ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 725/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας ……………η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Χάλαρη – Ανδρουλάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Ο εκκαλών στην Α έφεση – εφεσίβλητος στη Β έφεση άσκησε την από 24-11-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../24-11-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εφεσίβλητης στην Α έφεση – εκκαλούσας στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 2742/2021 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Την ανωτέρω απόφαση πρόσβαλαν: Α) Ο ενάγων με την από 1-3-2022 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …./9-3-2022 έφεσή του και Β) Η εναγόμενη με την από 24-6-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./24-6-2022 έφεσή της, οι οποίες ορίστηκαν να συζητηθούν την κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (22-9-2022), κατά την οποία εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Οι υπό κρίση: α) από 1-3-2022 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../9-3-2022 έφεση του ενάγοντος ………. (στο εξής Α έφεση) και β) από 24-6-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./24-6-2022 έφεση της εναγόμενης «………..», με το διακριτικό τίτλο «…………» (στο εξής Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 2742/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 24-11-2020 και με ΓΑΚ …… και ΑΚ ……./24-11-2020 αγωγής του εκκαλούντος στην Α έφεση κατά της εφεσίβλητης στην ίδια έφεση – εκκαλούσας στη Β έφεση, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495, 518 και 591 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τρίτο και τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αντίστοιχα). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών στην Α έφεση / εφεσίβλητος στην Β έφεση με την προαναφερθείσα αγωγή του εξέθεσε ότι, δυνάμει προσύμφωνου ναυτολόγησης, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ αυτού και της εναγόμενης εταιρίας, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «ΝΣ», Ν.Π. ……., κ.ο.χ. 13.902,04, ναυτολογήθηκε στον Πειραιά την 18-3-2019 για αόριστο χρόνο στο άνω πλοίο με την ειδικότητα του μάγειρα Β’, με τη ρητή συμφωνία να διέπεται η σύμβαση εργασίας του από τη Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019. Ότι, μέχρι τη λήξη της ναυτολόγησής του στις 20-12-2019, προσχηματικά λόγω αδείας έως και την 20-1-2020 αλλά στην πραγματικότητα λόγω καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο χωρίς υπαιτιότητά του, εργαζόταν 14 ώρες ημερησίως, ενώ το άνω πλοίο εκτέλεσε κατά το ανωτέρω διάστημα και 12,57 δρομολόγια εξπρές. Ότι από τη ναυτολόγησή του αυτή διατηρεί σε βάρος της εναγόμενης απαιτήσεις για πρόσθετη αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης και λόγω δρομολογίων εξπρές, για διαφορά επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, για αποζημίωση για διανυκτερεύσεις που δεν του χορηγήθηκαν, καθώς και για αποζημίωση απόλυσης. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν νομότυπου (άρθρα 224, 295, 297 Κ.Πολ.Δ.) περιορισμού από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό όλων των κονδυλίων της αγωγής του κατά ποσοστό 1/3, ζήτησε – επικαλούμενος τη σύμβαση εργασίας του, άλλως τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις – Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 11.415,56 ευρώ ως αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, το ποσό των 730,55 ευρώ ως αποζημίωση για διανυκτερεύσεις που δεν του χορηγήθηκαν, το ποσό των 365,70 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2019, το ποσό των 2.669,87 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019, το ποσό των 1.102,97 ευρώ ως αμοιβή δρομολογίων εξπρές από 13-6-2019 έως 8-9-2019 και το ποσό των 1.785,01 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης και Β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει ακόμη να του καταβάλει υπόλοιπο ποσό 5.707,78 ευρώ ως αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, 365,27 ευρώ ως αποζημίωση για διανυκτερεύσεις που δεν του χορηγήθηκαν, 182,85 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2019, 1.334,93 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019, 551,48 ευρώ ως αμοιβή δρομολογίων εξπρές και 892,51 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την απόλυσή του στις 15-5-2019, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα. 3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος επιδίκασης τόκων κατά το μέρος που αφορά στα κονδύλια δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων και αποζημίωσης απόλυσης, τα οποία έκρινε νόμιμα από την επίδοση της αγωγής, και στη συνέχεια δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσία, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα ως αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, ως αποζημίωση για διανυκτερεύσεις που δεν του χορηγήθηκαν, ως αναλογία επιδόματος δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων έτους 2019 και ως αμοιβή δρομολογίων εξπρές από 13-6-2019 έως 8-9-2019 το συνολικό ποσό των 9.034,82 ευρώ, με διάταξη που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για ποσό 5.000,00 ευρώ και αναγνώρισε ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα για τις ίδιες αιτίες επιπλέον ποσό 1.766,83 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών της Χώρας από 13-3-2020 έως 31-5-2020, ενώ καταδίκασε την εναγόμενη και σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το εκκαλούμενο από τον καθένα μέρος της, ώστε να ξαναδικαστεί ως προς αυτό η αγωγή και να γίνει ολικά δεκτή ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντίστοιχα. Επιπλέον, η εκκαλούσα – εναγόμενη υποβάλλει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη της εκτέλεσης κατάσταση, κατ’ άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ, επειδή κατέβαλε στον αντίδικό της το χρηματικό ποσό των 5.000,00 ευρώ που η εκκαλουμένη του επιδίκασε προσωρινά.
4. Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 983/2021, www.areiospagos.gr, Α.Π. 139/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), την υπ’ αριθ. 19.931/31-5-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Θήβας ……, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. ………/26-5-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………), την υπ’ αριθ. ……./31-5-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία της εναγόμενης μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ……/26-5-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …..), χωρίς το γεγονός ότι ο εκ των άνω μαρτύρων ……. τυγχάνει αντίδικος της εναγόμενης επειδή έχει ασκήσει εναντίον της άλλη, δική του, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων του (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 509/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 149/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, η οποία άλλωστε προσκομίζει ένορκη βεβαίωση ναυτικού που βρίσκεται σε σχέση (εργασιακής) εξάρτησης απ’ αυτή, σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά την 18-3-2019 και την 1-9-2019, μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του υπ’ αριθ. ΑΑ …….. ναυτικού φυλλαδίου και του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ ακτοπλοϊκού πλοίου «ΝΣ», κ.ο.χ. 13.902,04, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στον Πειραιά στο παραπάνω πλοίο με την ειδικότητα του μάγειρα Β’ και παρείχε αδιάλειπτα τη ναυτική εργασία του σ’ αυτό από 18-3-2019 έως 20-12-2019, οπότε απολύθηκε στο λιμένα του Πειραιά «λόγω αδείας έως και την 20-1-2020», σύμφωνα με το ναυτικό του φυλλάδιο. Κατά τo επίδικο άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του η σύμβαση ναυτικής εργασίας του είχε συμφωνηθεί να υπάγεται στους όρους της ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019 – Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019), το δε άνω πλοίο, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, είχε δρομολογηθεί σε ακτοπλοϊκές γραμμές προς τα Δωδεκάνησα, με αφετηρία το λιμάνι του Πειραιά. Ειδικότερα, εκτελούσε τακτικά τα ακόλουθα εξής κυκλικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια: Δευτέρα: Αναχώρηση από Πειραιά 20:00, άφιξη Χίο Τρίτη 04:15, αναχώρηση από Χίο 04:45, άφιξη Μυτιλήνη 07:45, αναχώρηση από Μυτιλήνη 18:00, άφιξη Χίο 21:00, αναχώρηση από Χίο 21:30, άφιξη Οινούσσες 22:00, αναχώρηση από Οινούσσες 22:10, άφιξη Ψαρά Τετάρτη 00:10, αναχώρηση από Ψαρά 00:20, άφιξη Πειραιά 06:55, αναχώρηση από Πειραιά 20:00, άφιξη Ψαρά Πέμπτη 02:40, αναχώρηση από Ψαρά 02:50, άφιξη Οινούσσες 04:45, αναχώρηση από Οινούσσες 04:55, άφιξη Χίο 21:00, αναχώρηση από Χίο 21:30, άφιξη Πειραιά Παρασκευή 05:55, αναχώρηση από Πειραιά 08:00, άφιξη Χίο 15:55, αναχώρηση από Χίο 16:25, άφιξη Μυτιλήνη 19:20, αναχώρηση από Μυτιλήνη 21:00, άφιξη Χίο 23:55, αναχώρηση από Χίο Σάββατο 00:25, άφιξη Πειραιά 08:25, αναχώρηση από Πειραιά 11:00, άφιξη Ψαρά 17:40, αναχώρηση από Ψαρά 17:50, άφιξη Οινούσσες 19:45, αναχώρηση από Οινούσσες 19:55, άφιξη Χίο 20:25, αναχώρηση από Χίο 20:55, άφιξη Μυτιλήνη 23:50, αναχώρηση από Μυτιλήνη Κυριακή 18:00, άφιξη Χίο 21:00, αναχώρηση από Χίο 21:30, άφιξη Οινούσσες 22:00, αναχώρηση από Οινούσσες 22:10, άφιξη Ψαρά Δευτέρα 00:10, αναχώρηση από Ψαρά 00:20, άφιξη Πειραιά 06:55. Την 10-3-2019, 28-4-2019 και 16-6-2019 τα δρομολόγια παρέμεινα ανεκτέλεστα. Την 11-3-2019 και 29-4-2019 είχε αναχώρηση από Μυτιλήνη 10:00, άφιξη Χίο 13:00, αναχώρηση από Χίο 13:30, άφιξη Πειραιά 21:15, αναχώρηση από Πειραιά 23:30, άφιξη Χίο 07:15, αναχώρηση από Χίο 07:45 και άφιξη Μυτιλήνη 10:45. Την 1-5-2019 είχε αναχώρηση από Πειραιά 23:59, άφιξη Χίο 07:45, αναχώρηση από Χίο 08:15 και άφιξη Μυτιλήνη 11:15. Την 13-6-2019 είχε έναρξη δρομολογίων από Μυτιλήνη 18:00. Την 17-6-2019 είχε αναχώρηση από Μυτιλήνη 10:00, άφιξη Χίο 13:00, αναχώρηση από Χίο 13:50, άφιξη Οινούσσες 14:00, αναχώρηση από Οινούσσες 14:10, άφιξη Ψαρά 16:05, αναχώρηση από Ψαρά 16:15, άφιξη Πειραιά 22:55, αναχώρηση από Πειραιά 23:59, άφιξη Χίο 07:45, αναχώρηση από Χίο 08:15, άφιξη Μυτιλήνη 11:15. Από 2-10-2019 έως 31-10-2019 ήταν σε ακινησία για εργασίες ετήσιου δεξαμενισμού. Τα ανωτέρω περιστατικά και η εφαρμογή της ανωτέρω Σ.Σ.Ε, της οποίας γίνεται επίκληση από τον ενάγοντα, δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συνομολογούνται απ’ αυτήν (άρθρα 261 και 591 Κ.Πολ.Δ.).
5. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε, η προβλεπόμενη σ’ αυτό ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι της οκταώρου εργασίας την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα, η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Εξάλλου, τα γενικά καθήκοντα των μαγείρων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το Β.Δ. 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4-10-1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 123 και 124 του οποίου: «Άρθρο 123: Οι Μάγειροι τελούσιν υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Αρχιμαγείρου προϊσταμένου και βοηθούσιν αυτόν εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων του. Ειδικώτερον ο Μάγειρος Α είναι ο πρώτος εν τη ιεραρχία των Μαγείρων μετά τον Αρχιμάγειρον και αναπληροί αυτόν απουσιάζοντα ή κωλυόμενον. Ο Μάγειρος Β είναι ο άμεσος υφιστάμενος του Μαγείρου Α και ο κυριότερος βοηθός αυτού και ο Μάγειρος Γ είναι υπεύθυνος διά την εις αυτόν ανατιθεμένην εργασίαν υπό των Μαγείρων Α και Β» και «Άρθρο 124: «Ειδικά καθήκοντα» Ειδικώτερον, οι Μάγειροι α) επιμελούνται της απολύτου καθαριότητος και καλής συντηρήσεως των διαμερισμάτων του μαγειρείου και των εν αυτοίς σκευών υποχρεούμενοι, όπως επιβλέπωσιν ιδιαιτέρως τα υποκείμενα εις κασσιτέρωσιν και ν’ αναφέρωσιν εγκαίρως εις τον Αρχιμάγειρον περί της εκάστοτε ανάγκης της κασσιτερώσεως αυτών. β) οφείλουσι να είναι απολύτως καθαροί και να φέρωσιν ένδον την κεκανονισμένην ενδυμασίαν και το ειδικόν κάλυμμα της κόμης. γ) επιμελούνται, βοηθούμενοι υπό των χυτροκαθαριστών, της αφής της πυράς του μαγειρείου, της μεταφοράς των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και των ψυγείων εις το μαγειρείον, του καθαρισμού των τροφίμων και της παρασκευής των εδεσμάτων κατά τας οδηγίας και υπό την επίβλεψιν του Αρχιμαγείρου προϊσταμένου», ενώ, κατ’ άρθρο 126: «Οι Χυτροκαθαρισταί βοηθούσι τους Μαγείρους, Αρτοποιούς και Ζαχαροπλάστας εις τα ειδικά καθήκοντα των, ασχολούμενοι ειδικώτερον εις την σάρωσιν, πλύσιν και καθαρισμόν εν γένει των διαμερισμάτων του μαγειρείου, την πλύσιν και καθαρισμόν και ευθέτησιν των εν αυτώ σκευών εις τας σκευοθήκας, την αφήν της πυράς του μαγειρείου, την μεταφοράν των τροφίμων εκ των τροφαποθηκών και ψυγείων εις το μαγειρείον, τον καθαρισμόν αυτών και συγκέντρωσιν των απορριμμάτων εις ειδικά προς τούτο δοχεία και την απόρριψιν αυτών εις την ανοικτήν θάλασσαν και εν γένει εις πάσαν βοηθητικήν εργασίαν ειδικότητος μαγειρείου ανατιθεμένην αυτοίς υπό του Αρχιμαγείρου». Στην προκείμενη περίπτωση, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, κατ’ εντολή του μάγειρα Α’ του άνω πλοίου, απασχολούνταν σε καθήκοντα που αφορούσαν την προαναφερθείσα ειδικότητά του (άρθρα 123 και 124 του ΒΔ 683/1960). Ειδικότερα, εκτελούσε τα περιγραφόμενα στα ανωτέρω άρθρα καθήκοντά του, συμμετέχοντας στην ετοιμασία των γευμάτων, μεσημεριανού και βραδινού, τόσο του πληρώματος (85 άτομα μέγιστη σύνθεση κατά τη θερινή περίοδο, σύμφωνα με το ναυτολόγιο) όσο και των επιβατών (ο αριθμός των οποίων κυμαίνονταν κατά το μέγιστο μεταξύ 700 και 1800, ανάλογα της διανυόμενης περιόδου). Το μεν πλήρωμα γευμάτιζε το μεσημέρι από ώρα 11.30 έως 13.30 και το βράδυ από ώρα 18.00 έως 21.00 και αντίστοιχα οι επιβάτες από ώρα 12.00 έως 14.00 και από ώρα 19.00 έως 21.00 επίσης. Ο ενάγων άρχιζε την εργασία του από ώρα 06.00 έως τις 14.00 και το απόγευμα από ώρα 18.00 έως 22.00, συμμετέχοντας και στην καθαριότητα των χώρων εστίασης που διαρκούσε περί την μία ώρα μετά το κλείσιμο της τραπεζαρίας. Η αποχώρηση του ενάγοντος γινόταν ώρα 14.00 και όχι ώρα 12.00 όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη και αναφέρει ο μάρτυράς της, όταν ακόμα δεν είχε ξεκινήσει η προσφορά των εδεσμάτων στην οποία και ο ίδιος συμμετείχε, ενώ μετείχε και στην καθαριότητα των χώρων και σκευών του μαγειρείου αλλά και στην μεταφορά των αναγκαίων υλικών (τροφίμων) για την παρασκευή των εδεσμάτων. Σημειωτέον ότι ο ενάγων εκτελούσε τις ως άνω εργασίες, καθημερινά (συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών) και μάλιστα πέραν της ως άνω καθορισμένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης των δρομολογίων που διενεργούσε το άνω πλοίο. Έτσι, πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν επαρκεί απασχόληση μόνον οκτώ ωρών. Κατά το επίδικο άνω χρονικό διάστημα ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο ως «προσωπικό μαγειρείου» ένας αρχιμάγειρας, ένας μάγειρας Α’, δυο μάγειρες Β’, δύο μάγειρες Γ’, ενώ οι μάγειρες επικουρούνταν στην εργασία τους από τρεις χυτροκαθαριστές, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 Π.Δ. 177/1974 «Περί οργανικής συνθέσεως των πληρωμάτων των επιβατηγών (ακτοπλοϊκών – μεσογειακών – τουριστικών) πλοίων» (ΦΕΚ 64/13-3-1974) και δεν αμφισβητείται. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του προσωπικού μαγειρείου, καθόσον αυτή (η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 Κ.Δ.Ν.Δ, αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν εμποδίζει την υπερωριακή εργασία του προσωπικού (Εφ.Πειρ. 166/2022, Εφ.Πειρ. 54/2022, www.efeteio-peir.gr), πολύ δε περισσότερο, εάν συνεκτιμηθεί εν προκειμένω, ο μεγάλος αριθμός μελών του πληρώματος και των επιβαινόντων που γευμάτιζαν (Εφ.Πειρ. 435/2022, ό.α). Από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, το οποίο κάθε εβδομάδα εκτελούσε πολύωρα ταξίδια, προσέγγιζε μεγάλο αριθμό λιμένων και εκτελούσε και νυχτερινούς πλόες, σε συνδυασμό και με τη φύση και το αντικείμενο της απασχόλησής του, αλλά και με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο και μικρότερη τη χειμερινή, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14), όπως καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται ο τελευταίος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, ούτε οκτώ (8) ώρες και κατ’ εξαίρεση εννέα (9) ώρες, όπως επίσης καθ’ υπερβολή ισχυρίζεται η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε, ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας [με την υπόμνηση εδώ ότι οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 παρ. 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 699/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 45/2010, Εφ.Πειρ. 231/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160)]. Η άνω κρίση του Δικαστηρίου περί των ωρών υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος δεν αναιρείται από τα σχετικώς αναφερόμενα στην από 31-5-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρός του ………… (χυτροκαθαριστή στο άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2019 έως 11-11-2019), ενόψει του ότι, τις ως άνω εργασίες δεν εκτελούσε αποκλειστικά ο ενάγων, αλλά και ο έτερος μάγειρας Β’, που συνεπικουρούνταν από τους χυτροκαθαριστές, ενώ την ευθύνη για την προετοιμασία των γευμάτων είχε ο μάγειρας Α’, έτσι, δεν απαιτείτο προς τούτο ημερήσια απασχόληση πλέον των δώδεκα ωρών (κατά μέσο όρο). Επίσης, δεν αναιρείται η ως άνω κρίση περί του μέσου όρου διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος από την κατάθεση του μάρτυρος της εναγόμενης ……… (μάγειρα Α’ στο άνω πλοίο από το έτος 2017 έως το Μάιο 2021), ενόψει του ότι ο μάρτυρας αυτός αναφέρθηκε στην ετοιμασία των γευμάτων μόνο για το πλήρωμα χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για την ετοιμασία των γευμάτων που προορίζονταν για τους επιβάτες, ούτε ότι τηρούνταν το προβλεπόμενο από το άρθρο 19 των άνω Σ.