Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 93/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   93/2023

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα     .

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την …………….., προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της Εκκαλούσας: ………., η οποία παραστά θηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του  πληρεξούσιου Δικηγόρου της Μάριου Σπανάκη (Δ.Σ.Α. ……..),  (βλ. το υπ’ αριθμόν ………/20-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).

Της Εφεσίβλητης: ……… η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια των πληρεξούσιων Δικηγόρων της Χρήστου Μακρή (Δ.Σ. Π. …….), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ……./22-11-2021 γραμμάτιο προκα ταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π.) και Ανδρέα- Εμμανουήλ Σκαραμαγκά (Δ.Σ.Π. ………..), (βλ. το υπ’ αριθμόν ……./22-11-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), οι οποίοι κατέθεσαν δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς οι ίδιοι να παραστούν, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η εκκαλούσα άσκησε σε βάρος της εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 27-02-2014 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./10-03-2014.

Ακολούθως, η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω Δκαστηρίου σε βάρος της εκκαλούσας την από 25-09-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……./2015 και ειδικό αριμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …………/2015

Επί των αγωγών αυτών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 2215/2020 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδι κείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της εφεσίβλητης ……., ενώ αντίθετα απορρίφθηκε η αγωγή της εκκαλούσας ……….., αντίστοιχα, ως κατ’ ουσία αβάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε η ενάγουσα της από 27-02-2014  και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../10-03-2014 αγωγής και ήδη εκκαλούσα ………. ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 21/10/2020 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) ………/21-10-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) ……./21-10-2020, και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……../21-10-2020 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………../21-10-2020, δικάσιμος δε ορίστηκε η 25-11-2021, οπότε αναβλήθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εκκαλούσας ανέπτυξε τους ισχυ ρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά, όσα διαλαμβάνονται στην έφεση και στις προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε, κατά την εκδίκαση της υπό κρίση έφεσης.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Ι) Η κρινόμενη από 21/10/2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …./(Ε.Α.Κ.Δ.) …./2020 έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας …………. κατά της υπ’ αριθμόν 2215/2020 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ήτοι, μέσα στην προθεσμία του μηνός από το χρόνο επίδοσης αυτής, (άρθρα 495 παρ. 1- 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην ενάγουσα την 24/09/2020 για γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ………./24-09-2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, την οποία προσκομίζει με επίκληση η εφεσίβλητη, ως επισπεύδουσα τη συγκεκριμένη διαδικαστική ενέργεια διάδικος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., ενώ η υπό κρίση έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, την 21/10/2020 (Γ.Α.Κ.) …/ (Ε.Α.Κ.Δ.) …/2020. Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100, 00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού …………./2020 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρου 1-465 Κ.Πολ.Δ.).

(ΙΙ) Με την υπ’ αριθμόν κατάθεσης .………/2014 αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ………. εκθέτει ότι με δική της πρωτοβουλία ανοίχθηκε την 03.08.1999, ο αναφερόμενος στην ένδικη αγωγή τραπεζικόςλογαριασμός, ως συνδικαιούχοι του οποίου εμφανιζόταν τυπικά και μόνο η εναγόμενη και άλλο φιλικό της ενάγουσας πρόσωπο, αφού πρώτα είχε συμφωνηθεί μεταξύ της ενάγουσας, της εναγόμενης και της άλλης συνδικαιούχου, ότι στο λογαριασμό αυτό θα κατατίθεντο  μόνο χρήματα της ενάγουσας, αυτή δε και μόνο αυτή θα είχε δικαίωμα να τα διαχειρίζεται και να τα αναλαμβάνει. Ότι την 25.02.2009, αυτή παρέδωσε προς φύλαξη το βιβλιάριο κίνησης του παραπάνω λογαριασμού στην εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη. Ότι περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2009 ζήτησε από την εναγομένη το βιβλιάριο, εκείνη όμως της απάντησε πως βρίσκεται στα χέρια του υιού της και ότι θα το αναλάμβανε από εκείνον, προκειμένου να της το παραδώσει. Ότι την 02.01.2010, η εναγόμενη της ανέφερε ότι είχε πραγματοποιήσει ανάληψη μεγάλου χρηματικού ποσού από τον παραπάνω λογαριασμό, το οποίο έδωσε στον υιό της, προκειμένου εκείνος να πραγματο ποιήσει επικερδή επένδυση των χρημάτων της ενάγουσας αλλά και δικών του χρημάτων, έπεσε όμως θύμα απάτης, με αποτέλεσμα να απωλέσει το σύνολο των χρημάτων, την καθησύχασε δε, διαβεβαι ώνοντας την ότι θα επιστρέψει το ποσό, που ανέλαβε από τον παραπάνω λογαριασμό με το τίμημα, που θα λάμβανε από την πώληση δικού της ακινήτου. Ότι οι ως άνω ψευδείς κατά την ενάγουσα διαβεβαιώσεις της εναγόμενης συνεχίστηκαν μέχρι την 17. 01.2012, οπότε ο σύζυγός της τελευταίας της ανέφερε ότι τα χρήματα της επενδύθηκαν, όπως η ενάγουσα και ο υιός της εναγόμενης είχαν συμφωνήσει και χάθηκαν συνεπώς ουδέν της οφείλουν. Ότι η εναγόμενη αύθις διέψευσε το σύζυγο της, διαβεβαίωσε δε την ενάγουσα ότι τα χρήματα θα της επιστραφούν, συνέχισε δε να πράττει τούτο, χωρίς ποτέ να της καταβάλλει ότι υποσχέθηκε.  Ότι κατόπιν έρευνας, η ενάγουσα διαπίστωσε ότι χωρίς την εντολή ή την άδεια της η εναγόμενη ανέλαβε το χρηματικό ποσό των εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων (135.000,00) Ευρώ (Ε) από τον παραπάνω λογαριασμό, την 01.04.2009. Επικαλούμενη έννομο συμφέρον, η ενάγουσα ζητείνα υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλλει το χρηματικό ποσό τωων 135.000,00 Ευρώ (Ε), με βάση τις διατάξεις για την αδικοπρακτική ευθύνη, διαφορετικά και επικουρικά με βάση τις διατάξεις για την παρακαταθήκη, άλλως και επικουρικά με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, νομιμότοκα από 28.02.2009, ήτοι, από την επόμενη της διενέργειας από την εναγόμενη της παραπάνω ανάληψης, διαφορετικά από την από 03.01.2010, ήτοι, από την επόμενη της γνωστοποίησης σε αυτήν της ως άνω ανάληψης άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, (β) το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) Ευρώ (Ε), ως χρηματική ικανοποίηση τςη επελθούσας ηθικής της βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, υπό την απειλή προσωπικής κράτησης της, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη διακστική δαπάνη της.

Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμόν κατάθεσης ………./2015 αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι η εναγόμενη άσκησε  σε βάρος της τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2014 αγωγή, στη συνέχεια αυτή υπέβαλε την 02.07.2014 ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς μήνυση εναντίον της όμοιου περιεχομένου με αυτό της ως άνω αγωγής, με την οποία ζητεί την ποινική της δίωξη για το αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Ότ τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή και στην έγκληση- μήνυσή της τυγχάνουν ψευδή και συκο φαντικά, προσβάλλουν δε βάναυσα την προσωπικότητά της. Ενόψει τούτων, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει σε αυτήν το χρηματικό ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000,00) Ευρώ (Ε), ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την κατά τα παραπάνω προσβολή της προσωπικότητάς της, με το νόμιμο τόκο  από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

Οι παραπάνω αγωγές συνεκδικάστηκαν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, κατ’ άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η υπ’αριθμόν 2215/2020 (οριστική) απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η υπ’ αριθμόν κατάθεσης ………../2014 αγωγή της …….., ενώ αντίθετα έγινε δεκτή η υπ’ αριθμόν έκθεσης κατάθεσης ……/ 2015 αγωγή της ……….., εν μέρει, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Κατά της παραπάνω απόφασης η ηττηθείσα ενάγουσα ……….   άσκησε την υπό κρίση έφεσή της, με την οποία επικαλείται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου αλλά και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Οι λόγοι αυτοί, που τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, δεκτικοί δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτοί, πρέπει εξεταστούν ως προς τη βασιμότητά τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

