ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 107 /2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(2Ο Τμήμα)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων: 1) Ομόρρυθμης εταιρείας ………. 2) ………… 3) ………… και 4) ……… οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, Ηλία Λ. Χαρίτου (Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. ….. που προσκόμισε το με αριθμ., ……… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων) παριστάμενος κατ’ άρθρ 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, με την από 21-9-2022 δήλωση.
Της εφεσίβλητης: Υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …………….. που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Φώτιου Γιαννούλα ( Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. ……. που προσκόμισε το με αριθμ. …….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων) παριστάμενος στο Δικαστήριο κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ με την από 21-9-2022 δήλωση.
Οι εκκαλούντες άσκησαν την από 16-4-2021 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2021, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ /ΕΑΚ ………../2021) έφεσή κατά της με αριθμ. 835/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών), η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η 2-6-2022 και μετά από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ.1 του Ν. 4790/2021 «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης», το χρονικό διάστημα από τις 7.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4682/2020 (Α` 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 49 του Ν. 4963/2022 (ΦΕΚ Α /30-7-2022) «1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 (Α’ 104) και του πρώτου εδάφιου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 (Α’48) ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.3.2020 ως 31.5.2020 και από 7.11.2020 έως 5.4.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [π.δ. 503/1985, (Α’ 182), ΚΠολΔ]. Σύμφωνα δε, με την παρ 2 του ίδιου άρθρου. κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 83 του ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ.». Δέον να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με την ΚΥΑ με αριθμ. Α1Αα/Γ.Π. οικ: 71342/6-11-2020 (ΦΕΚ 4899/6-11-2020) από την 7-11-2020 ανεστάλησαν λόγω της πανδημίας covid-19 , οι νόμιμες και οι δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ενώπιον των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών της Χώρας, και οι διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η αναστολή δε, αυτή των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, όπως και της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, ήρθη από τις 6-4-2021, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1 της ΚΥΑ με αριθμ. Δ1Α/Γ.Π.οικ, 20651/3-4-2021 (ΦΕΚ 1308/3-4-2021).
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμ, 835/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις της ειδικής διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών, σύμφωνα όσα εκτίθενται στη ανωτέρω νομική σκέψη, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα καθότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 23-10-2020 (βλ. χειρόγραφη σημείωση του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………… επί της εκκαλούμενης απόφασης), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 19-4-2021 (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1 περ. β και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ, άρθρο 83 παρ.1 του Ν. 4790/2021 και άρθρο 49 του Ν. 4963/2022). Επομένως η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ κατά την τακτική διαδικασία, και όχι κατά την εφαρμοσθείσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, καθότι η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής απορρέει από πίστωση ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού και η ανακοπή κατ’ αυτής ασκήθηκε στις 11-5-2015. Για το παραδεκτό δε, του ένδικου μέσου κατατέθηκε το προβλεπόμενο εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο ποσού εκατό ευρώ (100,00) ευρώ (βλ. σχετικά την έκθεση κατάθεσης δικογράφου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς και το με αριθμ. . ………./2021 ηλεκτρονικό παράβολο).
ΙΙΙ. Οι ανακόπτοντες, ήδη εκκαλούντες με την από 11-5-2015 (αριθ. κατ. ΓΑΚ /ΕΑΚ/ ……./2015) ανακοπή και τα με αριθμ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2019 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……./2019 δικόγραφα πρόσθετων λόγων αυτής, κατά της με αριθμ. ……./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν την ακύρωση της ως άνω διαταγή πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκαν η μεν πρώτη ως πρωτοφειλέτρια, οι δεύτερος και τρίτη και η ήδη αποβιώσασα …………….., ως εγγυητές να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στην καθ’ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό του 1.800.000 ευρώ και η τέταρτη από αυτούς ως εγγυήτρια ευθυνόμενη μέχρι του ποσού των 300.000 ευρώ, συνιστάμενου ειδικότεα του ποσού των 1.800.000 ευρώ στο ποσό των 440.103 ως τόκοι υπερημερίας και στο ποσό του 1.359.897 ευρώ ως συμβατικοί τόκοι εντόκως, πλέον του ποσού των 30.600 ευρώ ως δικαστική δαπάνη. Επί της ανωτέρω ανακοπής και των δικογράφων των πρόσθετων λόγων ανακοπής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία την απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, κατ’ εκτίμηση των λόγων της, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να ακυρωθεί η με αριθμ. …./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
IV. Με την ανακοπή του άρθρ. 632 ΚΠολΔ, ο ανακόπτων οφειλέτης μπορεί να επικαλεστεί ως λόγους ακύρωσης της εις βάρος του διαταγής πληρωμής, είτε την έλλειψη των διαδικαστικών (τυπικών) προϋποθέσεων που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είτε ενστάσεις κατά της απαίτησης, ήτοι τη βασιμότητα ή το ύψος αυτής. Ωστόσο, το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης, είτε καταχρηστικών είτε γνησίων, δεν αφορά την απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του άνω άρθρου 624 βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού την έκδοση αυτής δεν εμποδίζει οποιαδήποτε ένσταση που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, δημ. ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας (ΑΠ 1395/2021, Α.Π. 196/2020, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»).
V. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας, i) Τον πρώτο λόγο της ασκηθείσας ανακοπής αναφορικά με τους παράνομους ανατοκισμούς της μετακυλισθείσας σε αυτούς εισφοράς του Ν.128/75, ιι) τον πρώτο από τους από 12-2-2019 πρόσθετους λόγους αναφορικά με την αθέμιτη επιβαρύνση αυτών με παράνομους τόκους υπολογισθέντες με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών και iii) τον τρίτο από τους από 12-2-2019 πρόσθετους λόγους, αναφορικά με την εφαρμογή εκ μέρους της εφεσίβλητης παράνομης πρακτικής της αυθημερόν τοκοφορίας των εκταμιεύσεων των δανειακών ή καταθετικών λογαριασμών, σε αντίθεση με την τοκοφορία των καταβολών από την επόμενη ημέρα. με την αιτιολογία ότι, δεν αναφέρονται ποια συγκεκριμένα κονδύλια και ποιο ποσό καταλογίστηκε παράνομα αφού η τυχόν ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης δεν οδηγεί σε ακυρότητα όλης της σύμβασης, εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1 και 338 παρ.1 του ΚΠολΔ, ενόψει του ότι έχοντας οι λόγοι αυτοί αρνητικό χαρακτήρα, δεν απαιτείται για το ορισμένο τους να προσδιοριστεί το ύψος στο οποίο θα ανερχόταν η απαίτηση αφού σε αντίθετη περίπτωση αυτό συνεπάγεται ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρος απόδειξης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο τα υποστηριζόμενα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης είναι νόμω αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν καθότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη ανωτέρω νομική σκέψη, προκειμένου να είναι επαρκώς ορισμένος ο λόγος της ανακοπής, ο οποίος φέρει χαρακτήρα ένστασης και δεν αποτελεί αρνητικό ισχυρισμό, ο ανακόπτων αφενός μεν, πρέπει να προσβάλλει συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού, αφετέρου δε, να προβαίνει στην απόδειξη αυτών. Ως εκ τούτου ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και απέρριψε τους σχετικούς λόγους ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας, καθότι με τους ως άνω λόγους της ανακοπής δεν προσβλήθηκαν συγκεκριμένα κεφάλαια του λογαριασμού, κατά τα οποία θα μειωνόταν η συνολική οφειλή σε περίπτωση ευδοκίμησης των λόγων αυτών.
