Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 89/2023

Αριθμός     89/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………… εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Στυλιανή Μαχαίρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Τσοκανά.

Β. ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΕΩΣ: Ανώνυμης εταιρείας ……………, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Στυλιανή Μαχαίρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΑΣΚΗΣΗ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΕΦΕΣΕΩΣ: ……………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Νικόλαο Τσοκανά.

Ο υπό στοιχ Α εφεσίβλητος-Β καθ΄ ου η άσκηση προσθέτων λόγων εφέσεως κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  12.4.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκα η υπ΄ αριθμ.  4110/2018  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που παράπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση σε έτερη συνεδρίασή του, κατά τη νέα τακτική διαδικασία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το Ν 4335/2015 και η υπ΄ αριθμ. 3549/2019 απόφαση αυτού, που δέχθηκε την ανακοπή.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β ασκούσα τους πρόσθετους λόγους έφεσης, με την από  2.3.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ………./2020, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου  …………./2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 4η.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς  και την υπ΄αριθμ. 84/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Αικατερίνης Νομικού, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο  της 11ης.11.2021, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης καθώς και  με τους από  7.10.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2021) πρόσθετους λόγους έφεσης, των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 11η.11.2021, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της υπό στοιχ Α εκκαλούσας-Β ασκούσας τους πρόσθετους λόγους εφέσεως, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του υπό στοιχ Α εφεσιβλήτου-Β καθ΄ ου η άσκηση των προσθέτων λόγων έφεσης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη έφεση κατά της με αριθμό 3549/2019  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική  διαδικασία  με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση στις 4-3-2020, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε νόμιμα στην καθής η ανακοπή στις 4-2-2020 (βλ. τη με αριθμό ……../4-2-2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας, ……………), ενώ κατατέθηκε  και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό …………./ 2020 e- παράβολο). Ομοίως, παραδεκτά έχουν ασκηθεί με αυτοτελές δικόγραφο (αρ.εκθ.κατ. …………/2021), που κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, οι συνεκδικαστέοι με την έφεση, κατ’άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ, πρόσθετοι λόγοι  αυτής,  αντίγραφο του δικογράφου των οποίων επιδόθηκε στην εφεσίβλητη στις 11-10-2021, ήτοι 30 ημέρες πριν τη συζήτηση της υπόθεσης , κατ’ άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό ……../ 11-10-2021 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ….. ……). Η ως άνω έφεση πρέπει να   γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …………./ 2017 ανακοπή ο ανακόπτων, και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε, ότι με την υπ’ αριθμ. 