώσεως είναι κάθε πρόσωπο στο οποίο επέτρεψε ο μισθωτής, έστω και προσωρινά, τη χρήση του μισθίου. Και τα πρόσωπα αυτά που είναι στη χρήση του μισθίου, καταλαμβάνονται από την παρεπόμενη ως άνω υποχρέωση του μισθωτή για την με επιμέλεια χρήση του μισθίου, τη μη πρόκληση σ` αυτό φθορών που δεν δικαιολογούνται από τη συνηθισμένη χρήση του και την προστασία τούτου από κινδύνους ζημιών (ΑΠ 1807/2017). Επομένως, σε περίπτωση πρόκλησης τέτοιων φθορών στο μίσθιο από το βοηθό εκπληρώσεως, στον οποίο παραχωρήθηκε από το μισθωτή η χρήση του μισθίου, ο εκμισθωτής, ενόψει του ότι δεν τελεί σε συμβατικό σύνδεσμο προς αυτόν, δικαιούται να ασκήσει κατά του βοηθού αγωγή με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914, 919 ΑΚ, ΑΠ 156/2021 ο.π.). Εξάλλου, επί συρροής αξιώσεων τόσο από τη σύμβαση όσο και από την αδικοπραξία, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή, στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων, όχι όμως και η ικανοποίηση αυτών, αφού η ικανοποίηση της μιας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της άλλης, εκτός αν με αυτή (αξίωση από αδικοπραξία) ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, οπότε σώζεται, ως προς αυτό (ΑΠ 27/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων – ήδη εκκαλών, εξέθετε στην ως άνω από 19-7-2013 (με αριθμό κατάθεσης …../2013) αγωγή του, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της και όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, ότι, με το από 2-3-2010 ιδιωτικό συµφωνητικό, συνήψε σύμβαση µίσθωσης  με την πρώτη εναγόμενη, δυνάμει της οποίας της εκµίσθωσε ένα κατάστηµα ιδιοκτησίας του, το οποίο βρίσκεται στον Πειραιά (οδός ……….), αποτελούµενο από ισόγειο – κεντρικό χώρο επιφάνειας 94 τ.μ., πατάρι επιφάνειας 55 τ.μ. και αποθήκη υπογείου επιφάνειας 104 τ.μ. Ότι, η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε 12ετής (με χρόνο έναρξης την 1η-4-2010) και το μηνιαίο µίσθωμα 900 ευρώ για τον πρώτο χρόνο και 1.000 ευρώ για τον δεύτερο χρόνο, πλέον 4% ετησίως, στη συνέχεια, επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου µισθώµατος. Ότι περαιτέρω, στο ως άνω μισθωτήριο, συµφωνήθηκε ότι, κατά την οποτεδήποτε αποχώρηση του µισθωτή από το µίσθιο, οι όποιες εργασίες θα παραµένουν προς όφελος του µισθίου και η µισθώτρια (πρώτη εναγόμενη) δεν θα έχει κανένα δικαίωµα αποζηµίωσης γι’ αυτές, έστω κι αν ήταν αναγκαίες και ότι η µισθώτρια δικαιούται να παραλάβει όλα τα κινητά πράγµατα που τοποθέτησε στο µίσθιο και η αφαίρεση των οποίων δεν θα προκαλέσει βλάβη σε αυτό. Ότι, παρότι η πρώτη εναγοµένη παρέλαβε το µίσθιο και έκανε χρήση αυτού για την εμπορία καλλυντικών ειδών και λοιπών ειδών κομμωτηρίου, βοηθούµενη και από τον δεύτερο εναγόµενο – αδελφό της και από την τρίτη εναγόµενη – µητέρα της, οι οποίοι επίσης εργάζονταν στο κατάστηµα, εντούτοις, δεν κατέβαλε εµπροθέσµως τα οφειλόµενα µισθώµατα. Ότι, για το λόγο αυτό, κατόπιν αίτησής του, εκδόθηκε σε βάρος της πρώτης εναγόμενης  μισθώτριας, διαταγή απόδοσης της χρήσης του µισθίου και καταβολής των οφειλοµένων µισθωµάτων, την οποία της κοινοποίησε στις 17-5-2013. Ότι, στις 6-6-2013 η πρώτη εναγόμενη παρέδωσε, διά µέσω της πληρεξούσιας δικηγόρου της, στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, τα κλειδιά του µισθίου και αποχώρησε από αυτό, ενώ η δική του πλευρά επιφυλάχθηκε στο πρωτόκολλο παράδοσης – παραλαβής των κλειδιών, τόσο για τα οφειλόµενα µισθώµατα όσο και για τυχόν ζηµίες στο µίσθιο. Ότι, δύο µέρες µετά, όταν παρέλαβε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του τα κλειδιά του µισθίου και επισκέφθηκαν μαζί αυτό, διαπίστωσαν ότι είχε υποστεί σοβαρές φθορές τις οποίες είχαν προκαλέσει οι εναγόμενοι. Ότι, πιο συγκεκριμένα, λίγες ημέρες πριν την παράδοση των κλειδιών, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 1-6- 2013 