ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 299/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1] ναυτικής εταιρίας ………………και 2] ναυτικής εταιρίας ……………., τις οποίες στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Μαρία Σταμούλη με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……………., τον οποίο στο ακροατήριο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Μαρία Λειβιδιώτου – Σαξώνη.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 1.7.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/24.7.2019 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 3115/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου oι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες εταιρίες με την από 21.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../31.12.2020 έφεσή τους, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλουσών, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 21.12.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……/31.12.2020 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/8.1.2021 έφεση, με την οποία προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 3115/29.9.2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη την από 1.7.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …………/24.7.2019 αγωγή του εφεσίβλητου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ούτε παρήλθε η νόμιμη προθεσμία από την δημοσίευσή της, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), χωρίς ανάγκη προσκομιδής παραβόλου, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.
ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο ενάγων ήγειρε αξιώσεις από την παροχή εξαρτημένης της εργασίας του στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό (Ε/Γ – 0/Γ) κλειστού τύπου πλοίο ΝΚ, ολικής χωρητικότητας τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τριών κόρων και ενενήντα επτά εκατοστών (3.923,97 κ.ο.χ.), στο οποίο απασχολήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη αντί των προβλεπόμενων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής ΣΣΝΕ) πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων, δυνάμει των αναφερόμενων διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στις 1.11.2016, 26.5.2017, 11.12.2017 και 22.12.2017 και λύθηκαν στις 22.5.2017, 26.6.2017, 21.12.2017 και 17.7.2018 αντίστοιχα με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Με βάση τις συμβάσεις αυτές και επικαλούμενος περαιτέρω, πρώτον, ότι κατά τις ναυτολογήσεις του εργαζόταν καθημερινά επί δώδεκα [12] και δεκαέξι [16] ώρες, ανάλογα με τα δρομολόγια του πλοίου, μεταξύ των οποίων και δρομολόγια εξπρές, χωρίς όμως να λαμβάνει το σύνολο ούτε των αποδοχών του, που αντιστοιχούσαν στις ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές ημέρες, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες ούτε πλήρες το ειδικό επίδομα έχμασης οχημάτων ούτε τη νόμιμη πρόσθετη αμοιβή του για τα δρομολόγια εξπρές, ζητούσε ο ενάγων, όπως το αρχικώς συνολικά καταψηφιστικό αίτημά του παραδεκτώς περιορίστηκε πρωτοδίκως σε εν μέρει αναγνωριστικό, α] να του επιδικαστεί με διάταξη προσωρινώς εκτελεστή το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων πέντε ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (20.005,84 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης και επιδόματος έχμασης και β] να αναγνωριστεί η απαίτησή του στην πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές συνολικού ύψους σαράντα επτά χιλιάδων εκατόν εννέα ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (47.109,98 €), άπαντα δε τα κονδύλια αυτά με το νόμιμο τόκο από την τελευταία αποναυτολόγησή του άλλως από την επίδοση της αγωγής. Την αγωγή δε αυτή, που ασκήθηκε μετά την παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο προγενέστερης όμοιας, με την οποία ζητούσε τα ίδια κονδύλια από την πρώτη των και τώρα εναγομένων, πλοιοκτήτρια του πλοίου ΝΚ, έστρεψε πλέον και κατά της δεύτερης εναγόμενης ναυτικής εταιρίας, που το απέκτησε κατά κυριότητα στις 19.12.2018 ως ομάδα περιουσίας και με τον ισχυρισμό ότι αυτή τελούσε σε γνώση του ότι το πλοίο που της μεταβιβάστηκε αποτελούσε το μοναδικό σημαντικό περιουσιακό στοιχείο της δικαιοπαρόχου της, υποστήριξε ότι αμφότερες οι εναγόμενες υποχρεούνται έναντι αυτού αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη και στη συνέχεια, αφού απέρριψε τις αγωγικές αξιώσεις στο επίδομα έχμασης ως εξοφλημένες, δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος της και, με τις παραδοχές μεταξύ άλλων, ότι ο ενάγων απασχολήθηκε επί δώδεκα [12] ώρες κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2017 έως 26.6.2017 και επί ένδεκα [11] ώρες κατά το χρονικό διάστημα από 11.12.2017 έως 17.7.2018 και ότι το πλοίο εκτελούσε τα αναφερόμενα στην εκκαλούμενη απόφασή του δρομολόγια εξπρές, επιδίκασε στον ενάγοντα καταψηφιστικώς μεν το χρηματικό ποσό των οκτώ χιλιάδων εξακοσίων πενήντα έξι ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (8.656,82 €) για διαφορές αποδοχών υπερωριακής απασχόλησης, για μέρος του οποίου η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή και αναγνωριστικώς το χρηματικό ποσό των τριάντα εννέα χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα δύο ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (39.842,55 €) για πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απολύσεως του ενάγοντος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη οι εναγόμενες και αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την, κατά παραδοχή της εφέσεώς τους, εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η εναντίον τους αγωγή στο σύνολό της, ενώ υποβάλλουν και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ, επειδή κατέβαλαν στον αντίδικό τους το χρηματικό ποσόν των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €) που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.
ΙΙΙ. Α] Το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας συνθέτουν οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν. 32/1945, ο οποίος δεν τον κατήργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει (ΜονΕφΠειρ. 739/2015, πρώτη δημοσίευση Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ). Στο άρθρο 1 § 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…». Επί των συλλογικών αυτών συμβάσεων δεν εφαρμόζεται ο Ν. 1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990) και τούτο προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως αντιθέτως συνέβαινε με τον προκάτοχό του Ν. 3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας» (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000, Δνη 2000/967 = ΕΕΔ 2001/231, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 50, Γ. Μικρούδης, Η σύμβαση της ναυτικής εργασίας, σε ΕΕΔ 449 επομ. [453], βλ. όμως, και Δ. Παπασταύρου, Απεργία – Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2002, αρ. 063, σελ. 87 και τον ίδιο, Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτησία, 1997, αρ. 010, σελ. 30 – 31, κατά τον οποίο οι διατάξεις του ΑΝ 3276/1944, πέραν του ότι είναι αντισυνταγματικές, έχουν καταργηθεί με το άρθρο 23 § 3 του Ν. 1876/1990). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις του Ν. 1876/1990 για τη χρονική διάρκεια της συλλογικής διευθέτησης, την έναρξη της ισχύος της και τη λήξη της. Έτσι, οι ΣΣΝΕ μπορεί να είναι ορισμένου ή αόριστου χρόνου, χωρίς ως προς το ζήτημα της χρονικής διάρκειάς τους να τίθεται νόμιμος περιορισμός, όπως συμβαίνει στις συλλογικές ρυθμίσεις της χερσαίας εργασίας κατ’ άρθρο 12 του Ν. 1876/1990. Διχογνωμία ανέκυψε, όμως, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της δεσμεύσεως από τη ΣΣΝΕ με αφετηρία τη διατύπωση του άρθρου 5 § 1 εδαφ. α του ΑΝ. 3276/1944, κατά το οποίο «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Κατά την ορθότερη άποψη, ratione personae, η ΣΣΝΕ ισχύει και πριν την κύρωσή της από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας [ΥΕΝ] και δεσμεύει τις οργανώσεις που συμβλήθηκαν για τη σύναψή της και τα μέλη τους από το χρόνο της υπογραφής της, μετά δε την κύρωσή της και τη νόμιμη δημοσίευση της κυρωτικής υπουργικής απόφασης η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν των οργανώσεων αυτών δεσμεύοντας έκτοτε εργοδότες και εργαζομένους, που είναι τρίτοι ως προς τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 1905/1987, ΕΕΔ 1989/275 = Δνη 1988/1387 = ΕΕΝ 1989/49 = ΕΝαυτΔ 1989/181, ΑΠ 1263/1987, ΕΕΝ 1988/669 = ΕΕΔ 1988/1126, ΑΠ 1267/1987, ΕΕΝ 1988/673 = ΕΕΔ 1988/1128, ΜονΕφΠειρ. 603/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Χ. Αγαλλόπουλος, Ελληνικόν Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σελ. 195, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 88), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σχετίζονται με πλοίο το οποίο ανήκει στην ίδια κατηγορία, την οποία αφορά η επεκτεινόμενη συλλογική σύμβαση (ΑΠ 1702/1991, Δνη 1992/1606 = ΕΕΔ 1992/934 = ΕΝαυτΔ 1992/502 = ΕΝαυτΔ 1993/383). Κατ’ άλλη άποψη, η ΣΣΝΕ ισχύει αφότου κυρωθεί από τον ΥΕΝ με απόφασή του, που αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη, δημοσιευτέα ως εκ τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και πριν από την κύρωσή της δεν δεσμεύει ούτε τα συμβαλλόμενα μέρη, ανεξαρτήτως αν αυτά καθόρισαν ως εναρκτήριο της ισχύος της προγενέστερο χρονικό σημείο, αφού ελλείπει νομοθετική διάταξη που να τους παρέχει εξουσία αναδρομικής ρυθμίσεως των σχέσεών τους δια των όρων της συλλογικής σύμβασης, που θεσπίζει αναγκαστικούς κανόνες ουσιαστικού δικαίου ισχύοντες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, μόνο για το μέλλον (ΜονΕφΠειρ. 