Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 114/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   114/2023

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα T.Λ

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την ……………, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

(Ι) Του Εκκαλούντος: ………….ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του Βαρβάρας Ζαχαράκη (Δ.Σ.Α …….), (βλ. το υπ’ αριθμόν …………. /…-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), έχουσα την προς τούτο ειδική εντολη και πληρεξουσιότητα με βάση την από 19.10.2022 εξουσιοδότηση, στην οποία περιλαμβάνονται πλήρη τα στοιχεία ταυτότητας του εκκαλούντος, καθώς επίσης ειδική και ορισμένη εντολή εκπροσώπησης αυτού προς την παραστάσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Δικηγόρο, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής αυτού από το Δικηγόρο Ηλία Σ. Χαμαριά, σύμφωνα με τους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 97 Κ.Πολ.Δ.

Του Εφεσίβλητου: …………. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Νικόλαου Μοσκιού (Δ.Σ.Α …..), (βλ. το υπ’ αριθμόν ……./19-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), έχοντας την προς τούτο ειδική εντολη και πληρεξουσιότητα, με βάση το από 29 Νοεμβρίου 2019 ειδικό πληρεξούσιο του εφεσίβλητου προς τον ως άνω Δικηγόρο του, στο οποίο περιλαμβάνονται πλήρη τα στοιχεία ταυτότητας του εκκαλούντος, καθώς επίσης ειδική και ορισμένη εντολή εκπροσώπησης αυτού προς τον παραστάντα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Δικηγόρο, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής αυτού από τη Δικηγόρο Σφυρή Παναγούλα, σύμφωνα με τους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 97 Κ.Πολ.Δ.

(ΙΙ) Του Εκκαλούντος: ………. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Νικόλαου Μοσκιού (Δ.Σ.Α …….), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ……../19-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), έχοντας την προς τούτο ειδική εντολη και πληρεξουσιότητα, με βάση το από 29 Νοεμβρίου 2019 ειδικό πληρεξούσιο του εφεσίβλητου προς τον ως άνω Δικηγόρο του, στο οποίο περιλαμβάνονται πλήρη τα στοιχεία ταυτότητας του εκκαλούντος, καθώς επίσης ειδική και ορισμένη εντολή εκπροσώπησης αυτού προς τον παραστάντα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Δικηγόρο, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής αυτού από τη Δικηγόρο  Σφυρή Παναγούλα, σύμφωνα με τους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 97 Κ.Πολ.Δ.

Των Εφεσίβλητων: (1) …………….ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του Μαρίας Κορωνέλλου (Δ.Σ.Π ………), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ……../19-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), η οποία κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς η ίδια να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και

(2) ……….. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του Βαρβάρας Ζαχαράκη (Δ.Σ.Α …..), (βλ. το υπ’ αριθμόν …………. /…-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), έχουσα την προς τούτο ειδική εντολη και πληρεξουσιότητα με βάση την από 19.10.2022 εξουσιοδότηση, στην οποία περιλαμβάνονται πλήρη τα στοιχεία ταυτότητας του εκκαλούντος, καθώς επίσης ειδική και ορισμένη εντολή εκπροσώπησης αυτού προς την παραστάσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Δικηγόρο, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής αυτού από το Δικηγόρο Ηλία Σ. Χαμαριά, σύμφωνα με τους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 97 Κ.Πολ.Δ.

(ΙΙΙ) Του Εκκαλούντος: ………. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου του Μαρίας Κορωνέλλου (Δ.Σ.Π ……..), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ………/19-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), η οποία κατέθεσε δήλωση, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση χωρίς η ίδια να παραστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

 Του Εφεσίβλητου: …….. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Νικόλαου Μοσκιού (Δ.Σ.Α ……), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ……./19-10-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013), έχοντας την προς τούτο ειδική εντολη και πληρεξουσιότητα, με βάση το από 29 Νοεμβρίου 2019 ειδικό πληρεξούσιο του εφεσίβλητου προς τον ως άνω Δικηγόρο του, στο οποίο περιλαμβάνονται πλήρη τα στοιχεία ταυτότητας του εκκαλούντος, καθώς επίσης ειδική και ορισμένη εντολή εκπροσώπησης αυτού προς τον παραστάντα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου Δικηγόρο, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής αυτού από τη Δικηγόρο  Σφυρή Παναγούλα, σύμφωνα με τους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 97 Κ.Πολ.Δ.

Ο εκκαλών στην υπό στοιχεία (ΙΙ) έφεση και αντίστοιχα εφεσίβλητος στις υπό στοιχεία (Ι) και (ΙΙΙ) εφέσεις ……., αντίστοιχα, άσκησε σε βάρος των: (Α) …… και (Β) ……….. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 09-08-2019 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……/2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………./2019.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 2953/2020 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία έγινε δεκτή η κατά τα παραπάνω αγωγή, κατά ένα μέρος αυτής, ως κατ’ ουσία βάσιμη, σύμφωνα με όσαορίζονται σε αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε κατ’ αρχήν ο δεύτερος (2ος) εναγόμενος ……… ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 08/02/2022 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτή Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) …./10-02-2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) ……./10-02-2022, και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./10-02-2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) …./10-02-2022, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Στη συνέχεια, την ίδια απόφαση προσέβαλε και ο ενάγων ……… ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (=Εφετείου Πειραιώς), με την από 01/02/2021 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) ……/05-02-2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) ……./05-02-2021, και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……/05-02-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ……./05-02-2021, δικάσιμος δε ορίστηκε η 17-02-2022, οπότε αυτή αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Τέλος, την ίδια απόφαση προσέβαλε και ο πρώτος (1ος) κατά σειρά εναγόμενος ……….  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 29/12/2021 έφεσή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) ……/30-12-2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) ……./30-12-2021, και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……./30-12-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ……../30-12-2021, δικάσιμος δε ορίστηκε η 17-02-2022, οπότε αυτή αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ………. και ……… ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα διαλαμβάνονται στις ασκηθείσες από αυτούς εφέσεις, καθώς επίσης και στις προτάσεις, τις οποίες κατέθεσαν, κατά την εκδίκαση των υπό κρίση εφέσεων.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 (Ι) Η κρινόμενη από 08/02/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……../(Ε.Α.Κ.Δ.) ……../10-02-2022 έφεση του …….. κατά της υπ’ αριθμόν 2953/2020 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, εκδοθείσας, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, την  11η Σεπτεμβρίου 2020, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε οποιονδήποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αφού δεν προσκομίζεται είτε έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είτε αντίγραφο αυτής με σχετική επισημείωση Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ συγχρόνως δεν προτείνεται ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση της, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 10η Φεβρουαρίου 2021], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού …………./2022 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρου 1-465 Κ.Πολ.Δ.).

Επίσης, η κρινόμενη από 01/02/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……/(Ε.Α.Κ.Δ.) ……../05-02-2021 έφεση του ………. κατά της ίδιας ως άνω) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, την 11η Σεπτεμβρίου 2020, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 05η Φεβρουαρίου 2021], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ. Δ). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της   καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού …………../2021 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρου 1-465 Κ.Πολ.Δ.).

Τέλος, η κρινόμενη από 29/12/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……/(Ε.Α.Κ.Δ.) ……../30-12-2021 έφεση του ……….. κατά της ίδιας ως άνω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας ασκήθηκε, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, την 22α Ιανουαρίου 2020, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 30η Δεκεμβρίου 2021], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ`ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατό (100,00) ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού   …..…/2021 ηλεκτρονικό (e-) παράβολο), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων αυτής, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (Διαδικασία άρθρου 1-465 Κ.Πολ.Δ.).

Κατόπιν τούτων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 246 Κ. Πολ.Δ. το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτε παγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσοτέρων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων. Έτσι, αυτές πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αφού με αυτήν προσβάλλεται η ίδια απόφαση, ενώ υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, παράλληλα δε επέρχεται μείωση των εξόδων της.