έως και 5-6-2013, η πρώτη εναγόμενη – μισθώτρια μαζί με τον δεύτερο εναγόμενο – αδερφό της και την τρίτη εναγόμενη – μητέρα της, καθώς και με δύο τουλάχιστον αλλοδαπούς εργάτες που προσέλαβαν, αφού μετέφεραν τα εμπορεύματα τα οποία υπήρχαν στο κατάστημα, σκόπιμα προκάλεσαν εκτεταμένες φθορές – ζημίες σε αυτό. Ότι, ειδικότερα, αυτοί (εναγόμενοι) δεν αφαίρεσαν μόνο ό,τι κινητό είχαν τοποθετήσει στο μίσθιο, αλλά αφαίρεσαν ακόμη και τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, τις γυψοσανίδες και έθραυσαν σκόπιμα την τζαμαρία και τα μάρμαρα (όπως οι φθορές αυτές εκτίθενται στην αγωγή και κοστολογούνται στην από Ιουλίου 2013 τεχνική έκθεση και προϋπολογισμό έργου του πολιτικού μηχανικού ……….., που ενσωματώνεται στο δικόγραφό της), στο συνολικό ποσό των 33.800 ευρώ, πλέον 1.000 ευρώ, που αφορούν προϋπολογισθείσες ασφαλιστικές εισφορές. Ότι, στον εν λόγω προϋπολογισμό πρέπει να προστεθεί και ο φόρος προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) εκ 23%, ήτοι 7.774 ευρώ. Ότι, επιπροσθέτως, λόγω της  ως άνω αδικοπραξίας των εναγόμενων, υπέστη και ηθική βλάβη. Ζητούσε δε ακολούθως, ο ενάγων, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, συνολικά το ποσό των 52.574 ευρώ και ειδικότερα το ποσό των 34.800 ευρώ ως αποζημίωση, το ποσό των 7.774 ευρώ ως φόρο επί των υπηρεσιών και των υλικών και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, αφού αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ που προτίθετο να αξιώσει από το ποινικό δικαστήριο, όλα τα παραπάνω ποσά µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής µέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να διαταχθεί η προσωπική κράτηση των εναγόμενων ως µέσο εκτέλεσης της απόφασης, καθώς και να καταδικασθούν αυτοί στη δικαστική του δαπάνη.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), με την υπ΄αρ. 2074/2019 οριστική απόφασή του (εκκαλουμένη), δίκασε την ως άνω αγωγή, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, κατά τα προαναφερθέντα), αν και είχε εισαχθεί αρχικά με την τακτική διαδικασία (άρθρο 591 παρ.2, όπως ίσχυε τότε). Ειδικότερα, αφού ορθά έκρινε ότι υφίσταται παθητική νομιμοποίηση του δεύτερου και τρίτης των εναγόμενων, παρότι αυτοί δεν είναι αντισυμβαλλόμενοί του στην ένδικη μίσθωση, καθώς η αγωγή, σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, στηρίζεται στις περί αδικοπραξίας διατάξεις, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό των εναγόμενων, ακολούθως την έκρινε ορισμένη ως προς την αξίωση για χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ενώ όσον αφορά στην αποζημίωση, την έκρινε ορισμένη μόνο ως προς τα κάτωθι κονδύλια του πίνακα προϋπολογισµού του έργου και δη ως προς το κονδύλιο Α3 που προσδιορίζεται στο κατ΄ αποκοπή ποσό των 200 ευρώ περί αποκοµιδής σκουπιδιών, αποξηλωµένων ερµαρίων και παλετών, ως προς το κονδύλιο Β1, που προσδιορίζεται στο κατ’ αποκοπή ποσό των 400 ευρώ περί εργασιών αποξηλώσεων ισογείου, ως προς το κονδύλιο Β2, που προσδιορίζεται στο κατ’ αποκοπή ποσό των 450 ευρώ περί εργασιών καθαιρέσεων και αποκοµιδής µπάζων στην πίσω όψη του ισογείου, ως προς το κονδύλιο Β2β, που προσδιορίζεται στο κατ’ αποκοπή ποσό των 200 ευρώ περί εργασιών καθαιρέσεων και αποκοµιδής µπάζων στην πίσω όψη του ισογείου, ως προς το κονδύλιο των Β2β που προσδιορίζεται στο κατ’ αποκοπή ποσό των 250 ευρώ περί εργασιών αποκατάστασης στην πίσω όψη του ισογείου, ως προς το κονδύλιο Β3, που προσδιορίζεται στο κατ’ αποκοπή ποσό των 400 ευρώ περί εργασιών επιχρισµάτων τοιχοποιίων, ως προς το κονδύλιο Β5, που προσδιορίζεται στο κατ’ αποκοπή ποσό των 150 ευρώ περί εργασιών αποξήλωσης και αποκοµιδής µπάζων, ως προς το κονδύλιο Β6, που προσδιορίζεται στο κατ’ αποκοπή ποσό των 150 ευρώ περί εργασιών διάνοιξης ανοίγµατος προς το υπόγειο, ως προς το κονδύλιο Γ1, που προσδιορίζεται