VI. Με τον δεύτερο λόγο της ασκηθείσας ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι παρά το γεγονός ότι με το άρθρο 2 της με αριθμ …../2007 σύμβασης χορήγησης πίστωσης η καταβολή των τόκων συμφωνήθηκε να γίνεται ανά εξάμηνο ήτοι στις 30.6 και στις 31.12 κάθε έτους, σε περίπτωση δε, μη καταβολής του αναλογούντος τόκου αυτός να κεφαλοποιείται και να ανατοκίζεται, εντούτοις οι τόκοι ύψους 34.548,91 ευρώ υπολογίστηκαν και ενσωματώθηκαν ως δήθεν ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί στο υπολειπόμενο κεφάλαιο ποσού 3.518,294,16 ευρώ την 1-1-2008 ήτοι μετά την πάροδο διμήνου από τη σύναψη της σύμβασης ανατοκιζόμενοι παρά το νόμο και τη γενόμενη συμφωνία με την καθ’ ης με αποτέλεσμα να αξιώνεται το μη οφειλόμενο ποσό των 16.847,01 ευρώ κατά το οποίο πρέπει να ακυρωθεί η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής. Από την επανεκτίμηση των προσκομισθέντων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εγγράφων αποδείχθηκε ότι σύμφωνα με τον όρο 2 της με αριθμ. ………/24-10-2007 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που καταρτίστηκε μεταξύ της εφεσίβλητης ως πιστούχου της πρώτης εκκαλούσας ως πιστούχου, των λοιπών εκκαλούντων ως εγγυητών και της ήδη αποβιωσάσης εγγυήτριας, …….. το γένος ……… ορίζεται, μεταξύ άλλων , αυτολεξεί «….Ο τόκος υπολογίζεται τοκαριθμικά στο κάθε μέρα ανεξόφλητο υπόλοιπο. Ο εκτοκισμός θα γίνεται την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους όταν σύμφωνα με τον όρο 6.1 της παρούσας επέρχεται και το ανά εξάμηνο περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού..». Εντούτοις, το ποσό των 34.548,91 ευρώ αφορούσε τους συμβατικούς τόκους για το χορηγηθέν κεφάλαιο και για το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε (μέχρι την 1-1-2008), χωρίς να αποδεικνύεται ο ανατοκισμός του ποσού σε συντομότερο του συμφωνηθέντος χρόνου. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιόν του αποδείξεις και ως εκ τούτου τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.
VII. Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 – 120 στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ή σε ορισμένες περιπτώσεις και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου (ΑΠ 1130/2015, ΑΠ 1709/2013, δημ. σε Νόμος). Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και τα περιστατικά που κατά τον εκκαλούντα στοιχειοθετούν την αποδιδομένη νομική πλημμέλεια. Εάν όμως αποδίδεται στην εκκαλουμένη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ο σχετικός λόγος έφεσης επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι από την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, ενώ δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή, τούτο δε επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (ΑΠ 574/2018 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος», ο.π. σε Α.Π. 738/2013, ΑΠ 1213/2013, ΑΠ 104/2013, ΑΠ 1608/2008). Περαιτέρω, οι λόγοι έφεσης θα πρέπει να είναι λυσιτελείς δηλαδή στην περίπτωση που κριθούν βάσιμοι να επέρχεται ως αποτέλεσμα της βασιμότητάς τους, η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Ειδικότερα, αλυσιτελής είναι ο λόγος περί εσφαλμένης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού όταν σε πρώτο βαθμό η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ή ως ,μη νόμιμη (Βλ. υπό Χ. Ευθυμίου «Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας», εκδ. 2022, τόμος 2, σελ. 1702).