(ΙΙ) Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος ……. εκθέτει ότι, το έτος 2020, εργαζόταν, ως απλός υπάλληλος σε συνεργείο, που ανήκε στο ………….., που έφερε την επωνυμία «………» και το οποίο έχει, ως αντικείμενο εργασιών, τη δυναμο μέτρηση αυτοκινήτων. Ότι ακριβώς δίπλα στο συνεργείο αυτό βρισκόταν το συνεργείο του ………….., ο οποίος, τον Ιούνιο του έτους 2010, συνέστησε το συνεργείο, που αυτός εργαζόταν στον πρώτο (1ο) εναγόμενο, ο οποίος ενδιαφερόταν να βελτιώσει (« προγραμματίσει») το αυτοκίνητό του. Ότι πράγματι η εργασία αυτή εκτελέστηκε και ο πρώτος (1ος) εναγόμενος κατέβαλε έναντι αυτής το χρηματικό ποσό των εννιακοσίων πενήντα (950,00) ευρώ. Ότι στη συνέχεια ο πρώτος (1ος) εναγόμενος θέλησε να αναβαθμίσει και το κύκλωμα βενζίνης του αυτοκινήτου του, εργασία, την οποία ωστόσο ανέλαβε και εκτέλεσε το συνεργείο του ….. .. Ότι ο πρώτος (1ος) εναγόμενος δήλωσε στον ……., ικανοποιημένος από την εργασία βελτίωσης του οχήματος του, η οποία εκτελέστηκε στο συνεργείο, που ο ίδιος του συνέστησε. Ότι περί τα τέλη Αυγούστου του ιδίου έτους, ο πρώτος (1ος) εναγόμενος εμφανίστηκε στο συνεργείο του εργοδότη του, συνοδευόμενος από το δεύτερο (2ο) κατά σειρά εναγόμενο και με έντονο και απειλητικό ύφος ζήτησε από αυτόν να του επιστρέψει τα χρήματα, διότι κάηκε ένα οργανάκι πίεσης του αυτοκινήτου του. Ότι, όταν ο ίδιος του απάντησε ότι το συνεργείο δεν του ανήκει και ότι δεν είναι υπεύθυνος για αυτό, που συνέβη, τότε τον εκβίασε, λέγοντάς του «φρόντισε να μου δώσετε πίσω τα λεφτά μου, γιατί αλλιώς θα σε σακατέψουμε». Ότι, αφού αποχώρησαν τόσο ο απέναντι καταστηματάρχης …………., όσο και ένας πελάτης αυτού, του ανέφεραν ότι είδαν το δεύτερο (2ο) εναγόμενο να κρατάει όπλο. Ότι, την 16-09-2010 και περί ώρα 10:00, ο πρώτος (1ος) εναγόμενος επανήλθε στο συνεργείο και ζήτησε τα χρήματά του πίσω από τον ιδιοκτήτη του συνεργείου, πλην όμως ο τελευταίος του το απέκλεισε. Ότι την ίδια ημέρα και περί ώρα 17:00, ο πρώτος (1ος) εναγόμενος εισήλθε στο συνεργείο μαζί με το δεύτερο (2ο) εναγόμενο κλείδωσαν την πόρτα από την εσωτερική πλευρά της και κατευθύνθηκαν στο γραφείο, όπου βρισκόταν ο ίδιος. Ότι, αφού τον εξύβρισαν και τον εκβίασαν ότι, εάν δεν δώσει τα λεφτά θα του σπάσουν τα κόκκαλα και θα τον σακατέψουν, τον ξυλοκόπησαν με κλωτσιές και μπουνιές με το χέρια, ο δε δεύτερος (2ος) από αυτούς και με μια σιδερένια εργαλειοθήκη. Ότι προσπάθησε να φύγει, πλην όμως η πόρτα ήταν κλειδωμένη, ενώ οι γείτονες παρακολουθούσαν από την τζαμαρία όσα συνέβαιναν, χωρίς να μπορούν να επέμβουν. Ότι ο ………. κάλεσε την αστυνομία, ενώ επιπλέον κλήθηκε και ασθενοφόρο, όσο αυτός ήταν αιμόφυρτος, με πόνους στη μέση και στον αυχένα και σχισμένα χείλη. Ότι στη συνέχεια οδηγήθηκε στο Τζάνειο Νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκαν οι αναλυτικά αναφε ρόμενες στην αγωγή κακώσεις και κρίθηκε ότι χρήζει αναρρωτικής άδειας δύο (2) εβδομάδων. Ότι το επόμενο διάστημα η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και του συστήθηκε εκ νέου αναρρωτική άδεια δύο (2) εβδομάδων και στη συνέχεια δέκα (10) ημερών. Ότι συνεπεία των σοβαρών κακώσεων, τις οποίες υπέστη, στα επόμενα δύο (2) έτη χρειάστηκε 4 έως 5 φορές να μεταβεί με ΕΚΑΒ από την εργασία του στο νοσοκομείο για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, με αποτέλεσμα να αναγκαστεί για το λόγο αυτό να εγκαταλείιμει τελικά την εργασία του. Ότι οι εναγόμενοι καταδικάστηκαν, με την υπ’ αριθμόν 268/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς, η οποία κατέστη αμετάκλητη για τα εγκλήματα (α) της απόπειρας εκβίασης από κοινού (κατά συναυτουργία) και (β) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και τριών (3) μηνών, αφού αναγνωρίστηκε σε αυτούς το ελαφρυντικό του πρότερου εντίμου βίου. Επικαλούμενος έννομο συμφέρον, που απορρέει από την προσβολή της προσωπικό τητάς του, ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που του προκάλεσαν, το χρηματικό ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000,00) Ευρώ (Ε), ο καθένας από αυτούς σε ολόκληρο (αφού το επιπλέον ποσό των 44,00 ευρώ του επιδικάστηκε ήδη από το ποινικό Δικαστήριο), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 αριθ. 4 και 216 § 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν αυτή κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικά ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία σχετικά με την αξίωση, που απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη, προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα να αμυνθεί κατά της αγω γικής αξίωσης, που θεμελιώνεται σε αυτά με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 597/2015, δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ιστορική βάση της αγωγής και το υποβαλλόμενο αίτημα και εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προσδίδει στα περιστατικά, που αναφέρονται σε αυτή τον κατάλληλο νομικό χαρακτηρισμό και υπάγει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην κατά την κρίση του εφαρμοστέα διάταξη, για να διαγνώσει την ύπαρξη ή μη της επίδικης έννομης σχέσης ή έννομης συνέπειας (δικαιώματος – υποχρέωσης). Επομένως, ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 § 1 εδ. α ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αγωγή, χωρίς την επίκληση των οποίων, δεν θα ήταν εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης, η δε επίκληση από τον ενάγοντα και η παραδοχή από το Δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος του και νέων γεγονότων, τα οποία απλά διασαφηνίζουν ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας χωρίς να αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος, που στηρίζει το αίτημα της αγωγής, δεν συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της (ΑΠ 910/2017, ΑΠ 1087/2014, δημοσιευμένες σε Η.Τ.Ν.Π. ” ΝΟΜΟΣ”), ενώ η πληρότητα ή μη του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση αυτής, εκτιμάται κυριαρχικούς από το Δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 917/2017 Η.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”),

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ως άνω αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, εφόσον διαλαμβάνεται σε αυτήν το σύνολο των αξιούμενων πραγματικών περιστατικών, που αντιστοιχούν στο πραγματικό των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (άρθρα 914 και 932 του Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 385 παρ. 1 περ.α και 309-308 παρ. 1 εδ. α, 361 του Ποινικού Κώδικα), σύμφωνα με την κρατούσα στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου θεωρία του προσδιορισμού του επίδικου δικαιώματος ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου σε αντίθεση με τη θεωρία της εξατομίκευσης (Κ. Κεραμεύς: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο- Γενικό Μέρος, σελ. 220 με τις εκεί παραπομπές στην Επιστήμη και Νομολο γία). Πλέον συγκεκριμένα, στην ένδικη αγωγή επιχειρείται διεξοδική αναφορά σε υπαίτιες ενέργειες-πράξεις των εναγομένων, που αντιστοιχούν στο πραγματικό των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, με την έννοια της υλικής επενέργειας των εναγομένων στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα, κατά τρόπο σαφώς αποδοκιμαζόμενο από τις παραπάνω διατάξεις του Αστικού και Ποινικού Κώδικα, αλλά και στις δυσμενείς συνέπειες, που είχαν οι πράξεις αυτές στα έννομα αγαθά της υγείας του αλλά και της περιουσίας του και της εν γένει προσωπικότητάς του, και οι οποίες στοιχειοθετούν εννοιολογικά την προκληθείσα σε αυτόν μη περιουσιακή ζημία ( =ηθική βλάβη), έτσι ώστε αυτή να τυγχάνει δεκτική δικαστικής εκτίμησης και αξιολόγησης ως προς τη νομική βασιμότητα αυτής, επιτρέποντας στο Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις προς διάγνωση της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής- αίτησης παροχής εννομης προστασίας αλλά και στους εναγόμενους να αμυνθούν κατ’ αυτής, προτείνοντας καταλυτικούς του επικαλούμενου αγωγικού δικαιώματος αυτοτελείς ισχυρισμούς- ενστάσεις αλλά και δυνατότητα αιτιολογημένης και ειδικής άρνησης της ιστορικής βάσης αυτής, όπως και τελικά έγινε, χωρίς να καθίσταται αναγκαίος ο επιμερισμός- προσδιορισμός των υλικών αυτών ενεργειών και η απόδοση της κάθε επιμέρους πράξης- υλικής επενέργειας επί του ενάγοντος στον κάθε υπαίτιο- συναυ τουργό μεμονωμένα, ειδικά μάλιστα όταν αυτές αφορούν σε πράξεις βιαιοπραγίας, προερχόμενες από δύο ή περισσότερα άτομα, που συγκροτούν εννοιολογικά συμπλοκή μεταξύ περισσότερων προσώπων, καθώς η περιγραφή του ιστορικού συμβάντος με προσδιορισμό της ταυτότητας των συναυτουργών και συμμετόχων σε αυτήν, επαρκεί. Κατά συνέπεια των παραπάνω, ο σχετικός πρώτος (1ος) λόγος των υπό στοιχεία (Ι) και (ΙΙΙ) εφέσεων τυγχάνει απορριπτέος, ως αβάσιμος.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 2953/2020  (οριστική) απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή κατά ένα μέρος αυτής και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του καθενός από τους εναγόμενους και ήδη εκκαλούντες να καταβάλλουν σε ολόκληρο στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) Ευρώ (Ε), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν.

