Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 97/2023

Αριθμός     97/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΑΙΤΟΥΣΑΣ:    Ανώνυμης εταιρείας ……………. η οποία ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος διάδικος και διαχειρίστρια, (κατ’ εξαίρεση) νομιμοποιούμενη κατά τις διατάξεις του ν.4354/2015 ως προς τις απαιτήσεις των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία …………και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο, Ελένη Πολυχρονοπούλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ:  1) ………..2) ……… και 3) ………….., οι οποίοι   δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΠΡΟΣ: Την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία …………

Οι καθ΄ ων η αίτηση κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  19.1.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2011) ανακοπή-αντιρρήσεις, επί της εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1154/2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου   οι ανακόπτοντες-αντιλέγοντες και ήδη καθ΄ ων η αίτηση με την από  6.6.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. στο Πρωτοδικείο  …../2014, ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο  …………./2018) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 7η.2.2019, μετά δε από διαδοχικές αναβολές στη δικάσιμο της  22ας.10.2020.

Η αιτούσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από  19.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η  22α.10.2020.

Κατά τη δικάσιμο της 22ας.10.2020 και συζητήσεως γενομένης- συνεκφωνούμενων των ως άνω εφέσεως και εκούσιας αυτοτελούς προσθέτου παρεμβάσεως- εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 667/2020 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς), η οποία δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  17.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021) αίτηση επαναπροσδιορισμού δικασίμου (Κλήση)- Αίτηση ανάκλησης μη οριστικής απόφασης (κατ΄άρθρο 230 επ, 309 παρ 1 ΚΠολΔ) της ήδη αιτούσας η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της αιτούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι: α) η από 17.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021  αίτηση ανάκλησης της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία  υπ’ αριθμόν 667/2020 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της από 19.11.2019 (με αριθμό κατ. ………../20.11.2019)  αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης επαναφέροντας  προς συζήτηση την ανωτέρω αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση της  ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «………….»,  υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, και β) η σωρρευθείσα στο αυτό δικόγραφο από 17.12.2020 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021)  κλήση προς συζήτηση της από 6.6.2014 (αρ. εκθ. κατ. Εφ. ……../2018) έφεσης των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων – καθ΄ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση κατά της καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητης – υπερ ης  η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση  οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν,  λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων ( άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ ).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 309 εδ. β΄ ΚΠολΔ, οι μη οριστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων είναι και η απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία διατάσσεται η αναστολή της συζήτησης της αγωγής ή της έφεσης και εντεύθεν η αναστολή της δίκης, μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, η οποία υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν, σε κάθε στάση της δίκης, από το Δικαστήριο που τις εξέδωσε. Συνεπώς, δεν θεωρούνται οριστικές και επομένως δύνανται να ανακληθούν οι αποφάσεις οι οποίες (βλ. ΕφΑθ 659/2012, ΕλλΔνη 2013, σελ. 1059, ΕφΑθ 1043/2006, ΕλλΔνη 2006, σελ. 1460) : α) δέχονται την αγωγή ως παραδεκτή και νόμω βάσιμη, χωρίς να εκτιμούν ακόμη την ουσιαστική βασιμότητα, β) δέχονται ή απορρίπτουν για οποιονδήποτε λόγο τις ενστάσεις, οι οποίες προτάθηκαν και γ) διατάσσουν οποιαδήποτε διαδικαστική ενέργεια, π.