ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 108/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(2Ο Τμήμα)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα, Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., 2) ……….., 3) …………και 4) …………… που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, Κωνσταντίνου Π. Καρβαγιώτη (Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. ….. που προσκόμισε το με αριθμ. Α …… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων) παριστάμενος κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, με την από 13-9-2022 δήλωση.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας …………….., που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου, Παναγιώτη Μ. Σοφούλη (Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. …….. που προσκόμισε το με αριθμ. Α …… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων).
Οι καλούντες- εκκαλούντες-εφεσίβλητοι με την από 8-7-2021 ( αρ. κατ ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2021) κλήση επαναφέρουν προς συζήτηση τόσον τη με αριθμ καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2017 (αρ. κατ Εφετείου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2017) έφεση που άσκησε η καθ’ ης η κλήση-εκκαλούσα –εφεσίβλητη σε βάρος τους και κατά της με αριθμ. 1698/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όσον και τη με αριθμ καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2017 (αρ. κατ. Εφετείου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2017) έφεση που άσκησαν οι ίδιοι κατά της καθ’ ης η κλήση και κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης. Η υπόθεση εγγράφηκε στο πινάκιο και ορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 2-6-2022 και μετά από αναβολή κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, δικάσιμο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την από 8-7-2021 (αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2021) κλήση των καλούντων-εκκαλούντων-εφεσίβλητων νόμιμα επαναφέρονται προς συζήτηση: α) Η με αριθμ καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2017 (αρ. κατ Εφετείου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……./2017) έφεση που άσκησε η καθ’ ης η κλήση-εκκαλούσα –εφεσίβλητη σε βάρος τους, κατά της με αριθμ. 1698/2017 απόφασης τακτικής διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) η με αριθμ καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2017 (αρ. κατ. Εφετείου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2017) έφεση που άσκησαν οι ίδιοι κατά της καθ’ ης η κλήση και κατά της ανωτέρω οριστικής απόφασης, ύστερα από την έκδοση της με αριθμ. 496/2018 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, το παρόν Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις, με τη με αριθμ. 496/2018 απόφαση αφού δέχθηκε τυπικά τις εφέσεις, ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης εωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της ασκηθείσας, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από 23-6-2014 και με αριθ. καταθ. …………/2014 αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 559/2016 απόφαση (όπως αυτή διορθώθηκε με τη με αριθμ. 1009/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου). Με την ίδια κλήση, σύμφωνα με το περιεχόμενό της, περαιτέρω ζητείται η ανάκληση της εκδοθείσας με αριθμ. 496/2018 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, λόγω του ότι η με αριθμ. 559/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέστη πλέον αμετάκλητη κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Επειδή με το τρόπο αυτό, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 309 παρ.2 του ΚΠολΔ, έχει παραδεκτώς δημιουργηθεί στάση δίκης το Δικαστήριο δύναται να επιληφθεί επί του αιτήματος αυτού και συνακόλουθα, ενόψει του ότι, από την επισκόπηση του φακέλου της υπόθεσης. προκύπτει ότι πράγματι η με αριθμ. 559/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή διορθώθηκε, εκδοθείσας επί της υπ’ αριθμ. κατ/ ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2014 αγωγής των καλούντων-εκκαλούντων-εφεσίβλητων κατέστη αμετάκλητη ύστερα από την έκδοση της με αριθμ. 350/2019 απόφασης Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς και ακολούθως, της με αριθμ. 845/2021 απόφασης του Αρείου Πάγου, κρίνει ότι πρέπει να προχωρήσει στην κατ ουσίαν συζήτηση της υπόθεσης, ανακαλώντας την προηγούμενη μη οριστική απόφασή του. Ως εκ τούτου, οι εφέσεις οι οποίες έχουν γίνει τυπικά δεκτές, πρέπει να ερευνηθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ως άνω διαδικασία, καθόσον όμως, αυτοί δεν ερευνήθηκαν κατά τα αναφερόμενα στη με αριθμ. 496/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, αφού ήδη απορρίφθηκαν ο πρώτος και ο συνεχόμενος με αυτόν δεύτερος λόγος της με αριθμ κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2017 έφεσης αναφορικά με την ύπαρξη εκκρεμοδικίας, αφού το παρόν Δικαστήριο έκρινε ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας (λόγω μη ταύτισης του αντικειμένου της παρούσας δίκης με το κύριο αντικείμενο της ανοιγείσας δίκης κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στη με αριθμ. 496/2018 μη οριστική απόφαση), πλην όμως όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, αναβλήθηκε, κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ, η συζήτηση της υπόθεσης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της έτερης δίκης.