VIII. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, οι εκκαλούντες εκθέτουν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (α) εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και (β) εκτίμησε τις αποδείξεις και απέρριψε ως μη νόμιμο τον τρίτο λόγο της ανακοπής που συνίστατο στις παράνομες και αυθαίρετες επιβαρύνσεις της απαίτησης της εφεσίβλητης-καθ’ ης η ανακοπή με συμβατικό επιτόκιο άνω του νόμιμου δικαιοπρακτικού επιτοκίου. Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, οι εκκαλούντες εκθέτουν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως απαράδεκτο τον πέμπτο λόγο της ανακοπής αναφορικά με το ότι η διαταγή πληρωμής ακύρως εκδόθηκε σε βάρος της συνεγγυήτριας ………, η οποία ήδη είχε αποβιώσει στις 13-2-2013, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι υπάλληλοι της εφεσίβλητης- καθ’ ης η ανακοπή. Τέλος, με τον ένατο λόγο της υπό κρίση έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και αποδείξεων απέρριψε τον πέμπτο λόγο του από 12-2-2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής περί ακυρότητας της επισπευδόμενης σε βάρος του δεύτερου εκκαλούντος-ανακόπτοντος αναγκαστικής εκτέλεσης, ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, άλλως ως μη νόμιμο με την αιτιολογία αφενός μεν, ότι αυτοί βάλλουν μόνον κατά της διαταγής πληρωμής ώστε να μη μπορούν να μεταβάλλουν το αίτημα της ανακοπής και να ζητήσουν την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφετέρου δε, ότι σε περίπτωση που το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αξιολογηθεί ως νέα ανακοπή βάλλουσα κατά πράξεων εκτέλεσης. διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δε συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος. Ωστόσο με το ανωτέρω περιεχόμενο, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο πρώτο τμήμα της ανωτέρω νομικής σκέψης, i) ο τρίτος λόγος της έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του όπως και ιι) ο πέμπτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, καθότι με αυτούς δε γίνεται μνεία των ουσιαστικών διατάξεων των οποίων έγινε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία. Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος της έφεσης κατά το δεύτερο σκέλος του (εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων) και ο ένατος λόγος της έφεσης είναι αλυσιτελείς και απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, και τον πέμπτο πρόσθετο λόγο του από 12-2-2019 δικογράφου ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας (και με επάλληλη αιτιολογία ως μη νόμιμο), χωρίς να υπεισέλθει στην εκτίμηση των αποδείξεων και να τους απορρίψει ως ουσιαστικά αβάσιμους.
ΙΧ. Σύμφωνα με το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζεται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 524 παρ.1, 525 παρ.1 και 536 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο και επομένως μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δε στηρίζεται στο νόμο, ή δεν έχει τα απαραίτητα στοιχεία για τη θεμελίωσή της ή αν ασκήθηκε απαραδέκτως, υπό τους περιορισμούς, όμως, που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγόρευσης έκδοσης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 536 παρ.1 του ΚΠολΔ, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δε μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, αν δεν ασκηθεί από τον εφεσίβλητο αυτοτελής έφεση ή αντέφεση (βλ. Σ. Σαμουήλ, « Η έφεση, κατά τον ΚΠολΔ», εκδ. 2003, σελ. 332 και 428). Κατά συνέπεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα το ορισμένο, τη νομιμότητα και το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν είναι απαράδεκτη, λόγω αοριστίας ή δεν στηρίζεται στο νόμο, αρκεί από το αποτέλεσμα αυτό να μην καθίσταται χειρότερη η θέση του εκκαλούντος, χωρίς να συντρέξει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 536 του ΚΠοΛΔ. Ειδικότερα, επί έφεσης του ενάγοντος, όταν η αγωγή του απορρίφθηκε, πρωτοδίκως, ως ουσιαστικά αβάσιμη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν κρίνει, ότι αυτή είναι νομικά αβάσιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης ή προώρως ασκηθείσα, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή, για έναν από τους άνω λόγους και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, διότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη, για τον εκκαλούντα, από την προσβληθείσα. Και είναι επωφελέστερη, διότι η απόρριψη μίας αγωγής, για έναν από τους παραπάνω τυπικούς λόγους, αφορά όχι γενικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία αυτού του ίδιου του καταγόμενου στη δίκη ουσιαστικού δικαιώματος, όπως συμβαίνει σε περίπτωση κρίσης, περί του ουσιαστικά βασίμου της αγωγής, αλλά μόνο τον τυπικό λόγο, για τον οποίο η αγωγή παρίσταται απορριπτέα (ΕφΘεσ. 879/2022, δημ.σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Στην περίπτωση, όμως, αυτή, επειδή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατά το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, δεν αρκεί, γιατί η απόρριψη της αγωγής, για τους άνω λόγους, οδηγεί σε διαφορετικό, κατ’ αποτέλεσμα, διατακτικό, από την απόρριψή της ως ουσιαστικά αβάσιμης, το εφετείο εξαφανίζει την εκκαλούμενη, μερικά ή ολικά, αντίστοιχα με το σφάλμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κρατά την υπόθεση, δικάζει αυτό και απορρίπτει αντίστοιχα την αγωγή, για έναν από τους ως άνω λόγους, δηλαδή, ως νομικά βάσιμη, απαράδεκτη, αόριστη ή προώρως ασκηθείσα (βλ. ΑΠ 40/2006 δημ. σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 7/2001).
