Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 296/2022

Αριθμός: 296/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α. Του εκκαλούντος: Ταμείου Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.), που εδρεύει στην Αθήνα, …………, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Θεοδώρα Ιατρέλλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Των εφεσίβλητων: 1. Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας, ΝΠΔΔ, που εδρεύει στην Ύδρα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, 2. Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Ζωοδόχου Πηγής, ΝΠΔΔ, εδρεύουσας στον Πόρο, με ΑΦΜ …………, νόμιμα εκπροσωπούμενης, οι οποίες αμφότερες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Κωνσταντίνο Βλάχο, 3. ………., 4. …………, 5. ………….., οι οποίοι (3, 4, 5) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Μιχόπουλο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Β. Των εκκαλούντων: 1. …….., 2. ……….., 3. …………, οι οποίοι άπαντες (1,2,3) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

Των εφεσίβλητων: 1. Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας, ΝΠΔΔ, που εδρεύει στην Ύδρα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, 2 Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Καλαυρίας, ΝΠΔΔ, εδρευούσης στον Πόρο, νόμιμα εκπροσωπούμενης, οι οποίες αμφότερες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Κωνσταντίνο Βλάχο, 3. Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργού των Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ., Θεοδώρα Ιατρέλλη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Οι ως άνω εφεσίβλητες είχαν ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 31.1.2013 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………../2013 αγωγή τους κατά των εκκαλούντων στην υπό στοιχείο “Β” έφεση. Επίσης το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο είχε ασκήσει ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου την από 24.3.2014 (με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. ………./2014) κύρια παρέμβαση και το εκκαλούν Ταμείο Εθνικού Στόλου την από 16.4.2015 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………/2015) κύρια παρέμβαση. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά συνεκδικάζοντας την παραπάνω αγωγή και τις κύριες παρεμβάσεις με την 1311/2020 οριστική απόφασή του απέρριψε τις κύριες παρεμβάσεις και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής το κυρίως παρεμβαίνον Ταμείο Εθνικού Στόλου άσκησε την από 30.6.2020 έφεσή του που κατέθεσε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 1.7.2020 και έλαβε Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως αυτής κατατέθηκε στις 2.11.2020 στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, έλαβε Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Επίσης κατά της παραπάνω απόφασης οι εναγόμενοι στην κύρια αγωγή άσκησαν την από 8.7.2020 έφεσή τους που κατέθεσαν στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13.7.2020 και έλαβε Γ.Α..Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …/2020. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 2.11.2020, έλαβε Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …../2020, δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, όσοι παραστάθηκαν με δήλωση, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων Ι. Μητρόπολης και Ι. Μονής, αφού έλαβε τον λόγο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 30.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και για προσδιορισμό δικασίμου στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση  του Ταμείου Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.) κατά της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας, της εδρεύουσας στον Πόρο Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής, του ……….., της ……….. και του ………..και η από 8.7.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά για προσδιορισμό δικασίμου με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση των ………….. κατά της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδας και Τροιζηνίας, της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Καλαυρίας και του Ελληνικού Δημοσίου στρέφονται αμφότερες κατά της 1311/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) και πρέπει να διαταχθεί η ένωση και η συνεκδίκασή τους κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ εφαρμοζόμενου και στην κατ’ έφεση δίκη κατ’ άρθρο 524 παρ.1 ίδιου Κώδικα, καθώς αναφέρονται στην ίδια υπόθεση, δικάζονται με την τακτική διαδικασία και με τη συνεκδίκασή τους επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. Από την επισημείωση του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………. επί της εκκαλούμενης απόφασης αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο αυτής επιδόθηκε στον αντίκλητο δικηγόρο των εναγόμενων-νυν εκκαλούντων στην από 8.7.2020 έφεση- εφεσίβλητων, ………. στις 15.6.2020, η δε από 8.7.2020 έφεσή τους κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 13.7.2020, επομένως ασκήθηκε νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, η από 30.6.2020 έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 1.7.2020 κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς η δημοσιευθείσα στις 15.4.2020 εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο, όπως το εκκαλούν Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.) διαλαμβάνει στις προτάσεις του και δεν αμφισβητείται από τους λοιπούς διαδίκους, στις 12.6.2020. Επομένως, αμφότερες οι εφέσεις πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και ακολούθως να εξετασθούν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της από 8.7.2020 εφέσεως κατατέθηκε από τους εκκαλούντες κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 στοιχ.Αγ του ΚΠολΔ το με κωδικό ……… e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 150 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. το συνημμένο στο εφετήριο αντίγραφο του παραπάνω e- παράβολου και την από 12.7.2020 βεβαίωση εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς). Αντίθετα, δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το εκκαλούν  στην από 30.5.2020 έφεση, Ταμείο Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.), καθώς αυτό απολαμβάνει τα προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου”.

Η Ιερά Μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας και η εδρεύουσα στον Πόρο Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 31.1.2013 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ………./2017) αγωγή τους κατά των ………….., με την οποία εξέθεταν ότι η πρώτη, Ιερά Μητρόπολη έχει στην αποκλειστική κυριότητά της το αναλυτικά περιγραφόμενο (ως προς τα όρια) στην αγωγή ακίνητο κείμενο στην ειδικότερη θέση “………” ή “…………..” στη νήσο Πόρο, εκτάσεως κατά τον τίτλο κτήσεως 126.286,51 τ.μ., κατά δε νεότερη καταμέτρηση 126.286,00 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται στο από Σεπτεμβρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……, που έχει προσαρτηθεί στην υπ’ αριθ. ………/2007 πράξη της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……… και επισυνάπτεται σε σμίκρυνση στο δικόγραφο, μετά των σε αυτό κτισμάτων και γηπέδων, τα οποία χρησιμοποιούνται ως παιδικές κατασκηνώσεις και περιγράφεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ, Ο, Π, Ρ, Σ, Τ, Υ, Φ, Α. Ότι το ως άνω ακίνητο κατά νεότερη καταμέτρηση είναι επιφάνειας 130,25 στρεμμάτων και εμφαίνεται υπό τα περιμετρικά στοιχεία 19, 20, 21, 1, 2, 3…17, 18, 19 στο από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού …………. Ότι η ως άνω Ιερά Μητρόπολη έχει αποκτήσει κατά κυριότητα το εν λόγω ακίνητο με παράγωγο τρόπο, ήτοι με δωρεά από την δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/1981 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ύδρας .- ……., που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας (τόμος …., με αριθμό ….) σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …………/2007 πράξης κατάθεσης σχεδιαγράμματος και αναγνώρισης ορίων της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……….. που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας (τόμος ……, με αριθμό …….), αποτελούσε δε η ανωτέρω έκταση τμήμα ευρύτερης ιδιοκτησίας της ως άνω Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής, επιφάνειας άνω των 6.000 στρεμμάτων. Ότι για την υπογραφή του ανωτέρω δωρητηρίου συμβολαίου συμβλήθηκε εκ μέρους της Ιεράς Μονής ο Αρχιμανδρίτης ……….. δυνάμει της υπ’ αριθ. 8/1981 απόφασης του Ηγουμενοσυμβουλίου της Μονής, που εγκρίθηκε με το με αριθμό ………/1981 πρακτικό του Μητροπολιτικού Συμβουλίου, για δε την υπογραφή της πράξης αναγνώρισης ορίων εξουσιοδοτήθηκε ο μεν Ηγούμενος της Ιεράς Μονής δυνάμει του με αριθμό …./2006 πρακτικού του Ηγουμενοσυμβουλίου, που εγκρίθηκε με το υπ’ αριθ. πρωτ. …/2006 έγγραφο της Ι. Μητρόπολης.  Ότι η ευρύτερη έκταση, εντός της οποίας εντοπίζεται το ως άνω ακίνητο, η οποία υπερβαίνει κατά τα ανωτέρω τα 6.000 στρέμματα, ευρίσκεται στη νήσο Πόρο και περιλαμβάνεται στις θέσεις ………………….. και συνορεύει με τις αναφερόμενες στην αγωγή ιδιοκτησίες. Ότι η εν λόγω ευρύτερη έκταση είχε περιέλθει στη δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή, προ αμνημονεύτων χρόνων, ήδη με το από 1797 σιγίλλιο του αειμνήστου Πατριάρχου Κων/λεως Γρηγορίου Ε’, με το οποίο η Ι. Μονή κηρύχθηκε Σταυροπηγιακή, με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, συνεπεία της με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου μακροχρόνιας άσκησης πράξεων νομής επ’ αυτής, υπαχθείσα στη διατηρητέα περιουσία της δια προεδρικού διατάγματος δημοσιευθέντος στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (φύλλο 119/8-3-1934, τεύχος Α’) και της οποίας η Ι. Μονή έχει πλήρες δικαίωμα κυριότητας, καρπώσεως και διαχειρίσεως, σε συνέχεια της υπ’ αριθ. 492/9-12-1994 αποφάσεως του ΕΔΔΑ και του άρθρου 55 του ν. 2413/1996 (καταργήσαντος το άρθρο 3 του ν. 1700/1987 και το άρθρο 2 παρ.3 του ν. 1811/1987- ενν. το ν. 1811/1988). Αναφορικά με τις ενεργηθείσες πράξεις νομής στην  ευρύτερη έκταση άνω των 6.000 στρεμμάτων αναφέρεται ότι ειδικότερα η δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή, επί εκατονταετίες καλλιεργούσε την αγροτική έκταση (ελαιώνες, άμπελοι κλπ), προέβαινε σε ξύλευση και ρητινοσυλλογή στο δασικό τμήμα, εκμίσθωνε τους βοσκότοπους και εν γένει προέβαινε σε όλες τις πράξεις διαχειρίσεως και καρπώσεως το όλου ακινήτου κατά τον προορισμό αυτού με διάνοια κυρίου. Ότι μάλιστα για την όλη έκταση, όπου περιλαμβάνονται και οι εγκαταστάσεις της Ι. Μονής στην ειδικότερη θέση “……………” έχει αναγνωρισθεί υπέρ αυτής δικαίωμα κυριότητας, ως ιδιωτική δασική έκταση, με το υπ’ αριθ. πρωτ. ………../8-4-1958 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας, Γενική Δ/νση Δασών προς το Δασονομείο Τροιζηνίας, το οποίο ακολούθως προέβη σε “παράδοση” της εκτάσεως αυτής συνταγέντος του απο 26.4.1958 πρωτοκόλλου παραδόσεως δασικών εκτάσεων, όπου αναγράφεται μεταξύ άλλων “…μη έχοντος του Δημοσίου ουδεμιάς επί τούτων διεκδικήσεως”. Ότι η ανωτέρω δωρεά της μερικότερης έκτασης των κατά τον τίτλο 126.286,51 τ.μ. από την Ι. Μονή προς την Ι. Μητρόπολη στη θέση “……………” έγινε υπέρ των σκοπών του ιδρύματος της Ι. Μητρόπολης, υπό την επωνυμία “Εκκλησιαστικαί Μαθητικαί Κατασκηνώσεις αρρένων εις ….. …………”, που εδρεύει στην Ύδρα, εγκριθείσα από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος δυνάμει του υπ’ αριθ. 3116/1491 της 4ης Σεπτεμβρίου 1979 εγγράφου της κατ’ άρθρο 47 παρ.1, 3 του ν. 590/1977. Ότι σκοπός του ιδρύματος αυτού είναι ο περιγραφόμενος στην αγωγή. Ότι στα πλαίσια του σκοπού αυτού η πρώτη ενάγουσα προέβη σε κατάλληλη διαμόρφωση του δωρηθέντος ακινήτου, κατασκευάσθηκαν κτίρια για μαγειρεία, εστιατόριο, τουαλέτες, γήπεδα ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλλεϋ και άλλες απαραίτητες εγκαταστάσεις προς διαβίωση σε σκηνές ή και κτίσματα των κατασκηνωτών της Μητρόπολης κατά τη διάρκεια των θερινών μαθητικών διακοπών, επί σειρά ετών δε λειτουργεί η κατασκήνωση στη θέση “ – ……………” Πόρου.  Ότι αφότου η πρώτη ενάγουσα απέκτησε το δωρηθέν ακίνητο το έτος 1981, ασκούσε σε αυτό όλες τις πράξεις νομής και κατοχής με διάνοια κυρίου (περιφράξεις, εγκαταστάσεις, καθαρισμό, τοπογραφήσεις κλπ) χωρίς ποτέ να την παρενοχλήσει οποιοσδήποτε ή ν’ αμφισβητήσει την κυριότητά της. Ότι αρχές του έτους 2006, οι εναγόμενοι εντελώς αυθαίρετα και παρά τη βούλησή της, εκ του ανωτέρω δωρηθέντος σε αυτή ακινήτου, όπου βρίσκονται οι κατασκηνώσεις και μάλιστα στο νοτιοδυτικό τμήμα αυτού καταπάτησαν επιφάνεια 21,08 στρεμμάτων, εμφαινόμενη ως τμήμα Ι και υπό τα στοιχεία 22, 23, 17, 16, 31, 32, 33…41, 42 στο ως άνω επισυναπτόμενο στην αγωγή από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου ………., εκ του οποίου μάλιστα περιέφραξαν τμήμα 8 περίπου στρεμμάτων σε απόσταση 50-100 μέτρα από τα μαγειρεία και την τραπεζαρία της κατασκήνωσης, όπου λειτουργούν οι εναγόμενοι ποιμνιοστάσιο μετ’ αγροικίας και λοιπές εγκαταστάσεις.  Ότι παρά το γεγονός ότι απεστάλη στις 22.2.2006 στον πρώτο εναγόμενο εξώδικη διαμαρτυρία- πρόσκληση- δήλωση προς απομάκρυνση του ποιμνίου σε άλλο χώρο του όλου ακινήτου, όπου οι εναγόμενοι διατηρούν μαντριά σε χώρο μισθωμένο ως βοσκότοπο από τη δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή, αυτοί αδιαφόρησαν και άρχισαν να ισχυρίζονται ότι θεωρούν τον χώρο δική τους ιδιοκτησία. Ότι τούτο είναι αναληθές, αφού η οικογένεια των εναγόμενων ήταν μόνο μισθωτές της δεύτερης ενάγουσας στην περιοχή, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, όπως η ιδιότητά τους αυτή προκύπτει από παλιότερες δικαστικές αποφάσεις και μάλιστα στο παρελθόν με το από 29.9.1971 συμφωνητικό είχαν αναλάβει την υποχρέωση έναντι της Ι. Μονής να κατεδαφίσουν κατασκευάσματα που αυτοί είχαν εκεί ανεγείρει, δηλαδή μαντριά και υπόστεγα διαμονής ποιμένων. Ότι ο πρώτος εναγόμενος συνεπικουρούμενος από τους λοιπούς κατεπάτησαν το ως άνω τμήμα 1 επιφάνειας 21,08 στρεμμάτων, απαγορεύοντας έκτοτε την είσοδο στην πρώτη ενάγουσα, κακόπιστα δε και παράνομα εξακολουθούν να κατακρατούν αυτό, ενεργώντας διακατοχικές πράξεις, ήτοι διατηρώντας μαντριά, διαμένοντες στην αγροικία, καλλιεργώντας λαχανόκηπο εντός του εν λόγω τμήματος, παρεμποδίζοντας παρά τις οχλήσεις της τη φυσική εξουσίαση από την πρώτη ενάγουσα και αμφισβητώντας εμπράκτως στο τμήμα αυτό την κυριότητά της. Ότι οι εναγόμενοι εκ της ως άνω καταλήψεως προκάλεσαν υπαιτίως ζημία στην πρώτη ενάγουσα Ι. Μητρόπολη, υπάρχει δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεώς τους αυτής και της επελθούσας ζημίας, ήτοι της αδυναμίας χρήσεως και παρεμπόδισης λειτουργίας των κατασκηνώσεων. Επικαλούμενη, λοιπόν, η πρώτη ενάγουσα την κτήση κυριότητας καταρχήν με παράγωγο τρόπο, άλλως με πρωτότυπο τρόπο, προσμετρούμενου στον χρόνο νομής και κατοχής της ίδιας και του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου της (δεύτερης ενάγουσας) για χρονικό διάστημα ανώτερο της εικοσαετίας ζητούσε: 1) να αναγνωρισθεί το δικαίωμα κυριότητάς της στο περιγραφόμενο στο ιστορικό της αγωγής ακίνητό της εμβαδού 130,25 στρεμμάτων, κείμενο στη νήσο Πόρο, στη θέση “……….”, 2) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν το καταπατηθέν τμήμα εκ του ως άνω ακινήτου της και σε περίπτωση άρνησής τους να διαταχθεί η βίαιη αποβολή τους και η νόμιμη εγκατάστασή της σε αυτό εμβαδού 21,08 στρεμμάτων, όπως αυτό εμφαίνεται ως τμήμα Ι στο επισυναπτόμενο στην αγωγή από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου ………. και περιγράφεται κατά τα ανωτέρω ως προς τα όριά του, 3) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 491,37 ευρώ, νομίμως, εντόκως ανά 70,20 ευρώ ετησίως από την 1.1.2007 (χρήση 2006) και εντεύθεν για τα έτη 2008, 2009, 2010, 2011, 2012, 2013, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως. Ζητούσε επίσης να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τη σε βάρος της αδικοπραξία. Περαιτέρω, η δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής ισχυρίζεται ότι η ίδια έχει αποκτήσει δια του αναφερόμενου στην αγωγή παράγωγου άλλως και πρωτότυπου τρόπου κατά πλήρη κυριότητα το όλο κτήμα  επιφάνειας άνω των 6.000 στρεμμάτων στη νήσο Πόρο και στην παρακείμενη νήσο ……, ασκώντας σε αυτό από αμνημονεύτων χρόνων, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, όλες τις πράξεις διαχείρισης που προσιδιάζουν στην κατά προορισμό χρήση του χωρίς να αμφισβητηθούν τα δικαιώματά της από οποιονδήποτε στο παρελθόν. Ότι οι εναγόμενοι περί τις αρχές του έτους 2006, κατέλαβαν εκ του όλου ακινήτου της α) επιφάνεια 23,99 στρεμμάτων εμφαινόμενη ως τμήμα 2 και υπό στοιχεία 23, 24, 25, …31, 16, 17, 23 στο επισυναπτόμενο στην αγωγή από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου ……….. συνορευόμενο όπως αναλυτικά περιγράφεται στην αγωγή, που είναι όμορο κατά τα προς βορρά όριά του με το πιο πάνω καταληφθέν τμήμα της πρώτης ενάγουσας Ι. Μητρόπολης, το ευρισκόμενο δίπλα στις κατασκηνώσεις στη θέση “.