Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 112/2023

Αριθμός Απόφασης   112/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη και Ιωάννα Ξυλιά, Εφέτη –Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………….., στη θέση του οποίου εμφανίστηκε ο Δικηγόρος Κυριάκος Χουσέας, ο οποίος δήλωσε ότι ο ανωτέρω εκκαλών απεβίωσε στις 24-04-2021 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους: Ι) ………., ΙΙ) ………. καθώς και ότι αυτοί επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 2) της τελούσας υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……..», με ΑΦΜ ……, που εδρεύει στο ………. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον διαχειριστή της, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κυριάκου Χουσέα και κατέθεσαν προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «……», η οποία από 30-08-2019 αποτελεί την νέα επωνυμία της ανώνυμης εταιρείας «………..», με τον ίδιο διακριτικό τίτλο, με προηγούμενη επωνυμία «………», με ΑΦΜ ………., που εδρεύει στο …………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της δυνάμει της από 20-09-2022 δήλωσης, κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.

Οι ανακόπτοντες …….. και υπό εκκαθάριση ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..» άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29-02-2016 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ………./29-02-2016 ανακοπή τους και τους από 21-04-2016 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……../27-04-2016 πρόσθετους λόγους αυτής, κατά της εδώ εφεσίβλητης, υπό την τότε επωνυμία «……………», με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της υπ’ αριθ. ………../2015 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επί των δικογράφων αυτών, συνεκδικασθέντων, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2691/2018 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία παρέμπεμψε λόγω αναρμοδιότητάς του την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Το τελευταίο με την υπ’ αριθ. 3675/2020 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τα ανωτέρω δικόγραφα, απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους, και επικύρωσε την ανακοπτόμενη Διαταγή Πληρωμής. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 23-04-2021 έφεσή τους, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 26-04-2021 με ΓΑΚ ………. και ΕΑΚ………./2021, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 12-05-2021, με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ………./2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου εκκαλούντος – πρώτου ανακόπτοντος ……….. γνωστοποίησε τον θάνατό του που συνέβη στις 24-04-2021 και δήλωσε ότι στη θέση του συνεχίζουν τη δίκη οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Ι) ………. και ΙΙ) …………, τους οποίους και εκπροσώπησε. Ακολούθως ανέπτυξε τους ισχυρισμούς των εκπροσωπουμένων από αυτόν διαδίκων και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, έχοντας υποβάλει την από 20-09-2022 δήλωσή του, σύμφωνα με το άρθρο 242§2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 62 εδ. α΄ ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος. Η ικανότητα αυτή, που ως διαδικαστική προϋπόθεση εξετάζεται κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, παύει να υπάρχει για το φυσικό πρόσωπο με το θάνατό του (άρθρο 35 ΑΚ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 313§1 εδ. δ΄ ΚΠολΔ, η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη διεξαχθείσα στο όνομα ανύπαρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και αυτό που απεβίωσε, δεν έχει υπόσταση και ρητά χαρακτηρίζεται και αυτή ως ανύπαρκτη. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι σε περίπτωση θανάτου διαδίκου που επήλθε μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, δηλαδή σε χρονικό σημείο που δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, το δικαίωμα προς άσκηση έφεσης περιέχεται στους καθολικούς διαδόχους του αποβιώσαντος διαδίκου (βλ. ΑΠ 405/1968 Ελλ Δνη 28.998-Εφ Λαρ 159/2002 αδημ.- Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2003 αριθ. 48 και 310 – Βαθρακοκοίλη Ερμ. ΚΠολΔ άρθρο 516 αρ. 7 – 7α΄). Συνεπώς η έφεση που ασκήθηκε στο όνομα διαδίκου ήδη αποβιώσαντος κατά την άσκησή της (κατάθεση αυτής στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ), είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, για έλλειψη αναγκαίας διαδικαστικής προϋπόθεσης, δηλαδή της ικανότητας του προσώπου να είναι διάδικος (ΑΠ 1609/2017, 369/2013, 658/2012, 1611/2011, 1641/2006).

