Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 126/2023

Αριθμός     126/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Κοκκονό (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:   ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Φωτεινή Χαλκιά.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  14.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2318/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από  10.9.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  στο Πρωτοδικείο ………./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο ………./2020)  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 10.9.2020 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./11.9.2020 – ………/30.9.2020) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος εναγομένου κατά της πρωτοδίκως εν μέρει νικησάσης ενάγουσας και της υπ΄αριθ. 2318/25.6.2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ειδικής Διαδικασίας Διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση), ασκήθηκε νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ.β΄εδ.α, 516 παρ.1, 517 εδ.α και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την από την από 15.7.2020 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή .. ….., επί του σώματος του κοινοποιηθέντος στον εκκαλούντα – εναγόμενο εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με την ως άνω  ημερομηνία κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.  Πρέπει, επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλην  και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια ως άνω  διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), εν όψει του ότι για το παραδεκτό της κατατέθηκε τα προσήκον υπ΄αριθ. ………. /2020 ηλεκτρονικό παράβολο έφεσης (495 παρ. 3 Αβ ΚΠολΔ).

Με την από 14.2.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. …………./2019) αγωγή της, όπως παραδεκτά περιορίστηκε το αίτημά της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε ότι   τέλεσε με τον εναγόμενο νόμιμο θρησκευτικό γάμο στον Ιερό Ναό ……. στη Νίκαια Αττικής, την 11η. 02.1995, από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνα, τη …….., που γεννήθηκε την 20η.12.1996, τη ………, που γεννήθηκε την 01η. 12.2000 και τον ………, που γεννήθηκε την 21η.02.2003. Ότι η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά, δυνάμει δε της υπ’ αριθ. 1890/2017 αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, που έχει καταστεί αμετάκλητη από την 19η. 10.2017, λύθηκε ο μεταξύ τους γάμος. Ότι κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους ο εναγόμενος δε διέθετε κανένα περιουσιακό στοιχείο. Ότι κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους ο τελευταίος απέκτησε δυνάμει του υπ’ αρ. ………./08.03.2001 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού ………, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το υπό στοιχείο Δ1 διαμέρισμα του Δ ορόφου, επιφάνειας 70,50 τ.μ., καθώς και τη Υ-4 αποθήκη του υπογείου, επιφάνειας 5,80 τ.μ., αμφότερα ευρισκόμενα σε πολυκατοικία κείμενη στη Νίκαια Αττικής, στην οδό ……….., αντί συνολικού τιμήματος 31.500.000 δρχ., ήτοι αντί του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος 22.000.000 δρχ. και επιπλέον, εκτός συμβολαίου, τιμήματος ποσού 9.500.000 δρχ, το οποίο είχε προέλθει από την προηγηθείσα πώληση του 1-3 διαμερίσματος του τρίτου ορόφου, κυριότητας της ενάγουσας, ευρισκόμενου στον Κορυδαλλό Αττικής, στην οδό ….. και ……….., εκτάσεως 58 τ.μ., το οποίο είχε αποκτήσει πριν την τέλεση του γάμου της με τον εναγόμενο και το οποίο πώλησε δυνάμει του υπ’ αρ. ………./05.02.2001 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού …….., αντί τιμήματος 14.000.000 δρχ., προκειμένου να γίνει η αγορά των προαναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών από τον εναγόμενο. Ότι εν συνεχεία, και μέσα στο πλαίσιο λύσης του μεταξύ των διαδίκων γάμου, συμφωνήθηκε από αυτούς, όπως ο εναγόμενος μεταβιβάσει τις προαναφερόμενες ιδιοκτησίες του σε «τέκνο της επιλογής του», με αποτέλεσμα ο τελευταίος να μεταβιβάσει μόνο την ψιλή κυριότητα των εν λόγω ιδιοκτησιών του στη θυγατέρα τους ……., παρακρατώντας για τον εαυτό του την ισόβια  επικαρπία αυτών. Ότι κατά το χρόνο λύσης του γόμου τους (19.10.2017) η περιουσία του εναγόμενου είχε αυξηθεί και αποτελούνταν από την επικαρπία των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών, αξίας κατά την άσκηση της αγωγής 44.000,00 ευρώ για το διαμέρισμα και 2.400,00 ευρώ για την αποθήκη, καθώς και από την πλήρη κυριότητα ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου, μάρκας TOYOTA YARIS, έτους κατασκευής 2004, αξίας κατά την άσκηση της αγωγής 4.000,00 ευρώ, με αποτέλεσμα η περιουσία του να έχει αυξηθεί συνολικά