(ΙΙΙ) Από τις διατάξεις των άρθρων 713, 714, 200, 211, 216, 218, 223, 281 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι τόσο η υπέρβαση των ορίων της εντολής όσο και η κατάχρηση εκείνων της πληρεξουσιότητας, που μπορεί να αλληλοπροσδιορίζονται, όταν υποκείμενη αιτία της δεύτερης είναι η πρώτη, υπάρχει και στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο εντολοδόχος ενεργεί κατά τρόπο που, μολονότι δεν υπερβαίνει τα τυπικά όρια της εντολής ή της πληρεξουσιότητας, είναι ωστόσο αντίθετος προς την υποχρέωση, που έχει να χρησιμοποιεί την εξουσία, η οποία δόθηκε σε αυτόν, κατά τρόπο, που να εξυπηρετεί το συμφέρον του εντολέως, σύμφωνα με τις επιταγές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όπως επιβάλλεται από την φύση της υποθέσεως, η διαχείριση της οποίας του έχει ανατεθεί, οφείλοντας να καταβάλει την επιμέλεια του συνετού στις συναλλαγές ανθρώπου, ευθυνόμενος συνεπώς και για ελαφρή αμέλεια, δημιουργεί δε υποχρέωση του εντολοδόχου να αποζημιώσει τον εντολέα-πληρεξουσιοδότη για τη ζημία, που υπαίτια του προκάλεσε. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Τέτοια ευθύνη προκύπτει και για εκείνον, που συναλλάσσεται με πληρεξούσιο ως εντολοδόχος, ο οποίος καταχράται τη σχέση, η οποία τον συνδέει με τον εντολέα-πληρεξουσιοδότη, εφόσον συμπράττει με αυτόν, γνωρίζοντας αφενός τα περιστατικά, που συνιστούν την υπέρβαση της εντολής και την κατάχρηση της πληρεξου σιότητας και αφετέρου ότι τα περιστατικά αυτά ήταν ικανά και πρόσφορα να επιφέρουν βλάβη στον εντολέα- πληρεξουσιοδότη (ΑΠ 1228/1987 ΝοΒ 36.1442, ΑΠ 466/1977 ΝοΒ 26.46, ΕφΑΘ 4532/1978 ΝοΒ 27.229, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρα 714, 719, 720 και εκεί παραπομπές, Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ άρθ. 720 σελ. 987, Δεληγιάννη, Η κατάχρηση της πληρεξουσιότητας στο ελληνικό αστικό δίκαιο, Αρμ. 31 σελ. 509 επ) (ΕφΠειρ 1324/1996 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για τον καθορισμό του περιεχομένου της ουσιαστικής πληρεξουσιότητας, δηλαδή της αληθινής εξουσίας του αντιπροσώπου, λαμβάνεται υπόψη η γενικής κατευθύνσεως (και προς τον τρίτο, για τον οποίο ισχύει «το νοείν ό πάντες νοούσιν») διάταξη του άρθρου 200 ΑΚ και το γενικό καθήκον, το οποίο έχει ο αντιπρόσωπος, όπως κάνει καλόπιστη και σύμφωνα με τα χρηστά ήθη χρήση της πληρεξουσιότητας, γιατί το από αυτή δικαίωμα του πληρεξουσίου δεν είναι απόλυτο, αλλά περιορίζεται και προσδιορίζεται και για τον τρίτο από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281 και 288 ΑΚ. Κάθε πράξη του αντιπροσώπου, που αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό της πληρεξουσιότητας, απαγορεύεται. Κατ’ εφαρμογήν αυτού, υπάρχει κατάχρηση και συνεπώς υπέρβαση των ορίων της ουσιαστικής πληρεξουσιότητας, όταν ο αντιπρόσωπος επιχειρεί στο όνομα του αντιπροσωπευομένου δικαιοπραξίες, οι οποίες, καίτοι εμπίμπτουν μέσα στα όρια της πληρεξουσιότητας, όπως διαγράφονται από την εσωτερική σχέση, εντούτοις αντιβαίνουν στα καλώς εννοούμενα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου ή στο σκοπό της πληρεξουσιότητας και ουδέποτε θα επιχειρούνταν από αυτόν. Δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει ο αντιπρόσωπος ότι η συναπτόμενη δικαιοπραξία είναι αντίθετη στα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου ή στο σκοπό της πληρεξουσιότητας, αλλά αρκεί ότι όφειλε, σύμφωνα με τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη, να γνωρίζει αυτήν την αντίθεση. Τέτοια περίπτωση υπάρχει όταν η αντίθεση είναι προφανής (βλ. ΑΠ 466/1977 ΝοΒ 26.47). Αλλά ακόμα και ο τρίτος δεν μπορεί να στηριχθεί στην τυπική πληρεξουσιότητα αν κατά το χρόνο που συναλλασσόταν με τον αντιπρόσωπο, παρέβη υπαίτια την επιβαλλόμενη σε αυτόν υποχρέωση (ΑΚ 197) της τηρήσεως έναντι του αντισυμβαλλομένου του, που ουσιαστικά είναι ο αντιπροσωπευ όμενος, την από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη υπαγορευόμενη συμπεριφορά (συναλλακτική ευθύτητα). Ειδικότερα, ο τρίτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το περιεχόμενο της πληρεξουσιότητας, που δημόσια ανακοινώθηκε με το πληρεξούσιο, στις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) Εάν ενήργησε σε συνεννόηση με τον αντιπρόσωπο και με την πρόθεση να βλάψουν αμφότεροι τον αντιπροσωπευόμενο (συμπαιγνία), που είναι ακραία περίπτωση, (β) Εάν γνώριζε απλώς, κατά την κατάρτιση της κρίσιμης δικαιοπραξίας με τον αντιπρόσωπο, ότι ο τελευταίος παραβίαζε τις εσωτερικές σχέσεις του με τον αντιπροσωπευόμενο, ή ότι καταχράται της πληρεξουσιότητας, και (γ) Εάν απλώς όφειλε να γνωρίζει τα προαναφερόμενα περιστατικά, επιδεικνύοντας την συνηθισμένη επιμέλεια. Τεκμαίρεται δε κατ’ αρχήν (λογικά) ότι ο τρίτος γνώριζε όλα τα περιστατικά τα οποία γνώριζε κάθε συνηθισμένος άνθρωπος, που θα βρισκόταν στη θέση του, γιατί μόνο κατ’ εξαίρεση μπορεί να γίνει δεκτό «το μη νοείν ο πάντες νοούσιν». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει ακυρότητα της δικαιοπραξίας, που έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε διότι δεν εμπίπτει στην εξουσία αντιπροσωπεύσεως (ΑΚ 200), είτε διότι εμπίπτει στα άρθρα 178 και 179 είτε διότι δεν εκπληρώθηκε η υποχρέωση του αντιπροσώπου σύμφωνα με το άρθρο 288, είτε τέλος διότι υπάρχει παραβίαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, με τα οποία (όρια) σκοπείται να παταχθεί η κακοπιστία και ανηθικότητα στις συναλλαγές και γενικά στην άσκηση κάθε δικαιώματος (ΑΠ 1228/1987 ΝοΒ 36.1442, ΕφΘεσ 1010/1993 Αρμ. 1994.1019, I.Δεληγιάννη, Η κατάχρηση της πληρεξουσιότητας στο ελληνικό αστικό δίκαιο, Αρμ.ΛΑ’, 509 επ.) (ΕφΠατρ 28/2009 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τις καταθέσεις των μαρτύρων ……… και της ……………, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστη ρίου με επιμέλεια των διαδίκων, σύμφωνα με τις διαάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εκτιμώμενες ανάλογα με τις γνώσεις και το βαθμό αξιοπιστίας τους, από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομάζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/ 2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 168/2014) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, μεταξύ των οποίων και οι με αριθμ. ……./26.06.2014, …../26.06.2014, ……../26.06.2014 και ……./02.07. 