Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 39/2023

Αριθμός  39/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικεί στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Παναγιώτα Κλουκίνα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον Πληρεξούσιό του Δικηγόρο Ειρηναίο Σαρρή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15-7-2019 (αρ. καταθ. ………../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 737/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο και δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 15.6.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………../2021) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. του εκκαλούντος και ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος του εφεσίβλητου, που παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 15-6-2021 (αρ. καταθ. ………/2021) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου, ήδη εκκαλούντος, Ελληνικού Δημοσίου, κατά της υπ΄ αρ. 737/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παραβόλου (άρθρο 19 παρ. 1 του Διατάγματος της 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).

Με την από 15-7-2019 (αρ. καταθ. ………/2019) αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι έχει στην κυριότητα, νομή και κατοχή του την επαρκώς περιγραφόμενη υπ΄ αρ. .. οριζόντια ιδιοκτησία-διαμέρισμα του ……. ορόφου της ………….. πολυκατοικίας, που βρίσκεται στη Δραπετσώνα Αττικής, στην κτηματική περιφέρεια του πρώην Δήμου Δραπετσώνας, νυν Δήμου Κερατσινίου-Δραπετσώνας, στον …………, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, στο οικοδομικό τετράγωνο που περιβάλλεται από τις οδούς …………., αριθμός ……… Ότι το οικόπεδο, στο οποίο έχει ανεγερθεί η ως άνω πολυκατοικία, έχει επιφάνεια 1.413,71 τ.μ. και συνορεύει όπως λεπτομερώς αναφέρεται σ΄ αυτή (αγωγή). Ότι η έκταση αυτή (οικόπεδο) περιήλθε στην κυριότητα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου με απαλλοτρίωση, δυνάμει της υπ΄ αρ. 14820/1930 αποφάσεως, που δημοσιεύθηκε στο υπ΄ αρ. 28/1930 Φ.Ε.Κ. (Τεύχος Β), τα δε κτίσματα ανεγέρθηκαν με δαπάνες του (Ελληνικού Δημοσίου). Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι απέκτησε την κυριότητα αυτής (οριζόντιας ιδιοκτησίας-διαμερίσματος) με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και συγκεκριμένα ότι ο πατέρας του, ………….., από το έτος 1938, όταν του παραχώρησε η μητέρα του αυτήν, έως και τον θάνατό του, που συνέβη την 26-11-1979, την νεμόταν συνεχώς, αδιατάρακτα, με καλή πίστη και διανοία κυρίου, ως κύρια κατοικία του, ασκώντας επ΄ αυτής τις εκτιθέμενες σ΄ αυτή (αγωγή) πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση της και τον προορισμό της, για χρονικό διάστημα πλέον των τριάντα (30) ετών, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από οποιονδήποτε, ο ίδιος δε (ενάγων) προσμετρώντας στο χρόνο νομής του και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου πατέρα του, τον οποίο διαδέχθηκε σε αυτή (νομή) ως μοναδικός του κληρονόμος, κατέστη κύριος αυτής (οριζόντιας ιδιοκτησίας-διαμερίσματος). Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο ίδιος (ενάγων), ως αποκλειστικός κληρονόμος αυτού, δυνάμει της από 15-5-1978 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και κηρύχθηκε κυρία με το υπ΄ αρ. ………/8-4-2011 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης και απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συνέχιζε να ασκεί πράξεις νομής και κατοχής στο επίδικο με διάνοια κυρίου, όπως αυτές αναλυτικά περιγράφονται σ΄ αυτή (αγωγή), και συνεπώς προσμετρώντας στο χρόνο νομής του και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου πατέρα του έχει καταστεί κύριος αυτού. Επιπροσθέτως ότι από το έτος 1938 δεν εκδόθηκε ποτέ οριστικό παραχωρητήριο ούτε στο όνομα του πατέρα του, ούτε στο όνομα της μάμμης του (μητέρας του πατέρα του), η οποία ομοίως διέμενε στην οικία αυτή από το έτος 1938 μέχρι το θάνατό της, την 3-10-1943.  Ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αποξενώθηκε από αυτό, έστω και με τη μορφή της άτυπης, πλην όμως οριστικής παραχώρησης της οίκησης στην τελευταία (μάμμη του) την οποία αναγνώρισε, δυνάμει του υπ΄ αρ. πρωτοκόλλου …../…/17-2-2010 εγγράφου του Τμήματος Πρόνοιας της Γενικής Διεύθυνσης Περιφέρειας Αττικής, ως νόμιμη δικαιούχο της κατοικίας αυτής. Ότι, κατά την διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής, η ως άνω πολυκατοικία έλαβε τον ΚΑΕΚ ……………….. Ότι ο ίδιος (ενάγων) ενόσω ευρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής, όπου βρισκόταν το άνω επίδικο ακίνητο, παρέλειψε να υποβάλει την προβλεπόμενη από το Νόμο δήλωση περί του εγγραπτέου δικαιώματός του, με αποτέλεσμα το επίδικο να μην εμφαίνεται ότι ανήκει σε κάποιον ιδιοκτήτη ενώ κανονικά ανήκει στην δική του αποκλειστική κυριότητα. Ότι η ανωτέρω αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητάς του επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου η αξία ανέρχεται στο ποσό των 28.636,86 ευρώ. Ότι επικουρικά έχει καταστεί κύριος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 εδ. β΄ του Ν. 3127/2003. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ο ενάγων ζήτησε, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής (αγωγής): 1) να αναγνωρισθεί κύριος, νομέας και κάτοχος της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας με έκτακτη χρησικτησία και 2) να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του αρμόδιου Κτηματολογικού Γραφείου, ως προς το ανωτέρω ακίνητο, με ΚΑΕΚ ………….., στο οποίο εισήχθησαν χωρίς συγκεκριμένο ποσοστό συγκυριότητας μόνο τα 23 διαμερίσματα της ως άνω πολυκατοικίας, των οποίων έχουν καταχωρηθεί οι ιδιοκτήτες και έχει αναγνωριστεί η κυριότητα αυτών, έτσι ώστε να δημιουργηθεί για το οικόπεδο με το ως άνω ΚΑΕΚ …….. νέο ΚΑΕΚ ……….., στο οποίο θα αναφέρεται ο ίδιος ως κύριος κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό 100% της επίδικης οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επιπροσθέτως, ζήτησε να καταδικασθεί το εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συγκροτηθέν από Κτηματολογικό Δικαστή, με την προσβαλλόμενη οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, και νόμιμη, πλην του αιτήματος να αναγνωριστεί η νομή και κατοχή του ενάγοντος, απέρριψε ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο, δέχθηκε κατά τα λοιπά την αγωγή και α) αναγνώρισε τον ενάγοντα αποκλειστικό και πλήρη κύριο κατά ποσοστό 100% εξ αδιαιρέτου της υπ΄ αρ. …… οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του ………. ορόφου της ……… πολυκατοικίας, όπως εμφαίνεται στο από 10 Νοεμβρίου 2005 σχεδιάγραμμα κάτοψης διαμερίσματος ……… του Αρχιτέκτονα Μηχανικού ……………, επιφάνειας 56,23 τ.μ., που βρίσκεται στη Δραπετσώνα Αττικής, στην οδό ……….. κατά το Κτηματολογικό Γραφείο Πειραιά), και αποτελείται από δύο (2) κύρια δωμάτια, χωλλ, κουζίνα, μικρή αποθήκη και W.C., η οποία οριζόντια ιδιοκτησία αποτελεί τμήμα του οικοπέδου με ΚΑΕΚ ……….., χωρίς καθορισμό του ποσοστού συγκυριότητας επί του οικοπέδου και των κοινόχρηστων και κοινόκτητων μερών της οικοδομής, με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία και β) διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς εσφαλμένης αρχικής κτηματολογικής εγγραφής με την ένδειξη «άγνωστος ιδιοκτήτης» στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, ως προς το ανωτέρω ακίνητο με ΚΑΕΚ ……………., στο οποίο εισήχθησαν χωρίς συγκεκριμένο ποσοστό συγκυριότητας μόνο τα 23 διαμερίσματα της ως άνω πολυκατοικίας, των οποίων έχουν καταχωρηθεί οι ιδιοκτήτες και έχει αναγνωριστεί η κυριότητα αυτών, έτσι ώστε να δημιουργηθεί για το οικόπεδο με ΚΑΕΚ ……….. νέο ΚΑΕΚ ………….., στο οποίο θα αναφέρεται ο ενάγων ως κύριος κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό 100% εξ αδιαιρέτου της υπ΄ αρ. 5 οριζόντιας ιδιοκτησίας του …… ορόφου της ……… πολυκατοικίας, επιφάνειας 56,23 τ.μ., χωρίς καθορισμό του ποσοστού συγκυριότητας επί του οικοπέδου και των κοινόχρηστων και κοινόκτητων μερών της οικοδομής, με τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία. Τέλος δε, συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 15-6-2021 (αρ. καταθ. ………/2021) έφεση, το ηττηθέν εναγόμενο και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αγωγή του εφεσίβλητου. Η έφεση αυτή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει ο εφεσίβλητος, καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους, ενώ καθορίζονται με πληρότητα τα σφάλματα που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να ερευνήσει το νόμιμο και βάσιμο αυτών.