Σ.Ν.Ε. βιβλίο ημερήσιων υπερωριών, ενώ δεν απέκλεισε τη διενέργεια υπερωριών από τον ενάγοντα (αφού κατέθεσε ότι οι εργασίες του ολοκληρώνονταν συνήθως εντός του οκταώρου, χωρίς σε κάθε περίπτωση να απαιτείται εξάωρη υπερωριακή εργασία του ημερησίως), συνεκτιμημένου και του ότι η εναγόμενη αναγνωρίζει ότι για τις ανάγκες του άνω επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου δεν αποκλείονταν η παροχή εργασίας του ενάγοντος καθ’ υπέρβαση του οκταώρου λόγω αυξημένης κίνησης επιβατών (βλ. σ. 11, στιχ. 6-8 και σ. 14, στιχ. 5-7 της έφεσής της). Όσον αφορά δε τις έγγραφες καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος και τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών που προσκομίζει η εναγόμενη, από τα ως άνω στοιχεία προέκυψε ότι οι σχετικές επ’ αυτών εγγραφές δεν είναι ακριβείς, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακά, όπως προεκτέθηκε και η τήρηση αυτών είχε μόνον τυπικό χαρακτήρα. Το γεγονός δε ότι ο ενάγων υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις άνω καταστάσεις και τα άνω εκκαθαριστικά σημειώματα που του χορηγούσε η εργοδότριά του, όπου επίσης αναφέρεται ο αριθμός ωρών υπερωριακής απασχόλησης και οι επιμέρους αποδοχές, δεν συνιστά πλήρη σε βάρος του απόδειξη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα – εναγόμενη με τον πρώτο λόγο έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, αλλά η διάρκεια της υπερωριακής του απασχόλησης μπορεί να προκύψει από την εκτίμηση όλων των εισφερόμενων ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτικών μέσων, καθώς αντίθετη παραδοχή θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη παραίτηση του εργαζόμενου από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή των παραπάνω εγγράφων έγινε για να δηλωθεί παραίτηση (άφεση χρέους) εκ μέρους του ναυτικού, τούτο είναι χωρίς έννομη επιρροή, γιατί κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 Α.Κ, 8 του ν. 2112/1920, 5 παρ.1 α.ν. 539/1945, 8 παρ.4 του ν.δ. 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα νόμιμα ελάχιστα όρια των αποδοχών του, όπως και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr). Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη, που δέχθηκε μικρότερο αριθμό ωρών υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης αυτού να γίνει, εν μέρει, δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να απορριφθεί αντίστοιχα, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης με τον οποίο υποστηρίζει τα αντίθετα, δηλαδή έλλειψη αναγκαιότητας υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, εκτός από τις ώρες υπερωριακής εργασίας, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν και δεν προσβάλλουν με λόγο έφεσης, τον αριθμό των καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών, το ποσό αμοιβής για την κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας, καθώς και τα ποσά που έγινε δεκτό ότι καταβλήθηκαν στον ενάγοντα έναντι της οφειλόμενης σ’ αυτόν αμοιβής για την υπερωριακή εργασία του κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες.
6. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του μάγειρα, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο ορισμένως και ειδικώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002, Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326). Εξάλλου, εάν υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (Α.Π. 1214/2010, Α.Π. 1746/2009, Α.Π. 142/2003, Α.Π. 737/2001, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τις αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της επίδικης ναυτολόγησής του από 18-3-2019 έως 20-12-2019, η εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της (ένσταση), κατέβαλε σ’ αυτόν διάφορα χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 1.136,05 ευρώ (24,81 ευρώ το Μάρτιο + 88,70 ευρώ τον Απρίλιο + 93,06 ευρώ το Μάιο + 95,28 ευρώ τον Ιούνιο + 162,55 ευρώ τον Ιούλιο + 227,78 ευρώ τον Αύγουστο + 169,73 ευρώ το Σεπτέμβριο + 88,24 ευρώ τον Οκτώβριο + 114,59 ευρώ το Νοέμβριο + 71,31 ευρώ το Δεκέμβριο). Δεν αποδείχθηκε όμως ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στην άνω νομική σκέψη προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κάθε φορά στον ενάγοντα διαφορετικών άνω πρόσθετων ποσών με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ορισμένη και ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων μερών περί καταλογισμού των πρόσθετων αυτών ποσών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος που προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, αφού, η αόριστη διατύπωση του υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικού όρου της από 18-3-2019 σύμβασης ναυτικής εργασίας του: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευμένου κατά τα άρθρα 173, 200 Α.Κ, δεν επιτρέπει το συμψηφισμό των ως άνω πρόσθετων ποσών που χορηγούσε η εναγόμενη εξ ελευθεριότητας προς τον ενάγοντα με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού στον ως άνω συμβατικό όρο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα (κατά ποιόν και ποσόν), οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς τον ενάγοντα. Άλλως, βέβαια, θα τίθετο το ζήτημα εάν στις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος προβλεπόταν ρητά ότι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», ως υπέρτερες των νόμιμων, θα καλύπτουν την υπερωριακή αμοιβή, οπότε, όπως εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, η εργοδότρια εναγόμενη θα είχε τη δυνατότητα να προβεί στο συμψηφισμό αυτών με τις υπόλοιπες αμοιβές του, περιορίζοντας μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε τον ως άνω ισχυρισμό (ένσταση) της εναγόμενης, ως παραδεκτά προβληθέντα και ακολούθως δέχθηκε αυτόν ως ουσιαστικά βάσιμο, με το σκεπτικό ότι προέκυψε ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα ως άνω χορηγούμενα ποσά (έκτακτες αμοιβές) με την πρόσθετη αμοιβή από υπερωριακή εργασία του ενάγοντος, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο (άρθρα 361 και 440 Α.Κ. και 262 Κ.Πολ.Δ.) και εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις (συμβάσεις ναυτικής εργασίας ενάγοντος), κατά το βάσιμο σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσής του.