2014 ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, καθώς και οι υπ’ αριθμ. …../08.10.2014, ……../08.10.2014, ……../08.10.2014, ……/08.10.2014, ……/16.10.2014 και ……./20.10.2014 ένορκες βεβαιώσεις, που επικαλείται και προσκομίζει η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, και οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης, λαμβάνονται υπόψη, ως δικαστικά τεκμήρια έστω και εάν λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που τις προσκομίζει, από την υπ’ αριθμόν ………..21.01.2017 ένορκη βεβαίωση του ……..,η οποία λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κήτευσης της εναγόμενης – εφεσίβλητης …… ………, όπως προκύπτει  από την υπ’ αριθμόν ………/25.01.2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………., από την υπ’ αριθμόν ………./010-01-2020 ένορκη βεβαίωση της ……… ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., τις υπ’ αριθμόν …….. και ……/15-01-2020 ένορκες βεβαιώσεις  της …….. και ………., οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης …………, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……./03.01.2020 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ……., από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως αυτές συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ, κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ανάμεσα στην …………….. (ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα) και στη ………. (εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη) είχαν αναπτυχθεί στενές φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις, η δε ενάγουσα …….. τυγχάνει ανάδοχος της θυγατέρας της ………… Ένεκα της δημιουσγηθείσας μεταξύ τους εμπιστευτικής σχέσης, και για λόγους, που αφορύσαν το πρόσωπο της ενάγουσας, την 03-08-1999, ανοίχτηκε στο Υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Ε.Τ.Ε.) στον Πειραιά (………….) κατ’ εντολή και για λογαριασμό της τελευταίας ο με αριθμό ………….. κοινός τραπεζικός λογαριασμός, με φερόμενες ως συνδικαιούχους την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ……..  και τη ……….., Δικηγόρο, στενή φίλη της …….., μεταξύ δε των τριών προαναφερθέντων προσώπων συμφωνήθηκε ότι οι φερόμενες ως συνδικαιούχοι του συγκεκριμένου λογαριασμού, ήτοι, η ………… και η …….., θα εμφανίζονταν ως συνδικαιούχοι αυτού μόνο τυπικά, καθότι στο λογαριασμό αυτό θα κατατίθεντο χρηματικά ποσά, που ανήκουν μόνο στην ……… (ενάγουσα), μολονότι αυτή δεν εμφανιζόταν ως δικαιούχος, έχουσα μόνη αυτή το δικαίωμα να διαχειρίζεται το συγκεκριμένο λογαριασμό και να πραγματοποιεί αναλήψεις από αυτόν, με την τυπική και μόνο συνδρομή των συνδικαιούχων και μόνο κατύπιν εντολής της προς μία από αυτές. Η συμβαση, που συνέδεε τις διαδίκους, ήταν αυτή της εντολής, κατ’ άρθρο 713 του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να διεξάγει την υπόθεση της ενάγουσας σχετικά με την παρακατάθεση και την ανάληψη χρηματικών ποσών στο συγκεκριμένο λογαριασμό.  Την 31-12-2008, το πιστωτικό υπόλοιπο του λογαριασμού αυτού ανήλθε στο χρηματικό ποσό των εκατόν σαράντα τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων δεκαπέντε Ευρώ (Ε) και ενενήντα πετά λεπτών (144.815, 97) Ευρώ (Ε). Το βιβλιάριο για την κίνηση του λογαριασμού αυτού από τότε, που άνοιξε αυτός την 03-08-1999 μέχρι και την 25-2-2009, βρισκόταν συνεχώς στην κατοχή (φυσική εξουσίαση) της . …………, οπότε η τελευταία ζήτησε να παραδώσει αυτό στην ενάγουσα για προσωπικούς της λόγους. Ακολούθως, την 25-02-2009, το βιβλιάριο αυτό παρέδωσε η ενάγουσα στην εναγόμενη για φύλαξη μέσω του κοινού τους γνωστού ………….. Τούτο συνάγεται και από την υπ’ αριθμόν ……../15-1-2020 ένορκη βεβαίωση του ………… ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιά ……… (<< Γνωρίζω πολύ καλά την κα ……… Η γνωριμία μας έγινε αρχικά ως πελάτισσα, στο κατάστημα μου στον Πειραιά, εδώ και πολλά χρόνιο., από το 1979, και εξελίχθηκε σε οικογενειακή φιλία. Γνωρίζω επίσης πολύ καλά και τη ……….. ως πελάτισσα, αλλά και ως κουμπάρα και φίλη της κας ……., επειδή ό,τι ήθελαν να δώσουν η μία στην άλλη το άφηναν στο κατάστημα μου απ’ όπου περνούσαν για το πάρουν. Τον Φεβρουάριο του 2009, μου τηλεφώνησε η κα …… και με ρώτησε αν θα μπορούσε να περάσει από το κατάστημά μου (πώληση ενδυμάτων) στην οδό …….. στο κέντρο του Πειραιά, για να αφήσει ένα βιβλιάριο Τραπέζης, το οποίο θα περνούσε την ίδια ημέρα να το παραλάβει η ………, με την οποία είχε συνεννοηθεί γι ’ αυτό. Της απάντησα ότι ευχαρίστως θα μπορούσα, όπως πάντα, να την εξυπηρετήσω. Πράγματι μετά από λάγη ώρα ήρθε στο κατάστημα μου και μου άφησε το βιβλιάριο. Αργότερα, το μεσημέρι ή το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ήρθε στο κατάστημα η …………, της παρέδωσα και παρέλαβε το βιβλιάριο αυτό. Στις αρχές ή την άνοιξη του 2012, σε επίσκεψή της στο κατάστημα μου, η …………, μου ανέφερε ότι ήταν στενοχωρημένη, διότι η ……… είχε αναλάβει από το βιβλιάριο, που μου είχε φέρει η ίδια και το είχα παραδώσει εγώ στην κα …….., το ποσό των 141.000 Ευρώ χωρίς να έχει δικαίωμα για την ανάληψη αυτή και χωρίς να της έχει δώσει εντολή και ότι παρά τις υποσχέσεις της δεν της είχε επιστρέψει τα χρήματα αυτά παρά μόνο 6.000 Ευρώ (Ε)>>). Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2009, επιστρέφοντας από τη Θεσσαλονίκη- Χαλκιδική, η ενάγουσα ήθελε να τοποθετήσει τα χρήματα του λογαριασμού αυτού (ταμιευτηρίου) σε προθεσμιακό λογαριασμό, μαζί με τα χρήματα, που αυτή είχε εισπράξει από την πώληση δύο γραφείων 45 και 95 και συνολικά 140 τ.μ. την 02-06-2009, κείμενων στην οδό ……… στην Αθήνα. Για το λόγο αυτό επεδίωξε συνάντηση με αυτήν, προκειμένου να προσκομίσει και το βιβλιάριο του συγκεκριμένου λογαριασμού. Όμως, η τελευταία δήλωσε αδυναμία προσκόμισης του βιβλιαρίου αυτού, καθότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της αυτό βρισκόταν στην κατοχή του υιού της . ………. Ωστόσο, σε χρόνο προγενέστερο και συγκεκριμένα την 27.02.2009, η …….. ανέλαβε από τον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό το χρηματικό ποσό των €6.000, το οποίο αυθημερόν κατέθεσε σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό της ………., και συγκεκριμένα στο με αριθμό ……… λογαριασμό, τον οποίο διατηρούσε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία «ALPHA BANK», ενώ, την 01. 04.2009, αυτή ανέλαβε και πάλι από τον παραπάνω τραπεζικό λογαριασμό του οποίου ήταν συνδικαιούχος, το χρηματικό ποσό των € 135.000, το οποίο, την 03. 04.2009, κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό του υιού της ………. Ειδικότερα, κατέθεσε το χρηματικό ποσό των €30.000, στις 11.03 π.μ. της 03. 04.2009, και το χρηματικό ποσό των €105.000, στις 11.05 π.