Κατά της παραπάνω απόφασης τόσο ο ενάγων …………. όσο και οι δύο (2) εναγόμενοι άσκησαν τις υπό κρίση εφέσεις τους, με τις οποίες επικαλούνται πλημμέλειες της εκκαλούμενης απόφασης, συνιστάμενες αυτές σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου αλλά και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, που προσκομίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Οι λόγοι αυτοί, που τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, δεκτικοί δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτοί, πρέπει να εξεταστούν ως προς τη βασιμότητά τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

(III) Aπό τη τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, κατά την οποία, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, προκύπτει ότι, για να θεμελιωθεί υποχρέωση προς αποζημίωση από αδικοπραξία, απαιτείται: (α) παράνομη συμπεριφορά προσώπου, δηλαδή, ενέργεια ή παράλειψη, που αντίκειται σε συγκεκριμένο επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δίκαιου ή σε γενική επιταγή της έννομης τάξης και προσβάλλει δικαίωμα ή προστατευ όμενο έννομο συμφέρον άλλου προσώπου, (β) υπαίτια συμπεριφορά, δηλαδή ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενη σε δόλο ή αμέλεια, (γ) επέλευση ζημίας άλλου προσώπου (παθόντος) και (δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπε ριφοράς του υπόχρεου και της ζημίας του παθόντος. Για την κατάφαση της “παρανομίας”, δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικά επιβεβλημένης και από τη θεμελιώδη δικαιϊκή αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσα υποχρέωση λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων (ΑΠ 1177/2018, ΑΠ 346/2017, ΑΠ 1029/2015). Εξάλλου, αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη, ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 895/2019, ΑΠ 810/2017). Στο πλαίσιο αυτό ο ενάγων είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί με σαφήνεια στην ιστορική βάση της αγωγής του, με την οποία αιτείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας και να αποδείξει, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, όλα τα γεγονότα, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο, ως άνω, κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του άρθρου 914 ΑΚ, θεμε λιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 10/2021, ΑΠ 515/2016, ΑΠ 473/2016). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 299, 300, 330, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση τέλεσης αδικοπραξίας αποκαθίσταται, εκτός από την περιουσιακή ζημία και η μη περιουσιακή ή ηθική βλάβη, με την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 532/2011). Με το άρθρο 926 ΑΚ καθορίζονται, στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων,  στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσο τέρων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 59/2019, ΑΠ 1124/ 2015, ΑΠ 1804/2014).Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία με ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς από το άλλο μέρος να εμπορευ ματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση το σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του “ευλόγου” εκείνα τα στοιχεία, που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του συγκεκριμένου σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στο βαθμό, που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να οδηγούν τον Δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ’ εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου, που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπρα ξίας του ΑΚ. Η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ’ αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), με την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαία στο “ανάλογο”. Άλλωστε, την αρχή αυτή, με την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού, που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμά του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ από τους αρ. 1 ή 19, αντίστοιχα και, αν πρόκειται για αποφάσεις των ειρηνοδικείων: άρθρο 560 ΚΠολΔ, από τους αριθμούς 1 ή 6, αντίστοιχα), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το Δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 80/2018, Α.Π. 79/2020 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Εξάλλου, στο  άρθρο 937 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι “η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση, εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως”. Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η κατ’ άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρύτερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης, ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 ΠΚ ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 ΠΚ αρχίζει από το χρόνο, κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαίτησης κατά το άρθρο 937 παρ.1 ΑΚ. Για να διακριβωθεί αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η αστική παραγραφή αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης, είναι μικρότερη ή όχι, σε σύγκριση με την ποινική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής της παραγραφής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδι κασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (ΟλΑΠ πολ. 21/2003, ΑΠ 1257/2016, ΑΠ 875/2015, ΑΠ 670/2015, ΑΠ 199/2014, ΑΠ 1049/2014). Περαιτέρω, με το άρθρο 261 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 του Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α’ 74/20-3-2013) ορίζονται τα ακόλουθα: “Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης”. Στην παράγραφο 2 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι: “Στην περίπτωση, που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης”. Τέλος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. Με τη νέα διατύπωση της παρ. 1 θεσπίζονται ταυτόχρονα η διακοπή της παραγραφής (εδάφιο 1) και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφή εν επιδικία (εδάφιο 2), αφού ο χρόνος παραγραφής που διακόπτεται (“μηδενίζεται”) με την άσκηση της αγωγής, “παγώνει” και δεν μετρά καθόλου μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής ή να περατωθεί με άλλον τρόπο η δίκη. Η κατά τα ανωτέρω αλλαγή του άρθρου 261 Α.Κ. είναι σαφές ότι επηρεάζει καθοριστικά το πεδίο της πολιτικής αγωγής και συγκεκριμένα το ζήτημα ύπαρξης ενεργού αξίωσης για την ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος. Η νομότυπη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής εξομοιώνεται με την άσκηση αγωγής για το ποσό, που αιτείται ο πολιτικώς ενάγων. Αυτό σύμφωνα με την παρ. 1 του νέου άρθρου 261 ΑΚ, σημαίνει ότι η νομοτύπως δηλωθείσα (και με την έγκληση) παράσταση πολιτικής αγωγής διακόπτει την παραγραφή, η οποία δεν αρχίζει πλέον να μετρά εκ νέου από την επόμενη της διακοπής (όπως υπό το προϊσχύσαν 261 ΑΚ) αλλά αναστέλλεται και δεν “τρέχει” μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης επί της εγερθείσας πολιτικής αγωγής. Μόνο δε αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 2 (αδράνεια διαδίκου να επισπεύσει την πρόοδο της δίκης πέραν των έξι μηνών και μη ύπαρξη άλλης προθεσμίας για τη διενέργεια της απαραίτητης διαδικαστικής πράξης από την πλευρά του) είναι δυνατόν να προκαλέσουν την επανεκκίνηση του χρόνου της παραγραφής. Όμως, η τελεσίδικη περάτωση της εγερθείσας πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη, με την επιδίκαση ή απόρριψη της αιτηθείσας αστικής αξίωσης του πολιτικώς ενάγοντος, εκφεύγει παντελώς της δυνατό τητας του πολιτικώς ενάγοντος να προωθήσει τη δίκη, καθώς, ως απολύτως παρεπόμενη της κύριας επί της κατηγορίας κρίση, ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην κυριαρχική εξουσία της Εισαγγελικής και Δικαστικής αρχής, η οποία είναι η μόνη αρμοδίως υπεύθυνη αλλά και υποχρεωμένη να επισπεύδει την προώθηση της εν λόγω δίκης μέχρι την αμετάκλητη μάλιστα περάτωσή της (αρχή της αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης ή της “δημόσιας επιμέλειας”). Συνεπώς η πολιτική αγωγή, που κρίνεται στο πλαίσιο της αυτεπαγγέλτως προωθούμενης ποινικής, προδικαστικής και κύριας, διαδικασίας, προσιδιάζει απόλυτα στο πεδίο εφαρμογής της σαφέστατης πλην όμως ανελαστικής ως προς τη διατύπωση, παραγράφου 1 του άρθρου 261 ΑΚ περί διακοπής και αναστολής της παραγραφής μέχρι την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Κατά συνέπεια, ο πολιτικώς ενάγων, που διέκοψε νομίμως και εμπροθέσμως, με τη νομότυπη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, την παραγραφή της εισαχθείσας στο ποινικό Δικαστήριο αξίωσής του, δεν απαιτείται πλέον να προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια ή διαδικαστική πράξη, ώστε να διακόψει και πάλι την παραγραφή, η διαδρομή της οποίας, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, εκκινούσε ισόχρονα από την επόμενη ημέρα της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, ούτε επαπειλείται η παραγραφή εν επιδικία της αξίωσης του δηλώσαντος την εν λόγω παράσταση λόγω καθυστέρησης εκδίκασης της υπόθεσης από το ποινικό Δικαστήριο, καθόσον ισχύει απόλυτα η “αναστολή” του χρόνου παραγραφής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης (ΑΠ 1257/2016). Περαιτέρω,, με το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τυποποιείται το τεκμήριο αθωότητας, ως βασική κατεύθυνση της ποινικής δίκης. Αντίστοιχου περιεχομένου διατάξεις περιλαμβάνουν, επίσης, τόσο το άρθρο 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997, αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον και στο άρθρο 71 ΚΠΔ και είναι συνέπεια της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβου λίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 “για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας”, με το νόμο 4586/2019. Το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο δεν αποτελεί μόνον ένα θεμελιώδες δικαίωμα του κατηγορουμένου να τεκμαίρεται αθώος μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του, αλλά είναι ταυτόχρονα μία ανεξάρτητη υποχρέωση της πολιτείας, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, που ο διάδικος έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης, αλλά έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται μεταγενέστερα είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσης, όταν αυτό για τις ανάγκες της δίκης ερμηνεύει την ποινική αθωωτική απόφαση, που στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα, που εισάγονται ενώπιόν του, κατά τρόπο, που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου. Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγύησης, που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης, δηλαδή και σε κάθε άλλο Δικαστήριο, είτε ποινικό, είτε πολιτικό. Απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας σε μεταγενέστερες μη ποινικές διαδικασίες αποτελεί η ύπαρξη συνάφειας – ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ της ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης μη ποινικής δίκης, όπως τούτο συμβαίνει, όταν ασκείται αγωγή αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, η άσκηση της οποίας (αποζημιωτικής αγωγής) δεν ισοδυναμεί με τη διατύπωση μιας άλλης επί πλέον “ποινικής κατηγορίας” σε βάρος του κατηγορουμένου μετά την αθώωσή του και επομένως δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ενόψει και του ότι η, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις (των άρθρων 914 επ. ΑΚ), αποζημίωση, την οποία οφείλει να καταβάλει ο υπαίτιος στον παθόντα, δεν έχει το χαρακτήρα ποινής, αλλά, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, της οποίας σκοπός είναι η διάγνωση της αλήθειας και η τιμωρία του δράστη, ο σκοπός της επιδίκασης αποζημίωσης είναι η ικανοποίηση της ζημίας, που ο αδικοπρακτήσας προξένησε στον παθόντα – ενάγοντα. Με τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν καθιερώ νεται δεδικασμένο στην αστική δίκη από απόφαση ποινικού Δικαστηρίου, ενώ, ούτε και το Σύνταγμα προβλέπει σχετικό δεδικασμένο, αντιθέτως, μάλιστα, προβαίνει σε διάκριση των δικαιο δοσιών, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις των ποινικών Δικαστηρίων να μην αποτελούν δεδικασμένο για την πολιτική δίκη. Εξάλλου, η αμετάκλητη αθώωση του κατηγορουμένου από τα ποινικά Δικαστήρια είναι προϊόν άλλων (λιγότερο αυστηρών) αποδεικτικών προϋπο θέσεων, ενώ η αντίστοιχη κρίση του πολιτικού Δικαστηρίου είναι προϊόν πλήρους δικανικής πεποίθησης. Επομένως, το πολιτικό Δικαστήριο, όταν αποφασίζει σχετικά με το αν τελέστηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται αποδεικτικά από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού Δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται από αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής απόφασης, το τεκμήριο αθωότητας δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού Δικαστηρίου, που οδηγεί υποχρεωτικά σε αποδεικτικό πόρισμα σύμφωνο με την αθωωτική ποινική απόφαση και κατ` ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος και συνακόλουθα σε ουσιαστική απόρριψη της αποζημιωτικής αγωγής, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωση και παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Το πολιτικό Δικαστήριο όμως πρέπει να παραμείνει εντός των ορίων της πολιτικής δίκης, αποφεύγοντας χαρακτηρισμούς και κρίσεις, που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα, εφόσον δεν άπτονται του αντικειμένου της συναφούς πολιτικής δίκης, ώστε να μην δίνεται η εντύπωση ότι ασχολείται όχι μόνο με τις αστικές αξιώσεις, αλλά διερευνά και την τέλεση του ποινικού αδικήματος, διαλαμβάνοντας δηλώσεις κατα λογισμούς ποινικής ευθύνης στον αμετακλήτως αθωωθέντα, με αναφορά ότι αυτός έχει διαπράξει τα αδικήματα, κατά τον τρόπο, που αναφέρονται στο κατηγορητήριο και για τα οποία έχει αθωωθεί ή έχει παύσει γι` αυτόν η ποινική δίωξη, προσέτι δε λέξεις και εκφράσεις, ιδίως σε περιπτώσεις, που ορισμένοι όροι δεν έχουν αποκλειστικά ποινικό χαρακτήρα, πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η ορθότητα της αθωωτικής ποινικής απόφασης, ενώ η τυχόν διενέργεια προσθέτων αποδείξεων, δηλαδή, η εκτίμηση από το πολιτικό Δικαστήριο και νέων αποδείξεων, που δεν είχαν τεθεί υπόψη του ποινικού Δικαστηρίου, καθιστά το διαφορετικό αποτέλεσμα, στο οποίο αυτό (πολιτικό Δικαστήριο) καταλήγει, περισσότερο δικαιολογημένο (ΟλΑΠ 4/2020, ΑΠ 368/2021 Δημοσιευμένες στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη η πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώ ματος. Αν όμως η αδράνεια, συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις, που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται από την επιχειρούμενη ανατροπή αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς (επαχθείς) απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις, στην περίπτωση δε αυτήν η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ. ΑΠ 33/2005, Ολ. ΑΠ 7/2002, Α.Π. 178/2020 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου)

