Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 76/2023

Αριθμός  76/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Γεωργιο Πουλιάκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:    ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Βασίλειο Γάλλια (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) η εφεσίβλητη την από 3.12.2012 αγωγή (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2012) και β) η εκκαλούσα την από  14.2.2013 αγωγή (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2013). Επί των ως άνω αγωγών εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ.  509/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηριου, με την οποία κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ΄ ύλην για να δικάσει τις υπό κρίση αγωγές και παράπεμψε αυτές στο καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 561/2020 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την από 14.2.2013 (υπό στοιχ β) αγωγή, ανάβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης αναφορικά με την από 3.12.2012 (υπό στοιχ α) αγωγή, διέταξε δε την επανάληψη της συζήτησης και τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, καθώς και την υπ΄ αριθμ. 2320/2021 απόφασή του, με την οποία  δέχθηκε την από 3.12.2012 (αριθμ. καταθ. ………../2012) (υπό στοιχ α) αγωγή.

Τις δυο τελευταίες αυτές αποφάσεις (του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  η  εναγόμενη της υπό στοιχ α αγωγής-ενάγουσα της υπό στοιχ β αγωγής και ήδη εκκαλούσα με την από 19.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……./2022, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………/2022) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 561/7-2-2020 εν μέρει οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της με αριθμό 2320/2021 οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκαν με την παρουσία των διαδίκων κατά την  τακτική διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 20-1-2022, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας. Επιπλέον, κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 150 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό  ………………../ 2022 e-παράβολο). Επομένως, αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή  και  να ερευνηθεί  κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 3.12.2012  (αρ.έκθ.κατ. ………/ 2012) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η νυν εφεσίβλητη, ….. ……….,  εξέθετε ότι στις 4.11.2007 απεβίωσε ο σύζυγος της, ……. …….., κάτοικος εν ζωή Δραπετσώνας Αττικής, με τον οποίο είχαν τελέσει στις 1.10.1995 νόμιμο  γάμο κατά τον πολιτικό τύπο, από τον οποίο δεν  απέκτησαν τέκνα. Ότι ο τελευταίος φέρεται να κατέλειπε  την από 10.9.2007 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με το υπ’ αριθ. …../07.12.2007 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης και απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, σύμφωνα με την οποία εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του την εναγόμενη, αδερφή του, ………., αποκληρώνοντας την ίδια, λόγω επικαλούμενης  ανάρμοστης συμπεριφοράς, διότι, όπως αναφέρεται  σε αυτήν «από μακρού χρόνου εγκατέλειψε τη συζυγική εστία, δεν μεταμελήθηκε δε ούτε με την σοβαρή ασθένεια μου (ήδη έχει υποβληθεί αίτηση διαζυγίου και έχει γίνει η πρώτη (Α’) συζήτηση)”. Ότι η ανωτέρω διαθήκη τυγχάνει πλαστή, άλλως άκυρη, διότι δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από τον ίδιο τον διαθέτη, και ότι η εναγόμενη, που με την υπ’ αριθ. ………./24.06.2008 νομίμως μεταγραφείσα δήλωση της ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., αποδέχθηκε την κληρονομία του ανωτέρω αποβιώσαντος, παρανόμως κατακρατεί την κληρονομιαία περιουσία, αντιποιούμενη το δικό της κληρονομικό δικαίωμα σε αυτήν, ποσοστού  1/2 εξ αδιαιρέτου. Ζητούσε δε, για τους λόγους αυτούς: α) να αναγνωρισθεί ότι είναι πλαστή, άλλως άκυρη η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη,   β)  να  αναγνωρισθεί  ότι  η  ίδια  τυγχάνει  εξ αδιαθέτου κληρονόμος του ως άνω αποβιώσαντος συζύγου της, κατά ποσοστό  1/2 εξ αδιαιρέτου και γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη,  να της αποδώσει τα ειδικότερα περιγραφόμενα κληρονομιαία ακίνητα κατά τον λόγο της κληρονομικής της μερίδας. Περαιτέρω, με την από 14.2.2013   (αρ.