ΙΙ. (α) Από τις διατάξεις των άρθρων 682, 693, 694, 696 παρ. 3 και 698 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το ασφαλιστικό μέτρο που διέταξε το αρμόδιο δικαστήριο για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση δικαιώματος, ή τη ρύθμιση κατάστασης αίρεται μεν αυτοδικαίως αν περάσει άπρακτη η προθεσμία που έχει οριστεί για την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση ή δεν χορηγήθηκε η ορισθείσα εγγυοδοσία, ανακαλείται δε, ή μεταρρυθμίζεται ολικά ή εν μέρει, δυνητικώς μεν εάν επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση, υποχρεωτικώς δε, εάν εκδοθεί απόφαση στη δίκη για την κύρια υπόθεση κατά εκείνου ο οποίος είχε ζητήσει το ασφαλιστικό μέτρο και γίνει τελεσίδικη, ή εάν εκδοθεί οριστική απόφαση που τον ωφελεί και εκτελεστεί δηλαδή για την ανάκληση, στην περίπτωση αυτή, δεν αρκεί η έκδοση οριστικής μόνον απόφασης, αλλά απαιτείται να καταστεί αυτή και τελεσίδικη, για να παύσει η ισχύς της απόφασης που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο. Οι αποφάσεις δε, των ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, εξακολουθούν να ισχύουν και να παράγουν τις έννομες συνέπειες τους και συνεπώς το δεδικασμένο που απορρέει από αυτές ισχύει έως την ικανοποίηση του ασφαλιζόμενου δικαιώματος ή την τελεσίδικη κρίση για την ανυπαρξία του. (β) Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 962, 1096, 1098 και 1100 ΑΚ συνάγεται, ότι ωφέλημα, το οποίο υποχρεούται, υπό τις προϋποθέσεις των ανωτέρω άρθρων, να αποδώσει ο νομέας στον κύριο του πράγματος, είναι και κάθε όφελος, το οποίο αποκόμισε ο πρώτος από την ενοίκηση ή την κατ’ άλλον τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο, συνεπεία των οποίων εξοικονομεί τη δαπάνη, στην οποία θα υποβάλλονταν, αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα (ΑΠ 540/02 ΕλΔ 43.1667). Η δαπάνη αυτή δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια. Ως εκ τούτου, η ωφέλεια αυτή δεν είναι καταβλητέα σε δήλη ημέρα, ώστε ο νομέας να καθίσταται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση αυτής και να οφείλει έκτοτε τόκους, όπως αν ήταν μίσθωμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341 και 595 ΑΚ. Αντιθέτως, οφείλονται επ’ αυτής τόκοι από την υπερημερία του εναγόμενου νομέα, για την οποία, όμως, απαιτείται προηγουμένη όχληση αυτού (άρθρα 340, 345 ΑΚ) ή από την επίδοση της αγωγής για την εν λόγω ωφέλεια (άρθρο 346 ΑΚ- ΕφΙωαν.302/2004, ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των νομίμως προσκομιζόμενων με επίκληση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εγγράφων από τους εκκαλούντες-εφεσίβλητους και από τη νομίμως προσκομιζόμενη με επίκληση από τους τελευταίους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με αριθμ. ……../2016 ένορκη βεβαίωση που συντάχθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκου Λαυρίου Αττικής, …….., ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εκκαλούσας- εφεσίβλητης (βλ. τη με αριθμ. ………/14-9-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………) και όσα έγγραφα παραδεκτώς και νομίμως προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους για πρώτη φορά κατ’ άρθρο 529 παρ.1 του ΚΠολΔ, είτε αυτά συνιστούν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε χρησιμεύουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (τα πρωτοδίκως προσκομισθέντα από την εκκαλούσα-εφεσίβλητη αποδεικτικά μέσα δε λαμβάνονται υπόψη, καθότι δε γίνεται και ειδική επίκληση καθενός εξ αυτών με τις κατατεθείσες στο παρόν Δικαστήριο προτάσεις, αντίθετα δε, γίνεται γενική αναφορά σε αυτά με τις προτάσεις ως τα έγγραφα που προσκομίστηκαν με επίκληση πρωτοδίκως και αναφέρονται στο ιστορικό της έφεσης της εκκαλούσας), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι συγκύριοι και συγκεκριμένα, ο πρώτος εκκαλών-εφεσίβλητος …… κατά ποσοστό 20% εξ αδιαιρέτου, οι λοιποί εκκαλούντες-εφεσίβλητοι, …….., ……. και …… κατά ποσοστό 7,5% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, η δε, εκκαλούσα-εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία κατά ποσοστό 57,50% εξ αδιαιρέτου, επί ενός οικοπέδου μετά του εντός αυτού πολυώροφου κτιρίου που λειτουργεί ως ξενοδοχείο με την ονομασία «…..» το οποίο βρίσκεται στο …….. Πειραιά Αττικής, επί της οδού ………. Η εκκαλούσα- εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία αρχικά, δυνάμει του, νομίμως μεταγραφέντος, με αριθμ. …./1996 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών, . .