Η από 23-04-2021 έφεση, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 26-04-2021 με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ………../2021, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 12-05-2021, με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ………/2021, κατά της με αριθμό 3675/26-11-2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατόπιν συνεκδίκασης της από 29-02-2016 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……../29-02-2016 ανακοπής και των από 21-04-2016 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ………../27-04-2016 πρόσθετων λόγων αυτής που άσκησαν οι εκκαλούντες, αντιμωλία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Ως προς τον πρώτο εκκαλούντα ………, αυτός, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση από 10-05-2021 απόσπασμα της της υπ’ αριθ. ……./2/2021 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Δ.Ε. Κερατσινίου του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, απεβίωσε στις 24-04-2021, ήτοι πριν την άσκηση της κρινόμενης έφεσης, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 26-04-2021 (άρθρα 495, 500 ΚΠολΔ). Επομένως, σύμφωνα με την προεκτεθείσα οικεία νομική σκέψη, η έφεση αυτή πρέπει ως προς τον πρώτο εκκαλούντα να απορριφθεί, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, ως απαράδεκτη, επειδή ασκήθηκε από ανύπαρκτο πρόσωπο, ενώ δεν τίθεται θέμα βίαιης διακοπής της δίκης λόγω θανάτου του, επί ήδη απαράδεκτου ενδίκου μέσου, η δε δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του περί βίαιης διακοπής δίκης και συνέχισης αυτής από τους νόμιμους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του στερείται εννόμων συνεπειών. Αντίθετα, ως προς την δεύτερη εκκαλούσα – ηττηθείσα στη δίκη δεύτερη ανακόπτουσα, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β, 516§1, 517, 518§2 και 520§1 ΚΠολΔ, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης σ’ αυτήν. Ειδικότερα, από το προσκομιζόμενο από τους εκκαλούντες αντίγραφο της εκκαλουμένης με σημείωση επ’ αυτού περί επίδοσής της την 09-02-2021, του δικαστικού επιμελητή ………….., κατόπιν της από 04-02-2020 παραγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης αποδεικνύεται ότι αυτή επιδόθηκε στον πρώτο εκκαλούντα ατομικά, η επίδοση όμως αυτή δεν αναπληρώνει την επίδοση και στο δεύτερο εκκαλούν νομικό πρόσωπο, ακόμα και αν ο πρώτος εκκαλών το εκπροσωπούσε, αφού έπρεπε να γίνει ιδιαίτερη επίδοση και σ’ αυτό, αναφερόμενο ρητά στην παραγγελία προς επίδοση ως παραλήπτη και να εγχειριστεί απλώς στον νόμιμο εκπρόσωπό του (βλ. Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Τόμος I, άρθρο 126 αρ. 4, σελ 288). Περαιτέρω δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της στις 26-11-2020 ως την κατάθεση της έφεσης στις 12-05-2021 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Εξάλλου έχει κατατεθεί για το παραδεκτό της στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ………… παράβολο ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ κατ’ άρθρο 495§3 Α περ. γ΄ ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή ως προς την δεύτερη εκκαλούσα και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Η δεύτερη ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ………/2016 ανακοπή και το υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ………./2016 δικόγραφο προσθέτων λόγων της, που ασκήθηκε εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 632§1 ΚΠολΔ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο παρέπεμψε λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας την υπόθεση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ζητεί, για τους αναφερόμενους στα δικόγραφα αυτά λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ………/2015 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 632.975,36 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων για ικανοποίηση απαίτησής της που απορρέει από συναλλαγματικές που αποδέχθηκε η ίδια. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, συνεκδικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων τα παραπάνω δικόγραφα απέρριψε αυτά και επικύρωσε τη Διαταγή Πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η δεύτερη ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους στο αυτής λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω ανακοπή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη Διαταγή Πληρωμής και να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή – εφεσίβλητη στα δικαστικά της έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111, 216§1, 223 και 224 ΚΠολΔ, οι οποίες εφαρμόζονται κατ’ άρθρο 585 ΚΠολΔ και στην ανακοπή, συνάγεται ότι το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως τον νόμο, προσδίδει στα περιστατικά που αναφέρονται σε αυτή τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην, κατά την κρίση του, εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος-υποχρέωσης). Ως ιστορική βάση της αγωγής, νοείται, κατά την έννοια του άρθρου 216§1α ΚΠολΔ, το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών), τα οποία θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής (ΟλΑΠ 2/1994) και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης (ΑΠ 837/2019, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 460/2013). Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικά ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται, και να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη, για να υπάρχει η δυνατότητα το μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης, που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 359/2012, ΑΠ 780/2011, ΑΠ 953/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, συνιστά έλλειψη προδικασίας, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη, γι’ αυτό και η αοριστία αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1185/2012, ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 467/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συνεπαγόμενη το απαράδεκτο της αγωγής. H διάταξη του άρθρου 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ, παρέχει την ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, όχι, όμως, και να αναπληρώσει τους ελλείποντες και μάλιστα εκείνους που αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Μπορεί, δηλαδή, να συμπληρωθεί με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης της υπόθεσης, η ατελής έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, δεν μπορεί όμως να αναπληρωθεί η νομική αοριστία της, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση αυτού του περιστατικού που απαιτείται, κατά το νόμο, για την παραγωγή του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1363/1997, ΑΠ 1374/1994, ΑΠ 1510/1992 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση, εφόσον έτσι μεταβάλλεται και το αντικείμενο της δίκης, κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας (ΑΠ 321/2020, ΑΠ 1183/2015, ΑΠ 1806/2014, ΑΠ 1523/2013). Η κατά το άρθρο 224 ΚΠολΔ, απαγόρευση της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), τα οποία συνιστούν προϋπόθεση, χωρίς τη συνδρομή της οποίας θα ήταν αδύνατη η γένεση της διαγνωστέας έννομης σχέσης ή συνέπειας. Έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απαγόρευση μεταβολής της βάσεως της αγωγής αφορά μόνο την ιστορική της βάση και όχι τη νομική της βάση, ήτοι τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου (ΑΠ 467/2021 910/2017, ΑΠ 778/2011). Τέλος, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. του ίδιου κώδικα και έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της έκδοσης της διαταγής πληρωμής, ασκείται όπως και η αγωγή και πρέπει στο δικόγραφό της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, όλοι οι λόγοι κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1652/2014 ΝΟΜΟΣ). Μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των τυχόν ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της, οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής, με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1/2017 ΝΟΜΟΣ), βάσει δε, της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το δικαστήριο δεν δικαιούται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 370/2012, δημ. Νόμος).

ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624§1, 626, 628§1 εδ. α΄, 632§1 και 633§1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματική απαίτηση, εφόσον η απαίτηση αυτή δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και αποδεικνύεται (η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο ή με συνδυασμό τέτοιων εγγράφων που επισυνάπτονται στην αίτηση. Εάν η απαίτηση ή το ποσό δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής. Εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Στην περίπτωση αυτή, η ακύρωση της διαταγής πληρωμής απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί αυτή με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1376/2018, ΑΠ 682/2015, ΕφΠειρ 399/2020, ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά την §2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η §1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την §3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216§1 περ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι, στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξατομικεύουν την απαίτηση, όσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, έναντι του αιτούντος (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ). Από δε την έννοια της διάταξης του άρθρου 630 περ. γ΄ και δ΄ ΚΠολΔ – που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί – προκύπτει ότι αυτή δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρα 631 και 904§1 περ. ε’ ΚΠολΔ). Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής, του καταβλητέου ποσού χρημάτων, απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος. Αντίθετα, δεν απαιτείται η διαταγή πληρωμής να περιλαμβάνει και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ’ αυτήν προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που τη συγκροτούν (ΑΠ 1094/2006 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1, 3, 9, 11, 15, 17, 21 και 28 του Ν 5325/1932 προκύπτει ότι η ενοχή από συναλλαγματική είναι αναιτιώδης, με την έννοια ότι η αιτία η οποία έδωσε αφορμή στην έκδοσή της δεν αποτελεί κατ’ αρχήν προϋπόθεση του κύρους της, ο δε εκδότης ή κομιστής αυτής ασκώντας την αξίωσή του δεν έχει υποχρέωση να επικαλεσθεί και να αποδείξει την αιτία εκδόσεως και αποδοχής της συναλλαγματικής (ΑΠ 843/2012 ΑΡΜ 2013.285 και ΕΕΜΠΔ 2013.641, 351/1998 ΔΙΚΗ 1998.1373 και ΝοΒ 1999.954). Όμως, ο οφειλέτης από συναλλαγματική, όπως είναι προπάντων ο αποδέκτης, μπορεί, όπως σε κάθε περίπτωση αναιτιώδους δικαιοπραξίας, να αποκαλύψει την αιτιώδη σχέση (υποκείμενη αιτία), η οποία τον συνδέει με τον εκδότη που ενασκεί την απαίτηση από τη συναλλαγματική, αντιτάσσοντας κατ’ εκείνου την ένσταση ότι δεν υπάρχει αιτία για την έκδοσή της με την ευρεία έννοια, είτε, δηλαδή, διότι η αιτία είναι παράνομη ή ανήθικη, είτε διότι αυτή έληξε ή δεν επακολούθησε ή δεν υπήρχε καθόλου αιτία από την αρχή κατά την έκδοση της συναλλαγματικής, καθώς και το τυχόν ελάττωμα της αιτιώδους σχέσης, οπότε, εάν αποδειχθεί η ένσταση αυτή καθίσταται ανενεργός η αξίωση από τη συναλλαγματική και ο οφειλέτης ελευθερώνεται (βλ. ΑΠ 1384/2013, ΑΠ 843/2012, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 123/2008, ΑΠ 1050/2010, ΑΠ 903/2006, ΑΠ 896/2006, ΑΠ 544/98, ΑΠ 1006/91), αφού διαφορετικά η πληρωμή της συναλλαγματικής θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του εκδότη της συναλλαγματικής κατά τα άρθρα 904 επ. ΑΚ (ΑΠ 1/2017, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 544/1998).

Με τον πρώτο λόγο του δικογράφου της ανακοπής της η δεύτερη ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι τόσο η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής όσο και η αίτηση επί της οποίας αυτή εκδόθηκε είναι αόριστες, διότι δεν διαλαμβάνονται σ’ αυτές οι εκατέρωθεν υποκείμενες έννομες σχέσεις που απορρέουν από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα σύμβαση εμπορικής συνεργασίας εκμετάλλευσης πρατηρίου καυσίμων, από τις οποίες απορρέουν αξιώσεις που θα λυθούν στα πλαίσια της εκκαθάρισης της ίδιας και μάλιστα μετά το πέρας των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων για ρύθμιση των οφειλών της και εκ νέου λειτουργίας της επιχείρησης, ούτε αναφέρει τον λόγο περιορισμού του αιτούμενου ποσού που αφορά στην δεύτερη εκ των ενδίκων συναλλαγματικών, που εκδόθηκε για ποσό 241.000 ευρώ, από το οποίο ζήτησε να της επιδικαστεί το ποσό των 192.728,70 ευρώ. Ο λόγος αυτός απορρίφθηκε κατά αμφότερα τα σκέλη του από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως νομικά αβάσιμος, διότι δεν αποτελεί αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, η οποία δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά και της αίτησης για την έκδοσή της, η αιτία έκδοσης και αποδοχής της συναλλαγματικής, ενώ επιπλέον ο δανειστής απαίτησης από συναλλαγματική μπορεί να επιδιώξει την έκδοση διαταγής πληρωμής για μέρος μόνο του αναγραφόμενου στην συναλλαγματική ποσού, χωρίς να απαιτείται η έγγραφη απόδειξη της εξόφλησης του υπολοίπου μέρους, ή οποιοδήποτε άλλος λόγος περιορισμού της απαίτησης του δικαιούχου είσπραξης της αναλλαγματικής, αφού η έγγραφη απόδειξη αφορά αποκλειστικά και μόνο την απαίτηση από τον προσκομιζόμενο τίτλο και όχι τους λόγους περιορισμού της απαίτησης του δικαιούχου. Πράγματι, τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν στην υποκείμενη αιτία έκδοσης του αξιογράφου επί τη βάση του οποίου εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν αποτελούν στοιχεία της διαταγής πληρωμής, ούτε της αίτησης για την έκδοσή της, αφού κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ. μείζονα σκέψη, πέραν του ότι η διαταγή πληρωμής δεν αποτελεί απόφαση, η ενοχή από συναλλαγματική είναι αναιτιώδης, διότι μεταξύ των κατά το άρθρο 1 του  Ν 5325/1932 αναφερόμενων στοιχείων δεν συναριθμείται και η αιτία εκδόσεώς της. Επιπλέον ο περιορισμός του ποσού που ζητείται με την αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής σε μέρος μόνο της απαίτησης του δανειστή που ενσωματώνεται στη συναλλαγματική αποτελεί άσκηση δικονομικής ευχέρειας του δανειστή και δεν απαιτείται να αιτιολογείται (ΑΠ 1512/2006 ΑΡΜ 2007.399). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε τον πρώτο λόγο ανακοπής με την ανωτέρω αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται κατά τα λοιπά με την παρούσα κατ’ άρθρο 534 ΚπολΔ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο.