100/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ. 376/2017, 177/2016, 218/2016, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Όμως, η υπουργική κύρωση καθιστά τη ΣΣΝΕ πηγή εξ αντικειμένου δικαίου, αφού της προσδίδει κανονιστικό χαρακτήρα (ΕφΠειρ. 498/2008, ΕΝαυτΔ 2008/281), χωρίς ταυτόχρονα να αλλοιώνει τη συμβατική φύση της, εξ ης απορρέει αυτοτελώς η δέσμευση των μερών ήδη από το χρόνο καταρτίσεώς της (Γ. Λεβέντης, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2007, § 30, ΙΙΙ 1, σελ. 475), που συμπίπτει καταρχήν με την υπογραφή της (πριν από την οποία συλλογική ρύθμιση αυτονόητα δεν υφίσταται), είναι, όμως, δυνατόν να ανατρέχει και σε χρόνο προγενέστερο αυτής, επιτρεπτώς καθοριζόμενο χωρίς κρατική παρέμβαση από τους συμβαλλόμενους, στα πλαίσια της συνταγματικώς προστατευόμενης συλλογικής αυτονομίας και χωρίς τούτο να προσκρούει στη ρύθμιση του άρθρου 2 ΑΚ, αφού η ΣΣΝΕ που δεν έχει επικυρωθεί νόμιμα δεν συνιστά μεν (ακόμα) ουσιαστικό νόμο, αποτελεί όμως σύμβαση του ιδιωτικού δικαίου, τους όρους της οποίας διαμορφώνουν ελεύθερα κατ’ άρθρο 361 ΑΚ τα μέρη (για την παρόμοια νομοθετική ρύθμιση στις συλλογικές συμβάσεις της χερσαίας εργασίας βλ. άρθρο 9 § 3 του Ν. 1876/1990 και ΑΠ 43/2017, Ε7 2017/713, ΑΠ 453/1995, Δνη 1996/652 = ΔΕΝ 1996/12 = ΕΔΚΑ 1996/886 = ΕΕΝ 1996/376 = ΝοΒ 1996/972, Ι. Ληξουριώτη, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σελ. 284, Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο – Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, σελ. 683, Δ. Ζερδελή, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2016, § 14, σελ. 195, Α. Καρακατσάνη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, αρ. 263, σελ. 162). Από την άποψη αυτή η δια του άρθρου 5 § 1 του ΑΝ 3276/1944 παρεχόμενη στον ΥΕΝ νομοθετική εξουσιοδότηση για την κύρωση της ΣΣΝΕ, που καταρτίστηκε υπό τους όρους του ιδίου νόμου, αφορά μόνον την επέκταση της συμβατικής δέσμευσης σε τρίτους, που δεν έχουν συμπράξει στη σύναψή της, η οποία είναι φυσικό να άρχεται από το χρονικό σημείο της δημοσιεύσεως της κυρωτικής απόφασης, αφού αυτή, ως κανονιστική διοικητική πράξη, μπορεί να ορίζει μόνο για το μέλλον, δεδομένου ότι με την πιο πάνω διάταξη δεν παρασχέθηκε στον Υπουργό νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων αλλά απλώς προσδιορίστηκε η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως (ΜονΕφΠειρ. 285/2015, 459/2015, 591/2014, 842/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ΕΝαυτΔ 2011/406 = ΕΕμπΔ 2012/365). Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, η διάταξη του άρθρου 5 § 1, επιτρέποντας τον μη ετεροκαθοριζόμενο ορισμό της χρονικής διάρκειας της δεσμεύσεως των συμβαλλομένων, θέτει η ίδια εξουσιοδοτικό κανόνα προς τους φορείς της συλλογικής αυτονομίας να καθορίσουν τα χρονικά όρια ισχύος της κοινής βουλήσεώς τους. Επομένως, εφόσον εγκύρως δίδεται στις ΣΣΝΕ αναδρομική ισχύς κατά τη σύναψή τους, οι ρυθμίσεις τους καταλαμβάνουν ενοχικώς και όσες ατομικές συμβάσεις καταρτίστηκαν πριν την υπογραφή τους και δεν είχαν λυθεί ή λήξει μέχρι αυτήν (ΜονΕφΠειρ. 371/2016, 376/2016, 719/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1132/2005, ΕΝαυτΔ 2005/425, ΕφΠειρ. 457/2000, ΔΕΕ 2000/895). Αυτά αποδεχόμενος ο νομοθέτης διευθέτησε προσφάτως το ζήτημα με το άρθρο 49 του Ν. 4597/2019 «Για την κύρωση των Συμβάσεων Παραχώρησης που έχουν συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των Οργανισμών Λιμένος Α.Ε. – Διατάξεις για τη λειτουργία του συστήματος λιμενικής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 35/28.2.2019), με το οποίο ορίστηκε ότι «Η αληθής έννοια της παρ. 1 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 (Α΄ 24, αναδημ. Α΄ 172/1945) είναι ότι η απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, με την οποία κυρώνεται συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας σύμφωνα με τον ανωτέρω νόμο ισχύει αναδρομικά από την έναρξη ισχύος που ορίζεται στην οικεία συλλογική σύμβαση, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης ή/και κύρωσής της από τον Υπουργό». Η διάταξη αυτή είναι γνήσια ερμηνευτική, αφού αναφέρεται σε ζήτημα επί του οποίου είχε ανακύψει η ανωτέρω διχογνωμία σε νομολογία και επιστήμη (ΟλΑΠ 22/1997, Δνη 1997/1514 = ΝοΒ 1998/49, ΟλΑΠ 10/1990, ΝοΒ 1990/1330, Μ. Σταθόπουλος, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ια, Γενικές Αρχές, άρθρο 2, αρ. 31, σελ. 116) και διευκρινίζει πράγματι την αληθή έννοια του ασαφούς άρθρου 5 § 1 εδαφ. α του ΑΝ 3276/1944, με αποτέλεσμα να ρυθμίζει με γνήσια αναδρομή τις (ενοχικές) έννομες συνέπειες των ΣΣΝΕ που είχαν καταρτιστεί και λήξει ακόμα και πριν από τη θέσπισή της και στην πραγματικότητα από την έναρξη της ισχύος του ερμηνευόμενου νόμου (ΟλΑΠ 1/2014, ΧρΙΔ 2014/360, ΑΠ 1191/2000, Δνη 2001/1296 = ΧρΙΔ 2001/301) και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται αυτοδικαίως (ΑΠ 448/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1908/2005, Δνη 2006/436, ΑΠ 260/1998, ΔΕΕ 1998/752 = ΝοΒ 1999/775) και από τα δευτεροβάθμια δικαστήρια επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων που εκδόθηκαν μετά την ισχύ της (άρθρο 533 § 2 ΚΠολΔ).
Β] Εξάλλου, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε, υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της (Α. Καρδαράς, ο.π.). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002, ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999, Δνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 12/2011, ο.π., ΤριμΕφΘεσ. 262/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Παρέπεται ότι σε περίπτωση παραπομπής (ακόμα και καθολικής ή ανεξαίρετης) στους όρους ΣΣΝΕ για πλοία άλλης κατηγορίας από αυτό στο οποίο απασχολείται ο ναυτικός που τη συνομολόγησε, δικαιούται αυτός τον μισθό και τα επιδόματα που η παραπεμπόμενη ΣΣΝΕ προβλέπει, εφόσον βέβαια η λήψη τους δικαιολογείται από τα πράγματα. Αντιθέτως, η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να μεταβάλλει ούτε την κατηγορία του πλοίου ούτε την κατηγορία των δρομολογίων που αυτό εκτελεί, καθώς τα θέματα αυτά ρυθμίζονται με κανονιστικές διοικητικές πράξεις. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2004, ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ. 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009, ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010, ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως [και] το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ. 160/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ. 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν. 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου νόμου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Γ] Κατά την έννοια των άρθρων 680 § 3 ΑΚ και 7 του Ν. 1876/1990 η ατομική σύμβαση εργασίας, που καταρτίζεται από πρόσωπο δεσμευόμενο από συλλογική σύμβαση εργασίας, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους θεσπισθέντες με αυτήν την τελευταία όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όμως, όροι ατομικής εργασιακής συμβάσεως ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από αυτούς της συλλογικής σύμβασης είναι επικρατέστεροι. Στη ναυτική πρακτική, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από την οικεία ΣΣΝΕ, ονομάζεται «κλειστός μισθός» και είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 361 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι οι νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον συμβατικό «κλειστό» μισθό, διαφορετικά, αν δηλαδή ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η σχετική συμφωνία δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003, ΕΝαυτΔ 2003/345, ΑΠ 225/2002, Δνη 44/160 = ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ. 218/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, ΕφΠειρ 391/2009, ΕΝαυτΔ 2009/283, ΕφΠειρ 429/2008, ΕΝαυτΔ 2008/284, ΕφΠειρ 30/2008, ΕΝαυτΔ 2008/106, Ι. Πιτσιρίκος, Η σύμβαση ναυτικής εργασίας, 2006, § 9, σελ. 69). Πάντως, η έννοια του «κλειστού» μισθού προϋποθέτει υφιστάμενο ένα νόμιμα καθοριζόμενο όριο ελάχιστων αποδοχών του εργαζομένου (ΜονΕφΠειρ. 205/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), ενώ περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους (ΕφΠειρ. 568/2009, ΕΝαυτΔ 2009/267). Από την άποψη αυτή, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού που απασχολείται σε πλοίο ορισμένης κατηγορίας (λ.χ. πορθμείο) με τις αποδοχές της συλλογικής συμβάσεως που ισχύει για πλοία άλλης κατηγορίας (λ.χ. ακτοπλοϊκά) αποτελεί πράγματι «κλειστό μισθό» με την ανωτέρω έννοια, εφόσον για την κατηγορία του συγκεκριμένου πλοίου υφίσταται κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής σύμβασης οικεία ΣΣΝΕ και η σχετική συμφωνία είναι έγκυρη, με βάση τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, ακόμα και αν το πλοίο εκτελεί αποκλειστικά τοπικές διαπορθμεύσεις, με την έννοια που θα εκτεθεί πιο κάτω (ΜονΕφΠειρ. 403/2021, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), εφόσον βέβαια οι συμφωνημένες (κατά παραπομπή) αποδοχές είναι υπέρτερες των απολαβών της ισχύουσας ΣΣΝΕ για την κατηγορία του πλοίου. Αν όμως τέτοια ΣΣΝΕ δεν υφίσταται, η παραπομπή στις αποδοχές της ΣΣΝΕ για τα πλοία άλλης κατηγορίας αποτελεί απλώς τον συμβατικό και όχι κλειστό μισθό.