-……., είχε καταστεί συγκυρία του ακινήτου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, στη συνέχεια δε, με το με αριθμ. ……../2013 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών, ……… που μεταγράφηκε νόμιμα, απέκτησε επιπλέον ποσοστό 7,5% εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου, με αποτέλεσμα το ποσοστό της συγκυριότητάς της στο ακίνητο να διαμορφωθεί σε 57,5% εξ αδιαιρέτου. Πριν η εκκαλούσα-εφεσίβλητη εταιρία καταστεί συγκυρία του ακινήτου, δυνάμει του από 12-12-1995 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης είχε μισθώσει από τους συγκυρίους αυτού το ως άνω ξενοδοχείο, μίσθωση που έληξε την 1η-5-2012 με αποτέλεσμα η εκκαλούσα- εφεσίβλητη να αποβληθεί βίαια από το ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του ακίνητου στις 14-5-2012 (αφού στο μεταξύ αυτή είχε αποκτήσει τη συγκυριότητα του έτερου ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου στο ακίνητο) ύστερα από την έκδοση της με αριθμ. 721/2010 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου. Έκτοτε. μεταξύ των διαδίκων συνεχίστηκε η δικαστική διένεξη στο πλαίσιο της οποίας, μετά από αίτηση της εκκαλούσας- εφεσίβλητης και προφορικά ασκηθείσας ανταίτησης των εκκαλούντων-εφεσιβλήτων εκδόθηκε η με αριθμ. 3452/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία, τόσον η αίτηση, όσο και η ανταίτηση έγιναν εν μέρει δεκτές και ρυθμίστηκε προσωρινά η χρήση του ξενοδοχείου δια της απόδοσης της αποκλειστικής χρήσης του συνόλου αυτού στην εκκκαλούσα εταιρία αντί της καταβολής μηνιαίου ανταλλάγματος συνολικού ποσού 10.000 ευρώ καταβαλλόμενο σε καθένα εκ των συγκυρίων κατά την αναλογία του ιδανικού του μεριδίου. Μετά την απόκτηση του επιπλέον ποσοστού 7,5% εξ αδιαιρέτου στο ακίνητο, η εκκαλούσα-εφεσίβλητη στις 30-12-2013 επέδωσε στους εκκαλούντες- εφεσίβλητους την, με ίδια ημερομηνία, εξώδικη γνωστοποίηση –δήλωση-πρόσκληση με την οποία τους γνωστοποίησε ότι με την από 27-12-2013 απόφαση του Δ.Σ. αυτής αποφασίστηκε η εκμετάλλευση του ξενοδοχείου από την ίδια, αντί ανταλλάγματος για το ιδανικό μερίδιο των εκκαλούντων-εφεσίβλητων ύψους 5.100 ευρώ συνολικά (συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου) αρχής γενομένης από την 1η-1-2014. Εξ αυτού του λόγου οι εκκαλούντες- εφεσίβλητοι άσκησαν τη με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2014 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας αιτήθηκαν, κατά κυρίως, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 27-12-2013 απόφασης του Δ.Σ. της εκκαλούσας- εφεσίβλητης ως έχουσας την πλειοψηφία των μερίδων (για λόγους, μεταξύ άλλων, της ισχύος της ανωτέρω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων αναφορικά με τη ρύθμιση της χρήσης του επίκοινου ακινήτου) και επικουρικά, να καθοριστεί το ύψος του καταβλητέου μηνιαίου ανταλλάγματος στο συνολικό ποσό των 8.500 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 559/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που διορθώθηκε με τη με αριθμ. 1009/2016 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 27-12-2013 απόφασης περί συνέχισης της χρήσης του συνόλου του ακινήτου εκ μέρους της εκκαλούσας- εφεσίβλητης εταιρίας αντί ανταλλάγματος ποσού 5.100 ευρώ μηνιαίως. Σύμφωνα με την αιτιολογία της εν λόγω απόφασης η απόφαση του Δ.