Χ. Στην προκείμενη περίπτωση: (α) Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί κατά το ποσό των 64.552,48 ευρώ που αποτελούν τόκους υπερημερίας που δεν οφείλονται καθότι η εφεσίβλητη-καθ’ ης η ανακοπή υπολόγισε αυτούς όχι από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης, αλλά από τις 13-10-2011 ημερομηνία κλεισίματος του τηρούμενου λογαριασμού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε σιωπηρώς το λόγο αυτό επαρκώς ορισμένο και νόμιμο τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο. Εντούτοις, με το ανωτέρω περιεχόμενο ο λόγος αυτός είναι αόριστος και επομένως απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν δεν εκτίθεται ότι μεταξύ των μερών υπήρχε ρητή συμφωνία για τον υπολογισμό τόκων υπερημερίας από την καταγγελία της σύμβασης και όχι από το κλείσιμο του τηρούμενου λογαριασμού, ενόψει του ότι σύμφωνα με την παρ.1 του ΕισΝΑΚ, αν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός μεταξύ προσώπων (όπως εν προκειμένω) το κατάλοιπο είναι αυτοδικαίως τοκοφόρο, έστω κι αν ο λογαριασμός περιέχει κονδύλια από τόκο που οφείλεται για διάστημα μικρότερο από το ένα έτος. (β) Περαιτέρω, με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο του από 12-2-2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής, προβαλλόμενος ως συνεχόμενος του τρίτου λόγου ανακοπής και του πρώτου πρόσθετου λόγου, ισχυρίζονται ότι η απαίτηση της καθ’ ης δεν είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη ως περιέχουσα αμφισβητούμενες και παράνομες χρεώσεις, όπως οι εκτοκισμοί με βάση έτος 360 ημερών, αθέμιτη επιβάρυνση με παράνομους ανατοκισμούς της εισφοράς του Ν. 128/75, παράνομο υπολογισμό τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων βάσει συμβατικού επιτοκίου ανώτερου του δικαιπρακτικού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε σιωπηρώς τον λόγο αυτό ως επαρκώς ορισμένο τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο. Ωστόσο, ενόψει των όσων εκτίθενται στην νομική σκέψη της παρούσας της παρ. με αριθμ. IV και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στον προκείμενο λόγο, αυτός είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας και δη, κατά το σκέλος που η απαίτηση περιλαμβάνει τόκους με εκτοκισμό έτους 360 ημερών και την αθέμιτη επιβάρυνση με ανατοκισμούς της εισφοράς του Ν. 128/75 δεν προσβάλλονται συγκεκριμένα κονδύλια του λογαριασμού, ενώ κατά το σκέλος αναφορικά με τόκους υπερημερίας υπολογισμένους με συμβατικό επιτόκιο ανώτερο του δικαιοπρακτικού, καθότι δεν εκτίθεται ότι υπήρχε αντίθετη συμφωνία των μερών, ήτοι που θα προέβλεπε τη συμφωνία για τον ορισμό επιτοκίου που δεν θα υπερέβαινε το νόμιμο δικαιοπρακτικό. (γ) Επίσης με το πρώτο σκέλος του δεύτερου πρόσθετου λόγου του από 7-10-2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η εκδοθείσα ……/2015 διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα καθότι αφορά απαίτηση απορρέουσα από τη με αριθμ. …../2007 σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που είναι άκυρη διότι περιέχει καταχρηστικούς όρους αντικείμενους στις διατάξεις των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994. ήτοι μεταξύ άλλων τον όρο 18 αναφορικά από την παραίτηση του εγγυητή από κάθε ένσταση και δικαίωμα των άρθρων 853 επ. του Α.Κ. και από την ένσταση δίζησης και διαίρεσης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας καθότι δεν εκτίθεται αν η καθ’ ης η ανακοπή ενεργοποίησε στην προκείμενη περίπτωση τον εν λόγω γενικό όρο της σύμβασης καθώς και με ποιον τρόπο αυτός επέδρασε στη γένεση, στο ύψος ή στο ληξιπρόθεσμο της απαίτησης της καθ’ ης, η ανακοπή, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής (Α.Π. 15/2007, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε τους ανωτέρω λόγους ως ουσία αβάσιμους, παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι έσφαλε και ως εκ τούτου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 534 και 536 του ΚΠολΔ, πρέπει αφού, κατ’ αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου, εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση καθόσον ο τέταρτος λόγος της ανακοπής, ο τέταρτος πρόσθετος λόγος ανακοπής και το πρώτο σκέλος του δεύτερου πρόσθετου λόγου των από 7-10-2019 πρόσθετων λόγων ανακοπής, κρίθηκαν σιωπηρώς ως επαρκώς ορισμένοι και απορρίφθηκαν στη συνέχεια ως ουσιαστικά αβάσιμοι, το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει και να δικάσει αυτούς (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ), οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, γενομένων δεκτών ως βάσιμων των τέταρτου, όγδοου λόγων και του πρώτου σκέλους του δέκατου λόγου της υπό κρίση έφεσης.