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις», σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς τον δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον, στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα, αναγνωριστικό-διορθωτικό, και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων και η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Η άνω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ΄ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019.521). Επίσης, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ΄ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 του ΑΚ), συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής του προκατόχου του, και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Εξάλλου για το ορισμένο της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, δεν απαιτείται να εκτίθενται, πέραν των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και το αν το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, αν δηλαδή, απέκτησαν κυριότητα επ΄ αυτού οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας πριν από την 11-9-1915 ούτε αν εξαιρούνταν της χρησικτησίας, ως δημόσιο κτήμα, αφού οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβληθούν από το εναγόμενο (πρβλ. ΑΠ 1125/2018, ΕφΠειρ 533/2020). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 51 του ΕισΝΑΚ η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για  την  απόκτησή  τους. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των Ν. 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39) και 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14) μπορούσε κάποιος να γίνει κύριος ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, αν νεμόταν αυτό επί συνεχή τριακονταετία με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ενώ, κατά τα άρθρα 1045 και 974 του ΑΚ, προς κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται νομή τούτου με διάνοια κυρίου επί εικοσαετία. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 2, 4, 10, 12, 16, 20 και 70 του από 15/28-7-1938 Β.Δ. «Περί κωδικοποιήσεως της περί αποκαταστάσεως αστών προσφύγων κειμένης νομοθεσίας», συνάγεται ότι από την παρέλευση έτους από της αποπληρωμής ολόκληρου του τιμήματος ακινήτου που διατέθηκε προς αστική αποκατάσταση πρόσφυγα, ο υπέρ ου η διάθεση, η οποία λαμβάνει χώρα και με προσωρινή παραχώρηση, σε περίπτωση δε θανάτου εκείνου οι κατά το κοινό δίκαιο κληρονόμοι αυτού, αποκτούν πλήρες και απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας και πριν ακόμη από την έκδοση οριστικού παραχωρητηρίου και τη μεταγραφή αυτού. Η οφειλή δε εκείνου προς τον οποίο έγινε η παραχώρηση ή των κληρονόμων του από το τίμημα του ακινήτου που παραχωρήθηκε πριν από την 11-11-1944, λογίζεται, κατά πλάσμα του νόμου, εξοφληθείσα έκτοτε, δηλαδή από την 11-11-1944, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 του Ν. 18/1944 και 1 παρ. 3 του Α.Ν. 1073/1946, κατά τις οποίες υποχρεώσεις κάθε φύσεως σε δραχμές στηριζόμενες σε γενεσιουργό αιτία υφισταμένη πριν από την ισχύ του πρώτου από τους νόμους αυτούς (18/1944) και παραμείνασες ανεξόφλητες, λογίζονται εξοφληθείσες κατά την ως άνω ημερομηνία (11-11-1944). Από αυτά παρέπεται ότι μετά την παρέλευση έτους από την αποπληρωμή του τιμήματος το Δημόσιο παύει να έχει, έκτοτε, οποιαδήποτε εξουσία και δικαίωμα επί του παραχωρηθέντος ακινήτου, είναι δε δυνατή η κτήση επ΄ αυτού κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία από τρίτο που νεμήθηκε αυτό με τα προσόντα της χρησικτησίας αυτής. Μετά τη συμπλήρωση της έκτακτης χρησικτησίας δεν ασκεί έννομη επιρροή το γεγονός ότι εκδόθηκε οριστικό παραχωρητήριο υπέρ του αρχικού δικαιούχου ή των κληρονόμων του (ΕφΠειρ 488/2021). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 4 του Β.