Αριθμός 87/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από το δικαστική πληρεξούσιο ΝΣΚ Δημήτριο Βολτή.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Λεμονιά Καπετάνιου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 18.9.2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2012) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3073/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούνε με την από 4.4.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……./2016) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………./2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο δικαστικός πληρεξούσιος ΝΣΚ του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3073/25-6-2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12-4-2016, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Με την από 18-9-2012 (αρ. κατάθ……./ 2012) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση, η ενάγουσα, και ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε, ότι κατέστη αποκλειστική κυρία ενός ειδικότερα περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση, και όρια γεωτεμαχίου (ΚΑΕΚ ……..), έκτασης 234 τμ, στη θέση «……..» του Δήμου Σαλαμίνας, με παράγωγο τρόπο, λόγω αγοράς δυνάμει του με αριθμό …../1978 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., ότι η δικαιοπάροχος της, ………. το απέκτησε ομοίως με αγορά από την ………, δυνάμει του με αριθμό ……./1974 νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου του συμβ/φου Πειραιώς, ………, η οποία είχε αγοράσει απο τον ………. ευρύτερη έκταση με το με αριθμό ………/1962 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο του συμβ/φου Πειραιώς, ………, που με τη σειρά του, είχε ομοίως αγοράσει ευρύτερη έκταση με το με αριθμό ………../1961 νόμιμα μεταγραμμένο συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου από τον ……….. Ότι ο τελευταίος απώτερος δικαιοπάροχος της, νεμόταν ευρύτερη περιοχή 18 στρεμμάτων από το έτος 1920 και εφεξής, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, και συγκεκριμένα τη καλλιεργούσε με αμπέλια έως το έτος 1961, καθιστάμενος έτσι κύριος αυτής. Ότι το έτος 1961 προέβη στην κατάτμηση της εν λόγω έκτασης και πώληση των μερικότερων γεωτεμαχίων, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, το οποίο έκτοτε τόσο οι δικαιοπάροχοι της όσο και οι ίδια νέμεται ασκώντας τις αρμόζουσες στη φύση του υλικές διακατοχικές πράξεις (καθαρισμό, περίφραξη, επίβλεψη) συνεχώς και αδιαλείπτως, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, καθιστάμενη έτσι κυρία αυτού και με τα προσόντα της τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας, και τέλος, ότι κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, το ανωτέρω ακίνητο εσφαλμένως καταχωρίστηκε ως ανήκον στο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, με συνέπεια να προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητας της επ’αυτού. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσε να αναγνωριστεί κυρία του επιδίκου ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της ανωτέρω ανακριβούς εγγραφής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εναγόμενο με την υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε η αγωγή να απορριφθεί.
ΙΙΙ. Από το άρθρο 216 παράγραφος 1 στοιχείο β’ του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, διαφορετικά το δικαστήριο ευρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτελέσεως. Σε περίπτωση δε που δεν περιέχεται στο δικόγραφο της αγωγής το προαναφερθέν στοιχείο ή αυτό περιέχεται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της και επιφέρει την υπό του δικαστηρίου της ουσίας απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας. Ειδικότερα, όταν πρόκειται περί διεκδικητικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής, απαιτείται για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, προσδιορισμός αυτού κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του (ΑΠ 1133/2020 αδημ. στο νομικό τύπο, προσκομιζόμενη), τα ίδια δε εξάλλου ισχύουν και για την αναγνωριστική αγωγή της κυριότητας ακινήτου. Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού Πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων” προκύπτει, ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/λεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά, τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 1354/2013). Εξ ετέρου κατά τα άρθρα 1,2 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29.11.1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) και που έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και που δεν ανήκαν σε ιδιώτες και είχε, καταστεί κύριος τους το Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 160/2014). Επίσης, τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο με το άρθρο 16 του νόμου της 21-6/10-7-1837 “περί διοικήσεως κτημάτων”, με το οποίο ορίστηκε “ότι όλα τα παρ` ιδιωτών ή μόνο τούτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα καθώς και τα των …ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο”. Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου των ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), Εισ. 47 (2. 1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, δηλαδή των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του ν. 21.6/10.7.1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψής του, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραίτησης αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραίτησης από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν ΒΡΔ, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός “περί διακρίσεως κτημάτων” τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν “δικαιώματι πολέμου”, ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 1840/2017). Οι στηριζόμενοι στις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση αυτών των ισχυρισμών (καταλυτικών ενστάσεων), πρέπει να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών του και εντεύθεν της απόρριψής τους τις φέρει εκείνο (Δημόσιο) και όχι ο ενάγων (ΑΠ 1182/2018). Για να είναι όμως ορισμένη η αγωγή, που στηρίζεται σε απόκτηση της κυριότητος του επιδίκου ακινήτου με χρησικτησία, δεν απαιτείται να εκτίθεται σ` αυτήν ότι το ακίνητο δεν είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ούτε να δικαιολογείται για ποιο λόγο αυτό δεν συμβαίνει, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία (Α.Π. 977/2007) που είναι διακωλυτική του επικαλουμένου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητος του ενάγοντα στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, όταν εναγόμενο είναι το Δημόσιο, αυτό επίσης πρέπει να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, διότι περιήλθε στην κυριότητά του με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένσταση του. Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ένστασης ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επιδίκου, λόγω απόκτησης κυριότητας από τον ίδιο, τον οποίο προβάλλει το εναγόμενο Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει το Δημόσιο σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο. Εάν το Δημόσιο προβάλλει ότι το επίδικο είναι δημόσιο δάσος περιελθόν σ` αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, οπότε τεκμαίρεται ότι έχει επ` αυτού κυριότητα, ο ενάγων μπορεί να αρκεστεί στην άρνηση της ιδιότητας του επιδίκου ως δάσους και ως δημοσίου κτήματος, προς απόκρουση του ισχυρισμού της κυριότητος του Δημοσίου σ` αυτό, πλην όμως λόγω του υφισταμένου τεκμηρίου κυριότητος βαρύνεται με την απόδειξη του αρνητικού του ισχυρισμού ότι το επίδικο δεν φέρει το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης (ΑΠ 712/2015). Τέλος, η πληρότητα των αιτιολογιών της απόφασης ως προς τις αποδεικνύουσες τις περί πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας βάσεις της αγωγής, δεν απαιτεί τον ημερολογιακό προσδιορισμό των πράξεων νομής μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας, ούτε των επί μέρους πράξεων που ο κάθε δικαιοπάροχος διενέργησε μέσα στο χρόνο αυτό (ΑΠ 1354/2014, 1454/2013, ΑΠ 847/2013, ΑΠ 92/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΙV. Με τον πρώτο λόγο της έφεσης το εκκαλούν παραπονείται, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένως δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, καθόσον: α) δεν περιγράφεται επαρκώς το επίδικο ακίνητο και β) δεν καθορίζονται στο δικόγραφό της ο τρόπος κτήσης της κυριότητας του επιδίκου από τους φερομένους ως δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, καθώς και τα περιστατικά εκείνα, που συγκροτούν, στο πρόσωπο τους, την συνδρομή όλων των αναγκαίων όρων για τη θεμελίωσή της χρησικτησίας τους. Eπι των ανωτέρω αιτιάσεων λεκτέα τα εξής: στο αγωγικό δικόγραφο το επίδικο ακίνητο περιγράφεται ως ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 234 τ.