ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 743/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα.
Β.ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Κοντοσέα.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παρασκευά Ζουρντό.
Ο εκκαλών στη Β έφεση – εφεσίβλητος στην Α έφεση άσκησε την από 29-12-2020 και με ΓΑΚ …… και ΑΚ ……../29-12-2020 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εκκαλούσας στην Α έφεση – εφεσίβλητης στη Β έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 1990/2021 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη από 25-2-2022 και με ΓΑΚ … και ΑΚ …../25-2-2022 έφεσή της (υπό στοιχείο Α) και β) ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη από 20-6-2022 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./28-6-2022 έφεσή του (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από το Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Οι υπό κρίση: α) από 25-2-2022 και με ΓΑΚ …. και ΑΚ …./25-2-2022 έφεσή της εταιρίας «……….» κατά του ….. ……. (στο εξής: Α έφεση) και β) η από 20-6-2022 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …../28-6-2022 έφεση του εφεσίβλητου στην Α έφεση κατά της εκκαλούσας στην ίδια έφεση (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 1990/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 29-12-2020 και με Γ.Α.Κ. … και Α.Κ. …../29-12-2020 αγωγής του εκκαλούντος στη Β έφεση κατά της εκκαλούσας στην Α έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων στις άνω εφέσεις, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
2. Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα από 29-12-2020 αγωγή του, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εξέθεσε ότι, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε στον Πειραιά την 6-2-2019, 2-4-2019, 29-1-2020 και 1-7-2020 με την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, η οποία, κατά τα αναφερόμενα επίδικα χρονικά διαστήματα ήταν πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών – οχηματαγωγών ακτοπλοϊκών πλοίων «BS2» και «BH», ολικής χωρητικότητας 16.172 και 13.615,17 κόρων αντίστοιχα, ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά στο πρώτο άνω πλοίο την 6-2-2019 και τις λοιπές άνω ημερομηνίες στο δεύτερο άνω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί των προβλεπόμενων μηνιαίου μισθού και επιδομάτων από τη ΣΣΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων έτους 2019. Ότι στο πρώτο πλοίο εργάστηκε από 6-2-2019 έως 6-3-2019, οπότε απολύθηκε «λόγω αδείας ενός μηνός» και στο δεύτερο πλοίο εργάστηκε κατά την 1η άνω ναυτολόγησή του από 2-4-2019 έως 6-12-2019 (οπότε απολύθηκε «λόγω αδείας ενός μηνός», χωρίς να επαναναυτολογηθεί μέχρι την 29-10-2020, αν και το ζήτησε), κατά τη 2η άνω ναυτολόγησή του εργάστηκε από 29-1-2020 έως 27-2-2020 (οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου) και κατά την 3η άνω ναυτολόγησή του εργάστηκε από 1-7-2020 έως 20-9-2020 (οπότε απολύθηκε «λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου για την υποβολή του σε εργασίες ετήσιας επισκευής και επιθεώρησης»). Ότι κατά τα άνω χρονικά διαστήματα εργασίας του στα άνω πλοία, προς κάλυψη των αναγκών που δημιουργούνταν από την πραγματοποίηση των καθημερινών κυκλικών πλόων τους από Πειραιά προς Κυκλάδες/Δωδεκάνησα το «BS2» και από Πειραιάς προς Ηράκλειο Κρήτης το «BH», εργάζονταν, εκτελώντας τις αναφερόμενες εργασίες, όλες τις ημέρες τις εβδομάδας, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά μέσον όρο επί 14 ώρες ημερησίως, ενώ, κατά τις ημέρες που το δεύτερο άνω πλοίο εκτελούσε και δεύτερο πρόσθετο δρομολόγιο, απασχολούνταν κατά μέσον όρο επί 17 ώρες ημερησίως. Ότι για τα χρονικά διαστήματα αυτά της εργασίας του η εναγόμενη πλοιοκτήτρια δεν του έχει καταβάλει τα αναφερόμενα ποσά διαφορών αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ετών 2019 και 2020, πρόσθετης αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές από το πλοίο «BH», καθώς και την αποζημίωση απόλυσης που δικαιούται λόγω της μονομερούς καταγγελίας από τον πλοίαρχο στις 6-12-2019 και 20-9-2020 αντίστοιχα της πρώτης και της τελευταίας άνω σύμβασης εργασίας του στο πλοίο αυτό, χωρίς δικό του παράπτωμα. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη ευθύνη της εναγόμενης από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, ζήτησε να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 1.544,03 ευρώ για τα άνω καθυστερούμενα ποσά από την εργασία του στο πλοίο «BS2», με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του (7-3-2019), καθώς και το συνολικό ποσό των 29.047,48 ευρώ για τα άνω καθυστερούμενα ποσά από την εργασία του στο πλοίο «BH», με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του (21-9-2020), άλλως, επικουρικά, το συνολικό ποσό των 30.591,51 ευρώ για αμφότερα τα άνω οφειλόμενα ποσά από την εργασία του και στα άνω πλοία, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ακόμη, ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά του έξοδα.
3. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή ως ορισμένη, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσία, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα Α) για την υπηρεσία του στο πλοίο «BS2», ως αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και ως αναλογία δώρου εορτών Πάσχα έτους 2019, το συνολικό ποσό των 821,34 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 7-3-2019 και Β) για την υπηρεσία του στο πλοίο «ΒΗ», ως αμοιβή υπερωριών κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, ως αναλογία δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ετών 2019 και 2020 και ως αμοιβή δρομολογίων εξπρές και ως αποζημίωση για την απόλυσή του στις 20-9-2020 το συνολικό ποσό των 10.715,90 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 21-9-2020 (πλην μέρους 3.553,15 ευρώ της επιδικαζόμενης απαίτησης που αφορά αποζημίωση για την απόλυσή του την 20-9-2020, το οποίο υποχρέωσε την εναγόμενη να το καταβάλει από την επομένη της επίδοσης της αγωγής), κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για ποσό 3.000,00 ευρώ και καταδίκασε την εναγόμενη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο ο ενάγων όσο και η εναγόμενη με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατά το εκκαλούμενο από τον καθένα μέρος της, ώστε να ξαναδικαστεί η αγωγή ως προς αυτό και να γίνει ολικά δεκτή ή να απορριφθεί στο σύνολό της αντίστοιχα. Επιπλέον, η εκκαλούσα – εναγόμενη, με την έφεσή της ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης, με την επιστροφή του ποσού των 3.000,00 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε η τελευταία προσωρινά εκτελεστή, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής του. Σημειώνεται εδώ ότι το άνω αίτημα επαναφοράς είναι νόμιμο (άρθρο 914 Κ.Πολ.Δ.), ενώ το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων είναι νόμιμο από την επίδοση της απόφασης που θα εκδοθεί, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον, πριν την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει προσωρινά εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 Α.Κ, απαιτείται επίδοση της απόφασης για να επέλθει όχληση (Εφ.Πειρ. 31/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Αθ. 490/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
4. Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (Α.Π. 983/2021, www.areiospagos.gr, Α.Π. 139/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), την υπ’ αριθ. ……./2-2-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …… ενώπιον της συμβολαιογράφου Άρτας … ……, την υπ’ αριθ. …./4-2-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος …….. ενώπιον του συμβολαιογράφου Αργοστολίου ……… και την από 3-2-2021 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος ……. ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά ……. (κατ’ άρθρο 158 παρ. 4 ν. 4764/2020), οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση της εναγόμενης (βλ. την υπ’ αριθ. ……./27-1-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ……), τις υπ’ αριθ. …./17-5-2021 και υπ’ αριθ. …../17-5-2021 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……… και ……… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία της εναγόμενης μετά από νομότυπη (άρθρα 421, 422 Κ.Πολ.Δ.) κλήτευση του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. ……../12-5-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ιωάννη ………..), χωρίς το γεγονός ότι οι άνω μάρτυρες του ενάγοντος τυγχάνουν αντίδικοι της εναγόμενης επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 509/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 149/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, η οποία άλλωστε προσκομίζει ένορκη βεβαίωση ναυτικών που βρίσκονται σε σχέση (εργασιακής) εξάρτησης απ’ αυτή, σε συνδυασμό, τέλος, με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους και εκτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, καθώς και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων, απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, κάτοχος του με αριθμό ….. ναυτικού φυλλαδίου, προσλήφθηκε από την εναγόμενη για να εργαστεί με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, με την πρώτη σύμβαση εργασίας στο ανήκον στην πλοιοκτησία της υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ ακτοπλοϊκό πλοίο «BS2», νηολογίου Πειραιά, αριθ. νηολ. ……, κ.ο.χ. 16172 και με λοιπές τρεις συμβάσεις εργασίας στο ανήκον στην πλοιοκτησία της υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ ακτοπλοϊκό πλοίο «BH», νηολογίου Πειραιά, αριθ. νηολ. …., κ.ο.χ. 13.615,17. Συγκεκριμένα, ο ενάγων εργάστηκε στο άνω πλοίο « BS2» με την ανωτέρω ειδικότητα από 6-2-2019 έως 6-3-2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «λόγω αδείας ενός μηνός». Στη συνέχεια εργάστηκε στο άνω πλοίο «BH» με την ανωτέρω ειδικότητα από 2-4-2019 έως 6-12-2019, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «λόγω αδείας ενός μηνός», από 30-1-2020 έως 27-2-2020, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει αυτού και του πλοιάρχου» και από 1-7-2020 έως 20-9-2020, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά «λόγω διακοπής των πλόων του πλοίου για την υποβολή του σε εργασίες ετήσιας επισκευής και επιθεώρησης». Στις άνω συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος αναγράφεται ότι συμφωνήθηκε να αμείβεται αυτός με κλειστό μισθό, ανερχόμενο στο ποσό των 2.881,89 ευρώ κατά την πρώτη ναυτολόγησή του, στο ποσό των 2.776,28 ευρώ κατά τη δεύτερη ναυτολόγησή του και στο ποσό των 2.831,80 ευρώ κατά την τρίτη και την τέταρτη ναυτολόγησή του, ποσό στο οποίο ορίστηκε να συμπεριλαμβάνονται βασικός μισθός, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας και «όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο, η οποία συμφωνήθηκε να είναι αυτή των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, χωρίς προσδιορισμό του έτους αυτής. Ενόψει όμως του ότι ο ενάγων στην αγωγή του υπολογίζει όλα τα επίδικα κονδύλια με βάση τις προβλεπόμενες αμοιβές από τη ΣΣΝΕ πληρωμάτων επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων του έτους 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019- Φ.Ε.Κ.Β’ 3170/12-8-2019), υπολογισμό τον οποίο δέχθηκε η εκκαλουμένη χωρίς να διατυπώνεται κάποια αιτίαση ως προς το κεφάλαιό της αυτό από τους διαδίκους, θεωρείται ότι η άνω ΣΣΝΕ είναι εφαρμοστέα επί όλων των επίδικων περιόδων ναυτολόγησης του ενάγοντος. 5. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 παρ. 1 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου αμειβομένης υπερωριακώς. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 της ίδιας Σ.Σ.Ν.