μ. της 03 04.2009, στο λογαριασμό με ΙΒΑΝ … …….., που διατηρούσε ο τελευταίος στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία «EMPORIKI BANK», όπως προκύπτει από τα σχετικά αντίγραφα κίνησης των ως άνω λογαριασμών. Η εναγόμενη ………. διατείνεται ότι οι κατά τα παραπάνω αναλήψεις έγιναν με τη σύμφωνη γνώμη και την έγκριση της ενάγουσας ………… Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθότι η τελευταία δεν ήταν ενήμερη, ήτοι, αγνούσε τα σχετικά με τις διαδοχικές αναλήψεις των συγκεκριμένων χρηματικών ποσών και ως εκ τούτου δεν είχε παράσχει την προς τούτο αναγκαία συναίνεσή της. Το γεγονός αυτό προκύπτει και από την υπ’ αριθμόν ………/10-1-2020 ένορκη βεβαίωση της Δικηγόρου ………, που λήφθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, η οποία έχει κατά λέξη ως εξής: «Με τη …….. γνωριζόμαστε και είμαστε οικογενειακές φίλ,ες από το 1987….. επί πλέον ήμουν και δικηγόρος της για διάφορες υποθέσεις που είχε Γνωρίζω επίσης και ήταν πελάτισσα μου (και ο σύζυγος της) και η αντίδικος ……., την οποία μου είχε γνωρίσει η κα ….. Το καλοκαίρι του 1999, η ………, κάλεσε εμένα και τη …. …., που ήταν φίλη και κουμπάρα της και μας εμπιστεύτηκε ότι επειδή είχε κάποιο, προβλήματα στη σχέση με τον άνδρα της και ένιωθε αβεβαιότητα για το μέλλον, μας είπε ότι θέλει να ανοίξει ένα τραπεζικό λογαριασμό, για να τοποθετεί όποιες οικονομίες είχε ή θα εξασφάλιζε στο μέλλον, κρυφά όμως από τον άνδρα της, ο οποίος δεν έπρεπε να μάθει οτιδήποτε γι’ αυτό. Για το σκοπό αυτό, αφού μας είπε ότι μας εμπιστεύεται απολύτως λόγω της μακράς γνωριμίας, φιλίας και των σχέσεων, που είχαμε, ζήτησε να δεχτούμε, να ανοιχθεί ένας κοινός λογαριασμός στην Τράπεζα, στον οποίο συνδικαιούχες θα φερόμαστε τυπικά εμείς οι δύο, ο λογαριασμός αυτός όμως θα τροφοδοτούνταν αποκλειστικά από χρήματα δικά της, και εμείς θα είχαμε την υποχρέωση, κάθε φορά, που θα μας το ζητούσε η ίδια και θα μας έδινε τη σχετική εντολή, να αναλαμβάνουμε χρήματά της από το λογαριασμό αυτό και να της τα παραδίνουμε για να τα χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της. Συμφωνήθηκε ακόμα ότι εμείς μόνες μας, δηλαδή χωρίς την παρουσία ή εντολή της, μαζί ή χωριστά καθεμία, δεν θα είχαμε δικαίωμα να αναλαμβάνουμε χρήματα από το λογαριασμό αυτό, αφού δεν ήταν δικός μας αλλά δικός της, και τα χρήματα που θα καταθέτονταν ανήκαν αποκλειστικά και μόνο σε εκείνη. Εγώ και η αντίδικος συμφωνήσαμε, προκειμένου να την εξυπηρετήσουμε, αφού βρισκόταν σε κρίσιμη φάση. Πήγαμε λοιπόν, μετά τη συμφωνία μας αυτή, και οι τρείς, στο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ε)λάδας, στην οδό ……… στον Πειραιά, και ανοίξαμε το λογαριασμό αυτό, ο οποίος, όπως αναγράφεται στο βιβλιάριο, που μας δόθηκε από τους υπαλλήλους, είχε αριθμό …………, και με χρήματα της ……… έγινε η πρώτη κατάθεση.Το βιβλιάριο αυτό συμφωνήσαμε και οι τρεις και το κράτησα εγώ, διότι τότε, μπορούσα να κινούμαι ευκολότερα. Στα δέκα χρόνια, που πέρασαν μέχρι την άνοιξη του 2009, ούτε εγώ αλλά ούτε και η αντίδικος ………., είχαμε «σηκώσει» χρήματα χωρίς την παρουσία ή εντολή της ……….. Το ότι δεν είχαμε αναλάβει χρήματα, το γνώριζα διότι, ως προείπα, εγώ είχα κρατήσει το βιβλιάριο. Το 2009 η προσωπική μου ζωή και κατάσταση είχε αλλάξει, και έτσι αποφάσισα ότι δεν έπρεπε να κρατώ στο σπίτι μου ένα βιβλιάριο, που φαινόταν ότι ανήκε και σε εμένα, ενώ στην πραγματικότητα ανήκε μόνο στη ……… Έτσι το Φεβρουάριο του 2009 τηλεφώνησα, στη …….. και της είπα ότι δεν θέλω πλέον να κρατώ το βιβλιάριο, αναφέροντας και τους λόγους. Για την παράδοση του βιβλιαρίου, δώσαμε ραντεβού και συναντηθήκαμε στην Λεωφόρο Ποσειδώνος, στο Φλοίσβο Παλαιού Φαλήρου. Εκεί, όταν της παρέδωσα το βιβλιάριο, μου είπε η ……….. ότι, επειδή την ίδια ημέρα θα αναχωρούσαν με το σύζυγο της για τη Θεσσαλονίκη, και επειδή σκόπευε να αγοράσει κάποιο ακίνητο στο όνομα της κόρης της και ίσως θα χρειαζόταν χρήματα, τηλεφώνησε ενώπιον μου στην αντίδικο ………….. για να της παραδώσει το βιβλιάριο, ώστε μετά από εντολή της, εφόσον χρειαζόταν χρήματα, να μπορεί να σηκώσει το αναγκαίο ποσό και να της το εμβάσει στη Θεσσαλονίκη. Η ……….. δεν μπορούσε εκείνη την ημέρα, μέχρι το μεσημέρι να συναντηθούν, και έτσι συμφώνησαν να αφήσει το βιβλιάριο στο κατάστημα του κ. ……….., στον Πειραιά, κοντά στο Δημοτικό Θέατρο, γνωστό και στις δύο, ώστε να περάσει η αντίδικος να το παραλάβει το απόγευμα. Μετά από αρκετούς μήνες, διότι στο ενδιάμεσο η ……… απούσιαζε επανειλημμένως στη Θεσσαλονίκη, σε τηλεφωνική επικοινωνία μας το Φθινόπωρο του 2009, μου ανέφερε, χωρίς να μου φανεί ότι ήταν ανήσυχη, ότι η αντίδικος δυσκολευόταν να της αποδώσει το βιβλιάριο, διότι βρισκόταν στα χέρια του γιού της τελευταίας ………., ότι θα το έπαιρνε από αυτόν και θα της το έδινε κάποια στιγμή. Στις αρχές του 2010 σε άλλη επικοινωνία μας, μου ανέφερε ότι η αντίδικος ……… την είχε ενημερώσει ότι κάποια στιγμή, είχε αναλάβει το. χρήματα του βιβλιαρίου και τα είχε παραδώσει στο γιό της, για να κάνει, νομίζω, μια εισαγωγή χρυσού από την Αφρική, αλλά αυτός είχε πέσει θύμα απάτης και ότι, εκτός από τα χρήματα της ……, είχε χάσει συνολικά πολλά χρήματα, περίπου 300.000 ευρώ, ότι η ……….. της είχε διαμαρτυρηθεί «γιατί παρέβη τη συμφωνία μας, και σήκωσε μόνη της τα χρήματα;», αλλά και ότι η κουμπάρα- αντίδικος την είχε διαβεβαιώσει ότι δεν κινδυνεύουν τα χρήματα της, διότι αυτοί, δηλαδή η ίδια και ο σύζυγος της έχουν μεγάλη ακίνητη περιουσία, και να μην ανησυχεί θα έπαιρνε πίσω τα χρήματα της από το τίμημα πώλησης ακινήτου τους, που θα έκαναν για να την πληρώσουν. Τη διαβεβαίωσε ακόμα ότι σε κάθε περίπτωση, εάν για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούσαν να πουλήσουν ακίνητο τους, για να εισπράξουν το τίμημα και να της αποδώσει τα χρήματα, τότε θα μεταβίβαζαν στην ……… ένα ακίνητο ίσης αξίας, ώστε να συμψηφίσουν τα χρωστούμενα. Έπειτα από την εξέλιξη αυτή, η ………… μου ζήτησε και πήγαμε στην Τράπεζα (αφού εγώ ήμουν συνδικαιούχος), για να λάβουμε γνώση των κινήσεων του λογαριασμού), οπότε διαπιστώσαμε ότι η αντίδικος ………..είχε κάνει την 27.2.2009 ανάληψη 6.000 ευρώ και την 1. 