Με τον πρώτο λόγο έφεσής της η δεύτερη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω πρώτο λόγο ανακοπής, διότι, παρότι δεν εκτίθεται στην ανακοπή αναλυτικά η κρίσιμη ενοχική έννομη σχέση που αποτελεί το ενοχικό υπόβαθρο των ενδίκων συναλλαγματικών, στο δικόγραφο των κατατεθέντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεών της ρητά επικαλέστηκε, συμπληρώνοντας την ανακοπή της, ότι η καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη εν γνώσει της απαίτησε την πληρωμή των ανωτέρω συναλλαγματικών, παρότι δεν ενσωμάτωναν αληθή αξίωση σε βάρος της, αφού αυτές εκδόθηκαν ως εγγυητικές/ευκολίας, εις αντικατάσταση προηγούμενων, αποτελούσαν εικονικά παραστατικά του λογιστηρίου της εφεσίβλητης και αντιστοιχούσαν στην αξία των εμπορευμάτων πετρελαιοειδών που μεταβιβάζονταν στην επιχείρησή της, στα πλαίσια της συμφωνίας εμπορικής πίστωσης και συνεργασίας τους, που θα συμψηφίζονταν με εργασίες ανακαινίσεων, εκσυγχρονισμού και διαρρυθμίσεων στο πρατήριό της, αλλά και σε άλλες υποχρεώσεις της, όπως οφειλές προηγούμενου μισθωτή σε ένα από τα πρατήριά της. Ότι με τον ανωτέρω λόγο ανακοπής επομένως η ίδια έπληξε στην πραγματικότητα, όχι το ορισμένο της διαταγής πληρωμής και της αίτησης για την έκδοσή της, όπως ατυχώς διατυπώθηκε στο δικόγραφο της ανακοπής, αλλά την υποκείμενη αιτία και την εσωτερική μεταξύ των διαδίκων σχέση, κάμπτοντας έτσι την απορρέουσα από το άρθρο 17 του Ν 5325/1932 αρχή του απροβλήτου των ενστάσεων κατά του κομιστή. Ο λόγος αυτός έφεσης, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, που οδήγησε στην απόρριψη ως νομικά αβάσιμου του πρώτου λόγου ανακοπής, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο Ι. νομική σκέψη, διότι μόνο το περιεχόμενο της ανακοπής και εκείνο των ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής και δεν επιτρέπεται μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση, όπως επιχείρησε η εκκαλούσα εν προκειμένω, συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε την εξουσία έρευνας των διαλαμβανόμενων στις προτάσεις νέων πραγματικών περιστατικών που συνιστούν μεταβολή της ιστορικής βάσης του πρώτου λόγου ανακοπής. Εξάλλου ο ίδιος λόγος έφεσης, κατά το μέρος του με το οποίο παραπονείται η εκκαλούσα για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, αλλά και για απόρριψη του ίδιου λόγου ανακοπής ως αόριστου, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού όπως προαναφέρθηκε ο σχετικός λόγος απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμος και όχι ως αόριστος και χωρίς να προβεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης.

Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ανακοπής της η δεύτερη ανακόπτουσα και ήδη δεύτερη εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη, παρότι βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με την ίδια, για την εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων, δεν ολοκλήρωσε αυτές, αλλά επεδίωξε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής βάσει των ανωτέρω αξιογράφων, χωρίς ωστόσο οι αξιώσεις της από τη βασική τους σχέση να ανέρχεται στο ποσό αυτό, με αποτέλεσμα η αξίωση της εφεσίβλητης να μην είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, λαμβανομένων υπόψη των αναφερόμενων στην ανακοπή παροχών της ίδιας προς εκείνη, με καταβολή μισθωμάτων καθ’ ον χρόνον τα πρατήρια ήταν κλειστά, δαπάνες αναβάθμισης και εξωραϊσμού των πρατηρίων τους κλπ. Ο λόγος αυτός, που δεν αποτελεί αμφισβήτηση του εκκαθαρισμένου της επιδικασθείσας απαίτησης της εφεσίβλητης, που όπως προεκτέθηκε απορρέει από τις αναφερόμενες στην ανακοπή συναλλαγματικές -την ευθύνη από τις οποίες δεν αμφισβήτησε-, αλλά ένσταση ανυπαρξίας, μερικής ή ολικής της απαίτησης, για περιστατικά που συνέτρεξαν στη βασική μεταξύ των διαδίκων σχέση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας. Ειδικότερα η ανακόπτουσα αν και είχε υποχρέωση, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙ. νομική σκέψη, δεν επικαλέστηκε με σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους, από τη βασική σχέση, της ανυπαρξίας, ολικής ή μερικής, της απαίτησης από τη βασική σχέση, που ενσωματώνεται στα ένδικα αξιόγραφα και ότι η ικανοποίησή της θα επιφέρει αδικαιολόγητο πλουτισμό της δανείστριας – αντιδίκου της, εκθέτοντας με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά που στοιχειοθετούν τον ισχυρισμό της αυτό, δηλαδή τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει μικρότερη, ή και καμία οφειλή, καθώς και το ποσό που στην πραγματικότητα οφείλεται, αν οφείλεται, ώστε να είναι δυνατό στην εφεσίβλητη να αμυνθεί και στο Δικαστήριο να προβεί στον έλεγχο της βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού και να καθορίσει το πραγματικά οφειλόμενο ποσό. Την αοριστία αυτή δεν θεράπευσε, ούτε με το δικόγραφο προσθέτων λόγων της, με το οποίο ισχυρίστηκε ότι υπάλληλος της εφεσίβλητης, κατά την παραλαβή του πρατηρίου υγρών καυσίμων που η ίδια εκμεταλλευόταν στα πλαίσια συνεργασίας της με την εφεσίβλητη δήλωσε την πρόθεση της τελευταίας να της αποδώσει το ποσό των 26.000 ευρώ, ως αποζημίωση για τα έργα ανακαίνισης του πρατηρίου, ενώ επιπλέον η ίδια δεν της απέδωσε, ως όφειλε, το ποσό των 70.000 ευρώ που είχε καταβάλει η ίδια ως «αέρα» κατά τον χρόνο μίσθωσης του καταστήματος, αφού σε κανένα σημείο του δικογράφου της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων δεν εκθέτει ποια ήταν η νόμιμη αιτία απόδοσης των ανωτέρω χρηματικών ποσών, όπως ειδικότερη μεταξύ τους συμφωνία, ή κάποια άλλη αιτία, ούτε τον τρόπο διαμόρφωσης του τελικού ποσού το οποίο φέρεται ότι αναγνώρισε δια των οργάνων της ότι της οφείλει η εφεσίβλητη.  Η παντελής εξάλλου μη έκθεση αυτού του περιστατικού, δηλαδή της αιτίας παραγωγής του δικαιώματος της εκκαλούσας, οδηγεί σε νομική αοριστία του σχετικού λόγου ανακοπής, που δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω, υπό στοιχείο Ι. νομική σκέψη. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε τον ανωτέρω λόγο, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της με την παρούσα κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και ο σχετικός αντίθετος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απόρριψή του, διότι αποτελούσε αμφισβήτηση του εκκαθαρισμένου της απαίτησης, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος.