στο κατ’ αποκοπή ποσό των 400 ευρώ περί εργασιών αποξήλωσης. Ωστόσο, ως προς τα λοιπά κονδύλια της αγωγής, που αφορούν αποζημίωση για τις φθορές του μισθίου, όπως αυτά αναφέρονται στο δικόγραφό της, απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθώς δεν προσδιορίζονται το κόστος υλικών ή (και) το κόστος εργασίας για την αποκατάστασή τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη. Στη συνέχεια, έκρινε νόμιμη την αγωγή (υφιστάμενης ως προς την πρώτη εναγόμενη, συρροής ενδοσυµβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, σύμφωνα με τα επίσης αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ενώ, ως προς τους λοιπούς εναγόμενους, στηριζόμενη αποκλειστικά στην αδικοπρακτική ευθύνη), πλην του κονδυλίου περί καταβολής Φ.Π.Α., ύψους 7.774 ευρώ, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, (διότι η απαίτηση του φόρου αυτού ζητείται, κατ΄ άρθρο 69 παρ.1 εδ.ε του ΚΠολΔ, από την επέλευση το χρονικού σημείου της καταβολής του ποσού της κύριας οφειλής, που δεν έχει επέλθει στην προκειμένη περίπτωση). Ακολούθως, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την τρίτη εναγόμενη, ενώ την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τους πρώτη και δεύτερο των εναγόμενων και υποχρέωσε τους τελευταίους να καταβάλουν στον ενάγοντα, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 3.650 ευρώ, εκ των οποίων 2.150 ευρώ ως αποζημίωση και 1.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τα ειδικότερα επίσης εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη, με το νόμιμο τόκο, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, έως την εξόφληση. Απέρριψε τέλος, το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής ως ουσιαστικά αβάσιμο, όπως και το αίτημα περί επιβολής προσωπικής κράτησης εις βάρος των εναγόμενων, διότι αυτή δεν επιβάλλεται αν η απαίτηση δεν υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ (άρθρο 1047 παρ.2 ΚΠολΔ). Σημειωτέον δε ότι, ως προς τις απορριπτικές των αιτημάτων της αγωγής διατάξεις της, δεν πλήττεται η εκκαλουμένη, καθώς ο ενάγων δεν έχει ασκήσει έφεση ή αντέφεση κατ΄αυτής.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονούνται οι πρώτη και δεύτερος των εναγόμενων – εκκαλούντες με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή του αντιδίκου τους και να καταδικαστεί αυτός στη δικαστική τους δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης ………. – κόρης του ενάγοντος, σταθμιζομένης κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας της, καθώς και της ανωμοτί εξέτασης του δεύτερου εναγόμενου, που έλαβαν χώρα ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, ακόμη κι αν δεν γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω σε κάποια από αυτά, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, που η γνησιότητά τους δεν αμφισβητείται, αλλά και οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απoδεικvύoνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Ο ενάγων – ήδη εφεσίβλητος συνήψε, δυνάμει του από 2-3-2010 ιδιωτικού συµφωνητικού, που υπογράφηκε μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγόμενης – ήδη πρώτης εκκαλούσας, σύμβαση µίσθωσης, βάσει της οποίας εκµίσθωσε στην τελευταία ένα κατάστηµα, ιδιοκτησίας του, το οποίο βρίσκεται στον Πειραιά (οδός ………..), αποτελούµενο από ισόγειο – κεντρικό χώρο επιφάνειας 94 τ.μ., πατάρι επιφάνειας 55 τ.μ. και αποθήκη υπογείου επιφάνειας 104 τ.μ. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε 12ετής (με χρόνο έναρξης την 1η-4-2010) και το μηνιαίο µίσθωμα 900 ευρώ για τον πρώτο χρόνο και 1.000 ευρώ για τον δεύτερο χρόνο, πλέον 4% ετησίως, στη συνέχεια, επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου µισθώµατος. Η πρώτη εναγόμενη – μισθώτρια θα πραγματοποιούσε βελτιώσεις στο µίσθιο, καθώς θα διαµόρφωνε το χώρο του με βάση τις ανάγκες της επιχείρησής της (εμπορία καλλυντικών ειδών και ειδών κομμωτηρίου). Συμφωνήθηκε δε ότι, οι όποιες βελτιώσεις θα έκανε η µισθώτρια, θα παρέµεναν προς όφελος του µισθίου, ενώ, κατά την αποχώρησή της, θα έπαιρνε µαζί της μόνο ό,τι κινητό είχε τοποθετήσει σε αυτό και όχι οτιδήποτε ήταν στερεά συνδεδεµένο µε το μίσθιο κατάστημα. Ορίστηκε επιπλέον ρητά στο ως άνω συμφωνητικό μίσθωσης, ότι, κατά την αποχώρηση της μισθώτριας σε οποιοδήποτε χρόνο, δεν θα είχε αυτή κανένα δικαίωµα αποζηµίωσης για τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στο μίσθιο, έστω κι αν ήταν αναγκαίες. Αν και η πρώτη εναγόμενη μισθώτρια παρέλαβε το µίσθιο και άρχισε να το χρησιμοποιεί, εμπορευόμενη τα ως άνω είδη, με τη βοήθεια του δευτέρου εναγόμενου αδερφού της – ηδη δεύτερου εκκαλούντος, αλλά και της μητέρας της (αρχικής τρίτης εναγόμενης, μη διαδίκου στην ένδικη έφεση), αυτή (μισθώτρια) δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα τα οφειλόµενα µισθώµατα. Κατόπιν δε σχετικής αίτησης του ενάγοντος – εφεσίβλητου, εκδόθηκε σε βάρος της η υπ΄αρ. …../2013 διαταγή απόδοσης της χρήσης του µισθίου και πληρωμής των οφειλόμενων µισθωµάτων (ποσού 4.700 ευρώ), του Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε, ως προς το επώνυµο της καθ’ής – µισθώτριας, με την υπ΄αρ. …../2013 διαταγή πληρωµής του ως άνω Δικαστή. Η ανωτέρω διαταγή επικυρώθηκε με την υπ΄αρ. 3162/2014 απόφαση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την ανακοπή που άσκησε κατ΄ αυτής, η πρώτη εναγόμενη – μισθώτρια. Περαιτέρω, στις 6-6-2013, ήτοι είκοσι µέρες µετά από την επίδοση της εν λόγω διαταγής απόδοσης της χρήσης του µισθίου στην πρώτη εναγόμενη, που έλαβε χώρα στις 17-5-2013, η τελευταία παρέδωσε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος τα κλειδιά του µισθίου δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της και αποχώρησε από αυτό. Η πλευρά του ενάγοντος – εκμισθωτή επιφυλάχθηκε στο πρωτόκολλο που συντάχθηκε για την παράδοση – παραλαβή των κλειδιών, τόσο για τα οφειλόµενα µισθώµατα, όσο και για τυχόν ζηµίες στο µίσθιο. Δύο µέρες µετά (8-6-2013), ο ενάγων παρέλαβε τα κλειδιά από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και επισκέφθηκε μαζί με αυτόν το µίσθιο, στο οποίο, όμως, διαπίστωσαν ότι είχαν προκληθεί εκτεταμένες φθορές. Προέκυψε δε ότι, ότι λίγες ημέρες πριν την παράδοση των κλειδιών, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από 1-6-2013 έως και 5-6-2013, η πρώτη εναγόμενη – μισθώτρια μαζί με τον δεύτερο εναγόμενο – αδερφό της, αφού μετέφεραν τα εμπορεύματα που υπήρχαν στο κατάστημα και στην προσπάθειά τους να αφαιρέσουν τα κινητά αλλά και τις σταθερές εγκαταστάσεις που είχαν τοποθετήσει στο μίσθιο κατάστημα, προκάλεσαν, από υπαιτιότητά τους, εκτεταμένες φθορές σε αυτό, καταστρέφοντας μεγάλο μέρος των γυψοσανίδων του ισογείου και του παταριού τόσο στην οροφή όσο και περιµετρικά στους τοίχους, ενώ οι αφαιρεθείσες γυψοσανίδες αποξηλώθηκαν κακότεχνα προκαλώντας µερική φθορά στα επιχρίσµατα και στις γυψοσανίδες οροφής του ισογείου. Επίσης, καταστράφηκε η ψευδοροφή στο ισόγειο και το πατάρι, οι γυψοσανίδες στο υπόγειο και το ισόγειο και η γυψοσανίδα πρόσοψης του καταστήµατος, ενώ ένας εκ των υαλοπινάκων της όψης ρηγµατώθηκε.  Η υπαιτιότητα δε της πρώτης και του δεύτερου των εναγόμενων – βοηθού αυτής, έγκειται τουλάχιστον σε βαριά αμέλεια, καθώς δεν επέδειξαν την επιμέλεια που όφειλαν και μπορούσαν κατά τις περιστάσεις, ως μέση συνετή μισθώτρια η πρώτη και ως βοηθός (εκπληρώσεως) αυτής, ο δεύτερος,  κατά την αφαίρεση των παραπάνω από το μίσθιο, αλλά το έπραξαν με μη ενδεδειγμένο τρόπο, χωρίς τη δέουσα προσοχή και αδιαφορώντας αν με τον τρόπο αυτό θα επιφέρουν φθορές στο μίσθιο ακίνητο, οι οποίες πράγματι επήλθαν ως αποτέλεσμα των ως άνω ενεργειών τους. Ειδικότερα δε, για την αποκατάσταση