έκθ.κατ. ………/ 2013) αγωγή  της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η νυν εκκαλούσα, .  ………., εξέθετε, ότι ο αποβιώσας στις 4-11-2007 αδερφός της, ………. ….., που κατά το χρόνο θανάτου του, κατέλειπε μοναδικούς εγγύτερους συγγενείς του την ίδια και τη μεταποβιώσασα στις 16-9-2011  μητέρα τους, με την από 10.9.2007 ιδιόγραφη διαθήκη του, που κηρύχθηκε κυρία, εγκατέστησε αυτήν μοναδική κληρονόμο του. Ότι αυτός είχε τελέσει με την εναγόμενη, ………….., πολιτικό γάμο στις 1.10.1995, η δε έγγαμη συμβίωση τους διασπάσθηκε οριστικά περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2005 με την αποχώρηση  της εναγομένης από τη συζυγική  οικία.   Ότι   στις 3.7.2007   αυτοί κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2007  κοινή αίτηση τους για έκδοση συναινετικού διαζυγίου,  η πρώτη συζήτηση επι της οποίας  έγινε στις 4.7.2007, ενώ η δεύτερη δεν πρόλαβε να επακολουθήσει λόγω του επισυμβάντος θανάτου του αδερφού της, και τέλος, ότι η εναγόμενη στις 14.1.2008 απέκτησε ένα θήλυ τέκνο, το οποίο με την με αριθμό 4706/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναγνωρίστηκε ως μη  γνήσιο τέκνο  του  αποβιώσαντος συζύγου της.  Ζητούσε δε, με βάση τα ανωτέρω  να αναγνωρισθεί ότι το κληρονομικό   δικαίωμα  της  εναγόμενης  στην κληρονομία του αδερφού της, έχει  εξ ολοκλήρου αποκλειστεί (ήτοι τόσο η νόμιμη μοίρα αυτής όσο και το δικαίωμα της στο εξαίρετο), διότι ο κληρονομούμενος  είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου σε βάρος της, έχοντας βάσιμο προς τούτο λόγο, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 1822 ΑΚ. Οι ως άνω αγωγές συνεκδικάστηκαν αρχικώς με την με αριθμό 509/ 2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που τις παρέπεμψε  λόγω υλικής αναρμοδιότητας στο αρμόδιο καθ ύλην Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο ακολούθως με την με αριθμό 561/ 2020 απόφαση του απέρριψε την από 14-2-2013 αγωγή της νυν εκκαλούσας ως μη νόμιμη, διότι έκρινε ότι  δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί αναλογικά η διάταξη του άρθρου 1822 ΑΚ στην επίδικη περίπτωση, ώστε να αποκλεισθεί το κληρονομικό δικαίωμα της εναγομένης, καθόσον δεν είχε γίνει και η δεύτερη ενώπιον του Δικαστηρίου δήλωση των συζύγων για τη συναινετική λύση του γάμου τους, ενώ ως προς την από 3-12-2012 αγωγή της νυν εφεσίβλητης, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη αναφορικά με τη γνησιότητα ή μη της γραφής και υπογραφής του διαθέτη στη προσβαλλόμενη διαθήκη. Ακολούθως, μετά τη διενέργεια της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, με την από 14- 4-2021 κλήση της  ως άνω ενάγουσας εισήχθη εκ νέου προς συζήτηση η αγωγή της  και εξεδόθη επ’ αυτής η με αριθμό 2320/ 2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη  και αναγνωρίστηκε αφενός η ακυρότητα της επίδικης διαθήκης, διότι αυτή δεν γράφηκε ούτε υπογράφηκε από τον ίδιο τον διαθέτη, και αφετέρου το εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας σε ποσοστό ½ επι του συνόλου της κληρονομιαίας περιουσίας και δη των ακινήτων που περιγράφονται ειδικότερα και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να της τα αποδώσει κατά τον λόγο της κληρονομικής της μερίδας.  Κατά των ανωτέρω αποφάσεων, η  ως άνω εναγόμενη-ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση έφεση  με την οποία παραπονείται για εσφαλμένη  ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή της αντιδίκου της.