Ε, η προβλεπόμενη σ’ αυτό ιδιαίτερη αμοιβή για τη μέχρι της οκταώρου εργασίας την Κυριακή καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, μάλιστα, η παρασχεθείσα εντός του οκταώρου εργασία κατά την ημέρα αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά μόνον η πλέον του οκταώρου. Εξάλλου, τα καθήκοντα των θαλαμηπόλων στα υπό ελληνική σημαία επιβατηγά πλοία προβλέπονται από το Β.Δ. 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.ο.χ. και άνω» (Φ.Ε.Κ. Α’ 158/4-10-1960), κατά τις διατάξεις των άρθρων 116, 117 και 118 του οποίου: «Άρθρο 116: Θαλαμηπόλοι: Καθήκοντα εν γένει: Οι θαλαμηπόλοι τελούσιν υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Αρχιθαλαμηπόλου της θέσεως εις ην ανήκουσι και βοηθούσιν αυτόν εις την εκτέλεσιν των καθηκόντων του», «Άρθρο 117: Ειδικά καθήκοντα: Ειδικώτερον οι θαλαμηπόλοι: α) επιμελούνται της απολύτου καθαριότητος, καλής συντηρήσεως και ευπρεπείας των ανατιθεμένων αυτοίς ενδιαιτημάτων των θέσεων. β) οφείλουσι να είναι απολύτως καθαροί, ευπρεπείς εν γένει την εμφάνισιν και ευγενείς την συμπεριφοράν, να φέρωσι δε ένδον διαρκώς και ευπρεπώς την εκάστοτε κατά τας περιστάσεις οριζομένην στολήν. γ) καταβάλλουσι ιδιαιτέραν μέριμναν όπως εξυπηρετώσι αδιαλείπως τους επιβάτας και παρέχωσιν εις αυτούς πάσαν δυνατήν περιποίησιν και άνεσιν μετά προθυμίας και ταχύτητος και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. δ) εκτελούσι φυλακάς αναλόγως των προσεγγίσεων του εκτελουμένου δρομολογίου. ε) αναφέρουσι αμέσως εις τον Αρχιθαλαμηπόλον πάσαν ανωμαλίαν ή οιονδήποτε έκτακτον γεγονός» και «Άρθρο 118: 1. Οι θαλαμηπόλοι, αναλόγως της εκτελουμένης παρ’ αυτών ειδικής εργασίας, διακρίνονται εις θαλαμηπόλους α) ενδιαιτημάτων β) εστιατορίων και γ) κυλικείων. 2. Οι θαλαμηπόλοι εστιατορίων βοηθούμενοι υπό Επικούρων και υπό την άμεσον εποπτείαν και διεύθυνσιν του Αρχιθαλαμηπόλου επιμελούνται του ευπρεπισμού των αιθουσών των επιβατών (φαγητού, υποδοχής, χορού, μουσικής, αναγνωστηρίου, καπνιστηρίου κ.λ.π.) και της κοινωνικής προετοιμασίας των τραπεζών διά το πρωϊνόν ρόφημα, πρόγευμα, γεύμα, πρόδειπνον και δείπνον και εξυπηρετούσι τους εν αυταίς επιβάτας μετά προθυμίας και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας. 3. Οι θαλαμηπόλοι κυλικείων βοηθούμενοι υπό Επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού του κυλικείου και εξυπηρετούσι τους επιβάτας, παρέχοντες αυτοίς κατά την παραγγελίαν των αφεψήματα, ποτά και είδη κυλικείου, εις την κεκανονισμένην ποσότητα και τιμήν, βάσει τιμολογίου μονίμως ανηρτημένου εις πινακίδα. 4. Οι θαλαμηπόλοι ενδιαιτημάτων βοηθούμενοι υπό Επικούρων επιμελούνται του ευπρεπισμού των κοιτωνίσκων των επιβατών και τίθενται προθύμως, και ανελλιπώς εις την διάθεσίν των διά την αρτιωτέραν εξυπηρέτησίν των κατά την διάρκειαν του ταξειδίου εξασφαλίζουσι την ησυχίαν κατά την νυκτερινήν φυλακήν των, και επιμελούνται της παραλαβής και μεταφοράς των αποσκευών των επιβατών από του καταστρώματος εις τας θέσεις και τανάπαλιν κατά την επιβίβασιν και αποβίβασίν των». Στην προκείμενη περίπτωση, αναφορικά με το επίδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο « BS2» από 6-3-2019 έως 6-4-2019, αποδείχθηκε ότι αυτό εκτελούσε, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, δρομολόγια σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Ειδικότερα, εκτελούσε κάθε εβδομάδα τρία κυκλικά δρομολόγια στο Αιγαίο, διάρκειας μεγαλύτερης των δώδεκα ωρών το καθένα, με λιμάνι αφετηρίας τον Πειραιά. Συγκεκριμένα, αναχωρούσε κάθε Δευτέρα απόγευμα, ώρα 19:00, από Πειραιά προς Ρόδο, όπου έφθανε ώρα 10:10 πρωινή της Τρίτης, με ενδιάμεσα λιμάνια Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και αναχωρούσε από Ρόδο ώρα 17:00 της ίδιας ημέρας (Τρίτης) για Πειραιά, όπου έφθανε ώρα 08:00 της Τετάρτης, προσεγγίζοντας ενδιαμέσως τα ίδια ως άνω λιμάνια αντιστρόφως (πλην του λιμένα της Σύρου). Το δεύτερο δρομολόγιο ξεκινούσε κάθε Τετάρτη, ώρα 19:00, από τον Πειραιά προς Ρόδο, όπου έφθανε ώρα 10:20 πρωινή της Πέμπτης, με ενδιάμεσα λιμάνια Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Κω και αναχωρούσε από Ρόδο ώρα 17:00 της ίδιας ημέρας (Πέμπτης) για Πειραιά, όπου έφθανε ώρα 08:00 της Παρασκευής, προσεγγίζοντας ενδιαμέσως τα ίδια ως άνω λιμάνια αντιστρόφως (πλην του λιμένα της Σύρου). Το τρίτο δρομολόγιο ξεκινούσε κάθε Παρασκευή, ώρα 19:00, από τον Πειραιά προς Ρόδο, όπου έφθανε ώρα 10:20 πρωινή του Σαββάτου, με ενδιάμεσα λιμάνια Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Κω και αναχωρούσε από Ρόδο ώρα 17:00 της Κυριακής για Πειραιά, όπου έφθανε ώρα 08:00 της Δευτέρας, προσεγγίζοντας ενδιαμέσως τα ίδια ως άνω λιμάνια αντιστρόφως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά την υπηρεσία του στο παραπάνω πλοίο (BS2), ο ενάγων, κατ’ εντολή του προϊσταμένου του αρχιθαλαμηπόλου, απασχολούνταν καθημερινά σε καθήκοντα που αφορούσαν την προαναφερθείσα ειδικότητά του (άρθρα 116, 117 και 118 του ΒΔ 683/1960) και συγκεκριμένα εκτελούσε καθήκοντα θαλαμηπόλου διαμεριστή, στα πλαίσια των οποίων ήταν επιφορτισμένος με την υποδοχή των επιβατών, την καθαριότητα, τακτοποίηση και ευπρεπισμό συγκεκριμένου αριθμού καμπινών επιβατών και τη γενική προετοιμασία και καθαριότητα του χώρου του εστιατορίου «a la carte» καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του και αμέσως μετά το κλείσιμό του και εκτελούσε και βάρδιες πυρασφάλειας. Η εργασία του ξεκινούσε τρεις ώρες πριν τον απόπλου από το λιμάνι του Πειραιά, οπότε υποδεχόταν τους επιβιβαζόμενους επιβάτες στην κυλιόμενη σκάλα και τους βοηθούσε να τακτοποιηθούν στις καμπίνες τους. Στη συνέχεια απασχολούνταν στο εστιατόριο «a la carte» του πλοίου, με καθήκοντα το σερβίρισμα των επιβατών, τη συλλογή των δίσκων από τα τραπέζια και την τακτοποίηση και καθαριότητά τους, ολοκλήρωνε δε την εργασία του περί ώρα 23.00 μ.μ, περίπου δηλαδή μία ώρα μετά το προγραμματισμένο ωράριο λήξης της λειτουργίας του εστιατορίου, διότι και μετά το κλείσιμο όφειλε να προβεί σε εργασίες καθαρισμού. Στα ενδιάμεσα λιμάνια που προσέγγιζε το πλοίο, βοηθούσε τους αποβιβαζόμενους κι επιβιβαζόμενους επιβάτες, συγχρόνως δε προέβαινε στον καθαρισμό και ευπρεπισμό των καμπινών που ελευθερώνονταν και στην τακτοποίηση των κλινοσκεπασμάτων, εργασία για την οποία απασχολούνταν περίπου για τρεις ώρες. Όταν το πλοίο προσέγγιζε το λιμάνι προορισμού, συνέχιζε τις εργασίες καθαριότητας των καμπινών για περίπου μία ώρα ακόμα και όταν το πλοίο αναχωρούσε από το λιμάνι της Ρόδου, ξεκινούσε την εργασία του δύο ώρες πριν τον απόπλου, υποδεχόμενος τους επιβάτες, ενώ στις 19.00 μ.μ. ξεκινούσε την εργασία του στο εστιατόριο «a la carte» έως ώρα 23.00 μ.μ. Όταν το πλοίο προσέγγιζε το λιμάνι του Πειραιά, εργαζόταν από ώρα 07.30 π.μ. έως ώρα 10.30 π.μ, απασχολούμενος με την καθαριότητα των καμπινών των επιβατών, εργασία την οποία εκτελούσε βοηθούμενος από έναν επίκουρο. Τις ημέρες που το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο για περισσότερες ώρες εκτελούσε, όπως και οι λοιποί θαλαμηπόλοι και επίκουροι, πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες γενικής καθαριότητας και απολύμανσης, οι οποίες δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν εν πλω. Επιπρόσθετα, όταν το πλοίο παρέμενε δεμένο στο λιμάνι της Ρόδου, εκτελούσε εναλλάξ με τους λοιπούς θαλαμηπόλους και επίκουρους, τετράωρες βάρδιες πυρασφάλειας, κατά τη διάρκεια των οποίων ήταν σε ετοιμότητα εάν προέκυπτε κάποιο περιστατικό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να βρίσκεται σε συγκεκριμένο χώρο. Τα άνω καθήκοντά του εκτείνονταν μάλιστα και πέραν της προβλεπόμενης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων που διενεργούσε το πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Στο άνω πλοίο, σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση, υπηρετούσαν ένας προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, ένας αρχιθαλαμηπόλος, 20 θαλαμηπόλοι και 14 επίκουροι, ο αριθμός των οποίων (θαλαμηπόλων και επίκουρων) αυξάνονταν κατά δυο θαλαμηπόλους κατά το χρονικό διάστημα από 1/4 έως 30/9 εκάστου έτους, ενώ ο αριθμός θαλαμηπόλων – επίκουρων μειώνονταν κατά το 1/3 τη χρονική περίοδο από 1/11 έως 31/3. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει η εναγόμενη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν στον ενάγοντα ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την εναγόμενη (άρθρο 352 Κ.Πολ.Δ.), αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος βεβαίωσαν ενόρκως τόσο ο άνω μάρτυράς του . ….. (θαλαμηπόλος στο άνω πλοίο από το έτος 2014 μέχρι τον Αύγουστο του 2020, με ορισμένες διακοπές, στις οποίες περιλαμβάνεται και το επίδικο διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντος), όσο και ο άνω μάρτυρας της εναγόμενης ….. (Προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος στο άνω πλοίο, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα κατά το μεγαλύτερο μέρος του επίδικου διαστήματος ναυτολόγησής του), διαφοροποιούνται όμως ως προς τη χρονική διάρκεια της υπερωριακής του εργασίας και τα ανατιθέμενα σ’ αυτόν καθήκοντα, το δε γεγονός ότι ο μάρτυρας του ενάγοντος ………. βρίσκεται σε αντιδικία με την εναγόμενη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσας αγωγής του για την προάσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων, δεν τον καθιστά αναξιόπιστο και εξαιρετέο, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχει άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της έκβασης της προκείμενης δίκης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγόμενη (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Αθ. 3879/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 421/2021, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr). Εξάλλου, οι εκατέρωθεν μαρτυρίες λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσης καθενός και συνεκτιμώνται ελεύθερα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής. Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης, πλην όμως δεν μειώνονταν σημαντικά τη χειμερινή, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της σύνθεσης των θαλαμηπόλων την τελευταία αυτή περίοδο κατά το 1/3, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του ήταν δώδεκα ώρες και όχι δεκατέσσερις ώρες, όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ε, ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα ώρες τέτοιας εργασίας. Το γεγονός ότι η άνω υπερωριακή εργασία του δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019, καθώς και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (Εφ.Πειρ. 54/2022, 34/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 452/2010, Εφ.Πειρ. 768/2003, αδημ.). Ούτε ο ισχυρισμός που προβλήθηκε πρωτόδικα από την εναγόμενη και επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακά πέραν των υπερωριών που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του αν διαμαρτυρόταν. Άλλωστε, αυτή δεν συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1635/2012, Α.Π. 1554/2011, Α.Π. 587/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 397/2020, www.efeteio-peir.gr). Εξάλλου, οι ώρες απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσης προς εργασία του ναυτικού στο πλοίο, όπως σε περίπτωση απονομής σ’ αυτόν επιμέρους καθηκόντων εφόσον εκδηλωθεί πυρκαγιά, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 218/2016, Εφ.Πειρ. 45/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», έκδ. 3η, σ. 160, π.ρ.βλ. και Ολ.Α.Π. 10/2009, Α.Π. 230/2016, Εφ.Λαμ. 12/2017, Τ.Ν.Π.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα ώρες στο ανωτέρω πλοίο, δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος (με τον οποίον αυτός ισχυρίζεται ότι εργαζόταν επί δεκατέσσερις ώρες ημερησίως) και στο δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγόμενης (με τον οποίον αυτή ισχυρίζεται ότι ο ενάγων εργαζόταν οκτώ και κατ’ εξαίρεση εννέα ώρες ημερησίως), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία.