των προκληθεισών από τους πρώτη και δεύτερο των εναγόμενων ζημιών στο μίσθιο, κατά τα προεκτεθέντα, απαιτούνται, ως προς τα αγωγικά κονδύλια που κρίθηκαν ορισμένα και νόμιμα με την εκκαλουμένη, σύµφωνα µε την ως άνω από Ιουλίου 2013 τεχνική έκθεση και προϋπολογισμό έργου του πολιτικού μηχανικού Κώστα Η. Θεοδωρακόπουλου, που προσκομίζεται από τον ενάγοντα και δεν αντικρούεται επαρκώς από τους εναγόμενους, όπως ορθά επισημαίνεται και στην εκκαλουμένη, η απαιτούμενη δαπάνη ανέρχεται στα κάτωθι αναφερόμενα ποσά. Για την αποκομιδή σκουπιδιών, αποξηλωµένων ερµαρίων και παλετών από το υπόγειο του μισθίου ακινήτου, στο ποσό των 200 ευρώ (κατ΄ αποκοπή). Οι εκκαλούντες, οι οποίοι δεν αρνούνται ότι, πράγματι, κατά την αποχώρησή τους, παρέλειψαν να απομακρύνουν τα ως άνω αντικείμενα από το υπόγειο του μισθίου, ισχυρίζονται με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής τους, ότι αυτό συνέβη λόγω του σύντομου χρόνου που τους είχε τάξει ο ενάγων για να παραδώσουν το μίσθιο και ότι, σε κάθε περίπτωση, το επιδικασθέν για το κονδύλιο αυτό ποσό είναι υπερβολικό. Ο ισχυρισμός τους αυτός, όμως, δεν ελέγχεται ως βάσιμος, διότι, αφενός μεν η προθεσμία που είχαν να αποχωρήσουν από το μίσθιο, όταν τους επιδόθηκε η προαναφερθείσα διαταγή απόδοσης μισθίου, είναι αυτή που τάσσει ο νόμος, αφετέρου δε, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν στην έφεσή τους, για τη μεταφορά των αντικειμένων αυτών δεν απαιτείται πολύς χρόνος. Σχετικά με το ως άνω ποσό για τη διενέργεια των εν λόγω εργασιών, δεν προσκομίζουν κάποια αντίθετη τεχνική έκθεση – εκτίμηση, ούτε κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με το ύψος του. Το ίδιο συμβαίνει και αναφορικά με το κονδύλιο εργασιών αποξηλώσεων στο ισόγειο και ειδικότερα στην πρόσοψη αυτού, που προσδιορίζεται στην ως άνω έκθεση και στην εκκαλουμένη, στο ποσό των 400 ευρώ (κατ΄ αποκοπή). Δεν αποδεικνύεται, επίσης, ο ισχυρισμός των εναγόμενων – εκκαλούντων, που προβάλλουν με το δεύτερο σκέλος του ως άνω (τρίτου) λόγου της έφεσής τους, ότι ουδεμία καταστροφή υφίσταται στα κουφώματα της πρόσοψης του ισογείου, των σταθερών πλαισίων και της θύρας εισόδου. Αντίθετα, τόσο από την ανωτέρω τεχνική έκθεση σε συνδυασμό με τις προσκοµιζόµενες από τον ενάγοντα φωτογραφίες, αποδεικνύονται η φθορά και η µερική καταστροφή των σταθερών πλαισίων και της θύρας εισόδου. Το τρίτο δε σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης, με το οποίο οι εκκαλούντες βάλλουν κατά του αγωγικού κονδυλίου, που αφορά στις εργασίες καθαίρεσης και αποκοµιδής µπάζων της πίσω όψης του ισογείου, ποσού (κατ’ αποκοπή) 450 ευρώ, είναι απορριπτέο ως άνευ αντικειμένου, καθώς το κονδύλιο αυτό απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως ουσιαστικά αβάσιμο. Περαιτέρω, ως προς τις λοιπές εργασίες που αφορούν καθαιρέσεις των αυθαίρετων κατασκευών στην πίσω όψη του ισογείου (εξώστη) και την αποκοµιδή µπάζων, η δαπάνη που απαιτείται προσδιορίζεται στο ποσό των 200 ευρώ (κατ΄ αποκοπή), ενώ για τις εργασίες αποκατάστασης της όψης αυτής, στο ποσό των 250 ευρώ (κατ΄ αποκοπή). Οι εν λόγω κατασκευές και τροποποιήσεις δεν προέκυψε ότι έγιναν µε της συναίνεση του ενάγοντος, όπως ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως οι εκκαλούντες και επαναλαμβάνουν στο τέταρτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης. Ακόμη, η δαπάνη για τις εργασίες επισκευής επιχρισµάτων τοιχοποιιών, προσδιορίζεται στο κατ’ αποκοπή ποσό των 400 ευρώ, για τις εργασίες αποξήλωσης εναποµείµαντος τµήµατος ψευδοροφής και αποκοµιδής µπάζων στο, επίσης κατ΄ αποκοπή, ποσό των 150 ευρώ και για τις εργασίες διάνοιξης ανοίγµατος προς το υπόγειο, στο ποσό των 150 ευρώ. Ουδόλως αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων, που προβάλουν στο πέμπτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσης, ότι, αφενός