Δ. 330/1960 «Νόμιμος τίτλος δια μεν τα μέχρι της ισχύος του Α.Ν. 1822/5.6.1951 παραχωρηθέντα ακίνητα θεωρείται η περί παραχωρήσεως απόφασις ή έγγραφος εντολή του Υπουργείου ή της αρμοδίας περιφερειακής υπηρεσίας αυτού, περί εγκαταστάσεως τινός ή η αναγραφή τινός εις του υπό της τέως ΕΑΠ παραδοθέντας εις Υπουργείον εκτιμητικούς πίνακας των αστικών προσφυγικών Συνοικισμών, δια δε τα από της ισχύος του Α.Ν. 1822/5.6.1951 παραχωρούμενα ακίνητα η κατά το άρθρ. 11 του παρόντος εκδιδομένη απόφασις του Υπουργού Κοινωνικής Προνοίας ή του παρ΄ αυτού εξουσιοδοτουμένου οργάνου.». Επιπλέον κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 εδ. α του ιδίου ως άνω Β.Δ. (330/1960) «Η αξία των μέχρι της ισχύος του Α.Ν. 1822/5.6.51 παραχωρηθέντων και κατεχομένων κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος ακινήτων, διά  τα οποία δεν εξεδόθη οριστικόν  παραχωρητήριον, υπέρ του πρός όν η παραχώρησις δικαιούχου πρόσφυγος, υφίσταται όμως νόμιμος τίτλος, ήτοι απόφασις του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών ή του παρ΄ αυτού εξουσιοδοτουμένου οργάνου ή έγγραφος εντολή του Υπουργείου ή των υπηρεσιών αυτού ή άλλης αρμοδίας αρχής ή εγγραφή εις τους παρά  της τέως Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων παραδοθέντας εκτιμητικούς πίνακας των Αστικών Προσφυγικών Συνοικισμών ή γνωμοδότησιν του κατά το άρθρ. 8 Συμβουλίου ή της κατά το άρθρ. 54 Επιτροπής του από 15/28.7.38 Β.Δ/τος “περί κωδικοποιήσεως της περί αποκαταστάσεως αστών προσφυγών Νομοθεσίας” θεωρείται εξοφληθείσα, ανεξαρτήτως εάν κατεβλήθη η ου παρά του δικαιούχου μέχρι της 15ης Απρ. 1952, ημερομηνίας εκδόσεως του Νόμ. 2044/52 χρηματικόν τι ποσόν έναντι αυτής.». Επιπροσθέτως, από τα άρθρα 953, 954, 1001, 1002, 1033, 1117, 1194, 1198 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5-7, 10, 13 και 14 του Ν. 3741/1929, προκύπτει ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ΄ ορόφους ή διαμερίσματα ορόφου μπορεί να γίνει μόνο με ρητή σύμβαση του κυρίου ή των κυρίων του όλου ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκείμενη σε μεταγραφή, ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Η χωριστή αυτή ιδιοκτησία δημιουργείται και αυτομάτως, στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων, χωρίς να απαιτείται κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι΄ αυτήν και (ιδιαίτερη) μεταγραφή ή διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές συμβάσεις που περιέχονται στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της κάθε μιας (ΑΠ 1120/2021, ΑΠ 203/2016, ΑΠ 740/2013, ΑΠ 1226/2003). Εξάλλου προς μονομερή δικαιοπραξία εξομοιούται  και η παραχώρηση λαϊκής κατοικίας του Β.Δ. 775/1964, ενώ νομίμως συνιστάται οροφοκτησία  στις παραχωρούμενες με παραχωρητήρια  του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας διώροφες οικοδομές σε δικαιούχους αστικής αποκατάστασης προσφύγων, δια των οποίων ο κύριος κάθε ορόφου καθίσταται και συγκύριος ιδανικής μερίδας επί των κοινών μερών εκάστης οικοδομής (ΕφΠειρ 315/2020). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 54A παρ. 5 του Ν. 4174/2013 «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», όπως αυτή (παράγραφος 5), είχε αντικατασταθεί  με την παράγραφο Γ. 4 άρθρου ………… του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85/7-4-2014) και αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 13 παρ. 6 του Ν. 4474/2017 (ΦΕΚ Α 80/6-6-2017), το οποίο ισχύει από 1-1-2017 και ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (13-7-2020), «Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α. πιστοποιητικό ότι το ίδιο ακίνητο περιλαμβάνεται στη δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. και Φ.Α.