ΧI. Με τον έκτο λόγο της ανακοπής, οι εκκαλούντες- ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι εκδοθείσα διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα καθόσον δεν αναφέρεται σε αυτήν, όπως και στην σχετική αίτηση, το ποσό των 300.000 ευρώ που αποτελεί το όριο ευθύνης της τέταρτης εκ αυτών εάν καταλογίστηκε στους συμβατικούς τόκους ή στους τόκους ποινής. Από το περιεχόμενο τόσον της από 30-3-2015 σχετικής αίτησης, όσο και από της με αριθμ. ……/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προκύπτει ότι αναγράφεται αυτολεξεί «Επειδή το ανωτέρω ποσό του 1.800.000,00 αντιστοιχεί κατ’ άρθρο 423 Α.Κ. στις κάτωθι αιτίες καταβολής: α) ποσό 0,00 ευρώ σε έξοδα του ανωτέρω παρατεθέντος λογαριασμού, β) ποσό 440.103,00 ευρώ σε τόκους υπερημερίας (ποινής) του ανωτέρω παρατεθέντος λογαριασμού, γ) ποσό 1.359.897,00 ευρώ σε συμβατικούς τόκους του ανωτέρω παρατεθέντος λογαριασμού από το συνολικώς οφειλόμενο ποσό των συμβατικών τόκων 2.970.023,96 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου συμβατικών τόκων 1.610.126,96 ευρώ…». Επομένως, βάσει των ανωτέρω, τόσον από την αίτηση, όσο και από τη διαταγή πληρωμής προκύπτει , σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 423 Α.Κ., ότι εις ολόκληρον υποχρέωση της πέμπτης εκκαλούσας-ανακόπτουσας ως συνεγγυήτριας, με τους λοιπούς εκκαλούντες αφορά τους τόκους υπερημερίας ποσού 440.103,00 και ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιόν του αποδείξεις και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ.1 και 626 του ΚΠολΔ, απορρίπτοντας τον σχετικό λόγο ανακοπής ως ουσιαστικά αβάσιμο. Κατά συνέπεια τα όσα υποστηρίζονται με τον έκτο λόγο της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα στην ουσία τους.
ΧII. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε από την άσκησή του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και, μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε, η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρονικό διάστημα και, πάντως, μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης, να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς (Ολ. ΑΠ 8/2018, Ολ. ΑΠ 10/2012, ΑΠ 999/2019, δημ. Νόμος). Άλλωστε, μεταξύ των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ένστασης, είναι και η επίκληση της ύπαρξης δικαιώματος, καθόσον μόνον υπαρκτού δικαιώματος μπορεί να νοηθεί καταχρηστική άσκηση. Εάν αυτός που προτείνει το σχετικό ισχυρισμό, αρνείται τα περιστατικά που στηρίζουν το σχετικό δικαίωμα, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η από το ως άνω άρθρο ένσταση, αφού μόνο υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί, ώστε να νοείται καταχρηστική άσκησή του (Ολ. ΑΠ 17/1995, ΑΠ 999/2019, δημ. Νόμος).