χ. αναβάλλουν τη συζήτηση ή διατάσσουν τη συνεκδίκαση περισσοτέρων υποθέσεων ή τη διεξαγωγή μαρτυρικών αποδείξεων. Όσον αφορά, ειδικότερα, στη διαδικασία ανάκλησης μη οριστικής απόφασης, οι μη οριστικές αποφάσεις μπορούν να ανακληθούν από το δικαστήριο, που τις εξέδωσε σε κάθε στάση της δίκης, μέχρι να εκδώσει την οριστική του απόφαση (βλ. ΑΠ 4/2007, ΑΠ 661/2006, ΕφΑθ 1043/2006, ΕλλΔνη 2006, σελ. 1460). Η ανάκληση προκαλείται είτε αυτεπαγγέλτως (βλ. ΟλΑΠ 12/1989), είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που την υποβάλλει μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, χωρίς στάση δίκης (βλ. ΑΠ 660/2011). Συνεπώς, η αίτηση του διαδίκου είναι παραδεκτή, μόνο όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης με νόμιμο τρόπο, όπως όταν εισάγεται κλήση για τη συζήτηση στην ουσία της υπόθεσης, εφόσον όμως η υπόθεση φέρεται παραδεκτά προς συζήτηση για άλλο νόμιμο λόγο και όχι με μοναδικό αίτημα την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης, αφού τότε δεν πρόκειται για νόμιμη στάση της δίκης διότι μόνον στην περίπτωση αυτή δημιουργείται στάση της δίκης (βλ. ΑΠ 1538/2010, ΑΠ 775-836/2010, ΑΠ 1149/2008, ΑΠ 217/2005). Η αίτηση, δηλαδή, ανάκλησης της μη οριστικής απόφασης δεν συνιστά από μόνη της ικανό λόγο για τη δημιουργία νόμιμης στάσης της δίκης και παραδεκτής συζήτησης της υπόθεσης, η οποία αν παρόλα αυτά συζητηθεί, ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου, δεδομένου ότι η εισαγωγή της υποθέσεως, με κλήση, χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έτσι επήλθε κατά την έννοια του άρθρ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ βλάβη στον αντίδικο αυτού που ζήτησε και πέτυχε την ανάκληση της μη οριστικής απόφασης (ΑΠ 1515/2013). Εξάλλου, μη οριζομένου του αντιθέτου στην υπό κρίσιν διάταξη του άρθρου 309 ΚΠολΔ, η μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου δύναται να ανακληθεί και σιωπηρώς, δυναμένου δηλαδή του δικαστηρίου να απομακρυνθεί, ολικά ή μερικά, των πρότερα αποφασισθέντων, και χωρίς αναφορά ρητής ανάκλησης (βλ. ΑΠ 780/2015). Εκ των ως άνω συνάγεται ότι, εάν έχει ανασταλεί η πρόοδος της δίκης με μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου, η αίτηση ανάκλησης της τελευταίας απόφασης που υποβλήθηκε αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης επί της ουσίας της υπόθεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τούτο, δε, διότι η ως άνω αίτηση (ακόμη και εάν ο διάδικος την ονόμασε αίτηση ανάκλησης ή κλήση ή κλήση για συζήτηση) δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει στάση δίκης, ούτε να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο προς έλεγχο της δικαστικής κρίσης της απόφασης που διέταξε την αναστολή, αφού με την άνω διάταξη δε σκοπήθηκε η εισαγωγή ενός νέου ενδίκου βοηθήματος (βλ. ΑΠ 926/2014, ΕφΠειρ 709/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, έχει κρατήσει στη νομολογία ότι (βλ. ΑΠ 926/2014, ΑΠ 1515/2013, ΑΠ 1638/2005, ΑΠ 657/1998, ΑΠ 649/1996, ΕφΑθ 545/1994, Αρμ 1995, σελ. 1189), κατά την ορθή ερμηνεία της διατάξεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί πως δεν ισχύει η ανωτέρω απαγόρευση στις περιπτώσεις εκείνες, που με τη μη οριστική απόφαση διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και να ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος του δανειστή ή πρόκειται για περιπτώσεις προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης, που η εμμονή στην ισχύ της θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας. Έτσι, στις τελευταίες περιπτώσεις, η ανάκληση μπορεί, με τελολογική ερμηνευτική συστολή της διάταξης του άρθρου 309 ΚΠολΔ, να ζητηθεί παραδεκτώς και με αυτοτελή αίτηση, ήτοι με την κλήση για κατ’ ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας δημιουργεί στάση δίκης. Παρατηρείται, ωστόσο, από την υπ’ αριθ. 158/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μεσολογγίου ότι «…οι εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις, στις οποίες θεραπεύεται η άσκοπη επιβράδυνση της διαδικασίας, δεν θα πρέπει να επεκταθούν σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες, καίτοι δεν είναι ώριμη η περαιτέρω κατ’ ουσίαν συζήτηση της υπόθεσης λόγω μη εκτέλεσης του διαταχθέντος από την παρεμπίπτουσα απόφαση, ζητείται η ανάκληση της τελευταίας ως εσφαλμένης, προκειμένου να επιτευχθεί η περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης, διότι, πέραν του ότι πρόκειται περί ερμηνείας contra legem (βλ. Σταματόπουλο, Δ 16.526), θα καθιερωνόταν έμμεσα ιδιαίτερο είδος ένδικου βοηθήματος, το οποίο δεν προέβλεψε ο νομοθέτης (ΕφΑΘ 10739/1997 ΕλλΔνη 40. 1111, ΕφΑθ 6647/1992 Δ 24. 1251), ενώ τέλος, θα καθιστούσε ανεφάρμοστο και το εδ. γ΄ του άρθρου 309, αφού το δικαστήριο, στην περίπτωση της αυτοτελούς πλέον αυτής αίτησης, δεν θα είχε τη δυνατότητα να μην απαντήσει επί του αιτήματος ανάκλησης (άρθρο 106, 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ, 20 § 1 και 93 § 4 του Συντάγματος), παρότι η δυνατότητα αυτή του παρέχεται από την πιο πάνω διάταξη σε περίπτωση πρότασης του διαδίκου για ανάκληση της μη οριστικής απόφασης (ΕφΘεσ 2728/1995 Αρμ 1996.492)».