-……………” Πόρου και β) ιδιωτική δασική έκταση 109,50 στρεμμάτων στη θέση “……………” του όλου ακινήτου της, την οποία και περιέφραξαν οι εναγόμενοι, εμφαινόμενη ως τμήμα 11 υπό διαγράμμιση στο συνημμένο στην αγωγή απόσπασμα του από Μαϊου 2010 τοπογραφικού διαγράμματος του αγρονόμου τοπογράφου ……….. Ότι οι εναγόμενοι παράνομα και κακόπιστα κατά τον χρόνο καταλήψεως και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, παρά τη θέληση της δεύτερης ενάγουσας, την έχουν αποβάλει από το ως άνω ακίνητό της, εξακολουθούν δε παράνομα να κατακρατούν αυτό, ενεργώντας διακατοχικές πράξεις (ήτοι διατηρώντας μαντριά, διαμένοντες στην αγροικία, καλλιεργώντας λαχανόκηπο εντός του εν λόγω εδαφικού τμήματος), παρά τις επανειλημμένες προς αυτούς οχλήσεις της, παρεμποδίζοντας τη φυσική εξουσίαση εκ μέρους της και αμφισβητούντες ρητώς κι εμπράκτως την κυριότητά της σε αυτό. Ότι επιπλέον οι εναγόμενοι εκ της καταλήψεως συνολικώς των 133,49 στρεμμάτων (κατά το άθροισμα των επιμέρους καταληφθέντων τμημάτων των 23,99 στρεμμάτων και 109,50 στρεμμάτων) της προκάλεσαν υπαιτίως ζημία, υπάρχει δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξεώς τους και της επελθούσας ζημίας, ήτοι της αδυναμίας χρήσεως και παρεμπόδισης οιασδήποτε καρπώσεως των παραπάνω εκτάσεων. Ζητούσε, λοιπόν, η δεύτερη ενάγουσα: 1) να αναγνωρισθεί το δικαίωμα κυριότητάς της στο όλο ακίνητό της κείμενο στη νήσο Πόρο, 2) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της αποδώσουν τα καταπατηθέντα τμήματα εκ του ως άνω ακινήτου της και σε περίπτωση άρνησής τους να διαταχθεί η βίαιη αποβολή τους και η νόμιμη εγκατάστασή της σε αυτά, ήτοι α) επί του τμήματος στη θέση “………..” επιφάνειας 109,50 στρεμμάτων εμφαινόμενων στο συνημμένο στην αγωγή απόσπασμα από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου ………, συνορευόμενο περιμετρικώς με λοιπή ιδιοκτησία της και β) επί του τμήματος στη θέση “……….” ή “………” επιφάνειας 23,99 στρεμμάτων, εμφαινόμενου ως τμήμα 2 και υπό στοιχεία 23, 24, 25…31, 16, 17, 23 στο συνημμένο στην αγωγή σε απόσπασμα από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου ………., συνορευόμενου δυτικώς, νοτίως και ανατολικώς με λοιπή ιδιοκτησία της και βορείως με ιδιοκτησία της πρώτης ενάγουσας, 3) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος ως ωφελήματα του πράγματος το ποσό των 3.111,65 ευρώ, νομίμως, εντόκως ανά 444,52 ευρώ ετησίως από την 1.1.2007 (χρήση 2006) και εντεύθεν για τα έτη 2008, 2009, 2010, 2011, 2012, 2013, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επιπρόσθετα, αμφότερες οι ενάγουσες ζητούσαν να απαγορευθεί κάθε μελλοντική διατάραξη της κυριότητας, νομής και κατοχής των ιδίων επί των επίδικων ακινήτων με την απειλή ενός εκάστου εκ των εναγόμενων χρηματικής ποινής 10.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης ενός έτους για κάθε διατάραξη, όλα δε τα ανωτέρω με απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Επί της δίκης που ανοίχθηκε με την αγωγή αυτή άσκησε τη με αριθμό κατάθεσης ………/2014 κύρια παρέμβασή του το Ελληνικό Δημόσιο με την οποία υποστήριζε ότι εντός της αναφερόμενης στην αγωγή έκτασης εμβαδού άνω των 6.000 στρεμμάτων εντοπίζεται χερσαία ζώνη λιμένα, η οποία καθορίσθηκε με την υπ’ αριθ. 25169/1938 απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών στη θέση “……….” κατόπιν του από 1.10.1937 πρακτικού της Λιμενικής Επιτροπής.  Ότι η χερσαία αυτή ζώνη λιμένα απεικονίζεται με διακριτή διαγράμμιση στο συνημμένο στην κύρια παρέμβαση απόσπασμα του με αριθμό 11 ……… τοπογραφικού διαγράμματος και εκτείνεται σε ολόκληρο το παραλιακό τμήμα, ως περιγράφεται στην κύρια παρέμβαση.  Ότι η ζώνη λιμένα ανήκει κατ’ άρθρο 967 ΑΚ στα κοινής χρήσεως πράγματα και ότι ως εκ του κοινόχρηστου χαρακτήρα του λιμένος, αυτός ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου. Ζητούσε, λοιπόν, το κυρίως παρεμβαίνον να απορριφθεί η ως άνω αγωγή των δύο πρώτων καθ’ ων η κύρια παρέμβαση και να αναγνωρισθεί το ίδιο, κύριος της ως άνω χερσαίας ζώνης λιμένος. Τέλος, στην ίδια δίκη επί της ίδιας ως άνω αγωγής, το Ταμείο Εθνικού Στόλου άσκησε την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2015 κύρια παρέμβαση, με την οποία υποστήριζε ότι τυγχάνει κύριος, νομέας και κάτοχος ακινήτου κείμενου εκτός ρυμοτομικού σχεδίου στη θέση “. ……..” της Δημοτικής Ενότητας Πόρου του Δήμου Πόρου, Περιφερειακής Ενότητας Νήσων Περιφέρειας Αττικής, επιφάνειας κατά νεότερη καταμέτρηση 12.678 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται στο επισυναπτόμενο από Μαρτίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……. υπό τα στοιχεία 1, 2, 3…41, 42, 1. Ότι το εν λόγω ακίνητο αρχικά περιήλθε σε έκταση πέντε στρεμμάτων στην κυριότητα του Ταμείου Εθνικής Άμυνας (Τ.Ε.Θ.Α.) με παράγωγο τρόπο, ήτοι με αγορά από τη δεύτερη των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση, Ιερά Μονή, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……../15.12.1956 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Καλαυρίας …….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας και απεικονίζεται υπό τα στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Α στο από Απριλίου 1955 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……., αντίγραφο του οποίου προσαρτήθηκε στην ως άνω συμβολαιογραφική πράξη και με συνεχή γραμμή με στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Α στο προσαρτώμενο στην κύρια παρέμβαση από Μαρτίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……… και όπως η σχετική αγορά εγκρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/14.11.1957 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας. Ότι το ακίνητο που αναφέρεται στην υπ’ αριθ. ……../1956 συμβολαιογραφική πράξη, η οποία συνοδεύεται από το από Απριλίου 1955 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …. και στην υπ’αριθ. ……../1957 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου αναφέρεται ως εκτάσεως 5 στρεμμάτων, σύμφωνα όμως με εμβαδομέτρηση που πραγματοποιήθηκε με σύγχρονες ψηφιακές μεθόδους επί του από Μαρτίου 2015 τοπογραφικού διαγράμματος του μηχανικού Θεοδωράκου, η έκτασή του ανέρχεται σε 12 στρέμματα και 678 τ.μ. Ότι στο ακίνητο αυτό μέχρι το έτος 1980 λειτουργούσε η θερινή κατασκήνωση της Σχολής Ναυτοπαίδων και στη συνέχεια μέχρι και το έτος 2006 κατασκήνωση του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ η λειτουργία της κατασκήνωσης ανεστάλη το έτος 2006 με διαταγή ΓΕΝ/ΓΕΠΝ λόγω ακαταλληλότητας των απαρχαιωμένων και μη λειτουργικών εγκαταστάσεων. Ότι ωστόσο οι καθ’ ων αμφισβητούν την κυριότητα του κυρίως παρεμβαίνοντος επί της ανωτέρω περιγραφόμενης έκτασης και ειδικότερα επί έκτασης που περικλείεται από την κλειστή πολυγωνική γραμμή υπό στοιχεία 16α, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 22α, 22β, 16α, εμβαδού 1.096,28 τ.μ., όπως αυτή εμφαίνεται στο από Μαρτίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού …….. και αποτελεί τμήμα της συνολικής έκτασης των 12.678 τ.μ., η οποία επίσης εμφαίνεται υπό τα στοιχεία 1,2,3, …41, 42,1 στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα σε σχέση και συνάρτηση με τα όρια ιδιοκτησίας του ιδίου (ήτοι του Ταμείου Εθνικού Στόλου) με το από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού …….., που συνοδεύει την ένδικη κύρια αγωγή (αφορά σε τμήμα της διεκδικούμενης στην κύρια αγωγή από την ενάγουσα Ι. Μονή έκτασης των 109.500 τ.μ. στη θέση “……….”) . Ενόψει των ανωτέρω το κυρίως παρεμβαίνον ζητούσε, γενομένης δεκτής της κυρίας παρεμβάσεώς του, να απορριφθεί η κύρια αγωγή των δύο πρώτων καθ’ ων η κύρια παρέμβαση και να αναγνωρισθεί το ίδιο, ήτοι το Ταμείο Εθνικού Στόλου, κύριος της αναφερόμενης στο ιστορικό εδαφικής έκτασης εμβαδού 1.096,28 τ.μ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση συνεκδικάζοντας την κύρια αγωγή με τις παραπάνω δύο κύριες παρεμβάσεις, α) απέρριψε ως απαράδεκτη την κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, γιατί καίτοι επρόκειτο για εμπράγματη αγωγή αναγνωριστική της κυριότητας ακινήτου δεν προέκυψε ότι αυτή εγγράφηκε στα σχετικά βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου της περιφέρειας όπου κείται το επίδικο ακίνητο μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή της σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ.1 του ΚΠολΔ, β) ως προς την κύρια αγωγή, απέρριψε ως απαράδεκτα ελλείψει έννομου συμφέροντος τα αιτήματα αναγνώρισης κυριότητας της μεν πρώτης ενάγουσας Ι. Μητροπόλεως αναφορικά με τη μείζονα εδαφική έκταση των 130,25 στρεμμάτων, της δε δεύτερης ενάγουσας Ι. Μονής αναφορικά με τη συνολική εδαφική έκταση άνω των 6.000 στρεμμάτων, διότι δεν εκτίθεται ότι αμφισβητείται με οποιονδήποτε τρόπο από τους εναγόμενους το δικαίωμα κυριότητας των εναγουσών επί του όλου/μείζονος ακινήτου, απέρριψε ως μη νόμιμο το αγωγικό αίτημα για την απαγόρευση κάθε μελλοντικής διατάραξης της κυριότητας, με απειλή κατά των εναγομένων χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης και κατά τα λοιπά κρίνοντας την αγωγή νόμιμη και εξετάζοντάς τη στην ουσία της, απέρριψε ως ουσία αβάσιμα τα αιτήματα αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και κατά τα λοιπά δέχθηκε εν μέρει ως ουσία βάσιμη την αγωγή, αναγνώρισε δε αφενός την πρώτη ενάγουσα Ι. Μητρόπολη κυρία της έκτασης των 21,08 στρεμμάτων στη θέση “……” της νήσου Πόρου και υποχρέωσε τους εναγόμενους να της την αποδώσουν, αφετέρου την δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή, κυρία της εδαφικής έκτασης εμβαδού 23,99 στρεμμάτων στη θέση “………” της νήσου Πόρου και ιδιωτικής δασικής έκτασης 109,50 στρεμμάτων στη θέση “……………” της νήσου Πόρου και υποχρέωσε τους εναγόμενους να αποδώσουν σε αυτή τις ανωτέρω εκτάσεις, γ) απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την κύρια παρέμβαση του Ταμείου Εθνικού Στόλου. Ήδη οι εναγόμενοι στην κύρια αγωγή με την από 8.7.2020 έφεσή τους παραπονούνται κατά της εκκαλούμενης απόφασης που δέχθηκε εν μέρει σε βάρος τους την αγωγή, προσάπτοντας στην απόφαση σφάλματα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και να απορριφθεί η αγωγή των δύο πρώτων εφεσίβλητων και να καταδικασθούν οι αντίδικοι στα δικαστικά τους έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Αντίστοιχα, το κυρίως παρεμβαίνον πρωτοδίκως Ταμείο Εθνικού Στόλου με την από 30.6.2020 έφεσή του ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ακολούθως να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η από 31.1.2013 αγωγή της πρώτης και της δεύτερης των εφεσίβλητων, να γίνει δεκτή ως προς όλες τις βάσεις και τα αιτήματά της η από 16.4.2015 κύρια παρέμβασή του και να καταδικασθούν οι εφεσίβλητοι στα δικαστικά του έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Η από 8.7.2020 έφεση των εναγόμενων κατά το μέρος που στρέφεται κατά του ασκήσαντος την υπ’ αριθ. κατ. ……/2014 κύρια παρέμβαση στην πρωτοβάθμια δίκη, Ελληνικού Δημοσίου τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει έννομου συμφέροντος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ, καθώς η ως άνω κύρια παρέμβαση απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτη, διότι, αν και εισήχθη με αυτή εμπράγματη αναγνωριστική αγωγή, δεν προσκομίσθηκε πιστοποιητικό του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου περί εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων κατ’ άρθρο 220 παρ.1 ΚΠολΔ, οπότε το κυρίως παρεμβαίνον ηττήθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη και εναντίον του δεν υπάρχει λόγος έφεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης που να δικαιολογεί την άσκησή της από τους εναγόμενους κατά αυτού (βλ. ΕφΘεσσαλ 1266/2000, Αρμ  2001, σελ. 1479). Ομοίως η από 30.6.2020 έφεση του Ταμείου Εθνικού Στόλου κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της πρώτης εφεσίβλητης Ιεράς Μητροπόλεως τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει έννομου συμφέροντος κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ. Η ένδικη από 31.1.2013 διεκδικητική αγωγή που ασκήθηκε από την Ιερά Μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας και από την Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Πόρου κατά των ως άνω εναγομένων αφορούσε σε τρία διαφορετικά ακίνητα, εκ των οποίων τα μεν δύο πρώτα εμβαδού το ένα 21,08 στρεμμάτων που διεκδικεί η Ι. Μητρόπολη και 23,99 στρεμμάτων που διεκδικεί η Ι. Μονή συνορεύουν και βρίσκονται αμφότερα στη θέση “…………” ή “…………” στη νήσο Πόρο και εμφαίνονται αμφότερα στο συνημμένο στην αγωγή σε σμίκρυνση από Ιουνίου του 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου …….., το δε τρίτο ακίνητο εμβαδού 109,5 στρεμμάτων που διεκδικεί μόνο η Ι. Μονή, βρίσκεται σε άλλη θέση και συγκεκριμένα στη θέση “………” της νήσου Πόρου και εμφαίνεται σε άλλο τοπογραφικό διάγραμμα και δη στο συνημμένο στην αγωγή σε απόσπασμα από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου ως άνω αγρονόμου τοπογράφου ………… Το Ταμείο Εθνικού Στόλου, με την από 16.4.2015 κύρια παρέμβασή του διεύρυνε τα υποκειμενικά όρια της δίκης που ανοίχθηκε με την από 31.1.2013 κύρια αγωγή ως προς την αντιδικία της δεύτερης ενάγουσας Ιεράς Μονής με τους εναγόμενους αναφορικά με το ακίνητο και δη για τμήμα αυτού 1.096,28 τ.μ., που εμφαίνεται στο από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου …….., δηλαδή για τμήμα του κείμενου στη θέση “…” Πόρου, εμβαδού 109,5 στρεμμάτων διεκδικούμενου ακινήτου, όπως τούτο σαφώς προκύπτει και αναφέρεται στο συνημμένο στην κύρια παρέμβαση του Ταμείου Εθνικού Στόλο από Μαρτίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……………. Με την εκκαλούμενη απόφαση αναγνωρίσθηκε κατά τα ανωτέρω κυρία του εν λόγω ακινήτου, η ενάγουσα Ιερά Μονή, η οποία και μόνο το διεκδικούσε, ενώ όπως ανέφερε στην κύρια παρέμβασή του το Ταμείο Εθνικού Στόλου η αμφισβήτηση της φερόμενης δικής του κυριότητας έγινε με την από 31.1.2013 αγωγή των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση, εκ των οποίων όμως η Ι. Μητρόπολη σε κανένα σημείο της αγωγής δεν το διεκδικεί. Επομένως το εκκαλούν Ταμείο Εθνικού Στόλου δεν αντιδικεί με την πρώτη εφεσίβλητη ως προς το εν λόγω εδαφικό τμήμα και άρα απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά τα ανωτέρω τυγχάνει η έφεσή του κατά της πρώτης εφεσίβλητης Ι. Μητρόπολης.