Κατόπιν όλων αυτών, για το μη αμφισβητούμενο άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του τα ακόλουθα ποσά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι’ αυτήν ωρομίσθια στην εφαρμοστέα άνω ΣΣΝΕ: α) για τις 192 καθημερινές και 39 Κυριακές που απασχολήθηκε καθ’ όλη την ναυτολόγησή του στο πλοίο της εναγόμενης Χ 4 ώρες υπερωριακή εργασία Χ 10,25 ευρώ ωρομίσθιο = 9.471,00 ευρώ και β) αντίστοιχα για τα 38 Σάββατα και 9 αργίες της ναυτολόγησής του Χ 12 ώρες Χ 12,30 ευρώ ωρομίσθιο = 6.937,20 ευρώ και συνολικά 16.408,20 ευρώ, από το οποίο, μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγόμενη εταιρία ποσού 5.127,72 ευρώ για την παροχή εργασίας του τα Σάββατα και τις αργίες και ποσού 748,65 ευρώ για την παροχή εργασίας του τις καθημερινές και τις Κυριακές, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 16.408,20 –(5.127,72 + 748,65) = 10.531,83 ευρώ, ο δε μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για υπερωριακή εργασία ανέρχεται σε 10.946,04 ευρώ / 278 ημέρες συνολικής διάρκειας της ναυτολόγησής του Χ 30 = 1.770,67 ευρώ.
7. Από τη διάταξη του άρθρου 14 της εφαρμοστέας άνω ΣΣΝΕ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς του δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. B’ 1/07-01-1982), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εφόσον η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου και από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 30η Απριλίου αντίστοιχα, ή, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, τα 2/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του μισού (μηνιαίου) μισθού για κάθε οκταήμερο χρονικό διάστημα αντίστοιχα ή ανάλογο κλάσμα σε περίπτωση χρονικού διαστήματος μικρότερο του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου. Για τον υπολογισμό των επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πράγματι καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντίστοιχα, ενώ ως καταβαλλόμενος μισθός νοείται το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού. Τακτικές αποδοχές για την εφαρμογή των διατάξεων της άνω Υπουργικής Απόφασης θεωρούνται ο μισθός καθώς και κάθε άλλη παροχή εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη σαν συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας, τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά, κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα του χρόνου. Ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος πάγια και τακτικά ανά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικά, γ) οι λοιπές, τακτικά και πάγια, καταβαλλόμενες παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας και η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η τροφοδοσία, είτε καταβάλλεται αυτούσια είτε σε χρήμα (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 496/2015, αδημ, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 481/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και το επίδομα άγονης γραμμής (Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, συνυπολογιστέα δεν είναι καταρχήν η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 463/2022, Εφ.Πειρ. 220/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ωστόσο συνυπολογίζεται και η εν λόγω αμοιβή στην περίπτωση που πραγματοποιούνται τακτικά τέτοια δρομολόγια και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 544/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 590/2014, Εφ.Πειρ. 66/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με βάση τα παραπάνω, στις νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ναυτικού θα συνυπολογιστούν ο καθορισθείς ανωτέρω μέσος όρος της αμοιβής του για υπερωριακή εργασία, το επίδομα άγονης γραμμής και η αποζημίωση άδειας, ενόψει του ότι, από τις προσκομιζόμενες και μη αμφισβητούμενες από τους διαδίκους μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος προκύπτει η κατά τρόπο σταθερό, τακτική, κάθε μήνα καταβολή ποσών γι’ αυτές τις αιτίες, ως άλλωστε δεν αμφισβητείται από την εναγόμενη – εκκαλούσα. Δεν θα συνυπολογιστεί όμως στις τακτικές αποδοχές του η πρόσθετη αμοιβή του για δρομολόγια εξπρές, επειδή δεν την ελάμβανε αδιαλείπτως και τα δρομολόγια εξπρές δεν πραγματοποιούνταν τακτικά, ενώ και ο ίδιος δεν τη συνυπολογίζει στις τακτικές αποδοχές του στο δικόγραφο της αγωγής του. Κατόπιν τούτων, οι νόμιμες τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σε 4.588,77 ευρώ [1.418,11 ευρώ βασικός μισθός + 311,98 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 ευρώ Χ 30 ημέρες) + 397,74 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας (1.418,11 ευρώ βασικός μισθός + 311,98 ευρώ επίδομα Κυριακών + 19,98 ημερήσιο αντίτιμο τροφής = 1.750,07 / 22 ημέρες Χ 5 ημέρες) + 54,23 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής (διότι το πλοίο δραστηριοποιούνταν σε γραμμή για την οποία είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας) + 1.770,67 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας = 4.588,77 ευρώ]. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται: Α) για αναλογία δώρου Πάσχα 2019: 4.588,77 / 2 / 15 = 152,96 Χ 5,5 οκταήμερα (44 ημέρες διάρκεια της ναυτολόγησής του κατά το διάστημα από 1-1-2019 έως 30-4-2019 : 8) = 841,28 ευρώ και μετά την αφαίρεση του συνολικού ποσού 433,21 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 408,07 ευρώ. και Β) για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019: 4.588,77 ευρώ / 25 Χ 2 Χ 12,31 δεκαεννεαήμερα (234 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης από 1-5-2019 έως 20-12-2019 / 19) = 4.519,02 ευρώ και μετ’ αφαίρεση του συνολικού ποσού 1.990,77 ευρώ που συνομολογεί ότι έλαβε για την αιτία αυτή, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 2.528,25 ευρώ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του επιδίκασε διαφορετικά ποσά για αναλογία δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2019, υπολογίζοντας μικρότερο όγκο υπερωριακής εργασίας, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και θα πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης του ενάγοντος (τρίτος) να γίνει, εν μέρει, δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να απορριφθεί αντίστοιχα, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγόμενης με τον οποίο υποστηρίζει ότι για τον υπολογισμό των αιτούμενων δώρων εορτών δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί υπερωριακή αμοιβή και επίδομα αδείας.
8. Με τον πέμπτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη παραπονείται για την αποδοχή από μέρους της εκκαλουμένης του αγωγικού αιτήματος που αφορούσε την καταβολή αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις. Επί του λόγου αυτού πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 16 της οικείας ΣΣΝΕ «1. Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμένα αφετηρίας ή στο λιμένα προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. 2. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχόμενη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή, το 1/22 του μισθού ενεργείας της παρ. 1 του άρθρου 1. 3. Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή». Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ιδίως της κατάθεσης του μάρτυρος απόδειξης ……….., ο οποίος συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο άνω πλοίο, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της επίδικης ναυτολόγησης του ενάγοντος δεν χορηγούνταν σ’ αυτόν οι ως άνω καθοριζόμενες διανυκτερεύσεις εκτός πλοίου που δικαιούνταν ανά μήνα. Και ναι μεν ο μάρτυρας ανταπόδειξης …….. κατέθεσε ότι διανυκτερεύσεις χορηγούνταν, πλην όμως δεν τις προσδιόρισε χρονικά, ενώ η εναγόμενη δεν προσκόμισε αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου με τις συνημμένες αιτήσεις του ενάγοντος για διανυκτέρευση και τη σχετική εγγραφή από τον πλοίαρχο, ούτε προσδιόρισε τις ημερομηνίες κατά τις οποίες ισχυρίζεται ότι χορηγήθηκαν οι διανυκτερεύσεις. Όμως, εάν πράγματι είχαν χορηγηθεί άδειες διανυκτέρευσης στον ενάγοντα, θα ήταν αναμενόμενο να είχε καταχωρηθεί τούτο στο ημερολόγιο του πλοίου και να είχε επικυρωθεί η σχετική εγγραφή από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, όπως, άλλωστε, επιτάσσει η παρ. 3 του άρθρου 16 της εφαρμοζόμενης άνω ΣΣΝΕ, προς κατοχύρωση και της εναγόμενης εργοδότριας ότι έλαβαν χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση οι επικαλούμενες διανυκτερεύσεις. Επιπλέον, από τα προαναφερθέντα δρομολόγια του πλοίου προκύπτει ότι, συνήθως, αυτό δεν παρέμενε στους λιμένες της αφετηρίας και του προορισμού του κάθε δρομολογίου κατά τη διάρκεια της νύκτας, ενώ, κατά τη θερινή περίοδο, ο αριθμός των μεταφερομένων με το πλοίο επιβατών και οχημάτων ήταν μεγαλύτερος, στοιχείο που προσαύξανε τη διάρκεια της εργασίας του πληρώματος, αποκλείοντας τη δυνατότητα χορήγησης διανυκτέρευσης. Ενόψει αυτών, οφείλεται στον ενάγοντα η προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης (άρθρο 16 παρ. 2 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε), για μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες. Ειδικότερα, για το επίδικο άνω χρονικά διάστημα της ναυτολόγησής του δικαιούται 17 διανυκτερεύσεις και έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των (1.418,11 ευρώ μισθός ενεργείας / 22 Χ 17 =) 1.095,81 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε στον ενάγοντα ως αποζημίωση διανυκτέρευσης το ίδιο άνω ποσό, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που συμπληρώνεται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο πέμπτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
9. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για τον υπολογισμό από την εκκαλουμένη της πρόσθετης αμοιβής που του επιδίκασε για τα δρομολόγια εξπρές και συγκεκριμένα για συνυπολογισμό μικρότερου μέσου όρου της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας. Αντίστοιχα η εναγόμενη, με τον τρίτο λόγο της έφεσής της παραπονείται για τον συνυπολογισμό στην πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια εξπρές της αμοιβής υπερωριακής εργασίας, αφού, κατά τον ισχυρισμό της, ο ενάγων ναυτικός δεν εργάστηκε υπερωριακά, περαιτέρω δε παραπονείται και για τον συνυπολογισμό στην άνω πρόσθετη αμοιβή του επιδόματος αδείας, καθώς και για τη μερική μόνο παραδοχή (κατά ποσό 591,11 ευρώ) της ένστασης εξόφλησης μέχρι ποσού 1.096,14 ευρώ που πρότεινε πρωτόδικα. Οι εκκαλούντες διάδικοι δεν αμφισβητούν την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για τα δρομολόγια που εκτέλεσε το άνω πλοίο την επίδικη περίοδο από 13-6-2019 έως 8-9-2019 (ήτοι, έως και 5 κυκλικά δρομολόγια εβδομαδιαίως, καθένα των οποίων διαρκούσε πάνω από 12 ώρες, αποπλέοντας από το λιμάνι αφετηρίας, που ήταν ο Πειραιάς, πριν τη συμπλήρωση παραμονής 6 ωρών σ’ αυτό και επιστρέφοντας σ’ αυτό χωρίς να παραμείνει στο λιμάνι προορισμού 6 ώρες), ούτε για τον αριθμό των δρομολογίων εξπρές (12,57) για τα οποία κρίθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται σχετική πρόσθετη αμοιβή [ήτοι, ότι το άνω πλοίο εκτελούσε 1 δρομολόγιο εξπρές εβδομαδιαίως, έχοντας κάθε Παρασκευή και κάθε Σάββατο 4 ώρες πρόωρης αναχώρησης από το λιμάνι αφετηρίας του Πειραιά, ήτοι συνολικά 8 ώρες πρόωρης αναχώρησης εβδομαδιαίως) / 8 (σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 33 της άνω ΣΣΝΕ) Χ 12,57 εβδομάδες Χ 1 δρομολόγιο εβδομαδιαίως = 12,57 δρομολόγια εξπρές]. Υπό τα δεδομένα αυτά, το πλήρωμα του άνω πλοίου δικαιούται πρόσθετης αμοιβής, υπολογιζόμενης σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3, 4 και 7α του άρθρου 33 της εφαρμοστέας άνω ΣΣΝΕ. Ειδικότερα ο ενάγων δικαιούται το 1/30 των αποδοχών του επί του αριθμού των δρομολογίων εξπρές, ο οποίος προκύπτει από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχώρησης με τον αριθμό 8. Για τον προσδιορισμό των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του, που λαμβάνονται ως βάση καθορισμού της άνω πρόσθετης αμοιβής, συνυπολογίζεται ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του, το επίδομα άδειας με το αντίτιμο τροφής (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 435/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 481/2022, Εφ.Πειρ. 463/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 53/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το επίδομα άγονης γραμμής (Εφ.Πειρ. 544/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 673/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (Εφ.Πειρ. 435/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 371/2016, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 377/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (Εφ.Πειρ. 435/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 397/2020, ό.α, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό της αμοιβής του για κάθε δρομολόγιο εξπρές ανέρχονται σε [1.418,11 ευρώ βασικός μισθός + 311,98 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 ευρώ Χ 30 ημέρες) + 397,74 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας (1.418,11 ευρώ βασικός μισθός + 311,98 ευρώ επίδομα Κυριακών + 19,98 ημερήσιο αντίτιμο τροφής = 1.750,07 / 22 ημέρες Χ 5 ημέρες) + 54,23 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής (διότι το πλοίο δραστηριοποιούνταν σε γραμμή για την οποία είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας) + 1.770,67 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας = 4.588,77 ευρώ] / 30 = 152,96 ευρώ. Επομένως, για την απασχόληση του ενάγοντος σε δρομολόγια εξπρές του επιδίκου χρονικού διαστήματος από 13-6-2019 έως 8-9-2019 (88 ημερών ή 12,57 εβδομάδων) του οφείλεται ως πρόσθετη αμοιβή το ποσό των 1.922,71 ευρώ (12,57 εξπρές δρομολόγια Χ 152,96 ευρώ για κάθε εξπρές δρομολόγιο). Έναντι του ποσού αυτού η εναγόμενη του κατέβαλε συνολικά κατά το επίδικο άνω διάστημα το ποσό των 591,11 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα χωρίς να πλήττεται η κρίση αυτή με λόγο έφεσης, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ήτοι το ποσό των (1.922,71 – 591,11) 1.331,60 ευρώ. Σημειώνεται εδώ ότι από το οφειλόμενο αυτό ποσό δεν θα αφαιρεθεί επιπλέον συνολικό ποσό 505,03 ευρώ, το οποίο, σύμφωνα με τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του ενάγοντος, του κατέβαλε τμηματικά η εναγόμενη για διπλά δρομολόγια που εκτέλεσε το άνω πλοίο εκτός του επίδικου άνω χρονικού διαστήματος (από 13-9-2019 έως 8-9-2019), ενόψει του ότι η καταβολή αυτή δεν αφορά τα επίδικα δρομολόγια εξπρές για τα οποία ζητείται πρόσθετη αμοιβή, απορριπτομένης ως αβάσιμης κατ’ ουσία, κατά το ποσό αυτό, της σχετικής ένστασης περί μερικής απόσβεσης της οφειλής λόγω καταβολής (άρθρο 416 του Α.Κ.), την οποία πρόβαλε επικουρικά η εναγόμενη στον πρώτο βαθμό και την επαναφέρει με τον άνω (τρίτο) λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των (1.610,55 – 591,11) 1.019,44 ευρώ αντί του ποσού των (1.922,71 – 591,11) 1.331,60 ευρώ που πράγματι του οφείλεται, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του ενάγοντος, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) τρίτο λόγο της έφεσής του, ενώ και ο τρίτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης – εκκαλούσας, κατά το σχετικό μέρος του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
10. Κατά το άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί να λυθεί με καταγγελία του πλοιάρχου οποτεδήποτε, χωρίς ο τελευταίος να υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας, είτε η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου είτε ορισμένου χρόνου και χωρίς να απαιτείται να επικαλεστεί λόγο που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του (άρθρο 75 εδ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ.). Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται και προσδιορίζεται από τα άρθρα 75 εδ. δ’ και 76 Κ.Ι.Ν.Δ. και είναι ίση προς τις αποδοχές δεκαπέντε (15) ημερών, εφ’ όσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας, και προς υπολογισμό της λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή, όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, παρέχεται τακτικώς, ως και πάσα άλλη παροχή καταβαλλόμενη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικώς καθ’ έκαστο μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς καθ’ ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 417/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σ. 355, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, 2004, υπ’ άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, σ. 372). Εξάλλου, όπως συνάγεται από τη διατύπωση του άρθρου 76 Κ.Ι.Ν.Δ, ο ναυτικός, όταν ενάγει για την καταβολή της κατά το άρθρο 72 του ίδιου Κώδικα αποζημίωσής του, αρκεί να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθεί, να αποδείξει ότι η σύμβαση ναυτολόγησης λύθηκε μονομερώς, ύστερα από καταγγελία του πλοιάρχου. Η κατά τα άνω αξίωση του ναυτικού καταλύεται με την προβολή και την απόδειξη από τον εργοδότη του ισχυρισμού ότι η καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης, που έγινε από τον πλοίαρχο, οφείλεται σε παράπτωμα του ναυτικού, στο οποίο υπέπεσε υπαιτίως αυτός και το οποίο δικαιολογεί την καταγγελία. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση (Α.Π. 1224/2019, Εφ.Πειρ. 417/2020, Εφ.Πειρ. 237/2016, Εφ.Πειρ. 57/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, μετά την πάροδο μηνός από την άνω απόλυσή του την 20-12-2019 «λόγω αδείας έως και την 20-1-2020», επικοινώνησε με τα γραφεία της εναγόμενης στην Καλλιθέα, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία στο ως άνω πλοίο, καθότι είχε οικογένεια να συντηρήσει και δεν είχε άλλα εισοδήματα, πλην όμως το αίτημά του δεν έγινε αποδεκτό. Κατηγορηματική περί τούτου είναι η κατάθεση του άνω μάρτυρος απόδειξης, η οποία δεν αναιρείται από την κατάθεση του άνω μάρτυρος ανταπόδειξης, αφού αυτός ουδέν αναφέρει για τη λύση της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος. Εξάλλου, όπως προκύπτει από σχετική εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, η αμέσως επόμενη ναυτολόγησή του ήταν την 18-7-2020 στην Αλεξανδρούπολη στο Φ/Γ «Μ», αριθ. νηολ. Πειραιά ……, το οποίο δεν ανήκει στην εναγόμενη. Επομένως, εφόσον η εναγόμενη μονομερώς κατήγγειλε την υφιστάμενη μεταξύ της ιδίας και του ενάγοντος σύμβαση ναυτικής εργασίας χωρίς ο ενάγων να έχει υποπέσει σε κάποιο παράπτωμα που να δικαιολογεί την απόλυσή του, ο τελευταίος δικαιούται την προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη του άρθρου 76 του Κ.Ι.Ν.Δ. αποζημίωση, η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ισούται με το μισθό 15 ημερών, καθώς ο ενάγων απολύθηκε σε λιμάνι της ημεδαπής. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές που του καταβάλλονταν με καθεστώς πλήρους απασχόλησης κατά τον τελευταίο μήνα της ναυτολόγησής του (Δεκέμβριο 2020) και ανέρχεται στο ποσό των [1.418,11 ευρώ βασικός μισθός + 311,98 ευρώ επίδομα Κυριακών + 36,64 ευρώ επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής (19,98 ευρώ Χ 30 ημέρες) + 397,74 ευρώ αποδοχές άδειας μετά τροφοδοσίας (1.418,11 ευρώ βασικός μισθός + 311,98 ευρώ επίδομα Κυριακών + 19,98 ημερήσιο αντίτιμο τροφής = 1.750,07 / 22 ημέρες Χ 5 ημέρες) + 54,23 ευρώ επίδομα άγονης γραμμής (διότι το πλοίο δραστηριοποιούνταν σε γραμμή για την οποία είχε συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας) + 1.770,67 ευρώ μέσος όρος αμοιβής υπερωριακής εργασίας = 4.588,77 ευρώ] / 2 = 2.294,38 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο απέρριψε κατ’ ουσία το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης απόλυσης, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά το βάσιμο σχετικό λόγο (πέμπτο) της έφεσης του ενάγοντος.