ΙΙΙ. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νομίμως πρωτοδίκως και περιέχονται στα υπ’ αριθ. 509/2019 πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από Μαρτίου έτους 2021 Έκθεση Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου, …………, η οποία διατάχθηκε κατά τα ανωτέρω από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού με αριθμό πράξης κατάθεσης …/23.04.2021,  τις υπ’ αριθ. …./24.05.2018 και …/04.06.2018 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., καθώς και τις υπ’ αριθ. ……../15.07.2014 και ……../26.09.2017 ένορκες βεβαιώσεις. που λήφθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, για τη λήψη των οποίων κλήθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα οι αντίδικες πλευρές (βλ. τις υπ’ αριθ. ……/09.05.2018 και ……./25.05.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……… και τις υπ’ αριθ. ……./10.07.2014 και ………/22.09.2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………., αντίστοιχα), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 αρ. 3. 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), όπως και η νομίμως προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εφεσίβλητη από 25.4.2014 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου ……………, η οποία συνιστά γνωμοδότηση, κατ’ άρθρο 390 του ΚΠολΔ, και εκτιμάται ελεύθερα, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 4.11.2007 απεβίωσε ο ……. …….., κάτοικος εν ζωή Δραπετσώνας Αττικής, και κατέλειπε μόνους εγγυτέρους συγγενείς τη μεταποβιώσασα στις 16-9-2011 μητέρα του, ……….., την αδερφή του,  ……… (εκκαλούσα)  και τη σύζυγο του,  ………….. (εφεσίβλητη), με την οποία είχαν τελέσει στις 1.10.1995 νόμιμο πολιτικό γάμο, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Κατά το χρόνο του θανάτου του αυτός βρισκόταν ήδη σε διάσταση με την εφεσίβλητη, καθόσον είχαν καταθέσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κοινή αίτηση για συναινετική λύση του γάμου τους, η  πρώτη συζήτηση για την οποία έγινε στις 4-7-2007, ενώ η δεύτερη, που, είχε ορισθεί μετά την παρέλευση εξαμήνου (άρθρο 1441 παρ.1 ΑΚ, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρο 3 παρ.2 του ν. 4055/ 12-3-2012), τελικώς δεν επακολούθησε, λόγω του επισυμβάντος θανάτου του,  με συνέπεια να μην  αποκλεισθεί το κληρονομικό δικαίωμα της τελευταίας στην κληρονομία αυτού, κατ’άρθρο 1822 ΑΚ (ΑΠ 432/1994, ΕφΛαρ 204/ 2013,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στις 7.12.2007 δημοσιεύθηκε και κηρύχθηκε κυρία με την υπ’ αριθ. 1268/7.12.2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η από 10.09.2007 ιδιόγραφη διαθήκη του ως άνω αποβιώσαντος, με την οποία αυτός εγκατέστησε μοναδική κληρονόμο του σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του την εκκαλούσα αδελφή του, αποκληρώνοντας την εφεσίβλητη (σύζυγο του), λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, και πλέον συγκεκριμένα, διότι, όπως αναφέρεται σε αυτήν «… από μακρού χρόνου εγκατέλειψε τη συζυγική εστία, δεν μεταμελήθηκε δε ούτε με την σοβαρή ασθένεια μου (ήδη έχει υποβληθεί αίτηση διαζυγίου και έχει γίνει η πρώτη (Α’) συζήτηση …)».Η ως άνω, όμως, διαθήκη, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα,  δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από τον ίδιο τον διαθέτη, αλλά από τρίτο πρόσωπο. Ειδικότερα, στην από Μάρτιο έτους 2021 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο γραφολόγου, ……….., την οποία συνέταξε μετά από αντιπαραβολή της γνήσιας γραφής και υπογραφής του διαθέτη (από συγκριτικό υλικό, που περιλαμβάνει έγγραφα βέβαιης γνησιότητας, βλ. σελ. 14 έκθεσης) με το πρωτότυπο της επίμαχης διαθήκης, διαπιστώνεται ότι «…η υπό έλεγχον υπογραφή ομοιάζει στην εμφάνιση με τις γνήσιες υπογραφές του …………………., αλλά δεν έχει χαραχθεί ελεύθερα και αυθόρμητα και σε ένα χρόνο με σύνδεση όλων των γραμμάτων της και της καταλήξεώς της, όπως χαράσσονται σταθερά οι γνήσιες υπογραφές του, αλλά έχει «ζωγραφιστεί» τμηματικά σε πολλούς χρόνους και συνεπώς διαφέρει ουσιαστικά από τις γνήσιες υπογραφές του. Η τμηματική χάραξη της υπογραφής της διαθήκης δεν δικαιολογείται γιατί αφ’ ενός τα τμήματα της