μεν η ψευδοροφή δεν έχρηζε αποξήλωσης, καθώς, όπως προκύπτει από τις φωτογραφίες, αυτή είχε καταστραφεί κι απέμεινε ένα τμήμα της, που έπρεπε να αφαιρεθεί, αφετέρου δε ότι δεν υπήρχε άνοιγμα προς το υπόγειο, όταν παρέλαβαν το μίσθιο. Τέλος, για τις εργασίες αποξήλωσης για τον ενδιάμεσο όροφο (ως προς τη μη διενέργεια των οποίων, οι εκκαλούντες, με το έκτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής τους, επικαλούνται και πάλι -αβάσιμα όπως προεκτέθηκε- την έλλειψη χρόνου), το απαιτούμενο ποσό προσδιορίζεται σε 400 ευρώ (κατ’ αποκοπή). Συνολικά δηλαδή οι δαπάνες για την αποκατάσταση των προαναφερθεισών φθορών, που προκλήθηκαν από τους εκκαλούντες στο μίσθιο, ανέρχονται στο ποσό των (200+400+200+250+400+150 +150+400=) 2.150 ευρώ, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου, στο σύνολό του, κατά τα προεκτεθέντα, του τρίτου λόγου της έφεσης. Εξάλλου, η επικαλούμενη από τους εναγόμενους – εκκαλούντες εισροή υδάτων στο υπόγειο του μισθίου, που προκλήθηκε από ισχυρή βροχόπτωση της 22-3-2013, δεν έχει σχέση με τις επίδικες φθορές.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, οι εναγόμενοι παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε ουσιαστικά υπόψη τα όσα ανέφερε στην ανωμοτί εξέτασή του ο δεύτερος εναγόμενος, καθώς και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από αυτούς, αλλά εσφαλμένα έδωσε βαρύτητα, όσον αφορά στη διαμόρφωση της κρίσης του, στα όσα ανέφερε στην κατάθεσή της η μάρτυρας του ενάγοντος – κόρη του, παρότι δεν ήταν αληθή και αυτή τα κατέθεσε με την καθοδήγηση του ενάγοντος, εν γνώσει του ψεύδους τους. Ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στη δικανική πεποίθησή του μόνο από τα αναφερόμενα στην κατάθεση της ως άνω μάρτυρα. Αντίθετα, ρητά αναγράφεται στην εκκαλουμένη ότι έλαβε υπόψη και τα λοιπά προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα αλλά και από τους εναγόμενους αποδεικτικά στοιχεία. Σε ποιο αποδεικτικό μέσο, άλλωστε, θα δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα το Δικαστήριο, κατά τη μόρφωση της δικανικής του πεποίθησης, εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του. Εξάλλου, το παρόν Δικαστήριο εκτιμά εκ νέου όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα. Δεν αποδείχθηκε δε ότι τα αναφερόμενα από την εν λόγω μάρτυρα είναι ψευδή, όπως υποστηρίζουν οι εκκαλούντες στον ως άνω λόγο αλλά και στον τέταρτο λόγο της έφεσής τους, σχετικά με τον οποίο θα γίνει εκτενέστερη αναφορά παρακάτω. Περαιτέρω, τα όσα η άνω μάρτυρας καταθέτει, ενισχύονται και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία όπως φωτογραφίες (βλ. π.π.), ένορκες βεβαιώσεις έτερων μαρτύρων, στις οποίες επίσης θα γίνει μνεία παρακάτω, κ.λπ. Ας σημειωθεί δε ότι, μετά την απόρριψη, με την εκκαλουμένη, των λοιπών, πλην των ανωτέρω, κονδυλίων της ένδικης αγωγής ως αόριστων, ο ενάγων άσκησε νέα αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική βάση, κατά της πρώτης και δεύτερου των εναγόμενων (νυν εκκαλούντων) και ειδικότερα την από 27-11-2019 και με Ε.Α.Κ. …../2019, που αφορούσε στα κονδύλια αυτά. Επί της ανωτέρω αγωγής έχει ήδη εκδοθεί σε δεύτερο βαθμό, η υπ΄αρ. 125/2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, το οποίο, δικάζοντας την από 27-1-2021 έφεση κατά της υπ΄αρ. 3789/2020 πρωτόδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε απορρίψει την εν λόγω αγωγή θεωρώντας ότι δεν είχε καταβληθεί το δικαστικό ένσημο, δέχθηκε τυπικά και κατ΄ ουσία την έφεση και, αφού εξαφάνισε την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή αυτή, κρίνοντας ότι υπήρξε υπαιτιότητα (αμέλεια) των εναγόμενων ως προς την πρόκληση των φθορών στο μίσθιο. Οι εκκαλούντες επικαλούνται στον δεύτερο λόγο της έφεσής τους, την υπ΄αρ. 4526/27-6-2018 απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (11-5-2018) και έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, με την οποία αυτοί αθωώθηκαν, λόγω αμφιβολιών ως προς το δόλο, για την αξιόποινη πράξη της διακεκριμένης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας από κοινού που αφορούσε  στο ίδιο αναφερόμενο στην ένδικη αγωγή, συμβάν. Το γεγονός, όμως, της αθώωσής τους με την ως άνω ποινική απόφαση, πέραν του ότι η τελευταία δεν δεσμεύει το παρόν πολιτικό Δικαστήριο, αλλά εκτιμάται ελεύθερα από αυτό ως δικαστικό τεκμήριο, σε κάθε περίπτωση, δεν οδηγεί στην άρση της αστικής, εξ αδικοπραξίας, ευθύνης τους σχετικά με το ένδικο προπεριγραφέν περιστατικό. Ειδικότερα, για την στοιχειοθέτηση του ποινικού αδικήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας απαιτείται δόλος ως προς την ύπαρξη του οποίου το ανωτέρω ποινικό Δικαστήριο διατηρούσε αμφιβολίες και για το λόγο αυτό κατέληξε σε αθωωτική απόφαση για τους κατηγορούμενους (εναγόμενους – εκκαλούντες). Ωστόσο, για τη θεμελίωση της αστικής εξ αδικοπραξίας αξίωσης – ευθύνης, ο βαθμός του πταίσματος που απαιτείται είναι διαφορετικός από αυτόν της στοιχειοθέτησης της ποινικής ευθύνης, καθώς αρκεί και αμέλεια, η οποία στην προκειμένη περίπτωση, όπως παραπάνω εκτέθηκε, υφίσταται κατά την πρόκληση των ένδικων φθορών στο μίσθιο κατάστημα εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης – μισθώτριας αλλά και του δεύτερου εναγόμενου, αδερφού της. Για αμέλεια, άλλωστε (των εναγόμενων), αναφορικά με τις φθορές της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, κάνει λόγο στο σκεπτικό της και η ως άνω ποινική απόφαση, αλλά και η προαναφερθείσα υπ΄αρ. 125/2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Οπότε, ο ως άνω λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ο δεύτερος εναγόμενος  – δεύτερος εκκαλών παραπονείται ότι κακώς η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι εργαζόταν στο μίσθιο κατάστημα μαζί με την μισθώτρια αδερφή του, όπως αναληθώς, κατά τους ισχυρισμούς του, κατέθεσε η μάρτυρας του ενάγοντος και ότι συνέδραμε στις επίδικες φθορές αυτού, καθώς, όπως υποστηρίζει, ο ίδιος δεν εργαζόταν σε αυτό αλλά διατηρούσε δικά του καταστήματα εμπορίας παρόμοιων, με το μίσθιο, ειδών. Εντούτοις, περί του γεγονότος ότι ο δεύτερος εναγόμενος εργαζόταν στο μίσθιο, βοηθώντας την αδερφή του – πρώτη εναγόμενη, καταθέτει όχι μόνο η ως άνω μάρτυρας του ενάγοντος ………. (τόσο στην ως άνω κατάθεσή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και στην υπ΄αρ. ……./17-9-2018 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που ελήφθη στο πλαίσιο άλλης, μεταξύ των διαδίκων, δίκης), αλλά και οι ………. και ………., στις υπ΄αρ. ….. και ……../17-9-2018 ένορκες βεβαιώσεις τους, αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες επίσης λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης μεταξύ των διαδίκων δίκης και λαμβάνονται υπόψη, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενώ μόνο αποδεικτικό στοιχείο περί του αντιθέτου είναι τα όσα αναφέρει ο ίδιος ο εναγόμενος. Σε κάθε πάντως περίπτωση, ανεξαρτήτως του αν ο δεύτερος εναγόμενος εργαζόταν ή όχι στο μίσθιο κατάστημα, το κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση ζήτημα είναι αν αυτός συμμετείχε μαζί με την πρώτη εναγόμενη, κατά τον ανωτέρω χρόνο, στην αφαίρεση των ως άνω αντικειμένων – εγκαταστάσεων, εκ της οποίας προκλήθηκαν, από υπαιτιότητά τους, οι επίμαχες φθορές στο μίσθιο. Σύμφωνα δε με όσα προεκτέθηκαν, αποδείχθηκε η συμμετοχή του αυτή. Χαρακτηριστικά δε η μάρτυρας ……, αναφέρει στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή της, ότι ‘’…πριν την αποχώρηση τους (ενν. οι εκκαλούντες) από το μίσθιο και την παράδοση των κλειδιών, η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας είχε ειδοποιήσει τον πατέρα μου (ενν. ενάγοντα – εφεσίβλητο), ότι στο κατάστημα ακούγονται ‘’σπασίματα‘’ και να έλθει να δει τι συμβαίνει. Όταν πλησίασε ο πατέρας μου το μίσθιο, που η πρόσοψη ήταν καλυμμένη με χαρτιά, τον αντιλήφθηκε ο . ……… (ενν. δεύτερος εναγόμενος – δεύτερος εκκαλών), ο οποίος τον κυνήγησε…’’.  