κατά το ποσό των 50.400,00 ευρώ. Ότι το ανωτέρω ποσό αποτελεί την αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου διαρκούντος του γάμου τους, η οποία διατηρείται μέχρι και σήμερα. Οτι στην άνω αύξηση συνέβαλε η ίδια κατά ποσοστό 50% : α) Με την καταβολή ποσού 9.500.000 δρχ, ήτοι 27.880,00 ευρώ (κατόπιν επιτρεπτής διόρθωσης του ποσού με τις προτάσεις της) από την πώληση του προαναφερόμενου διαμερίσματος κυριότητάς της, β) με την παροχή των προσωπικών της υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των οικογενειακών τους αναγκών, ήτοι για την ανατροφή των τέκνων τους, τη φροντίδα του εναγόμενου, καθώς και τη συντήρηση της οικογενειακής εστίας, οι οποίες υπηρεσίες της κάλυπταν το 100% των οικογενειακών τους αναγκών και αποτιμώνται στα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή ανά μήνα ποσά, από τα οποία το ήμισυ εξ αυτών αντιστοιχεί στην υποχρέωσή της για συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες, ενώ το υπόλοιπο ήμισυ συνολικό ποσό των 79.529,97 ευρώ αντιστοιχεί στη αξία των παροχών της που υπερβαίνουν την οφειλόμενη συνεισφορά της, γ) με την παροχή χρηματικών ποσών από την εργασία της, ως πωλήτρια και ως ξενοδοχοϋπάλληλος, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, με τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην αγωγή ποσά και συνολικά με το ποσό των 51.629,63 ευρώ και δ) με την εκ μέρους της παροχή συζυγικής στέγης στον εναγόμενο, από την τέλεση του γάμου τους (11.02.1995) μέχρι και την 05η.02.2001, στο προαναφερόμενο διαμέρισμα ιδιοκτησίας της στον Κορυδαλλό, με μισθωτική αξία 60.000 δρχ. ή 176,08 ευρώ μηνιαίως και κατά την αναλογία του εναγόμενου 30.000 δρχ. ή 88,04 ευρώ μηνιαίως, ήτοι με αναλογία μισθωτικής αξίας για τον εναγόμενο για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα συνολικά 6.338,88 ευρώ.

Ζητούσε δε με βάση τα ανωτέρω, να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να της καταβάλει το 50% της αύξησης της περιουσίας του, ήτοι το ποσό των 25.200 €, το οποίο αποτελεί τη δική της συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του, άλλως επικουρικώς για την περίπτωση που η συμβολή της κριθεί ότι ανέρχεται μόνο στο τεκμαρτό ποσοστό του 1/3, ζητούσε να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να της καταβάλει το 1/3 της επαύξησης της περιουσίας του, ήτοι το ποσό των 16.800 € και τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε  εν μέρει δεκτή την αγωγή κατά την κύρια βάση της και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 23.200 €, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και του επέβαλε τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του και ζητεί να ακυρωθεί και εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να επιβληθεί η δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στην εφεσίβλητη.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, …….. και …….., αντίστοιχα, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζονται με επίκληση και των υπ΄αριθ. .., … και …. από 13.5.2019 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων της ενάγουσας – εφεσίβλητης ……., ……… και ………., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθησαν    μετά από νόμιμη κλήτευση του εναγομένου – εκκαλούντος (βλ. υπ΄αριθ. ……./7.5.2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή ……..), χωρίς να λαμβάνονται υπ΄οψιν  οι υπ΄αριθ. ….. και …… από 21.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του εναγομένου – εκκαλούντος …….. και ……. που ελήφθησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, διότι η κλήτευση της ενάγουσας δεν έλαβε χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ, καθώς, λήφθηκε μεν στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης, μετά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής και εντός της προθεσμίας προσθήκης-αντίκρουσης, μετά από προηγούμενη εμπρόθεσμη μεν κλήτευση της  αντιδίκου του (ήδη εφεσίβλητης), προ δύο τουλάχιστον εργάσιμων ημερών πριν τη λήψη της, που έγινε στις 16.10.2019, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά (βλ. τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), στην οποία, όμως, γνωστοποίηση-κλήση, δεν αναφέρονται, κατά παράβαση του, εφαρμοζομένου στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη,  άρθρου 422 παρ.1 του ΚΠολΔ, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση των ενόρκως εξετασθέντων στη συνέχεια, άνω μαρτύρων, πλέον δε, δεν χρησιμοποιήθηκαν για αντίκρουση νέων πραγματικών ισχυρισμών,  με αποτέλε­σμα κατ` άρθρο 424 του ΚΠολΔ, να μην λαμβάνεται υπόψη, ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, ούτε για τη συνα­γωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΕφΑιγ 35/2020, ΝΟΜΟΣ).