Δ] Περαιτέρω, στο άρθρο 170 του ΝΔ 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» και υπό τον τίτλο «Κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότης δρομολογήσεως», ορίστηκε στην § 1 ότι «Διά π.δ/τος εκδιδομένου προτάσει του αρμοδίου υπουργού καθορίζονται: α) Αι κατηγορίαι των προς εξυπηρέτησιν της μεταξύ των ελληνικών λιμένων μεταφοράς επιβατών δρομολογιακών γραμμών, β) η αρμοδιότης προς δρομολόγησιν πλοίων και καθορισμόν δρομολογίων εις τας γραμμάς αυτάς..». Βάσει της νομοθετικής αυτής εξουσιοδότησης εκδόθηκε το ΠΔ 814/1974 «Περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως» (ΦΕΚ Α 359/3.12.1974), με το άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι κατά την εφαρμογή του διατάγματος τούτου και υπό τον όρο «δρομολογιακή γραμμή» νοείται η σειρά των λιμένων προσέγγισης του επιβατηγού πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής (περ. ε). Εξάλλου, παγίως οι ΣΣΝΕ καθορίζουν το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής τους με βάση την κατηγορία των πλοίων (φορτηγά, επιβατηγά, ρυμουλκά, αλιευτικά κλπ) στα οποία απασχολούνται οι ναυτικοί, των οποίων σκοπείται η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων (ΑΠ 1702/1991, ο.π., βλ. και άρθρο 5 § 1 ΑΝ 3276/1944), ενώ για τις ΣΣΝΕ των επιβατηγών πλοίων ειδικότερα κρίσιμο στοιχείο διαφοροποίησής τους αποτελεί η κατηγορία των δρομολογίων που εκτελούνται από αυτά. Συγκεκριμένα, οι ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων εφαρμόζονται σε όλα τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν πλόες μεταξύ λιμένων που απέχουν περισσότερο από τριάντα [30] ναυτικά μίλια, ενώ οι ΣΣΝΕ των πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού εφαρμόζονται σε όλα τα πορθμεία και οχηματαγωγά πλοία που εκτελούν πλόες μεταξύ λιμένων εσωτερικού σε απόσταση από την αφετηρία μέχρι τον προορισμό έως τριάντα [30] ναυτικά μίλια. Με τον όρο «πλόες μεταξύ λιμένων εσωτερικού» νοείται το σύνολο της δρομολογιακής γραμμής, όπως αυτή προκύπτει από την περί δρομολόγησης του πλοίου σχετική διοικητική πράξη, είναι δε αδιάφορο εάν κατά την εκτέλεσή του το δρομολόγιο πραγματοποιείται εκάστοτε εξολοκλήρου ή εν μέρει. Περαιτέρω, το μήκος της δρομολογιακής γραμμής, το οποίο έχει σημασία για την εφαρμοστέα εκάστοτε συλλογική σύμβαση, εξευρίσκεται με συνυπολογισμό και των αποστάσεων των ενδιαμέσων λιμένων, στους οποίους προσεγγίζει το πλοίο κατά τους ορισμούς της περί δρομολογήσεώς του διοικητικής πράξης, αναφέρεται δε σε καθαρά τεχνικής φύσης ζήτημα, γι’ αυτό και λαμβάνεται υπόψη η περί τούτου βεβαίωση της αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας, κατά τις γενόμενες επίσημες μετρήσεις. Επιπλέον, αν ένα επιβατηγό πλοίο, με βάση την οικεία διοικητική πράξη, έχει δρομολογηθεί παράλληλα σε περισσότερες γραμμές, για τις οποίες ισχύουν διαφορετικές συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ως λ.χ. πορθμείων/οχηματαγωγών και ακτοπλοϊκών πλοίων), οι αποδοχές των εργαζομένων υπολογίζονται, κατά την κρατούσα στη νομολογία και ορθότερη άποψη, ανάλογα με τον αριθμό των δρομολογίων που εκτελεί το πλοίο σε κάθε δρομολογιακή γραμμή (ΑΠ 871/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 109/2009, ΕΝαυτΔ 2010/25, ΜονΕφΠειρ. 98/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, contra ΜονΕφΠειρ. 4/2019, διαθές ιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΕφΠατρ. 125/2008, ΕπισκΕΔ 2008/550, ΕφΠατρ. 100/2007, ΕπισκΕΔ 2007/523, ΕφΠατρ. 1024/2007, ΑχΝομ 2008/642, κατά τις οποίες στην ως άνω περίπτωση οι αποδοχές των εργαζομένων ναυτικών πρέπει να υπολογίζονται με βάση τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, αφού αυτή είναι ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο, γενική και καθολική και όταν ακόμα το ίδιο πλοίο εκτελεί παράλληλα και πορθμειακούς πλόες).
IV. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα αποδείξεως ………….., ναύτη, ο οποίος απασχολήθηκε μαζί με τον ενάγοντα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και ο οποίος εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η μαρτυρία του περιέχεται στα υπ’ αμφοτέρων των διαδίκων επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεώς του και της με αριθμό ……../20.10.2021 ένορκης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς βεβαιώσεως του ………., που με την ειδικότητα και αυτός του ναύτη απασχολήθηκε στο ίδιο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα της τελευταίας ναυτολόγησης του ενάγοντος, η οποία ελήφθη με την επιμέλεια αυτού, ο οποίος και την επικαλείται, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κατ’ άρθρα 421 και 422 ΚΠολΔ κλήτευσης των αντιδίκων του (βλ. την υπ’ αριθμ. ………../15.10.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., σε συνδυασμό με την από 15.10.2021 εξώδικη πρόσκληση που απευθύνθηκε στην πληρεξούσια δικηγόρο των εκκαλούντων) και παραδεκτώς κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 114, αρ. 80, σελ. 729) προσκομίζεται στο δεύτερο βαθμό, οι οποίες αμφότερες (κατάθεση και ένορκη βεβαίωση) εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι αυτοί τυγχάνουν αντίδικοι των εναγομένων, επειδή έχουν ασκήσει εναντίον τους άλλη, δική του ο καθένας, αγωγή με το ίδιο αντικείμενο να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΜονΕφΠειρ. 196/2020, ΤριμΕφΑθ. 5117/2018, 3879/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όπως συμβαίνει με τις με επίκληση προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ……./12.2.2019, ……/12.2.2019, ……./12.2.2019 και ……/12.2.2019 τέσσερις [4] ένορκες ενώπιον των Συμβολαιογράφων Ξηρόμερου Αιτωλοακαρνανίας …….. ….. η πρώτη και Αργοστολίου Κεφαλληνίας ……… οι λοιπές βεβαιώσεις των, αντιστοίχως, ………., …….., ………. και ………….., συνταξιούχων ναυτικών του Εμπορικού Ναυτικού, που με την ειδικότητα του ναύκληρου ο δεύτερος και του ναύτη οι λοιποί συνυπηρέτησαν με τον ενάγοντα στο πλοίο ΝΚ κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, οι οποίες λήφθηκαν με την επιμέλεια της πρώτης από τις ήδη εκκαλούσες και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του αντιδίκου της, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………./7.2.2019 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …. ……., σε συνδυασμό με την από 6.2.2019 εξώδικη πρόσκληση που απευθύνθηκε στην πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος, προς αντίκρουση της από 5.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./24.12.2018 προηγούμενης όμοιας αγωγής του εναντίον της, από το δικόγραφο της οποίας εκείνος παραιτήθηκε με την ένδικη αγωγή του και για το λόγο αυτό δεν θεωρούνται στην παρούσα δίκη ως ιδιαίτερα και αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, αλλά ως έγγραφα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 677/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 831/2013, Αρμ. 2015/1874, ΑΠ 1633/2009, ΧρΙΔ 2010/531, ΑΠ 227/2008, ΕΠολΔ 2008/565), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα αποδείξεως και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 261 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ………., που γεννήθηκε την 1η.4.1963, είναι Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό ……… ναυτικού φυλλαδίου της ΣΤ ναυτικής περιφέρειας, ενώ η πρώτη εναγόμενη ναυτική εταιρία υπήρξε μέχρι τις 19.12.2018 πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου (κλειστού τύπου) ΝΚ, νηολογημένου με αριθμό εγγραφής 10280 στο Νηολόγιο του Πειραιώς, ολικής χωρητικότητας τριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τριών κόρων και ενενήντα επτά εκατοστών (3.923,97 κ.ο.