Άλλωστε και ο δεύτερος εναγόμενος, προκειμένου να τονίσει ότι ο ίδιος (και όχι η ως άνω μάρτυρας), είχε ιδίαν γνώση όσων κατέθεσε στην ανωμοτί, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εξέτασή του, περί της κατάστασης του μισθίου, παραδέχεται στην ένδικη έφεσή του ότι είχε συνδράμει την αδερφή του – πρώτη εκκαλούσα, τόσο κατά την παράδοση όσο και κατά την παραλαβή αυτού. Δεν μπορούσε, εξάλλου, η πρώτη εναγόμενη – πρώτη εκκαλούσα μόνη της να προβεί στην αποξήλωση των ως άνω αντικειμένων από το μίσθιο. Πρέπει, συνεπώς, με βάση τα προεκτεθέντα, κι αυτός ο λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, ότι ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη από την ανωτέρω αδικοπρακτική συμπεριφορά της πρώτης και δεύτερου των εναγόμενων, καθώς προκλήθηκαν ένεκα αυτής, κατά τα προεκτεθέντα, σημαντικές φθορές στο εν λόγω περιουσιακό του στοιχείο (ακίνητό του) από την εκμίσθωση του οποίου αποκόμιζε εισοδήματα, απορριπτομένου ως αβάσιμου του πέμπτου και τελευταίου λόγου της έφεσης, με τον οποίο οι ως άνω εναγόμενοι – εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι οι ενέργειές τους δεν συνιστούν αδικοπραξία και συνεπώς δεν γεννάται αξίωση χρηματικής  ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του αντιδίκου τους. Για την αποκατάσταση της ηθικής αυτής βλάβης του ενάγοντος, λαμβανομένων υπόψη της στεναχώριας που δοκίμασε διαπιστώνοντας τις καταστροφές στο ακίνητό του, των συνθηκών κάτω από τις οποίες τελέστηκε η ως άνω πράξη των πρώτης και δεύτερου των εναγόμενων και του είδους αυτής, καθώς και του βαθμού του πταίσματός τους, σε συνδυασμό με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων, όπως αυτή προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από αυτούς αποδεικτικά στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 1.500 ευρώ. Το ποσό αυτό, κρίνεται εύλογο, με βάση τα ως άνω ληφθέντα υπόψη γεγονότα και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για το ύψος δε της επιδικασθείσας με την εκκαλουμένη απόφαση, χρηματικής ικανοποίησης, δεν υπάρχει ειδικός λόγος έφεσης.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν (έστω με μερικώς διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά, κατ΄ άρθρο 534 ΚΠολΔ), έκανε εν μέρει δεκτή την ένδικη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τους πρώτη και δεύτερο των εναγόμενων – ήδη εκκαλούντων και υποχρέωσε τους τελευταίους, τον καθένα εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον ενάγοντα – ήδη εφεσίβλητο, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, το συνολικό ποσό των 3.650 ευρώ, εκ των οποίων, κατά τα προαναφερθέντα, 2.150 ευρώ ως αποζημίωση και 1.500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να απορριφθεί κατ΄ ουσία. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, θα επιβληθούν εις βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2  ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, καθώς επίσης θα διαταχθεί η εισαγωγή του αναφερομένου επίσης στο διατακτικό παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες ( άρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 2074/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (όπως οι διατάξεις αυτής ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του Ν.4335/23-7-2015).

Δέχεται τυπικά την έφεση και

Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο του παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες (e-παράβολο με αρ. ……………./2020, ποσού 100 ευρώ).

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 2 Φεβρουαρίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 H  ΓPAMMATEAΣ