μ., στη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας Σεληνίων, εν συνεχεία Δήμου Αμπελακίων και νυν Δήμου Σαλαμίνας Αττικής, εμφαινόμενο : α) υπό τον αριθμό 1 στο από Φεβρουαρίου 1970 σχεδιάγραμμα, που προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. ….. συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά, …….. και β) υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Μαΐου 1978 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….., το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. ………../1978 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Αθηνών, . ……… Συνορεύει δε σύμφωνα με το ως άνω διάγραμμα, βόρεια σε πλευρά Α-Δ μήκους 20,00 μ. με αγροτική οδό πλάτους 7 μ., νότια σε πλευρά Β-Γ μήκους 20,00 μ.με ιδιοκτησία φέρουσα ΚΑΕΚ …………… (καταχωρημένη σήμερα ως ιδιοκτησία εναγομένου), ανατολικά σε πλευρά ΔΕ μήκους 11,50 μ. με ιδιοκτησία αγνώστου, εν μέρει φέρουσα ΚΑΕΚ ………. (καταχωρημένη σήμερα ως ιδιοκτησία εναγομένου), εν μέρει φέρουσα ΚΑΕΚ …………. (καταχωρημένη σήμερα ως ιδιοκτησία εναγομένου) και δυτικά σε πλευρά Α-Β μήκους 11,50 μ. με κοινοτική οδό Σεληνίων-Αμπελακίων. Επιπλέον, στην αγωγή επισυνάπτεται απόσπασμα του κτηματολογικού διαγράμματος του επιδίκου. Η ως άνω περιγραφή του επιδίκου, που φέρεται ως αυτοτελές ακίνητο, με δικό του ΚΑΕΚ, που αποτελεί και την κτηματολογική του ταυτότητα (το οποίο και αναφέρεται, όπως αναφέρονται και τα ΚΑΕΚ των όμορων ακινήτων), είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ως προς την ταυτότητα και τη θέση αυτού. Περαιτέρω, στην αγωγή γίνεται σαφής αναφορά στο δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας επι του επιδίκου κατά τον χρόνο έναρξης της λειτουργίας του κτηματολογίου Σαλαμίνας, καθώς και του τρόπου κτήσεως αυτής (με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο), ενώ αναφέρεται με σαφήνεια και ο τρόπος κτήσης της κυριότητας των δικαιοπαρόχων της, με παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο, με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας, και προσμέτρηση του χρόνου νομής και των προηγούμενων δικαιοπαρόχων τους, δηλαδή αναφέρονται πράξεις νομής (αρχικά καλλιέργεια αμπέλου και ακολούθως καθαρισμός, περίφραξη και συντήρηση αυτής), που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του επιδίκου, που αυτοί διενήργησαν συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από το έτος 1920 και μετά, κατά τα οριζόμενα αρχικώς στο βυζαντινορωμαικό δίκαιο και ακολούθως στον Αστικό Κώδικα, μη απαιτούμενων άλλων επιπλέον στοιχείων, και δη του αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ΄ αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας πριν από την 11-9-1915, ούτε αυτό αν εξαιρείτο της χρησικτησίας, ως Δημόσιο κτήμα, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβληθούν από το εναγόμενο (πρβλ. ΑΠ 1125/2018, ΕφΠειρ 533/2020). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε επαρκώς ορισμένη την αγωγή και προχώρησε στην εξέταση της ουσιαστικής της βασιμότητάς, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο ως άνω λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
V. Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του, καθώς και από τα έγγραφα που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: το επίδικο ακίνητο (γεωτεμάχιο) εκτάσεως 234 τ.μ., βρίσκεται στη θέση «….» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας Σεληνίων, εν συνεχεία Δήμου Αμπελακίων και νυν Δήμου Σαλαμίνας Αττικής, και εμφαίνεται : α) υπό τον αριθμό 1 στο από Φεβρουαρίου 1970 σχεδιάγραμμα, που προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. ……. συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά, . ……….. και β) υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Μαΐου 1978 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….. το οποίο προσαρτάται στο υπ’ αριθμ. ……../1978 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………. Συνορεύει δε σύμφωνα με το ως άνω διάγραμμα, βόρεια σε πλευρά Α-Δ μήκους 20,00 μ. με αγροτική οδό πλάτους 7 μ., νότια σε πλευρά Β-Γ μήκους 20,00 μ. με ιδιοκτησία φέρουσα ΚΑΕΚ …….. ανατολικά σε πλευρά ΔΕ μήκους 11,50 μ. με ιδιοκτησία αγνώστου, εν μέρει φέρουσα ΚΑΕΚ ……….., εν μέρει φέρουσα ΚΑΕΚ ……… και δυτικά σε πλευρά Α-Β μήκους 11,50 μ. με κοινοτική οδό Σεληνίων-Αμπελακίων. Αυτό αποτελεί τμήμα ευρύτερης εκτάσεως 18 στρεμμάτων, την οποία ο απώτερος δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης, ………., νεμόταν συνεχώς από το έτος 1920 έως το 1961 καλλιεργώντας σε αυτήν αμπέλια. Το έτος 1961 αυτός προέβη σε άτυπη ρυμοτόμηση και κατάτμηση της περιοχής σε μερικότερα γεωτεμάχια, μεταξύ των οποίων και ένα έκτασης 768 τ.