δεν εμφανίζουν γραφική αδυναμία, ώστε να είναι αποτέλεσμα κάμψεως της γραφικής ικανότητας του γράφοντος, που δεν υπάρχει στην πλέον πλησιόχρονη υπογραφή του από 2-7-2007, ούτε το κείμενο της εμφανίζει τέτοια στοιχεία, και συνεπώς είναι αδικαιολόγητη και αποτελεί αντικειμενικό εύρημα, ότι η υπογραφή αυτή είναι πλαστή και έχει παραχθεί με τη μέθοδο της τμηματικής-ζωγραφικής απομιμήσεως γνήσιας υπογραφής, όπου αποδίδονται μεν οι μορφές των σχηματισμών της γνήσιας υπογραφής, αλλά δεν έχουν τον ίδιο ρυθμό χαράξεως, ούτε την ίδια συνεχόμενη δομή, τόσο των κατ’ ιδίαν γραμμάτων όσο και των συνδέσεων τους. Η ομοιότητα στην εμφάνιση και τη σύνθεση της υπογραφής της διαθήκης με τις γνήσιες υπογραφές του ………….., αφού δεν συνοδεύεται με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της χαράξεως των γνησίων υπογραφών του και τα δομικά χαρακτηριστικά τους, δεν αποτελεί απόδειξη γνησιότητας αλλά αποκαλύπτει την μέθοδο πλαστογραφήσεώς της, που είναι η τμηματική ζωγραφική αντιγραφή γνήσιας υπογραφής του… Στην παρούσα περίπτωση η μόνη ομοιότητα της υπογραφής της διαθήκης με τις γνήσιες υπογραφές του …………… είναι η σύνθεση και η εξωτερική εμφάνιση, η οποία, όμως, είναι αποτέλεσμα της ζωγραφικής αντιγραφής γνήσιας υπογραφής και αποδεικτικό της μεθόδου πλαστογραφίας που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή της».. «Με βάση τα στοιχεία αυτά, κατά τα οποία η υπό έλεγχον υπογραφή διαθέτη ως «………….», στην από 10-9-2007 χειρόγραφη διαθήκη, ομοιάζει στην εμφάνιση και σύνθεση με τις γνήσιες υπογραφές του . ………., αλλά διαφέρει ουσιαστικά από αυτές, γιατί δεν έχει χαραχθεί ελεύθερα και αυθόρμητα και σε ένα χρόνο, με σύνδεση όλων των γραμμάτων και της καταλήξεώς της, όπως χαράσσονται σταθερά οι γνήσιες υπογραφές του, αλλά έχει «ζωγραφιστεί» τμηματικά σε πολλούς χρόνους, συμπεραίνεται ότι δεν είναι γνήσια υπογραφή του ………., αλλά έχει παραχθεί με τμηματική-ζωγραφική χάραξη, ως απομίμηση γνήσιας υπογραφής του και είναι πλαστή.». Περαιτέρω, ως προς τη γραφή του κειμένου της ο ίδιος πραγματογνώμονας διαπιστώνει «….Διαφορά στην γενική εμφάνιση και  στο  ρυθμό της χαράξεως.  Διαφορά  στην κλίση  και στη συνδεσιμότητα γραμμάτων, η οποία στην γραφή του κειμένου της διαθήκης είναι ανύπαρκτη, ενώ στη γραφή του ……………. είναι εκτενής. Σημαντικές διαφορές στη δομή και στα χαρακτηριστικά πολλών γραμμάτων όπως «α», «ε», «ζ», «λ», «ο», «π», «ρ», «τ», «χ», «7», «9» και σε άλλα γράμματα ή τύπους γραμμάτων, χωρίς ουσιαστικές ομοιότητες. Συνεπώς, από την σύγκριση της γραφής του ……….. με τη γραφή του κειμένου της από 10-9-2007 διαθήκης, διαπιστώθηκε η ύπαρξη μεταξύ τους σημαντικών διαφορών, οι οποίες αναφέρονται τόσο σε γενικά γραφολογικά γνωρίσματα των συγκρινόμενων γραφών όσο και στη δομή και στα χαρακτηριστικά πολλών γραμμάτων και αριθμών…. Στην προκειμένη περίπτωση μεταξύ των συγκρινόμενων γραφών υπάρχουν πολλές και σημαντικές διαφορές σε γενικά χαρακτηριστικά και στη δομή και τα χαρακτηριστικά πολλών γραμμάτων και συνδέσεων γραμμάτων , οι οποίες δεν δικαιολογούνται να υπάρχουν σε γραφή του αυτού προσώπου…  αποδεικνύουν ότι οι συγκρινόμενες γραφές δεν έχουν χαραχθεί από το ίδιο πρόσωπο, ενώ οι όποιες μεταξύ τους ομοιότητες αφού συνυπάρχουν με σημαντικές διαφορές, δεν έχουν συνδετική αξία και οφείλονται ασφαλώς στην φυσιολογική προσομοίωση της γραφής διαφορετικών προσώπων, η οποία προσομοίωση είναι άλλοτε άλλης εκτάσεως. Συμπέρασμα. Με βάση τα παραπάνω περιγραφόμενα στοιχεία, τα οποία προέκυψαν από την εξέταση της γραφής του κειμένου της από 10-9-207 χειρόγραφης διαθήκης, φερόμενης του ……, σε σύγκριση με τη γραφή του ……………. στα έγγραφα του συγκριτικού υλικού, κατά τα οποία η γραφή του κειμένου της διαθήκης αυτής έχει πολλές και σημαντικές διαφορές από την γραφή του ……….., σε γενικά χαρακτηριστικά (εμφάνιση, ρυθμός χαράξεως, κλίση), στις συνδέσεις γραμμάτων και στη δομή και τα χαρακτηριστικά πολλών γραμμάτων, οι οποίες διαφορές δεν δικαιολογούνται να υπάρχουν σε γραφές