Π., κατά περίπτωση, για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη.». Η διάταξη αυτή είναι φορολογικής φύσεως και θεσπίστηκε για να διασφαλίσει το φορολογικό δικαίωμα του Δημοσίου, η δε παράβασή της δεν δημιουργεί διαδικαστικό απαράδεκτο, διότι η διάταξη λόγω του αμιγούς φορολογικού χαρακτήρα της δεν είναι εφαρμοστέα, ως ευθέως αντιτιθέμενη τόσο στα άρθρα 17, 20 και 25 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα, ώστε να επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, αποτελώντας ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας (ΑΠ 1143/2019, ΑΠ 293/2014 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δύναται να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή είναι νόμιμη, ορισμένη ή παραδεκτή και να την απορρίψει αν δεν στηρίζεται στο νόμο, στερείται των απαραίτητων στοιχείων για τη θεμελίωσή της ή ασκήθηκε απαράδεκτα με τις διακρίσεις που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 του ΚΠολΔ) και την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης απόφασης για τον εκκαλούντα (άρθρο 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά νόμο ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως κατ΄ ουσίαν δεκτή, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τις ελλείψεις, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εναγόμενος και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι΄ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντος (ΑΠ 455/1995 ΕλλΔνη 96.1319, ΑΠ 1138/1993 ΕλλΔνη 95.1052, ΑΠ 1254/1982 ΕΕΝ 50.563, ΑΠ 1544/1980 ΝοΒ 29.878, Σαμουήλ: Η έφεση, εκ. Δ΄, παρ. 851 επ.). Στην προκειμένη περίπτωση με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η ένδικη από 15-7-2019 (αρ. καταθ. ……../2019) αγωγή, κατά το μέρος που αυτή έγινε δεκτή πρωτοδίκως, αφού, η υπόθεση ερευνάται στο πλαίσιο που καθορίζεται με την ένδικη έφεση, είναι νόμιμη (όπως κρίθηκε και πρωτοδίκως), απορριπτομένου του σχετικού περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλει το εκκαλούν με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις του, στηριζομένη στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1045, 1051 του ΑΚ, 68, 70, 176 του ΚΠολΔ, και επικουρικά στις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, νομίμως συνιστάται οροφοκτησία στις παραχωρούμενες με τα παραχωρητήρια οικοδομές σε δικαιούχους αστικής αποκατάστασης προσφύγων, όπως εν προκειμένω.

Με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως, το εκκαλούν επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό του περί αοριστίας της ένδικης αγωγής για τους αναφερόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους. Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, η ένδικη αγωγή, η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς, είναι πλήρως ορισμένη, καθόσον περιέχονται σ΄ αυτήν (αγωγή) όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία, ήτοι περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής περιγράφεται επαρκώς το επίδικο ακίνητο, κατά θέση, είδος, έκταση και όρια. Επίσης, γίνεται σαφής έκθεση α) της κυριότητας του ενάγοντος, β) του τρόπου κτήσεως αυτής, γ) των γεγονότων που απαιτούνται για τη θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, καθώς επίσης, αναφέρονται και πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του που διενήργησαν (κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς) στο επίδικο ο ενάγων, καθώς και ο δικαιοπάροχός του (ο οποίος κατονομάζεται), και είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού με διάνοια κυρίου, μη απαιτούμενων άλλων επιπλέον στοιχείων, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και ο πρώτος λόγος εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί.

Με τον δεύτερο λόγο εφέσεως το εκκαλούν παραπονείται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013, επειδή δεν προσκομίστηκε από τον ενάγοντα το πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ, για το παραδεκτό της συζήτησης. Με βάση όμως όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας η ως άνω διάταξη δεν καθιερώνει διαδικαστικό απαράδεκτο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό του εναγομένου δεν έσφαλε και ο δεύτερος λόγος εφέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί.

Με την ένδικη έφεση το εκκαλούν-εναγόμενο προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η εκκαλουμένη παραγνώρισε την κατά το άρθρο 438 του ΚΠολΔ αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων.