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του, στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1873/2014, ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ). Όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει, όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1162/2020 ΔΣΑ, ΑΠ 828/2018 ΝοΒ 2018.27 ΑΠ 1504/2014 ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται επομένως και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του (ΟλΑΠ 6/2016, ΑΠ 736/2012 ΝΟΜΟΣ).

Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της ανακοπής της, όπως εξειδικεύθηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η δεύτερη ανακόπτουσα και ήδη δεύτερη εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη, που αποτελεί εταιρεία «πολυεθνικού χαρακτήρος», καταχρηστικά άσκησε το δικαίωμά της για έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της από τις ένδικες συναλλαγματικές, οι οποίες δεν ενσωμάτωναν αληθή αξίωση σε βάρος της και σε κάθε περίπτωση είχαν εξοφληθεί κατά το ποσό των 261.850 ευρώ, με την εκτέλεση των αναφερόμενων στις προτάσεις εργασιών του μισθίου ακινήτου της, αφού, χωρίς να αναλογιστεί τις ευθύνες της (εφεσίβλητης) στο οικονομικό της αδιέξοδο, λαμβανομένων υπόψη των επαχθών για την ίδια όρων της μεταξύ τους σύμβασης, με την εφαρμογή εξοντωτικής για την ίδια τιμολογιακής πολιτικής, καθώς και του οφέλους που είχε ως τότε από την προηγούμενη συνεργασία τους, με την αναβάθμιση των εγκαταστάσεών της από την ίδια, καθώς και των προσπαθειών της να ανακάμψει υπό καθεστώς οικονομικής κρίσης, με τους διαλαμβανόμενους στις προτάσεις της τρόπους, παρότι βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις με την ίδια, που είναι «μικροπρατηριούχος», για την εκκαθάριση των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων, προκειμένου να τεθεί εκ νέου σε λειτουργία η επιχείρησή της, δεν ολοκλήρωσε αυτές, ως είχε υποχρέωση, ούτε προέβη στην άσκηση αγωγής σε βάρος της, που θα έδινε τη δυνατότητα της σε βάθος έρευνας των μεταξύ τους οικονομικών εκκρεμοτήτων, αλλά επεδίωξε και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, με σκοπό την εκμετάλλευση της εργασίας τους και την επιδίκαση υπέρ της «απαίτησης 632.975,63 ευρώ, που είναι ελεγκτέα ως προς το ύψος της, καθότι πρέπει να μειωθεί τουλάχιστον κατά τα προρρηθέντα, που πρέπει να προσδιοριστούν από το δικαστήριο ουσίας και κατά συνέπεια είναι εξόχως καταχρηστική». Ο ανωτέρω λόγος ανακοπής, αφενός ως προς το σκέλος του με το οποίο η εκκαλούσα επικαλέστηκε ανυπαρξία της οφειλής που ενσωματώθηκε στις ένδικες συναλλαγματικές, επειδή δεν ενσωμάτωναν καμία απαίτηση, άλλως επειδή εν μέρει είχε εξοφληθεί, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι η αιτίαση περί ανυπαρξίας της επιδικασθείσας οφειλής αναιρεί την θεμελιούμενη στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση, αφού είναι λογικώς αδύνατη η καταχρηστική άσκηση ανύπαρκτου δικαιώματος (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 999/2019, 894/2007, ΕφΠειρ 369/2016 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω είναι νομικά αβάσιμος και για τον επιπλέον λόγο ότι μόνη η εξέλιξη διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαδίκων και η πρόκληση βλάβης στα συμφέροντα της εκκαλούσας συνεπεία της έκδοσης σε βάρος της της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, και αληθών υποτιθέμενων των δυσμενών οικονομικών συγκυριών, της προσπάθειάς της να ανακάμψει, των χρηματικών ποσών που επικαλείται ότι κατέβαλε για ανακαίνιση των κτιρίων και για «αέρα» κατά τον χρόνο εκμίσθωσης του καταστήματος, αλλά και των επαχθών όρων των μεταξύ τους συμβάσεων, τους οποίους ωστόσο συνομολόγησαν αμφότερα τα μέρη, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της εφεσίβλητης να επιδιώξει την έκδοση σε βάρος της εκκαλούσας της ένδικης διαταγής πληρωμής, αφού αυτές δεν συνεπάγονται και έλλειψη συμφέροντος της εφεσίβλητης στην άσκηση του δικαιώματός της αυτού, αφού η τελευταία, ασκώντας συμβατικό δικαίωμά της, επεδίωξε την είσπραξη της απαίτησής της κατά των ανακοπτόντων, ενεργώντας προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος της, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας της. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον ανωτέρω λόγο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της με την παρούσα, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ και πρέπει ο δεύτερος λόγος έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο παραπονείται η εκκαλούσα για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απόρριψη του ανωτέρω λόγου ανακοπής της ως νομικά αβάσιμου να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος.