Με τον πέμπτο λόγο της από 8.7.2020 έφεσης των εναγόμενων που λόγω της φύσης της αιτίασης που προβάλλεται, προηγείται της εξέτασης των υπόλοιπων λόγων έφεσης, οι εκκαλούντες παραπονούνται επειδή πρωτοδίκως απορρίφθηκε η προβληθείσα με τις προτάσεις τους ένσταση έλλειψης πληρεξουσιότητας προς τον δικηγόρο των εναγουσών που άσκησε την ένδικη αγωγή. Ότι ειδικότερα οι εναγόμενοι- ήδη εκκαλούντες είχαν πρωτοδίκως προβάλει τα εξής: Ότι οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι για την άσκηση της παρούσης αγωγής έχει εξουσιοδοτηθεί ο υπογράφων εκ μέρους αμφοτέρων της Ιεράς Μητρόπολης και της Ιεράς Μονής, ειδικώς δε για τη δεύτερη δυνάμει του υπ’ αριθ. …./1.2.2006 πρακτικού του Ηγουμενοσυμβουλίου εγκριθέντος δια της υπ’ αριθ. πρωτ. 173/23.2.2006 αποφάσεως του Μητροπολίτη της πρώτης, κ. Εφραίμ Στενάκη. Ότι η αγωγή αυτή έχει κατατεθεί στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στις 6.2.2013, δηλαδή επτά ολόκληρα χρόνια μετά την απόφαση για την άσκησή της όπως αναφέρουν και ενδέχεται να μην υφίσταται το ίδιο Ηγουμενοσυμβούλιο. Ότι πέραν αυτού, η πρώτη ενάγουσα Ιερά Μητρόπολη έχει λάβει απόφαση (145/72/11.2.2009) στο 44ο Μητροπολιτικό Συμβούλιο να καταθέσει αγωγή επ’ ονόματι “της Ι. Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας και του Εκκλησιαστικού Φιλανθρωπικού Ιδρύματος υπό την επωνυμία “ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΕΙΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ (ΑΡΡΕΝΩΝ ή ΘΗΛΕΩΝ) ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΥΔΡΑΣ, ΣΠΕΤΣΩΝ, ΑΙΓΙΝΗΣ, ΕΡΜΙΟΝΙΔΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΙΖΗΝΙΑΣ” υπό συνοπτικόν τίτλον “Εκκλησιαστικαί Μαθητικαί Κατασκηνώσεις αρρένων- θηλέων εις …… “………..” προκειμένου να διασφαλιστούν τα δικαιώματα κυριότητος, νομής και κατοχής, κατά το συμβόλαιο ……../81 της Συμβολαιογράφου Καλαβρίας .……….”. Ότι συγκεκριμένα κατά το συμβόλαιο αυτό η Ιερά Μονή δώρισε την έκταση αυτή “υπέρ των σκοπών του Εκκλησιαστικού Φιλανθρωπικού Ιδρύματος “ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΕΙΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΥΔΡΑΣ, ΣΠΕΤΣΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΝΗΣ”. Ότι ωστόσο η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την ένσταση έλλειψης πληρεξουσιότητας προς τον ασκήσαντα την αγωγή δικηγόρο με το εξής σκεπτικό: “(β) προσκομίζεται η από 01.02.2006 απόφαση του Ηγουμενοσυμβουλίου της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής (σχετικό το με αριθμό πρακτικού συνεδρίασης ……../2006 του Ηγουμενοσυμβουλίου της ως άνω Μονής σε συνδυασμό με την με αριθμό πρωτοκόλλου 173/2006 απόφαση του επιχώριου Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης περί έγκρισης αυτού όπου ειδικώς μνημονεύεται ότι ο αναφερόμενος στα εισαγωγικά της παρούσας απόφασης πληρεξούσιος δικηγόρος εγκρίνεται όπως προβεί σε οποιαδήποτε νόμιμη ενέργεια προς διασφάλιση των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας της Μονής όπως επίσης και το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως με αριθμό …../1.3.2006 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Καλαβρίας …………… προς τον αυτό δικηγόρο, με τη γενική εντολή μεταξύ άλλων να ασκεί αγωγές (σελίδα 2) που δεν προέκυψε ότι έχει με τον ίδιο τρόπο ανακληθεί, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου αιτιάσεων του πρώτου και του τρίτου των εναγομένων αναφορικά με την ύπαρξη ή μη του ίδιου Ηγουμενοσυμβουλίου κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής εν όψει μάλιστα και του ότι η σχετική απόφαση ελήφθη ευθύς κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή κρίσιμο χρόνο προσβολής του δικαιώματος κυριότητας της Μονής, αναφέρεται δε η εν λόγω απόφαση ήδη καθ’ υποφοράν στο δικόγραφο της αγωγής και αρμοδίως…φέρεται προς συζήτηση…”. Ότι ωστόσο, κατά την παρ. 3 του άρθρου 97 ΚΠολΔ “Η πληρεξουσιότητα για όλες τις δίκες παύει να ισχύει μετά πέντε χρόνια από τη χορήγησή της”, ενώ κατά το άρθρο 104 του ίδιου Κώδικα “Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της”, οπότε και αν ακόμη δεν είχε προβληθεί έλλειψη πληρεξουσιότητας, όφειλε το δικαστήριο να εξετάσει αυτήν. Ότι ενόψει των ανωτέρω, όφειλε το δικαστήριο να κάνει δεκτή την ένσταση έλλειψης πληρεξουσιότητας που πρόβαλαν οι παραπάνω εναγόμενοι- ήδη εκκαλούντες, αφού από την 1η Μαρτίου του 2006 μέχρι τη συζήτηση της αγωγής παρήλθαν δώδεκα και πλέον χρόνια, αλλά και για την άσκηση της αγωγής είχαν περάσει επτά ολόκληρα χρόνια.

Επί του λόγου αυτού της έφεσης καταρχάς επισημαίνεται ότι κατά την έννοια του άρθρου 39 παρ. 4 του ν. 590/1977 (“Καταστατικού Χάρτη” της Εκκλησίας της Ελλάδος), σε συνδυασμό προς τα οριζόμενα στα άρθρα 67 και 74 του ίδιου νόμου, στα άρθρα 7 και 12 περ. δ΄ του Κανονισμού 39/1972 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α΄ 103), καθώς και στο από 28.7/15.9.1858 β. δ/μα “Κανονισμός περί των Μοναστηρίων” (Α΄ 42), που εφαρμόζεται και στην ενάγουσα-εφεσίβλητη Ιερά Μονή, καθώς δεν προκύπτει ότι διαθέτει κανονισμό που προβλέπει κάτι διαφορετικό, το ηγουμενοσυμβούλιο αρμοδίως λαμβάνει απόφαση για την άσκηση ένδικων βοηθημάτων και μέσων και παρέχει προς τούτο πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο (βλ. (Σ.τ.Ε. 463/2017 και 510/2015 στη Νόμος) και ακολουθεί έγκριση από τον οικείο Μητροπολίτη κατ’ άρθρο 39 § 6 του ως άνω νόμου 590/1977 (βλ. ΑΠ 2051/2009, ΕφΑΔ 2011, σελ. 76). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 94 § 1 ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια, οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της § 2 του ίδιου άρθρου. Η πληρεξουσιότητα δίνεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 96 § 1 ΚΠολΔ, είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή ή από δικηγόρο και μπορεί να αφορά, σύμφωνα με το άρθρο 97 του ίδιου Κώδικα, όλες τις δίκες του εντολέα και όλες τις διαδικαστικές πράξεις κάθε δίκης (γενική πληρεξουσιότητα) είτε ορισμένη μόνο δίκη ή δίκες και όλες τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις (μερική πληρεξουσιότητα), είτε ορισμένες μόνο διαδικαστικές πράξεις (ειδική πληρεξουσιότητα). Στο πλαίσιο της γενικής δικαστικής πληρεξουσιότητας ο πληρεξούσιος μπορεί να παριστά στο δικαστήριο τον εντολέα του και να επιχειρεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης (άσκηση αγωγών, ανταγωγών, ένδικων μέσων, κ.λπ.), καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες (ΑΠ 475/88 ΕλλΔνη 29. 1580). Βάσει της γενικής πληρεξουσιότητας, μπορεί επίσης, εκτός άλλων, να παραγγέλλει την επίδοση της οριστικής απόφασης (ΑΠ 1325/92, ΕλλΔνη 35. 1306, ΑΠ 191/87, ΕλλΔνη 1988. 497) και της κλήσης για την επίσπευση της συζήτησης της έφεσης (ΑΠ 1338/98 ΕλλΔνη 40. 631, ΑΠ 436/96 ΕλλΔνη 40. 140). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ ορίζει ότι για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα, και αν δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβαση της. Τέλος, το άρθρο 105 §§ 1 έως 3 ΚΠολΔ ορίζει ότι αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της έλλειψης. Έτσι, εφόσον η έλλειψη συμπληρωθεί με την παροχή πληρεξουσιότητας, η οποία μπορεί να γίνει για πρώτη φορά και στην κατ` έφεση δίκη, κατά τον προβλεπόμενο από το νόμο τρόπο, μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, από εκείνον στο όνομα του οποίου ενεργήθηκαν οι διαδικαστικές πράξεις, οι χωρίς πληρεξουσιότητα πράξεις ισχυροποιούνται αναδρομικά με έγκριση, η οποία μπορεί να είναι ρητή, με την παραδοχή όλων των πράξεων ανεξαιρέτως ως ισχυρών, είτε και σιωπηρή με τη μη αμφισβήτηση του κύρους των προηγούμενων διαδικαστικών πράξεων από τον παριστάμενο, νόμιμα διορισμένο πληρεξούσιο δικηγόρο (ΑΠ 694/ 97, ΕλλΔνη 38. 1816, ΑΠ 447/96, ΕλλΔνη 38. 124, ΑΠ 759/92, ΕΕΝ 1993. 567), ο οποίος μπορεί να είναι και διαφορετικός από τον αρχικό (ΑΠ 1068/91, ΕΕΝ 1992. 649, ΕφΑθ 836/96, ΕλλΔνη 37. 1667, ΕφΑθ 4144/2002, ΝοΒ 2003, σελ. 58). Μάλιστα, η έγκριση αυτή μπορεί να γίνει και μετά την πρόταση της ακυρότητας για έλλειψη πληρεξουσιότητας, εφόσον για την ακυρότητα αυτή δεν έχει εκδοθεί κατά το χρόνο της έγκρισης τελεσίδικη απόφαση ( ΕφΠειρ 425/2021, στην ΤΝΠ Νόμος, Ε. Τσαρούχη, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.] Ενστάσεις κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 2011, [7], αρ. 92, σελ. 251). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς την αμφισβητούμενη παροχή πληρεξουσιότητας στον ασκήσαντα την ένδικη αγωγή δικηγόρο από τη δεύτερη ενάγουσα-ήδη δεύτερη εφεσίβλητη Ι. Μονή, λόγω παρέλευσης πενταετίας από την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί στον ως άνω δικηγόρο Κωνσταντίνο Βλάχο του Αναστασίου μέχρι την άσκηση της αγωγής σημειώνεται ότι η δεύτερη εφεσίβλητη προσκομίζει ήδη σε ακριβές αντίγραφο το από 3.11.2021, Πρακτικόν 5ον του Ηγουμενοσυμβουλίου της, όπου αναφέρεται ότι “…το Ηγουμενοσυμβούλιον απεφάσισε ομοφώνως όπως, παράσχη την πληρεξουσιότητα εις τον Δικηγόρων Αθηνών Κωνσταντίνον Βλάχον του Αναστασίου…(Α.Μ. Δ.Σ.Α. ………..), όπως ενεργών επ’ ονόματι της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου παραστή επ’ ονόματι της κατά την συζήτησιν των εφέσεων α) από 8/7/20 υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020 των …………… ……… κατά της Ιεράς Μητροπόλεως, της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής και της υπ’ αριθ. 1311/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), β) από 30-6-2020 υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020 του Ταμείου Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.) κατά της Ιεράς Μητροπόλεως, της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής…και της υπ’ αριθμ. 1311/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς…κατά την δικάσιμον της 11ης Νοεμβρίου 2021 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς…καταθέση προτάσεις, σχετικά έγγραφα, πράξη δε οτιδήποτε κατά νόμον εις το πλαίσιον της διδομένης εντολής, επί σκοπώ απορρίψεως των εφέσεων. Όθεν το Ηγουμενοσυμβούλιον εξουσιοδοτεί τον Ηγούμενον της Ιεράς Μονής π. Λουκάν Ζήσιμον όπως εμφανισθή ενώπιον αρμοδίου Συμβολαιογράφου και υπογράψη επ’ ονόματι της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου, γενικόν δικαστικόν πληρεξούσιον προς τον ανωτέρω Δικηγόρον. Το Ηγουμενοσυμβούλιον αποστέλλει το παρόν Πρακτικόν εν αντιγράφω προς τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος & Τροιζηνίας κ.κ. Εφραίμ δια την έγκρισιν και δια τας περαιτέρω ενεργείας…”. Επίσης προσκομίζει την από 3.11.2021 εξουσιοδότηση του αμέσως ανωτέρω Μητροπολίτη προς την Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Πόρου όπου διαλαμβάνει ότι “Εις απάντησιν της υπ’ αριθ. …/03.11.2021 υμετέρας αναφοράς και του συνημμένου αυτή υπ’ αριθ. …./03.11.2021 υμετέρου Πρακτικού περί της παροχής πληρεξουσιότητος εις τον Δικηγόρον Αθηνών ………… επί υποθέσεως κατά ………, γνωρίζομεν υμίν ότι εγκρίνομεν το υμέτερον Πρακτικόν και την παροχήν Πληρεξουσιότητος εις τον Δικηγόρον Αθηνών …….. όπως ενεργών εξ ονόματος της Ι. Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου παραστή την 11ην Νοεμβρίου ε.ε. ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς…επί σκοπώ απορρίψεως των κάτωθι εφέσεων α) από 08.07.2020 υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2020…β) από 30.06.2020 υπό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2020…και εξουσιοδοτούμεν τον Ηγούμενον Λουκάν Ζήσιμον όπως εμφανισθή ενώπιον αρμοδίου Συμβολαιογράφου και υπογράψη επ’  ονόματι της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου γενικόν δικαστικόν πληρεξούσιον προς τον Δικηγόρον ………..…”.  Σε συνέχεια προσκομίζεται το υπ’ αριθ. ……../10.11.2021 πληρεξούσιο ενώπιον του Συμβ/φου Καλαυρίας (Πόρου) ……….., με το οποίο ο Αρχιμανδρίτης π. Λουκάς Ζήσιμος που ενεργεί ως Ηγούμενος και νόμιμος εκπρόσωπος της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου χορηγεί ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο …………. να παρίσταται και να αντιπροσωπεύει την εντολέα Ιερά Μονή ενώπιον όλων γενικώς των Ελληνικών Πολιτικών Δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και ειδικότερα να εμφανισθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 11-11-2021 και να εκπροσωπήσει την εντολέα Ιερά Μονή επί σκοπώ απορρίψεως των προαναφερόμενων εφέσεων. Εκεί αναφέρεται επίσης ότι “Επιπρόσθετα, εγκρίνονται όλες οι μέχρι σήμερα πράξεις του ως άνω Δικηγόρου επί των ως άνω υποθέσεων συμπεριλαμβανομένης της ασκηθείσης αγωγής από 31-01-2013 με αριθμό καταθέσεως ……/2013 κατά των ……., …….. και …………. ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) ως και της παραστάσεώς του κατά την εκδίκαση της αγωγής αυτής και των κυρίων παρεμβάσεων του Ελληνικού Δημοσίου και του Ταμείου Εθνικού Στόλου (Τ.Ε.Σ.) επί των οποίων εξεδόθη η υπ’ αριθμόν 1311/2020  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου…”. Επομένως, με την έγκριση των ήδη γενομένων διαδικαστικών πράξεων που αφορούν στην πρωτοβάθμια δίκη και με την παροχή πληρεξουσιότητας στον ίδιο ως άνω δικηγόρο Κωνσταντίνο Βλάχο για την εκπροσώπηση της Ιεράς Μονής κατά την εκδίκαση των υπό κρίση εφέσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καλύπτεται η επικαλούμενη από τους εκκαλούντες παύση της προς τον ίδιο ως άνω δικηγόρο πληρεξουσιότητα για άσκηση της από 31.1.2013 αγωγής, λόγω παρέλευσης πενταετίας από το προς αυτόν αρχικό πληρεξούσιο. Επίσης, το επικαλούμενο από τους εκκαλούντες γεγονός ότι η δωρεά της προαναφερόμενης έκτασης στη θέση “…………” Πορού από την Ιερά Μονή προς την Ιερά Μητρόπολη έγινε υπέρ των σκοπών του Εκκλησιαστικού Φιλανθρωπικού Ιδρύματος “ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΕΙΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΥΔΡΑΣ, ΣΠΕΤΣΩΝ ΚΑΙ ΑΙΓΙΝΗΣ” δεν επηρεάζει τη νομιμοποίηση της Ι. Μητροπόλεως να ασκήσει την ένδικη αγωγή, καθώς δωρεοδόχος βάσει του προαναφερόμενου συμβολαίου φέρεται αυτή, έστω και αν η δωρεά έγινε προς αυτή, προκειμένου να διαθέσει το δωρηθέν ακίνητο προς εκπλήρωση των σκοπών λειτουργίας του παραπάνω εκκλησιαστικού φιλανθρωπικού ιδρύματος. Τέλος, η πρώτη εφεσίβλητη Ιερά Μητρόπολη προσκομίζει ακριβές φωτοαντίγραφο του υπ’ αριθ. πρωτ. Φ.ΕΣ/Α.10/665/5/05.11.2021 Αποσπάσματος εκ των πρακτικών του Μητροπολιτικού Συμβουλίου της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης- Συνεδρία υπ’ αριθ. 99 της 5ης Νοεμβρίου 2021- Απόφασις υπ’ αριθ. 02 σχετικά με την παροχή πληρεξουσιότητας προς τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Κων/νο Βλάχο όπως παραστεί για λογαριασμό της Ι. Μητροπόλεως κατά τη συζήτηση των ένδικων εφέσεων και να πράξει ο,τιδήποτε κατά νόμο στο πλαίσιο της διδόμενης εντολής, επί σκοπώ απορρίψεως των εφέσεων. Συνεπώς απορριπτέος στην ουσία του τυγχάνει ο ως άνω λόγος έφεσης.