Από τις διατάξεις των άρθρων 438 και 440 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 340 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τα δημόσια έγγραφα αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τα αναφερόμενα στις πρώτες των ως άνω διατάξεων περιστατικά (γενόμενα από τον συντάξαντα αυτά δημόσιο υπάλληλο-λειτουργό ή  πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία ή ενώπιόν του και βεβαιούμενα σ΄ αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει αυτός) όταν αυτά παρέχουν, κατά την ανήκουσα στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας εκτίμηση του περιεχομένου τους από αυτό (Δικαστήριο της ουσίας), άμεση απόδειξη για το αποδεικτέο θέμα. Συνεπώς, όταν αυτά λαμβάνονται υπόψη προς έμμεση απόδειξη από αυτό, κρίνοντας μετά από εκτίμηση του περιεχομένου τους ότι δεν παρέχουν άμεση τοιαύτη, τότε η αποδεικτική τους δύναμη είναι τοιαύτη με αυτή  των λοιπών δικαστικών τεκμηρίων και αυτή των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων (ΑΠ 1042/2002). Στην προκειμένη περίπτωση ο ως άνω ισχυρισμός αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι το παρόν Δικαστήριο, σε κάθε περίπτωση θα λάβει υπόψη του τα έγγραφα αυτά, υπό την προϋπόθεση ότι προσκομίζονται με επίκληση από το εκκαλούν-εναγόμενο κατά τη συζήτηση ενώπιόν του. Επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ΄ έφεση επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις στο Εφετείο περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα, που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτόδικα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων που επανυποβάλλει, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 753/2019). Περαιτέρω δεν πρόκειται για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες  (ΑΠ 149/2020, ΑΠ 258/2019, ΑΠ 696/2017, ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα, ήδη εφεσίβλητο, υπ΄ αρ. ……../4-11-2019 και ………./4-11-2019 ένορκες βεβαιώσεις των ……………. και …………., αντίστοιχα, που, με επιμέλεια αυτού (ενάγοντος, ήδη εφεσίβλητου), λήφθηκαν, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την 4-11-2019, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 423 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015), μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου, Ελληνικού Δημοσίου, ήδη εκκαλούντος, (βλ. την υπ΄ αρ. …………./2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά ………….), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 511/2018, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), εκτός από αυτά, τα οποία επικαλείται ο εφεσίβλητος με τις από 18-5-2022 νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις του, μόνο ως κατωτέρω, ήτοι όλα τα σχετικά έγγραφα που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, καθόσον η επίκληση αυτή δεν είναι νόμιμη, (κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, το οποίο, αν και αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων), χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων αντίστοιχα όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, {σημειώνοντας ότι το εκκαλούν, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις του της πρωτοβάθμιας συζητήσεως (και συγκεκριμένα τις από 23-12-2019 προτάσεις του), καλυπτόμενες από την υπογραφή της Δικαστικής Πληρεξουσίας ΝΣΚ, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας}, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι η οριζόντια ιδιοκτησία υπ΄ αρ. … του ………. ορόφου, της ……… πολυκατοικίας, που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο, που βρίσκεται στη Δραπετσώνα Αττικής, στην κτηματική περιφέρεια του πρώην Δήμου Δραπετσώνας, νυν Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, στον ………………., εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλης, στο οικοδομικό τετράγωνο που περιβάλλεται από τις οδούς ……… και στην οδό …. (πρώην ……), αριθμός ……. Η έκταση, επί της οποίας ανεγέρθηκε η πολυκατοικία, περιήλθε στην κυριότητα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου με απαλλοτρίωση, δυνάμει της υπ΄ αρ. 14820/1930 αποφάσεως, που δημοσιεύθηκε στο υπ΄ αρ. 28/1930 ΦΕΚ (Τεύχος Β), τα δε κτίσματα ανεγέρθηκαν με δαπάνες του (εναγομένου), για τη στεγαστική αποκατάσταση προσφύγων. Το οικόπεδο, στο οποίο έχει ανεγερθεί η ως άνω πολυκατοικία, έχει επιφάνεια 1.413,71 τ.