6.1. Κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, όπως ισχύει, μετά την 1-1-2016 με το Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αγωγής, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν, προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο και όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά, κατά, δε, τη διάταξη του άρθρου 256 παρ.1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από τον γραμματέα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ’ αυτές, τις καταθέσεις των μαρτύρων, κ.λπ. Από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις (του άρθρου 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) συνάγεται σαφώς ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με υπαγόμενη εργατική διαφορά (άρθρο 614 Κ.Πολ.Δ), όπου είναι, πλέον, υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά, με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Επομένως, ισχυρισμοί οι οποίοι προβλήθηκαν διά των προτάσεων, χωρίς να αναπτυχθούν έστω και συνοπτικά στο ακροατήριο, αποκρούονται ως απαράδεκτοι και αν παρά ταύτα ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, στοιχειοθετούνται οι αναιρετικοί λόγοι των άρθρων 559 αριθ. 8 και 14. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, σημείωση της προφορικής πρότασης του ισχυρισμού στα πρακτικά, που πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων έγγραφων προτάσεων (Ολ.Α.Π. 2/2005, Α.Π. 450/2013, Α.Π. 190/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Παράλληλα, κατά τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 115 παρ. 3, 591 παρ. 1 στ. γ’ και δ’ Κ.Πολ.Δ, πρέπει να αποκλεισθεί η δυνατότητα προβολής ισχυρισμών μόνο προφορικά στο ακροατήριο, χωρίς ανάπτυξή τους διά των προτάσεων. Περαιτέρω, από το άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ, η προσαρμογή του οποίου, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς στη δευτεροβάθμια δίκη, κατέστη αναγκαία, μετά την κατάργηση του άρθρου 269, οι διατάξεις του οποίου επαναφέρθηκαν στο άρθρο αυτό, ορίζεται, για την παραδεκτή προβολή οψιγενών ισχυρισμών στην κατ’ έφεση δίκη, ότι ο διάδικος που, ως εκκαλών, προβάλλει με την έφεσή του νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, οφείλει να επικαλεσθεί την συνδρομή των εξαιρετικών περιπτώσεων της ως άνω διάταξης, οι οποίες επιτρέπουν την προβολή τους. Στους νέους, εξάλλου, πραγματικούς ισχυρισμούς, που, κατ’ εξαίρεση, δύνανται βραδέως να προβληθούν, συγκαταλέγεται και η ένσταση απόσβεσης της επίδικης απαίτησης, για τους αναφερόμενους στα άρθρα 416 επ. Α.Κ. λόγους (εξόφληση και συμψηφισμός), όταν, εκτός των άλλων, η εξόφληση της απαίτησης ή προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση του ενιστάμενου αποδεικνύεται αμέσως και με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο και πρέπει να επικαλείται εκείνος που προβάλλει τον ισχυρισμό. Από τις ίδιες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι σε όλες τις καθιερωμένες περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού στο Εφετείο, το τελευταίο σχηματίζει την κρίση του ως προς το δικαιολογημένο ή όχι της βραδείας προβολής και ως προς το κατά πόσον συντρέχει, κατά περίπτωση, μία από τις πιο πάνω προϋποθέσεις, ερευνώντας τα κρίσιμα στοιχεία της δικογραφίας. Ειδικά, δε, στην περίπτωση που ο προβαλλόμενος στο Εφετείο καθυστερημένα ισχυρισμός δικαιολογεί το παραδεκτό της βραδείας προβολής του κατ’ άρθ. 527 περ. 6 του Κ.ΠολΔ, ως αποδεικνυόμενος από έγγραφο, η εξ αυτού απόδειξη πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα και όχι σε συνδυασμό με τεκμήρια (Α.Π. 1255/2010, Εφ.Θεσ. 439/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
6.2 Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής σύμβασης εργασίας, ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε, είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπόμενων από τη Σ.Σ.Ε. και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νόμιμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης. Επίσης, τα προαναφερθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπόμενου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο ορισμένως και ειδικώς μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (Α.Π. 1013/2003, Α.Π. 225/2002, Εφ.Πειρ. 485/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 72/2019, Εφ.Πειρ. 588/2018, Εφ.Πειρ. 213/2016, Εφ.Πειρ. 441/2015, Εφ.Πειρ. 465/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κοροτζή, «Ναυτικό Δίκαιο, τ. 1ος, υπ’ άρθρο 60, σ. 326).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη με τον πρώτο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι πρόβαλε νόμιμα κατά την πρωτοβάθμια δίκη την ένσταση καταλογισμού των καταβληθέντων απ’ αυτήν στον ενάγοντα, πέραν των νόμιμων, «έκτακτων αμοιβών», συνολικού ποσού 271,71 ευρώ, στο ένδικο κονδύλι καταβολής αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, ισχυριζόμενη ότι, με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, ερμηνευμένα σύμφωνα με την καλή πίστη και λαμβανομένων υπόψη και των χρηστών ηθών, του κατέβαλε πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του το άνω συνολικό ποσό ως «επιμίσθιο», δηλαδή ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του στην εκτέλεση των καθηκόντων του, με τη συμφωνία να συμψηφίζεται το ποσό αυτό με την τυχόν οφειλόμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία του. Όπως, όμως προκύπτει από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικών, ο ως άνω ισχυρισμός δεν προτάθηκε παραδεκτά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την άνω νομική σκέψη, δηλαδή με προφορική ανάπτυξή του και με καταχώρηση της προφορικής πρότασής του στα ως άνω πρακτικά, παρά μόνον αναφέρεται στις κατατεθείσες κατά την πρωτοβάθμια δίκη έγγραφες προτάσεις της εναγόμενης και επομένως, ορθά δεν ασχολήθηκε με τον ισχυρισμό αυτό το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Η εναγόμενη παραδεκτά επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της τον ισχυρισμό αυτό, κατά το μέρος του που αφορά την υπηρεσία του ενάγοντος στο άνω πλοίο, καθόσον συντρέχουν οι όροι εφαρμογής του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ. και είναι πλήρως ορισμένος και νόμιμος, θεμελιούμενος στις διατάξεις των άρθρων 262 Κ.Πολ.Δ. 440 επ. Α.Κ. και πρέπει να ερευνηθεί και κατ’ ουσία. Για την απόδειξή του η εναγόμενη προσκόμισε πρωτόδικα με τις έγγραφες προτάσεις της και προσκομίζει, παραδεκτά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 6-2-2019 έως 6-3-2019 της ένδικης ναυτολόγησής του στο πλοίο «BS2», καθώς και την ένδικη από 6-2-2019 σύμβαση ναυτικής εργασίας του στο πλοίο αυτό. Από τις αποδείξεις αυτές αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια της άνω ναυτολόγησης του ενάγοντος, η εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της (ένσταση), κατέβαλε σ’ αυτόν διάφορα χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 271,71 ευρώ (204,23 ευρώ το Φεβρουάριο + 67,48 ευρώ το Μάρτιο). Δεν αποδείχθηκε όμως ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στην υπ’ αριθ. 6.2 άνω νομική σκέψη προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κάθε φορά στον ενάγοντα διαφορετικών άνω πρόσθετων ποσών με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ορισμένη και ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων μερών περί καταλογισμού των πρόσθετων αυτών ποσών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος που προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, αφού, η αόριστη διατύπωση του υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικού όρου της άνω σύμβασης ναυτικής εργασίας του: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευμένου κατά τα άρθρα 173, 200 Α.Κ. (Α.Π. 1214/2010, Α.Π. 1746/2009, Α.Π. 142/2003, Α.Π. 737/2001, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεν επιτρέπει το συμψηφισμό των ως άνω πρόσθετων ποσών που χορηγούσε η εναγόμενη εξ ελευθεριότητας προς τον ενάγοντα με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού στον ως άνω συμβατικό όρο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα (κατά ποιόν και ποσόν), οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς τον ενάγοντα. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν υποχρεώσεις της εναγόμενης από τη σύμβαση για υπερωριακή αμοιβή ή για δώρα εορτών (Εφ.Πειρ. 205/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 465/2009, ό.α.). Σε κάθε περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» αποτελούσαν ποσοστό επί των εισπράξεων των μπαρ και εστιατορίων του πλοίου, διανεμόμενο μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαίτησης και σε μικρότερο βαθμό μεταξύ μελών του προσωπικού μαγειρείου και όχι σε ολόκληρο το πλήρωμα, μολονότι, όπως δεν αμφισβητείται, η επίμαχη συμφωνία «συμψηφισμού» περιλαμβανόταν στις συμβάσεις όλων των απασχολούμενων σ’ αυτό ναυτικών ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ούτε προσδιορίστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των ως άνω εισπράξεων θα υπόκεινται (αυτά και όχι οποιαδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος πέραν των συμβατικά προβλεπόμενων. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά αυτά των «έκτακτων αμοιβών» προέκυψε ότι δεν καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και, συγκεκριμένα, από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………….», στην οποία είχε παραχωρηθεί με σύμβαση η εκμετάλλευση των μπαρ και εστιατορίων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πώλησης απ’ αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαίτησης και σε μικρότερο βαθμό σε μέλη του προσωπικού μαγειρείου, ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαίτησης (Α.Π. 1703/2008, Α.Π. 955/1995, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Καρακατσάνης, Ο συμψηφισμός με μονομερή δικαιοπραξία, 1980, παρ. 7, σ. 106, Ι. Καράκωστας, Αστικός Κώδικας, Ερμηνεία – Νομολογία – Σχόλια, τόμος 3, Γενικό Ενοχικό, 2006, υπ’ άρθρο 440, ΙΙ, αριθ. 1489, σ. 794), κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες. Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης της εναγόμενης, κατά το μέρος που επαναφέρει την άνω ένσταση συμψηφισμού για τα άνω ποσά «έκτακτων αμοιβών» που κατέβαλε στον ενάγοντα για την υπηρεσία του στο πλοίο «BLUE STAR 2», πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών, για το μη αμφισβητούμενο άνω χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο «BS2», ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του τα ακόλουθα ποσά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι’ αυτήν ωρομίσθια στην εφαρμοστέα άνω ΣΣΝΕ: α) για τις 25 καθημερινές και Κυριακές που απασχολήθηκε καθ’ όλη την ναυτολόγησή του στο άνω πλοίο της εναγόμενης Χ 4 ώρες υπερωριακή εργασία ημερησίως Χ 8,70 ευρώ ωρομίσθιο = 870,00 ευρώ και β) αντίστοιχα για τα 4 Σάββατα της ναυτολόγησής του (4 Σάββατα Χ 12 ώρες υπερωριακή εργασία ημερησίως Χ 10,44 ευρώ ωρομίσθιο) = 501,12 ευρώ, από τα οποία, μετά την αφαίρεση των καταβληθέντων από την εναγόμενη ποσών 235,62 ευρώ για την παροχή εργασίας του τις καθημερινές και τις Κυριακές και 461,06 ευρώ για την παροχή εργασίας του τα Σάββατα, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο (870,00 + 501,12) = 1.371,12 ευρώ – (235,62 + 461,06) = 674,38 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται.