του αυτού προσώπου, συμπεραίνεται ότι η γραφή της από 10-9-207 χειρόγραφης διαθήκης δεν έχει χαραχθεί από τον …….., δεν αποτελεί γραφή του, αλλά είναι γραφή άλλου προσώπου.». Στη σύνοψη δε των συμπερασμάτων του ο πραγματογνώμονας αναφέρει ότι «Η υπογραφή διαθέτη ως «……….» στην από 10-9-2007 χειρόγραφη διαθήκη, φερόμενη του ………….., ομοιάζει στην εμφάνιση με τις γνήσιες υπογραφές του …….., αλλά διαφέρει ουσιαστικά από αυτές, γιατί δεν έχει χαραχθεί ελεύθερα και αυθόρμητα και σε ένα χρόνο με σύνδεση όλων των γραμμάτων και  της καταλήξεώς της, όπως χαράσσονται σταθερά οι γνήσιες υπογραφές του, αλλά έχει «ζωγραφιστεί» τμηματικά σε πολλούς χρόνους και συνεπώς δεν είναι γνήσια υπογραφή του ………, αλλά έχει παραχθεί με τμηματική-ζωγραφική χάραξη, ως απομίμηση γνήσιας υπογραφής του και είναι πλαστή. Η γραφή του κειμένου της διαθήκης της από 10-9-2007 χειρόγραφης διαθήκης φερόμενης του ………, έχει πολλές και σημαντικές διαφορές από την γραφή του …………., σε γενικά χαρακτηριστικά (εμφάνιση, ρυθμός χαράξεως, κλίση), στις συνδέσεις γραμμάτων και στη δομή και τα χαρακτηριστικά πολλών γραμμάτων, οι οποίες διαφορές δεν δικαιολογούνται να υπάρχουν σε γραφές του αυτού προσώπου και συνεπώς η γραφή της από 10-9-2007 χειρόγραφης διαθήκης, δεν έχει χαραχθεί από τον ………., δεν αποτελεί γραφή του, αλλά είναι γραφή άλλου προσώπου. Συνδυάζοντας τα ανωτέρω συμπεράσματα προκύπτει το γενικό συμπέρασμα ότι η από 10-9-2007 χειρόγραφη διαθήκη φερόμενη του ……., κατά το κείμενο και την υπογραφή της ΔΕΝ έχει χαραχθεί από τον …………, δεν είναι γνήσια γραφή και υπογραφή του, αλλά η μεν υπογραφή έχει χαραχθεί με προσπάθεια τμηματικής-ζωγραφικής απομιμήσεως υπογραφής του και είναι πλαστή, η δε γραφή του κειμένου της διαθήκης αυτής αποτελεί γραφή άλλου προσώπου και συνεπώς η διαθήκη αυτή ΔΕΝ αποτελεί γνήσια ιδιόγραφη διαθήκη του.». Στο ίδιο εξάλλου συμπέρασμα  κατέληξε και η ειδική δικαστική γραφολόγος ……., στην νομίμως προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εφεσίβλητη- ενάγουσα από 25.4.2014 τεχνική έκθεση- γνωμοδότηση της, όπου αναφέρεται ότι «Από τη λεπτομερή γραφολογική εξέταση της φερόμενης ως ιδιόγραφης διαθήκης του …………. σε σύγκριση με τη δειγματική γραφή και τις γνήσιες υπογραφές του ανωτέρω, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι 1) Η γραφή του κειμένου της από 10-9-2007 ιδιόγραφης διαθήκης έχει πολλές και σημαντικές διαφορές από τη προσκομισθείσα ως δειγματική γραφή του ……….., η οποία κρίθηκε αυθεντική ως συνδεόμενη με τις αναμφισβήτητα γνήσιες δειγματικές υπογραφές του ανωτέρω. Με βάση τις διαπιστωθείσες διαφορές, εκτιμώ ότι η γραφή του κειμένου της ως άνω διαθήκης, δεν προέρχεται από τον ……… αλλά από άλλο άτομο. 2) Η υπογραφή της υπό έλεγχο διαθήκης διαφέρει τόσο από τις πολύ προγενέστερες, όσο και από τις πλησιόχρονες αναμφισβήτητης γνησιότητας δειγματικές υπογραφές του ………… σε πολλά και ουσιαστικά γραφολογικά χαρακτηριστικά, ενώ ομοιάζει στον τύπο και εν μέρει στη γενική εμφάνιση με την κρινόμενη υπογραφή. Σύμφωνα λοιπόν με τα ευρήματα, η υπό έλεγχο υπογραφή δεν τέθηκε από τον ………….. αλλά από άλλο άτομο, με προσπάθεια απομίμησης γνήσιας υπογραφής του ανωτέρω, την οποία είχε στη διάθεση του και χρησιμοποίησε ως υπόδειγμα». Οι ως άνω κατηγορηματικά διατυπωμένες διαπιστώσεις και κρίσεις των ειδικών γραφολόγων ουδαμώς αναιρούνται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που έχουν τεθεί υπόψιν του Δικαστηρίου τούτου, ενώ αναφορικά με τον ισχυρισμό της εκκαλούσας, ότι η πιθανή αλλοίωση κάποιων χαρακτηριστικών του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη αδερφού της, οφείλεται στο γεγονός της κακής κατάστασης της υγείας του (μεταστατικός καρκίνος νεφρού, για τον οποίο υποβαλλόταν σε χημειοθεραπείες), αυτός  αποκρούεται ευθέως απο την ίδια ως άνω έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, όπου ο πραγματογνώμων,   …………., διαπιστώνει τμηματική χάραξη της υπογραφής της διαθήκης  και δη αδικαιολόγητη, καθόσον  