2821/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, του επιδικάστηκε νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, ποσού 58.333,33 ευρώ, πλέον τόκων, σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που έχει ως αντικείμενο το σχεδιασμό ερευνητικών προγραμμάτων και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, στην οποία αυτός εργαζόταν ως γενικός οικονομικός διευθυντής από τις 23-11-2009 έως τις 18-1-2013, οπότε η τελευταία κατήγγειλε την μεταξύ τους σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ότι δυνάμει του από 7-3-2017 κατασχετήριου επέβαλε εις χείρας της καθ’ ης, ως τρίτης, αναγκαστική κατάσχεση για την ικανοποίηση της εν λόγω απαίτησης του, που ήδη ανέρχεται (μετα τόκων και δικαστικών εξόδων) στο συνολικό ποσό των 75.021,53 ευρώ. Ότι το ως άνω κατασχετήριο έγγραφο επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 15-3-2017, πλην, όμως, η τελευταία παρέλειψε να προβεί εντός της νόμιμης οκταήμερης προθεσμίας στη δήλωση του άρθρου 985 παρ. 1 ΚΠολΔ, με συνέπεια η παράλειψη της αυτή να εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση κατ’ άρθρο 985 παρ.3 ΚΠολΔ, η οποία, όμως, είναι ανακριβής, δεδομένου ότι αυτή οφείλει προς την οφειλέτρια εταιρεία (εργοδότρια του) το συνολικό ποσό των 861.000 ευρώ, για μηνιαία (πάγια) αμοιβή για εκ μέρους της παρασχεθείσες σε αυτήν υπηρεσίες, σχετικές με αξιολόγηση προσωπικού, δημόσιες σχέσεις, διοργάνωση και διενέργεια σεμιναρίων διαφήμισης, κατά το χρονικό διάστημα από Μάιο έτους 2011 έως Δεκέμβριο έτους 2012, σύμφωνα με το από 1-11-2010 μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό. Ζητούσε δε, για το λόγο αυτό να αναγνωρισθεί η ύπαρξη της κατασχεθείσας απαίτησης, ποσού 861.000 ευρώ, και η αναλήθεια της τεκμαιρόμενης αρνητικής δήλωσης της καθής, καθώς και να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το ως άνω ποσό των 75.021,53 ευρώ. Επ’ αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 4110/2018 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που την παρέπεμψε να δικασθεί κατά τη νέα τακτική διαδικασία, και ακολούθως, μετά την εκ νέου συζήτηση της υπόθεσης, η εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, με την οποία την έκανε δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη, και εκτιμώντας τα αιτήματα αυτής, ακύρωσε την εξομοιούμενη με αρνητική δήλωση της καθής και υποχρέωσε αυτή να καταβάλει στον ανακόπτοντα το αιτούμενο ποσό. Ήδη  η καθ’ ής  με την κρινόμενη έφεση της παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η σε βάρος της ανακοπή να απορριφθεί.

ΙΙΙ. Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται, διότι  η ανακοπή δεν απορρίφθηκε ως αόριστη, μολονότι δεν αναφέρεται σε αυτήν η δικαιογόνος αιτία της κατασχεθείσας εις χείρας της απαίτησης και το περιεχόμενο της.  Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, η  απαίτηση προσδιορίζεται επαρκώς ως αφορώσα οφειλόμενη συμφωνημένη μηνιαία (πάγια) αμοιβή για παρασχεθείσες υπηρεσίες σχετικές με αξιολόγηση προσωπικού, δημόσιες σχέσεις, διοργάνωση και διενέργεια σεμιναρίων διαφήμισης, κατά τα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών εγγράφως συμφωνηθέντα.

IV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται στα με αριθμό …../2018 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, και όλων των εγγράφων, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ανακόπτων, κατά το χρονικό διάστημα από 23-11-2009 έως 18-1-2013 απασχολήθηκε, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως γενικός οικονομικός διευθυντής στην εταιρεία με την επωνυμία «……..» και το διακριτικό τίτλο «…………», η οποία έχει ως επιχειρηματική δραστηριότητα το σχεδιασμό ερευνητικών προγραμμάτων και την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2821/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,  επιδικάστηκε σε αυτόν και σε βάρος της ως άνω εργοδότριας του, που δικάστηκε ερήμην, το ποσό των 58.333,33 ευρώ, για αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Αντίγραφο της ως άνω απόφασης επιδόθηκε νόμιμα στην τελευταία στις 17-2-2015 (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……./17-2-2015 και ……/17-2-2015 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας, ……………), και ακολούθως στις 2-1-2017, μετά τη τελεσιδικία της ως άνω απόφασης, λόγω της άπρακτης παρόδου της προθεσμίας για