7.Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 14 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ν.Ε, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθ. 70109/8008/14-12-1982 απόφασης του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεος του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, Α.Π. 1013/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 284/2020, Εφ.Πειρ. 218/2016, www.efeteio-peir.gr). Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η πρόσθετη αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας, η οποία, εφόσον δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς και γ) το επίδομα αδείας με το αντίτιμο τροφής, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 430/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 368/2019, www.efeteio-peir.gr), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 647/2014, Εφ.Πειρ. 412/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 18/2016, Εφ.Πειρ. 19/2016, Εφ.Πειρ. 160/2014, Εφ.Πειρ. 36/2014, Εφ.Πειρ. 55/2017, Εφ.Πειρ. 71/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το επίδομα άγονης γραμμής του άρθρου 7 των ως άνω ΣΣΝΕ (Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 673/2015, Εφ.Πειρ. 496/2015, Εφ.Πειρ. 861/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 500/2012, αδημ, Εφ.Πειρ. 46/2011, Ε.Ν.Δ. 2011, 97, Εφ.Πειρ. 343/2009, αδημ.), όχι όμως το επίδομα ιματισμού, αφού τούτο δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθόσον, κατά τα προλεχθέντα, η κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς του είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου – Α.Π. 774/2003, Α.Π. 226/2003, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 603/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ούτε, καταρχήν, η πρόσθετη αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, αφού αυτή, όταν δεν καταβάλλεται σταθερά και μόνιμα, δεν έχει το χαρακτήρα τακτικής παροχής (Εφ.Πειρ. 496/2015, ό.α, Εφ.Πειρ. 164/2014, Εφ.Πειρ. 328/2014, ό.α, Εφ.Πειρ. 177/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 423/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, www.efeteio-peir.gr) και συνυπολογίζεται μόνον αν πραγματοποιούνται τακτικά δρομολόγια εξπρές και η αντίστοιχη προς αυτά πρόσθετη αμοιβή καταβάλλεται αδιαλείπτως (Εφ.Πειρ. 422/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 423/2021, ό.α, Εφ.Πειρ. 66/2013, ό.α, Εφ.Πειρ. 590/2014, ό.α, Εφ.Πειρ. 364/2012, αδημ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, για το χρονικό διάστημα απασχόλησής του από 6-2-2019 έως 6-3-2019 στο πλοίο «BS2», ήτοι για 29 ημέρες εργασίας, ο ενάγων δικαιούται να λάβει αναλογία δώρου Πάσχα, το οποίο ισούται με 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε 8 ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης, δεδομένου ότι η σχέση εργασίας του με την εναγόμενη εργοδότρια δεν διήρκησε καθ’ όλη τη χρονική περίοδο από 1-1 έως 30-4, σύμφωνα με το άρθρο μόνο παρ. 3 της Υ.Α. 70.109/8.008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς», σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της άνω Σ.Σ.Ν.Ε. Συγκεκριμένα, δικαιούται για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα του έτους 2019 το ποσό των 411,95 ευρώ [ήτοι, 3.409,06 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές (μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 + 599,40 αντίτιμο τροφής + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδομα αδείας 470,25 ευρώ {1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής = 2.069,22 ευρώ / 22 = 94,05 ευρώ Χ 5 ημέρες = 470,25 ευρώ) + επίδομα άγονων γραμμών 84,33 ευρώ + 748,62 ευρώ {39,54 + 542,46 + 166,62) μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες) / 2 = 1.704,53 ευρώ / 15 = 113,64 ευρώ Χ 3,625 οκταήμερα = 411,95 ευρώ, ως δεν αμφισβητείται}. Έναντι του άνω οφειλόμενου ποσού για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα 2019, ο ενάγων εισέπραξε το ποσό των 265,05 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται και δικαιούται τη διαφορά ποσού 146,90 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω αναφερθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του, έκρινε ότι οφείλεται στον ενάγοντα το ίδιο άνω ποσό (146,90) για διαφορές δώρου Πάσχα 2019, αφού δέχθηκε την ένσταση μερικής εξόφλησης της εναγόμενης που προτάθηκε πρωτόδικα και επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμη, συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος προς εύρεση του επιδόματος εορτών Πάσχα 2019, την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής που αντιστοιχούσε σε 12 ώρες ημερήσιας απασχόλησης και τις αποδοχές αδείας μετά του αντιτίμου τροφής, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Περαιτέρω, με βάση τα ανωτέρω αναφερθέντα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο τέταρτος λόγος της έφεσης της εναγόμενης κατά το μέρος που αφορά τις αιτιάσεις για υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν του επιδόματος εορτών Πάσχα 2019 με βάση υπερωριακή εργασία μικρότερης διάρκειας των 12 ωρών ημερησίως και ως νομικά αβάσιμος κατά το μέρος που αφορά τις αιτιάσεις για τον υπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας. Να σημειωθεί ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται κατά τα λοιπά ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα επί του συγκεκριμένου κονδυλίου.
8. Περαιτέρω, αναφορικά με τα επίδικα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο «ΒΗ» (από 2-4-2019 έως και 6-12-2019, από 30-1-2020 έως και 27-2-2020 και από 1-7-2020 έως και 20-9-2020), αποδείχθηκε ότι το πλοίο αυτό, κατόπιν σχετικών αποφάσεων του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ήταν δρομολογημένο στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιά – Ηρακλείου Κρήτης, η οποία έχει μεγάλη επιβατική κίνηση όλο το χρόνο και συγκεκριμένα, εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια με αναχώρηση από το λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 21.00 μ.μ. και άφιξη στο λιμάνι του Ηρακλείου περί ώρα 06.00 π.μ. της επόμενης και αντίστροφα (αναχώρηση από το λιμάνι του Ηρακλείου περί ώρα 21.00 μ.μ. και άφιξη στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 06.00 π.μ. της επόμενης). Επιπλέον εκτέλεσε πρόσθετα ημερήσια δρομολόγια στις 24.4.2019, 26.4.2019, 30.7.2019, 6.8.2019, 13.8.2019, 4.7.2019, 11.7.2019, 18.7.2019, 25.7.2019, 1.8.2019, 12.7.2019, 26.7.2019, 3.8.2019, 10.8.2019, 20.8.2019, 27.8.2019, 22.8.2019, 29.8.2019, 18.8.2019, 25.8.2019, 1.9.2019, 14.8.2020, 25.7.2020 1.8.2020, 8.8.2020, 22.8.2020, 29.8.2020, 2.8.2020, 9.8.2020, 16.8.2020, 23.8.2020 και 30.8.2020. Τα παραπάνω κρίθηκαν και πρωτόδικα και δεν αμφισβητούνται. Ακόμα, αποδείχθηκε ότι, κατά την υπηρεσία του στο παραπάνω πλοίο ο ενάγων, κατ’ εντολή του προϊσταμένου του αρχιθαλαμηπόλου, απασχολούνταν καθημερινά σε καθήκοντα που αφορούσαν την προαναφερθείσα ειδικότητά του (θαλαμηπόλου διαμεριστή), στα πλαίσια των οποίων ήταν επιφορτισμένος με την υποδοχή των επιβατών, την καθαριότητα, τακτοποίηση και ευπρεπισμό συγκεκριμένου αριθμού καμπινών επιβατών και τη γενική προετοιμασία και καθαριότητα του χώρου του εστιατορίου «a la carte» καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του και αμέσως μετά το κλείσιμό του και εκτελούσε και βάρδιες πυρασφάλειας. Η εργασία του ξεκινούσε μισή ώρα πριν τον κατάπλου είτε στο λιμάνι του Πειραιά είτε στο λιμάνι του Ηρακλείου, οπότε, με τη βοήθεια ενός επίκουρου, ξεκινούσε τις εργασίες καθαρισμού των καμπινών, εργασία, η οποία διαρκούσε περίπου τέσσερις ώρες, καθώς ήταν υπεύθυνος για 13 καμπίνες κατά τους θερινούς μήνες και 28 καμπίνες κατά τους χειμερινούς μήνες (βλ. το πλάνο εργασίας καμπινών) και συνέχιζε με το σερβίρισμα των επιβατών και τις εργασίες καθαριότητας του χώρου ευθύνης του, δηλαδή του εστιατορίου «a la carte». Δύο ώρες πριν τον απόπλου από το λιμάνι του Ηρακλείου και τρεις ώρες πριν τον απόπλου από το λιμάνι του Πειραιά υποδεχόταν τους επιβιβαζόμενους επιβάτες στην κυλιόμενη σκάλα και τους βοηθούσε να τακτοποιηθούν στις καμπίνες τους. Αποχωρούσε όμως νωρίτερα από τους λοιπούς θαλαμηπόλους, διότι περί ώρα 19.00 μ.μ. ξεκινούσε την εργασία του στο εστιατόριο «a la carte», με καθήκοντα το σερβίρισμα, τη συλλογή των δίσκων από τα τραπέζια, την τακτοποίηση και καθαριότητά τους, όπου εργαζόταν έως ώρα 23.00 μ.μ, περίπου δηλαδή μία ώρα μετά το προγραμματισμένο ωράριο λήξης της λειτουργίας του εστιατορίου, διότι και μετά το κλείσιμο όφειλε να προβεί σε εργασίες καθαρισμού. Όταν το πλοίο πραγματοποιούσε και ημερήσια δρομολόγια, σέρβιρε και μεσημεριανό γεύμα, οπότε εργαζόταν επιπλέον μεταξύ των ωρών 12.00 και 14.00 μ.μ. Επιπρόσθετα, όταν το πλοίο παρέμενε δεμένο στο λιμάνι του Πειραιά ή του Ηρακλείου, εκτελούσε εναλλάξ με τους λοιπούς θαλαμηπόλους και επίκουρους, ωριαίες βάρδιες πυρασφάλειας, κατά τη διάρκεια των οποίων ήταν σε ετοιμότητα εάν προέκυπτε κάποιο περιστατικό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να βρίσκεται σε συγκεκριμένο χώρο. Τα άνω καθήκοντά του εκτείνονταν και πέραν της προβλεπόμενης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της προαναφερθείσας φύσης και διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων που διενεργούσε το πλοίο και της μεγάλης επιβατικής κίνησης που είχαν αυτά. Στο άνω πλοίο, σύμφωνα με την οργανική του σύνθεση, υπηρετούσαν ένας προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, ένας αρχιθαλαμηπόλος, 25 θαλαμηπόλοι και 17 επίκουροι, ο αριθμός των οποίων αυξάνονταν κατά δυο θαλαμηπόλους κατά το χρονικό διάστημα από 1/4 έως 30/9 εκάστου έτους, ενώ ο αριθμός θαλαμηπόλων – επίκουρων μειώνονταν κατά το 1/2 τη χρονική περίοδο από 1/11 έως 31/3. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει η εναγόμενη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν στον ενάγοντα ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται από την εναγόμενη (άρθρο 352 Κ.Πολ.Δ.), αναγνωριζομένης εκ προοιμίου της ανάγκης υπερωριακής εργασίας του. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος βεβαίωσαν ένορκα τόσο οι άνω μάρτυρές του ……….. (θαλαμηπόλος στο άνω πλοίο, με ορισμένες μικρές διακοπές, από τον Ιούλιο 2018 μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 2020) και ……. (θαλαμηπόλος στο άνω πλοίο, με ορισμένες μικρές διακοπές, από το Σεπτέμβρη 2018 μέχρι τα μέσα Απριλίου 2020, όσο και ο άνω μάρτυρας της εναγόμενης ……. (Αρχιθαλαμηπόλος στο άνω πλοίο, ναυτολογημένος σ’ αυτό από το Φεβρουάριο 2016 έως το Μάρτιο 2020), διαφοροποιούνται όμως ως προς τη χρονική διάρκεια της υπερωριακής του εργασίας και τα ανατιθέμενα σ’ αυτόν καθήκοντα, το δε γεγονός ότι οι άνω μάρτυρες του ενάγοντος βρίσκονται σε αντιδικία με την εναγόμενη σε άλλη εκκρεμή δίκη επί ασκηθείσας αγωγής τους για την προάσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, δεν τους καθιστά αναξιόπιστους και εξαιρετέους, εφόσον δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο και βέβαιο συμφέρον, ως αναγκαία συνέπεια της έκβασης της προκείμενης δίκης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγόμενη. Εξάλλου, οι εκατέρωθεν μαρτυρίες λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσης καθενός και συνεκτιμώνται ελεύθερα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, όπως αναφέρεται ανωτέρω. Επομένως, από τα προαναφερθέντα, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του άνω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης, πλην όμως δεν μειώνονταν σημαντικά τη χειμερινή, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της σύνθεσης των θαλαμηπόλων την τελευταία αυτή περίοδο κατά το 1/2, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του ήταν δώδεκα ώρες όταν το άνω πλοίο εκτελούσε διπλά δρομολόγια και δέκα ώρες όταν αυτό εκτελούσε μονά και όχι δεκαεπτά και δεκατέσσερις ώρες αντίστοιχα, όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ε, ο ενάγων παρείχε κατά τα διπλά δρομολόγια τέσσερις ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές και Κυριακές και δώδεκα ώρες τέτοιας εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και κατά τα μονά δρομολόγια δυο ώρες υπερωριακής εργασίας τις καθημερινές και Κυριακές και δέκα ώρες τέτοιας εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω υπ’ αριθ. 5 νομική σκέψη (σ. 17-19) α) το γεγονός ότι η άνω υπερωριακή εργασία του δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγόμενη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 107 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων έτους 2019 και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου, β) Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε πρωτόδικα από την εναγόμενη και επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακά πέραν των υπερωριών που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσής του αν διαμαρτυρόταν και άλλωστε αυτή δεν συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού, κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη και γ) Οι ώρες απλής ετοιμότητας ή ετοιμότητας κλήσης προς εργασία του ναυτικού στο πλοίο, όπως σε περίπτωση απονομής σ’ αυτόν επιμέρους καθηκόντων εφόσον εκδηλωθεί πυρκαγιά, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών, υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’ άρθρο 57 παρ 1 του Κ.Ι.Ν.Δ. Κατόπιν όλων αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν στο άνω πλοίο καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, κατά μέσο όρο, επί δώδεκα ώρες όταν αυτό πραγματοποιούσε και ημερήσια δρομολόγια και επί δέκα ώρες όταν αυτό πραγματοποιούσε μονά (νυχτερινά) δρομολόγια, δεν έσφαλε, ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος (με τον οποίον αυτός ισχυρίζεται ότι εργαζόταν αντίστοιχα επί δεκατέσσερις και δεκαεπτά ώρες ημερησίως) και στο δεύτερο λόγο της έφεσης της εναγόμενης (με τον οποίον αυτή ισχυρίζεται ότι ο ενάγων εργαζόταν οκτώ και κατ’ εξαίρεση εννέα ώρες ημερησίως), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσία.