μ. και συνορεύει: Βόρεια σε πρόσωπο πλευράς μήκους μέτρων 74,406 με την οδό …. (πρώην …….), Ανατολικά σε πλευρά μήκους μέτρων 19 με καταστήματα, Νότια σε πλευρά μήκους μέτρων 74,406 με ιδιοκτησία αγνώστων και Δυτικά σε πλευρά μήκους μέτρων 19 με χώρο Δημοσίου. Η δε υπ΄ αρ. …… οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του ……… ορόφου της ………πολυκατοικίας, έχει επιφάνεια 56,23 τ.μ. και αποτελείται από δύο (2) κύρια δωμάτια, χωλλ, κουζίνα, μικρή αποθήκη και W.C. και συνορεύει γύρωθεν με την οδό ……. (πρώην ………..), με καταστήματα, με κλιμακοστάσιο, πλατύσκαλο κλιμακοστασίου, με την υπό στοιχεία Δ-6 οριζόντια ιδιοκτησία του ίδιου ορόφου και με υπόλοιπη δόμηση κτιρίου. Το ως άνω διαμέρισμα παραχωρήθηκε προσωρινά κατά χρήση στην ……….., μάμμη του ενάγοντος, δυνάμει της υπ΄ αρ. πρωτ. 133848/13-10-1938 αποφάσεως του τότε Βασιλείου της Ελλάδος-Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως, για την εκπλήρωση του σκοπού αποκατάστασης αστών προσφύγων. Η ανωτέρω δικαιούχος εγκαταστάθηκε νομίμως στο ως άνω διαμέρισμα, πριν την έκδοση και μεταγραφή οριστικού παραχωρητηρίου, συνέχισε δε να διαμένει σ΄ αυτό μέχρι το θάνατο της, ήτοι έως την 3-10-1943. Για άλλους δικαιούχους προσφυγικής αποκατάστασης εκδόθηκαν (οριστικά) παραχωρητήρια που αφορούσαν άλλα διαμερίσματα της ίδιας πολυκατοικίας (βάσει των οποίων, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, νομίμως συνιστάται οροφοκτησία, αποκτώντας ο κάθε δικαιούχος, αντίστοιχα, ιδιαίτερο αυτοτελές δικαίωμα επί του διαμερίσματος και συγκυριότητα επί των κοινών μερών της όλης οικοδομής, μεταξύ των οποίων και το έδαφος επί του οποίου αυτή έχει οικοδομηθεί, κατά το ιδανικό μερίδιο που του έχει μεταβιβασθεί, και εφόσον τούτο δεν έχει καθορισθεί, προσδιορίζεται από το Δικαστήριο κατά την αναλογία της αξίας του ορόφου ή του διαμερίσματος στο οποίο αντιστοιχεί). Από την αρχή της οίκησής της, ήτοι από την 13-10-1938, η τελευταία παραχώρησε άτυπα, το ως άνω διαμέρισμα στον πατέρα του ενάγοντος, υιό της, …………., ο οποίος, ήδη από την 12-12-1937 είχε τελέσει γάμο με την ……., το γένος …………, οπότε από τότε εγκαταστάθηκαν και αυτοί στην ως άνω οικία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος (………..) από την εγκατάστασή του, την 13-10-1938, σ΄ αυτό με την οικογένειά του, κατόπιν της ως άνω παραχώρησης της μητέρας του, έως και τον θάνατό του, που συνέβη την 26-11-1979, χρησιμοποιούσε αυτό ως κύρια κατοικία του, ασκώντας τη νομή αυτού, συνεχώς, με καλή πίστη και διανοία κυρίου και χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από οποιονδήποτε. Έτσι ο ………. εγκαταστάθηκε στη νομή του επίδικου ακινήτου πριν από το θάνατο της ……….., ήτοι πριν την 3-10-1943, και νεμόταν αυτό και κατά το χρόνο θανάτου της, ιδίω και όχι κληρονομικώ δικαιώματι, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι κάποιος από τους κληρονόμους της ………. εναντιώθηκε, επικαλούμενος κληρονομικό δικαίωμα, στη νομή αυτή. Ακολούθως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2, 4, 10, 12, 16, 20 και 70 του από 15/28-7-1939 Β.Δ., που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω ως εκ του χρόνου κατά τον οποίο έλαβε χώρα η παραχώρηση του επίδικου ακινήτου στην απώτερη δικαιοπάροχο του ενάγοντος (13-10-1938), συνάγεται, όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, ότι από την παρέλευση έτους από την αποπληρωμή ολόκληρου του τιμήματος ακινήτου που διατέθηκε προς αστική αποκατάσταση πρόσφυγα, ο υπέρ ου η διάθεση αποκτά πλήρες και απεριόριστο δικαίωμα κυριότητας και πριν ακόμη από την έκδοση οριστικού παραχωρητηρίου και τη μεταγραφή αυτού, η δε οφειλή του για το τίμημα ακινήτου που παραχωρήθηκε πριν από την 11-11-1944, λογίζεται, κατά πλάσμα του νόμου, εξοφληθείσα έκτοτε, δηλαδή από την 11-11-1944, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 2 του Ν. 18/1944 και 1 παρ. 3 του Α.