Σ. κρίθηκε ότι λήφθηκε μη νόμιμα και ότι ως εκ τούτου ήταν άκυρη , μεταξύ άλλων, λόγω του ήδη γενόμενου δικαστικού καθορισμού του τρόπου χρήσης του ακινήτου με τη με αριθμ. 3452/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία ήταν σε ισχύ ενόψει της μη τεθείσας προθεσμίας για την άσκηση κύριας αγωγής επί της υπόθεσης, (τον Οκτώβριο του έτους 2012, ήτοι κατά τον χρόνο δημοσίευσης της με αριθμ. 3452/2012 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, στο άρθρο 693 παρ.1 του ΚΠολΔ δεν ετίθετο ανώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αγωγής). Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη με τη με αριθμ. 350/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς στην οποία αυτολεξεί αναφέρεται «….Συνεπώς, η υπ’ αριθ. 3452/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων συνέχισε να ισχύει και ν’ αποτελεί την αναπλήρωση της απόφασης όλων των κοινωνών για τη διοίκηση του κοινού και όχι απλώς για τη χρήση του από έναν κοινωνό (εν προκειμένω την εκκαλούσα), υπερτερώντας τυχόν μεταγενέστερης απόφασης πλειοψηφίας… Σημειωτέον, ότι η εκκαλούσα δεν ζήτησε την ανάκληση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, κατ’ άρθρ. 696 ΚΠολΔ, ούτε μετά την απόκτηση από αυτήν του επιπλέον ποσοστού 7,5%, δυνάμει του ως άνω ………/2013 συμβολαίου αγοράς…» (βλ. 5ο φύλλο της με αριθμ. 350/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς). Κατά της ανωτέρω απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, εκ μέρους της εκκαλούσας- εφεσίβλητης ασκήθηκε η από 8-10-2019 αίτηση αναίρεσης επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 845/2021 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου με την οποία η αίτηση απορρίφθηκε. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογία της ως άνω απόφασης του Αρείου Πάγου, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς δεν παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 789 Α.Κ., δεχόμενο ότι η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων συνέχισε να ισχύει και να αποτελεί την αναπλήρωση της απόφασης των κοινωνών για τη διοίκηση του κοινού και όχι απλώς τη χρήση του από έναν κοινωνό, υπερτερώντας τυχόν μεταγενέστερης απόφασης της πλειοψηφίας και ότι ο καθορισθείς με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων τρόπος διοίκησης του κοινού ξενοδοχείου δεν μπορούσε να τροποποιηθεί εγκύρως με την απόφαση της νυν εκκαλούσας –εφεσίβλητης εταιρίας που απέκτησε την πλειοψηφία των μερίδων, παρά μόνο με νέα δικαστική απόφαση προς διασφάλιση των συμφερόντων της μειοψηφίας των κοινωνών. Περαιτέρω, από την αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης προκύπτει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ομοίως με τα προαναφερόμενα στις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι, πλην της με αριθμ. 3452/2012 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία εξακολουθεί να ισχύει δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση αναφορικά με τη ρύθμιση της διοίκησης του κοινού ακινήτου και ως εκ τούτου η απόφαση αυτή εξακολουθεί να ισχύει, ενόψει του ότι κατά τον χρόνο έκδοσής αυτής (Οκτώβριος 2012) στο άρθρο 693 παρ.1 του ΚΠολΔ, δεν ετίθετο χρονικό όριο για την άσκηση αγωγής, η παρέλευση του οποίου (εν. χρονικού ορίου) να αίρει αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο. Επίσης έκρινε ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο το οποίο εξέδωσε την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δεν έθεσε προθεσμία προς άσκηση αγωγής για την κύρια υπόθεση, ούτε ανακλήθηκε η ανωτέρω απόφαση, ενώ περαιτέρω κρίθηκε ότι η παραίτηση των διαδίκων από προηγουμένως ασκηθείσες αγωγές τους για την κύρια υπόθεση δεν προκάλεσε αυτοδίκαιη άρση του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου, αλλά δικαιολογεί την ανάκληση της απόφασης κατά το άρθρο 698 ΚΠολΔ. Επίσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο καθορισθείς δια δικαστικής απόφασης, τρόπος διοίκησης και εκμετάλλευσης του κοινού πράγματος ισχύει, εφόσον υπάρχει κοινωνία και δεν τροποποιείται νόμιμα με συμφωνία των μερών, αλλά με άλλη δικαστική απόφαση σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών. Επομένως, βάσει ων ανωτέρω, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο πρώτο μέρος της ανωτέρω νομικής σκέψης αλλά και όσων αμετάκλητα κρίθηκαν σε προγενέστερη δίκη μεταξύ των διαδίκων, όπως ανωτέρω αναφέρονται, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 789, 790 Α.