μ., όπου περιλαμβάνεται και το επίδικο, το οποίο πώλησε στον …………., δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου. Ο τελευταίος το έτος 1962 μεταβίβασε αυτό στην …….. δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/1962 νομίμως μεταγεγραμμένου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., και αυτή με τη σειρά της το έτος 1974, σε εκτέλεση του υπ’ αριθμ. ……../1971 προσυμφώνου αγοράς του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……., πώλησε τμήμα αυτού, αποτελούν το επίδικο (έκτασης 234 τμ,) στη ……….., μητέρα της εφεσίβλητης, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/1974 συμβολαίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου, η οποία ακολούθως το μεταβίβασε λόγω πώλησης στην εφεσίβλητη, με το υπ’ αριθμ. ……./1978 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., που μεταγράφηκε νόμιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι πράξεις νομής ασκεί στο επίδικο καλοπίστως και η εφεσίβλητη, η οποία το επιβλέπει και το φροντίζει από τότε που το αγόρασε κατά τα ανωτέρω, (βλ. σχετικά την ένορκη μαρτυρική κατάθεση του συζύγου της, ……….) καθιστάμενη έτσι κυρία αυτού και με τακτική , αλλά και έκτακτη χρησικτησία, ιδιότητα που είχε κατά την 13-11-2006, ημερομηνία έναρξης λειτουργίας του κτηματολογίου για την περιοχή (396/2/1-11-2006 απόφαση του ΔΣ ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 1662/Β’/13-11-2006). Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ενστάσεων του εκκαλούντος (εναγόμενου), που παραδεκτώς επαναφέρει με τους λόγους της έφεσης του, ότι το επίδικο, που αποτελεί τμήμα του καταγεγραμμένου δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ ……, συνολικής έκτασης 18.280 τμ., περιήλθε στην κυριότητά του: α) ως δάσος και δεν χώρησε υποβολή στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση των σχετικών περί ιδιοκτησίας τίτλων εντός ανατρεπτικής προθεσμίας (β.δ της 17/29-11-1836 “Περί ιδιωτικών δασών”), αλλιώς β) δυνάμει της από 9-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και των από 3-2- 1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου (και ως ανήκον σε Οθωμανούς υπηκόους, που εγκατέλειψαν την επικράτεια κατά την επανάσταση), αλλιώς γ) ως βοσκότοπος ή λιβάδι δυνάμει του β.δ. 3/15-12-1833, αλλιώς δ) ως αδέσποτο (άρθρο 16 β.δ. από 10-7-1837), αλλιώς ε) με τακτική χρησικτησία, αλλιώς στ) με έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ο βασικός ισχυρισμός του εκκαλούντος περί του δασικού χαρακτήρα του επιδίκου, και δη κατά τον κρίσιμο χρόνο ισχύος του επικαλούμενου β.δ της 17/29-11-1836 “Περί ιδιωτικών δασών”, που αποτελεί και την προϋπόθεση για την εφαρμογή του τεκμηρίου κυριότητας του εκκαλούντος σε αυτό (ΑΠ 148/2016, Εφ Πειρ 350/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, αυτό, όπως αποδείχθηκε, είχε τουλάχιστον μέχρι το έτος 1961, όποτε και ρυμοτομήθηκε ατύπως η ευρύτερη έκταση που νεμόταν κατά τα ανωτέρω ο ……., αγροτικό χαρακτήρα. Άλλωστε, και το ως άνω δημόσιο κτήμα (ΑΒΚ …..), τμήμα του οποίου φέρεται να αποτελεί και το επίδικο, είναι καταχωρημένο στο σύνολο του ως αγρός, ενώ και τα επικαλούμενα από το εκκαλούν πρωτόκολλα γνωμοδότησης, που εκδόθηκαν το έτος 1940, και προσκομίζονται προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ασκήσεως πράξεων νομής στην εν λόγω έκταση, αφορούν στον προσδιορισμό του καταβλητέου μισθώματος για την αυθαίρετη χρήση αυτής ως αγρού κατά τα γεωργικά έτη 1926 έως 1939. Τα ανωτέρω, εξάλλου, ουδόλως αναιρούνται από το από 17-9-2013 με αριθ. πρωτ. ……/ 2012 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς σύμφωνα με το οποίο, το επίδικο ακίνητο εμπίπτει σε ευρύτερη δασική