χ.), υπό το διεθνές διακριτικό σήμα ….. και με αριθμό ΙΜΟ ……., το οποίο στη συνέχεια μεταβίβασε κατά κυριότητα δυνάμει πωλήσεως στη δεύτερη εναγόμενη ναυτική εταιρία. Με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε στην Καλλιθέα Αττικής την 1η.11.2016 μεταξύ του ενάγοντος και των νομίμων εκπροσώπων της τότε πλοιοκτήτριάς του, ο πρώτος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στο πλοίο ΝΚ και παρείχε τις υπηρεσίες του σ’ αυτό μέχρι την 22α.5.2017, οπότε απολύθηκε στο λιμένα της Κυλλήνης είτε με κοινή συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου, όπως οι διάδικοι συνομολογούν είτε «κατόπιν εισαγγελικής εντολής», όπως αναγράφεται στο ναυτικό του φυλλάδιο. Κατά τη χρονική περίοδο της ναυτολόγησης του ενάγοντος το εν λόγω πλοίο εκτελούσε, όπως συνομολογείται, προκύπτει άλλωστε και από την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2251.1-1/93141/31.10.2016 ανακοίνωση δήλωσης δρομολόγησης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δρομολόγια αποκλειστικά στη γραμμή «Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλλονιάς». Το μήκος της δρομολογιακής αυτής γραμμής (δεν αμφισβητείται, προκύπτει δε και εξ εγγράφων ότι) ανέρχεται σε είκοσι τρία [23] ναυτικά μίλια και δεν υπερβαίνει τα τριάντα [30], με αποτέλεσμα οι πλόες του πλοίου να έχουν το χαρακτήρα τοπικών διαπορθμεύσεων και όχι δρομολογίων της ακτοπλοΐας. Στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος και στην από 1.11.2016 έγγραφη σύμβαση της ναυτολόγησής του αναγράφεται ότι τους όρους παροχής της εργασίας του και τις αμοιβές του θα διείπε η συλλογική σύμβαση εργασίας («ΣΣΕ»), χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητα της σύμβασης αυτής. Ενόψει των δρομολογίων που εκτελούσε τότε το πλοίο ευλόγως θα αναμενόταν η εφαρμογή στην επίμαχη ατομική σύμβαση εργασίας των όρων της ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των πορθμείων και οχηματαγωγών πλοίων. Όμως, κατά το χρόνο της συνάψεώς της (1.11.2016) η ισχύς της αμέσως προγενέστερης οικείας ΣΣΝΕ (της από 3.7.2014 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού του έτους 2014, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.6/1/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 2500/19.9.2014) είχε ήδη από 31.1.2015 λήξει, καθώς είχε παρέλθει η, προβλεπόμενη στο άρθρο 29 αυτής, χρονική περίοδος της ισχύος της και δεν είχε ακόμα συναφθεί η μεταγενέστερη, δηλαδή η από 29.11.2016 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5/5568/24.1.2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 355/9.2.2017). Βεβαίως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η συμβατική παραπομπή στους όρους «συλλογικής σύμβασης εργασίας» θα μπορούσε να έχει την έννοια της αναφοράς στη ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των πορθμείων εσωτερικού που είχε ήδη λήξει ή ακόμα και εκείνης που έμελλε να συναφθεί για τα πλοία αυτής της κατηγορίας και, συγκεκριμένα, της από 1.12.2017 ΣΣΝΕ του έτους 2017, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.6/6695/25.1.2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 305/2.2.2018), οι οποίες, όλες, καθόριζαν ως μισθό ενέργειες, επίδομα Κυριακής και επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας για την ειδικότητα του ναύτη τα χρηματικά ποσά των εννιακοσίων ενός ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (901,72 €), εκατόν ενενήντα οκτώ ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (198,38 €) και δεκαεννέα ευρώ και τριάντα επτά λεπτών (19,37 €), αντίστοιχα. Όμως, από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος προκύπτει η καταβολή σ’ αυτόν ποσών για τις ως άνω αιτίες αυξημένων έναντι των προβλεπόμενων στις εν λόγω ΣΣΝΕ και, συγκεκριμένα, χιλίων εκατόν πενήντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (1.157,99 €), διακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (254,76 €) και τριάντα πέντε ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (35,22 €) αντίστοιχα. Τα ποσά αυτά ταυτίζονται με τα προβλεπόμενα στην από 16.6.2016 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/72672/23.8.2016 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 2796/5.9.2016), ευρισκόμενη σε ισχύ κατά τη σύναψη της επίμαχης ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνει το Δικαστήριο ότι η συγκεκριμένη παραπομπή στη «ΣΣΕ» είχε την έννοια της αναφοράς στην τελευταία αυτή ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας και, μετά ταύτα, ότι εγκύρως εν προκειμένω συμφωνήθηκε η εφαρμογή στην επίδικη εργασιακή σχέση των (ευνοϊκότερων για τον ενάγοντα) όρων της συλλογικής ρυθμίσεως που ίσχυε τότε για πλοία που εκτελούσαν δρομολόγια άλλης κατηγορίας από τους πλόες που πραγματοποιούσε το ΝΚ. Πάντως, η παραπομπή αυτή στις υπέρτερες αποδοχές της ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας δεν αρκούσε για να μεταβάλει, εκτός από τους όρους αμοιβής του ενάγοντος, και το χαρακτήρα των δρομολογίων του πλοίου από πορθμειακά σε ακτοπλοϊκά, αφού αυτός καθοριζόταν από διοικητικές πράξεις. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στις 26.5.2017 ο ενάγων συνήψε στον Πειραιά νέα σύμβαση με την ως άνω πλοιοκτήτρια και αυθημερόν ναυτολογήθηκε στην Κυλλήνη με την ίδια ειδικότητα στο πιο πάνω πλοίο της, στο οποίο απασχολήθηκε μέχρι τις 26.6.2017, οπότε και αποναυτολογήθηκε στον Πόρο Κεφαλληνίας με αμοιβαία συναίνεση αυτού και του πλοιάρχου. Η συγκεκριμένη σύμβαση καταρτίστηκε ατύπως και από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος προκύπτει ότι εξακολούθησε να λαμβάνει τις αποδοχές της ειδικότητάς του, όπως αυτές προβλέπονταν στη ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων για το έτος 2016 που προαναφέρθηκε. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούσες επαναφέρουν τον και πρωτοδίκως προβληθέντα και απορριφθέντα ισχυρισμό τους, ότι κατά τις ανωτέρω περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος η συμφωνία της πρώτης από αυτές μαζί του ήταν να αμείβεται αυτός με «κλειστό» μισθό, συνολικού ύψους δύο χιλιάδων εξακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (2.625,98 €), και ότι η συμφωνία αυτή «ήταν νόμιμη και κατίσχυε ελλείψει ύπαρξης εφαρμοστέας ΣΣΝΕ εν ισχύ». Ανεξαρτήτως του ότι χωρίς αναφορά σε ορισμένες νόμιμα καθορισμένες αποδοχές και χωρίς πρόσθετη ρήτρα περί καταλογισμού των υπέρτερων αποδοχών στα τυχόν καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα η έννοια του «κλειστού» μισθού δε συγκροτείται, ο ίδιος ισχυρισμός δεν είναι βάσιμος, αφού εν προκειμένω κατά το χρόνο σύναψης της πρώτης από τις παραπάνω σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος (1.11.2016) δεν υπήρχε σε ισχύ ΣΣΝΕ των πορθμείων, έναντι των αποδοχών της οποίας ο συμφωνημένος μισθός θα μπορούσε να θεωρηθεί «κλειστός». Αβάσιμος, όμως, κρίνεται ο ίδιος ισχυρισμός και όσον αφορά τη δεύτερη σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίστηκε στις 26.5.2017, αφού και τότε δεν υπήρχε σε ισχύ ΣΣΝΕ πορθμείων, δεδομένου ότι της προηγούμενης (από 29.11.2016 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού του έτους 2016) είχε ήδη από 31.1.2017 λήξει η ισχύς, χωρίς μετενέργεια, ενώ η επόμενη (από 1.12.2017 ΣΣΝΕ του έτους 2017, που προσέδωσε στους όρους της αναδρομική ισχύ από 1ης.2.2017), δεν είχε ακόμα καταρτιστεί. Πάντως, κατά το χρόνο της (άτυπης) σύναψης των επόμενων δύο [2] συμβάσεων ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ίδιο πλοίο και με την ίδια ειδικότητα, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά στις 11.12.2017 και στις 22.11.2017 και λύθηκαν με κοινή συναίνεση στις 21.12.2017 και στις 17.7.2018 αντίστοιχα, η εν λόγω συλλογική ρύθμιση ίσχυε μεν, αποκλείστηκε όμως η εφαρμογή της από τα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία ρητά (βλ. το σχετικό όρο του κειμένου σύμβασης ναυτολόγησης που συντάχθηκε στις 16.5.2018) συνομολόγησαν ότι τους όρους εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος θα διέπει η ΣΣΝΕ της ακτοπλοϊας, ως τέτοιας νοουμένης της τότε ευρισκόμενης σε ισχύ από 17.8.2017 ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2242.5-1.5/77056/27.10.2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 4005/17.11.2017) καταλαμβάνοντας έτσι και κανονιστικώς τους συμβαλλόμενους, τους οποίους ούτως ή άλλως θα δέσμευε και ενοχικώς, αφού τόσο η πρώτη εναγόμενη όσο και ο ενάγων ήταν μέλη των συλλογικών οργανώσεων που συνυπέγραψαν τη συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και, ειδικότερα, ο μεν ενάγων μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ναυτών Εμπορικού Ναυτικού (Π.Ε.Ν.Ε.Ν.), η δε πρώτη εναγόμενη μέλος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (Σ.Ε.Ε.Ν.), ιδιότητα την οποία οι ίδιοι δεν αρνούνται και, όσον αφορά τον ενάγοντα, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός της παρακράτησης καθ’ όλη τη διάρκεια των επίδικων ναυτολόγησεών του από τις μηνιαίες αποδοχές του εισφοράς υπέρ της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (Π.Ν.