ΧIII. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο του από 12-2-2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής, καθώς και με τον πρώτο πρόσθετο λόγο του από 7-10-2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής, η τρίτη και τέταρτη των εκκαλούντων-ανακοπτόντων αντίστοιχα ισχυρίζονται ότι αμφότερες, οι οποίες είναι οικοκυρές, με έλλειψη σχετικών γνώσεων, δεν συμβλήθηκαν με την καθ’ ης για δική τους επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά για λόγους οικογενειακής αλληλεγγύης προς τον ………., σύζυγο της τρίτης και αδελφό της τέταρτης. Ότι παρά το γεγονός ότι η καθ’ ης αποτελεί πιστωτικό φορέα και όφειλε πριν από την κατάρτιση των συμβάσεων εγγύησης να προβεί σε ειδική διαφωτιστική και αναλυτική προς αυτές ενημέρωση αναφορικά με τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζαν σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης της πίστωσης εκ μέρους της πρωτοφειλέτριας, εντούτοις ουδέποτε ενημερώθηκαν για το περιεχόμενο, τους όρους και κυρίως για τις συνέπειες των υποχρεώσεων που αναλάμβαναν ώστε με υπαιτιότητα της καθ’ής, να μην έχει καταστεί σαφές στις ίδιες η έκταση της αναληφθείσας εκ μέρους τους, ευθύνης. Ότι η επιδειχθείσα συμπεριφορά της καθ’ ης είναι καταχρηστική ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη, στην καλή πίστη και στα συναλλακτικά ήθη καθώς προκαλεί υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών, ενώ η ευθύνη της καθ’ ης δε μπορεί εκ των προτέρων να αποκλειστεί με την επιβληθείσα παραίτηση των εγγυητών από τα δικαιώματά τους. Με το ανωτέρω περιεχόμενο οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι παραδεκτά προβάλλονται λόγω της ιδιότητας των εν λόγω εκκαλουσών-ανακοπτουσών ως καταναλωτών, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, διότι ουδόλως εκτίθεται σε αυτούς σε τι συνίσταται η διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών και δη εις βάρος των εγγυητών ως καταναλωτών, ούτε και ποια ήταν η ουσιώδης πλάνη τους. Επομένως, βάσει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 178 και 281 Α.Κ., και απέρριψε τους λόγους αυτούς ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας, και ως εκ τούτου τα υποστηριζόμενα με τον έβδομο λόγο της έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι ως προς τους λόγους αυτούς, απαραδέκτως, κατ’ άρθρο 527 του ΚΠολΔ, προβάλλονται εκ μέρους των εκκαλούντων για πρώτη φορά στο παρόν Δικαστήριο, νέοι ισχυρισμοί προκειμένου να καταστούν οι πρόσθετοι λόγοι αυτοί της ανακοπής επαρκώς ορισμένοι.
XIV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ. που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ίδιου ως άνω άρθρου (2 του Ν. 2251/1994, όπως ίσχυε πριν από το Ν. 3587/2007) απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ` αμάχητο τεκμήριο ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1332/2012, ΑΠ 7/2011, ΑΠ 904/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ, με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη, κατά κύριο λόγο, το συμφέρον του καταναλωτή, με συνεκτίμηση, όμως, της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή για διατήρηση του όρου που ελέγχεται, και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργηση του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου που θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος, και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΕφΠειρ 638/2015 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, ο λόγος περί ακυρότητας ενός όρου σύμβασης ως αντικείμενου στις διατάξεις του ν. 2251/1994 και της 281 ΑΚ πρέπει να προβάλλεται λυσιτελώς, ήτοι ο ανακόπτων να αναφέρει ότι η καθής η ανακοπή ενεργοποίησε στην προκείμενη περίπτωση τον προαναφερθέντα γενικό όρο της σύμβασης και, περαιτέρω, με ποιο τρόπο αυτός επέδρασε στη γένεση, στο ύψος ή στο ληξιπρόθεσμο της απαίτησης της καθής, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής (Α.Π. 15/2007 ΤΝΠ Νόμος).