τα τμήματα της δεν εμφανίζουν γραφική αδυναμία, ώστε να είναι αποτέλεσμα κάμψεως της γραφικής ικανότητας του γράφοντος, που δεν υπάρχει στην πλέον πλησιόχρονη υπογραφή του από 2-7-2007, ούτε το κείμενο της εμφανίζει τέτοια στοιχεία, με συνέπεια αυτή να αποτελεί αντικειμενικό εύρημα περί του ότι η υπογραφή δεν είναι γνήσια. Κατόπιν τούτου, και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη ιδιόγραφη διαθήκη τυγχάνει άκυρη, διότι δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από τον ίδιο τον διαθέτη, και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και  σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις,  ο δε σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης (κατά το μέρος που στρέφεται κατά της με αριθμό 2320/2021 απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η τετιμημένη με την ως άνω άκυρη διαθήκη, εκκαλούσα, δυνάμει της  με αριθμό ………/ 24-6-2008, νόμιμα μεταγραμμένης, δήλωσης της ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………… αποδέχθηκε την καταληφθείσα σε αυτήν κληρονομία, στην οποία περιλαμβάνονται :1) μια οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του δεύτερου πάνω από την πυλωτή ορόφου, επιφάνειας  80,97 τμ, με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο  140/1000,  2) ποσοστό 40/1000 εξ αδιαιρέτου οικοπέδου αντιστοιχούντος στο δικαίωμα ανεγέρσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας  (διαμερίσματος)   του   τρίτου   πάνω  από  την πυλωτή μελλοντικού ορόφου, η οποία θα έχει επιφάνεια  13,98 τμ, και 3)  το 1/2 εξ αδιαιρέτου 20/1000 εξ αδιαιρέτου, που αντιστοιχούν στο δικαίωμα ανοικοδόμησης μελλοντικών ορόφων στο δώμα του τρίτου μελλοντικού πάνω από τη πυλωτή ορόφου, επί τμήματος οικοπέδου, κείμενου στη …. Αττικής, στη θέση «….. ή …….» του κτήματος «……..» και επί της οδού …………, και έκτοτε κατακρατεί τα ως άνω κληρονομιαία ακίνητα ως μοναδική κληρονόμος, προσβάλλοντας έτσι το κληρονομικό δικαίωμα της εφεσίβλητης σε αυτά (ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου), και συνεπώς οφείλει να της τα αποδώσει.

Πρωτοδίκως, η εναγόμενη- εκκαλούσα είχε προβάλει ένσταση συμψηφισμού της επίδικης αξίωσης για απόδοση των κληρονομιαίων ακινήτων με τις  δαπάνες, συνολικού  ποσού 23. 028,45 ευρώ, στις οποίες η ίδια προέβη για να εξοφλήσει χρέη της κληρονομίας (οφειλόμενα μισθώματα, οφειλές σε ΔΟΥ, ΙΚΑ, ΟΑΕΕ),  και δη κατά ποσοστό ½, που αντιστοιχεί στο κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας-εφεσίβλητης. Η ως άνω ένσταση ορθώς απορρίφθηκε με την με αριθμό 561/2020 εν μέρει οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως μη νόμιμη, επειδή η αγωγική απαίτηση δεν τυγχάνει ομοειδής (χρηματική) με την προτεινομένη προς συμψηφισμό ανταπαίτηση, ενώ περαιτέρω, ο σχετικός ισχυρισμός ορθώς δεν εκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως ένσταση επίσχεσης, καθόσον δεν περιελάμβανε σχετικό αίτημα (Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου, τ. Α, 1994, σελ. 412, παρ. 19),τα όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον λόγο της έφεσης, που στρέφεται κατά της ως άνω απόφασης, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, μετά την απόρριψη κατά τα ανωτέρω της ως άνω ένστασης συμψηφισμού η τελευταία με τις συμπληρωματικές από 6-5-2021 προτάσεις της, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την επαναλαμβανόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, συζήτηση   της υπόθεσης, προέβαλε για τις ίδιες απαιτήσεις της ευθέως  ένσταση επίσχεσης (άρθρο 1875 παρ.2 ΑΚ), αρνούμενη την απόδοση των κληρονομιαίων, μέχρι την ικανοποίηση των σχετικών της αξιώσεων από την καταβολή εκ μέρους της των ως άνω ποσών για χρέη της κληρονομίας,  η οποία, ωστόσο,  απορρίφθηκε με την με αριθμό 2320/ 2021 απόφαση αυτού ως απαραδέκτως προβληθείσα το πρώτον στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, κατά την οποία δεν επιτρέπεται η προβολή νέων αυτοτελών ισχυρισμών. Ήδη δε αυτή με  την έφεση της προβάλλει παραδεκτώς κατ’ άρθρο 527 περ.3 ΚΠολΔ την ίδια ένσταση επίσχεσης, με το αυτό ως άνω περιεχόμενο.  