άσκηση ενδίκων μέσων κατά αυτής, ο ανακόπτων της επέδωσε και αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με επιταγή προς πληρωμή (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……./2-1-2017 και ………../2-1-2017 εκθέσεις επιδόσεως της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας), και την επέτασσε να του  καταβάλει  τα κάτωθι ποσά: α) για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 58.333,33 ευρώ, β) για νόμιμους τόκους μέχρι 07-12-2016 το ποσό των 17.095,29 ευρώ γ) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 1.780,00 ευρώ, δ) για λήψη απογράφου το ποσό των 621,20 ευρώ ε) για σύνταξη επιταγής το ποσό των 1.500,00 ευρώ ε) για παραγγελία προς επίδοση καθώς και για επίδοση το ποσό των 80,00 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 75.021,53 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της επιταγής μέχρις εξοφλήσεως. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι στις 1-11-2010 καταρτίστηκε μεταξύ της  καθ’ ης η ανακοπή και της ως άνω εργοδότριας του ανακόπτοντος έγγραφη σύμβαση, με αντικείμενο  την παροχή εκ μέρους της τελευταίας υπηρεσιών σχετικών με αξιολόγηση προσωπικού, δημοσίων σχέσεων, διοργάνωσης και διενέργειας σεμιναρίων διαφήμισης, αντί μηνιαίας αμοιβής, ποσού 100.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 23%, καταβλητέας εντός του πρώτου πενθημέρου από την έκδοση του σχετικού νόμιμου παραστατικού παροχής υπηρεσιών. Με το άρθρο 5 της ως άνω σύμβασης, η διάρκεια της ορίστηκε τριετής, με έναρξη  την 1-11-2010 και λήξη την 31-10-2013, και με δυνατότητα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο, κατόπιν έγγραφης ειδοποίησης ένα μήνα πριν από την ημερομηνία επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η ως άνω σύμβαση λειτούργησε κανονικά από την ημερομηνία υπογραφής της έως και το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2011, καθ’ ο διάστημα  η ως άνω εταιρεία «…………» παρείχε προσηκόντως τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες της στην καθ’ ης. Ωστόσο, η τελευταία δεν ήταν συνεπής στις συμβατικές της υποχρεώσεις, αναφορικά με την καταβολή της συμφωνηθείσας αμοιβής, με συνέπεια να οφείλει στην αντισυμβαλλόμενη της το συνολικό  ποσό των 861.000 ευρώ, όπως συνομολογείται και στο από 19-03-2012 ηλεκτρονικό μήνυμα, που απέστειλε η προϊσταμένη του λογιστηρίου της καθ’ ης η ανακοπή, προς τον προϊστάμενο των Οικονομικών Υπηρεσιών της «……….». Η καθ’ής ισχυρίζεται ότι η  εν λόγω σύμβαση λύθηκε άτυπα το Μάιο του έτους 2011. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε. Αντιθέτως, απο  τα υπ’ αριθμ. …./20-05-2011, …./21-06-2011 και …/25-07-2011 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, εκδόσεως της «………», με λήπτρια την καθής, συνολικού ποσού 300.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, το περιεχόμενο των οποίων η καθής ουδέποτε  αμφισβήτησε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, καθώς και το υπ’ αριθμ. πρωτ. …/09-12-2013 έγγραφο του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά,  σύμφωνα με το οποίο η εταιρεία «……….»  υπέβαλε στην αρμόδια εφορία δήλωση για τη χρήση από 01-01-2011 έως και 31-12-2011, με συναλλαγές παροχής υπηρεσιών προς την  καθής, ποσού 1.200.000 ευρώ, άνευ του αναλογούντος ΦΠΑ., προκύπτει ότι η μεταξύ τους επαγγελματική συνεργασία συνεχίστηκε καθ’ όλο το έτος 2011. Το γεγονός δε αυτό επιβεβαιώνει και ο μάρτυρας που εξετάστηκε πρωτοδίκως με επιμέλεια του ανακόπτοντος, ο οποίος είχε την ιδιότητα του διευθυντή Οικονομικών της «………….», και ο οποίος κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως, ότι η τελευταία παρείχε τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες προς την καθ’ ης η ανακοπή μέχρι και το τέλος του έτους 2011. Επισημαίνεται τέλος, ότι τα ίδια ως άνω έγιναν τελεσιδίκως δεκτά και με τη υπ’ αριθμ 4561/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε ταυτόσημη υπόθεση (ανακοπή κατά τεκμαιρόμενης αρνητικής δήλωσης της καθης) άλλων εργαζομένων της εταιρίας «………..». Ακολούθως, αποδείχθηκε, ότι ο ανακόπτων, δυνάμει του από 7-3-2017 κατασχετήριου εγγράφου, που επιδόθηκε στην καθ’ ης στις 13-3-2017 (βλ. την υπ’ αριθμ. ……../13-03-2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά ………….) και στην εργοδότρια-οφειλέτρια του, εταιρεία, στις 15-3-2017 (βλ. τις υπ’ αριθμ. ……. και ………../15-03-2017 εκθέσεις επιδόσεως της ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας) κατάσχεσε στα χέρια της καθής, ως τρίτης, και για το συνολικό ποσό των 75.021,23 ευρώ, την ανωτέρω σε βάρος αυτής απαίτηση  της ήδη υπό εκκαθάριση τεθείσας εταιρείας «………….», προς ικανοποίηση της  δικής του, κατά τα προαναφερθέντα, απαίτησης έναντι της τελευταίας. Ωστόσο, η καθ’ ης η ανακοπή δεν προέβη σε έγγραφη  δήλωση σχετικά με την ύπαρξη της απαίτησης εντός της νομίμου οκταήμερης προθεσμίας, με αποτέλεσμα η παράλειψη της να εξομοιούται με αρνητική δήλωση (βλ. το υπ’ αριθμ. πρωτ. ……../2017 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Πειραιά), η οποία, σύμφωνα με  τα προεκτεθέντα είναι ανακριβής, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του δευτέρου προσθέτου λόγου της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα διατείνεται τα αντίθετα.

V. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 522, 534 ΚΠολΔ εάν το διατακτικό της απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται ορθό, δεν παρέχεται στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης με έφεση απόφασης, η δυνατότητα να ερευνήσει παράπονα που δεν προβλήθηκαν με λόγους έφεσης ή ισχυρισμούς που δεν προβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, αλλά προϋποθέτει ότι το Εφετείο ενεργεί χωρίς να υπερβαίνει τα οριοθετούμενα με τους λόγους της έφεσης όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης. Ετσι, εάν ο εναγόμενος παραπονείται με την έφεσή του, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αόριστη κάποια ένστασή του, το Εφετείο δεν έχει την εξουσία να ερευνήσει την νομική ή ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης και εάν την κρίνει νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη να απορρίψει την έφεση και να αντικαταστήσει απλώς την αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς να την εξαφανίσει, αλλά οφείλει να περιορισθεί μόνο στην έρευνα του διατυπούμενου με το σχετικό λόγο της έφεσης παραπόνου και εάν κρίνει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ως αόριστη, ενώ αυτή ήταν ορισμένη, είναι υποχρεωμένο να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, μόνο δε μετά την εξαφάνισή της και διακράτηση της υπόθεσης, προς εξέταση της ουσίας της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ), μπορεί να ερευνήσει τη νομιμότητα και την ουσιαστική βασιμότητα της ένστασης. (ΑΠ 385/ 2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VI. Εν προκειμένω, η εκκαλούσα-καθής η ανακοπή με τον μοναδικό κύριο λόγο της έφεσης της, παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη ως αόριστης της νομίμως προβληθείσας πρωτοδίκως με τις προτάσεις της, ένστασης παραγραφής της κατασχεθείσας απαίτησης. Ειδικότερα, αυτή ισχυρίζεται, ότι η εν λόγω απαίτηση, που, κατά τα οριζόμενα στο δικόγραφο της ανακοπής, απορρέει από παρασχεθείσες κατ’επάγγελμα υπηρεσίες, έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 250 ΑΚ, καθόσον η αξίωση γεννήθηκε εντός του έτους 2011 και ως εκ τούτου η παραγραφή της, που άρχισε στο τέλος του ίδιου έτους  κατ’ άρθρο 253 ΑΚ, τελικώς επήλθε στις 1-1-2016. Η  ως άνω ένσταση απορρίφθηκε ως αόριστη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι «η καθής δεν επικαλείται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν τις προϋποθέσεις για να ισχύσει η απόκλιση από το γενικό κανόνα της εικοσαετούς παραγραφής και ειδικότερα  αυτή δεν