Ο.), υπερκείμενης οργάνωσης στην οποία υπαγόταν η κλαδική επαγγελματική οργάνωση των ναυτικών της ειδικότητάς του, απορριπτομένων ως αβάσιμων των όσων αντιθέτων υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της ένδικης εφέσεώς τους. Η συμφωνία αυτή ήταν εύλογη, δεδομένου ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2017 έως 31.10.2018 το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο ΝΚ εκτελούσε, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/31.10.2017 ανακοίνωση δήλωσης δρομολόγησης του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, εκτός από το πορθμειακό δρομολόγιο στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας και το δρομολόγιο της γραμμής Κυλλήνη – Σάμη Κεφαλληνίας – Πισαετός Ιθάκης – Πάτρα, το μήκος του οποίου, με συνυπολογισμό των αποστάσεων μεταξύ αφετηρίας και προορισμού αλλά και μεταξύ των ενδιάμεσων λιμένων, αποδεικνύεται ότι υπερβαίνει τα τριάντα [30] ναυτικά μίλια, με αποτέλεσμα το δρομολόγιο αυτό να έχει το χαρακτήρα ακτοπλοϊκού δρομολογίου. Το ίδιο δρομολόγιο, όπως θα εκτεθεί πιο κάτω εκτελούταν καθημερινώς αμέσως πριν το πορθμειακό δρομολόγιο, όμως η συνεχόμενη εκτέλεσή τους δεν αρκεί για να ενοποιήσει τα δρομολόγια, όπως ο ενάγων εσφαλμένα υποστηρίζει, αφού οι εξυπηρετούμενες δρομολογιακές γραμμές ήσαν δύο [2], όσα και τα αντίστοιχα δρομολόγια, καθώς έτσι όριζε η διοικητική πράξη δρομολογήσεως του ΝΚ, η οποία τα διαχώριζε ρητώς, χωρίς να είναι δυνατή η συναγωγή αντίθετου συμπεράσματος από το γεγονός ότι οι αποδοχές του ενάγοντος συμφωνήθηκαν με αναφορά μόνο στη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, αφού η συμφωνία τους αυτή δεν αρκεί, κατά τα προαναφερθέντα, ώστε να τροποποιηθεί η διοικητική ρύθμιση. Ειδικότερα, κατά τις επίδικες περιόδους ναυτολόγησης του ενάγοντος [εξαιρουμένων των περιόδων από 23 έως 26.5.2017, οπότε βρισκόταν σε ακινησία λόγω ετήσιου δεξαμενισμού του και των αργιών 1.1.2017 (Πρωτοχρονιά), 16.4.2017 (Κυριακή του Πάσχα), 25.12.2017 (Χριστούγεννα), 1.1.2018 (Πρωτοχρονιά) και 8.4.2018 (Κυριακή του Πάσχα), κατά τις οποίες δεν εκτελέστηκαν δρομολόγια, όπως προκύπτει από σχετικά δημοσιεύματα του ηλεκτρονικού τύπου και από τους εγκεκριμένους πίνακες δρομολογίων του που προσάγουν με επίκληση οι εναγόμενες], το ως άνω πλοίο εκτελούσε καθημερινά τα εξής δρομολόγια: Α] Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 26.6.2017 (εκτός των ημερών Πάσχα), οπότε ήταν δρομολογημένο αποκλειστικά στην πορθμειακή γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας (έχοντας την Κυλλήνη ως λιμένα αφετηρίας και τον Πόρο ως λιμένα προορισμού) εκτελούσε τέσσερα [4] δρομολόγια σε ημερήσια βάση, πλην Σαββάτου, οπότε εκτελούσε τρία [3] δρομολόγια, τα οποία όλα διαρκούσαν μία [1] ώρα και δεκαπέντε [15] πρώτα λεπτά, με αναχώρηση κάθε Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή από μεν την Κυλλήνη στις 06:30, 13:45, 17:30 και 21:15 και κατάπλου στον Πόρο 07:45, 15:00, 18:45 και 22:30 αντίστοιχα, από δε τον Πόρο, όπου το πλοίο διανυκτέρευε, στις 04:45, 08:00, 15:30 και 19:15 και κατάπλου στην Κυλλήνη στις 06:00, 09:15, 16:45 και 20:30 αντίστοιχα και κάθε Κυριακή από μεν την Κυλλήνη στις 10:00, 13:45, 17:30 και 21:15 και άφιξη στον Πόρο, στις 11:15, 15:00, 18:45 και 23:00. Εξάλλου, κάθε Σάββατο κατέπλεε στην Κυλλήνη στις 09:15 για να αναχωρήσει στις 10.00, να αφιχθεί στον Πόρο στις 11:15 και να αναχωρήσει εκ νέου στις 12:00, με άφιξη στην Κυλλήνη στις 13:15 και αναχώρηση στις 13:45, νέα άφιξη στον Πόρο στις 15:00, νέα αναχώρηση από εκεί στις 15:30, με κατάπλου στην Κυλλήνη στις 16:45 και, τέλος, αναχώρηση από την Κυλλήνη στις 17:30 και άφιξη στον Πόρο στις 18:45. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι αναχωρήσεις του πλοίου μπορούσαν να λάβουν χώρα ακόμα και μετά μόλις δεκαπέντε [15] λεπτά της ώρας μετά από κάθε κατάπλου, γεγονός που υποδηλώνει ότι στο διάστημα αυτό ήταν δυνατή η ολοκλήρωση της εκφόρτωσης των οχημάτων που είχαν μεταφερθεί με το προηγούμενο δρομολόγιο και η φόρτωση και έχμαση των οχημάτων για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τις ημέρες του Πάσχα του έτους 2017 (δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από 8.4.2017 έως 23.4.2017) το πλοίο εκτέλεσε πέντε [5] δρομολόγια κατά τις καθημερινές ημέρες με ώρες αναχώρησης από μεν Κυλλήνη στις 06:45, 10:00, 13:45, 17:30 και 21:15, από δε τον Πόρο στις 08:30, 11:50, 15:30, 19:15 και στις 04:45 της επομένης και τέσσερα [4] δρομολόγια τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, με ώρες αναχώρησης από μεν την Κυλλήνη τα Σάββατα στις 06:45, 10:00, 13:45 και 17:30, από δε τον Πόρο στις 08:30, 11:50, 15:30 και 08.30 της επομένης (Κυριακή) και τις Κυριακές από μεν την Κυλλήνη στις 10:00, 13:45, 17:30 και 21:15, από δε τον Πόρο στις 11:50, 15:30, 19:15 και 04:45 της επομένης (Δευτέρα). Και Β] κατά το χρονικό διάστημα από 11.12.2017 έως 17.7.2018, οπότε ήταν δρομολογημένο στις γραμμές α) Κυλλήνη – Σάμη – Ιθάκη – Πάτρα και β) Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας (έχοντας την Κυλλήνη ως λιμένα αφετηρίας και τους λιμένες Πατρών και Πόρου αντίστοιχα ως λιμένες προορισμού) το πλοίο εκτελούσε κάθε Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή δύο [2] δρομολόγια, εκ των οποίων το πρώτο ήταν κυκλικό στην ακτοπλοϊκή γραμμή Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη – Πάτρα με επιστροφή και το άλλο ήταν πορθμειακό στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας. Συγκεκριμένα, για το πρώτο δρομολόγιο καθημερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή το πλοίο αναχωρούσε από την Κυλλήνη στις 05:00 με προορισμούς διαδοχικά τον Πισαετό Ιθάκης, όπου κατέπλεε στις 07:40 και από όπου αναχωρούσε στις 07:50, τη Σάμη Κεφαλληνίας, όπου κατέπλεε στις 08:15 για να αναχωρήσει στις 08:30, την Πάτρα, όπου κατέπλεε στις 11:15 για να αναχωρήσει στις 12:00 τη Σάμη, όπου κατέπλεε στις 14:45 και από όπου αναχωρούσε στις 15:15, τον Πισαετό Ιθάκης, όπου κατέπλεε στις 15:45 για να αναχωρήσει στις 16:00, τον Πόρο Κεφαλληνίας, όπου κατέπλεε στις 16:50 και από όπου αναχωρούσε στις 17:15 για το δρομολόγιο της επιστροφής στην Κυλλήνη, όπου κατέφθανε στις 18:35 (ολοκλήρωση 1ου δρομολογίου). Το δεύτερο δρομολόγιο πραγματοποιούταν αμέσως μετά το πρώτο και για την εκτέλεσή του το πλοίο αναχωρούσε από την Κυλλήνη στις 19:00, κατέπλεε στον Πόρο στις 20:35, από όπου αναχωρούσε ξανά στις 21:00 για να αφιχθεί στις 22:20 (ολοκλήρωση 2ου δρομολογίου) στην Κυλλήνη, όπου και διανυκτέρευε. Κάθε Σάββατο το πλοίο είχε αναχώρηση από την Κυλλήνη στις 05:45, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 07:40, αναχώρηση από εκεί στις 07:50, άφιξη στη Σάμη στις 08:15, απόπλου από εκεί στις 08:30, άφιξη στην Πάτρα στις 11:15, αναχώρηση στις 12:00, κατάπλου στη Σάμη στις 14:45, αναχώρηση στις 15:15, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 15:45, αναχώρηση στις 16:00, άφιξη στον Πόρο στις 16:50, αναχώρηση στις 17:15, άφιξη στην Κυλλήνη στις 18:35, αναχώρηση στις 19:00 και άφιξη στη Σάμη στις 20:55, όπου και διανυκτέρευε. Κάθε Κυριακή είχε αναχώρηση από Σάμη στις 07:15, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 07:40, αναχώρηση στις 07:50, άφιξη στη Σάμη στις 08:15, αναχώρηση στις 08:30, άφιξη στην Πάτρα στις 11:15, αναχώρηση στις 12:00, άφιξη στη Σάμη στις 14:45, αναχώρηση στις 15:15, άφιξη στον Πισαετό Ιθάκης στις 15:45, αναχώρηση στις 16:00, άφιξη στον Πόρο στις 16:50, αναχώρηση στις 17:15 και επιστροφή στην Κυλλήνη στις 18:35. Ακολουθούσε το πορθμειακό δρομολόγιο στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας, με αναχώρηση από την Κυλλήνη στις 19:00, άφιξη στον Πόρο στις 20:35, αναχώρηση στις 21:00 και επιστροφή στην Κυλλήνη στις 22:20, όπου το πλοίο διανυκτέρευε. Ομοίως, την περίοδο του Πάσχα του έτους 2018 (δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από 31.3.2018 έως 15.4.2018) το πλοίο εκτελούσε καθημερινά από Δευτέρα έως Κυριακή δύο [2] δρομολόγια όπως περιγράφηκαν παραπάνω (το πρώτο στη γραμμή Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη – Πάτρα με επιστροφή και το δεύτερο στη γραμμή Κυλλήνη – Πόρος με επιστροφή), με πρωινή αναχώρηση από Κυλλήνη στις 05:45 και τελικό κατάπλου στην Κυλλήνη στις 22:20. Κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 26.6.2017 την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου καθόριζε η υπ’ αριθμ. πρωτ. 2311.4/238/28.7.1995 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, σύμφωνα με την οποία το κατώτερο προσωπικό καταστρώματος έπρεπε να στελεχώνουν ένας [1] ναύκληρος και επτά [7] ναύτες, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 21.12.2017 έως και 17.7.2018 ίσχυε η με αριθμό πρωτ. 2241.3-1/91302/21.12.2017 όμοια του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, κατά την οποία για την ομαλή εκτέλεση των δρομολογίων του στο πλοίο ΝΚ έπρεπε να απασχολούνται, μεταξύ άλλων ειδικοτήτων και ένας [1] πλοίαρχος Α, ένας [1] πλοίαρχος Β [Ύπαρχος], ένας [1] πλοίαρχος Γ, ένας [1] ναύκληρος, ένας [1] υποναύκληρος, οκτώ [8] ναύτες και ένας [1] ναυτόπαις. Όμως, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι στην πραγματικότητα υπηρετούσαν σ’ αυτό κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα και δεύτερος ναύκληρος και ένας [1] ή δύο [2] επιπλέον ναύτες. Τα γενικά και ειδικά καθήκοντα και οι λοιπές εργασιακές υποχρεώσεις των ναυτών καθορίζονται στον Κανονισμό εσωτερικής υπηρεσίας που ισχύει για τα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία χωρητικότητας μείζονος των πεντακοσίων (500) κόρων (ΒΔ 683/1960, ΦΕΚ Α 158/4.8.1960), στις διατάξεις των άρθρων 62 και 63 του οποίου ορίζεται ότι οι ναύτες τελούν υπό τις διαταγές και τον έλεγχο του ναύκληρου και βοηθούν αυτόν και τον υποναύκληρο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και, ειδικότερα, εκτελούν, αφενός μεν κατά φυλακές (βάρδιες), τις εργασίες πηδαλιούχου, οπτήρα και αγγελιοφόρου γέφυρας, αφετέρου δε εκτός φυλακής (βάρδιας), μεταξύ άλλων, τις εργασίες καθαριότητας και συντηρήσεως του σκάφους και των σωσιβίων μέσων του, όπως και κάθε εργασία σχετική προς την ειδικότητά τους. Στην υπόθεση που επανακρίνεται, αποδεικνύεται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του, από 1.1.2017 έως 17.7.2018, ο ενάγων εκτελούσε τα καθήκοντα της ειδικότητάς του και, συγκεκριμένα, τα καθήκοντα του ναύτη βάρδιας, συμμετέχοντας στις εργασίας αγκυροβολίας, πρόσδεσης, άπαρσης και απόδεσης του πλοίου και ενδιάμεσα στις εργασίας φορτοεκφόρτωσης των μεταφερόμενων με αυτό οχημάτων πριν από κάθε απόπλου και μετά από κάθε κατάπλου στους λιμένες στους οποίους προσέγγιζε. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι οι ναύτες ήταν διαμοιρασμένοι σε δύο [2] βάρδιες, την πρωινή και την απογευματινή. Όσοι συμμετείχαν στην πρωινή βάρδια αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους μισή [1/2] ώρα πριν τον πρώτο απόπλου του πλοίου και απασχολούνταν στην πρόσδεση και στην απόδεση του πλοίου και στην φορτοεκφόρτωση σε όσους λιμένες προσέγγιζε αυτό μέχρι τις 14:00 περίπου κάθε μεσημέρι, ο δε χρόνος που ήταν απαραίτητος για την ολοκλήρωση των σχετικών εργασιών καταρχήν κυμαινόταν, ανάλογα με την κίνηση του επιβατικού κοινού, ωστόσο, κατά μέσον όρο δεν υπερέβαινε τα δεκαπέντε [15] λεπτά της ώρας, όπως προκύπτει και από το ωράριο των αφιξαναχωρήσεων του πλοίου. Κατά τη διάρκεια εκάστου πλου οι ναύτες δεν εργάζονταν, εκτός από έναν [1] ναύτη που εκτελούσε τα καθήκοντα του πηδαλιούχου, θέση στην οποία εναλλάσσονταν ανά ταξίδι όλοι οι ναύτες. Όσοι από αυτούς συμμετείχαν στην απογευματινή βάρδια αναλάμβαναν τα καθήκοντά τους στις 14:00 το μεσημέρι και απασχολούνταν στις ίδιες εργασίες μέχρι τις 22:30. Ενδιαμέσως, δηλαδή κατά τη διάρκεια του πλου από λιμένα σε λιμένα, όλοι οι ναύτες, με την εξαίρεση του πηδαλιούχου, αναπαύονταν. Επομένως, οι ώρες απασχόλησής τους δεν ταυτίζονταν με τις πλεύσιμες ώρες του πλοίου, όπως ο ενάγων υποστηρίζει, για τον οποίο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είχε υποχρέωση διαρκούς παραμονής σ’ αυτό αλλά δυνατότητα εξόδου στο λιμένα της Κυλλήνης μέχρι την αναχώρηση για το επόμενο δρομολόγιο. Συνεπώς, ο συνολικός χρόνος παραμονής του στο πλοίο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως χρόνος υπερωριακής εργασίας αλλά απλής ετοιμότητας προς εργασία, για την οποία δεν δικαιούται ιδιαίτερη αμοιβή, δεδομένου ότι ο ναυτικός λόγω της φύσεως και των ειδικών συνθηκών του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή [μη γνήσια] ετοιμότητα παροχής των υπηρεσιών του, αν του ζητηθούν, αφού, υπό την αντίθετη εκδοχή, θα έπρεπε να λαμβάνει αμοιβή για παροχή εικοσιτετράωρης εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 48/2021, 23/2021, 200/2016, 218/2016, 376/2015, 441/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 361/2013, ΕΝαυτΔ 2013/208, 231/2013, ΕΝαυτΔ 2013/220, ΕφΠειρ. 45/2010, ΕΝαυτΔ 2010/405, 548/2001, ΕΕΔ 2002/340 = ΕΝαυτΔ 2001/456, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, σελ. 160). Με βάση τα ανωτέρω ο αγωγικός ισχυρισμός περί εργασίας του ενάγοντος επί δώδεκα [12] ώρες κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 26.6.2017 και επί δεκαέξι [16] ώρες κατά το χρονικό διάστημα από 11.12.2017 έως 17.7.2018 δεν κρίνεται βάσιμος. Οι μαρτυρίες των …….. και ……, με τις οποίες επιχειρείται να επιβεβαιωθεί, αναιρούνται από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, που ανήκαν στην επιστασία καταστρώματος του πλοίου και είχαν ιδία γνώση των καθηκόντων και ωρών εργασίας του ενάγοντος έχοντας συνυπηρετήσει με αυτόν, οι οποίοι βεβαιώνουν ότι η ημερήσια απασχόληση του ενάγοντος, που σχετιζόταν με την πρόσδεση και απόδεση του πλοίου και ενδιάμεσα και με την φορτοεκφόρτωση των οχημάτων σε όλα τα λιμάνια, δεν υπερέβαινε τις έξι [6] με επτά [7] ώρες. Σημειώνεται δε ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν εξαρτούν οικονομικό συμφέρον από τις εναγόμενες εταιρίες, διότι κατά το χρόνο των ενόρκων βεβαιώσεών τους είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί. Από τα λεγόμενά τους προκύπτει ειδικότερα α] ότι οι εργασίες στις οποίες συμμετείχε ο ενάγων δεν διαρκούσαν παραπάνω από δεκαπέντε [15] λεπτά σε κάθε λιμένα, επειδή το πλοίο, ως επί το πλείστον, είχε άμεσες αναχωρήσεις, β] ότι η επιβατική κίνηση στη μεν πορθμειακή γραμμή «Κυλλήνη – Πόρος Κεφαλληνίας» ήταν πολύ μειωμένη, επειδή σ’ αυτή ήταν δρομολογημένα και άλλα πλοία, στη δε ακτοπλοϊκή γραμμή «Κυλλήνη – Ιθάκη – Σάμη – Πάτρα», ακόμα μικρότερη, δεδομένου ότι σ’ αυτήν δεν είχε δρομολογηθεί πλοίο για αρκετά χρόνια μέχρι το έτος 2018, οπότε δρομολογήθηκε εκεί το ΝΚ από την πλοιοκτήτριά του, η οποία την επόμενη δρομολογιακή περίοδο το απέσυρε από τη γραμμή αυτή επειδή απέβαινε ζημιογόνος λόγω του μικρού αριθμού των μεταφερόμενων επιβατών και οχημάτων, γ] ότι το πλοίο είχε αρκετές ώρες παραμονής στο λιμάνι της Κυλλήνης και στο ακτοπλοϊκό δρομολόγιο η διαδρομή από Σάμη για Πάτρα διαρκούσε δύο [2] ώρες και σαράντα πέντε [45] λεπτά, δ] ότι οι ώρες του πλου ήταν χρόνος ανάπαυσης για τους ναύτες, εκτός από τον εκάστοτε πηδαλιούχο, ε] ότι το πλοίο είχε πάντοτε ναυτολογημένους περισσότερους ναύτες απ’ αυτούς που προέβλεπε η οργανική του σύνθεση, προκειμένου να αποτρέπεται το ενδεχόμενο υπερωριακής εργασίας, ενώ για την ασφαλή πρόσδεση και απόδεσή του στους λιμένες αρκούσαν τρεις [3] ναύτες και, συγκεκριμένα, ένας [1] στην πλώρη για την αγκυροβολία (με τη χρήση αυτόματης άγκυρας) και δυο [2] στην πρύμνη για το χειρισμό των κάβων, στ) ότι οι ναύτες δεν εργάζονταν όλοι ταυτόχρονα αλλά ήταν χωρισμένοι σε δύο [2] βάρδιες και όσοι συμμετείχαν στην πρωινή ξεκινούσαν μισή ώρα πριν τον πρώτο απόπλου του πλοίου και σταματούσαν στις 14:00, οπότε τους αντικαθιστούσαν οι ναύτες της απογευματινής βάρδιας, οι οποίοι απασχολούνταν μέχρι το πέρας των δρομολογίων, δηλαδή περίπου μέχρι τις 22:30, πλην των Σαββάτων και των Κυριακών, οπότε τα δρομολόγια άρχιζαν αργότερα και ολοκληρώνονταν νωρίτερα σε σχέση με τις καθημερινές, ζ] ότι οι καθαρισμοί στο κατάστρωμα και στο γκαράζ γίνονταν από το ναυτόπαιδα ανά δεύτερη ημέρα και δεν ήταν στις αρμοδιότητες των ναυτών, ενώ αποσκωριώσεις ελασμάτων (ματσακόνι), χρωματισμοί και παρεμφερείς εργασίες συντήρησης του πλοίου γίνονταν όταν το πλοίο έμπαινε στη δεξαμενή μια φορά το χρόνο και όχι κατά τη διάρκεια των δρομολογίων του, αφού τότε μετέφερε επιβάτες και η] ότι ο ενάγων ουδέποτε είχε διατυπώσει παράπονα για αυξημένη απασχόλησή του και ελαττωμένες έναντι αυτής αποδοχές του. Το τελευταίο τούτο γεγονός επιβεβαιώνεται από την από 2.6.2018 υπεύθυνη δήλωση του ενάγοντος ενώπιον της Λιμενικής Αρχής Σάμης, προς την οποία ανέφερε ότι οι συνθήκες εργασίας και το ωράριο της απασχόλησής του στο πλοίο ΝΚ «ήταν καλά» αλλά και από την από 3.6.2018 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον αρμοδίου λιμενικού υπαλλήλου, όπου αναγνωρίζει επί λέξει ότι «δεν εργάζομαι επιπλέον ώρες», όπως βάσιμα επισημαίνουν οι εναγόμενες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, οι οποίες παραδεκτώς κατ’ άρθρο 529 § 2 ΚΠολΔ προσκομίζουν για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό το συγκεκριμένο έγγραφο, αφού η βραδεία προσκομιδή του οφείλεται στην καθυστερημένη περιέλευσή του σε γνώση τους. Αντίθετο συμπέρασμα δε μπορεί να συναχθεί από την υπ’ αριθμ. πρωτ. ……./12.1.2016 έγγραφη αναφορά της Π.Ε.Ν.Ε.Ν. προς τον Υπουργό Ναυτιλίας στην οποία γίνεται λόγος για υπερβάσης του νομίμου ωραρίου απασχόλησης των ναυτικών στην πορθμειακή γραμμή Κυλλήνης – Κεφαλονιάς – Ζακύνθου – Πόρου, καθόσον η αναφορά αυτή είναι γενική και χωρίς ειδική μνεία στο συγκεκριμένο πλοίο, ενώ αναφέρεται σε χρόνο προγενέστερο του επίδικου και δε συνδυάζεται με άλλο αποδεικτικό μέσο από το οποίο να προκύπτει με ασφάλεια η επιβεβαίωση ή μη των καταγγελλομένων με πόρισμα της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής. Για όλους αυτούς τους λόγους κρίνεται ότι ο ενάγων δε δικαιούται αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης και, συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε αντίθετα έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή της βασιμότητας του τέταρτου και του πέμπτου λόγου της ένδικης έφεσης κατά τα συναφή σκέλη τους. Κατ’ αποτέλεσμα, παρέλκει πλέον η εξέταση του έκτου λόγου έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο ισχυρισμός των εναγομένων περί εξοφλήσεως του ενάγοντος για την αιτία αυτή.
V. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ συνάγεται ότι προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί ακτοπλοϊκούς πλόες και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή το λιμένα προορισμού πριν την παρέλευση εξαώρου από τον κατάπλου ή έχει περισσότερες από πέντε [5] εβδομαδιαίως τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από τον αφετήριο λιμένα, οι απασχολούμενοι σ’ αυτό ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω ΣΣΝΕ ή οι όροι της έχουν καταστεί περιεχόμενο της ατομικής εργασιακής τους σύμβασης, δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από του κατάπλου καθ’ εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε [5] δρομολογίων του πλοίου καθ’ εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το ένα τριακοστό (1/30) ή το ένα εξηκοστό (1/60) ή το εν εκατοστό εικοστό (1/120) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες ή τουλάχιστον έξι (6) ώρες ή μέχρι έξι (6) ώρες αντιστοίχως (ΕφΠειρ. 53/2013, ΕφΠειρ. 66/2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 364/2012 αδημ.). Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών, που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της εν λόγω πρόσθετης αμοιβής, συνυπολογίζεται η τροφοδοσία του ναυτικού είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΜονΕφΠειρ. 55/2017, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), το επίδομα άδειας (ΤριμΕφΠειρ. 53/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η πρόσθεση αμοιβή για την έχμαση οχημάτων (ΜονΕφΠειρ. 403/2021, ο.π., 117/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πάντως, κατά τα οριζόμενα στην § 6 του ως άνω άρθρου, οι διατάξεις του κατ’ εξαίρεση δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, επί ημερόπλοιων, δηλαδή επί πλοίων που εκτελούν κατά βάση ημερινούς πλόες και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση της εξαιρέσεως και επάνοδο στον κανόνα, τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα από ώρα 23:00 μέχρις ώρας 07:00. Η επέκταση κρίνεται με βάση τον προγραμματισμένο χρόνο έναρξης και λήξης κάθε δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του. Πάντως, η κατά ολίγα λεπτά της ώρας υπέρβαση των ακραίων χρονικών σημείων έναρξης και λήξης των ωρών που θεωρούνται ως νυκτερινές δεν αναιρεί το χαρακτηρισμό του πλοίου ως ημερόπλοιου και ο απασχολούμενος σ’ αυτό ναυτικός δε δικαιούται τότε την πρόσθετη αμοιβή του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ (ΑΠ 259/2014, ΕΝαυτΔ 2014/27 = Ε7 2014/996, ΜονΕφΠειρ. 285/2021, 216/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Όμως, η υπέρβαση για χρονικό διάστημα πλέον της μιας [1] ώρας ανά δρομολόγιο είτε κατά την έναρξη είτε κατά τη λήξη του έχει αντιθέτως κριθεί (ΑΠ 345/2019, ΕΝαυτΔ 2019/107) ότι δικαιολογεί τον αποχαρακτηρισμό του πλοίου ως ημερόπλοιου και την επάνοδο στον κανόνα της καταβολής πρόσθετης αμοιβής για τα πέραν των πέντε [5] δρομολόγια σε εβδομαδιαία βάση, που θεωρούνται εξπρές, δηλαδή για το έκτο και το έβδομο. Σημειώνεται, αν και αυτονόητο, ότι από τη φύση του πράγματος ως εξπρές μπορούν να θεωρηθούν μόνο τα δρομολόγια της ακτοπλοΐας, δεδομένου ότι στα πορθμειακά το μικρό μήκος της δρομολογιακής γραμμής επιτρέπει την εκτέλεση πέντε [5] ή και περισσότερων δρομολογίων όχι σε εβδομαδιαία αλλά ακόμα και σε ημερήσια βάση, με αποτέλεσμα οι ΣΣΝΕ των πορθμείων να μην περιέχουν παρόμοια συλλογική ρύθμιση.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε στον ενάγοντα πρόσθετη αμοιβή κατά το άρθρο 33 της ως άνω ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας ακόμα και για την περίοδο από 1.1.2017 έως 26.6.2017, οπότε το πλοίο ΝΚ εκτελούσε αποκλειστικά πορθμειακούς πλόες, έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου, κατά παραδοχή ως βάσιμου του συναφούς έβδομου λόγου της ένδικης έφεσης κατά το συναφές σκέλος του, με αποτέλεσμα να παρέλκει περαιτέρω η έρευνα του επόμενου (όγδοου) λόγου αυτής, με τον οποίο η δεύτερη εκκαλούσα επαναφέρει τον ισχυρισμό της ότι οι αξιώσεις του αντιδίκου της για την αιτία αυτή, που γεννήθηκαν το έτος 2017 έχουν, για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, υποκύψει στην ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 § 1 ΚΙΝΔ. Περαιτέρω, κατά την περίοδο από 11.12.2017 έως και 17.7.2018, όπως προαναφέρθηκε, το πλοίο εκτελούσε κάθε εβδομάδα επτά [7] κυκλικά δρομολόγια στην ακτοπλοϊκή γραμμή «Κυλλήνη – Πισαετός Ιθάκης – Σάμη Κεφαλληνίας – Πάτρα» με επιστροφή, καθένα από τα οποία διαρκούσε πάνω από δώδεκα [12] ώρες, με αναχώρηση καθημερινά στις 05:45 από την Κυλλήνη, πλην της Κυριακής, οπότε αναχωρούσε από τη Σάμη, όπου είχε διανυκτερεύσει, στις 07:10. Τα δρομολόγια αυτά ήσαν κυρίως ημερινά, όμως έξι [6] ημέρες την εβδομάδα (πλην Κυριακής) επεκτείνονταν πριν την 07:00 πρωινή και, συνεπώς, το έκτο δρομολόγιο από αυτά (εκείνο εκάστου Σαββάτου) χαρακτηρίζεται εξπρές, αφού λόγω της χρονικής επεκτάσεως των δρομολογίων του το πλοίο απώλεσε το χαρακτηρισμό του ημερόπλοιου, που άλλως θα διατηρούσε, με αποτέλεσμα να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 33 § 6 της ως άνω ακτοπλοϊκής ΣΣΝΕ. Έτσι, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή για τη συμμετοχή του σε ένα [1] δρομολόγιο εξπρές ανά εβδομάδα του ως άνω χρονικού διαστήματος και, συγκεκριμένα, για την απασχόλησή του στο δρομολόγιο καθενός από τα τριάντα ένα [31] Σάββατα της ιδίας χρονικής περιόδου. Κατά την αυτή περίοδο οι τακτικές αποδοχές του ανέρχονταν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 6, 8 §§ 9, 13, 10 § 4 και 15 §§ 1, 2 της ΣΣΝΕ σε δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα ένα ευρώ και τριάντα επτά λεπτά [1.157,99 € ο μισθός ενέργειας + 254,76 € το επίδομα Κυριακών (ως ποσοστό 22% επί του μισθού ενέργειας) + 576,30 € το αντίτιμο της σε είδος παρεχόμενης τροφοδοσίας (19,21 € την ημέρα Χ 30 ημέρες) + 35,22 € το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 417,10 € οι αποδοχές της άδειας μετά τροφοδοσίας {(1.157,99 € + 254,76 € : 22) = 64,21 € + 19,21 € = 83,42 € Χ 5 ημέρες = 417,10 €} = 2.441,37 €]. Επομένως, για την αιτία αυτή δικαιούται ο ενάγων το χρηματικό ποσόν των δύο χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών [(2.441,37 Χ 1/30 =) 81,38 € Χ 31 δρομολόγια = 2.522,75 €]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων συμμετείχε σε εκατόν εβδομήντα οκτώ [178] δρομολόγια εξπρές κατά την ίδια χρονική περίοδο και του επιδίκασε για την αιτία αυτή είκοσι δύο χιλιάδες τετρακόσια τριάντα οκτώ ευρώ (22.438 €) έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμου του ερευνώμενου λόγου της ένδικης έφεσης.
VI. Το πιο πάνω χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (2.522,75 €) πρέπει να καταβληθεί στον ενάγοντα με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την τελευταία αποναυτολόγησή του, που αποτελεί, κατά τα άρθρα 10 § 1 εδαφ. α της ως άνω ΣΣΝΕ και 655 εδαφ. β του ΑΚ, δήλη ημέρα εξοφλήσεως (ΟλΑΠ 40/2002, ΕΕΔ 2002/1478 = ΑρχΝ 2003/344) και με τον τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής του και μέχρι την εξόφληση [εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος της διαδοχικής επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας, κατά το οποίο δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας κατ’ άρθρα 74 § 15 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30.5.2020) και 83 § 14 του Ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α 48/31.3.2021)], όπως έγινε και πρωτοδίκως σιγή δεκτό, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών που οι εκκαλούσες προβάλλουν με τον δέκατο λόγο της έφεσής τους, ενόψει του ότι δεν διαπιστώνεται εν προκειμένω η συνδρομή περιστάσεων τέτοιων, που να δικαιολογούν, κατά τη δυνητική ευχέρεια του Δικαστηρίου τούτου, την εφαρμογή του επικαλούμενου απ’ αυτές άρθρου 346 εδαφ. γ και δ ΑΚ (ΑΠ 1059/2017, E7 2018/573), αφού η αντιδικία ως προς το κεφάλαιο της αγωγής που έγινε εν μέρει δεκτό δεν ανέκυψε ευλόγως, δεδομένου ότι οι εκκαλούσες τελούσαν σε γνώση της βασιμότητας, έστω εν μέρει, της αξίωσης του αντιδίκου τους, που στηριζόταν σε ΣΣΝΕ, η εφαρμογή της οποίας είχε συμφωνηθεί ρητά.
VII. Με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει.…», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 του ιδίου Κώδικα και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 1146/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στρεφόμενος ο δανειστής κατά του αποκτώντος οφείλει να επικαλεστεί και, επί αμφισβητήσεώς τους, να αποδείξει α) τη σύμβαση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση, λ.χ. μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου κλπ, β) την απαίτησή του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του και γ) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής και ότι το γεγονός τούτο το γνώριζε υπό τις εκτιθέμενες ειδικές συνθήκες ο εναγόμενος (ΜονΕφΠειρ. 699/2020, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο), δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο της αγωγής η αναφορά και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτής ευθύνη εκείνου που τα απέκτησε προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (ΑΠ 409/2020, ΝοΒ 2020/1244, ΑΠ 318/2008, Δνη 2009/482). Για τη δημιουργία της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν απ’ αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβίβασης μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Ο ισχυρισμός εκείνου που αποκτά ότι εκτός από το περιουσιακό στοιχείο που του μεταβιβάστηκε υπήρχαν κατά τον κρίσιμο χρόνο και άλλα που δεν μεταβιβάστηκαν, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και δεν βαρύνεται με την απόδειξή του (Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 479, αρ. 42, σελ. 665). Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι του μεταβιβάστηκε όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 1179/2020, 1995/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 451/2012, Ε7 2013/251, ΑΠ 910/2010, ΕπισκΕΔ 2010/1053). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση (ΑΠ 829/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΜονΕφΠειρ. 699/2020, ο.π.). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (ΑΠ 424/1995, ΕΕμπΔ 1995/677 = ΕΕΝ 1996/355 = ΕΝαυτΔ 1996/124 = ΝοΒ 1997/969, ΑΠ 1129/1983, ΝοΒ 1984/667), πολύ περισσότερο μάλιστα καθόσον συνηθέστατη μορφή της εμπορικής εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρία (ΤριμΕφΠειρ. 372/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 596/2018, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο). Εξάλλου, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσης είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 708/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά το χρόνο της μεταβίβασης ούτε να έχει προηγηθεί της μεταβίβασης δικαστική αναγνώρισή τους σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή (ΑΠ 1987/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γέννησής τους να έχει προηγηθεί της μεταβίβασης, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενέστερα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (ΑΠ 1154/1998, Δνη 1998/1572 και 1623, ΤριμΕφΠειρ. 545/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης, μεταξύ δε των ως άνω συνοφειλετών δημιουργείται δικονομικός δεσμός απλής ομοδικίας (ΕφΘεσ. 424/2008, Αρμ. 2009/534, ΕφΑθ. 6812/2005, ΔΕΕ 2006/71).