4.2009 ανάληψη με τραπεζική επιταγή ποσού 135.000 ευρώ. Δηλαδή, η πρώτη ανάληψη έγινε λίγες ημέρες μετά την παράδοση σε αυτή του βιβλιαρίου, και η δεύτερη ένα μήνα αργότερα. Το συνολικό ποσό, που αναλήφθηκε ανέρχεται σε 141.000 Ευρώ. Τότε η ………. μου είπε ότι μετά την εξέλιξη αυτή, ήταν υποχρεωμένη να ενημερώσει τον άνδρα της, κι αργότερα μου είπε ότι το έκανε και τη στενοχώρια που πήρε. Τον Ιανουάριο του 2014, μετά από παράκληση της κας ……….., πήγαμε μαζί στην εξοχική κατοικία της ………., στο …….., όπου και τη συναντήσαμε. Αυτή, πολύ πειστικά, μας διαβεβαίωσε ότι τα χρήματα δεν πρόκειται να χαθούν και ότι άμεσα, σε 3-4 ημέρες, που θα έφευγαν για την …. η μητέρα της και η αδελφή της, τις οποίες φιλοξενούσε, θα μου τηλεφωνούσε ο σύζυγός της, ο οποίος ήταν και πελάτης μου, για να συνεννοηθούμε, αλλά τελικά αυτός ποτέ δεν ήρθε στο γραφείο μου ούτε και μου τηλεφώνησε. Μετά από λίγες ημέρες η ……… με ενημέρωσε ότι έλαβε μήνυμα στο κινητό της από τη ……………, που έλεγε ότι «ο δικηγόρος μου δεν μου επιτρέπει να έλθω στη δικηγόρο σας». Η κ. ……… με είχε επανειλημμένως διαβεβαιώσει ότι ουδέποτε είχε δώσει εντολή στην ………. να κάνει τις ανωτέρω αναλήψεις». Κατόπιν τούτων, η ενάγουσα ………….. άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σε βάρος της εναγόμενης την από 27-2-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/10-3-2014 αγωγή της, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλλει το χρηματικό ποσό: (α) μετά από περιορισμό με τις προτάσεις της, το χρηματικό ποσό των εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων (135.000,00), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ανάληψης διαφορετικά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού και (β) το χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού, επαπειλούμενης  σε βάρος της εναγόμενης προσωπικής κράτησης, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, που επρόκειτο να εκδοθεί επί της αγωγής αυτής. Παράλληλα, υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτο δικών Πειραιώς και την από 25-6-2014 έγκληση-μήνυσή της για το αδίκημα της υπεξαίρεσης κινητού πράγματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ακολούθως, η εναγόμενη άσκησε σε βάρος της  ενάγουσας ……. την από 25-9-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2015 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αιτούμενη να υποχρεωθεί η …………. να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των  σαράντα χιλιάδων (40.000,00) Ευρώ 9Ε), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την επικαλούμενη τελεσθείσα σε βάρος της αδικοπραξία- αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης λόγω του ισχυρισμού της για την υπεξαίρεση του χρηματικού ποσού των 135.000 Ευρώ (Ε), ενώ υπέβαλε παράλληλα την από 23-6-2014 μήνυσή της ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Κατ’εκτίμηση των δικογράφων αυτών, η  ήδη εναγόμενη συνομολογεί ότι τα χρήματα, που υπήρχαν στο με αριθμό ………. κοινό λογαριασμό, ο οποίος τηρήθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος με συνδίκαιούχο την ίδια και τη …………,  κατά τα προεκτεθέντα, ανήκαν στην ενάγουσα ………. Ακολούθως, εκδόθηκε η με αριθμό ………/2015 Διάταξη του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε, ως νόμω αβάσιμη η από 25-6-2014 έγκλησή της ………… σε βάρος της εναγόμενης με το σκεπτικό ότι η ανάληψη χρημάτων από τον επίδικο λογαριασμό από την πλευρά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης δεν στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, δεδομένου ότι η τελευταία η αναλαβούσα το χρηματικό ποσό ήταν συνδικαιούχος του λογαριασμού, ενώ και η υπόσχεση, που έδωσε στην εναγουσα ότι θα της επιστρέψει τα χρήματα, όταν μεταβιβάσει ένα ακίνητό της, δεν συνιστά απάτη αλλά αθέτηση ενοχικής υπόσχεσης. Αναφορικά με τη μήνυση της εναγόμενης …………. εκδόθηκε η με αριθμό ……../7-9-2015 Διάταξη του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η έγκλησή της, ως ουσία αβάσιμη. Πλέον συγκεκριμένα, έγιναν δεκτά από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς τα ακόλουθα: «Συνεπώς σύμφωνα με την συγκεκριμένη απορριπτική διάταξη έλαβαν μεν χώρα τα ανωτέρω αναφερθέντα πραγματικά περιστατικά όμως αυτά δεν μπορούσαν για νομικούς λόγους να στοιχειοθετήσουν το καταγγελθέν κακούργημα. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά, που εξέθεσε η νυν εγκαλούμενη στην αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά είναι αληθινά, στην πράξη της δε να ασκήσει την ανωτέρω αναφερθείσα αγωγή από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι προέβη προκειμένου να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της νυν εγκαλούσας (σ.σ. εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης) ή με σκοπό να την δυσφημίσει αλλά αντίθετα προκειμένου να προστατέψει τα έννομα συμφέροντά της, ασκώντας τα δικαιώματα, που παρέχονται από τη νομοθεσία». Κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης για τη διαπίστωση της βασιμότητας της από 23-6-2014 έγκλησης-μήνυσης της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης σχετικά με το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και προς επίρρωση των διαλαμβανόμενων σε αυτήν ισχυρισμών, ο υιός της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης .. ……….., εξετασθείς, ως μάρτυς, κατέθεσε ότι είχε προβεί σε επένδυση του αναληφθέντος χρηματικού ποσού στην εταιρεία ……….., επενδύοντας συγχρόνως και το χρηματικό ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000,00) Ευρώ (Ε), που ανήκαν στον ιδιο, προερχόμενο τούτο από δανεισμό του από Τράπεζα και ότι τελικά το σύνολο των χρημάτων (δηλαδή, το συνολικό ποσό των διακοσίων χιλιάδων 200.000 Ευρώ) απωλέσθη, καθώς ο ίδιος είχε εξαπατηθεί. Μάλιστα, κατά την εκδίκαση της ένδικης αγωγής αλλά και της αγωγής, την οποία άσκησε η μητέρα του …………., σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσκόμισε με τις προτάσεις της και επικαλέστηκε έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε ότι κατά τη διάρκεια των μηνών από τα τέλη Απριλίου έως τα τέλη τέλη Ιουλίου 2009, ο υιός της …….. κατέθεσε τμηματικά στην εταιρεία, με την επωνυμία ……….. το συνολικό ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000,00) Ευρώ μέσω τραπεζικών καταθέσεων στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, όπου η παραπάνω αλλοδαπή Εταιρεία διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό. Πλέον συγκεκριμένα, η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη προσκόμισε και επικαλέστηκε πέντε Γ5Ί ως προς τον αριθμό γραμμάτια είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας της Eλλάδας (υπό σχετικό 10 των προτάσεών της για την υπόθεση με αρ. πιν. 4 και σχετικό 11 στις προτάσεις της για την υπόθεση με αρ. πιν.3) ποσού τριάντα χιλιάδων (30.000,00) Ευρώ (Ε), στις 17-4-2009, ποσού τριάντα χιλιάδων (30.000,00) Ευρώ (Ε) στις 29-5-2009, ποσού πενήντα χιλιάδων (50.000,00) Ευρώ (Ε) στις 18-6-2009, ποσού σαράντα χιλιάδων (40.000,00) Ευρώ (Ε), στις 10-7-2009 και χρηματικού ποσού πενήντα χιλιάδων (50.000,00) Ευρώ (Ε), στις 23-7-2009. Από τα έγγραφα αυτά εμφαινόταν ότι ο υιός της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης ………… είχε καταθέσει τα παρα πάνω χρηματικά ποσά στη