Στην προκείμενη περίπτωση. από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται από οποιονδήποτε διάδικο, όπως αυτά κατονομά ζονται και διαριθμούνται στις προτάσεις τους, νόμιμα, (Ολ. Α.Π 23/ 2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/ 2013, ΑΠ 168/2014) είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη στην παρούσα δίκη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ενδεικτικά: (α) η υπ’ αριθ. 641/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά και (β) η υπ’ αριθ. 189, 204, 268/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, γ) η υπ’ αριθμόν 1231/2018 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδι κείου Πειραιά, οι οποίες εκτιμώνται για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 336 παρ. 3, 339 και 335 του ΚΠολΔ, ΑΠ 1643/2007 ΝοΒ 2008.411, ΑΠ 1286/2003 ΧρϊΔ 2004.245)- ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σι υπ’ αριθ. …/06-12-2019 και ……../06-12-2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …… και ……. …., αντίστοιχα ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., οι οποίες λήφθηκαν με πρωτο βουλία του ενάγοντος, διότι στις από 02-12-2019 κλήσεις-γνωστοποιήσεις εξέτασης μαρτύρων, οι οποίες επιδόθηκαν στους εναγόμενους (βλ. τις υπ’ αριθ, …… /03-12-2019, …….. /03-12-2019 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………., αντίστοιχα) δεν αναφέρεται το επάγγελμα των ανωτέρω μαρτύρων και ως εκ τούτου οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις τυγχάνουν ανυπόστατες, (βλ. σχετ. Α.Π. 667/2020 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου) ,- από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυχεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ………, κατά το έτος 2010, εργαζόταν, ως υπάλληλος στην εδρεύουσα στον Πειραιά (επί της οδού ………….) ατομική επιχείρηση συνεργείου αυτοκινήτων και εμπορίου ανταλλακτικών, με το διακριτικό τίτλο «………..», η οποία ανήκε στο ……….. δραστηριοποιούμενη στις δυναμομετρήσεις, στον προγραμματισμό εγκεφάλων και στις μηχανολογικές βελτιώσεις αυτοκινήτων. Ο . ……….., ο οποίος διατηρεί ομοίως συνεργείο αυτοκινήτων (με αντικείμενο εξατμίσεις-ανταλλακτικά) πλησίον της ως άνω επιχείρησης του ………., όπου εργαζόταν ο ενάγων, περί τα τέλη Ιουνίου 2010 συνέστησε στον τελευταίο τον πρώτο (1ο) εναγόμενο ………., ο οποίος, έχοντας προβεί σε μηχανολογική βελτίωση του οχήματος του (ήτοι, ενός Ιδιωτικής Χρήσης Επιβατικού (Ι.Χ.Ε.) αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής OPEL VECTRA TURBO, με αριθμό κυκλοφορίας …………..), επιθυμούσε να το δυναμομετρήσει και να το προγραμματίσει. Για το σκοπό αυτό, ο πρώτος (1ος) εναγόμενος, την 28-06-2010, μετέβη για πρώτη φορά με το όχημά του στην παραπάνω επιχείρηση και αφού αυτό δυναμομετρήθηκε και ρυθμίστηκε από τον υπάλληλο και ήδη ενάγοντα, αποχώρησε αυθημερόν, αφού κατέβαλε, ως αμοιβή εργασιών μετά το πέρας αυτών, το χρηματικό ποσό των εννιακοσίων πενήντα (950,00) Ευρώ (Ε). Στη συνέχεια και συγκεκριμένα εντός του μηνός Ιουλίου 2010, ο πρώτος (1ος) εναγόμενος μεtέβη και πάλι στο ίδιο ως άνω συνεργείο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί στο όχημά του και συμπληρωματική εργασία, η οποία αφορούσε το κύκλωμα βενζίνης, που τελικά διενεργήθηκε έναντι αμοιβής. Τις εργασίες αυτές διενήργησε ο ενάγων, αφού ο ιδιοκτήτης ……… δεν ήταν συνεχώς παρών στο συνεργείο του. Ακολούθως, περί το τέλος Αυγούστου του ιδίου έτους (2010), ο πρώτος (1ος) εναγόμενος μετέβη και πάλι στο ίδιο ως άνω συνεργείο, συνοδευόμενος αυτή τη φορά από το φίλο του, δεύτερο (2ο) εναγόμενο …………, λόγω του ότι ήταν δυσαρεστημένος από την ποιότητα του έργου επισκευής του οχήματός του. Κατά τη συνάντησή του με τον ενάγοντα,  ενημέρωσε αυτόν ότι τον θεωρούσε υπεύθυνο για διάφορες κακοτεχνίες στο όχημά του, οι οποίες είχαν, ως αποτέλεσμα να προκληθεί ζημία και ειδικότερα κάψιμο ενός οργάνου (του μπαρόμετρου) και για το λόγο αυτό ζήτησε από τον ενάγοντα να του επιστρέψει το σύνολο των χρημάτων, που αυτός είχε πληρώσει στο συνεργείο, ως αμοιβή, για την κύρια εργασία, που εκτελέστηκε (δυναμομέτρηση και προγραμματισμός), ήτοι, το χρηματικό ποσό των εννιακοσίων πενήντα (950,00) ευρώ. Ο τελευταίος αρνήθηκε να του επιστρέφει το ποσό αυτό, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος δεν ευθύνεται για τη ζημία του οχήματος του πρώτου (1ου) εναγόμενου και οι εναγόμενοι αποχώρησαν από το συνεργείο. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου 2010, ο πρώτος (1ος) εναγόμενος μετέβη μόνος του πλέον στο εν λόγω συνεργείο του …….. και αφού βρήκε εκεί τον τελευταίο συνομίλησε μαζί του, με την παρουσία και του υπαλλήλου- ενάγοντος επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς του, ότι δηλαδή ο τελευταίος εκτέλεσε πλημμελώς τις εργασίες στο όχημά του. Ζήτησε δε την επιστροφή των χρημάτων, που είχε δώσει, ως αμοιβή. Ο ………. αρνήθηκε μεν να του επιστρέφει τα χρήματα της αμοιβής, ιτλην όμως πρότεινε σε αυτόν να φέρει πάλι το όχημα στο συνεργείο του για επανέλεγχο και για νέο προγραμματισμό χωρίς αμοιβή. Το απόγευμα (περί ώρα 17:00) της ίδιας ημέρας (16-09-2010) οι εναγόμενοι μετέβησαν μαζί και πάλι στο συνεργείο και εισερχόμενοι σε αυτό συνάντησαν μόνο του τον ενάγοντα, αφού δεν ήταν παρών ο ιδιοκτήτης ……….., οπότε και ακολούθησε επεισόδιο μεταξύ τους, κατά το οποίο οι εναγόμενοι άρχισαν από κοινού να ζητούν από αυτόν την επιστροφή του χρηματικού ποσού της αμοιβής, δηλαδή του χρηματικού ποσού των εννιακοσίων πενήντα (950,00) ευρώ, απευθύνοντάς του μάλιστα από κοινού τη φράση «θα σου σπάσουμε τα κόκκαλα, θα σε σακατέψουμε, ή δίνεις τα λεφτά ή δεν βγαίνεις ζωντανός», ενώ ταυτόχρονα του επιτέθηκαν αμφότεροι και συγκεκριμένα ο δεύτερος (2ος) εναγόμενος ………., κρατούσε τον ενάγοντα, ώστε να μην μπορεί αυτός να αντιδράσει, ενώ ο πρώτος (1ος) εναγόμενος …………. άρχισε να τον γρονθο κοπεί και στη συνέχεια αμφότεροι τον απώθησαν με αποτέλεσμα να χτυπήσει σε τοίχο από γυψοσανίδα και ακολούθως σε ψύκτη νερού, ρίχνοντας αυτόν κάτω. Αμέσως μόλις ο ενάγων έπεσε στο έδαφος, οι εναγόμενοι από κοινού συνέχισαν να τον κτυπούν με γροθιές και κλωτσιές σε όλο του το σώμα και το πρόσωπο, ο δε δεύτερος (2ος) εναγόμενος τον κτυπούσε και με μια σιδερένια εργαλειοθήκη, που βρήκε πάνω στο γραφείο. Ο ενάγων, αμυνόμενος και προσπαθώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του, έπληξε με γροθιά τον πρώτο (1ο) εναγόμενο στην αριστερή πλάγια πλευρική χώρα, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει εκχύμωση. Λόγω της φασαρίας, που επικρατούσε στο συνεργείο από το επεισόδιο αυτό προσέτρεξαν οι γείτονες και συγκεκριμένα μεταξύ άλλων και οι ……… και ……… και εισήλθαν σε αυτό, προκειμένου να σταματήσουν τη συμπλοκή, αφού προηγουμένως ο ….. είχε ειδοποιήσει την αστυνομία και τον ιδιοκτήτη του συνεργείου ……… Πράγματι, ο ως άνω ιδιοκτήτης μετέβη στο συνεργείο, όπου