Η ως άνω ένσταση καταρχήν είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν αναφέρεται ειδικότερα ο χρόνος που καταβλήθηκε έκαστο των αναφερόμενων ποσών, ενόψει και της διαφορετικής αντιμετώπισης των απαιτήσεων του νομέα της κληρονομίας, ανάλογα με τον χρόνο που αυτός προβαίνει στις σχετικές δαπάνες (πριν ή μετά την επίδοση της αγωγής). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1874, 1875, 1876, 1877, 962, 1101, 1102 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εναγόμενος με την περί κλήρου αγωγή ως νομέας της κληρονομίας έχει ανταπαίτηση κατά του ενάγοντος κληρονόμου και παρεπομένως και ένσταση επισχέσεως του κληρονομιαίου αντικειμένου για δαπάνες που πραγματοποίησε σ` αυτό καθώς και για δαπάνες σχετικές με τα βάρη της κληρονομίας, το περιεχόμενο της οποίας, εξαρτάται από την καλή πίστη του εναγομένου και τον χρόνο της πραγματοποιήσεως των δαπανών, πριν ή μετά την επίδοση της αγωγής (βλ. Κ. Παπαδόπουλος, ό.π, ΑΠ 1369/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και πλέον συγκεκριμένα, ο καλόπιστος νομέας πριν την επίδοση σε αυτόν της αγωγής  δύναται καταρχήν να απαιτήσει κάθε δαπάνη που έγινε υπέρ της κληρονομίας καθώς και ο,τιδήποτε κατέβαλε για να αποσβέσει βάρη ή χρέη της κληρονομίας,  ενώ  μετά την επίδοση της αγωγής, αυτός δύναται να απαιτήσει μόνον τις αναγκαίες δαπάνες ή τις δαπάνες εξαιτίας βαρών του πράγματος, και μόνον κατά τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων (άρθρο 1102 ΑΚ), ήτοι κατ’άρθρα 736, 737, 738, και 739 ΑΚ. Σε κάθε δε, περίπτωση η ως άνω ένσταση τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμη διότι δεν αποδείχθηκε ότι οι αναφερόμενες χρηματικές καταβολές  αφορούν σε εξόφληση χρεών της κληρονομίας και ότι έγιναν από την εναγόμενη- εκκαλούσα. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σχετικές αποδείξεις καταβολής μισθωμάτων, μηνών Νοεμβρίου έτους 2005 έως Μάρτιο έτους 2006, που προσκομίζονται,  και οι οποίες δεν φέρουν ημεροχρονολογία, όλες οι καταβολές φέρονται να έγιναν από τον ίδιο τον διαθέτη (και όχι την εναγόμενη), το όνομα του οποίου αναφέρεται ολογράφως σε αυτές, ως πληρωτή. Ακόμη, αναφορικά με τις οφειλές σε ΟΑΕΕ, προσκομίζεται μόνον μία κατάσταση πληρωμένων αποδείξεων από 1-1-2006 εως 31-12-2006, δηλαδή για χρόνο προγενέστερο του θανάτου του κληρονομουμένου, συνολικού ποσού 3.376,82 ευρώ, και ως εκ τούτου οι αντίστοιχες καταβολές, στις οποίες δεν προκύπτει ποιος προέβη, δεν αφορούν σε χρέη της κληρονομίας. Επίσης, προσκομίζονται τρεις ρυθμιστικές αποφάσεις οφειλών και πράξεις επιβολής προστίμου της  Ε’ ΔΟΥ Πειραιώς, και δη οι :α) 984/29-11-2005, ποσού 6.726,89 ευρώ, 24 δόσεων, με ημερομηνία καταβολής πρώτης δόσης 29-11-2005 και τελευταίας 31-10-2007, β) 876/28-7-2004, ποσού 3.796,34, 25 δόσεων, με ημερομηνία καταβολής πρώτης δόσης 28-7-2004 και τελευταίας 31-7-2006, και γ) 798/27-9-2006, ποσού 11.477,13 ευρώ, 26 δόσεων, με ημερομηνία καταβολής πρώτης δόσης 27-9-2006 και τελευταίας 31-10-2008. Για τις εν λόγω ρυθμίσεις, εκ των οποίων, σημειωτέον,  οι υπό στοιχεία α’ και β’ ανάγονται εξ ολοκλήρου και η υπό στοιχείο γ’ εν μέρει (από 1η δόση εως 14η δόση), σε χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρόνου θανάτου του διαθέτη, ουδέν στοιχείο προσκομίζεται αναφορικά με την καταβολή των ποσών των οριζόμενων δόσεων. Τα αυτά ισχύουν και για τις προσκομιζόμενες από 8-2-2006 πράξεις επιβολής προστίμου (με αριθμούς 9, 10, 11) της Ε’ ΔΟΥ  Πειραιώς, ποσού 1.000 ευρώ, εκάστη, η πληρωμή των οποίων μεταγενεστέρως του θανάτου του διαθέτη ουδόλως αποδείχθηκε. Περαιτέρω, αναφορικά με την επικαλούμενη οφειλή του διαθέτη στο ΙΚΑ (βλ. την με αριθμό πρωτ. ……./5-5-2005 απόφαση του Διευθυντή του Ταμείου Εσόδων ΙΚΑ Πειραιώς), συνολικού ποσού 12.863,03 ευρώ, καταβλητέας σε 61 ισόποσες  μηνιαίες δόσεις από 5/2005 έως και 