9. Η εναγόμενη, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, ισχυρίζεται ότι πρόβαλε νόμιμα κατά την πρωτοβάθμια δίκη την ένσταση καταλογισμού των καταβληθέντων απ’ αυτήν στον ενάγοντα, πέραν των νόμιμων, «έκτακτων αμοιβών», συνολικού ποσού 2.465,04 ευρώ, στο ένδικο κονδύλι καταβολής αμοιβής για υπερωριακή απασχόληση τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, ισχυριζόμενη ότι, με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, ερμηνευμένα σύμφωνα με την καλή πίστη και λαμβανομένων υπόψη και των χρηστών ηθών, του κατέβαλε πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές του το άνω συνολικό ποσό ως «επιμίσθιο», δηλαδή ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του στην εκτέλεση των καθηκόντων του, με τη συμφωνία να συμψηφίζεται το ποσό αυτό με την τυχόν οφειλόμενη αμοιβή για υπερωριακή εργασία του. Όπως, όμως προκύπτει από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικών, ο ως άνω ισχυρισμός δεν προτάθηκε παραδεκτά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δηλαδή με προφορική ανάπτυξή του και με καταχώρηση της προφορικής πρότασής του στα ως άνω πρακτικά, παρά μόνον αναφέρεται στις κατατεθείσες κατά την πρωτοβάθμια δίκη, έγγραφες προτάσεις της εναγόμενης και επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τον ισχυρισμό αυτό. Την ένσταση αυτή, που στηρίζεται σε αυτοτελές δικαίωμα, η εναγόμενη παραδεκτά επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, κατά το σχετικό μέρος του, καθόσον συντρέχουν οι όροι εφαρμογής του άρθρου 527 Κ.Πολ.Δ. Η ένσταση αυτή είναι πλήρως ορισμένη και νόμιμη, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 262 Κ.Πολ.Δ, 440 επ. Α.Κ. και πρέπει να ερευνηθεί και από ουσιαστική άποψη. Για την απόδειξή της η εναγόμενη προσκόμισε πρωτόδικα με τις έγγραφες προτάσεις της και προσκομίζει, παραδεκτά και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αποδείξεις πληρωμής μηνιαίας μισθοδοσίας του ενάγοντος για τα επίδικα χρονικά διαστήματα των ένδικων ναυτολόγησεών του στο πλοίο «ΒΗ», καθώς και τις ένδικες από 2-4-2019, από 30-1-2020 και από 1-7-2020 συμβάσεις ναυτικής εργασίας του. Από τις αποδείξεις αυτές αποδείχθηκε ότι, κατά τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος από 2-4-2019 έως 6-12-2019, από 30-1-2020 έως 27-2-2020 και από 1-7-2020 έως 20-9-2020 στο άνω πλοίο, η εναγόμενη, κατά το σχετικό ισχυρισμό της (ένσταση), κατέβαλε σ’ αυτόν διάφορα χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 2.465,04 ευρώ (171,81 ευρώ τον Απρίλιο + 188,96 ευρώ το Μάιο + 198,51 ευρώ τον Ιούνιο + 284,91 ευρώ τον Ιούλιο + 405,06 ευρώ τον Αύγουστο + 195,66 ευρώ το Σεπτέμβριο + 200,69 ευρώ τον Οκτώβριο + 246,98 ευρώ το Νοέμβριο + 39,55 ευρώ το Δεκέμβριο + 10,59 τον Ιανουάριο, + 136,80 ευρώ το Φεβρουάριο + 143,45 ευρώ τον Ιούλιο + 198,74 ευρώ τον Αύγουστο + 43,33 ευρώ το Σεπτέμβριο). Δεν αποδείχθηκε όμως ότι συντρέχουν οι αναφερόμενες στην υπ’ αριθ. 6.2 άνω νομική σκέψη προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού των καταβαλλόμενων κάθε φορά στον ενάγοντα διαφορετικών άνω πρόσθετων ποσών με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ορισμένη και ειδική συμφωνία μεταξύ των συμβληθέντων μερών περί καταλογισμού των πρόσθετων αυτών ποσών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος που προβλέπονταν από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε, αφού, η αόριστη διατύπωση του υπ’ αριθ. 1 συμπληρωματικού όρου των από 2-4-2019, από 30-1-2020 και από 1-7-2020 συμβάσεων ναυτικής εργασίας του: «Κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας», ερμηνευμένου κατά τα άρθρα 173, 200 Α.Κ. (Α.Π. 1214/2010, Α.Π. 1746/2009, Α.Π. 142/2003, Α.Π. 737/2001, Εφ.Πειρ. 196/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεν επιτρέπει το συμψηφισμό των ως άνω πρόσθετων ποσών που χορηγούσε η εναγόμενη εξ ελευθεριότητας προς τον ενάγοντα με την οφειλόμενη προς αυτόν αμοιβή για υπερωριακή εργασία, αφού στον ως άνω συμβατικό όρο δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα (κατά ποιόν και ποσόν), οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγόμενης προς τον ενάγοντα. Πράγματι, η αόριστη διατύπωση της εν λόγω συμφωνίας («κάθε ποσό … πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές …») δεν δύναται να θεμελιώσει δυνατότητα συμβατικού συμψηφισμού των εν λόγω «εκτάκτων αμοιβών», όπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση κατά την οποία στον επίμαχο όρο προβλεπόταν ρητά ότι οι συγκεκριμένες παροχές, υπό την ένδειξη «έκτακτες αμοιβές», θα καλύπτουν υποχρεώσεις της εναγόμενης από τη σύμβαση για υπερωριακή αμοιβή ή για δώρα εορτών (Εφ.Πειρ. 205/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 465/2009, ό.α.). Σε κάθε περίπτωση, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τα ποσά που ο ενάγων έλαβε ως «έκτακτες αμοιβές» αποτελούσαν ποσοστό επί των εισπράξεων των μπαρ και εστιατορίων του πλοίου, διανεμόμενο μεταξύ των μελών του προσωπικού ενδιαίτησης και σε μικρότερο βαθμό και μεταξύ των μελών του προσωπικού μαγειρείου και όχι σε ολόκληρο το πλήρωμα, μολονότι, όπως δεν αμφισβητείται, η επίμαχη συμφωνία «συμψηφισμού» περιλαμβανόταν στις συμβάσεις όλων των απασχολούμενων σ’ αυτό ναυτικών ανεξαρτήτως ειδικότητας. Ούτε προσδιορίστηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των ως άνω εισπράξεων θα υπόκεινται (αυτά και όχι οποιαδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του ενάγοντος πέραν των συμβατικά προβλεπόμενων. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι τα ποσά των επίμαχων «έκτακτων αμοιβών» δεν προκύπτει ότι καταβλήθηκαν από την εναγόμενη αλλά από τρίτον και συγκεκριμένα από εταιρία στην οποία είχε παραχωρηθεί με σύμβαση η εκμετάλλευση των μπαρ και εστιατορίων του πλοίου και η οποία εισέπραττε το τίμημα της πώλησης απ’ αυτά αγαθών στους επιβάτες και κατέβαλε ποσοστό από τις εισπράξεις αυτές στα μέλη του πληρώματος ενδιαίτησης και σε μικρότερο βαθμό και στα μέλη του προσωπικού μαγειρείου, ως αντάλλαγμα για την αρωγή τους στην προώθηση των πωλήσεών της επί του πλοίου, με αποτέλεσμα να μην είναι σύννομη η πρότασή τους σε συμψηφισμό, βασική προϋπόθεση του οποίου αποτελεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ, η αμοιβαιότητα των απαιτήσεων, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης της κύριας απαίτησης, κατά της οποίας προτείνεται ο συμψηφισμός, είναι και δανειστής της ανταπαίτησης που προβάλλεται σε συμψηφισμό και, αντίστοιχα, ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαίτησης, κατά τρόπον ώστε ο οφειλέτης να δύναται να συμψηφίσει μόνο δικές του ανταπαιτήσεις και όχι ξένες (βλ. ανωτέρω υπ’ αριθ. 6.2. νομική σκέψη). Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης της εναγόμενης, κατά το μέρος που επαναφέρει την άνω ένσταση συμψηφισμού για τα άνω ποσά «έκτακτων αμοιβών» που κατέβαλε στον ενάγοντα για την υπηρεσία του στο πλοίο «ΒΗ», πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών, για τα μη αμφισβητούμενα άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο, ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή για την υπερωριακή εργασία του τα ακόλουθα ποσά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι’ αυτήν ωρομίσθια στην εφαρμοστέα άνω ΣΣΝΕ: α) για τις 277 καθημερινές και Κυριακές που απασχολήθηκε επί 2 ώρες υπερωριακά ημερησίως στο άνω πλοίο (554 ώρες Χ 8,70 ευρώ ωρομίσθιο)= 4.819,80 ευρώ και για τις 25 καθημερινές και Κυριακές που απασχολήθηκε επί 4 ώρες υπερωριακά ημερησίως στο άνω πλοίο (100 ώρες Χ 8,70 ευρώ ωρομίσθιο = 870,00 ευρώ και συνολικά για καθημερινές και Κυριακές καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο (4.819,80 + 870,00) 5.689,80 ευρώ, από το οποίο, μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγόμενη ποσού 2.179,82 ευρώ για την παροχή εργασίας του τις καθημερινές και τις Κυριακές, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο (5.689,80 – 2.179,82) = 3.509,98 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται. Και β) αντίστοιχα για τα 51 Σάββατα και αργίες που απασχολήθηκε επί 10 ώρες υπερωριακά στο άνω πλοίο (510 ώρες Χ 10,44 ευρώ ωρομίσθιο) = 5.324,40 ευρώ και για τα 8 Σάββατα και αργίες που απασχολήθηκε επί 12 ώρες υπερωριακά ημερησίως στο άνω πλοίο (96 ώρες Χ 10,44 ευρώ ωρομίσθιο) = 1.002,24 ευρώ και συνολικά για Σάββατα και αργίες καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο άνω πλοίο (5.324,40 + 1.002,24) 6.326,64 ευρώ, από το οποίο, μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος από την εναγόμενη ποσού 6.452,72 ευρώ για την παροχή εργασίας του τα Σάββατα και τις αργίες, δεν απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο στον ενάγοντα, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται.