βρήκε τον ενάγοντα τραυματισμένο και το χώρο ακατάστατο, ενώ κατέφτασε και το περιπολικό της Αστυνομίας, τα όργανα της οποίας κατέγραψαν το συμβάν και αποχώρησαν, όπως προκύπτει από  το υπ’ αριθμόν ……../1868-α’ δελτίο συμβάντος της 16-09-2010 του Αστυνομικού Τμήματος Δημοτικού Θεάτρου, στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναγράφεται ότι ο ενάγων ……. είχε εμφανή σημάδια τραυματισμού στο μέτωπο και τα χείλη, καθώς και ότι από το επεισόδιο δήμιουργήθηκαν φθορές στον τοίχο και σε διάφορα αντικείμενα του καταστήματος (όπως εργαλεία). Στη συνέχεια ο ενάγων μεταφέρθηκε για τις πρώτες βοήθειες στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά «ΤΖΑΝΕΙΟ», όπου αφού εισήλθε εκτάκτως διαπιστώθηκε ότι υπέστη σωματικές βλάβες και συγκεκριμένα θλαστικό τραύμα άνω χείλους, το οποίο αντιμετωπίστηκε με συρραφή, εκδορές και μώλωπες στη μετωπιαία χώρα, κάκωση ΑΜΣΣ (αυχένα), για την οποία τοποθετήθηκε κολάρο αυχένα, κάκωση οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης και θραύση μικρών τμημάτων οδόντων, όπως προκύπτει από τα υπ’ αριθ. πρωτ. ………../30-11-2010 πιστοποιητικά του Νοσοκομείου ΤΖΑΝΕΙΟ). Μετά την παροχή των πρώτων βοηθειών, ο ενάγων εξήλθε αυθημερόν (την 16-09-2010) με τη διάγνωση «αναφερόμενος ξυλοδαρμός», ενώ του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, του συνεστήθη ιατρικός επανέλεγχος και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια δύο (2) εβδομάδων αρχικά και άλλων δύο (2) εβδομάδων στη συνέχεια, λόγω επιδείνωσης της αυχεναλγίας, ενώ επιπλέον χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια δέκα (10) ημερών, λόγω του ότι διαπιστώθηκε οξεία οσφυαλγία, με μείωση μυϊκής ισχύος (ΔΕ) κάτω άκρου (βλ. το από 16-09-2010 εξιτήριο του Νοσοκομείου ΤΖΑΝΕΙΟ και τις από 16-09-2010, 28/09/2010 και 14-10-2010 ιατρικές βεβαιώσεις-γνωματεύσεις του ίδιου ως άνω Νοσοκομείου). Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ουδέποτε επιχείρησαν να εκβιάσουν τον ενάγοντα, ασκώντας σε βάρος του σωματική βία, προκειμένου να τους επιστρέψει το ποσό της αμοιβής, που είχε καταβάλει ο πρώτος (1ος) από αυτούς για τη δυναμομέτρηση και τον προγραμματισμό του οχήματος του, αλλά αντίθετα ισχυρίζονται ότι αυτός εντελώς απρόκλητα τους εξύβρισε, όταν εισήλθαν στο συνεργείο και τους επιτέθηκε, χτυπώντας τους και απωθώντας τους, οπότε ο πρώτος (1ος) εναγόμενος, αμυνόμενος, του ανταπέδωσε το χτύπημα, τις σωματικές δε βλάβες υπέστη ο ενάγων κυρίως όταν γλίστρησε στα νερά του ψύκτη, που είχαν πέσει στο πάτωμα, με αποτέλεσμα να χτυπήσει σε τοίχο από γυψοσανίδα με το κεφάλι του. Οι ισχυρισμοί αυτοί τυγχάνουν απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από τα ακόλουθα στοχεία: (Α) την απαλλαγή του ενάγοντος από την αποδοθείσα σε αυτόν αξιόποινη πράξη της παράνομης κατακράτησης των εναγομένων κατά συρροή, με την υπ’ αριθμόν ΑΤ-1231/2018 απόφαση του πρώτου (Α) Τριμελούς Πλημμε λειοδικείου Πειραιώς, που ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη, εκδοθείσα μετ’ αναίρεση κατά της υπ’ αριθμόν  ΑΤ 727/2017 απόφασης του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, με την υπ’ αριθμόν 1930/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου (βλ. σχετ. την από 20/11/2018 βεβαίωση της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς), με το ακόλουθο σκεπτικό- παραδοχή: <<….. Τελικώς, το απόγευμα της ίδιας ημέρας (16-09-2010), ο πολιτικώς ενάγων ……… μαζί με τον έτερο πολιτικώς ενάγοντα ………, με τον οποίο είναι φίλοι, μετέβησαν μαζί εκ νέου στο συνεργείο και εισερχόμενοι σ’ αυτό, βρήκαν εκεί μόνο του τον κατηγορούμενο, αφού δεν ήταν παρών ο ιδιοκτήτης ………….., κλείδωσαν την πόρτα του συνεργείου με κλειδιά, που υπήρχαν στην κλειδαριά αυτής και ακολούθησε επεισόδιο μεταξύ τους>> σε συνδυασμό με  την ένορκη κατάθεση του ……….. ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, κατά την οποία: <<Δούλευα χρόνια ως βοηθός του ……… Είχε δικό του συνεργείο, το οποίο έκλεισε το 2008. Με είχε συστήσει ως βοηθό στο συνεργείο του ……. Έφθασα γύρω στις πέντε το απόγευμα. Λίγο πριν έρθει η Αστυνομία. Δεν ήμουν παρών στο περιστατικό. Απ’ έξω ήταν κόσμος. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. … Από το τζάμι είδα τον ………… να έρχεται να ανοίξει. Ήταν αιμόφυρτος. Ο ………. ξεκλείδωσε>>. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πόρτα του συνεργείου ήταν κλειδωμένη κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, γεγονός, που ουσιαστικά επιβεβαιώνουν όλοι οι διάδικοι. Η ενέργεια αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί στον ενάγοντα, καθώς ο τελευταίος δεν είχε λόγο να πράξει τούτο, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, δεδομένου ότι δεν είθισται ο υπάλληλος ενός συνεργείου και γενικά μίας επιχείρησης  να κλειδώνει την πόρτα αυτής, όταν προσέρχονται πελάτες για επίλυση διαφορών και έκφραση παραπόνων ως προς την ποιότητα του παρασχεθέντος έργου και μάλιστα με απειλητικές διαθέσεις. Ακόμη και εάν ήθελε κριθεί ότι αυτός είχε πρόθεση να προκαλέσει επεισόδιο με τους εναγόμενους, αντίκειται στους κανόνες της κοινής λογικής να κλειδώνει την πόρτα, όταν μάλιστα είχε να αντιμετωπίσει δύο (2) άτομα, από τα οποία ο ένας είναι σωματώδης. Επομένως, αυτοί, που κλείδωσαν την πόρτα του συνεργείου, ήταν οι εναγόμενοι, προέβησαν δε στην ενέργεια τους αυτή, προκειμένου να αποτρέψουν την είσοδο σε τρίτους, που ενδεχόμενα θα προσέτρεχαν σε βοήθεια του ενάγοντος, κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, (Β) την απαλλαγή του ενάγοντος από την αξιόποινη πράξη της απλής σωματικής βλάβης σε βάρος του πρώτου (1ου) εναγόμενου ……….., με την υπ’ αριθμόν ΑΤ 1231/2018 απόφαση του πρώτου (Α) Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος ο αυτοτελής ισχυρισμός, τον οποίο προέβαλε ο τότε κατηγορούμενος και ήδη ενάγων κατά την εκδίκαση των σε βάρος του αξιόποινων πράξεων σχετικά με κατάσταση άμυνας, στην οποία είχε περιέλθει από τη σε βάρος του επίθεση από τους εναγόμενους: (<<… Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος προκάλεσε την ως άνω σωματική βλάβη στον πολτικώς ενάγοντα ………., τελώντας σε άμυνα, καθόσον η πρόκληση αυτής υπήρξε αναγκαία, ενόψει των ανωτέρω περιστάσεων, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του από την άδικη και παρούσα επίθεση των πολιτικώς εναγόντων εναντίον του>>. Κατά τη διάταξη του άρθρου 22 του Ποινικού Κώδικα, η άμυνα προυποθέτει χρονικά προγενέστερη άδικη και παρούσα επίθεση σε βάρος του αμυνόμενου, γεγονός, που καταδεικνύει το χρονικά προγενέστερο της επίθεσης από την πλευρά του πρώτου (1ου) εναγόμενου σε βάρος του ενάγοντος. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του δεύτερου (2ου) εναγόμενου, συνιστάμενος αυτός σε άρνηση του ως προς την αποδοθείσα σε αυτόν κατηγορία της επικίνδυνης σωματικής βλάβης του ενάγοντος κατά συναυτουργία, αυτός τυγχάνει απορριπτέος, ως ουσιαστικά αβάσιμος και τούτο για τους ακόλουθους λόγους. Όπως προεκτέθηκε, ο δεύτερος (2ος) εναγόμενος είχε και αυτός μεταβεί στο συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων μαζί με τον πρώτο (1ο) εναγόμενο. Συνεπώς, ήταν παρών κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, οπότε εκτιμώνται τρεις (3) εκδοχές: (α) να μη συμμετείχε αυτός στο επεισόδιο, κάτι, που αντίκειται στην κοινή λογική, δηλαδή, να είναι παρών ένας άνθρωπος, ο οποίος συνδέεται φιλικά με ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη σε επεισόδιο και αυτός να παραμένει αμέτοχος και θεατής μάλιστα άσκησης βίας από έτερο συμπλεκόμενο σε βάρος του φίλου του. Άλλωστε, το γεγονός της από κοινού με τν πρώτο (1ο) εναγόμενο μετάβασης στο συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων δεν συνάδει με στάση απάθειας από την πλευρά του δεύτερου (2ου)εναγόμενου  έναντι του επεισοδίου, συνεκτιμώμενου και του ότι επρόκειτο για διαφορά ουσιαστικά από σύμβαση μίσθωσης έργου, στην οποία ούτε ο ίδιος μετείχε ούτε ο ίδιος είχε οποιοδήποτε κίνητρο ή συμφέρον από την προσήκουσα ή μη εξέλιξη της ενοχής, (β) να παρενέβη αυτός προς αποτροπή του επεισοδίου ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη, εκδοχή, την οποία ούτε ο ιδιος υποστηρίζει ούτε και προέκυψε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο ή στοιχείο, καθώς σε μία τετοια περίπτωση ο ενάγων είναι βέβαιο ότι δεν θα υφίστατο σε έκταση τις σωματικές βλάβες, που τελικά υπέστη, και δεν θα λάμβανε τέτοια έκταση το επεισόδιο, καθώς αυτός θα λειτουργούσε κατεναυστικά και (γ) να συμμετείχε και αυτός ενεργά υπέρ του φίλου του- πρώτου (1ου) εναγόμενου, με την έννοια της εμπλοκής του στο επεισόδιο, εκδοχή, η οποία είναι σύμφωνη με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής αλλά και με την κατάθεση του ενάγοντος στα ποινικά Δικαστήρια, ως πολιτικώς ενάγοντος, αλλά και την απολογία του στις αποδοθείσες σε αυτόν αξιόποινες πράξεις. (Γ) Η θέση, στην οποία βρέθηκαν τα εργαλεία του συνεργείου, που ήταν διάσπαρτα. Στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο ενάγων θα έπεφτε πάνω στην εργαλειοθήκη, τα εργαλεία δεν θα βρίσκονταν διάσπαρτα στο πάτωμα του συνεργείου, κατάσταση, που επιβεβαιώθηκε από τα Αστυνομικά όργανα, κατά τα παρακάτω εκτιθέμενα. Εξάλλου, από το προσκομιζόμενο με επίκληση ακριβές αντίγραφο από το ημερήσιο δελτίο οχήματος της 16-09-2010 του Αστυνομικού Τμήματος Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς προκύπτουν τα ακόλουθα: <<Μεταβήκαμε στο σημείο, όπου μας ανέμενε ο κος   …………. και μας υπέδειξε δύο άτομα, με τα οποία είχε φραστικό επεισόδιο και χειροδικία. Ο κος είχε εμφανή σημάδια στο μέτωπο και στα χείλη…. Από το επεισόδιο δημιουργήθηκαν φθορές στον τοίχο και σε διάφορα αντικείμενα του καταστήματος (εργαλεία)>>.  Επιπλέον, η έκταση και το είδος των τραυμάτων του ενάγοντος καταδεικνύουν την επενέργεια σε αυτόν με άσκηση σωματικής βίας από τρίτο πρόσωπο και δεν είναι συμβατά με ενδεχόμενη πτώση αυτού, όπως αβάσιμα διατείνονται οι εναγόμενοι. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, προέκυψε ότι μεταξύ των εναγομένων και του ενάγοντος έλαβε χώρα συμπλοκή μέσα στο συνεργείο, κατά την οποία αυτοί τον ξυλοκόπησαν από κοινού, με αποτέλεσμα να υποστεί τις σωματικές κακώσεις, που προαναφέρθηκαν, όπως άλλωστε αποδεικνύεται τόσο από το δελτίο συμβάντος του Α.Τ. Δημοτικού Θεάτρου Πειραιώς όσο και από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, ήτοι, των ……….., οι οποίοι με τις καταθέσεις τους ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς κατέθεσαν ενόρκως ότι είδαν τον ενάγοντα χτυπημένο και αιμόφυρτο και το χώρο ανάστατο. Άλλωστε, οι καταθέσεις τους δεν αμφισβητήθηκαν από τους εναγόμενους με υποβολή σε βάρος τους μήνυσης- έγκλησης για το αδίκημα της ψευδορκίας ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα σαφώς και δεν προκύπτει οποιοδήποτε συντρέχον πταίσμα του ενάγοντος στην πρόκληση σε αυτόν επικίνδυνης σωματικής βλάβης, ήτοι, δεν προέκυψε οποιαδήποτε ενέργεια του τελευταίου, από την οποία να προκλήθηκε η σε βάρος του αξιόποινη πράξη ή να επιταθούν οι δυσμενείς σε βάρος του συνέπειες, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου των υπό κρίση εφέσεων των εναγόμενων – εκκαλούντων. Επιπλέον, προέκυψε ότι ο ενάγων υπέβαλε σε βάρος των εναγομένων την υπο στοιχεία (Α.Β.Μ.) –….. μήνυσή του ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με την οποία ζητούσε τον ποινικό κολασμό τους για τα καταγγελόμενα τότε από αυτόν ποινικά αδικήματα και δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για το χρηματικό ποσό των σαράντα (40,00) Ευρώ (Ε), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Η έγκληση αυτή κατατέθηκε στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την 10η Δεκεμβρίου του έτους 2010. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν 641/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς, ο ενάγων ………… κατά την έναρξη της ποινικής δίκης δήλωσε ότι παρίσταται, ως πολιτικώς ενάγων, για χρηματική ικανοποίηση σαράντα τεσσάρων (44,00) Ευρώ (Ε) σε βάρος του κάθε κατηγορού μενου, (=με επιφύλαξη για την επιδίωξη τη χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ενώπιον του αρμόδιου αστικού Δικαστηρίου), που του προκάλεσαν οι κρινόμενες πράξεις αυτών και ότι διορίζει πληρεξούσιό του τον παρόντα Δικηγόρο Νεκτάριο Αθανασόπουλο (με Α.Μ. Δ.Σ.Α. …….), ο οποίος αποδέχθηκε τον διορισμό του, μολονότι δεν προσκομίζεται αντίγραφο από το σχετικό φάκελο της ποινικής δικογραφίας, και συγκεκριμένα αντίγραφο του εισαγωγικού της ποινικής δίκης δικογράφου- κλήσης, στο οποίο θα αναγράφεται  σχετική επισημείωση από τον Πρόεδρο για δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, που έγινε από τον ενάγοντα και κυρίως το χρόνο, που έλαβε χώρα μία τέτοια δήλωση, έτσι ώστε να διαπιστωθεί ο χρόνος εισαγωγής πος εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης, με επιμέλεια της Εισαγγελικής Αρχής και του χρόνου εκδίκασης αυτής. Επιπλέον, κατά την 25η Απριλίου 2017, οπότε συνεδρίασε το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, ο ενάγων δήλωσε και πάλι παράσταση πολιτικής αγωγής για το χρηματικό ποσό των 44,00 Ευρώ (Ε) σε βάρος του κάθε κατηγορούμενου, αντιστοιχα, με επιφύλαξη  ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που του προκάλεσαν οι κρινόμενες πράξεις, διορίζοντας πληρεξούσιο του το Δικηγόρο Αθηνών ………. Συνεπώς, ο ενάγων δήλωνε παράσταση πολιτικής αγωγής σε συνεδριάσεις των ποινικών Δικαστηρίων, επιδιώκοντας την επιδίκαση υπέρ αυτού χρηματικής ικανοποίησης, χωρίς να αδρανήσει στην ενάσκηση της αγώγιμης αξίωσής του. Τούτο δε είχε ως συνέπεια τη διακοπή της παραγραφής της αξίωσής του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και για το αστικό-ποινικό αδίκημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη σε αντίθετη παραδοχή, δεχόμενο ότι η σχετική αξίωση του ενάγοντος είχευποπέσει σε παραγραφή και απορρίπτοντας συνακόλουθα το σχετικό αίτημα της ένδικης αγωγής του ………, ως ουσιαστικά αβάσιμο, έσφαλε και υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχεία (ΙΙ) έφεσης του εκκαλούντος- ενάγοντος …….. Επομένως, αφού γίνει δεκτή η υπό στοιχεία (ΙΙ) έφεση του εκκαλούντος ……….., ως ουσιαστικά βάσιμη, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτόμενων συνακόλουθα των υπό στοιχεία (Ι) και (ΙΙΙ) εφέσεων των εναγόμενων, ως ουσιαστικά αβάσιμων, δεδομένου ότι δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω αδράνεια του ενάγοντος ……. στην άσκηση της ένδικης αγωγής του, αλλά αντίθετα προκύπτει επιδίωξη του για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, με τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, κατά την υποβολή της σχετικής έγκλησής του ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, προσδοκώντας εύλογα την εξέλιξη-πορεία της ένδικης υπόθεσης ενώπιον των ποινικών Δικαστη ρίων σε συνδυασμό με τη μη παράθεση στο σχετικό ισχυρισμό- ένσταση για καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, κατ’ άρθρο 281 Α.Κ. όλων εκείνων των περιστάσεων- δικαιοπαραγωγικών όρων, που εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, όπως πρόκληση στους εναγόμενους εύλογης πεποίθησης ότι ο ενάγων δεν επρόκειτο να ενασκήσει το σχετικό δικαίωμά του, πολύ δε περισσότερο ανατροπή μίας ήδη διαμορφωθείσας πραγματικής κατάστασης με πρόκληση δυσμενών συνεπειών για τους εναγόμενους. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την επίδικη υπόθεση, να διερευνήσει αυτήν στην ουσία της, κατά την ίδια ως άνω προσήκουσα τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.). Κατόπιν των προεκτεθέντων, αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις της (α) απόπειρας εκβίασης από κοινού με σωματική βία εναντίον προσώπου και με απειλές ενωμένες με κίνδυνο ζωής και (β) επικίνδυνης σωματικής βλάβης, καθόσον, αφού αποφάσισαν πριν από τις πράξεις τους να συμπράξουν, επιχείρησαν να εξαναγκάσουν τον ενάγοντα, τον οποίο θεωρούσαν υπεύθυνο για κακοτεχνίες στο όχημα του πρώτου (1ου) από αυτούς, να επιστρέφει στον τελευταίο παράνομα, ήτοι χωρίς να έχει τέτοια υποχρέωση (καθόσον δεν ήταν αυτός, που είχε εισπράξει την αμοιβή), ποσό 950 ευρώ για τις εργασίες στο ανωτέρω όχημα και χωρίς να ακολουθηθεί η νόμιμη οδός, αλλά εντελώς αυθαίρετα και εκδικητικά και έτσι αφενός τον απείλησαν με τις φράσεις, που αναφέρθηκαν ανωτέρω και αφετέρου του επιτέθηκαν και άρχισαν να τον χτυπούν από κοινού με γροθιές και κλωτσιές, ο δε δεύτερος (2ος) των εναγομένων και με μια σιδερένια εργαλειοθήκη σε όλο του το σώμα και το πρόσωπο, ήτοι με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει σε αυτόν βαριά σωματική του βλάβη ή ακόμη και κίνδυνο για τη ζωή του, λαμβανομένου υπόψη του ευπαθούς των σημείων που τον έπληξαν (κεφάλι, πρόσωπο, σπονδυλική στήλη), του μέσου, που ο δεύτερος (2ος) εναγόμενος χρησιμοποίησε (σιδερένια εργαλειοθήκη), την πολλαπλότητα των κτυπημάτων και την ταυτόχρονη και από κοινού τέλεση, με αποτέλεσμα να του προκαλέσουν εκτεταμένες σωματικές βλάβες, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να τον πείσουν να τους καταβάλει το χρηματικό ποσό, που ζητούσαν, καθόσον αυτός δεν ενέδωσε στη σωματική βία και στις απειλές. Ωστόσο, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται ότι τελέστηκε η αξιόποινη πράξη της εξύβρισης. Εξαιτίας της προπεριγραφόμενης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, ο εκκαλών ………. υπέστη ηθική βλάβη. Η βλάβη αυτή, η οποία -χωρίς να είναι περιουσιακή ζημία- επήλθε επί προσβολής του εννόμου αγαθού της περιουσίας του  (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου,  σελ. 114), υφίσταται δε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς των εναγόμενων και της προσβολής του εννόμου αγαθού της περιουσίας αλλά και της υγείας του ενάγοντος- εκκαλούντος. Κατά συνέπεια, ο τελευταίος έχει νόμιμη αξίωση σε βάρος των εναγόμενων για την αποκατάσταση της μη περιουσιακής (ηθικής) ζημίας του, είναι δηλαδή δικαιού χος  απαίτησης για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του, δεδομένης της ταραχής, την οποία βίωσε, καθώς και της αναστάτωσης και της ταλαιπωρίας, την οποία αυτός υπέστη προς ανόρθωση της περιουσιακής του ζημίας, χωρίς ωστόσο να απόσχει από κοινικές- αθλητικές εκδηλώσεις (βλ. σχετ. φωτογραφίες,που προσκομίζει με επίκληση ο πρώτος (1ος) εναγόμενος. Ως εκ τούτου και κατόπιν εκτιμήσεως των οικείων προσδιοριστικών παραγόντων, ήτοι των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της κοινωνικής απαξίας των συγκεκριμένων αστικών- ποινικών αδικημάτων, που τέλεσαν οι εναγόμενοι σε αντίθεση με τον εκκαλούντα- ενάγοντα, ο οποίος δεν εκδήλωσε συμπεριφορά, που να συνδέεται αιτιωδώς με την προκληθείσα σε αυτόν ηθική βλάβη, τις δυσμενείς συνέπειες, που είχε η αδικοπραξία για τον τελευταίο, της κοινωνικής και περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων, και με βάση τέλος τα δεδομένα της κοινής πείρας, κρίνεται ότι προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, πην οποία υπέστη για τις τελεσθείσες σε βάρος του άδικες πράξεις, όπως προεκτέθηκαν και αναλύθηκαν αυτές, πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του καθενός από τους εναγόμενους σε ολόκληρο να καταβάλλουν στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των επτά χιλιάδων (7.000,00) Ευρώ (Ε), το οποίο ενόψει όλων των παραπάνω αλλά και του σκοπού της χρηματικής ικανοποίησης και της εξισορροπητικής λειτουργίας, που αυτή επιτελεί, πρέπει να θεωρηθεί δίκαιο, εύλογο και ανταποκρι νόμενο στις συνέπειες της τελεσθείσας αδικοπραξίας, λαμβανομένης υπ’ όψιν κατά τον καθορισμό του ύφους της και της αρχής της αναλογικότητας.  Στη συνέχεια, το Δικαστήριο πρέπει να κρατήσει την επίδικη υπόθεση, να διερευνήσει αυτήν στην ουσία της, κατά την ίδια ως άνω προσήκουσα τακτική διαδικασία (Διαδικασία Άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ.), και να κάνει δεκτή την αγωγή του ενάγοντος, κατά ένα μέρος αυτής, ως κατ’ ουσία βάσιμη. Το παράβολο, που κατέθεσε ο εκκαλών, κατά την κατάθεση της ένδικης υπό στοιχεία (ΙΙ) έφεσης, πρέπει να αποδοθεί σε αυτόν, αφού κρίθηκε ότι αυτή πρέπει να γίνει ουσιαστικά δεκτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015, ενώ αντίθετα για τα παράβολα, που κατέθεσαν οι υπό στοιχεία (Ι) και (ΙΙΙ) εκκαλούντες, κατά την άσκηση των εφέσεων τους, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή τους στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος ……….  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάτος των εναγομένων, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματός του, ως ουσιαστικά βάσιμου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

-ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις: (Α) από 08/02/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …../ (Ε.Α.Κ.Δ.) ……./10-02-2022 έφεση του ……. του Κανάκη, (Β) από 01/02/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……/ (Ε.Α.Κ.Δ.) ……./05-02-2021 έφεση του ……. και (Γ) από 29/12/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……./ (Ε.Α.Κ.Δ.) ………/30-12-2021 έφεση του ………..

-ΔΕΧΕΤΑΙ τις παραπάνω εφέσεις τυπικά.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις: (Α) από 08/02/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …../ (Ε.Α.Κ.Δ.) ……/10-02-2022 έφεση του ……. και (Β) από 29/12/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……/ (Ε.Α.Κ.Δ.) ……./30-12-2021 έφεση του ……………, κατ’ ουσίαν.

-ΔΕΧΕΤΑΙ από 01/02/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) …/ (Ε.Α.Κ.Δ.) ……./05-02-2021 έφεση του …………, κατ’ ουσίαν.

-ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

-ΚΡΑΤΕΙ την ένδικη υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ αυτήν.

-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενοι: (1) ………. και (2) ……. είναι υποχρεωμένοι ο καθένας από αυτούς σε ολόκληρο να καταβάλλουν στον ενάγοντα ……….. το χρηματικό ποσό των επτά χιλιάδων (7.000,00) Ευρώ (Ε), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση αυτού.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας  την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) Ευρώ (Ε).

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον εκκαλούντα  ……. του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά του κατά την άσκηση της έφεσης με το υπ’ αριθμό κωδικού ηλεκτρονικού παραβόλου …….. …../2021

-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο: (Α) του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά του εκκαλούντος της υπό στοιχεία (Ι) έφεσης ……… κατά την άσκηση της έφεσης με υπ’ αριθμόν  ………. και (Β του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά του εκκαλούντος της υπό στοιχεία (ΙΙΙ) έφεσης του ……….. κατά την άσκηση της έφεσης με υπ’ αριθμόν  κωδικό παραβόλου ………..

-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, την 16η Φεβρουαρίου  2023.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ          Η   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