Παρακάτω, με τον πρώτο λόγο της από 8.7.2020 έφεσής τους οι εκκαλούντες παραπονούνται επειδή απορρίφθηκε η προβληθείσα από τους ίδιους πρωτοδίκως ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης προς άσκηση της αγωγής τόσο της πρώτης ενάγουσας Ιεράς Μητρόπολης, όσο και της δεύτερης ενάγουσας Ιεράς Μονής.  Ότι αναφορικά με την πρώτη ενάγουσα, ο πρώτος εναγόμενος υποστήριξε ότι αυτή φέρεται με την αγωγή να απέκτησε το έτος 1981 από τη δεύτερη ενάγουσα, δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/1981 συμβολαίου δωρεάς έκταση 126.286,51 τετραγωνικών μέτρων στη θέση “….” Πόρου, μέρος του οποίου υποστηρίζει ότι καταπάτησαν οι εναγόμενοι και νυν εκκαλούντες. Ότι ωστόσο η πρώτη ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της ότι οριοθέτησε με συρματόπλεγμα το δωρηθέν ακίνητο, οπότε δεν μπορεί να περιλαμβάνεται στο ακίνητο αυτής και το ακίνητο των εναγομένων που δεν το περιέφραξε με συρματόπλεγμα. Επίσης ότι η πρώτη ενάγουσα Ιερά Μητρόπολη δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της αγωγής, καθόσον το συμβόλαιό της περιγράφει δωρηθέν ακίνητο εκ πευκοδάσους και βράχων και όχι ελαιώνα, αμπελώνα και κτίσματα, που υπάρχουν στο επίδικο πατρογονικό ακίνητο των εναγόμενων. Ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη δεν δέχθηκε τους λόγους αυτούς για να απορρίψει την αγωγή της πρώτης ενάγουσας ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, ορθά οι πιο πάνω λόγοι κρίθηκε ότι δεν επηρεάζουν την ενεργητική νομιμοποίηση της πρώτης ενάγουσας, καθώς πλήττουν την ουσιαστική βασιμότητα του δικαιώματός της. Περαιτέρω, ο ίδιος πρώτος εναγόμενος είχε, αναφορικά με τη δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή, υποστηρίξει ότι έπρεπε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης κατ’ άρθρο 3 παρ.2 του ν. 1811/1988, καθώς η διοίκηση και η διαχείριση των Μονών που συμβλήθηκαν στη σύμβαση που εμπεριέχεται στον νόμο αυτό (μεταξύ των οποίων είναι με αύξοντα αριθμό ……… και η ενάγουσα Μονή στον σχετικό κατάλογο) περιέρχεται στην Εκκλησία της Ελλάδος και ότι η διάκριση σε εκποιητέα και διατηρητέα περιουσία των Μονών του άρθρου 8 του κωδ. ν. 4684/1930 καταργήθηκε με το άρθρο 12 του ν. 1700/1987, που είναι σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 1 του ίδιου νόμου. Ότι συνεπώς η Μονή στερείται της νομιμοποιήσεως να ενάγει και να ενάγεται για την περιουσία της, διότι έχει εκχωρήσει  αυτή τη δυνατότητα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Ότι περαιτέρω με το υπ’ αριθ. ………./1988 συμβόλαιο της συμβ/φου Πειραιώς ………, που κυρώθηκε με το ν. 1811/1988 (ΦΕΚ Α’ 231/88) και άρθρο 2 αυτού, η ενάγουσα Μονή παρεχώρησε συμβατικά ήτοι οικειοθελώς και εκουσίως την αγροτολιβαδική και δασική περιουσία της, όση κι αν είναι, πλην εκτάσεως σε ακτίνα 200 μέτρων από τη Μονή, όπως και 10% της αγροτολιβαδικής και δασικής έκτασης και μέχρι 200 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, επιπλέον παραιτήθηκε ανεπιφύλακτα από κάθε δικαίωμά της στις παραχωρούμενες εκτάσεις (άρθρο 5 παρ.1 εδ.3 του νόμου), πλην όμως αυτή δηλώνει με την αγωγή της ότι σύμφωνα με το υπ’ αριθ. ………./1958 έγγραφο του Υπουργού Γεωργίας ……… τυγχάνει νόμιμη κυρία μείζονος έκτασης 5.800 στρεμμάτων, εντός της οποίας υπάρχει, κατά την άποψή της και το διεκδικούμενο από τους εναγόμενους ακίνητο. Ότι ωστόσο είναι προφανές πως μετά την κύρωση με τον ν. 1811/88 του συμβολαίου της συμβ/φου Πειραιώς ……  , με το οποίο η Μονή παραχωρεί στο Δημόσιο την έκταση αυτή, έπαυσε να νομιμοποιείται για τούτη στην άσκηση αγωγών. Ότι συνεπώς η Μονή στερείται της νομιμοποιήσεως να ενάγει και να ενάγεται για την περιουσία της, διότι έχει εκχωρήσει εκ του νόμου (cession legis) αυτή τη δυνατότητα στο ν.π.δ.δ. Εκκλησίας της Ελλάδος. Ότι η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την παραπάνω ένσταση έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας Μονής, δεχόμενη μεταξύ άλλων ότι ιδίως ενόψει της παρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 5 παρ.1 του ν. 1811/1988, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου δεύτερου παρ.1 του ν. 1811/1988 προκύπτει ότι μέχρι τον (εκούσιο) διαχωρισμό των παραχωρούμενων ή των παρακρατούμενων από τις συμβληθείσες στην ανωτέρω σύμβαση Ιερές Μονές εκτάσεων, οι εν λόγω Ιερές Μονές νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά έναντι των τρίτων για την προστασία της ακίνητης περιουσίας τους, μη ισχύουσας έναντι αυτών (Ιερών Μονών που συμβάλλονται στην ως άνω σύμβαση) της διάταξης του άρθρου 1 παρ.2 και 3 του Ν. 1700/1987, όπου προβλέπεται εξάμηνη προθεσμία για τη μεταβίβαση στο Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας της περιουσίας τους, μετά την παρέλευση άπρακτης της οποίας αυτή (περιουσία) θεωρείται ότι ανήκει στο Δημόσιο, νομιμοποιούνται δε, ενεργητικά και παθητικά, αφενός οι Ιερές Μονές και για τη μετά το διαχωρισμό διατηρητέα αστική και απομένουσα σε αυτές διατηρητέα αγροτολιβαδική και δασική περιουσία, η δε Εκκλησία της Ελλάδος για τη μετά τον διαχωρισμό ρευστοποιητέα αστική και αγροτολιβαδική- δασική περιουσία απομένουσα στις Μονές, ειδικά και μόνο γι’ αυτή την περιουσία ορίσθηκε οιονεί καθολική διάδοχος του κατηργημένου Ο.Δ.Ε.Π. αφού θα υπεισερχόταν στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του η Εκκλησία της Ελλάδος. Οι εκκαλούντες-εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα η εκκαλούμενη διαπίστωσε και έλαβε υπόψη της γεγονότα που δεν είχαν επικαλεσθεί οι ενάγουσες και συγκεκριμένα ότι καίτοι η Ιερά Μονή είχε συμβληθεί (αριθμός …. της σύμβασης όπως ανέφεραν οι εναγόμενοι στην ένστασή τους) με το Ελληνικό Δημόσιο για τη μεταβίβαση της περιουσίας της σε αυτό, εντούτοις δεν είχε μέχρι την έγερση της αγωγής γίνει εκούσιος διαχωρισμός της παραδοτέας περιουσίας και της παρακρατούμενης. Ότι η διατύπωση του ν. 1700/1987 δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας αφού αυτοδικαίως από τη δημοσίευση του νόμου αυτού η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών περιέρχεται στον Οργανισμό Διοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), ως προς την οποία νομιμοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς, είτε αυτή ανήκει στη διατηρητέα ή εκποιητέα ή ρευστοποιητέα περιουσία των Μονών. Ότι η επιτροπή διαχωρισμού του άρθρου 2 της εν λόγω σύμβασης που κυρώθηκε με το ν. 1811/1988, δεν θα καταργούσε έμμεσα ή άμεσα το ν. 1700/1987, αλλά θα προσδιόριζε με ακρίβεια και πληρότητα, σύμφωνα με τη σύμβαση, ποια μέρη της μοναστηριακής περιουσίας θα παραμείνουν στην ιδιοκτησία της Μονής, για τα οποία θα μπορεί να νομιμοποιείται ενεργητικά ή παθητικά, αλλά όχι για ολόκληρη την περιουσία που έτσι κι αλλιώς, έχει περιέλθει με τον νόμο στον ΟΔΕΠ.

Επί των παραπάνω ισχυρισμών περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εναγόμενης Ιεράς Μονής που απορρίφθηκαν με την εκκαλούμενη και επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο έφεσης των εκκαλούντων-εναγόμενων, λεκτέα τα εξής: Για τη νομιμοποίηση προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της ένδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης, ότι δηλαδή ο ίδιος είναι φορέας του ασκούμενου επιδίκου δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης. Ποια πρόσωπα είναι φορείς συγκεκριμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ορίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο που επιτρέπει την άσκηση της αγωγής. Παρέπεται ότι η εσφαλμένη κρίση του επιλαμβανόμενου αγωγής δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη νομιμοποίηση ή μη του ενάγοντος ή του εναγομένου προϋποθέτει την από το ίδιο δικαστήριο παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ. ΑΠ 18/2005 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, με βασιλικά διατάγματα των ετών 1833, 1834 διατάχθηκε η διάλυση σχεδόν τετρακοσίων ανδρικών μονών και η περιουσία τους δημεύθηκε για τις ανάγκες του Εκκλησιαστικού Ταμείου, το οποίο συνεστήθη με το β.δ. της 1/13.12.1834 (Φ.Ε.Κ. Α’ 41/21.12.1834) έχοντας ως σκοπό την προαγωγή των θεμάτων της Εκκλησίας και της εκπαίδευσης. Εν συνεχεία, σημαντικό σταθμό για τη μοναστηριακή περιουσία αποτέλεσε η ψήφιση του ν. 4684/1930, που διέκρινε τη μοναστηριακή περιουσία σε διατηρητέα και εκποιητέα, με την μεν πρώτη να παραμένει στη διοίκηση και διαχείριση των μονών, τη δε δεύτερη να περνά ως προς τη διαχείρισή της στο νεοσυσταθέντα Ο.Δ.Ε.Π. (Οργανισμό Διοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας). Διατηρητέα ήταν η περιουσία η αναγκαία για τη συντήρηση της Ιεράς Μονής, καθώς και όποια περιουσία η Ιερά Μονή θα αποκτούσε μετά το νόμο αυτό, ενώ εκποιητέα όλη η υπόλοιπη. Η διάκριση έγινε με διατάγματα χωριστά για κάθε Ιερά Μονή που εκδόθηκαν εφάπαξ. Κρίσιμες, ωστόσο, αλλαγές επήλθαν με την ψήφιση του ν. 1700/1987, που εν πολλοίς διαμόρφωσε σταδιακά και το ισχύον καθεστώς της διαχείρισης της μοναστηριακής περιουσίας. Με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 1700/1987 “Ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας” ορίσθηκε ότι από την έναρξη της ισχύος αυτού (6.5.1987) περιέρχεται αυτοδικαίως στον Οργανισμό Διοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.), η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών, ως προς την οποία νομιμοποιείται πλέον ενεργητικώς και παθητικώς, είτε αυτή ανήκει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, στη “διατηρητέα” ή “διατηρούμενη” είτε στην “εκποιητέα” ή “ρευστοποιητέα” περιουσία, στο δε άρθρο 2 παρ.2 εδ.α’ του ίδιου νόμου προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι “μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, ο Ο.Δ.Ε.Π. και ο Ο.Δ.Μ.Π. μπορούν να μεταβιβάσουν προς το Ελληνικό Δημόσιο με σύμβαση…την κυριότητα της κατά την ανωτέρω έννοια ακίνητης μοναστηριακής περιουσίας, καθώς και όσων ακινήτων των ιερών μονών έχουν ενταχθεί σε σχέδια πόλης, εφόσον η ένταξη αυτή πραγματοποιήθηκε μετά το έτος 1952”. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του ίδιου νόμου “Μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας της παρ. 2 του άρθρου 2 τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της μοναστηριακής περιουσίας ρυθμίζονται σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις: Α) Θεωρούνται ότι ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο τα ακίνητα που βρίσκονται κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού στη νομή ή στην κατοχή των ιερών μονών, ανεξάρτητα από τη
διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευσή τους, εκτός αν το δικαίωμα κυριότητας της μονής: α)προκύπτει από νόμιμο τίτλο κυριότητας προγενέστερο της ημέρας κατάθεσης του σχεδίου νόμου, που έχει ήδη μεταγραφεί ή θα μεταγραφεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, β) έχει αναγνωρισθεί με διάταξη νόμου ή με αμετάκλητη δικαστική απόφαση έναντι του Δημοσίου. Το ίδιο ισχύει και για ακίνητα που ήταν στη νομή ή κατοχή μονής και έχουν καταληφθεί από τρίτους.”  Επακολούθησε ο ν. 1811/1988 με τον οποίο κυρώθηκε η σύμβαση “παραχώρησης στο Δημόσιο της Δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συμβάλλονται στη σύμβαση αυτή”, η οποία καταρτίσθηκε στην Αθήνα στις 11.5.1988 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος με το υπ’ αριθ. ……/1988 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς . ….., σε εκτέλεση του υπ’ αριθ. ……/1988 συμβολαιογραφικού προσυμφώνου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιώς. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 του παραπάνω κυρωτικού νόμου ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι αναφερόμενες στον προσαρτημένο, κατά το άρθρο 1, πίνακα Ιερές Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η δεύτερη ενάγουσα- ήδη δεύτερη εκκαλούσα, “…παραχωρούν συμβατικά στο Δημόσιο την αγροτολιβαδική και δασική περιουσία τους, όση είναι…”, με τους αναφερόμενους σε αυτήν όρους και συμφωνίες και δη “α) Γύρω από κάθε Μονή θα παρακρατηθεί από την παραχωρούμενη περιουσία της, για την περιβαλλοντική προστασία έκταση σε ακτίνα (200) διακοσίων μέτρων από κάθε πλευρά του κτιριακού συγκροτήματος της Μονής…και η οποία θα είναι αναπαλλοτρίωτη…β) Κάθε Ιερά Μονή έχει δικαίωμα να παρακρατήσει για αυτοκαλλιέργεια ποσοστό (10%) δέκα στα εκατό των παραχωρουμένων εκτάσεών της, το οποίο (10%) δέκα στα εκατό, δε θα υπερβαίνει σε καλλιεργήσιμες γαίες τα (200) διακόσια στρέμματα…Επίσης, κάθε Μονή έχει δικαίωμα να παρακρατήσει ποσοστό (10%) δέκα στα εκατό των παραχωρουμένων δασολιβαδικών εκτάσεών της, το οποίο (10%) δέκα στα εκατό δεν θα υπερβαίνει μεικτώς τα (500) πεντακόσια στρέμματα…γ) Τα Μετόχια Ιερών Μονών και οι Μοναστηριακοί Ναοί διατηρούν γύρω τους έκταση μέχρι (4) τέσσερα στρέμματα…δ) Για τις τουριστικά αξιοποιήσιμες παραχωρούμενες εκτάσεις, παραμένει ξεχωριστά στην ιδιοκτησία κάθε Μονής ποσοστό (20%) είκοσι στα εκατό κάθε αξιοποιήσιμης έκτασης…ε) Από τα μοναστηριακά ακίνητα, τα οποία έχουν ενταχθεί στο σχέδιο Πόλεως μετά το 1952, η Εκκλησία θα παρακρατήσει χωριστά το (40%) σαράντα στα εκατό…, στ) Παραμένουν στην ιδιοκτησία των Ιερών Μονών, πέραν από τις οριζόμενες στο άρθρο  2β αγροτολιβαδικές και δασικές εκτάσεις και όσες κατέχουν και νέμονται με νόμιμους τίτλους…ζ) Πηγές από τις οποίες υδρεύονται οι Μονές…”. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 του ν. 1811/1988, ο διαχωρισμός των τμημάτων της αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας των Μονών και του Ο.Δ.Ε.Π., ενεργείται κατά περίπτωση επί τόπου από επιτροπή που συγκροτείται, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο αυτό και σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο ίδιο άρθρο διαδικασία, κατά νομούς με απόφαση του Νομάρχη, ενώ στο άρθρο 3 παρ.1 και 2 εδ.β’ του ν. 1811/1988 προβλέπεται η κατάργηση του Ο.Δ.Ε.Π. μετά την (κατά τους όρους και συμφωνίες της οικείας σύμβασης) παραχώρηση στο Δημόσιο της αγροτολιβαδικής και δασικής μοναστηριακής περιουσίας των Μονών, που συμβάλλονται στη σύμβαση αυτή, τη δε “ρευστοποιητέα” αστική και απομένουσα στις Μονές, που συμβάλλονται στη σύμβαση αυτή, αγροτολιβαδική και δασική περιουσία, θα διοικεί και θα διαχειρίζεται η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία και νομιμοποιείται ενεργητικά και παθητικά ως προς την περιουσία αυτή, υπεισερχόμενη στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του καταργούμενου Ο.Δ.Ε.Π. Περαιτέρω, στο άρθρο 5 παρ.1 του ν. 1811/1988 ορίζεται ότι από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του κυρωτικού της οριστικής σύμβασης νόμου οι Ιερές Μονές και ο Ο.Δ.Ε.Π. αποξενούνται οριστικώς από κάθε δικαίωμά τους πάνω στην υπό τους οικείους όρους της εν λόγω σύμβασης παραχωρούμενη στο Δημόσιο αγροτολιβαδική και δασική περιουσία τους, ενώ από την ίδια ημερομηνία οι Ιερές Μονές καθίστανται απόλυτοι και αδιαφιλονίκητοι κύριοι, νομείς και κάτοχοι των εκτάσεων που παρακρατούνται με τη σύμβαση, καθώς και εκείνων που θα παραχωρηθούν σε εκτέλεση της σύμβασης, για τις οποίες νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά έναντι οποιουδήποτε τρίτου, καθώς και του Ελληνικού Δημοσίου. Ενόψει των ανωτέρω και ιδίως ενόψει της ως άνω προπαρατιθέμενης διάταξης του άρθρου 5 παρ.1 του ν. 1811/1988, όπου ορίζεται ότι “1. Οι διατάξεις του Ν. 1700/1987, κατά το μέρος που αφορούν αντικείμενα ρυθμιζόμενα με τη Σύμβαση του άρθρου 1 του παρόντος, δεν ισχύουν για τις Ιερές Μονές, οι οποίες αναφέρονται στον προσαρτημένο στο συμβολαιογραφικό έγγραφο της Σύμβασης πίνακα. Παύουν να ισχύουν, επίσης, και για τις Ιερές Μονές που θα προσχωρήσουν στη Σύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 11 αυτής, από το χρόνο της προσχώρησης. Κατά τα λοιπά η ισχύς του Ν. 1700/1987 δε θίγεται”, προκύπτει ότι μέχρι τον (εκούσιο) διαχωρισμό των παραχωρούμενων ή των παρακρατούμενων από τις συμβληθείσες στην ανωτέρω σύμβαση Ιερές Μονές εκτάσεων, οι εν λόγω Ιερές Μονές νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά έναντι των τρίτων για την προστασία της ακίνητης περιουσίας τους, μη ισχύουσας έναντι αυτών (Ιερών Μονών που συμβάλλονται στην ως άνω σύμβαση) της διάταξης του άρθρου 1 παρ.2 και 3 του ν. 1700/1987, όπου προβλέπεται εξάμηνη προθεσμία για τη μεταβίβαση στο Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας της περιουσίας τους, μετά την παρέλευση άπρακτης της οποίας αυτή (περιουσία) θεωρείται ότι ανήκει στο Δημόσιο, νομιμοποιούνται δε, ενεργητικά και παθητικά, αφενός οι Ιερές Μονές και για τη μετά τον διαχωρισμό διατηρητέα αστική και απομένουσα σε αυτές διατηρητέα αγροτολιβαδική και δασική περιουσία, η δε Εκκλησία της Ελλάδος για τη μετά τον διαχωρισμό ρευστοποιητέα αστική και αγροτολιβαδική- δασική περιουσία απομένουσα στις Μονές, καθώς ειδικά και μόνο γι’ αυτή την περιουσία ορίσθηκε οιονεί καθολική διάδοχος του καταργημένου Ο.