δικαιούχο του λογαριασμού αυτού εταιρεία ………… Όμως, η τελευταία προέκυψε ότι δεν διέθετε τραπεζικό λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας. Κατόπιν τούτου, η ενάγουσα και ήδη εγκαλούσα προέβη στην κατάθεση της από 12-2-2020 έγκλησης-μήνυσης της ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά σε βάρος της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης αλλά και του υιου της για τα αδικήματα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 216 ΠΚ παρ. 1) και της απόπειρας ή τετελεσμένης) απάτης επί Δικαστηρίω σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 386 ΠΚ και της ψευδορκίας μάρτυρα (άρθρο 224 ΠΚ). Στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης μετά από σχετική παραγγελία του Εισαγγελέως Πρωτοδικεών Πειραιώς κατόπιν σχετικού εγγράφου της 4ης Πταισματοδίκη Πειραιά προς την ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, στις 6-5-2020, με αριθμό πρωτοκόλλου ………., με το οποίο η Πταισματοδίκης υπέβαλε το ερώτημα εάν όντως έχουν λάβει χώρα οι ακόλουθες συναλλαγές κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες: (α) ποσού 30.000 Ευρώ στις 17-4-2009, (β) ποσού 30.000 Ευρώ στις 29-5-2009, (γ) ποσού 50.000 Ευρώ στις 18-6-2009, (δ) ποσού 40.000 Ευρώ στις 10-7-2009 και (ε) ποσού 50.000 Ευρώ στις 23-7-2009, με καταθέτη τον ……… και να αναφερθούν τα στοιχεία του δικαιούχου και τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού, στους οποίους έγιναν οι καταθέσεις, καθώς και της Τράπεζας, στην οποία τηρείτο ο επίμαχος λογαριασμός, η Διεύθυνση Κανονιστικής Εποπτείας Συναλλαγών της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ απέστειλε το υπ’ αριθμόν ………/25.05.2020 έγγραφο, στις 25-5-2020, σύμφωνα με το οποίο βεβαιώνεται ότι κατόπιν σχετικού ελέγχου, που διενεργήθηκε στις κινήσεις λογαριασμών με δικαιούχο τον ………. δεν εντοπίστηκαν οι αναφερόμενες στο έγγραφο της Πταισματοδίκη Πειραιά συναλλαγές, ήτοι, ότι αυτές ήταν στο σύνολό τους ήταν ανύπαρκτες. Ως εκ τούτου, τα πέντε (5) γραμμάτια είσπραξης, που προσκόμισε η εναγόμενη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνονται ως μη γνήσια, ήτοι, έγγραφα- παραστατικά προερχόμενα από την ανώνυμη τραπεζική Εταιρεία, με την επωνυμία <<ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ>>. Η κρίση αυτή δεν αναιρείται από τα πορίσματα της διενεργηθείσας από 16/02/2021 έκθεσης ιδιωτικής πραγματο γνωμοσύνης, που συνέταξε ο ………., Δικηγόρος- Γραφολόγος, κατόπιν σχετικής εντολής του εγκαλούμενου- μηνυόμενου …………, κατά τα οποία οι τεθείσες υπογραφές στα παραπάνω πέντε (5) γραμμάτια, ανήκουν στον ………….., ως χαραχθείσες εν πρωτοτύπω (ότι δηλαδή πρόκειται για πρωτότυπες υπογραφές), οι δε εκτυπώσεις αποτελούν εκτυπώσεις εκτυπωτού τραπεζικού τύπου, οι οποίες εγένοντο επί του εν λόγω τυπογραφικού εντύπου, όπως συνηθίζεται στις τραπεζικές συναλλαγές, κατά τις οποίες εισάγεται το τυπογραφημένο έντυπο και επ’ αυτού εκτυπώνονται τα στοιχεία της εκάστοτε συναλλαγής. – τα έγγραφα Ε1, Ε2, Ε3 και Ε5 φωτοτυπήθηκαν από την εμπρόσθια όψη τραπεζικού τύπου τυπογραφικού τύπου (πανομοιότυπου του τύπου του εγγράφου Ε4, το οποίο έφερε εκτυπωμένα στοιχεία (γράμματα και αριθμούς), όπως συνηθίζεται, κατά τις τραπεζικές συναλλαγές τέτοιου τύπο), καθώς ουσιώδη επιρροή στην προκείμενη δίκη ασκεί το υπ’ αριθμόν ……./25.05.2020 έγγραφο της Διεύθυνσης Κανονιστικής Εποπτείας Συναλλαγών της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, δεδομένου ότι αυτή τηρεί το αρχείο των τραπεζικών συναλλαγών και μόνη αυτή μπορεί να βεβαιώσει με κάθε ασφάλεια το εάν πραγματοποιήθηκαν αυτές οι καταθέσεις. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί η υπ’ αριθμόν ………/21-1-2017 ένορκη βεβαίωση του ………. ενώπιον του Συμβολαιο γράφου Πειραιά ………. και κατά την οποία: «……Το μύθευμα περί επένδυσης του υιού της, ……………, σε συνεννόηση με την σύζυγό μου, σε μια εταιρεία ονόματι «…………» πρώτη φορά το πληροφορήθηκα με την από 3-6-2014 μήνυση της ………. κατά της συζύγου μου. Για να το υποστηρίξει έφερε για μάρτυρα τον γιο της ………. ο οποίος κατέθεσε ότι η γυναίκα μου είχε τάχα ασφαλείς πληροφορίες για την ως άνω εταιρεία ότι θα της εξασφάλιζε απόδοση 10% ετησίως επειδή συνεργαζόταν με συγκεκριμένη τράπεζα που είχε την δυνατότητα να της δώσει τέτοια απόδοση. Κατέθεσε επίσης ο ………….., ότι επικοινώνησε δήθεν με την εταιρεία αυτή και διαπίστωσε ότι πράγματι αξίζει να επενδύσει και αυτός χρήματα καί μάλαστα δανείστηκε από τράπεζα για τον σκοπό αυτό το ποσό των 65.000 ευρώ. Όλα αυτά αποτελούν ένα κακογραμμένο σενάριο επιστημονικής φαντασίας, που μοναδικό σκοπό έχει να απαγκιστρώσει την ……….. από την οφειλή της προς την γυναίκα μου. Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε γιατί όλα αυτά τα χρόνια, από το 2010 έως το 2014, τόσο αυτή όσο και ο σύζυγός της αναγνώριζαν την οφειλή προς την γυναίκα μου και υπόσχονταν τόσο ενώπιον μου, όσο και ενώπιον της κόρη μας ……….. και του οικογενειακού μας φίλου ……….., ότι θα την εξοφλούσαν; Η ιστορία της ………, ότι τάχα δεν έχει καμία σχέση με τα χρήματα, που χάθηκαν και ότι για αυτό ευθύνονται ο υιός της Βαγγέλης με την σύζυγό μου, όχι μόνο δεν είναι αληθής αλλά ούτε και ευσταθεί από όποια σκοπιά και να την εξετάσει κανείς. Ο ….. όλο αόριστα, χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία, μιλάει για μια. εταιρεία χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένα με ποιόν τρόπο και πότε ακριβώς επικοινώνησε με αυτήν την εταιρεία; Με ποιον συγκεκριμένο εκπρόσωπο ή υπάλληλο αυτής έκανε τις συνεννοήσεις; Τι ακριβώς διαπίστωσε, που τον έπεισε και τον ίδιο να επενδύσει και μάλιστα όχι κανένα μικροποσό αλλά 65.000 ευρώ; Από ποια τράπεζα τάχα δανείστηκε τα χρήματα για να επενδύσει μάλιστα και ο ίδιος; Πότε και με ποιον τρόπο μετέφερε τα χρήματα για να πραγματοποιήσει την επένδυση; Που είναι οι αποδείξεις για όλα αυτά; Πως γίνεται η επένδυση σε μια εταιρεία να εξαρτάται από την συνεργασία της με μια τράπεζα; Τι ακριβώς έπραξε για να διεκδικήσει τα χρήματα για τα οποία δήθεν εξαπατήθηκε και ο ίδιος; Κατέθεσε μήνυση ή αγωγή; Και αν όχι, τότε για ποιο λόγο έμεινε άπραγος; Του περίσσευαν 65.000 ευρώ; Πέρα όμως από όλα τα ανωτέρω, έχω να καταθέσω, ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως πιθανότητα όλα αυτά να είναι αληθή και για έναν ακόμη λόγο. Διότι γνωρίζω πολύ καλά τον ………… από μικρό παιδί και είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν είναι ικανός να κάνει τίποτα από όλα αυτά. Είναι ένα άβουλο πλάσμα, το οποίο έχει πατήσει τα σαράντα και ακόμα και τώρα τον χειρίζονται οι γονείς του. Θεωρώ κάτι το αδιανόητο η γυναίκα μου να τον εμπιστευόταν για να μεσολαβήσει σε μια επένδυσή της. Άλλωστε αν πράγματι η γυναίκα μου είχε, όπως λέει ο ….., ασφαλείς πληροφορίες για μια επένδυση, τον …… τι τον χρειαζόταν; Ούτε οικονομολόγος είναι ούτε τίποτα σχετικό. Αυτά γνωρίζω και βεβαιώ”. Έτσι, προέκυψε ότι η ενάγουσα δεν είχε παράσχει οοποιαδήποτε εντολή για την ανάληψη των παραπάνω χρηματικών ποσών, με συνέπεια να συντρέχει περίπτωση υπέρβασης των ορίων εντολής, που είχε δοθεί από την ενάγουσα ……….. στην εναγόμενη- εφεσίβλητη ……….. Η δε συμπεριφορά της τελευταίας αντίκειται στους κανόνες των χρηστών συναλλακτικών ηθών και της εντιμότητας περί τις συναλλαγές, εμπίπτουσα σαφώς στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 919 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Έτσι, η εναγόμενη είναι υπόχρεη σε ανόρθωση της ζημίας, την οποία η ενάγουσα υπέστη από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, ανερχόμενη στο χρηματικό ποσό των εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων (135.000,00) Ευρώ (Ε), δικαιούμενη του εν λόγω χρηματικού ποσού. Επιπλέον, εξαιτίας της προπεριγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της εναγόμενης- εφεσίβλητης …………, η εκκαλούσα ………..υπέστη ηθική βλάβη, ένεκα της τελεσθείσας σε βάρος της αδικοπραξίας. Η βλάβη αυτή, η οποία -χωρίς να είναι περιουσιακή ζημία- επήλθε επί προσβολής του εννόμου αγαθού της περιουσίας της  (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου,  σελ. 114), υφίσταται δε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς της εναγόμενης- εφεσίβλητης και της προσβολής του εννόμου αγαθού της περιουσίας της ενάγουσας- εκκαλούσας. Κατά συνέπεια, η τελευταία έχει νόμιμη αξίωση έναντι της εναγόμενης-εφεσίβλητης για την αποκατάσταση της μη περιουσιακής (ηθικής) ζημίας της, είναι δηλαδή δικαιούχος  απαιτήσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δεδομένης της ταραχής, την οποία βίωσε, καθώς και της αναστάτωσης και της ταλαιπωρίας, την οποία αυτή υπέστη προς ανόρθωση της περιουσιακής της ζημίας. Ως εκ τούτου και κατόπιν εκτιμήσεως των οικείων προσδιοριστικών παραγόντων, ήτοι των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της κοινωνικής απαξίας του συγκεκριμένου αστικού αδικήματος, που τέλεσε η εναγόμενη- εφεσίβλητη σε αντίθεση με την εκκαλούσα- ενάγουσα, η οποία δεν εκδήλωσε συμπεριφορά, που να συνδέεται αιτιωδώς με την προκληθείσα σε αυτήν ηθική βλάβη, τις δυσμενείς συνέπειες, που είχε η αδικοπραξία για την τελευταία, της κοινωνικής και περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων, και με βάση τέλος τα δεδομένα της κοινής πείρας, κρίνεται ότι προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) Ευρώ (Ε), το οποίο ενόψει όλων των παραπάνω αλλά και του σκοπού της χρηματικής ικανοποίησης και της εξισορροπητικής λειτουργίας, που αυτή επιτελεί, πρέπει να θεωρηθεί δίκαιο, εύλογο και ανταποκρινόμενο στις συνέπειες της τελεσθείσας αδικοπραξίας, λαμβανομένης υπ’ όψιν κατά τον καθορισμό του ύφους της και της αρχής της αναλογικότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές η άσκηση της ένδικης αγωγής από την ενάγουσα ………… αποτελεί ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος της προς διασφάλιση του εννόμου αγαθού της περιουσίας της έναντι της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγόμενης- εφεσίβλητης, γεγονός, που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της επικαλούμενης προσβολής προσωπικό τητας της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης ………. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με το να απορρίψει την ένδικη αγωγή της ενάγουσας ………, ως ουσιαστικά αβάσιμη, και αντίθετα να κάνει δεκτή την αγωγή της εναγόμενης- εφεσίβλητης ………, κατά ένα μέρος αυτής, ως ουσιαστικά βάσιμη, έσφαλλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, γενόμενου δεκτού του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Επομένως, αφού γίνει δεκτή η έφεση, ως ουσιαστικά βάσιμη, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την επίδικη υπόθεση, να διερευνήσει αυτήν στην ουσία της, κατά την ίδια ως άνω προσήκουσα τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), συνεκδικαζόμενων των παραπάνω δύο αγωγών, να κάνει δεκτή την αγωγή της ενάγουσας της ……., κατά ένα μέρος αυτής, ως κατ’ ουσία βάσιμη, και να απορριφθεί αντίστοιχα η αγωγή της ………., σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Το παράβολο έφεσης, που κατέθεσε η εκκαλούσα ………., κατά την κατάθεση της ένδικης έφεσης, πρέπει να αποδοθεί στην τελευταία, αφού κρίθηκε ότι αυτή πρέπει να γίνει ουσιαστικά δεκτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015. Τέλος, η δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας τόσο ως προς την αγωγή, που έγινε δεκτή, αλλά και ως προς την απορριφθείσα αγωγή της ……….. πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της τελευταίας, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματός της, ως ουσιαστικά βάσιμου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.

-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

-ΚΡΑΤΕΙ την ένδικη υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ αυτήν.

-ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τη με αριθμό κατάθεσης ……./2014 αγωγή  της ………  και τη με αριθμό κατάθεσης ………/2015 αγωγή της ……….

ΔΕΧΕΤΑΙ τη με αριθμό κατάθεσης ………./2014 αγωγή της …………, κατά ένα μέρος αυτής.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη ……… να καταβάλλει στην ενάγουσα ……….. το χρηματικό ποσό των εκατόν τριάντα οκτώ χιλιάδων (138. 000,00) Ευρω (Ε), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη ………. στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας …………, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) Ευρώ (Ε).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό κατάθεσης ………./2015 αγωγή της ………

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα …….. στη δικαστική δαπάνη της εναγόμενης …….., την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων (500,00) Ευρώ (Ε).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά της τελευταίας κατά την άσκηση της έφεσης με το υπ’ αριθμό κωδικού ηλεκτρονικού παραβόλου …. …………../2020

-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του απόντων των διαδίκων και των πληρε ξούσιων Δικηγόρων τους, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την 8 Φεβρουαρίου 2023.

            Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ           Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