11. Με τον έκτο λόγο της έφεσής της (ο οποίος από προφανή παραδρομή αριθμείται εσφαλμένα ως πέμπτος) η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό που πρόβαλε πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της ως εργοδότριας, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τη διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος της εναγόμενης, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του εναγόμενη, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο έκτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
12. Κατόπιν τούτων, το συνολικό ποσό που δικαιούται να αξιώσει ο ενάγων από την εναγόμενη με βάση την ένδικη αγωγή του ανέρχεται σε (10.531,83 + 408,07 + 2.528,25 + 1.095,81 + 1.331,60 + 2.294,38) 18.189,94 ευρώ. Επομένως, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Β έφεση της εναγόμενης ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για τον παρόντα (δεύτερο) βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) και Β) να γίνει δεκτή η Α έφεση του ενάγοντος ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, όχι μόνο ως προς τα κεφάλαια για τα οποία έγιναν δεκτοί οι λόγοι της έφεσής του, αλλά στο σύνολό της, για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Λαρ. 4/2017, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεσις, έκδοση 2006, σ.σ. 430, 431) και εντεύθεν και ως προς τη σχετική διάταξη των δικαστικών εξόδων. Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), στο οποίο αρμόδια (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ, 51 παρ. 3Α’ Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισάγεται, κατά τη διαδικασία των άρθρων 614 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ, η ένδικη αγωγή, η οποία είναι νόμιμη κατά τις προεκτεθείσες στις σχετικές μείζονες σκέψεις διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361, 648, 653, 655 Α.Κ, 53, 60, 64, 84 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, 1 παρ. 1 και 5 του Α.Ν. 3276/1944, 68, 70, 176, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1α’ Κ.Πολ.Δ, και της προαναφερόμενης Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019, ενώ έχει καταβληθεί και το ανάλογο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου, κατά το μέρος που υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με το άρθρο 14 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτό αντικ. από το άρθρο 2 Ν. 3994/2011 (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. ….. ηλεκτρονικό παράβολο της ΓΓΠΣ, σε συνδυασμό με την από 4-6-2021 απόδειξη ηλεκτρονικής συναλλαγής της Εθνικής Τράπεζας). Ακολούθως, πρέπει να δικασθεί κατ’ ουσία η αγωγή, να γίνει αυτή δεκτή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσία και Α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 17.044,31 ευρώ (ήτοι, 10.531,83 ευρώ ως αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες + 730,55 ευρώ ως αποζημίωση για διανυκτερεύσεις που δεν του χορηγήθηκαν + 365,70 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Πάσχα έτους 2019 + 2.528,25 ευρώ ως αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2019 + 1.102,97 ευρώ ως πρόσθετη αμοιβή δρομολογίων εξπρές + 1.785,01 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης) και Β) να αναγνωριστεί ότι η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα επιπλέον ποσό 1.145,63 ευρώ (ήτοι, 42,37 ευρώ ως υπόλοιπο αναλογίας επιδόματος Πάσχα έτους 2019 + 365,27 ευρώ ως υπόλοιπο αποζημίωσης για διανυκτερεύσεις που δεν του χορηγήθηκαν + 228,63 ευρώ ως υπόλοιπο πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές + 509,37 ευρώ ως υπόλοιπο αποζημίωσης απόλυσης), τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη της ημερομηνίας της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση (όπως κρίθηκε πρωτόδικα, χωρίς η κρίση αυτή να πλήττεται με λόγο έφεσης), εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας από 13-3-2020 έως 31-5-2020, κατά το οποίο δεν τρέχουν τόκοι επιδικίας (άρθρο 74 παρ. 15 Ν. 4.690/2020, Φ.Ε.Κ. Α’ 104/30-5-2020 «Κύρωση Π.Ν.Π. σχ. με κορωνοϊό / Επαναλειτουργία δικαστηρίων»). Το αίτημα της εκκαλούσας – εναγόμενης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 5.000,00 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, ενόψει του ότι το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλογικά προς αυτήν, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικος Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικος, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΌΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία τη Β’ έφεση.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στην άνω έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την Α’ έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθ. 2742/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει επί τοις ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 8-12-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ …../24-11-2020 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει αυτή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα επτά χιλιάδων σαράντα τεσσάρων ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (17.044,31), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας από 13-3-2020 έως 31-5-2020.
Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα επιπλέον ποσό χιλίων εκατό σαράντα πέντε ευρώ και εξήντα τριών λεπτών (1.145,63 ευρώ), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, εξαιρουμένου του χρονικού διαστήματος της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας από 13-3-2020 έως 31-5-2020.
Απορρίπτει το αίτημα της εναγόμενης περί επαναφοράς των πραγμάτων.
Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Δεκεμβρίου 2022, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