Εν προκειμένω, με την από 17.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 αίτηση η αιτούσα-αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητεί την ανάκληση της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία υπ’ αριθμόν 667/2020 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της από 19.11.2019 (με αριθμό κατ. …………/20.11.2019)  αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης επαναφέροντας προς συζήτηση την ανωτέρω ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελή πρόσθετης παρέμβασης της Ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «…………» κατά των καθ’ ων η αίτηση-ανακοπτόντων – εκκαλούντων, η οποία (αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση) συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της  22.10.2020. Η αιτούσα ζητεί την ανάκληση της ανωτέρω μη οριστικής απόφασης για τους ειδικότερους λόγους, που εκθέτει σε αυτή και ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ   καθώς και να καταδικαστούν οι καθ’ ων η αίτηση στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση ανακλήσεως στην οποία σωρεύεται και κλήση για συζήτηση της από 6.6.2014 (αρ. εκθ. κατ. Εφ. ……./2018) έφεσης των ανακοπτόντων – εκκαλούντων – καθ΄ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, παραδεκτώς και αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπο, εισάγεται, για να συζητηθεί, στο Δικαστήριο τούτο, κατά την τακτική διαδικασία, αφού με την κλήση προς συζήτηση του ανωτέρω  ένδικού μέσου δημιουργείται στάση δίκης και είναι  νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων  309, 274 παρ. 2 741ΚΠολΔ.   Επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί εάν είναι βάσιμη και κατ’ ουσίαν.

Από τα διαδικαστικά έγγραφα αποδεικνύεται ότι η από 6.6.2014 (αρ. εκθ. κατ. Εφ. ……./2018) έφεση των ανακοπτόντων – εκκαλούντων – καθ΄ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση κατά της καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητης – υπερ ΄ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση εισήχθη για συζήτηση κατά τη δικάσιμο 22.10.2020 στην οποία εισήχθη προς συζήτηση και η από 19.11.2019 (με αριθμό κατ. ………./20.11.2019) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της νυν αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας οι οποίες αφού συνεκφωνήθηκαν εκδόθηκε  η υπ’ αριθ. 667/2020 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, στο σκεπτικό της οποίας αναφέρεται ότι όταν εκφωνήθηκε η ανωτέρω  έφεση από το πινάκιο απουσίαζαν τόσο οι εκκαλούντες όσο και η εφεσίβλητη οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα την απόφαση αυτή πρακτικά και η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε κατ΄ άρθρο 260 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με 524 ΚΠολΔ,  ενώ  συζητήθηκε η συνεκφωνούμενη  ανωτέρω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «…………….» για την οποία παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ………….. Στην ανωτέρω απόφαση αναφέρεται ότι ενόψει της ματαίωσης της κύριάς δίκης μεταξύ των αρχικών διαδίκων, λόγω του παρεπόμενου και παρακολουθηματικού χαρακτήρα σε σχέση με αυτήν, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης σε συνδυασμό με το ότι, στην προκειμένη περίπτωση δεν περιλαμβάνεται αυτοτελές αίτημα παρά μόνο η απόρριψη της έφεσης και συνεπώς η ως άνω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δεν μπορεί να εκδικαστεί αυτοτελώς και η συζήτηση της πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, ώστε να επαναφερθεί με κλήση μαζί με την κύρια δίκη (έφεση). Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι εφόσον η ανώνυμη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις με την επωνυμία «………..>>  που άσκησε την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση έλαβε μέρος κανονικά στη συζήτηση και δεν έλαβαν μέρος οι δυο αρχικοί διάδικοι το δικαστήριο έπρεπε να συζητήσει  την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβασή και να εφαρμόσει οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 του ΚΠολΔ.  Συνεπώς και δεδομένου ότι υπήρξε εσφαλμένη εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του ΚΠολΔ πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να ανακληθεί  η υπ’ αριθ. 667/2020 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου  και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων κατ΄ άρθρο 179 ΚΠολΔ .