Ν. 1073/1946. Επομένως, μετά την παρέλευση έτους από την κατά τα άνω πλασματική εξόφληση του τιμήματος, το ακίνητο που παραχωρήθηκε καθίσταται δεκτικό χρησικτησίας, αφού το Δημόσιο, του οποίου τα ακίνητα από 12-9-1915 και εφεξής είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας (Ν. ΒΧΗ/1912, ΝΔ 12-4/16-5-1926), παύει να έχει έκτοτε οποιοδήποτε δικαίωμα επί του ακινήτου. Στην προκειμένη περίπτωση μετά την παρέλευση έτους από την πλασματική αποπληρωμή του τιμήματος, δηλαδή μετά την 11-11-1945, (εφόσον δεν αποδείχθηκε πραγματική αποπληρωμή και το επίδικο ακίνητο είχε παραχωρηθεί πριν την 11-11-1944, ήτοι την 13-10-1938) το Ελληνικό Δημόσιο αποξενώθηκε από αυτό, το οποίο πλέον ήταν δεκτικό χρησικτησίας. Μετά το θάνατο της ………., ο ………… συνέχισε να κατοικεί μόνιμα στο ακίνητο (οριζόντια ιδιοκτησία-διαμέρισμα), ήτοι στο επίδικο, έως το θάνατό του, την 26-11-1979, χωρίς να θελήσει ή να απαιτηθεί ποτέ να μετοικήσει από αυτό, ασκώντας επ΄ αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του και τον προορισμό του πράξεις νομής με τις οποίες φανέρωνε τη βούλησή του να έχει το πράγμα σαν δικό του. Ειδικότερα, ο πατέρας του ενάγοντος μεριμνούσε ώστε να παραμένει αυτό κατάλληλο προς οίκηση, το συντηρούσε και πραγματοποιούσε τις απαιτούμενες επισκευές και εργασίες (ηλεκτρολογικές, υδραυλικές, ελαιοχρωματισμούς κλπ). Ομοίως, μετά τον θάνατο του τελευταίου, την 26-11-1979, ο ενάγων, ως μοναδικός κληρονόμος εκ διαθήκης αυτού, και δη δυνάμει της από 15-5-1978 ιδιόγραφης διαθήκης, που δημοσιεύτηκε νόμιμα και κηρύχθηκε κυρία δυνάμει των υπ΄ αρ. 456/2011 πρακτικών και αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά τη συνεδρίαση της 8-4-2011), σύμφωνα και με το άρθρο 1051 ΑΚ (προσαύξηση χρόνου νομής λόγω καθολικής διαδοχής), συνέχιζε να ασκεί συνεχώς και αδιαλείπτως τις ίδιες πράξεις νομής και κατοχής στο επίδικο με διάνοια κυρίου, χωρίς το δικαίωμά του να αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε. Το δε έτος 1999, η όλη οικοδομή, λόγω σεισμού, υπέστη ανεπανόρθωτες βλάβες και κρίθηκε κατεδαφιστέα, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί η κατεδάφισή της. Συνεπώς, ο ενάγων κατέστη κύριος του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, δεδομένου ότι προσμετρώντας το χρόνο χρησικτησίας του στο χρόνο χρησικτησίας του ως άνω δικαιοπαρόχου του, (δοθέντος, ότι όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, μετά την παρέλευση έτους από την πραγματική ή πλασματική αποπληρωμή τους τα αστικά προσφυγικά ακίνητα καθίστανται δεκτικά χρησικτησίας και το Δημόσιο αποξενώνεται από κάθε δικαίωμα επ΄ αυτών), νέμεται αυτό (επίδικο ακίνητο), αδιατάρακτα και συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών έως την ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή αυτή, ήτοι έως την 9-5-2005, και συνεπώς από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946) συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας. Περαιτέρω, η ανωτέρω πολυκατοικία έχει λάβει ΚΑΕΚ ……………., ενώ η επίδικη ιδιοκτησία δεν αποτυπώθηκε ως αυτοτελής ιδιοκτησία στα κτηματολογικά βιβλία με ξεχωριστό ΚΑΕΚ, αλλά περιλαμβάνεται στο κτηματολογικό φύλλο του οικοπέδου με ΚΑΕΚ ………………, χωρίς κάποιο άλλο προσδιοριστικό στοιχείο. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, το οποίο ουδέποτε αμφισβητήθηκε από οποιονδήποτε. Σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο άσκησε μετά την 11-11-1945 οποιαδήποτε πράξη νομής σε αυτό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη και ελλιπή αιτιολογία, δέχθηκε, ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη την αγωγή, αναγνωρίζοντας την κυριότητα του ενάγοντος στην επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία και διατάσσοντας τη διόρθωση της ανακριβούς αρχικής κτηματολογικής εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να δημιουργηθεί αυτοτελές κτηματολογικό φύλλο, με ξεχωριστό ΚΑΕΚ, στο οποίο θα αναγράφεται το δικαίωμα πλήρους και κατά ποσοστό 100% κυριότητας του ενάγοντος στην επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία, λόγω έκτακτης χρησικτησίας, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία και συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει οι σχετικοί λόγοι της ένδικης εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 και την υπ΄ αρ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20-11-1993), σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του Ν. 2579/1998 (ΑΠ 858/2020, ΑΠ 1129/2019, ΑΠ 1375/2018), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 15-6-2021 (αρ. καταθ. ………./2021) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 737/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Καταδικάζει το εκ καλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 20-1-2023.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεως της Δικαστή Αικατερίνης Κοκόλη, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