Δ.Ε.Π. αφού θα υπεισερχόταν στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του η Εκκλησία της Ελλάδος (βλ. ΑΠ 1205/2014 στην areiospagos.gr, ΑΠ 1733/2010 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 124/2005, ΕλλΔνη 2005, σελ. 932, Γεώργιο Αποστολάκη, Ζητήματα Εμπράγματου Εκκλησιαστικού Δικαίου, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα, Αθήνα 2002, σελ. 25, 26 και 85, 86). Σε περίπτωση που συμβεβλημένη για τη μεταβίβαση της περιουσίας της στο Ελληνικό Δημόσιο Ιερά Μονή ασκήσει αγωγή, υποστηρίζοντας ότι οι εναγόμενοι έχουν καταπατήσει τμήμα της διατηρητέας περιουσίας της και ζητεί να αναγνωρισθεί κυρία του αμφισβητούμενου ως προς την κυριότητα ακινήτου της και να της αποδοθεί, νομιμοποιείται ενεργητικά προς άσκηση της αγωγής, χωρίς να υποχρεούται αυτή να επικαλεσθεί ότι δεν έχει συσταθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο με ευθύνη του Νομάρχη επιτροπή για τον διαχωρισμό της περιουσίας της, καθώς ο ισχυρισμός ότι έχει γίνει ο διαχωρισμός της περιουσίας της Ιεράς Μονής κατόπιν σύστασης της αρμόδιας επιτροπής προβάλλεται κατ’ ένσταση από τους εναγόμενους ως καταλυτικός του δικαιώματος της Ιεράς Μονής να ασκήσει τη σχετική αγωγή (Η ΑΠ 1205/2014 απόφαση που επικαλούνται οι εκκαλούντες ότι αναίρεσε απόφαση του εφετείου που είχε κρίνει ορισμένη, παρόμοια με την ένδικη αγωγή, επειδή στο δικόγραφο αυτής δεν αναφερόταν αν είχε συνταχθεί πρακτικό της επιτροπής για τον διαχωρισμό της περιουσίας της Μονής επισημαίνεται ότι αφορούσε αγωγή της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία για να νομιμοποιηθεί στη θέση Ιεράς Μονής αναφορικά με ρευστοποιούμενη περιουσία της τελευταίας έναντι τρίτων όφειλε να υποστηρίξει ότι είχε συνταχθεί το σχετικό πρακτικό και δεν αφορούσε σε αγωγή Ιεράς Μονής σχετικά με δική της διατηρητέα περιουσία, οπότε δεν απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή η σύνταξη ή μη σχετικού πρακτικού της επιτροπής, καθώς χωρίς αυτό παραμένει η ενεργητική νομιμοποίηση της συμβληθείσας με το Δημόσιο Ιεράς Μονής και τότε οι εναγόμενοι οφείλουν να επικαλεσθούν τη σύγκληση της επιτροπής και της σύνταξης από αυτή σχετικού πρακτικού). Επίσης τα όσα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες-εναγόμενοι ότι η διατύπωση του ν. 1700/1987  δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας του, αφού αυτοδικαίως από τη δημοσίευση του νόμου αυτού η αποκλειστική διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών περιέρχεται στον Οργανισμό Διοίκησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), ως προς την οποία εκείνος νομιμοποιείται πλέον ενεργητικώς και παθητικώς, είτε αυτή ανήκει στη διατηρητέα ή εκποιητέα ή ρευστοποιητέα περιουσία των Μονών και ότι η πρόβλεψη της επιτροπής διαχωρισμού της περιουσίας του άρθρου 2 της εν λόγω σύμβασης που κυρώθηκε με τον ν. 1811/1988 δεν άλλαξε κάτι στην περιέλευση της περιουσίας των Ιερών Μονών στο Ο.Δ.Ε.Π. δεν ευσταθούν. Από τις προδιαληφθείσες ρυθμίσεις της προαναφερόμενης Σύμβασης των Ιερών Μονών με το Ελληνικό Δημόσιο, που κυρώθηκε με τον ανωτέρω ν.1811/1988, προκύπτει, ότι η περιέλευση στο Δημόσιο της αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας των Ιερών Μονών που συμβλήθηκαν στη Σύμβαση συντελείται με το διαχωρισμό και την οριοθέτηση από την προβλεπόμενη σ’ αυτήν αρμόδια κατά Nομό Επιτροπή των κτημάτων που παραχωρούνται στο Δημόσιο ή εκείνων που παρακρατούνται από τις Μονές και ότι έναντι των Μονών τούτων, (που συμβλήθηκαν στη Σύμβαση), δεν ισχύουν οι ρυθμίσεις των διατάξεων των άρθρων 2 παρ.2 και 3 παρ.1 του ν. 1700/1987, οι οποίες προβλέπουν εξάμηνη προθεσμία από την έναρξη της ισχύος του για τη μεταβίβαση στο Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας της ακίνητης περιουσίας των Ιερών Μονών, καθώς και ότι μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας αυτής η περιουσία αυτή θεωρείται ότι ανήκει κατά κυριότητα στο Δημόσιο. (έτσι η ΑΠ 1733/2010, στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Εξάλλου, σχετικά με την ιδιότητα της δεύτερης ενάγουσας ως μίας από τις συμβληθείσες Ιερές Μονές στην από 11.5.1988 σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το στοιχείο αυτό λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο καθώς αποτελεί περιεχόμενο του υπ’ αριθ. 1811/1988 νόμου “ Κύρωση της Σύμβασης παραχώρησης στο Δημόσιο της Δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συμβάλλονται στη σύμβαση αυτή” όπου αναφέρονται ονομαστικά οι συμβληθείσες Μονές, μεταξύ των οποίων και η δεύτερη ενάγουσα στον αριθμό ….. στον προσαρτημένο στη σύμβαση πίνακα, όπως τούτος αποτελεί μέρος του ως άνω νόμου και έχει δημοσιευθεί στο (Φ.Ε.Κ. τεύχος πρώτο, 231/13.10.1988) και ως νόμος του Κράτους λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο κατά την αρχή jura novit curia. Ενόψει των ανωτέρω, ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι στο αγωγικό δικόγραφο περιέχονται όλα τα στοιχεία ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγουσών για να στραφούν κατά των εναγόμενων, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζουν οι τελευταίοι ως εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους κρίνονται απορριπτέα ως μη νόμιμα.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται στη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί διεκδικητικής αγωγής κυριότητας ακινήτου απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 1094 ΑΚ, 70, 118 και 216 ΚΠολΔ στοιχεία και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα (ΑΠ 109/2021, ΑΠ 301/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, του οποίου έχει γίνει ακριβής περιγραφή, και τα όριά του, ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο μεν να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δικαστήριο δε να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης (ΑΠ 1597/2018). Η ανωτέρω αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα, εάν δεν προσαρτώνται στην αγωγή. Η περιγραφή όμως του ακινήτου μπορεί να γίνει και με την αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα (ΑΠ 382/2021,  ΑΠ 119/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 1045, 1094 AK και εκείνων των νόμων 8 παρ.1 Κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ. (50.14 ), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ.( 23.3) του προϊσχύσαντος Βρ. Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ έχουν εφαρμογή για την απόκτηση της κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, καθώς και εκείνων των άρθρων 64 και 65 ΕισΝΑΚ και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτουν τα εξής: Ο κύριος ακινήτου δικαιούται με διεκδικητική αγωγή στρεφομένη κατά του νομέα ή του κατόχου του ακινήτου κατά την άσκησή της, να ζητήσει να αναγνωρισθεί η κυριότητά του στο ακίνητο και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του το αποδώσει. Για το ορισμένο της αγωγής πρέπει να αναφέρεται, εκτός των άλλων, κάποιος προβλεπόμενος από το νόμο τρόπος, με τον οποίο απέκτησε ο ενάγων την κυριότητα του ακινήτου. Τέτοιος τρόπος κτήσης κυριότητας μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο ενάγων έχει στη νομή του, δηλαδή στη φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μία συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ στις 23-2-1946, ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μία συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει ο ενάγων στο ως άνω δικόγραφό του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του στο ακίνητο, όπως τέτοιες είναι η εκμίσθωση, η οριοθέτηση, η επίβλεψη, η κάρπωση, η καταμέτρηση τούτου και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο χρησικτησίας, καθώς και η αναφορά του προσώπου έναντι του οποίου ασκείται η φυσική εξουσίαση του ακινήτου προς απόκτηση της κυριότητας με χρησικτησία (ΑΠ 1145/2011 και ΑΠ 968/2007, ΕφΑθ 81/2010, ΕφΑιγ 2/2020 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ).

Με το περιεχόμενο και αίτημα, όπως εκτίθενται αναλυτικά πιο πάνω, η ένδικη αγωγή περιείχε όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα στοιχεία για την νομική θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση, καθόσον καθορίζεται σ` αυτήν με σαφή έκθεση των γεγονότων, ο τρόπος κτήσης της κυριότητας στα επίδικα ακίνητα εκ μέρους της μεν πρώτης ενάγουσας Ι. Μητρόπολης (πρώτης εφεσίβλητης) με παράγωγο τρόπο και δη με δωρεά παρά κυρίου και μεταγραφή του σχετικού συμβολαίου στα οικεία βιβλία μεταγραφών, της δε δεύτερης ενάγουσας Ι. Μονής (δεύτερης εφεσίβλητης) με έκτακτη χρησικτησία, και ειδικότερα αναφέρεται η διενέργεια, με καλή πίστη, συγκεκριμένων πράξεων νομής επί του επίδικου ακινήτου κατά τον απαιτούμενο, τόσο κατά το Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο όσο και κατά τον ΑΚ χρόνο, (χωρίς, όπως προαναφέρθηκε, να είναι απαραίτητος ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο χρησικτησίας και η αναφορά του προσώπου έναντι του οποίου ασκείται η φυσική εξουσίαση του ακινήτου). Σε ό,τι δε αφορά τις φερόμενες ως καταπατηθείσες εκτάσεις που διεκδικούν οι ενάγουσες με την ένδικη αγωγή τους και οι οποίες αποτελούν τμήμα μεγαλύτερων ακινήτων προσδιορίζονται επακριβώς κατά θέση, έκταση και όρια και μάλιστα με ενσωμάτωση στην αγωγή των προαναφερόμενων αποσπασμάτων τοπογραφικών διαγραμμάτων, στα οποία φαίνεται και το ακριβές σχήμα των επίδικων ακινήτων και η θέση τους στα μεγαλύτερα ακίνητα, ιδίως δε αναφορικά με τα δύο ακίνητα που διεκδικούν οι ενάγουσες στη θέση “.-……………” ή “…”, σημείο αναφοράς σε σχέση με τα εν λόγω ακίνητα αποτελούν και οι κτιριακές εγκαταστάσεις της κατασκήνωσης της Ι. Μητροπόλεως, όπως εμφαίνονται στα σχετικά σχεδιαγράμματα. Αλλά και η διεκδικούμενη από την Ι. Μονή ιδιωτική δασική έκταση επιφάνειας 109,5 στρεμμάτων στη θέση “……….” της νήσου Πόρου φαίνεται καθαρά ως τμήμα 11 υπό διαγράμμιση στο ενσωματωμενο στην αγωγή απόσπασμα του από Μαϊου 2010 τοπογραφικού διαγράμματος του αγρονόμου τοπογράφου ………., όπου αναγράφονται και οι γειτνιάζουσες τοποθεσίες . …….. και πιο πέρα ………, ενώ η εν λόγω έκταση συνορεύει με δρόμο και πέραν αυτής με έτερο υπό διαγράμμιση τμήμα του ακινήτου, αλλά μη νυν διεκδικούμενο που φέρει τον αριθμό 9. Επομένως στην αγωγή περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία στοιχεία, που απαιτούνται για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία και αυτή είναι ορισμένη. Όμοια λοιπόν αφού έκρινε και η εκκαλουμένη δεν έσφαλε περί την εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής και περί την ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων. Τα όσα υποστηρίζουν με τον δεύτερο λόγο της από 8.7.2020 έφεσής τους οι εκκαλούντες ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί λόγω αοριστίας ως απαράδεκτη γιατί η πρώτη ενάγουσα Ι. Μητρόπολη ενώ αναφέρει ότι απέκτησε από τη δεύτερη ενάγουσα δια δωρεάς έκταση συνολικής επιφάνειας 130,25 στρεμμάτων στη θέση “……….”, που αποτελεί δήθεν τμήμα μεγαλύτερης έκτασης 6.000 περίπου στρεμμάτων που ανήκει στη δεύτερη ενάγουσα, στον χάρτη που επισυνάπτει στην αγωγή μεταξύ των σελίδων 3 και 4 δεν εμφανίζει όλη την έκταση των 6.000 στρεμμάτων και μέσα σε αυτή να περιγράψει και την επίδικη, ώστε να μπορέσουν οι εκκαλούντες ως εναγόμενοι να αμυνθούν, κρίνονται αλυσιτελώς προβαλλόμενα κι ως τέτοια απαράδεκτα, καθώς η ενάγουσα Ι. Μητρόπολη υποστηρίζει ότι από ακίνητο που της ανήκει εκτάσεως 130,25 στρεμμάτων, το οποίο και απεικονίζεται σε σχεδιάγραμμα μεταξύ των σελίδων 3 και 4 της αγωγής, οι εναγόμενοι κατέλαβαν έκταση 21,08 στρεμμάτων, όπως τούτο απεικονίζεται σε έτερο σχεδιάγραμμα μεταξύ των σελίδων 7 και 8 της αγωγής και δεν υποστηρίζει ότι από ευρύτερη έκταση 6.000 στρεμμάτων, της κατέλαβαν τμήμα 21,08 στρεμμάτων. Επίσης, είναι σαφές στο αγωγικό δικόγραφο ότι η ενάγουσα Ι. Μονή στηρίζει την αγωγή της στη βάση της έκτακτης χρησικτησίας τόσο κατά το Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, όσο και κατά το δίκαιο του Α.Κ., χωρίς να δημιουργείται κάποια αμφιβολία από την αναφορά της στο σιγίλιο του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’ του έτους 1797 ή στην 36593/327/8-4-58 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας με την οποία αναγνωρίστηκε στην Ι. Μονή δικαίωμα κυριότητας σε ιδιωτική δασική έκταση. Ούτε κατά τα προαναφερθέντα όφειλε η ενάγουσα Ι. Μονή να επικαλεσθεί για το ορισμένο της αγωγής της ότι δεν έχει εκδοθεί απόφαση-πρακτικό της συγκροτούμενης από το Νομάρχη αρμόδιας επιτροπής περί του διαχωρισμού της αγροτολιβαδικής και δασικής περιουσίας της, αλλά κατά τα ανωτέρω την έκδοση σχετικού πρακτικού μπορούσαν να προβάλουν κατ’ ένσταση οι εναγόμενοι- ήδη εκκαλούντες. Κατά τα λοιπά, υπό τον τίτλο του ίδιου λόγου έφεσης οι εκκαλούντες αμφισβητούν την επί της ουσίας κρίση της εκκαλούμενης απόφασης. Ο αντίστοιχος πρώτος λόγος της συνεκδικαζόμενης από 30.6.2020 έφεσης του Ταμείου Εθνικού Στόλου, με τον οποίο αυτό ισχυρίζεται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας γιατί αν και οι ενάγουσες συνομολογούν ότι το όλο ακίνητο υπερβαίνει τα 6.000 στρέμματα, συνορεύει νοτίως εν μέρει με κατασκηνώσεις ιδιοκτησίας Πολεμικού Ναυτικού, δηλαδή πιο συγκεκριμένα του Ταμείου Εθνικού Στόλου, δεν προσδιόρισαν στην αγωγή τους το σχήμα και τα μήκη των πλευρών του κοινού αυτού ορίου, ώστε να προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του επίδικου ακινήτου, δεδομένου ότι δεν έχει ενσωματωθεί κανένα τοπογραφικό διάγραμμα εκ των μνημονευόμενων στους τίτλους κτήσεως, όπως αυτό που αναφέρεται στην υπ’ αριθ. …………/2007 πράξη κατάθεσης σχεδιαγράμματος και αναγνώρισης ορίων της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……….. τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, ελλείψει έννομου συμφέροντος, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση δεν περιέχει διάταξη αναγνώρισης κυριότητας της δεύτερης ενάγουσας Ι. Μονής και απόδοσης σε αυτή της ευρύτερης έκτασης της υπερβαίνουσας τα 6.000 στρέμματα. Επίσης απορριπτέος ως μη νόμιμος είναι ο περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμός κατά τον ίδιο λόγο έφεσης ότι στην αγωγή θα έπρεπε να ενσωματώνεται απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του αρμόδιου κτηματολογικού γραφείου, ώστε να αποτελέσει περιεχόμενο αυτής και να μη γεννάται καμιά αμφιβολία για την ταυτότητα του όλου ακινήτου και των επιμέρους τμημάτων αυτού, καθώς δεν απαιτείται για το ορισμένο της διεκδικητικής ή της αναγνωριστικής αγωγής ακινήτου ή τμήματος αυτού, να ενσωματώνεται στο αγωγικό δικόγραφο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του αρμόδιου κτηματολογικού γραφείου. Τέλος, ουσία αβάσιμα τυγχάνουν τα προβαλλόμενα από το ίδιο εκκαλούν (αρχικώς κυρίως παρεμβαίνον) ότι ως προς τον τρόπο κτήσης κυριότητας της ενάγουσας Ι. Μονής (δεύτερης εφεσίβλητης) αναφέρεται στην αγωγή μόνο ότι η επίδικη έκταση περιήλθε σε εκείνη προ αμνημονεύτων χρόνων, ήδη με το από 1797 σιγίλιο του αειμνήστου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε’ χωρίς να αναφέρονται συγκεκριμένες, εμφανείς και υλικές πράξεις νομής σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και με το πέρασμα του χρόνου εντοπιζόμενες ειδικά στην όλη έκταση των 6.000 στρεμμάτων και στις επιμέρους ένδικες εκτάσεις καθώς και τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η καλή πίστη των εφεσίβλητων. Απεναντίας στην αγωγή πέραν του ότι αναφέρεται το πώς περιήλθε η ευρύτερη έκταση των 6.000 στρεμμάτων στη δεύτερη ενάγουσα το έτος 1797 με το σιγίλιο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τίτλος που στηρίζει την καλή πίστη της Ι. Μονής, εκτίθενται συγκεκριμένες πράξεις νομής καθώς διαλαμβάνεται ότι “Επί εκατονταετίες ειδικώτερα η δεύτερη από μας καλλιεργούσα την αγροτική έκταση (ελαιώνες, άμπελοι κλπ), προέβαινε σε ξύλευση και ρητινοσυλλογή στο δασικό τμήμα, εκμίσθωνα τους βοσκοτόπους, και εν γένει προέβαινε σε όλες τις πράξεις διαχειρίσεως και καρπώσεως του όλου ακινήτου κατά τον προορισμό αυτού με διάνοια κυρίου” (3η παράγραφος, σελίδα 5 της αγωγής). Δεδομένου, λοιπόν, ότι η ένδικη αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία του το αίτημα των εκκαλούντων-εφεσίβλητων ………, …………. και ……… να εκδοθεί παρεμπίπτουσα απόφαση από το παρόν Δικαστήριο για τον διορισμό πραγματογνώμονα που θα αποφανθεί τόσο για την ακριβή περιγραφή της φερόμενης ιδιοκτησίας της Ι. Μονής, όσο και του Τ.Ε.Σ., όσο και των φερόμενων ως δικών τους ιδιοκτησίων.