Κ., 731 και 693 παρ.1 του ΚΠολΔ και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιόν του αποδείξεις και ως εκ τούτου τα όσα αντιθέτως υποστηρίζονται με τον τρίτο λόγο της συνεκδικαζόμενης με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2017 έφεσης της εκκαλούσας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα στην ουσία τους, απορριπτομένης της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμης καθότι δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα. Σημειώνεται δε, ότι η εκκαλούσα απαραδέκτως για πρώτη φορά προβάλλει στο παρόν Δικαστήριο με τις προτάσεις της επικουρικά και για την περίπτωση που κριθεί ότι πράγματι ισχύει η ανωτέρω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης ισχυριζόμενη τη μη νόμιμη αναδρομική επιδίκαση ποσών, αφού οι αιτιάσεις αυτές δεν προβλήθηκαν ως λόγοι έφεσης. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αναφερόμενα και δη, από τη με αριθμ. 3452/2012 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως ανωτέρω εκτίθεται, ορίστηκε η καταβολή στους εκκαλούντες συνολικού ανταλλάγματος ποσού 10.000 ευρώ μηνιαίως, χωρίς να ορίζεται ο χρόνος καταβολής του ποσού αυτού. Επομένως κι ενόψει του ότι από κανένα μέσο δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε όχληση της εφεσίβλητης εκ μέρους των εκκαλούντων αναφορικά με την καταβολή των επιδικασθέντων σε αυτούς ποσών βάσει της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, είτε κατά την 3η, είτε κατά την 30η ημέρα κάθε μήνα, η δε, όχληση της εφεσίβλητης έλαβε χώρα από την επίδοση της με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2014 αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον του αποδείξεις και υποχρέωσε την εφεσίβλητη να καταβάλλει τα επιδικασθέντα στους εκκαλούντες ποσά με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της ανωτέρω αγωγής, ενόψει του ότι όπως αναφέρεται στο δεύτερο τμήμα της νομικής σκέψης της παρούσας, τα ποσά αυτά δεν αποτελούν μίσθωμα αλλά αποδοτέα ωφέλεια. Ως εκ τούτου, τα όσα υποστηρίζονται με τον μοναδικό λόγο της συνεκδικαζόμενης με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2017 έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, απορριπτομένης της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμης. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των καταβληθέντων εκ μέρους των εκκαλούντων και της εκκαλούσας εταιρίας, παραβόλων ποσού εκατό (100,00) ευρώ έκαστο στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στο σύνολό τους πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρα 106, 178 παρ.2, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων τη με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2017 (αρ. κατ Εφετείου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2017) έφεση και τη με αριθμ καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2017 (αρ. κατ. Εφετείου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……../2017) έφεση.
Ανακαλεί τη με αριθμ. 496/2018 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου.
Απορρίπτει ουσιαστικά τις εφέσεις.
Διατάσσει την εισαγωγή των καταβληθέντων εκ μέρους των εκκαλούντων και της εκκαλούσας εταιρίας αντίστοιχα, παραβόλων ποσού εκατό (100,00) ευρώ έκαστο στο Δημόσιο Ταμείο και
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα για το παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά στις 14 Φεβρουαρίου 2023 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