Με το δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού της, που αφορά στη δικονομική συμπεριφορά της εφεσίβλητης, η οποία επέλεξε να αιτηθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της, διαδικασία που χαρακτηρίζεται από μη τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης, επιδιώκοντας κακόπιστα την επιδίκαση απαίτησης που δεν οφείλεται, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 116 ΚΠολΔ. Ο ανωτέρω λόγος έφεσης είναι ως προς το σκέλος του αυτό απαράδεκτος, διότι δεν άγει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αφού η παράβαση των καθηκόντων που επιβάλλει το άρθρο 116  ΚΠολΔ στους διαδίκους, στους νομίμους αντιπροσώπους τους και στους πληρεξουσίους τους μπορεί να έχει ως κύρωση, κατά το άρθρο 205 του ίδιου Κώδικα, την επιβολή χρηματικών ποινών, όχι όμως και την ακύρωση εν προκειμένω της ένδικης διαταγής πληρωμής, διότι διαφορετικά ο διάδικος θα στερούνταν το κατοχυρωμένο και από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαίωμα για παροχή έννομης προστασίας, το οποίο, κατά την αδιάστικτη διατύπωση της συνταγματικής αυτής διάταξης, εξασφαλίζεται ακόμη και στον παραβάτη των επιταγών του άρθρου 116 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1675/2022, 1207/2022, 101/2022, 1125/2018, 110/2008 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου ο ίδιος λόγος έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο παραπονείται η εκκαλούσα για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού όπως προαναφέρθηκε ο σχετικός λόγος απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμος, χωρίς να προβεί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη άφησε αδίκαστο το αίτημά της που υπέβαλε με τις προτάσεις της, περί επίδειξης εγγράφων, το οποίο επαναφέρει ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και ζητεί να προσκομίσει η εφεσίβλητη την ευρισκόμενη εις χείρας της, προς απόδειξη του πρώτου λόγου ανακοπής της συνταχθείσα από εμπειρογνώμονες – πραγματογνώμονες, μεταξύ των οποίων και τον κ. …….., που επιθεώρησε το μίσθιο τον Μάιο 2014, ειδική πραγματογνωμοσύνη, δια της οποίας επιθεώρησαν και υποκοστολόγησαν τις αναφερόμενες ανωτέρω ένδικες τεχνικές εργασίες στο μίσθιο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ως αλυσιτελής, διότι δεν άγει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης και παραδοχή της ανακοπής, αφού όπως προαναφέρθηκε οι προταθέντες με τα ανωτέρω δικόγραφα λόγοι ανακοπής απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας και ως νομικά αβάσιμοι, δεν τίθεται επομένως ζήτημα έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητάς τους, ώστε να ασκεί έννομη επιρροή στην έκβαση της δίκης η προσκομιδή και λήψη υπόψη του ανωτέρω εγγράφου.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, μη προβαλλομένου άλλου λόγου έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει να απορριφθεί η έφεση και ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα ως αβάσιμη στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε για την παραδεκτή άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος της δεύτερης εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, κατ’ άρθρα 106, 176, 183, 189 και 191§2 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την έφεση ως προς τον πρώτο εκκαλούντα ως απαράδεκτη.

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς τη δεύτερη εκκαλούσα.

Διατάσσει την εισαγωγή του υπ’ αριθ. …………… παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της δεύτερης εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις  12-1-2023 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 15-2-2023 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