10) Περαιτέρω, για την απασχόλησή του στο άνω πλοίο (ΒΗ), ο ενάγων δικαιούται ακόμη τα εξής ποσά: Α) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, ενόψει του ότι εργάστηκε στο άνω πλοίο από 2-4-2019 έως 30-4-2019, ήτοι για 29 ημέρες, δικαιούται το ποσό των 509,78 ευρώ [ήτοι, 4.219,04 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές {μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδομα αδείας 470,25 ευρώ (1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής = 2.069,22 ευρώ / 22 = 94,05 ευρώ Χ 5 ημέρες = 470,25 ευρώ) + επίδομα άγονων γραμμών 84,33 ευρώ + 1.558,60 ευρώ μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες [ήτοι, 258,62 ευρώ για τις καθημερινές και Κυριακές και συγκεκριμένα (219,08 ευρώ για 277 καθημερινές και Κυριακές Χ 2 ώρες Χ 8,70 ευρώ / 22 + 39,54 ευρώ για 25 καθημερινές Χ 4 ώρες Χ 8,70 ευρώ / 22) + 994,51 ευρώ για τα Σάββατα (452,05 ευρώ για 52 Σάββατα / 12 μήνες = 4,33 ώρες Χ 10 ώρες Χ 10,44 ευρώ + 542,46 ευρώ για 52 Σάββατα /12 μήνες = 4,33 ώρες Χ 12 ώρες Χ 10,44 ευρώ) + 305,47 ευρώ για τις αργίες (138,85 ευρώ για 16 αργίες / 12 μήνες Χ 10 ώρες Χ 10,44 ευρώ + 166,62 ευρώ για 16 αργίες / 12 μήνες Χ 12 ώρες Χ 10,44 ευρώ)] / 2 = 2.109,52 ευρώ / 15 = 140,63 ευρώ Χ 3,625 οκταήμερα = 509,78 ευρώ]. Έναντι του άνω οφειλόμενου ποσού ο ενάγων εισέπραξε το ποσό των 252,85 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται και δικαιούται τη διαφορά ποσού 256,93 ευρώ. Σημειωτέον α) ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης του ενάγοντος, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι έσφαλε η εκκαλουμένη στο μαθηματικό υπολογισμό του μέσου όρου της υπερωριακής αμοιβής του, ο οποίος στην πραγματικότητα ανέρχεται στο ποσό των 2.209,58 ευρώ, είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζεται το μαθηματικό σφάλμα της εκκαλουμένης και πως προκύπτει το επικαλούμενο ποσό ορθού μέσου όρου και β) ότι ο τέταρτος λόγος έφεσης της εναγόμενης, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι έσφαλε η εκκαλουμένη συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος τις αποδοχές αδείας, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος (Α.Π. 1013/2003, Εφ.Πειρ. 265/2016, Εφ.Πειρ. 51/2016, Εφ.Πειρ. 430/2014, Εφ.Πειρ. 361/2014, Εφ.Πειρ. 56/2014, Εφ.Πειρ. 83/2014, Εφ.Πειρ. 231/2013, Εφ.Πειρ. 587/2011, Εφ.Πειρ. 46/2011, Εφ.Πειρ. 521/2009, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 557/2022, www.efeteio-peir.gr). Β) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2019, ενόψει του ότι εργάστηκε στο άνω πλοίο από 1-5-2019 έως 6-12-2019, ήτοι για 220 ημέρες, δικαιούται το ποσό των 3.908,48 ευρώ (ήτοι, 4.219,04 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2 / 25 = 337,52 ευρώ Χ 11,58 δεκαεννιαήμερα). Έναντι του οφειλόμενου αυτού ποσού η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 1.923,43 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται και δικαιούται τη διαφορά ποσού 1.985,05 ευρώ. Γ) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2020, ενόψει του ότι εργάστηκε στο άνω πλοίο από 29-1-2020 έως 27-2-2020, ήτοι για 30 ημέρες, δικαιούται το ποσό των 527,36 ευρώ (ήτοι, 4.219,04 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές / 2 = 2.109,52 ευρώ Χ 1/15 = 140,63 Χ 3,75 οκταήμερα). Έναντι του οφειλόμενου αυτού ποσού η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 266,66 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται και δικαιούται τη διαφορά ποσού 260,70 ευρώ. Και Δ) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, ενόψει του ότι εργάστηκε στο άνω πλοίο από 1-7-2020 έως 20-9-2020, ήτοι για 82 ημέρες, δικαιούται το ποσό των 1.454,71 ευρώ (ήτοι, 4.219,04 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές Χ 2 / 25 = 337,52 ευρώ Χ 4,31 δεκαεννιαήμερα). Έναντι του οφειλόμενου αυτού ποσού η εναγόμενη του κατέβαλε το ποσό των 710,50 ευρώ, όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται και δικαιούται τη διαφορά ποσού 744,21 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι, για τις ως άνω αιτίες, οφείλονται στον ενάγοντα τα ίδια άνω ποσά (256,93, 1.985,05, 260,70 και 744,21 ευρώ), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της έφεσής του και η εναγόμενη με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της.
11. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατικών Πλοίων έτους 2019, υπό τον τίτλο «Δρομολόγια Εξπρές», προκύπτει ότι: α) σε κάθε περίπτωση, κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό, κατ’ εξαίρεση, δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού, β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας, και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση, που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00, και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας. Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται πρόσθετης αμοιβής για εξπρές δρομολόγια. Για τον υπολογισμό της αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (παρ. 4). Ακολούθως, η πρόσθετη αυτή αμοιβή υπολογίζεται ως εξής (παρ. 7): Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης από το παραπάνω εδάφιο. Στις αποδοχές αυτές, με βάση τις οποίες υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές, και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής, το επίδομα άδειας (Εφ.Πειρ. 149/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 216/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 196/2020, Εφ.Πειρ. 235/2020, Εφ.Πειρ. 55/2017, Εφ.Πειρ. 73/2016, Εφ.Πειρ. 117/2016, Εφ.Πειρ. 120/201653/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), το επίδομα άγονης γραμμής, η αναλογία επί των δώρων εορτών (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 557/2022, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 120/2019, www.efeteio-peir.gr), πλην του επιδόματος ιματισμού, το οποίο παρέχεται είτε σε είδος είτε σε χρήμα για τις λειτουργικές ανάγκες του πλοίου και όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας των ναυτικών (Εφ.Πειρ. 435/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 463/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 200/2016, Εφ.Πειρ. 603/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων επικαλέστηκε με την αγωγή του ότι το άνω πλοίο (ΒΗ), κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα από 2-4-2019 έως 6-3-2019, από 30-1-2020 έως 27-2-2020 και από 1-7-2020 έως 20-9-2020, εκτελούσε μέχρι και πέντε προγραμματισμένα κυκλικά δρομολόγια ανά εβδομάδα, τα οποία διαρκούσαν πάνω από δώδεκα ώρες έκαστο και ζήτησε να του επιδικαστεί πρόσθετη αμοιβή γι’ αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 3 της άνω ΣΣΝΕ, υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις παρ. 4 και 7 του ιδίου άρθρου. Με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε (και δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους) ότι, κατά τα άνω χρονικά διαστήματα το άνω πλοίο εκτέλεσε συνολικά 11,02 εξπρές δρομολόγια για τα οποία ο ενάγων δικαιούται πρόσθετη αμοιβή, ενόψει του ότι το πλοίο αυτό: 1) κατά την εβδομάδα από 22-8-2019 έως 28-8-2019 πραγματοποίησε συνολικά 5,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, καθώς την Τετάρτη 24-4-2019 πραγματοποίησε 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ενώ την Παρασκευή 26-4-2019 πραγματοποίησε 3,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ώστε πραγματοποίησε 0,71 (=5,75/8) εξπρές δρομολόγια, 2) κατά την εβδομάδα από 1-7-2019 έως 7-7-2019 πραγματοποίησε 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης την Πέμπτη 4-7-2019, εκτελώντας 0,25 (= 2/8) εξπρές δρομολόγια, 3) την εβδομάδα από 8-7-2019 έως 14-7-2019 πραγματοποίησε 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 11-7-2019 και 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 12-7-2019, εκτελώντας συνολικά 4 ώρες πρόωρης αναχώρησης και 0,5 (= 4/8) εξπρές δρομολόγια, 4) την εβδομάδα από 15-7-2019 έως 21-7-2019 έκανε 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 18-7-2019 και επομένως εκτέλεσε 0,34 (2,75/8) εξπρές δρομολόγια, 5) την εβδομάδα από 22-7-2019 έως 28-7-2019 πραγματοποίησε στις 25-7-2019 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης και στις 26-7-2019 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, εκτελώντας 5,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης και 0,68 (= 5,5/8) εξπρές δρομολόγια, 6) κατά την εβδομάδα από 29-7-2019 έως 4-8-2018 πραγματοποίησε συνολικά 6,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ήτοι στις 30-7-2019 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 1-8-2019 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης και στις 3.8.2019 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης και εκτέλεσε 0,84 (= 6,75/8) εξπρές δρομολόγια, 7) την εβδομάδα από 5-8-2019 έως 11-8-2019 πραγματοποίησε συνολικά 6,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ήτοι, στις 6.8.2019, 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 8-8-2019, 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης και στις 10-8-2019 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ώστε πραγματοποίησε 0,84 εξπρές δρομολόγια, 8) την εβδομάδα από 12-8-2019 έως 18-8-2019 πραγματοποίησε συνολικά 5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ήτοι, στις 13-8-2019, 2 ώρες πρόωρης αναχώρησης και στις 18-8-2019 3 ώρες, ώστε πραγματοποίησε 0,62 εξπρές δρομολόγια, 9) την εβδομάδα από 19-8-2019 έως 25-8-2019 πραγματοποίησε συνολικά 8,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ήτοι στις 20-8-2019, 3,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 22-8-2019 2 ώρες και στις 25-8-2019 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ώστε πραγματοποίησε 1,09 εξπρές δρομολόγια, 10) την εβδομάδα από 26-8-2019 έως 1-9-2019 πραγματοποίησε συνολικά 9,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ήτοι στις 27-8-2019, 3,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, στις 29-8-2019 3 ώρες πρόωρης αναχώρηση και στις 1-9-2019 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης, ώστε πραγματοποίησε 1,21 εξπρές δρομολόγια, 11) την εβδομάδα από 20-7-2020 έως 26-7-2020 πραγματοποίησε 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 25-7-2020, οπότε πραγματοποίησε 0,37 εξπρές δρομολόγια, 12) την εβδομάδα από 27-7-2020 έως 2-8-2020 πραγματοποίησε συνολικά 6 ώρες πρόωρης αναχώρησης, δηλαδή 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 1-8-2020 και 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 2-8-2020, ώστε πραγματοποίησε 0,75 εξπρές δρομολόγια, 13) την εβδομάδα από 3-8-2020 έως 9-8-2020 πραγματοποίησε συνολικά 5,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, δηλαδή 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 8-8-2020 και 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 9-8-2020, ώστε πραγματοποίησε 0,68 εξπρές δρομολόγια, 14) την εβδομάδα από 10-8-2020 έως 16-8-2020 πραγματοποίησε συνολικά 5,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης, δηλαδή 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 14-8-2020 και 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 16-8-2020, ώστε πραγματοποίησε 0,71 εξπρές δρομολόγια, 15) την εβδομάδα από 17-8-2020 έως 23-8-2020 πραγματοποίησε συνολικά 5,5 ώρες πρόωρης αναχώρησης, δηλαδή 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 22-8-2020 και 2,75 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 23-8-2020, ώστε πραγματοποίησε 0,68 εξπρές δρομολόγια, 16) την εβδομάδα από 24-8-2020 έως 30-8-2020 πραγματοποίησε συνολικά 6 ώρες πρόωρης αναχώρησης, δηλαδή 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 29-8-2020 και 3 ώρες πρόωρης αναχώρησης στις 30-8-2020, ώστε πραγματοποίησε 0,75 εξπρές δρομολόγια. Περαιτέρω, με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων παραπονείται για τον υπολογισμό από την εκκαλουμένη της πρόσθετης αμοιβής που του επιδίκασε για τα δρομολόγια εξπρές και συγκεκριμένα για συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του μικρότερου μέσου όρου αμοιβής της υπερωριακής εργασίας του, καθώς και για το μη συνυπολογισμό σ’ αυτές της μηνιαίας αναλογίας επί των δώρων εορτών. Αντίστοιχα η εναγόμενη, με τον τρίτο λόγο της έφεσής της παραπονείται για τον συνυπολογισμό στην άνω πρόσθετη αμοιβή αμοιβής για υπερωριακή εργασία, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων δεν εργάστηκε υπερωριακά, επιπλέον δε παραπονείται για τον συνυπολογισμό στην άνω πρόσθετη αμοιβή του επιδόματος αδείας. Οι ανωτέρω λόγοι έφεσης α) καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε διαφορετικό μέσο όρο υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος απ’ αυτόν που έκρινε η εκκαλουμένη, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσία, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα, β) καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε ανεπίτρεπτο συνυπολογισμό του επιδόματος άδειας στον καθορισμό της πρόσθετης αμοιβής του άρθρου 33 της άνω ΣΣΝΕ, είναι απορριπτέοι ως νομικά αβάσιμοι, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη και γ) καθ’ ο μέρος αναφέρονται σε εσφαλμένο μη συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές του ενάγοντος της μηνιαίας αναλογίας επί των δώρων εορτών που ελάμβανε, είναι νομικά βάσιμοι, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη. Κατόπιν τούτων, οι πάγια και σταθερά καταβαλλόμενες αποδοχές του ενάγοντος για τον υπολογισμό της αμοιβής του για δρομολόγια εξπρές ανέρχονται σε 4.751,27 ευρώ {μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδομα αδείας 470,25 ευρώ (1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής = 2.069,22 ευρώ / 22 = 94,05 ευρώ Χ 5 ημέρες = 470,25 ευρώ) + επίδομα άγονων γραμμών 84,33 ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες 1.558,60 ευρώ + μέσος όρος δώρων εορτών [(3.908,48 + 527,36 + 1.454,71) 5.890,07 / 332 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης Χ 30] 532,23 ευρώ}. Συνολικά, ο ενάγων δικαιούται για την άνω αιτία (4.751,27 ευρώ πάγιες τακτικές αποδοχές / 30 = 158,37 ευρώ Χ 11,02 εξπρές δρομολόγια) 1.745,24 ευρώ και μετά την αφαίρεση του καταβληθέντος ποσού των 1.237,02 ευρώ (όπως κρίθηκε πρωτόδικα και δεν αμφισβητείται), απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 601,38 ευρώ, γενομένου δεκτού εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμου του τρίτου λόγου της έφεσής του, καθώς η εκκαλουμένη εσφαλμένα δεν συνυπολόγισε στην αμοιβή για τα εξπρές δρομολόγια τη μηνιαία αναλογία επί των δώρων εορτών, ως πάγια και σταθερά καταβαλλόμενη παροχή.
12. Κατά το άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, η σύμβαση ναυτολόγησης μπορεί να λυθεί με καταγγελία του πλοιάρχου οποτεδήποτε, χωρίς ο τελευταίος να υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας, είτε η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου είτε ορισμένου χρόνου και χωρίς να απαιτείται να επικαλεστεί λόγο που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος. Περίπτωση που υποκρύπτει σιωπηρή μονομερή καταγγελία της σύμβασης ανακύπτει και όταν χορηγείται στο ναυτικό η προβλεπόμενη από τις σχετικές διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ άδεια ανάπαυσης ως προσχηματικός (τυπικός) λόγος της απόλυσής του. Τον προσχηματικό χαρακτήρα του εμφανιζόμενου λόγου απόλυσης οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ναυτικός που ενάγει για τη λήψη της αποζημίωσής του, το δε γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη μη επαναυτολόγησή του μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος διάρκειας της άδειάς του, παρά τις οχλήσεις του ναυτικού για την επαναπρόσληψή του (Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 120/2019, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 443/2015, Εφ.Πειρ. 739/2015, Εφ.Πειρ. 71/2014, Εφ.Πειρ. 741/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην άνω περίπτωση λύσης της σύμβασης κατ’ άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ. ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του (άρθρο 75 εδ. β’ Κ.Ι.Ν.Δ.), δηλαδή από υπαίτια και βαριά παράβαση των καθηκόντων του, που τελείται με πράξη ή παράλειψη αντίθετη προς το νόμο, τη σύμβαση ναυτολόγησης, τους κανονισμούς, τις ναυτικές συνήθειες που επικρατούν, τις νόμιμες διαταγές των προϊσταμένων του και την επιβαλλόμενη πειθαρχία (Εφ.Θεσ. 700/2016, Εφ.Πειρ. 743/2008, Εφ.Πειρ. 246/2005, Εφ.Πειρ. 74/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, 2004, Ι. υπ’ άρθρο 75, αριθ. 3, σ. 384). Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται και προσδιορίζεται από τα άρθρα 75 εδ. δ’ και 76 Κ.Ι.Ν.Δ. και είναι ίση προς τις αποδοχές δεκαπέντε (15) ημερών, εφ’ όσον η απόλυση έγινε εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας, και προς υπολογισμό της λαμβάνονται υπόψη ο καταβαλλόμενος μισθός κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή, όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, παρέχεται τακτικά, καθώς και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Α.Π. 1224/2019, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 417/2020, Εφ.Πειρ. 315/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 120/2019, www.efeteio-peir.gr, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σ. 355, Ι. Κοροτζή, ό.α, υπ’ άρθρο 72 Κ.Ι.Ν.Δ, σ. 372).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο ενάγων στις 6-12-2019 έλαβε άδεια αναπαύσεως διάρκειας ενός μηνός, δηλαδή μέχρι την 6-1-2020, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο. Ωστόσο, κατά τη λήξη της άδειας αυτής, όταν ζήτησε να επαναπροσληφθεί, η εναγόμενη αρνήθηκε τη ναυτολόγησή του (βλ. χαρακτηριστικά περί τούτου την κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης ………., η οποία δεν αναιρείται από τις καταθέσεις των μαρτύρων ανταπόδειξης, οι οποίοι ουδέν κατέθεσαν για την απόλυση του ενάγοντος), η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε αργότερα, στις 29-1-2020. Με τον τρόπο, όμως, αυτό ο ενάγων, χωρίς να βαρύνεται με οποιοδήποτε παράπτωμα, παρέμεινε άνεργος στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα 23 ημερών. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη δεν του χορήγησε νέα άδεια ίσης προς το διάστημα αυτό διάρκειας και έτσι εκδήλωσε τη βούλησή της να μην τον ναυτολογήσει στις 6-1-2020, ακολουθώντας την πλέον συμφέρουσα οικονομικά για την ίδια οδό, αφού, αν του χορηγούσε νέα άδεια, ο ενάγων θα διατηρούσε δικαίωμα λήψης πλήρων των αποδοχών του για το χρονικό διάστημα αυτής. Επομένως, ο τελευταίος δικαιούται την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 76 του Κ.Ι.Ν.Δ. αποζημίωση, η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ισούται με το μισθό 15 ημερών, καθώς ο ενάγων απολύθηκε σε λιμάνι της ημεδαπής (Πειραιά). Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές που του καταβάλλονταν με καθεστώς πλήρους απασχόλησης κατά τον τελευταίο μήνα της ναυτολόγησής του (Δεκέμβριο 2019) και ανέρχεται στο ποσό των {μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδομα αδείας 470,25 ευρώ (1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής = 2.069,22 ευρώ / 22 = 94,05 ευρώ Χ 5 ημέρες = 470,25 ευρώ) + επίδομα άγονων γραμμών 84,33 ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες 1.558,60 ευρώ + μέσος όρος δώρων εορτών [(3.908,48 + 527,36 + 1.454,71) 5.890,07 / 332 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης Χ 30] 532,23 ευρώ} 4.751,27 ευρώ / 2 = 2.375,63 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο απέρριψε κατ’ ουσία το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης απόλυσης για την απόλυση του ενάγοντος την 6-12-2019, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά το βάσιμο μέχρι του άνω ποσού σχετικό λόγο (τέταρτο) της έφεσης του ενάγοντος.
13. Κατά τη διάταξη του άρθρου 27 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., η οποία εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 5 του Α.Ν. 3276/1944, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα, σε κάθε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο πέραν των 60 ημερών καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές 22 ημερών. Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, επέχει ισχύ νόμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/1990 και κατισχύει των συναφών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1 και 174 παρ. 3 του Κ.Δ.Ν.Δ. (Ν.Δ. 187/1973), ως νεότερη, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που ο ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατηγό ακτοπλοϊκό σκάφος, λόγω διακοπής των πλόων αυτού για οποιοδήποτε λόγο και δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από την «προσωρινή» απόλυσή του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ναυτικού λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική», υπό την έννοια ότι είναι πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές αυτού 22 ημερών (Εφ.Πειρ. 315/2015, Εφ.Πειρ. 456/2008, Εφ.Πειρ. 977/2003, Εφ.Πειρ. 329/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στις αποδοχές αυτές, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπ’ αριθ. 12 νομική σκέψη, συνυπολογίζεται το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, τα επιδόματα εορτών, η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή, όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση, παρέχεται τακτικά, καθώς και κάθε άλλη παροχή που καταβάλλεται ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα άνω αποδεικτικά μέσα και ιδιαίτερα το ναυτολόγιο του πλοίου «ΒΗ» και την προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση του συναδέλφου του ενάγοντος …………… προέκυψε ότι στις 20-9-2020 ο τελευταίος απολύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων για επιθεώρηση του πλοίου και έκτοτε ουδέποτε επαναπροσλήφθηκε απ’ αυτήν. Το γεγονός της απόλυσης του ενάγοντος κατά τον πιο πάνω χρόνο προκύπτει από τη σχετική εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιό του, ενώ ο ανωτέρω λόγος διακοπής των πλόων του άνω πλοίου της εναγόμενης συνομολογείται και από την τελευταία (άρθρο 261 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, ο ενάγων, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης, σύμφωνα με το δελτίο μισθοδοσίας αυτού του τελευταίου μήνα πριν την απόλυσή του (Σεπτεμβρίου 2020), το ποσό των 3.484,26 ευρώ [ήτοι 4.751,27 ευρώ οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του {μισθός ενεργείας 1.204,77 ευρώ + επίδομα Κυριακών 265,05 ευρώ + αντίτιμο τροφής 599,40 ευρώ + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 ευρώ + επίδομα αδείας 470,25 ευρώ (1.204,77 ευρώ μισθός ενεργείας + 265,05 ευρώ επίδομα Κυριακών + 599,40 ευρώ μηνιαίο αντίτιμο τροφής = 2.069,22 ευρώ / 22 = 94,05 ευρώ Χ 5 ημέρες = 470,25 ευρώ) + επίδομα άγονων γραμμών 84,33 ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες 1.558,60 ευρώ + μέσος όρος δώρων εορτών [(3.908,48 + 527,36 + 1.454,71) 5.890,07 / 332 ημέρες διάρκεια ναυτολόγησης Χ 30] 532,23 ευρώ} / 30 Χ 22=3.484,26]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που επιδίκασε στον ενάγοντα για την ίδια αιτία το ποσό των 3.553,15 ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζει τα επιδόματα εορτών για την εξεύρεση των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του με βάση τις οποίες υπολογίζεται η αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά το βάσιμο κατά το μέρος αυτό πέμπτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο παραπονείται για εσφαλμένο υπολογισμό της σχετικής αποζημίωσης και επιδίκαση για το λόγο αυτό μικρότερου ποσού απ’ αυτό που δικαιούται, απορριπτομένου του ιδίου λόγου έφεσης κατά το μέρος που προβάλει την αιτίαση ότι στις τακτικές αποδοχές έπρεπε να συνυπολογιστεί μεγαλύτερος μέσος όρος μηνιαίας υπερωριακής αμοιβής.