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 § 2 εδ. γ` και εδ. δ` του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 270 ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 1 του Ν.4335/2015, ένορκες βεβαιώσεις  ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκει­ται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέ­ρες πριν από αυτή, ενώ για την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή μέσα στις προ­θεσμίες των άρθρων 237 § 3 και 238 εδ. γ` του ΚΠολΔ (όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίηση τους με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 2 του ίδιου νόμου) πρόσθε­των βεβαιώσεων το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες. Με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 3 του Ν.4335/2015 προστέθηκαν οι νέες διατάξεις των άρθρων 421 έως 424 του ΚΠολΔ, με τις οποίες επιφέρονται εκτε­ταμένες μεταβολές στο δίκαιο των ένορκων βεβαιώσεων. Συγκεκριμένα, οι παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 237 και 591 του ΚΠολΔ, όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν, αντίστοιχα, με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο § 2 και άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ίδιου νόμου, προβλέπουν, τους εξής όρους του υποστα­τού – παραδεκτού της ένορκης βεβαίωσης: α) κλήτευση του αντιδίκου με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύ­δει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, β) τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορι­σμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης, γ) πλήρες περιεχόμενο κλήσης σύμφωνα με το νέο άρθρο 422 § 1 του ΚΠολΔ, το οποίο να διαλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονο­ματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα, την αγωγή ή ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύ­θυνση της κατοικίας του μάρτυρα, δ) λήψη μέχρι πέντε ένορκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικο ενώπιον του λειτουργικά και κατά τόπον αρμόδιου οργάνου, ε) ιδιό­τητα μάρτυρα, τρίτο πρόσωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν, στ) ορκοδοσία και ζ) εμπρόθε­σμη υποβολή της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις. Αν δεν πληρούται κάποιος από τους ανωτέρω όρους, η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη, στην δε περίπτωση ζ΄ απαράδεκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 του ΚΠολΔ και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι η κλήση για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης που επιδίδεται μετά την 1-1-2016 πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 422 § 1 του ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, από τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 424 του ΚΠολΔ, οι οποίες προσετέθησαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 Ν. 4335/2015, συνάγεται ότι είναι παραδεκτή η επίκληση και προσκόμιση από τους διαδίκους προαποδεικτικώς προς απόδειξη ή ανταπόδειξη αρμοδίως ληφθεισών κατά την εν λόγω διάταξη του άρθρου 421 ΚΠολΔ ενόρκων βεβαιώσεων, υπό την προϋπόθεση της επιδόσεως επιμελεία του ενδιαφερομένου διαδίκου προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών προ της ημερομηνίας λήψεως της βεβαιώσεως κλήσεως προς τον αντίδικο, στην οποία να αναφέρονται η αγωγή ή το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο, το οποίο αφορά η βεβαίωση, ο τόπος, η ημέρα και η ώρα λήψεως της βεβαιώσεως και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση κατοικίας του βεβαιούντος, εάν δε παραλειφθεί η εν λόγω επίδοση ή το δικόγραφο της κλήσεως δεν περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία, αυτεπαγγέλτως, ανεξαρτήτως βλάβης του καθ` ου, η δοθείσα βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπ` όψιν από το δικαστήριο ως αποδεικτικό μέσο στην δίκη, την οποία αφορά, ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δεν έλαβε υπ όψιν τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις επειδή δεν προτάθηκαν νέοι αυτοτελείς ισχυρισμοί από την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ώστε να δικαιολογείται η λήψη τους μετά από προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος που έλαβε χώρα στο  ακροατήριο και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, προσκομίστηκαν δε μέσα στην προθεσμία προσθήκης των προτάσεων, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο σχετικός (4ος) λόγος έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι κακώς δεν ελήφθησαν υπ όψιν οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, πρέπει να απορριφθεί ως  μη νόμιμος.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται για άμεση ή έμμεση απόδειξη,  είτε μνημονεύονται ρητά είτε όχι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :

Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 11.2.1995 στη Νίκαια Αττικής, στα πλαίσια του οποίου απέκτησαν 2 θυγατέρες, που γεννήθηκαν το 1996 και το 2000 αντίστοιχα και έναν  γιο που γεννήθηκε το 2003. Από το 2016 η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά, με αποτέλεσμα οι διάδικοι να συμφωνήσουν ότι θα εκδώσουν συναινετικό διαζύγιο για τη λύση του μεταξύ τους γάμου, όπως και έγινε, εκδοθείσης της υπ΄αριθ. 1890/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Εκουσίας Δικαιοδοσίας), από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων εναντίον της οι διάδικοι παραιτήθηκαν στις 19.10.2017 και έτσι αυτή κατέστη αμετάκλητη. Εν όψει όμως συζήτησης της προηγουμένως ασκηθείσας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../2016) της εφεσίβλητης κατά του εκκαλούντος, στη δικάσιμο της  1.11.2016, οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει να λύσουν τις εκ του διαζυγίου, κλπ. διαφορές τους, ως εξής : 1) Περιόρισαν τη μηνιαία διατροφή που υποχρεούτο να καταβάλει ο εκκαλών για τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων …….. και ………, στο ποσό των 200 € για έκαστο και μέχρι την ενηλικίωσή τους, 2) η επιμέλεια αυτών ανετέθη στη μητέρα τους – εφεσίβλητη, 3) συμφωνήθηκε η ελεύθερη επικοινωνία των ανηλίκων αυτών με τον εκκαλούντα πατέρα τους υπό το μόνο όρο της μη παρεμπόδισης της σχολικής δραστηριότητας, 4) δηλώθηκε η συντέλεση της μετοίκηση του εκκαλούντος, 5) δηλώθηκε ότι συμφωνούν να εκδώσουν συναινετικό διαζύγιο και 6) συμφώνησαν ότι θα μεταβιβάσουν στο τέκνο ή στα τέκνα της επιλογής τους, η μεν εφεσίβλητη, το οικόπεδο που περιγράφεται στην ως άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ο δε εκκαλών, το διαμέρισμα της οδού …….. που αποτελούσε την οικογενειακή κατοικία. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στη συνέχεια, με την από 22.11.2016 έγγραφη συμφωνία τους  «ιδιωτικό συμφωνητικό ρύθμισης επιμέλειας – διατροφής – επικοινωνίας με ανήλικα τέκνα», οι διάδικοι δήλωσαν ότι συμφωνούν στα παρακάτω αναφερόμενα, επιθυμώντας να εκφράσουν την κοινή τους βούληση και επιθυμία και να «…κηρύξουν ισχυρό και καθ΄όλες του τις διατάξεις και από διάρρηξη ή μονομερή τροποποποίηση του οποίου ρητά παραιτούνται για οποιοδήποτε λόγο και αιτία, επιλέγουν να επιλύσουν τα ζητήματα που αφορούν τις μετά τη διάσπαση της σχέσης τους και μετά το διαζύγιο σχέσεις τους με τα ανήλικα τέκνα τους, με συναινετικό τρόπο, επιδεικνύοντας σεβασμό και αγάπη ο ένας για τον άλλον, σεβόμενος ο ένας τη θέση του άλλου στη ζωή των παιδιών τους, έχοντας ως γνώμονα της παρούσης συμφωνίας την αγάπη τους προς τα παιδιά τους και την κοινή απόφασή τους να μην επιτρέψουν η αλλαγή που θα επιφέρει το διαζύγιό τους στην προσωπική τους ζωή να επηρεάσει τον τρόπο ζωής και την υγιή συναισθηματική κατάσταση των παιδιών». Ετσι, επανέλαβαν πανηγυρικά την απόφασή τους ότι 1) την επιμέλεια των ανηλίκων …………. και ………..  θα ασκεί η μητέρα τους – εφεσίβλητη, με την οποία θα διαμένουν, 2) ότι η μητέρα θα διευκολύνει την επικοινωνία του πατέρα με τα ανήλικα αναγνωρίζοντας την επιθυμία του πατέρα να προσφέρει σχετικά και αναλαμβάνοντας τη σχετική δέσμευση, οπότε επιτρέπει την ελεύθερη επικοινωνία του πατέρα όταν αυτό επιτρέπεται από τις μαθητικές τους υποχρεώσεις και κατόπιν συνεννόησης μαζί της, 3) τέλος δε, επανέλαβαν τη συμφωνία τους ότι ο πατέρας – εκκαλών θα συμμετέχει στη μηνιαία διατροφή των ανήλικων  τέκνων με το ποσό των 200 € για έκαστο, αναπροσαρμοζόμενο ανάλογα με τις ανάγκες των τέκνων και με την ειδικότερη ρύθμιση ότι θα καταβάλλεται στις 5 πρώτες ημερολογιακές ημέρες εκάστου μήνα στον αναφερόμενo  λογαριασμό της Τράπεζας Alpha Bank, χωρίς να αναφερθούν καθόλου στη συμφωνία περί μεταβίβασης στο τέκνο ή στα τέκνα της επιλογής τους τα ακίνητα (οικόπεδο η εφεσίβλητη, διαμέρισμα ο εκκαλών) που είχαν συμπεριλάβει στο από 1.11.2016 συμφωνητικό τους. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθούν τα εξής : Η κατά το άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του άλλου συζύγου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 178, 179, 361, 871, 1400 και 1441 ΑΚ, ναι μεν έχει το χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου, οπότε δεν χωρεί παραίτηση από πριν, δεν αποκλείεται όμως από τη διάταξη αυτή, ότι η αξίωση των αποκτημάτων των συζύγων γίνει αντικείμενο διαπραγματεύσεων προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία  συναινετικού διαζυγίου κατά άρθρο 1441 ΑΚ, υπό τον όρο ότι η συμφωνία αυτή για τα αποκτήματα θα τελεί υπό την αίρεση της εκ του λόγου αυτού διαζυγίου λύσεως του γάμου και δεν θα ισχύει σε περίπτωση που οι διάδικοι εγκαταλείψουν τη συμφωνία για συναινετικό διαζύγιο και ακολουθήσουν άλλη δικαστική οδό λύσεως του γάμου τους. Ετσι, εάν οι σύζυγοι οδηγηθούν σε συναινετικό διαζύγιο, η σχετική δήλωσή τους περί παραίτησης από την αξίωση των αποκτημάτων είναι ισχυρή, οδηγεί στην άφεση της αξίωσης αποκτημάτων κατ΄άρθρ. 454 ΑΚ,  υπόκειται όμως στους γενικούς όρους ακυρότητας της δήλωσης βούλησης κατά τα άρθρα 178 και 179 ΑΚ, (ΑΠ668/2001, ΕφΘεσσ 1091/2003, ΝΟΜΟΣ και εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, το ως άνω,  από 22.11.2016  «ιδιωτικό συμφωνητικό – ρύθμιση επιμέλειας – διατροφής – επικοινωνίας με ανήλικα τέκνα», το οποίο επικυρώθηκε με την από 1890/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασίας Εκούσιας Δικαιοδοσίας) με την οποία λύθηκε συναινετικά ο γάμος των διαδίκων, δεν περιλαμβάνει συμφωνία των διαδίκων περί παραίτησης από  την αξίωση αποκτημάτων, ούτε  καν επαναλαμβάνεται σε αυτό η από 1.11.2016 και επ΄ αφορμή της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, δήλωση περί μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων στα τέκνα τους κατά τα ανωτέρω, επί της οποίας αυτής τελευταίας δήλωσης, ο εκκαλών στηρίζει τον ισχυρισμό του ότι η εφεσίβλητη είχε παραιτηθεί από την ένδικη αξίωσή της μετά τη συμφωνία μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων των διαδίκων στα τέκνα τους και έτσι επήλθε απόσβεση αυτής κατ΄ άρθρο 454 ΑΚ. Ούτε βεβαίως μπορεί να συναχθεί κάτι τέτοιο από το από 1.11.2016 συμφωνητικό που συντάχθηκε επ΄αφορμή της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, διότι, αφ΄ενός λείπει από αυτό η σχετική ρητή δήλωση περί παραίτησης από την αξίωση αποκτημάτων σε σχέση με την επιλογή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, αφ΄ετέρου δε και εάν ακόμη υποτεθεί ότι αυτό ήταν το περιεχόμενο της συμφωνίας των διαδίκων, η τοιαύτη συμφωνία δεν περιλαμβάνεται στο από 22.11.2016 «ιδιωτικό συμφωνητικό – ρύθμιση επιμέλειας – διατροφής – επικοινωνίας με ανήλικα τέκνα», το οποίο επικυρώθηκε με την από 1890/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασίας Εκούσιας Δικαιοδοσίας) με την οποία λύθηκε συναινετικά ο γάμος των διαδίκων.  Συνεπώς από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η εφεσίβλητη – ενάγουσα είχε παραιτηθεί από την ένδικη αξίωσή της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (1ος) λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων και δη κατά το έτος 2004, η εφεσίβλητη – ενάγουσα απέκτησε ένα οικόπεδο στην Εύβοια. Σχετικά, ο εκκαλών – εναγόμενος ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι  το οικόπεδο αυτό, επιφανείας 420,69 τμ, αγοράστηκε έναντι τιμήματος 17.000 € περίπου, το οποίο κατέβαλε αποκλειστικά αυτός, η δε αντικειμενική αξία του κατά το χρόνο λύσης του γάμου τους ήταν 4.206,9 €, και έτσι υφίσταται ανταπαίτηση κατά της ενάγουσας η οποία πρέπει να συμψηφιστεί με την ένδικη αξίωσή της. Τον ισχυρισμό αυτόν, τον οποίο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αορίστως προβαλλόμενο, καθόσον, το μεν δεν προσδιοριζόταν η ταυτότητα του οικοπέδου, αφού αναφερόταν μόνον ως οικόπεδο στην Εύβοια, χωρίς να αναφέρεται η περιοχή στην οποία βρίσκεται και χωρίς να περιγράφεται ώστε να δύναται να εκτιμηθεί η αξία του, ενώ η αξία του αναφερόταν αόριστα ως 17.000 € περίπου, το δε διότι η αξία του αναφερόταν από τον εκκαλούντα – εναγόμενο ως 4.206,9 € κατά το χρόνο λύσης του γάμου, χωρίς να γίνεται αναγωγή της αξίας του οικοπέδου στον κρίσιμο  χρόνο λύσης του γάμου των διαδίκων κατά τον οποίο προσδιορίζεται η επαύξηση της περιουσίας της ενάγουσας – εφεσίβλητης. Ο εκκαλών – εναγόμενος, επαναφέρει τον ισχυρισμό αυτόν με το 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, προσκομίζοντας, όχι από στρεψοδικία ή βαριά αμέλεια  το υπ΄αριθ. …………/5.6.2003 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ιστιαίας ………. που αφορά στην αγοραπωλησία του εν λόγω οικοπέδου, για το οποίο αναφέρει ότι το τίμημα ήταν ακριβώς 16.828 €, καθώς και ότι (για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστηρίου αυτού) η εμπορική του αξία κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανερχόταν στο ποσό των 7.000 €.  Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός, που προτάθηκε αορίστως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρεται στον παρόντα δεύτερο βαθμό,  θεωρείται ότι προτείνεται για πρώτη φορά, αποτελεί δηλαδή, λόγω του απαραδέκτου στον πρώτο βαθμό, νέο ισχυρισμό και υπόκειται στις απαγορεύσεις των διατάξεων του άρθρου 527 ΚΠολΔ, μάλιστα δε από κανένα έγγραφο στοιχείο ή ομολογία της εφεσίβλητης – ενάγουσας, δεν προκύπτει ότι η αξία του εν λόγω οικοπέδου ανέρχεται  στο ποσό των 7.000 €. Ειδικότερα, από τις διατάξεις του άρθρου  άρθρο 527 ΚΠολΔ, με τις οποίες επιβάλλεται το συγκεντρωτικό δικονομικό σύστημα, προκύπτει ότι τα μέσα επιθέσεως και άμυνας, ήτοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που χαρακτηρίζονται από αυτοτέλεια, όπως είναι και εκείνοι που τείνουν στην κατάλυση του καταγομένου σε δίκη δικαιώματος με την μορφή ενστάσεως κατά της αγωγής, πρέπει με ποινή απαραδέκτου να προτείνονται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μέχρι το πέρας της πρώτης συζήτησης, που αποτελεί το έσχατο όριο προβολής των επί της ουσίας αυτοτελών ισχυρισμών των διαδίκων. Από τις ρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό και με την παρ. 1 του άρθρου 262 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η ένσταση πρέπει να περιέχει και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, συνάγεται ότι για να θεωρηθεί ως εμπροθέσμως προβληθείσα η ένσταση πρέπει να έχουν προταθεί εγκαίρως όλα τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά που επάγονται την επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια. Εάν αυτά έχουν προταθεί αορίστως και επαναφερθούν  στο Εφετείο σαφώς και με πληρότητα, θεωρούνται ότι προτείνονται τότε για πρώτη φορά και υπόκεινται κατ` αρχήν στην απαγόρευση. Εξαίρεση από την απαγόρευση προβλέπεται στην περίπτωση των οψιγενών ισχυρισμών, αυτών που λαμβάνονται υπ΄όψιν αυτεπαγγέλτως ή σε κάθε στάση της δίκης, κρίνεται ότι δεν προτάθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία ή τέλος, αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου (527 περ. 2, 3, 4 και 5 ΚΠολΔ).  Στις περιπτώσεις αυτές, ο διάδικος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, ότι η καθυστερημένη προβολή του ισχυρισμού του οφείλεται σε συγκεκριμένο λόγο, ως άνω και άρα είναι δικαιολογημένη. Η κρίση δε του δικαστηρίου, ως προς το δικαιολογημένο της καθυστέρησης είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, (ΑΠ 999/2010, 883/2001, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις δεν επικαλείται ο εκκαλών – εναγόμενος, ως προς την δικαιολογημένη επαναφορά του σχετικού ισχυρισμού και ένστασης συμψηφισμού στον παρόντα βαθμό.  Συνεπώς, ο 2ος λόγος έφεσης που αφορά το συμψηφισμό της αξίας του οικοπέδου που απέκτησε η εφεσίβλητη – ενάγουσα κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων και που για πρώτη φορά αναφέρεται στο δικαστήριο αυτό ότι ανέρχεται στο ποσό των 7.000 €, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αφού σημειωθεί ότι επιπλέον, δεν υπάρχει δήλωση συμψηφισμού εκ μέρους του εκκαλούντος, ούτε στο σχετικό λόγο έφεσης, ούτε στις προτάσεις.

Περαιτέρω,  ο εκκαλών ισχυρίζεται  με τον 3ο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος της ενάγουσας ένστασή του, την οποία επαναφέρει με τον σχετικό λόγο εφέσεως ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι το δικαίωμα της ενάγουσας για συμμετοχή στα αποκτήματα αυτού ασκείται καταχρηστικά, αφενός επειδή η ενάγουσα, ουδόλως συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας τους κατά τη διάρκεια του γάμου,  σε κάθε δε περίπτωση, διότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη αποκόμισε μεγαλύτερο όφελος από τη δική του συμβολή. Ο ισχυρισμός αυτός του εκκαλούντος, με τον οποίο επιχειρεί να θεμελιώσει την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση, πέραν του ότι είναι απαράδεκτος εφόσον δεν διατυπώνει ειδικό αίτημα απόρριψης της αγωγής (βλ. ΑΠ 966/2004, ΕλλΔνη 2005. 422, ΑΠ 1129/2002, ΕλλΔνη 2004. 424, ΑΠ 769/2000, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2245/2000, Αρμ 2003. 784), είναι απορριπτέος, διότι τα αναφερόμενα ως άνω περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν είναι ικανά να στοιχειοθετήσουν προφανή υπέρβαση των ορίων που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος της ενάγουσας, ούτε συνδέονται από τον εναγόμενο με εξαιρετικά επαχθείς συνέπειες για τον ίδιο, χωρίς αντίστοιχο εύλογο όφελος για την ανωτέρω, ώστε να θεωρηθεί ότι το ένδικο δικαίωμα αυτής ασκείται καταχρηστικά (βλ. ΑΠ 1449/2001, ΕΕΝ 2003. 54, Εφθεσ 601/2005, ΝοΒ 53. 1119). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό του εναγομένου – εκκαλούντος περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο σχετικός (3ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του αυτόν,  πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.

Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι  κατά το χρόνο σύναψης του γάμου των διαδίκων ο εκκαλών-εναγόμενος δεν είχε στην κυριότητά του κάποιο περιουσιακό στοιχείο. Κατά τη χρονική διάρκεια του γάμου τους ο εκκαλών-εναγόμενος απέκτησε τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία και συγκεκριμένα, δυνάμει του υπ΄ αρ. ……/08.03.2001 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού  ……….., απέκτησε κατά πληρη κυριότητα, νομή και κατοχή το υπό στοιχείο Δ1 διαμέρισμα του Δ ορόφου, επιφανείας 70,50 τμ, με αριθμό ΚΑΕΚ ……… και ήδη από το έτος 2016, επιφανείας 84 m2 μετά από αλλαγή χρήσης του ημιυπαίθριου χώρου καθώς και την Υ-4 αποθήκη του υπογείου, επιφανείας 5,80 τμ, με αριθμό ΚΑΕΚ …, αμφότερα ευρισκόμενα σε πολυκατοικία κείμενη στη Νίκαια Αττικής, στην οδό …………, αντί συνολικού τιμήματος 31.500.000 δρχ, ήτοι  αντί του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος 22.000.000 δρχ και επιπλέον, εκτός συμβολαίου, τιμήματος ποσού 9.500.000 δρχ. Τις ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες ο εκκαλών-εναγόμενος μεταβίβασε ως γονική παροχή, μέσα στο πλαίσιο συναινετικής λύσης του μεταξύ των διαδίκων γάμου και κατόπιν συμφωνίας τους όπως αυτός (εκκαλών-εναγόμενος) μεταβιβάσει τις προαναφερόμενες ιδιοκτησίες του σε  «τέκνο της επιλογής του», μόνο όμως κατά ψιλή κυριότητα, στη θυγατέρα του ……….., παρακρατώντας για τον εαυτό τους την ισόβια επικαρπία αυτών, δυνάμει του υπ΄αρ. ……./21.11.2016 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Νίκαιας …………, με αποτέλεσμα κατά το χρόνο λύσης του μεταξύ των διαδίκων γάμου να διαθέτει μόνο την επικαρπία των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εφεσίβλητη-ενάγουσα πριν την τέλεση του γάμου της με τον εκκαλούντα-εναγόμενο είχε στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή της το υπ΄ αριθμόν επτά (7)  διαμέρισμα του πρώτου ορόφου πολυκατοικίας κείμενης στον Κορυδαλλό Αττικής, επί της  διασταύρωσης των οδών ….. και ……….., εκτάσεως 58 τμ, το οποίο είχε αποκτήσει με αγορά δυνάμει του  υπ΄αρ. ………/24.12.1993 συμβολαίου του  συμβολαιογράφου Αθηνών ……… και το οποίο πώλησε την  05η.02.2001, δυνάμει του υπ΄ αρ. ………/05.02.2001 συμβολαίου της  συμβολαιογράφου Κορυδαλλού …….., αντί τιμήματος 14.000.000 δρχ, με αναγραφόμενο όμως τίμημα στο συμβόλαιο 9.000.000 δρχ. Η πώληση του εν λόγω ακινήτου έλαβε χώρα προκειμένου να γίνει από τον εκκαλούντα-εναγόμενο η  αγορά των προαναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών, που θα στέγαζαν την  τετραμελή  τότε οικογένειά τους, καθώς το διαμέρισμα της εφεσίβλητης-ενάγουσας στο οποίο διέμεναν μέχρι τότε δεν επαρκούσε να καλύψει τις στεγαστικές τους ανάγκες. Γι΄ αυτό το λόγο, ένα μήνα μετά την πώληση του ακινήτου της εφεσίβλητης-ενάγουσας, έλαβε χώρα η αγορά των ανωτέρω ιδιοκτησιών από τον εκκαλούντα-εναγόμενο, για τις οποίες εκ του συνολικού τιμήματος των 31.500.000 ευρώ, ποσό 22.000.000 δρχ καταβλήθηκε κατόπιν χορήγησης δανείου στον εκκαλούντα-εναγόμενο από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και ποσό 9.500.000 δρχ, που δεν αναγραφόταν στο συμβόλαιο, καταβλήθηκε από  τα χρήματα που έλαβε η εφεσίβλητη-ενάγουσα από την πώληση της ανωτέρω ιδιοκτησίας της,  γεγονός που ομολογεί και ο ίδιος ο εκκαλών-εναγόμενος με τις προτάσεις του (σελ. 3), ως  προς το ποσό των 9.000.000 δρχ και επιβεβαίωσε και η μάρτυράς του κατά την  ένορκη κατάθεσή της στο ακροατήριο. Το Δικαστήριο ωστόσο κρίνει ότι ολόκληρο το ανωτέρω ποσό των 9.500.000 δρχ ή 27.880,00 ευρώ καταβλήθηκε χρήματα της εφεσίβλητης-ενάγουσας, καθώς από την πώληση του ακινήτου της έλαβε το ποσό  των 14.000.000 δρχ. Περαιτέρω, η πραγματική αξία της ανωτέρω περιουσίας που  απέκτησε ο εκκαλών-εναγόμενος κατά τη διάρκεια του γάμου του με την εφεσίβλητη-ενάγουσα, ήτοι του  δικαιώματος της επικαρπίας των προαναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών, ανέρχεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής στο ποσό των 44.000,00 ευρώ για την επικαρπία του Δ1 διαμερίσματος όπως έχει διαμορφωθεί και στο ποσό των 2.400,00 ευρώ για την επικαρπία της Υ4 αποθήκης, δοθέντος ότι οι αξίες της πλήρους κυριότητας για τις εν λόγω ιδιοκτησίες ανέρχονται στο ποσό των 110.000,00 ευρώ και 6.000,00 ευρώ αντίστοιχα και λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας του εκκαλούντος-εναγόμενου, ο οποίος  γεννήθηκε την 12η.7.1968, με αποτέλεσμα η αξία της επικαρπίας να  υπολογίζεται σε ποσοστό 40% επί της συνολικής αξίας των ακινήτων. Να σημειωθεί  ότι τα προαναφερόμενα ποσό κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κρίνονται εύλογα, δεδομένης της θέσης, της  παλαιότητας και της έκτασης των ανωτέρω ιδιοκτησιών, ενώ η μικρότερη αξία που  αναφέρεται στο  έντυπο του ΕΝΦΙΑ 2019 για την επικαρπία των ιδιοκτησιών αυτών αφορά την αντικειμενική και όχι την πραγματική τους αξίας (26.060,44 ευρώ). Συνεπώς, κατόπιν των ανωτέρω προέκυψε ότι κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων και μέχρι την αμετάκλητη λύση αυτού, η περιουσία του εκκαλούντος-εναγομένου επαυξήθηκε με την απόκτηση της επικαρπίας των προαναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών, η αξία  των οποίων κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, που δε διαφοροποιείται μέχρι την παρούσα συζήτηση στο ακροατήριο, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 46.400,00 ευρώ (44.000,00+2.400,00 ευρώ), με αποτέλεσμα η περιουσία του εκκαλούντος-εναγομένου να αυξήθηκε κατά το ανωτέρω ποσό. Στην ανωτέρω αύξηση της περιουσίας του εκκαλούντος-εναγομένου, όπως αποδείχθηκε, συνέβαλε η εφεσίβλητη-ενάγουσα κατά το ποσό των 27.880,00 ευρώ, ήτοι κατά ποσοστό 60,08% και ως εκ τούτου υφίσταται αξίωση συμμετοχής της στα αποκτήματα. Εφόσον, όμως, η εφεσίβλητη-ενάγουσα ζητεί με την αγωγή της να αναγνωριστεί ότι ο εκκαλών-εναγόμενος υποχρεούται να της καταβάλει το 50% της αύξησης της περιουσίας του, δηλαδή ποσοστό μικρότερο από αυτό που πράγματι συνέβαλε, σύμφωνα με τους ανωτέρω  υπολογισμούς, αυτό το ποσοστό πρέπει να της  αναγνωριστεί, καθώς δεν μπορεί να αναγνωρισθεί η συμβολή της σε ποσοστό πέραν του αιτηθέντος (άρθρο 106 ΚΠολΔ).

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και υπολόγισε την αξία της επικαρπίας των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών, στο ποσό των 46.400 € (= 44.000 για την επικαρπία του Διαμερίσματος + 2.400 για την αξία της αποθήκης), δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (5ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (176, 183, 192 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 10.9.2020 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../11.9.2020–………../30.9.2020) έφεση κατά της υπ΄αριθ. 2318/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασίας διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση).

Δέχεται την έφεση τυπικά και

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των …..

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 21 Φεβρουαρίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