Εν προκειμένω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η πρώτη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου ΝΚ, στις 19.12.2018 μεταβίβασε αυτό κατά κυριότητα, αιτία πωλήσεως και έναντι ανταλλάγματος εννέα εκατομμυρίων ευρώ (9.000.000 €) στη δεύτερη εναγόμενη, όπως άλλωστε δεν αρνείται η τελευταία, η οποία επικαλείται μόνον ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης δε γνώριζε ότι το πλοίο αποτελούσε το μοναδικό άλλως το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγομένης, καθόσον η πωλήτρια διατήρησε στην περιουσία της και άλλα στοιχεία, τα οποία δεν της μεταβίβασε, όπως τις έναντι τρίτων (τουριστικών πρακτόρων) απαιτήσεις της, την πελατεία και τη φήμη της, καθώς και το εμπορικό της σήμα φήμης (brand name) «………….», όπως και την ιδιοκτησία του ιστοχώρου (domain name)……………. και της άδειας χρήσης λογισμικού για την κράτηση εισιτηρίων πλοίων, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το σύνολο των απαιτήσεων που ο ενάγων κατέστησε επίδικες. Ο ισχυρισμός της αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα στοιχεία που διατήρησε στην περιουσία της η πρώτη εναγόμενη έχουν σημαντική οικονομική αξία έναντι εκείνης του πλοίου που μεταβιβάστηκε, ώστε να θεωρηθεί ότι εν προκειμένω δεν επήλθε μεταβίβαση συνόλου περιουσίας. Άλλωστε, η ίδια η πώληση του πλοίου συνιστά κατά τα προαναφερθέντα μεταβίβαση επιχείρησης κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ εκ μέρους της, όπως αποδεικνύεται μονοβάπορης, πωλήτριας εταιρίας. Ορθώς επομένως με την εκκαλουμένη ο ίδιος ισχυρισμός δεν έγινε δεκτός και ο τα αντίθετα υποστηρίζων ένατος λόγος της ένδικης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού συντρέχουν εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη δημιουργία ex lege σωρευτικής αναδοχής χρέους μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εναγομένης για το περιλαμβανόμενο στη μεταβιβασθείσα περιουσία ως άνω χρέος της πρώτης προς τον ενάγοντα, το οποίο κατά το χρόνο της μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου στη δεύτερη όχι μόνον είχε γεννηθεί αλλά ήδη είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, με αποτέλεσμα η αγοράστρια εταιρία να ευθύνεται για την εκπλήρωσή του εις ολόκληρον, μέχρι την αξία του πλοίου κατά το χρόνο της μεταβίβασης.
VIII. Κατ’ ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη έφεση κατά τους ως άνω ευδοκιμήσαντες λόγους της ως και ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και μάλιστα στο σύνολό της, δηλαδή και κατά το μη πληγέν ή ανατραπέν μέρος της, για την ενότητα του τίτλου της αναγκαστικής εκτελέσεώς της (ΑΠ 748/1984, Δνη 26/642, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, αδημ. ΕφΠειρ. 700/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 277/2005, ΔΕΕ 2005/685, ΕφΠειρ. 91/2004, Πειρ. Νομ. 2004/160) και, αφού η υπόθεση κρατηθεί προς κατ’ ουσίαν εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί η εις ολόκληρον υποχρέωση των εναγομένων στην καταβολή προς τον ενάγοντα του συνολικού χρηματικού ποσού των δύο χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (2.522,75 €) ως πρόσθετη αμοιβή για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές κατά την περίοδο από 11.12.2017 έως 17.7.2018, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσεως της τελευταίας συμβάσεως ναυτολόγησης του ενάγοντος (18.7.2018), που κατά το νόμο αποτελεί δήλη ημέρα εξοφλήσεως.
ΙΧ. Περαιτέρω, όπως, μεταξύ άλλων, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεχθεί την έφεση οριστικά και κατ’ ουσίαν και απορρίψει ολικά ή εν μέρει την αγωγή, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει ο εκκαλών, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, με αίτηση υποβαλλόμενη είτε με το δικόγραφο της έφεσης είτε με τις προτάσεις, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της απόφασης που εξαφανίστηκε, η οποία πρέπει να προαποδεικνύεται. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, αφενός μεν, η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της έφεσης κατ’ αποφάσεως του πρώτου βαθμού που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή και η συνεπεία αυτής απόρριψη της αγωγής και αφετέρου, η εκτέλεση της προσβληθείσας με την έφεση αποφάσεως, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά εκτείνεται και στο πεδίο της εκούσιας συμμόρφωσης του εναγομένου προς το διατακτικό της εκκαλουμένης, προς το σκοπό αποτροπής της εναντίον του εκτελέσεως με τα μέσα του ΚΠολΔ, εφόσον και αυτή είναι απότοκη της επιδικασθείσας και με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλισθείσας απαίτησης (ΑΠ 1118/2020, ΑΠ 1175/2017, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η απόρριψη της αγωγής είναι μερική, ανάλογη είναι και η επαναφορά των πραγμάτων (ΑΠ 1392/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1206/1992, Δνη 1994/1314 = Δνη 1994/1321 = ΕΕΔ 1993/1056, Ι. Μπρίνιας, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμος πρώτος, ανατύπωση β΄ έκδοσης, 67, σελ. 182). Για τη συζήτηση του αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 188/2003, Δνη 2003/716, ΜονΕφΠειρ 97/2012, ΕΝαυτΔ 2012/97), αφού το αίτημα αυτό δεν έχει αυτοτέλεια και δεν εισάγει νέο αντικείμενο δίκης (Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Ι, Γενικό Μέρος, 2017, § 11, αρ. 85, σελ. 255), όμως, η προηγηθείσα εκτέλεση πρέπει να προαποδεικνύεται, καθόσον η έλλειψη της προαπόδειξης απολήγει σε απαράδεκτο του αιτήματος που υποβάλλεται στο δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσο (ΜονΕφΔωδ. 275/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 5957/2009, Δνη 2001/1657, ΕφΑθ. 4395/1992, ΕΣυγκΔ 1993/375, Χ. Απαλαγάκη, Επαναφορά και Αποζημίωση μετά την αναγκαστική εκτέλεση, 1994, σελ. 70 επομ. [81- 83], Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Ε, 1997, άρθρο 914, αρ. 10, σελ. 191). Εάν η επαναφορά των πραγμάτων συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, αποδοτέα είναι, εκτός άλλων, το κεφάλαιο, οι τόκοι του κεφαλαίου και οι επί του αθροίσματος αυτών (κεφαλαίου και τόκοι κεφαλαίου) νόμιμοι τόκοι, μετά από αίτημα του δικαιούχου – εκκαλούντος. Οι τόκοι αρχίζουν από τον χρόνο επιδόσεως στον υπόχρεο εφεσίβλητο της αποφάσεως του εφετείου που διατάσσει την απόδοσή τους, καθόσον ο εφεσίβλητος καθίσταται υπερήμερος από την γνώση της ανατροπής της αποφάσεως, ενόψει του ότι πριν από τη γνωστοποίηση της εξαφάνισης της εκκληθείσας αποφάσεως κατέχει τα δοθέντα με βάση την απόφαση αυτή ως νόμιμο τίτλο (ΟλΑΠ 5/2001, Δνη 2001/378 = Δ 2001/698 = ΕΔΚΑ 2001/596 = ΕΕΔ 2001/315, ΑΠ 51/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω, η εκκαλούσες εταιρίες με το δικόγραφο της εφέσεώς τους ισχυρίζονται ότι συμμορφούμενες με την εκκαλουμένη κατέβαλαν στις 6.10.2020 στον αντίδικό τους το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €), κατά το οποίο εκείνη κηρύχθηκε εν μέρει προσωρινά εκτελεστή και ζητούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να τους αποδώσει τα καταβληθέντα με το νόμιμο τόκο από την ημέρα της καταβολής τους.
Η αίτηση αυτή, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται, όπως εκτέθηκε, η καταβολή δικαστικού ενσήμου, είναι παραδεκτή και κατά το κύριο αίτημά της νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ. Όμως, για όσους λόγους προαναφέρθηκαν, το παρεπόμενο αίτημα της τοκοφορίας των καταβληθέντων είναι νόμιμο μόνο για το μετά την επίδοση της παρούσας χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, από το εκ μέρους των εκκαλουσών προσκομιζόμενο από 5.10.2020 ιδιωτικό συμφωνητικό εξόφλησης προσωρινώς εκτελεστού ποσού προαποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγόμενη εκουσίως και πριν από την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης κατέβαλε στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €), δια της καταθέσεώς του στον τραπεζικό λογαριασμό της πληρεξουσίας του δικηγόρου, που τον εκπροσώπησε και στο ακροατήριο τόσο του πρωτοβάθμιου όσο και του παρόντος Δικαστηρίου και ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό του. Κατ’ ακολουθίαν, μετά την κατά παραδοχή της εφέσεως εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την εν μέρει απόρριψη της αγωγής, πρέπει το κρινόμενο αίτημα επαναφοράς να γίνει εν μέρει δεκτό και ως βάσιμο κατ’ ουσίαν και να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της εκκαλουμένης που εξαφανίστηκε και, ακολούθως, να υποχρεωθεί ο ενάγων να αποδώσει στην πρώτη εναγόμενη το χρηματικό ποσόν κατά το οποίο τα προς αυτόν καταβληθέντα υπερβαίνουν τα σ’ αυτόν επιδικαζόμενα και, συγκεκριμένα, το ποσόν των χιλίων τετρακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (4.000 € – 2.522,75 € = 1.477,25 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.
Χ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 106, 176, 178 αρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσία την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 3115/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή κατ’ ουσίαν.
Δέχεται αυτήν κατά ένα μέρος.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό χρηματικό ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (2.522,75 €), με το νόμιμο τόκο από τις 18.7.2018 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενεχόμενες προς τούτο εις ολόκληρον, η μεν πρώτη απεριόριστα, η δε δεύτερη μέχρι την αξία του πλοίου που της μεταβιβάστηκε.
Δέχεται το κατ’ άρθρο 914 ΚΠολΔ αίτημα των εκκαλουσών και διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν εκτελεστεί η προσωρινώς εκτελεστή διάταξη της απόφασης που εξαφανίστηκε.
Υποχρεώνει τον ενάγοντα να αποδώσει στην πρώτη εναγόμενη το χρηματικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (1.477,25 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως.
Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500 €).
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