έκταση με κωδικό 7689, βάσει των αεροφωτογραφιών 1945 και 1998, καθόσον αυτές δεν προσκομίζονται συνοδευόμενες από σχετική έκθεση διαχρονικής φωτοερμηνείας, αφορώσα το επίδικο, ώστε να συνεκτιμηθούν με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, ενώ σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου κυριότητας του εκκαλούντος είναι η ιδιότητα του επιδίκου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ της 17/29-11-1836 (ΑΠ 148/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) . Περαιτέρω, ουδέν στοιχείο προσκομίζεται αναφορικά με τον χαρακτήρα του επιδίκου ως χορτολιβαδικής έκτασης ή βοσκοτόπου κατά τον χρόνο ισχύος του αντίστοιχου β.δ/τος 3/15-12-1833, ενώ, ομοίως, ουδόλως αποδείχθηκε ότι αυτό ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Οθωμανούς υπηκόους, που εγκατέλειψαν την επικράτεια κατά την επανάσταση και δεν διατήρησαν τις ιδιοκτησίες τους, ούτε επανέκαμψαν στην Ελλάδα, ή δημεύτηκαν, ούτε ότι ήταν αδέσποτο, ούτε ότι το εκκαλούν το νεμήθηκε με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας. Αντιθέτως, όπως αποδείχθηκε, την αρχική ως άνω έκταση των 18 στρεμμάτων από το έτος 1920 και έως το έτος 1961 καλλιεργούσε συστηματικά με αμπέλια ο απώτερος δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης, …………., δίχως να ενοχληθεί ποτέ στη νομή του από το εκκαλούν, ενώ, όσον αφορά στα προαναφερόμενα πρωτόκολλα γνωμοδότησης, για αυθαίρετη χρήση, έτους 1940, αυτά δεν εκδόθηκαν στο όνομα του, αλλά σε βάρος άλλου προσώπου, και δη της ………., και τελικώς ακυρώθηκαν με δικαστικές αποφάσεις του Ειρηνοδίκη Ελευσίνας (βλ. το με αριθμό πρωτ. ………. από 15-10-1970 σχετικό έγγραφο της επιθεώρησης δημοσίων κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, που προσκομίζει το εκκαλούν). Ομοίως, και η εφεσίβλητη ουδέποτε οχλήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατά την άσκηση της νομής της στο επίδικο από το εκκαλούν, το οποίο ουδεμία πράξη νομής αποδείχθηκε ότι άσκησε ποτέ σε αυτό. Τέλος, αναφορικά με τον ισχυρισμό του εκκαλούντος, ότι απέκτησε την κυριότητα της έκτασης ως περιουσία του Οθωμανικού Δημοσίου, που κατέλαβε και δήμευσε «δικαιώματι πολέμου», αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών, ώστε δεν περιήλθε σ΄αυτό «δια δημεύσεως πολεμικώ δικαιώματι». Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε δημόσιο κτήμα ανεπίδεκτο χρησικτησίας μετά την 11.9.1915 και η ενάγουσα νομίμως κατέστη κυρία αυτού με παράγωγο αλλά και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), ενώ απορριπτέος τυγχάνει και ο προβληθείς πρωτοδίκως ισχυρισμός του εκκαλούντος, περί απαγορευμένης κατάτμησης δασικής ιδιοκτησίας (άρθρο 60 παρ.1 ν.δ 86/ 1969), που παραδεκτώς επαναφέρει με τον δεύτερο λόγο της έφεσης του, καθόσον σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ο δασικός χαρακτήρας του επιδίκου, ενώ σε κάθε περίπτωση, αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται κατά της επικουρικής βάσης της αγωγής, περί κτήσης της κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο (χρησικτησία) (βλ. ΑΠ 488/ 2012, 332/ 2002, ΜΕφΠειρ 491/ 2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, κατά την διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής της νήσου Σαλαμίνος, το επίδικο ακίνητο καταχωρήθηκε ανακριβώς ως ανήκον στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Κατόπιν τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αν και με εν μέρει διάφορη και ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται και αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν ισχυρίζεται τα αντίθετα τυγχάνουν αβάσιμοι και είναι απορριπτέοι, όπως και η έφεση στο σύνολο της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένα, (22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδ. με άρθρ. 7, 9 νδ 2698/1993), σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση, με την παρουσία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση τυπικά και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, και τα ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 3 Φεβρουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία του δικαστικού πληρεξουσίου ΝΣΚ του εκκαλούντος και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εφεσίβλητης.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