Συνεπώς, μετά την ανάκληση της ανωτέρω μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου αυτού φέρονται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η από 6.6.2014  (αρ. εκθ. κατ. Εφ. ………/2018) έφεση κατά της με αριθμό 1154/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και η από 19.11.2019 (με αριθμό κατ. …………./20.11.2019) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου (και του Εφετείου), περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης (και της έφεσης αντίστοιχα), εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους (ΑΠ 1736/2017). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78 του ίδιου Κώδικα (ΚΠολΔ). Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά  στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΑΠ 1248/1998). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αρ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΑΠ 1191/2003, ΕφΘεσ 570/2019). Λόγω δε της δημιουργούμενης αναγκαστικής ομοδικίας για τους ομοδίκους που απουσιάζουν, δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αυτοί αντιπροσωπεύονται από τους παριστάμενους ομοδίκους τους (ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΑΠ 1145/2007, ΕφΛαρ 212/2015, ΕφΛαρ 343/2012, ΕφΙωαν 75/2005, ΕφΑθ. 205/2002, Β. Βαθρακοκοίλη: Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, τομ. Α΄, άρθρο 76 σελ. 523, παρ. 33, Κεραμέως – Κονδύλη – Νίκα: Ερμηνεία ΚΠολΔ, τομ. 1ος, άρθρο 83, σελ. 193, παρ. 1 και άρθρο 76, σελ. 178, παρ. 7). Συγκεκριμένα δε, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί εφέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο Δικηγόρο, πλην όμως, έχει κλητευθεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικό του (ΑΠ 368/2019). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ εδ. γ΄, δ΄ και ε΄ του Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης» (ΑΠ 368/2019).