επικαλείται κάποια από τις αναφερόμενες περιπτώσεις αξιώσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ ούτε προσδιορίζει δυνάμει ποιας επαγγελματικής σχέσης ή ιδιότητας εκτελέστηκε η μεταξύ τους σύμβαση, χωρίς να αρκεί για το ορισμένο της ένστασης η αναφορά, ότι η απαίτηση της «……………» προέρχεται από τιμολόγια, καθόσον ουδόλως προσδιορίζεται σε τι αφορά η αξίωση που ενσωματώνουν τα επίδικα τιμολόγια». Ωστόσο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η προβαλλόμενη ένσταση τυγχάνει πλήρως ορισμένη, καθόσον η απαίτηση προσδιορίζεται επαρκώς ως οφειλόμενη συμφωνηθείσα αμοιβή της εταιρίας «…………….» για την παροχή εκ μέρους της υπηρεσιών σχετικών με αξιολόγηση προσωπικού, δημοσίων σχέσεων, διοργάνωσης και διενέργειας σεμιναρίων διαφήμισης,  (άρθρο 250 περ. 5 ΑΚ), και είναι η ίδια που αναφέρει και ο ανακόπτων στο δικόγραφο της ανακοπής του. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που την απέρριψε ως αόριστη έσφαλε και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, όπως και η έφεση, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση,  ακολούθως δε το Δικαστήριο τούτο πρέπει να διακρατήσει την υπόθεση κατ’άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ, και να εξετάσει την νομιμότητα και την ουσιαστική βασιμότητα αυτής.

VII. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι η αρξάμενη στις 1-1-2012 πενταετής παραγραφή της γεννηθείσας εντός του έτους 2011 κατασχεθείσας απαίτησης (άρθρο 251 ΑΚ) διεκόπη, σύμφωνα με τη νομίμως προβληθείσα πρωτοδίκως αντένσταση του εφεσιβλήτου- ανακόπτοντος, που επαναφέρεται παραδεκτώς με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την έγγραφη αναγνώριση αυτής στις 19-3-2012 από την καθής (άρθρο 260 ΑΚ), μέσω της προϊσταμένης του λογιστηρίου της, η οποία  ενήργησε εντός του κύκλου των αρμοδιοτήτων της ως αντιπρόσωπος αυτής (βλ. και  ΑΠ 1043/2011, 722/ 2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και εκκίνησε να τρέχει εκ νέου στις 1-1-2013 (άρθρο 270 ΑΚ), με συνέπεια να μην έχει συμπληρωθεί κατά τον χρόνο, που  επιβλήθηκε η κατάσχεση αυτής στα χέρια της καθής στις 13-3-2017, αλλά ούτε και κατά τον χρόνο άσκησης της ανακοπής στις 12-4-2017, με την οποία ζητείται και η καταψήφιση του  ποσού  αυτής (βλ. την επικαλούμενη με αριθμό ………../12-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών, ……….) (άρθρο 261 ΑΚ). Κατόπιν τούτου, η  εν λόγω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Μετά ταύτα, η ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να ακυρωθεί η τεκμαιρόμενη αρνητική δήλωση της καθής και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στον ανακόπτοντα το συνολικό ποσό των 75.021,53 ευρώ. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα το παράβολο, που κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσης της, ενώ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων  την με αρ.εκθ.κατ.    ……../2020 (……./2020) έφεση και το με αρ.εκθ.κατ. …………./ 2021 δικόγραφο προσθέτων λόγων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  ουσιαστικά την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 3549/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 12-04-2017 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………../2017 ανακοπή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ  την τεκμαιρόμενη αρνητική δήλωση της καθής η ανακοπή .

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την καθής η ανακοπή να καταβάλει στον ανακόπτοντα το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων είκοσι ενός ευρώ και είκοσι τριών λεπτών (75.021, 23 ευρώ), για το οποίο επιβλήθηκε κατάσχεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της καθής η ανακοπή, και τα ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450,00) ευρω.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 3 Φεβρουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