6/2010, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. …………/29-5-2006 υπηρεσιακό σημείωμα του υποκ. ΙΚΑ Πειραιά καταβλήθηκαν οι 12 πρώτες δόσεις έως 5/2006, ενώ για τις υπόλοιπες ουδέν στοιχείο προσκομίζεται. Ακόμη, στο από 29-6-2009 έγγραφο υπολογισμού στοιχείων ρύθμισης του αυτού υποκαταστήματος ΙΚΑ, αναφέρεται ποσό οφειλής 3.502,06 καταβλητέο εφάπαξ δίχως, ωστόσο, ομοίως να προκύπτει η εξόφληση του. Τέλος, η εκκαλούσα προσκομίζει δύο αιτήσεις ρύθμισης εξόφλησης οφειλής προς τη ΔΕΗ, με ημερομηνία 3-4-2007, που υπογράφει η ίδια, εκ των οποίων η μεν πρώτη φέρει ως στοιχεία καταναλωτή το όνομα του διαθέτη και αριθμό παροχής ……….., και αφορά σε διακανονισμό εξόφλησης συνολικής οφειλής 1.571,08 ευρώ, σε δύο δόσεις, ποσού 500 ευρώ και 1.071,08 ευρώ, καταβλητέες στις 3-4-2007 και 20-4-2007 αντίστοιχα, και η δεύτερη φέρει στοιχεία καταναλωτή με όνομα  ……… και αριθμό παροχής ………. (ήτοι διάφορο αυτής του διαθέτη), και αφορά σε διακανονισμό εξόφλησης συνολικής οφειλής 1.234  ευρώ, σε δύο δόσεις, ποσού 500 ευρώ και 734  ευρώ, καταβλητέες στις 3-4-2007 και 20-4-2007 αντίστοιχα. Οι ως άνω οφειλές, εκ των οποίων  αυτή για την παροχή επ’ ονόματι «…………….», δεν προέκυψε σαφώς ότι βάρυνε τον διαθέτη, καθόσον ουδεμία σχετική αναφορά κάνει η εκκαλούσα με τον λόγο της έφεσης της, εξοφλήθηκαν εμπροθέσμως σύμφωνα με τις σχετικές αποδείξεις καταβολής, με ημερομηνίες 3-4-2007 και 20-4-2007, ήτοι προγενέστερα του θανάτου του διαθέτη, και ως εκ τούτου, οι αντίστοιχες χρηματικές καταβολές, δεν αφορούν σε χρέη της κληρονομίας, ενώ ομοίως δεν προέκυψε το όνομα του πληρωτή. Μετά ταύτα, επειδή, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, δεν αποδείχθηκε, ότι η εκκαλούσα προέβη σε δαπάνες για χρέη της κληρονομίας, η σχετικώς προβαλλόμενη εκ μέρους της ένσταση επίσχεσης κατ’ άρθρο 1875 παρ. 2 ΑΚ πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσης κατά το μέρος που στρέφεται κατά της με αριθμό 2320/ 2021 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η εκκαλούσα παραπονείται για την εσφαλμένη επιδίκαση σε βάρος της της αμοιβής του ορισθέντος δικαστικού πραγματογνώμονα, ποσού 2.000 ευρώ ως μέρος της επιβληθείσας δικαστικής δαπάνης. Ο λόγος αυτός, που παραδεκτώς προβάλλεται, καθόσον με την έφεση προσβάλλεται και η ουσία της υπόθεσης (άρθρο 193 ΚΠολΔ), τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 189 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠολΔ, στο διάδικο που επιμελήθηκε για τη διεξαγωγή της διαταχθείσας από το δικαστήριο πραγματογνωμοσύνης αποδίδεται η καταβληθείσα από αυτόν αμοιβή του πραγματογνώμονα, ως μέρος της δικαστικής δαπάνης που ζητεί από τον ηττηθέντα αντίδικό του. Εν προκειμένω δε, αποδεικνύεται, ότι η εφεσίβλητη επιμελήθηκε για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε με την υπ` αριθ. 561/2020 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και κατέβαλε στον πραγματογνώμονα ……………, το ποσό των 2.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ (βλ. σχετικά απόδειξη παροχής υπηρεσιών), το οποίο ορθώς συμπεριελήφθη στη τελικώς επιδικασθείσα σε βάρος της εκκαλούσας με την με αριθμό 2320/2021 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δικαστική δαπάνη, συνολικού ποσού 3.500 ευρώ, ενώ ουδείς λόγος συμψηφισμού των εν λόγω δικαστικών εξόδων μεταξύ των διαδίκων συντρέχει, όπως  περαιτέρω αβασίμως διατείνεται η εκκαλούσα με τον ερευνώμενο λόγο της έφεσης.  Μετά ταύτα, επειδή δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του  παραβόλου που κατατέθηκε  για την άσκηση της έφεσης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση  με την παρουσία των διαδίκων.

Δέχεται  την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό …………../ 2022 παραβόλου.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας , και τα ορίζει  στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  20η Ιανουαρίου 2023 και δημοσιεύθηκε στις   31 Ιανουαρίου 2023 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