Στην προκείμενη περίπτωση, η εδρεύουσα στην Αθήνα  ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<…………..>> και διακριτικό τίτλο <<………….>> όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την προηγούμενη επωνυμία <<………….>> με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου στις από 19.11.2019 με αριθμό κατ. ………./20.11.2019, άσκησε ενώπιον του Εφετείου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………..>>, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία “…………….>>”, με έδρα το …….  Ιρλανδίας (αρ. μητρ. εταιριών ……), ειδικής διαδόχου της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, μεταξύ των οποίων και η απορρέουσα από την  ένδικη σχέση. Η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία <<………..>> κατέστη ειδική διάδοχος της <<………….>> στην έννομη σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση της εκ της με αριθμό …………./18.05.2005 σύμβαση χορήγησης στεγαστικού ανακαινιστικού δανείου που επιδικάστηκε με την ανακοπτόμενη με αριθμό ……./2010 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ως εκ τούτου τυγχάνει μοναδική δικαιούχος κατ΄αρθρο 455 Α.Κ τόσο της επιδικασθείσας αξίωσης της δικαιοπαρόχου, όσο και του ουσιαστικού δικαιώματος για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει του ανωτέρω εκτελεστού τίτλου  κατ΄ άρθρα 325 παρ.2 και 919 ΚΠολΔ. Η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία <<………..>> κατέστη ειδική διάδοχος της <<……………>> μετά την γένεση της εκκρεμοδικίας εκ της από 6.6.2014 με αύξοντα γενικό αριθμό κατάθεσης ……/2018 και ειδικό αριθμό …../2018 των καθών η παρούσα αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση στρεφόμενη κατά της υπέρ ης η ανωτέρω παρέμβαση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………..>>.  Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα «…………..» με τις προτάσεις της άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση [άρθρα 80,83, 747,752 ΚΠολΔ] υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………». Ειδικότερα, δυνάμει της από 12.09.2019 αρχικής συμφωνίας, η οποία συνήφθη μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρεας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού …………, με ΑΦΜ ., ΦΑΕ Αθηνών, και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………» με έδρα το ……….   Ιρλανδίας, μεταβιβάστηκε από την πρώτη στην δεύτερη μέσω τιτλοποίησης απαιτήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του Ν.3156/2003, χαρτοφυλάκιο απαιτήσεων από χορηγήσεις δανείων ή και πιστώσεων προς οφειλέτες των οποίων οι οφειλές ή κάποιες οφειλές έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες ή/και έχουν καταγγελθεί ή έχουν ρυθμιστεί. Η συμφωνία αυτή καταχωρήθηκε στις 16.09.2019 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου ……, στον τόμο …. και με αριθμό …., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 και 8 του Ν.3156/2003. Συνεπεία των ανωτέρω η εταιρεία με την επωνυμία «……………..» κατέστη δικαιούχος των αναφερομένων στην αίτηση απαιτήσεων ως ειδικός διάδοχος της μεταβιβάζουσας Τράπεζας. Η μεταβίβαση της απαίτησης από την με αριθμό ………./18.05.2005 σύμβαση χορήγησης στεγαστικού ανακαινιστικού δανείου έχει καταχωρηθεί στον τόμο …… αρ…….. των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό καταχώρησης …….., όπως προκύπτει από το από 18.11.2019 απόσπασμα από το κατατεθειμένο με αρ. ……./16.9.2019 ως άνω παράρτημα της ανωτέρω σύμβασης μεταβίβασης δια τιτλοποιήσεως του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Με την από 12.09.2019 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών απαιτήσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 10, 14 και 16 του Ν.3156/2003, ανατέθηκε αρχικά η διαχείριση του ως άνω χαρτοφυλακίου στην ……… H ως άνω σύμβαση καταχωρήθηκε στις 16.9.2019 στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../16.09.2019, στον τόμο …. και αριθμό ……… Η εταιρεία με την επωνυμία «…………» και διακριτικό τίτλο «……….» συστάθηκε στις 16.9.2019, κατά τις διατάξεις του Ν.4354/2015, εποπτευόμενη και αδειοδοτούμενη νομίμως από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ, δυνάμει της με αριθμό 326/2/17.09.2019 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, που δημοσιεύθηκε στο με αριθμό 3533/20.09.2019 ΦΕΚ. Στην ως άνω εταιρεία εισφέρθηκε σε είδος από την ………….., σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ν.4548/2018, ο κλάδος διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον οποίο συμπεριλαμβάνεται και η από 12.9.2019 Συμφωνία Διαχείρισης των ανωτέρω τιτλοποιημένων απαιτήσεων. Συνεπεία της ως άνω εισφοράς τροποποιήθηκε η από 12.9.2019 συμφωνία διαχείρισης με την από 18.9.2019 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, νομίμως επίσης δημοσιευθείσα με αριθμ. πρωτ. ……/23.9.2019 στα ίδια ως άνω βιβλία του Ν.2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο …….. και αριθμό ……. και, δυνάμει του από 16.9.2019 πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Δουβλίνου ……., ορίστηκε ως νέος Διαχειριστής πληρεξούσιος των τιτλοποιημένων απαιτήσεων η εταιρεία με την επωνυμία «………..» και τον διακριτικό τίτλο «………..». Η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα επικαλούμενη, ως έννομο συμφέρον της, το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ), ως ειδικής διαδόχου της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, εφεσίβλητης, καθώς στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και η ένδικη απαίτηση της τελευταίας (εφεσίβλητης),  από την με αριθμό ………./18.05.2005 σύμβαση χορήγησης στεγαστικού ανακαινιστικού δανείου επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό ……../2010 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου εφεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία. Όπως προκύπτει από την υπ΄ αρ. ……..΄/20.4.2021 έκθεση επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών .. ……..  που επικαλείται και προσκομίζει η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα,  ακριβές αντίγραφο της ένδικης κλήσεως με κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή  της παρούσας   επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη – υπερ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση  ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…………” με επιμέλεια της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας, που επισπεύδει τη συζήτηση. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Ωστόσο, κατ΄ εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, παρά την απουσία της εφεσίβλητης, η συζήτηση της έφεσης θα χωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα, αφού αυτή θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα.

Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την από 17.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021 κλήση της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας η υπό κρίση από  6.6.2014 (αρ. εκθ. κατ. Εφ. ………/2018) έφεση των ανακοπτόντων  και ήδη εκκαλούντων που ηττήθηκαν  στην πρωτοβάθμια δίκη κατά της καθ΄ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 1154/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε  την από 19.1.2011 (αρ. εκ. κατ. ………./2011) ανακοπή. Η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495 αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης πριν την άσκηση αυτής, ούτε παρήλθε τριετία  από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση με το νόμο Ο ν. 4335/2015) που έλαβε χώρα την 5.3.2012, (ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου). Αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – ανακόπτοντες το παράβολο των 100,00 ευρώ (με αριθμό ……/2014, 60 ευρώ ΤΑΧΙΚ, ……../2014, 60 ΕΥΡΏ ΤΑΔΙΚ, ……../2014, 490 ευρώ ΤΑΧΔΙΚ, ……./2014, 40 ΕΥΡΏ, ΤΑΧΔΙΚ) που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.) και επομένως, πρέπει, να γίνει τυπικά δεκτή. Όπως, ωστόσο, προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας ορισθείσα δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι εκκαλούντες ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν και όπως προκύπτει από τις με αριθμό ……΄/20.4.2021, ……..΄/20.4.2021, ……..΄/20.4.2021 εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……. ………   ακριβές αντίγραφο της από 17.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2021 κλήση με πράξη ορισμού δικασίμου προς συζήτηση της από  6.6.2014 (αρ. εκθ. κατ. Εφ. ………./2018) έφεσης για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα σε έκαστο των εκκαλούντων  (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 124, 126 παρ. 1 α, 127 παρ. 1, 128 παρ. 1, 3,139 και 143 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως,  ενόψει του ότι η συζήτηση της υπόθεσης επισπεύδεται με επιμέλεια της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας  και οι εκκαλούντες έλαβαν νομότυπα και εμπρόθεσμα γνώση της δικασίμου, στην οποία προσδιορίσθηκε  να συζητηθεί η κρινόμενη έφεσή τους, ενώ η εφεσίβλητη  παρά την απουσία της αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της, αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα πρέπει οι εκκαλούντες να δικασθούν  ερήμην και ν’ απορριφθεί η ανωτέρω έφεση χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα των λόγων της (άρθρο 524 § 3 του ΚΠολΔ). Πρέπει δε για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τους ερήμην δικασθέντες εκκαλούντες, να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρ. 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), για έκαστο αυτών,  κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.  Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ.δ` του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε από τους   εκκαλούντες κατά την άσκηση της εφέσεώς τους  και να επιβληθεί σε βάρος των  εκκαλούντων η δικαστική δαπάνη της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω  της  ήττας  τους  (άρθρο  176 ΚΠΟΛΔ), κατόπιν σχετικού αιτήματος της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183 ΚΠΟΛΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ΄ων  την από 17.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2021 αίτηση ανάκλησης  της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία  υπ’ αριθμόν 667/2020 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού και την από 17.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2021 κλήση προς συζήτηση της από 6.6.2014 (αρ. εκθ. κατ. Εφ. ……../2018) έφεσης κατά της με αριθμό 1154/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται την από 17.12.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 αίτηση ανάκλησης της εκδοθείσας με την τακτική διαδικασία υπ΄ αριθμόν 667/2020 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού.

ΑΝΑΚΑΛΕΙ την εκδοθείσα με την τακτική διαδικασία υπ΄ αριθμόν 667/2020 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων.

ΣΥΝΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εκκαλούντων την από 6.6.2014 (αρ. εκθ. κατ. Εφ. ……./2018) έφεση κατά της με αριθμό 1154/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και την από 19.11.2019 με αριθμό κατ. …………/20.11.2019 ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των εκατόν πενήντα  (150) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από τους εκκαλούντες  – ανακόπτοντες .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 6.6.2014 (αρ. εκθ. κατ. Εφ. ………./2018) έφεση κατά της με αριθμό 1154/2012 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία .

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τη δικαστική δαπάνη της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600,00) ευρώ. για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ,  που καταβλήθηκε εκ μέρους των εκκαλούντων   κατά την άσκηση της ως άνω  έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 10 Φεβρουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων  και της πληρεξουσίας δικηγόρου της αιτούσας.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