14. Με τον έκτο λόγο της έφεσής της η εναγόμενη επαναφέρει τον ισχυρισμό που πρόβαλε πρωτόδικα και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, ότι είναι καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, επειδή ο ενάγων με θετικές ενέργειές του της προκάλεσε την εύλογη βεβαιότητα ότι δεν θα διεκδικήσει τις ένδικες περιουσιακές αξιώσεις του, που είναι υπέρογκες και της δημιουργούν τεράστιο οικονομικό βάρος. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ο ενάγων παρέμεινε στην υπηρεσία της επί πολλά χρόνια χωρίς να ισχυριστεί ποτέ ότι δεν αμειβόταν κανονικά, αντίθετα, λάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της ως εργοδότριας, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νόμιμης και ποτέ δεν ήγειρε θέμα άλλων αξιώσεων, παραλάμβανε δε και υπέγραφε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις πληρωμής του, χωρίς να εκφράζει αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αποδοχών του και υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη και τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, δια της οποίας (υπογραφής του) αναγνώριζε κατ’ ουσία και τη διαβεβαίωνε ότι δεν υφίσταται απαίτησή του για υπερωριακή απασχόληση πέραν των εκεί αναφερομένων. Ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι νόμιμος, προεχόντως διότι η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. δεν εφαρμόζεται όταν ο εναγόμενος αρνείται το αγωγικό δικαίωμα (Εφ.Πειρ. 543/2022, Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 464/2021, Εφ.Πειρ. 593/2021, www.efeteio-peir.gr), όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση κατά την οποία η εναγόμενη – εκκαλούσα, παρότι επικαλείται καταχρηστικότητα κατά την ενάσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, αμφισβητεί ταυτόχρονα την ύπαρξη οποιουδήποτε δικαιώματος του τελευταίου που απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι τον έχει εξοφλήσει πλήρως. Κι αν ακόμα γινόταν όμως δεκτό ότι ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται επικουρικά, κατά την έννοια του άρθρου 219 Κ.Πολ.Δ, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε κριθεί ότι οι αγωγικές αξιώσεις πράγματι γεννήθηκαν, τα επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύνανται κατά νόμο να συγκροτήσουν το πραγματικό της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, αφού ο ενάγων δεν μπορούσε να στερηθεί του δικαιώματός του στη δικαστική επιδίωξη των νόμιμων απαιτήσεών του από την παροχή της εργασίας του. Τούτο διότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτησή του από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση και άλλες πρόσθετες αμοιβές που αποδεικνύονται (Α.Π. 1569/2017, Α.Π. 1554/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1089/2006, Δ.Ε.Ε. 2006, 1178, Α.Π. 75/2003, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 48/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 66). Εξάλλου, μόνη η ανοχή του εργαζομένου ως προς την καταβολή μειωμένων αποδοχών δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αξίωσής του για την καταβολή σ’ αυτόν των νόμιμων ελάχιστων αποδοχών του (Α.Π. 1158/2009, Α.Π. 1203/2000, Εφ.Πειρ. 48/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 173/2022, Εφ.Πειρ. 549/2022, Εφ.Πειρ. 397/2020, Εφ.Πειρ. 670/2019, www.efeteio-peir.gr). Στην προκειμένη περίπτωση, η περιγραφόμενη στάση του ενάγοντος συνιστά αδράνεια και όχι θετική συμπεριφορά του, ώστε να αρκεί για τη δημιουργία στην εργοδότρια της εύλογης πεποίθησης ότι δεν πρόκειται να ασκηθούν αξιώσεις για υπερωριακή αμοιβή. Θετική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να στηρίξει ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος της εναγόμενης, θα συνιστούσε η υπογραφή του σε μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής του απασχόλησης, αν τις σχετικές καταστάσεις συνέτασσε ο ίδιος και τις υπέβαλε προς έγκριση στην εργοδότριά του εναγόμενη, η οποία θα τις ενέκρινε και εν συνεχεία εκείνος αμφισβητούσε τον αριθμό των υπερωριών που ο ίδιος υποστήριξε εξαρχής ότι πραγματοποίησε. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η μη αμφισβήτηση της ορθότητας των εγγραφών στις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών ή στις αποδείξεις πληρωμής του εργαζόμενου ναυτικού συνιστά απλή ανοχή προς αποφυγή του κινδύνου λύσης της εργασιακής σχέσης με πρωτοβουλία του εργοδότη (Εφ.Πειρ. 435/2022, Εφ.Πειρ. 593/2021, Εφ.Πειρ. 464/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, μόνο το οικονομικό κόστος που θα προκαλέσει στην εναγόμενη η ευδοκίμηση της αγωγής δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (Εφ.Πειρ. 549/2022, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 464/2021, ό.α.). Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του επίσης απέρριψε ως μη νόμιμη την άνω ένσταση της εναγόμενης κατ’ άρθρο 281 Α.Κ, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο έκτος λόγος της έφεσής της, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
15. Κατόπιν όλων αυτών, το σύνολο των αξιώσεων του ενάγοντος ανέρχεται α) για το επίδικο χρονικό διάστημα απασχόλησής του στο πλοίο «BS2» στο ποσό των (634,38 + 40,06 + 146,90) 821,34 ευρώ και β) για τα επίδικα χρονικά διαστήματα απασχόλησής του στο πλοίο «ΒΗ» στο ποσό των (3.509,98 + 256,93 + 1.985,05 + 260,70 + 744,21 + 601,38 + 2.375,63 + 3.484,26) 13.218,14 ευρώ. Ακολούθως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Α έφεση της εναγόμενης ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος της ανωτέρω εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή ως βάσιμου του νόμιμου σχετικού αιτήματός του (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και Β) να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Β έφεση του ενάγοντος και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της και δη τόσο ως προς τα προσβαλλόμενα με την έφεσή του κεφάλαια, όσο και ως προς τα λοιπά κεφάλαια αυτής που δεν προσβλήθηκαν με την έφεσή του, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Α.Π. 1279/2004, ΕλλΔνη 2005, 141, Εφ.Πατρ. 50/2020, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Δωδ. 309/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), αναγκαία δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, που θα καθοριστεί εξαρχής. Στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) [εφόσον αρμόδια (άρθρα 19 Κ.Πολ.Δ, 51 Ν. 2172/1993) και παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 Κ.Ι.Ν.Δ. και έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου για το αντικείμενο που υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (βλ. το υπ’ αριθ. ……… ηλεκτρονικό παράβολο, σε συνδυασμό με το από 20-5-2021 ηλεκτρονικό παράβολο πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας)] και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία η από 29-12-2020 και με ΓΑΚ …….. και ΑΚ ……./29-12-2020 αγωγή κατά τη μόνη βάση της από έγκυρες συμβάσεις ναυτικής εργασίας [κατά την οποία είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στις ανωτέρω νομικές σκέψεις, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 297 εδ. α’, 330 εδ. α’, 340, 341, 345 εδ. α’, 346 εδ. α’, 361, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ Α.Κ, 1, 2, 53, 54, 60, 72, 75 παρ. 3, 84 παρ. 1 Κ.Ι.Ν.Δ, 68, 176 Κ.Πολ.Δ, άρθρου μόνου της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82. «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» και της Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.5/56040/2019 – Φ.Ε.Κ. Β’ 3170/12-8-2019)] και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα Α) το συνολικό ποσό των 821,34 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί σε διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές, αμοιβή για την εργασία του τα Σάββατα και αναλογία δώρου Πάσχα 2019 για την εργασία του στο πλοίο «BS2»), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας της απόλυσής του [ήτοι από την 7-3-2019, η οποία από το νόμο τάσσεται ως δήλη ημέρα καταβολής του συμφωνηθέντος μισθού, με μόνη την πάροδο της οποίας καθίσταται υπερήμερος ο εργοδότης και οφείλει τόκους υπερημερίας (άρθρα 341 παρ. 1 και 345 εδ. α’ Α.Κ. – Α.Π. 493/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], πλην ποσού 146,90 ευρώ για αναλογία δώρου Πάσχα 2019, το οποίο δεν είχε ακόμα καταστεί απαιτητό κατά το χρόνο της άνω απόλυσής του, για το οποίο τόκος οφείλεται από 1-5-2019 [για την εκ του νόμου τασσόμενη ημέρα καταβολής των επιδομάτων δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, ώστε με μόνη την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας να επέρχονται οι ανωτέρω συνέπειες βλ. Ολ.Α.Π. 40/2002, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 422/2021, Εφ.Πειρ. 265/2020, www.efeteio-peir.gr] και Β) το συνολικό ποσό των 13.218,14 ευρώ (το οποίο αντιστοιχεί σε διαφορές αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές, αμοιβή για την εργασία του τα Σάββατα και τις αργίες και αναλογία δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων 2019 και 2020 για την εργασία του στο πλοίο «ΒΗ» και αποζημίωση για τις απολύσεις του από το πλοίο αυτό στις 6-12-2019 και στις 20-9-2020), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας απόλυσής του (ήτοι από την 21-9-2020), πλην α) ποσού 744,21 ευρώ για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2020, το οποίο δεν είχε ακόμα καταστεί απαιτητό κατά το χρόνο της τελευταίας άνω απόλυσής του, για το οποίο τόκος οφείλεται από 1-1-2021 και β) ποσού (2.375,63 + 3.484,26) 5.859,89 ευρώ για αποζημιώσεις απόλυσής του, για το οποίο, ελλείψει προγενέστερης όχλησης, τόκος οφείλεται, με βάση το αίτημά του, από την επίδοση της αγωγής, διότι η αποζημίωση απόλυσης δεν αποτελεί μισθό και δεν υφίσταται ως προς αυτήν δήλη ημέρα καταβολής, ώστε ο τόκος αρχίζει από την όχληση και σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αγωγής (Εφ.Πειρ. 1990/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πειρ. 57/2015, Εφ.Πειρ. 53/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το αίτημα της εκκαλούσας – εναγόμενης για επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την εκ μέρους της καταβολή στον ενάγοντα του χρηματικού ποσού των 3.000,00 ευρώ, ως προς το οποίο η εκκαλουμένη απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το οποίο θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 914 Κ.Πολ.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές, ενόψει του ότι το χρηματικό ποσό της τελεσίδικης επιδίκασης υπερβαίνει το καταβληθέν. Τέλος, η εναγόμενη, λόγω της εν μέρει ήττας της και αναλογικά προς αυτήν, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), υπολογιζόμενων σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α Ν. 4194/2013 (Κώδικας Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις Α και Β εφέσεις αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά αυτές.
Απορρίπτει την Α έφεση κατ’ ουσία.
Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600,00) ευρώ.
Δέχεται τη Β έφεση κατ’ ουσία.
Eξαφανίζει τη με αριθ. 1990/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 29-12-2020 και με ΓΑΚ …….. και ΑΚ ………../29-12-2020 αγωγή.
Δέχεται εν μέρει αυτή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα Α) το ποσό των οκτακοσίων είκοσι ένα ευρώ και τριάντα τεσσάρων λεπτών (821,34), με το νόμιμο τόκο από την 7-3-2019, πλην ποσού εκατόν σαράντα έξι ευρώ και ενενήντα λεπτών (146,90), για το οποίο τόκος οφείλεται από 1-5-2019 και Β) το ποσό των δεκατριών χιλιάδων διακοσίων δέκα οκτώ ευρώ και δεκατεσσάρων λεπτών (13.218,14), με το νόμιμο τόκο από την 21-9-2020, πλην α) ποσού επτακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και εικοσιένα λεπτών (744,21), για το οποίο τόκος οφείλεται από 1-1-2021 και β) ποσού πέντε χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα εννέα ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (5.859,89 ευρώ), για το οποίο τόκος οφείλεται από την επίδοση της αγωγής.
Απορρίπτει το αίτημα της εναγόμενης περί επαναφοράς των πραγμάτων.
Καταδικάζει την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 27-12-2022, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