XV.Στην προκείμενη περίπτωση, με τα υπό στοιχ. β και γ σκέλη του δεύτερου λόγου του από 7-10-2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η εκδοθείσα …./2015 διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα καθότι αφορά απαίτηση απορρέουσα από τη με αριθμ. …./2007 σύμβαση χορήγησης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που είναι άκυρη διότι περιέχει καταχρηστικούς όρους αντικείμενους στις διατάξεις των π[αρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα: i) Τον όρο 2 της σύμβασης αναφορικά με τη μονομερή μεταβολή και αναπροσαρμογή των επιτοκίων αντίθετα προς την αρχή της διαφάνειας και ii) τον όρο 6 παρ. 2γ σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση που η τράπεζα προσκαλέσει τον πιστούχο να εξοφλήσει την οφειλή του και ο τελευταίος δεν διατυπώσει εγγράφως τις αντιρρήσεις του εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της πρόσκλησης, λογίζεται ότι αναγνωρίζει σιωπηρώς τα επιμέρους κονδύλια και το κατάλοιπο του λογαριασμού της πίστωσης. Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφενός μεν-ως προς το δεύτερο σκέλος του- διότι όπως ανωτέρω αναφέρεται, με την αιτίαση αυτή δεν προσβάλλονται συγκεκριμένα κονδύλια και δη του ποσού που προέκυψε λόγω της μονομερούς μεταβολής των επιτοκίων εκ μέρους της καθ’ης, αφετέρου δε, ως προς τo τρίτο σκέλος του καθότι οι ανακόπτοντες, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη ανωτέρω νομική σκέψη, δεν εκθέτουν αν η καθ’ ης η ανακοπή ενεργοποίησε στην προκείμενη περίπτωση τους εν λόγω γενικούς όρους της σύμβασης καθώς και με ποιον τρόπο αυτοί επέδρασαν στη γένεση, στο ύψος ή στο ληξιπρόθεσμο της απαίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής, επιπλέον δε, δεν εκτίθενται στο δικόγραφο της ανακοπής τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και οι ειδικές συνθήκες που άγουν στη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της εκκαλούμενης απόφασης, το οποίο απέρριψε τα υπό στοιχ. β και γ σκέλη ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας, έστω και μερικώς με διαφορετική αιτιολογία την οποία το παρόν Δικαστήριο αντικαθιστά (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), ορθώς εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 216 του ΚΠολΔ, 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2251/1994 και 281 Α.Κ και ως εκ τούτου τα όσα αντιθέτως υποστηρίζονται με τον δέκατο λόγο έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Κατά συνέπεια, ενόψει της μερικής εξαφάνισης της εκκαλούμενης απόφασης κατ’ αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου τούτου κατά τα ειδικότερα ανωτέρω εκτιθέμενα, η κρινόμενη πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, απορριπτομένων των λόγων της υπό κρίση έφεσης κατά τα λοιπά. Επίσης, ενόψει του της μερικής ευδοκίμησης της υπό κρίση έφεσης, ανεξαρτήτως της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης (Α.Π. 532/2016, ΕλΔνη 2017, σελ. 1426) πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου με αριθμό ……………./2021, ποσού εκατό (100,00) ευρώ στους εκκαλούντες. Τέλος, ύστερα από σχετικό αίτημα, μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της μερικής ήττας τους (άρθρα 106, 178 παρ.1 και 183 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμ. 835/2020 απόφαση (ειδικής διαδικασίας περιουσιακών διαφορών) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τα κεφάλαια αυτής, σύμφωνα με τα οποία απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμοι ο τέταρτος λόγος της με αριθμ ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……./2015 ανακοπής, ο τέταρτος πρόσθετος λόγος του αριθμ ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής και το πρώτο σκέλος του δεύτερου πρόσθετου λόγου του με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής.
Κρατεί και δικάζει τον τέταρτο λόγο της ανακοπής, τον τέταρτο πρόσθετο λόγο του αριθμ ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής και το πρώτο σκέλος του δεύτερου πρόσθετου λόγου του με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2019 δικογράφου πρόσθετων λόγων ανακοπής και απορρίπτει αυτούς ως απαράδεκτους.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά, κατ’ ουσίαν την έφεση
Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου με αριθμ. …………./2021, ποσού εκατό (100,00) ευρώ στους εκκαλούντες και
Καταδικάζει τους εκκαλούντες σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 14 Φεβρουαρίου 2023 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