Περαιτέρω, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν πρωτοδίκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια των εναγόμενων οι δύο πρώτοι και του κυρίως παρεμβαίνοντος Τ.Ε.Σ. ο τρίτος, ήτοι από τις καταθέσεις του ………, της …………….. και του ………., οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παραπάνω Δικαστηρίου, από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες-ήδη εφεσίβλητες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καλαυρίας υπ’ αριθ. …./13.6.2018 ένορκη βεβαίωση του ………, που λήφθηκε μετά από νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση των λοιπών διαδίκων (σύμφωνα με τις υπ’ αριθ. …/2018, …./2018 και …/2018 καθώς και τις υπ’ αριθ. …/2018 και …./2018 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………. αντίστοιχα στους εναγόμενους και στους κυρίως παρεμβαίνοντες), από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους εναγόμενους-ήδη εκκαλούντες ένορκες βεβαιώσεις και δη την ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά υπ’ αριθ. …./1.4.2015 ένορκη βεβαίωση του ……… και τις ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……… υπ’ αριθ. ……/1.4.2015 και ……./1.4.2015 ένορκες βεβαιώσεις των ……….. που ελήφθησαν μετά από νομότυπη κι εμπρόθεσμη κλήτευση των λοιπών διαδίκων, πλην του κυρίως παρεμβαίνοντος Ταμείου Εθνικού Στόλου ως προς το οποίο δεν προκύπτει επίδοση, οπότε ως προς την αντιδικία με το Τ.Ε.Σ. οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη (βλ. τις υπ’ αριθ. …………/27.3.2015 και ………../27.3.2015 εκθέσεις επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας, ………. προς τις ενάγουσες Ι. Μητρόπολη και Ι. Μονή αντίστοιχα και την υπ’ αριθ. …../27.3.2015 έκθεση επίδοσης της δικ. επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ………… προς το κυρίως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο), απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι- ακόμη και όσα προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ αφού δεν προκύπτει ότι δεν είχαν προσκομισθεί νωρίτερα από στρεψοδικία ή από βαριά αμέλεια- και τα οποία λαμβάνονται υπόψιν είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (κατ’ άρθρο 336 παρ.3 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατ’ άρθρο 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να παραλειφθεί οποιοδήποτε από αυτά (έγγραφα) για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των παρόντων διαδίκων, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 276/2021 στην ΤΝΠ Νόμος), αλλά και οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους ποινικές και πολιτικές αποφάσεις, που επίσης λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από το σύνολο των προσκομιζόμενων φωτογραφιών, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε και τα τοπογραφικά διαγράμματα, από την από Φεβρουαρίου 2014 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του αγρονόμου- τοπογράφου μηχανικού ………….. και από την από 6.2.2014 “έκθεση πραγματογνωμοσύνης” της γεωπόνου ……….. που αποτελούν έγγραφα που λαμβάνονται υπόψη ως ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ κι εκτιμώνται ελεύθερα, τις οποίες προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι εναγόμενοι, από την ομολογία των εκκαλούντων-εναγόμενων ότι δεν έχουν αξιώσεις στο εκ των επιδίκων στη θέση “……………” ακίνητο εκτάσεως 109,5 στρεμμάτων, καθώς και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η δεύτερη ενάγουσα  Ιερά Μονή ………….. Καλαυρίας (Πόρου) λειτουργεί ως Σταυροπηγιακή Μονή από τον 18ο αιώνα και είναι κοινοβιακή αποτελούσα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ειδική μνεία σχετικά με την καθιέρωση της εν λόγω Μονής ως σταυροπηγιακής γίνεται στο προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως σε αντίγραφο από 1797 σιγίλλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών Ιάκωβος ανήγειρε το εν λόγω μοναστήρι, εκεί όπου βρίσκεται πηγή αναβλύζουσα και αναδίδουσα αγίασμα ιαματικό, από το οποίο ήπιε και θεραπεύτηκε από τη λιθίαση από την οποία επί πολλούς χρόνους έπασχε. Από τότε ονόμασε την πηγή εκείνη “αθάνατο νερό” και ίδρυσε εξ ιδίων αλλά και με ελεημοσύνες των χριστιανών το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής. Ότι ακολούθως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παϊσιος Β’ εξέδωσε σιγγίλιο με το οποίο η Μονή χαρακτηρίζεται ως Σταυροπηγιακή, ενώ το προαναφερόμενο από 1797 σιγίλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, ως αναφέρεται, εκδόθηκε σε “ανακαίνιση”-επικύρωση εκείνου του Παϊσίου. Επίσης από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι δια προεδρικού διατάγματος δημοσιευθέντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αριθμός Φύλλου 119/τεύχος πρώτο/28.3.1934) μείζονα έκταση εκ στρεμμάτων 15.000, κείμενη πέριξ της Μονής υπό την ειδικότερη ονομασία “…………” έχει υπαχθεί στη διατηρητέα περιουσία της Ιεράς Μονής, έκταση η οποία παρέμεινε στη διαχείριση αυτής. Σημειώνεται ότι το ως άνω προεδρικό διάταγμα, το οποίο έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 8 του ν. 4684/1930, όπως τροποποιήθηκε με τους ν. 5141/1931, 5256/1931 και κωδικοποιήθηκε με το π.δ. της 14/22.4.1931 συνιστά τίτλο κυριότητας εκ του νόμου υπέρ των μονής για τα μνημονευόμενα σε αυτό ακίνητα (βλ. ΕφΠειρ 124/2005 στην ΤΝΠ Νόμος, επίσης βλ. Γεωργίου Αποστολάκη Ευρετήρια Νομολογίας & Βιβλιογραφίας Εκκλησιαστικού Δικαίου 1890-2003, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα-Αθήνα, 2005, σελ. 590, αριθμός 89). Ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται κι επί της ουσίας η ενεργητική νομιμοποίηση στο πρόσωπο της δεύτερης ενάγουσας Ιεράς Μονής, καθόσον, όπως ήδη εκτέθηκε και στην οικεία μείζονα σκέψη, η διαχείριση της διατηρητέας περιουσίας αφέθηκε στις Ιερές Μονές και ασκείται σύμφωνα με το β.δ. 28.7/15.9.1858, τους νεότερους ειδικούς νόμους, ιδίως το π.δ. της 1/5.3.1932 και το β.δ. της 12-23.2.1948, τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου (κυρίως τον Κανονισμό 39/1972) και τον εσωτερικό κανονισμό κάθε Ιεράς Μονής (βλ. σχετικά και Γεωργίου Αποστολάκη Ζητήματα Εμπραγμάτου Εκκλησιαστικού Δικαίου, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, Τρίκαλα Αθήνα 2002, σελ. 86) ενόψει του ότι ήδη με βάση τα επικαλούμενα στην αγωγή οι επίδικες εδαφικές εκτάσεις συμπεριλαμβάνονται στη διατηρητέα περιουσία της εκκλησίας. Εξάλλου, όπως ήδη επισημάνθηκε παραπάνω δεν προέκυψε ότι έχει προχωρήσει σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 επ. του ν. 1811/1988 (περί κύρωσης της από 11.5.1988 σύμβασης για την “παραχώρηση στο Δημόσιο της δασικής και αγροτολιβαδικής περιουσίας των Ιερών Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος που συμβάλλονται στη σύμβαση αυτή”, όπου έχει συμβληθεί και η οικεία Ιερά Μονή) η διαδικασία διαχωρισμού και οριοθετήσεων  των επίδικων εδαφικών εκτάσεων από την αρμόδια προς τούτο Επιτροπή, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει περιέλθει μέρος αυτών στο Ελληνικό Δημόσιο. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι κατά τη θέση σε ισχύ του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου εντός της ελληνικής επικράτειας (23.2.1835) η δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή είχε στην κατοχή της και την κάτωθι επιμέρους αναφερόμενη και περιγραφόμενη έκταση στη νήσο Πόρο γύρωθεν και πλησίον αυτής, ενώ δεν έπαυσε από την 30.11.1837 (ημερομηνία τεκμηρίου υπέρ του Δημοσίου) να κατέχει και να νέμεται την έκταση αυτή με την ειλικρινή πεποίθηση των οργάνων της βάσει του πατριαρχικού σιγιλίου του έτους 1797 ότι είναι κυρία και ότι δεν παραβιάζει δικαιώματα άλλων. Συγκεκριμένα με τα αρμόδια όργανά της επέβλεπε και προστάτευε την εν λόγω έκταση από επεμβάσεις τρίτων, εκμεταλλευόταν τις βοσκήσιμες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις, εκμισθώνοντας αυτή σε βοσκούς και καλλιεργητές. Στην προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκου Καλαυρίας της 13-1-1838 καταχωρηθείσα στο Υποθηκοφυλακείο Καλαυρίας με αριθμό … ευρετηρίου και αριθμό …….. φακέλου προσδιορίσθηκαν τα όρια της ιδιοκτησίας της εναγόμενης Ιεράς Μονής στο νησί του Πόρου, κατόπιν αιτήσεως του Ηγούμενου της Μονής, με βάση μαρτυρίες τότε κατοίκων της περιοχής, μεταξύ δε των περιοχών που ορίζονται είναι και η θέση “……” (βλ. δεύτερη σελίδα, 3η σειρά “έως εις του …………”). Πλέον δε συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι εντός της ως άνω αναφερόμενης και ευρύτερης εδαφικής έκτασης στον Πόρο υπήρχε, πέραν των καλλιεργήσιμων και βοσκήσιμων εκτάσεων και δάσος και ότι στη δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή αναγνωρίσθηκε δικαίωμα κυριότητας ως ιδιωτικής δασικής έκτασης δυνάμει του με αριθμό πρωτοκόλλου …………/8.4.1958 εγγράφου του Υπουργείου Γεωργίας, Γενικής Διεύθυνσης Δασών προς το Δασονομείο Τροιζήνας του τότε Υπουργού ………. επί της κάτωθι περιγραφόμενης έκτασης κείμενης 1) επί των θέσεων: ……………., συγκείμενων εκ στρεμμάτων περίπου πέντε χιλιάδων οκτακοσίων (5.800), οριοθετούμενων σύμφωνα με την υπ’ αριθ. ………../15.11.1957 αναφορά του Επιθεωρητή Δασών …………. ως εξής: ανατολικά με θάλασσα, δυτικά με ράχη (οριακή αντιπυρική ζώνη) από …… μέχρι ….., πέραν της οποίας εκτείνονται τα πευκοδάση ……………., βόρεια με ράχη (οριακή αντιπυρική ζώνη) από …. δια θέσεων ….. και ….. στη θέση …. και εκείθεν με ρεύμα Τσούτσουρα μέχρι τη θάλασσα, πέραν των οποίων εκτείνονται τα πευκοδάση ……………, νότια με θάλασσα και εμφαινόμενη στο από 4.11.1957 πρόχειρο διάγραμμα του ως άνω επιθεωρητή Δασών, καθώς και 2) στην ειδικότερη θέση …… συγκείμενη εκ στρεμμάτων 300 οριοθετούμενη ανατολικά με θάλασσα, δυτικά με ράχη ….., βόρεια με πευκοδάση ……….. και νότια με πευκοδάση κληρονόμων ………. Η παραπάνω απόφαση του τότε Υπουργού Γεωργίας δεν έχει ακυρωθεί, ούτε ανακληθεί και παρά τα όσα υποστηρίζουν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, διατηρεί την ισχύ της, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του τρίτου λόγου της από 8.7.2020 έφεσης των εκκαλούντων-εναγόμενου.. Σε συνέχεια δε της ως άνω Διαταγής του Υπουργείου  Γεωργίας, με το από 26.4.1958 Πρωτόκολλο ο Δασονόμος Τροιζηνίας …….. παρέδωσε τις ως άνω δασικές εκτάσεις ως ιδιωτικές στην Ιερά Μονή, εκπροσωπούμενη από τον τότε Ηγούμενο αυτής, Αρχιμανδρίτη …………… Εξάλλου, το ότι υπήρχε στην παραπάνω περιοχή, ιδιωτική δασική έκταση ανήκουσα στην δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή αναγνώριζε το Δασαρχείο Τροιζηνίας πολύ πριν την έκδοση της ως άνω απόφασης-διαταγής του Υπουργού Γεωργίας το έτος 1958, όπως προκύπτει και από τη θεωρηθείσα στις 4.1.1918 διαταγή της 10.11.1917 του Δασαρχείου Τροιζηνίας που απαγορεύει τη βοσκή και την καλλιέργεια σε καμμένη δασική έκταση 100 στρεμμάτων, με αποτεφρωμένα από την πυρκαγιά 2.000 πεύκα στη δασική θέση ….. της ……… και στο οποίο (έγγραφο) το Δασαρχείο δέχεται ότι γύρω από την καμμένη δασική έκταση, οι συνορεύουσες εκτάσεις είναι ιδιοκτησίες της Ι. Μονής. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή κατά την μακραίωνη πορεία της ασκούσε συνεχώς και αδιαταράκτως επί της ως άνω περιγραφόμενης έκτασης (υπό τον αριθμό 1) όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και στον προορισμό της διακατοχικές πράξεις τουλάχιστον ήδη από το έτος 1837 στηρίζοντας την πεποίθησή της ότι δεν παραβιάζει δικαιώματα τρίτων δια των πράξεων νομής που ασκεί αυτή (και σε βάρος του Δημοσίου) στο ως άνω Πατριαρχικό σιγίλιο του έτους 1797. Μάλιστα καταγράφεται η ως άνω έκταση με  σχετικές επιμέρους ονομασίες (θέσεις) στο Βιβλίο, το οποίο χρησίμευσε ως Μέγας Κώδικας της εν Καλαυρία Ιεράς Μονής της …………. το έτος 1838 (βλ. σχετικά το προσκομισθέν αντίγραφο της Ιεράς Μονής με ημεροχρονολογία 4 Φεβρουαρίου 1838, όπου μάλιστα αναφέρεται ότι πέριξ της Μονής υπάρχουν και αγροί και έξωθεν αυτής περιβόλι με 100 λεμονόδενδρα). Πλέον δε συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι η δεύτερη ενάγουσα εκμίσθωνε καλλιεργούμενα τμήματα αυτής για χορτονομή αλλά και για βόσκηση ζώων, επέβλεπε και επιτηρούσε την ως άνω έκταση, αποτρέποντας επεμβάσεις τρίτων επ’ αυτής, προέβαινε σε καταμέτρηση και σύνταξη σχεδίων αλλά και κατέγραφε την περιουσία της κατά τα ανωτέρω στο ως άνω βιβλίο (Μέγα Κώδικα).  Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η δεύτερη ενάγουσα είχε εκμισθώσει αγρούς για χορτονομή κείμενους στις θέσεις ………., πέριξ της Μονής …. και της νησίδος ….. στον ………. επί πενταετία, ο οποίος δυνάμει των με αριθμούς ………./1919 και ………./1920 συμβολαίων μίσθωσης- υπεκμίσθωσης προέβη σε υπομίσθωση αυτών στον …………. Ο εν λόγω υπομισθωτής ………..ήταν προπάππος των εκκαλούντων-εναγομένων, όπως είχε καταθέσει ως μάρτυρας ο εκ των νυν εκκαλούντων ……… σε μισθωτική δίκη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας με διαδίκους την Ιερά Μονή και τον αδελφό του Ιωάννη (βλ. τα υπ’ αριθ. …../16.6.2006 πρακτικά συνεδριάσεως του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας). Επιπλέον αποδείχθηκε ότι περί το έτος 1917 κοινοποιήθηκε με επιμέλεια της δεύτερης ενάγουσας σε ενοικιαστή των κείμενων εκτάσεων- αγρών στις ……………, απόφαση-διαταγή περί απαγόρευσης της βοσκής των εν λόγω αγρών (βλ. σχετικό αντίγραφο της από 4 Ιουλίου απόδειξης παραλαβής της ως άνω διαταγής). Ειδικά η αναφορά σε όλα τα παραπάνω έγγραφα της θέσης …………… …………. κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς τα δύο εκ των τριών επίδικων ακινήτων βρίσκονται στη θέση αυτή, οι δε εναγόμενοι- ήδη εκκαλούντες, ενώ δεν προβάλλουν δικαιώματα με τις προτάσεις και την έφεσή τους επί του τρίτου επίδικου ακινήτου στη θέση ……………, αναφορικά με το διεκδικούμενο από την πρώτη ενάγουσα Ι. Μητρόπολη ακίνητο στη θέση -…………… επιφάνειας 21,08 στρεμμάτων και το όμορο, νοτίως αυτού διεκδικούμενο από τη δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή ακίνητο στην ίδια θέση, επιφάνειας 23,99 στρέμματα, όπως εμφαίνονται στο από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου …………., υποστηρίζουν ότι οι εκτάσεις αυτές αποτελούν μέρος μεγαλύτερης έκτασης 69,564 στρεμμάτων που ανήκαν κατά κυριότητα στον πατέρα τους, ……….., ο οποίος απεβίωσε στις 13.11.2003 και τις άφησε στους κληρονόμους του με τη δημοσιευθείσα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά στις 9.6.2006 με αριθμό ………… ιδιόγραφη διαθήκη του και ότι την εν λόγω έκταση κατείχε από τον δικό του πατέρα, ………., του οποίου ομοίως ο πατέρας ………… ήταν ιδιοκτήτης, κάτοχος και νομέας των εκτάσεων που όλοι τους, διανοία κυρίου και καλή πίστη κατείχαν, νέμονταν και καλλιεργούσαν τουλάχιστον από του έτους 1840, ενώ έβοσκαν τα κοπάδια τους τόσο στην ….., όσο και ανατολικά αυτής. Ότι τις εν λόγω επίδικες εκτάσεις είχε αγοράσει “δια λόγου” ο ………. (παππούς του πατέρα των εναγόμενων) στα τέλη της δεκαετίας του 1870, επειδή εκεί υπήρχε η πηγή που θα χρησίμευε ως ποτισιώνας των κοπαδιών του και δυτικά αυτής, από τους τότε κυρίους των εκτάσεων, που ήταν η οικογένεια των …. και ότι μόνο τους γύρω βοσκότοπους μίσθωναν ο πατέρας και οι παππούδες τους από την Ι. Μονή, γιατί δεν έφθανε η έκταση των 69,564 στρεμμάτων για τις ανάγκες των κοπαδιών τους, το δε τμήμα νοτιοδυτικά της περίφραξης των κατασκηνώσεων της Ι. Μητρόπολης στη θέση “….” ανήκει σε αυτούς, δεδομένου ότι η θέση “….” είναι μεγάλη και περιλαμβάνει πολλά στρέμματα και ότι η αναφορά σε έγγραφα που προσκομίζουν οι ενάγουσες για ιδιοκτησία τους στη θέση “………….” δεν περιλαμβάνει το δικό τους ακίνητο. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι το έτος 1971 εκδόθηκε η 54/1971 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αιγίνης (για την εκτέλεση της οποίας μάλιστα εκδόθηκε το με αριθμό …../1971 πρώτο απόγραφο εκτελεστό) επί μισθωτικής διαφοράς μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας Ιεράς Μονής και των ………. και ………. (θείου και πατέρα των εναγόμενων αντίστοιχα), η οποία αφορούσε την απόδοση στην Ι. Μονή της χρήσης του αναφερόμενου στην απόφαση εκείνη μισθίου ακινήτου λειβαδίου ή βοσκοτόπου μετά του εν αυτώ πευκοδάσους στη θέση “………” της νήσου Πόρου, συνολικού εμβαδού 10.000 περίπου στρεμμάτων “ή όσον εστί πλέον ή έλαττον”, το οποίο είχε προ δεκαπενταετίας εκμισθωθεί στους εναγόμενους για τη βόσκηση της σε αυτό χορτονομής από το ποίμνιό τους για ένα έτος, πλην όμως η μίσθωση συνεχίσθηκε και κατέστη αορίστου χρόνου, έως ότου καταγγέλθηκε αυτή από την ενάγουσα Μονή. Με την παραπάνω απόφαση υποχρεώθηκαν οι εκεί εναγόμενοι (…… και …………) να παραδώσουν στην Ιερά Μονή το παραπάνω ακίνητο στη θέση “………..”, το οποίο ορίστηκε κατά την περιγραφή του ως συνορευόμενο αρκτικώς, νοτίως και ανατολικώς με θάλασσα και δυτικώς με …….., με ελαιώνα της ενάγουσας και γαίες άλλων κατοίκων Πόρου, χωρίς να γίνεται κάποια διάκριση στην απόφαση ότι από την αποδιδόμενη στην Ι. Μονή έκταση εξαιρούνται κάποια στρέμματα ιδιοκτησίας των εναγομένων στην ίδια θέση “…………..”. Στη δίκη αυτή παρέστησαν ο μεν …….. μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ο δε ………. αυτοπροσώπως και συνομολόγησαν την κυριότητα της Μονής στον επίδικο βοσκότοπο. Μάλιστα ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ………… δήλωσε ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι ήταν μέσα στον βοσκότοπο ως μισθωτές από το 1902 μέχρι του 1923, ότι από το 1923 μέχρι το 1958 προστατεύθηκαν από το ενοικιοστάσιο και ότι μετά το 1958 ανανεούτο συνεχώς η σύμβασή τους κατ’ έτος και ότι τον Σεπτέμβριο του 1970 έγινε η τελευταία ανανέωση (βλ. υπ’ αριθ. …. Πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης Ειρηνοδικείου Αιγίνης της 22.4.1971). Ακολούθως και σε συνέχεια της ως άνω απόφασης, στις 29.9.1971 υπογράφηκε μεταξύ της δεύτερης ενάγουσας Ιεράς Μονής και των ως άνω ποιμένων ……… και …….. το με την ίδια ημεροχρονολογία συμφωνητικό όπου μεταξύ των συμβαλλομένων προσώπων συμφωνήθηκε ότι παρά την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης του Ειρηνοδικείου Αιγίνης και τα όσα ορίζονται με εκείνη, η Ιερά Μονή λόγω της  αρξαμένης χειμερινής κτηνοτροφικής περιόδου και της δυσχέρειας εξευρέσεως άλλου λιβαδιού προς μεταφορά των αφιχθέντων ποιμνίων των στην απόφαση εκείνη εναγομένων, δέχθηκε όπως αναβάλλει την εκτέλεση της προαναφερόμενης απόφασης μέχρι και 30 Μαϊου 1972. Μάλιστα οι ……….. και ……… παρέμειναν κατά παράκλησή τους στην εν λόγω έκταση και αποδέχθηκαν όπως αποζημιώσουν τη Μονή Καλαυρίας καταβάλλοντας αποζημίωση χρήσης συνολικά 33.000 δραχμές καταβλητέα σε δύο δόσεις ενώ επίσης προβλέφθηκε στο ίδιο συμφωνητικό ότι οι αντισυμβαλλόμενοι ποιμένες με την αποχώρησή τους θα κλείσουν την πηγή ………. και ότι ακόμη υποχρεούνταν να κατεδαφίσουν μέχρι την 30 Μαϊου 1972 τα κατασκευάσματα αυτών, ήτοι μανδριά, υπόστεγα διαμονής ποιμένων και οποιοδήποτε άλλο (βλ. το προσκομιζόμενο φωτοτυπικό αντίγραφο του εν λόγω συμφωνητικού). Επισημαίνεται εδώ ότι εάν ίσχυε ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι στην ίδια θέση “……..” υπήρχε ιδιόκτητη έκταση του πατέρα τους άνω των 69 στρεμμάτων με δική του οικία, δεν υπήρχε λόγος να χτίσει αυτός σε έκταση της Ιεράς Μονής ομοίως στη θέση “………..” υπόστεγα διαμονής ποιμένων, αφού θα εξυπηρετείτο από το δικό του  σπίτι, επιπλέον δε επισημαίνεται ότι η πηγή …………. που κατά τους εναγόμενους ήταν κίνητρο για τους προγόνους τους να αγοράσουν την νυν επίδικη έκταση για να τη χρησιμοποιούν για τα ζώα τους, με βάση το ανωτέρω συμφωνητικό φέρεται να ανήκε στην δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή, αφού αυτή καθόριζε τη χρήση της. Περαιτέρω με το υπ’ αριθ. ……../28.3.1975 μισθωτήριο ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλαυρίας …….. η ως άνω Ιερά Μονή εκμίσθωσε κατόπιν φανεράς πλειοδοτικής δημοπρασίας το δικαίωμα χειμερινής χορτονομής του βοσκότοπου αυτής εκτάσεως 15.000 περίπου στρεμμάτων στον ανωτέρω ……….. για το διάστημα από 1.10.1975 έως 20.5.1978, αντί ετήσιου μισθώματος 96.000 δραχμών. Σημειώνεται ότι στο σχετικό μισθωτήριο ο ………… αναφέρεται ως “κάτοικος του Χωρίου Ψάρι Κορινθίας και προσωρινώς διαμένων ενταύθα”, στοιχείο που δεν συνηγορεί υπέρ του ότι ο πατέρας των εναγόμενων είχε δική του μόνιμη κατοικία στην “………….” Πόρου, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες-εναγόμενοι. Εξάλλου, το γεγονός ότι εκμισθώνεται μεγαλύτερη έκταση από την αναφερόμενη στην 54/1971 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αιγίνης των 10.000 στρεμμάτων και την αναφερόμενη στην ένδικη αγωγή, την υπερβαίνουσα των 6.000 στρεμμάτων δεν προκαλεί κάποια ασάφεια στο αγωγικό δικόγραφο, καθώς σε αυτό ορίζονται επακριβώς οι θέσεις που περιλαμβάνονται στα 6.000 στρέμματα, κάτι που δεν ισχύει με το μισθωτήριο, το οποίο δεν αναφέρει τοποθεσίες, οπότε μπορεί να περιλαμβάνει και πέραν των αναφερόμενων στην αγωγή, μισθωμένες εκτάσεις. Επισημαίνεται ότι στο άρθρο 14ον της αμέσως παραπάνω σχετικής σύμβασης ρητά προβλέπεται ότι “Ο μισθωτής δεν δύναται να χρησιμοποιήση δι’ άλλον σκοπόν τας ανωτέρω βοσκησίμους γαίας…”. Στη συνέχεια, περί το έτος 1978, με το υπ’ αριθ. ………./25.8.1978 μισθωτήριο ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλαυρίας ………, η Ι. Μονή εκμίσθωσε στον πρώτο εναγόμενο ………, υιό του προηγούμενου μισθωτή, κατόπιν φανερής πλειοδοτικής δημοπρασίας, το δικαίωμα χειμερινής χορτονομής του βοσκοτόπου της, έκτασης περίπου 15.000 στρεμμάτων επί τρία έτη (αρχής γενομένης από 1 Οκτωβρίου 1978 λήγουσας την 20 Μαϊου 1981) αντί του προσφερόμενου μισθώματος των 124.000 δραχμών ετησίως, με τους ειδικότερους όρους τους οποίους αποδέχθηκε ο πρώτος εναγόμενος.  Στο 13ο άρθρο του μισθωτηρίου προβλέπεται ότι “Ο μισθωτής υποχρεούται να κατασκευάση τα μανδριά ως και τον οικίσκον κατοικίας ανατολικά της πηγής και του γηπέδου και εις απόστασιν 500 περίπου μέτρων ανατολικά από το γήπεδον. Να αφήση ελεύθερον τον υπάρχοντα χώρον όπου παρέμενον τα αιγοπρόβατα (μανδριά) ως και τον οικίσκον”. Στο άρθρο 14 συμφωνείται ότι “Η Ιερά Μονή θα περιφράξη τον χώρον της Κατασκηνώσεως δια συρματοπλέγματος, θα συμπεριλάβη δε εις την περίφραξιν και τον χώρον των μανδριών. Επίσης θα περιφράξη και το γήπεδον μόνον, το οποίον ευρίσκεται ανατολικά της πηγής.” Τέλος, στο άρθρο 15ο προβλέπεται ότι “Ο μισθωτής δεν δύναται να χρησιμοποιήση δι’ άλλον σκοπόν τας ανωτέρω βοσκησίμους γαίας, ούτε έχει δικαίωμα να υπομισθώση ταύτας εις άλλους κτηνοτρόφους ή να συνεταιρισθή με άλλον κτηνοτρόφον άνευ αδείας του Ηγουμενοσυμβουλίου εγκρινομένης ταύτης υπό της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας-Σπετσών και Αιγίνης”. Από τους σχετικούς ως άνω όρους προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι αναφέρονται στην περιοχή όπου κατασκευάσθηκε στη συνέχεια η κατασκήνωση που λειτούργησε η πρώτη ενάγουσα Ι. Μητρόπολη και όπου βρίσκονται τα δύο επίδικα ακίνητα στη θέση “……………”. Από τους σχετικούς όρους προκύπτει ότι ο πρώτος εναγόμενος χρησιμοποιούσε οικίσκο και μαντριά για τις ανάγκες του, που όμως δεν βρίσκονταν σε ιδιόκτητο χώρο, αλλά σε χώρο ιδιοκτησίας της Ι. Μονής, η οποία και με το μισθωτήριο τον υποχρέωνε να αφήσει ελεύθερο τον χώρο που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε και να κατασκευάσει άλλον οικίσκο για τις ανάγκες του ανατολικά της πηγής και σε απόσταση 500 περίπου μέτρων ανατολικά από το γήπεδο. Η περιγραφή αυτή του χώρου όπου βρίσκονταν τα παλαιά μαντριά και ο παλαιός οικίσκος συμπίπτει με τον χώρο που διεκδικούν οι εναγόμενοι και φέρει κίτρινη διαγράμμιση στη φωτογραφία της Google earth (σχετικό 41 των εκκαλούντων), στα νοτιοδυτικά των εγκαταστάσεων της κατασκήνωσης που λειτουργούσε η πρώτη ενάγουσα Ι. Μητρόπολη. Εάν στο σημείο αυτό υπήρχε ιδιοκτησία του πατέρα του πρώτου εναγόμενου ασφαλώς και θα είχαν αναφερθεί σε αυτή τα συμβαλλόμενα μέρη και θα είχαν διακρίνει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του πατέρα των εναγόμενων στη συγκεκριμένη έκταση από την έκταση της κατασκήνωσης που θα λειτουργούσε στην ίδια περιοχή. Αντίθετα, αυτό που προκύπτει από τους παραπάνω όρους είναι η ύπαρξη δικαιώματος της δεύτερης ενάγουσας Ι. Μονής να ζητήσει από τον πρώτο εναγόμενο ποιμένα, να μετακινήσει τα μαντριά και τον οικίσκο που χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες του από ένα σημείο της εκμισθούμενης έκτασης σε άλλο, για τις ανάγκες λειτουργίας της κατασκήνωσης που η Ι. Μονή επιθυμούσε να κατασκευάσει. Επίσης, από το ίδιο μισθωτήριο προκύπτει ότι η περίφραξη των χώρων για τη λειτουργία της κατασκήνωσης δεν έγινε για να διαχωρίσει την τότε ιδιοκτησία της Ι. Μονής από τυχόν υποστηριζόμενη από τους εναγόμενους ιδιοκτησία του πατέρα τους, αλλά για να διαχωρίσει τον χώρο της κατασκήνωσης από τον χώρο που εκμισθώθηκε ως βοσκότοπος στον πρώτο εναγόμενο. Ακόμη αποδείχθηκε ότι υπό την ιδιότητα του μισθωτού της ως άνω έκτασης ο πρώτος εναγόμενος περί το έτος 1980 και δη στις 20 Σεπτεμβρίου 1980 υπέβαλε προς το Ηγουμενοσυμβούλιο της Ιεράς Μονής ………. αναφορά, στην οποία ο ίδιος εκθέτει ότι τόσο αυτός όσο και οι πρόγονοί του ήδη από το έτος 1912 τυγχάνουν κτηνοτρόφοι της Μονής. Ακολούθως παραθέτει τους προβληματισμούς του σχετικά με τον θεσμό της τριετούς δημοπρασίας και τη δέσμευσή του από τον εκάστοτε εγγυητή στη δημοπρασία, αλλά και προτάσεις του σχετικά με την καλύτερη ανάπτυξη της επιχείρησής του στους βοσκότοπους της μονής. Ιδίως αναφέρεται σε προχειρότητα των κατασκευών που δεν μπορούν να προστατεύσουν το ποίμνιο- κοπάδι από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες κλπ και τις συνακόλουθες συνέπειες αυτού, ήτοι μειωμένη παραγωγή αλλά και τι πρέπει να γίνει για την πιο προσοδοφόρα εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Ι. Μονής (βλ. σχετικά την από 20.9.1980 αναφορά σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. πρωτ. ……/25.9.1980 διαβιβαστικό έγγραφο του Αρχιμανδρίτη ……… προς τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης). Περαιτέρω, την 1.3.1981, ο πρώτος εναγόμενος λόγω οφειλόμενων μισθωμάτων στην Ιερά Μονή, συνυπέγραψε το από 1.3.1981 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο αποδέχθηκε την οφειλή του εκ μισθωμάτων στην Ι. Μονή λόγω της μεταξύ τους σύμβασης μίσθωσης και προέβη σε διακανονισμό της ως άνω οφειλής του, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι αυτός υποχρεούται να βελτιώσει τις εγκαταστάσεις της εκμισθώτριας Μονής και να τις συντηρεί, όπως επίσης και να παραδώσει αυτές σε καλή κατάσταση κατά το τέλος της ισχύος της παρούσας συμφωνίας, τυχόν δε κατασκευή λοιπών κτιριακών εγκαταστάσεων (μανδριά, αρμεκτήρια κ.λ.π.) θα γινόταν κατόπιν έγγραφης εγκρίσεως της Μονής και θα παρέμεναν επ’ ωφελεία αυτής μετά την παράδοση της χρήσης του μισθίου (βοσκότοπου), ενώ συμφωνήθηκε ότι ο μισθωτής εάν παραμένει τους καλοκαιρινούς μήνες στον βοσκότοπο για βοσκή του ποιμνίου, δικαιούται και υποχρεούται να κάνει χρήση της ευρισκόμενης σε αυτό πηγής μόνο για τις αναφερόμενες στο συμφωνητικό ώρες (βλ. σχετικό από 1.3.1981 ιδιωτικό συμφωνητικό). Τέλος, αποδείχθηκε ότι και κατά τα έτη 2000, 2001, 2002, 2003 και 2004 ο πρώτος εναγόμενος μίσθωνε από την Ιερά Μονή έκταση 5.000 στρεμμάτων (περίπου) ως βοσκότοπο (βλ. σχετικά τα από 23.5.2000, 6.5.2001, 31.5.2002, 21.6.2003 και 1.7.2004 μισθωτήρια). Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι η δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή ασκούσε τουλάχιστον από το έτος 1837 έως και το έτος 1915, ήτοι για χρονικό διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερο της τριαντακονταετίας (1837-1915), στα επίδικα ακίνητα, τις προαναφερόμενες πράξεις νομής με διάνοια κυρίας και με καλή πίστη ότι είναι ιδιοκτήτρια και ότι δεν θίγει δικαιώματα τρίτων, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Με βάση τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε οποιοδήποτε περιστατικό διακοπτικό της, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του προϊσχύσαντος (του Αστικού Κώδικα) βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προπεριγραφόμενης χρησιδεσποτείας της εν λόγω Ιεράς Μονής επί της ανωτέρω περιγραφόμενης εδαφικής έκτασης, από το χρόνο δε εγκατάστασης εκείνης στη νομή της εν λόγω έκτασης και μέχρι την 11.9.1915, ήτοι για χρονικό διάστημα πλέον των εβδομήντα ετών μέχρι τον κρίσιμο χρόνο που η έκταση αυτή δεν επιδέχεται έκτοτε χρησιδεσποτείας ως ανήκουσα σε Ι. Μονή, στις 12.9.1915, η Ιερά Μονή …….. Καλαυρίας είχε σε κάθε περίπτωση καταστεί πλήρης και αποκλειστική κυρία της εν λόγω εδαφικής έκτασης με τον οικείο πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) ενόψει και του ότι δεν μεσολάβησε ανατροπή της κυριότητάς της μέχρι την 11.9.1915 από τρίτα πρόσωπα (απώτατοι δικαιοπάροχοι εναγομένων). Και είναι αληθές ότι οι μάρτυρες των εναγόμενων- ήδη εκκαλούντων υποστηρίζουν ότι έχουν ακούσει ότι τις επίδικες στη θέση “……………” εκτάσεις, τις αγόρασε ο προπάππους των εναγόμενων από κάποιους ………., επικαλούνται δε προς τούτο οι εκκαλούντες κι απόσπασμα από ένα λαογραφικό βιβλίο του και ενόρκως γι’ αυτούς βεβαιώσαντος ……… με τίτλο “Η παλιά Καλαβρία ένα οδοιπορικό στα μονοπάτια της”, όπου ο τελευταίος αναφέρει ότι κατά το τέλος της δεκαετίας του 1870, ο …….. αγόρασε την έκταση δυτικά της πηγής που ανήκε στους ……….. Ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο έγγραφο και αποτελεί πληροφορία, που λόγω της χρονικής απόστασης από τη δεκαετία του 1870, μόνο η οικογένεια των εναγόμενων θα μπορούσε να τη μεταφέρει στους εν λόγω μάρτυρες. Ιδίως όμως σχετικά με το θέμα κυριότητας του πατέρα των εναγόμενων επί των επίδικων εκτάσεων στη θέση “……………” Πόρου σημαντική αποδεικτικά είναι η προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες υπ’ αριθ. πρωτ. …. με ημερομηνία 23.5.1969 αναφορά του Διευθυντή Γεωργίας στη Διεύθυνση Γεωργίας Ν. Πειραιά του Υπουργείου Γεωργίας ….. προς το Υπουργείο Γεωργίας- Διεύθυνση Εποικισμού- Τμήμα Αναδασμού σχετικά με την από 15-3-69 αίτηση των …. και …………, κτηνοτρόφων. Ανεξαρτήτως του εάν έχει γίνει κάποιο λάθος ή μη ως προς το πατρώνυμο των εκεί αιτούντων καθώς αυτοί αναφέρονται με το πατρώνυμο του ….. και όχι του ………., όπως ο πατέρας των εναγόμενων, πρόκειται ωστόσο για απογόνους του ίδιου πρωτοεγκατασταθέντος κατά το βιβλίο “Η παλιά Καλαυρία” ………, που κατά τους ισχυρισμούς των εναγόμενων αγόρασε δια λόγου άνω των 69 στρεμμάτων στη θέση “……………”. Εντούτοις στο παραπάνω έγγραφο του Διευθυντή Γεωργίας αναφέρεται  “η εν θέματι και τη αιτήσει των άνω κτηνοτρόφων έκτασις ανήκει κατά κυριότητα εις την Ιεράν Μονήν …… υπαγομένην εις την Ιερά Μητρόπολιν Ύδρας, αποτελεί δε αναπόσπαστον τμήμα εκτάσεως του ομωνύμου λειβαδίου επί της κυρίως νήσου Πόρου μη περιελθούσης εις το δημόσιον. Η έκτασις αύτη είναι κατά το πλείστον δασοσκεπής υπό πευκοδάσους, τμήμα δε αυτής, ως το εν τη αιτήσει των ενδιαφερομένων κτηνοτρόφων αναφερόμενον είναι ακάλυπτον, όπου και ευρίσκονται εγκατεστημένα τα ποιμνιοστάσια κοινού ποιμενικού τύπου ως και τινες οικίσκοι πέτρινοι προχείρου κατασκευής. Οι αιτούντες από μακρότατον χρόνον έκαμον χρήσιν του λειβαδίου δι’ ελευθέρας μισθώσεως πρώτον, είτα βάσει του ενοικιοστασίου βοσκών, μετά την κατάργησιν και τούτου, πάλιν δι’ ελευθέρας μισθώσεως μη τυχόντες του μέτρου, αναγκαστικής εισδοχής, καθ’ όσον ουδέποτε ητήσαντο τούτο μέχρι σήμερον. Οι αιτούντες κτηνοτρόφοι είναι δημοτολογημένοι εις την Κοινότητα Ψάρι- Κορινθίας, όπου και από του τέλους Μαϊου εκάστου έτους παραθερίζουν καθ’ α μας εγνώρισαν και κατά δήλωσίν των, τυγχάνουσι ακτήμονες μη αποκατασταθέντες γεωργικώς…Τέλος όσον αφορά το αίτημα των κτηνοτρόφων περί παραχωρήσεως εκτάσεως εις ένα έκαστον αυτών ανά δέκα (10) στρέμματα εκτάσεως εκφεύγει της αρμοδιότητος και σχετικής εισηγήσεως ή επιλήψεώς μας πλην της εκφράσεως ευχής αντιλήψεως το αιτήματος τούτων προς την Ηγουμένην Αρχήν της Ιεράς Μονής ……. νήσου Πόρου, εις ην ανήκει η κυριότης και η διαχείρισης του λειβαδίου”. Εάν ο απώτερος πρόγονος των ανωτέρω αιτούντων …………. είχε πράγματι καταστεί κύριος εκτάσεως άνω των 69 στρεμμάτων στην περιοχή με αγορά από την οικογένεια ….. από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, ασφαλώς οι απόγονοι αυτού δεν θα δήλωναν ακτήμονες  στη Διεύθυνση Γεωργίας, ζητώντας να τους παραχωρηθούν δέκα στρέμματα γης. Περαιτέρω, από την 12.9.1915, η ως άνω έκταση της δεύτερης ενάγουσας Ιεράς Μονής, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο οι επίδικες εκτάσεις τη θέση “….”, όσο και η επίδικη έκταση στη θέση “……” απολαμβάνει την ίδια προστασία με εκείνη του ν. 1539/1938 και επομένως θεωρείται ότι βρίσκεται συνεχώς στη νομή αυτής, ανεξάρτητα από τυχόν επέμβαση τρίτου. Οι τυχόν δε αξιώσεις της κυριότητας της ενάγουσας και της νομής της επ’ αυτής είναι απαράγραπτες, ενώ μετά την κατά τα ως άνω ημερομηνία δεν ήταν δυνατή η σε βάρος της Μονής συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας από άλλους, καθώς και από το Δημόσιο. Εξάλλου,  όπως ήδη εκτέθηκε, η δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή εξακολούθησε να ασκεί πράξεις νομής, υπό τους ως άνω περιγραφόμενους τρόπους και μετά την ως άνω ημεροχρονολογία (12.9.1915) και εντεύθεν, αλλά και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946) έως και τον χρόνο αποβολής της από τις επίδικες εκτάσεις από τους εναγόμενους το έτος 2006. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα λόγω δωρεάς στην πρώτη ενάγουσα Ιερά Μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών, Αιγίνης, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας, συνταχθέντος προς τούτο του νόμιμα μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας (τόμος …. με α.α. …..) υπ’ αριθ. …./1981 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Ύδρας …….., έκταση εν μέρει πευκόφυτο και εν μέρει βραχώδη εμβαδού 126.286,51 τ.μ., κείμενη στην ειδικότερη θέση Στάνες Πόρου σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. …./2007 πράξη κατάθεσης σχεδιαγράμματος και αναγνώρισης ορίων της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ………., νόμιμα μεταγεγραμμένη στα οικεία βιβλία μεταγραφών (τεύχος …., με α.α. …..), εμβαδού του ακινήτου κατά νεότερη καταμέτρηση 126.826 τ.μ. εμφαινόμενη στο από Σεπτεμβρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ……….., η οποία (έκταση) διακρίνεται περιμετρικά με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τ-Υ-Φ-Α και συνορεύει γύρωθεν ανατολικά με ιδιοκτησία Ιεράς Μονής …….., δυτικά ομοίως με ιδιοκτησία Ιεράς Μονής ………., βορειοανατολικά με ασφαλτοστρωμένη Δημοτική οδό Πόρου προς ……………, βορειοδυτικά με κύρια ασφαλτοστρωμένη οδό Πόρου προς …….., βόρεια με ιδιοκτησία Ιεράς Μονής ………. και με κύρια ασφαλτοστρωμένη Δημοτική οδό Πόρου προς ……., νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία Ιεράς Μονής ……. και νοτιοδυτικά ομοίως με ιδιοκτησία Ιεράς Μονής ……….. Στην ως άνω πράξη κατάθεσης σχεδιαγράμματος και αναγνώρισης ορίων διαλαμβάνεται ρητά ότι η εν λόγω πράξη αφορά το προγενέστερο συμβόλαιο δωρεάς και την αναφερόμενη σε αυτό έκταση. Κατά νεότερη δε καταμέτρηση το ως άνω ακίνητο της πρώτης ενάγουσας ανέρχεται σε 130,25 στρέμματα και εμφαίνεται υπό τα περιμετρικά στοιχεία 19, 20, 21, 1, 2, 3…17, 18, 19 στο από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου ……… Συνεπώς, η πρώτη ενάγουσα κατέστη κατά τον παραπάνω παράγωγο τρόπο, κυρία της περιγραφόμενης έκτασης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι στις αρχές του έτους 2006, από το ανωτέρω μείζον ακίνητο, το οποίο είχε περιέλθει κατά κυριότητα στην πρώτη ενάγουσα Ι. Μητρόπολη, κατέλαβαν αυθαίρετα και παράνομα έκταση επιφάνειας 21,08 στρεμμάτων, όπως τούτη εμφαίνεται ως τμήμα 1 και υπό τα στοιχεία 22, 23, 17, 16, 31, 32, 33…41, 22 στο από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……., συνορευόμενη βόρεια, δυτικά, ανατολικά με υπόλοιπη ιδιοκτησία της ίδιας της πρώτης ενάγουσας και νότια με ιδιοκτησία της δεύτερης ενάγουσας, στην ειδικότερη θέση ……….. Επίσης την ίδια χρονική περίοδο, ήτοι στις αρχές του έτους 2006, οι εναγόμενοι κατέλαβαν αυθαίρετα και παράνομα και τις κάτωθι περιγραφόμενες ανήκουσες στη δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή εκτάσεις, ήτοι α) έκταση επιφάνειας 23,99 στρεμμάτων, όπως αυτή εμφαίνεται ως τμήμα 2 υπό τα στοιχεία 23, 24, 25…31, 16, 17, 23 στο από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αμέσως παραπάνω αναφερόμενου τοπογράφου μηχανικού, συνορευόμενη δυτικά, νότια, ανατολικά με λοιπή ιδιοκτησία της ίδιας (δεύτερης ενάγουσας) και βόρεια με την παραπάνω ιδιοκτησία της πρώτης ενάγουσας στην ειδικότερη θέση “……..”, β) ιδιωτική δασική έκταση 109,50 στρεμμάτων, κείμενη στην ειδικότερη θέση “…….”, εμφαινόμενη ως τμήμα 11 υπό διαγράμμιση στο από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου ……, συνορευόμενη περιμετρικώς με λοιπή ιδιοκτησία της ίδιας της Ι. Μονής. Ενισχυτικά της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου αποτελούν και τα με αριθμούς πρωτοκόλλου …/2006 και ………../2006 έγγραφα του Δασαρχείου Πόρου απευθυνόμενα στον πρώτο εναγόμενο και κοινοποιούμενα στην δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή για την παροχή διευκρινίσεων σχετικά με επεμβάσεις του στις ειδικότερες θέσεις “….” και “……….”. Εξάλλου και ως προς τη δεύτερη εναγόμενη αποδείχθηκε ότι αυτή σε προγενέστερο χρόνο, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιούνιο του έτους 2005 έως και τις 15.12.2005 προέβη σε παράνομη εκχέρσωση ιδιωτικής δασικής έκτασης στην παραπάνω θέση “….” διενεργώντας επ’ αυτής πράξεις διακατοχής καταστρέφοντας την αποτελούμενη από σχίνα και πεύκα βλάστηση εμβαδού 1,5 στρεμμάτων επί ιδιοκτησίας της Μονής. Μάλιστα για τα ίδια αυτά πραγματικά περιστατικά η εν λόγω εναγόμενη έχει κριθεί και τελεσίδικα ένοχη για την πράξη της παράβασης του άρθρου 71 παρ.1,3 του ν. 998/1979 (βλ. σχετικά την με αριθμό 180/2009 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Μεταβατικής Έδρας Πόρου και κατ’ έφεση την με αριθμό ΑΤ 3224/2012 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς). Απορριπτέα στην ουσία της τυγχάνει η επαναφερόμενη με τον τέταρτο λόγο έφεσης ένσταση ιδίας κυριότητας των εκκαλούντων-εναγόμενων έναντι των εφεσίβλητων-εναγουσών σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα. Οι εναγόμενοι υποστηρίζουν αναφορικά με τις επίδικες εκτάσεις στη θέση “……….” Πόρου ότι τυγχάνουν εκ διαθήκης κληρονόμοι του πατέρα τους …….. που απεβίωσε στις 13.11.2003 και η ιδιόγραφη διαθήκη του οποίου δημοσιεύθηκε κατά τα ανωτέρω από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά στις 9.6.2006, με αριθμό ……. Ότι όπως προκύπτει από τη διαθήκη αυτή κληρονόμοι τυγχάνουν τυγχάνουν τα τέσσερα τέκνα του διαθέτη, δηλαδή πέραν των τριών εναγόμενων και η αδελφή τους …………., στην οποία ο πατέρας τους άφησε στη θέση “…………” έκταση τεσσάρων στρεμμάτων και κοινή χρήση του κήπου που βρίσκεται το καλύβι με το μερίδιο της δεύτερης εναγόμενης-εκκαλούσας ……… Ότι απεναντίας στον τρίτο εναγόμενο-πρώτο εκκαλούντα …………, ο πατέρας τους δεν άφησε κανένα περιουσιακό στοιχείο, αλλά άφησε στα ανήλικα τέκνα αυτού ….. και …….. Ότι την εν λόγω περιουσία που με την ιδιόγραφη διαθήκη του άφησε  ο ………. στους εναγόμενους, την κατείχε από τον πατέρα του, …………., ο οποίος είχε γεννηθεί το 1866 και απεβίωσε το 1967. Αλλά και ότι ο πατέρας του τελευταίου (προπάππος των εναγόμενων) ήταν ιδιοκτήτης, κάτοχος και νομέας όλων αυτών των εκτάσεων που όλοι τους, διανοία κυρίου και με καλή πίστη από του έτους 1840 τουλάχιστον κατείχαν, νέμονταν και καλλιεργούσαν όσες εκτάσεις ήταν καλλιεργήσιμες, ενώ έβοσκαν τα κοπάδια τους στις χορτολιβαδικές εκτάσεις τόσο στην …., όσο και ανατολικά αυτής (………..). Ότι μάλιστα περί τα τέλη της δεκαετίας του 1870, ο παραπάνω προπάππος τους αγόρασε την επίδικη έκταση δια λόγου από τους …… Ωστόσο, περάν του ότι όπως ήδη αναλυτικά εκτέθηκε, καμία αγορά των επίδικων εκτάσεων στην …. από τον προπάππο των εναγόμενων δεν αποδείχθηκε, οι πρόγονοι αυτών πάντα, από το έτος 1902 κατείχαν τις εκτάσεις αυτές ως μισθωτές της δεύτερης ενάγουσας Ι. Μονής, σχέση για την οποία καταρτίσθηκαν επανειλημμένως μισθωτήρια με την Ιερά Μονή και δεν ασκούσαν πράξεις νομής διανοία κυρίου. Τα όσα αναφέρονται στα λαογραφικά βιβλία του …….., εκδόσεως του 1999 “Αναδρομή στις ρίζες μας (….. κτηνοτρόφοι Βαλτετσιώτικης καταγωγής)” ότι “μόνο ο ……….. έμεινε στο πατρογονικό του σπίτι στην ……… μαζί με τους γέροντες γονείς του” και του …….. “Η παλιά Καλαβρία ένα οδοιπορικό στα μονοπάτια της” ότι “Λίγα χρόνια αργότερα, κατά το τέλος της δεκαετίας του 70, αφού το μέρος ήταν ιδανικό για τις στάνες, ήταν απάγκιο, προσήλιο και είχε την πηγή για ποτισιώνα των κοπαδιών, ο ………. αγόρασε και αυτός έκταση δυτικά της πηγής που ανήκε στους …………” αποτελούν πληροφορίες που κατά τα ανωτέρω μόνο από την οικογένεια των εναγόμενων, οι παραπάνω συγγραφείς θα μπορούσαν να τις συλλέξουν. Επίσης σημειώνεται ότι την κληρονομία που υποστηρίζουν οι εναγόμενοι ότι τους κατέλειπε με την από 5.6.2003 ιδιόγραφη διαθήκη του ο πατέρας τους στον Πόρο, δεν προκύπτει ότι αποδέχθηκαν συμβολαιογραφικά. Λόγω της επί σειρά δεκαετιών μίσθωση των γαιών γύρω από την Ιερά Μονή στον πρώτο εναγόμενο και στους παππούδες και προπαππούδες των εναγόμενων, αυτοί είχαν ανεγείρει από παλιά πετρόκτιστες καλύβες και μαντριά για τα ζωντανά τους στις επίδικες εκτάσεις στην ….., πλην όμως ήδη από παλιά στα μισθωτήρια που αναφέρονται πιο πάνω και άλλα συμφωνητικά με την Ι. Μονή αναγνώριζαν την υποχρέωσή τους να τα κατεδαφίσουν κατά την αποχώρησή τους από το μίσθιο ή δέχονταν ότι θα παραμείνουν επ’ ωφελεία της Μονής, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με την ανέγερσή τους αμφισβητούσαν την κυριότητα της μονής στους πιο πάνω βοσκότοπους και ότι ασκούσαν δικές τους πράξεις νομής με διάνοια κυρίου. Ομοίως η Ι. Μονή επέτρεπε γύρω από τους οικίσκους αυτούς την καλλιέργεια λαχανόκηπου και δέντρων και πάλι στα πλαίσια της μισθωτικής σχέσης με την οικογένεια των εναγόμενων. Χαρακτηριστικό για το ότι η δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή γνώριζε την ύπαρξη οικίσκου και λαχανόκηπου στη θέση “…….”, τα οποία υπήρχαν εκεί προς κάλυψη των αναγκών των ποιμένων μισθωτών, πλην όμως τα θεωρούσε δικά της, είναι ότι στις 11.4.1948 προέβη σε δημοπρασία για την εκμίσθωσή τους (βλ. προσκομιζόμενα από την δεύτερη ενάγουσα-δεύτερη εφεσίβλητη Πρακτικά Δημοπρασίας της 11-4-1948, όπου σε δημοπρατούμενη μίσθωση στη θέση …… η Ι. Μονή συμπεριλαμβάνει οικίσκο και λαχανόκηπο και πλειοδότης αναδεικνύεται κάποιος ………. με ετήσιο μίσθωμα 120.000 δρχ.). Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να συναγάγει το Δικαστήριο ούτε από τους μεμονωμένους λογαριασμούς Δ.Ε.Η. του 1982 και λογαριασμών Ο.Τ.Ε. των ετών 1996 και εντεύθεν, που απευθύνονταν στον πατέρα των εναγομένων, ο οποίος ήταν μισθωτής της Ιεράς Μονής, οι δε παραπάνω κοινωφελείς οργανισμοί δεν έλεγχαν την κυριότητα του αιτούντος στην οικία για την οποία ζητούσε ρεύμα και τηλέφωνο. Ούτε ακόμη τέτοια κρίση μπορεί να συναχθεί από τα διαλαμβανόμενα στην από 6.2.2014 έκθεση πραγματογνωμοσύνης (αποδεικτικά εκτιμώμενης ως ιδιωτικής γνωμοδότησης) της γεωπόνου ………., όπου αναφέρεται η ύπαρξη οικίσκων, ελαιοδένδρων, αμπέλων κλπ, καθόσον αυτά υπήρχαν εκεί στα πλαίσια της σύμβασης μίσθωσης με την δεύτερη ενάγουσα προς διευκόλυνση της διαβίωσης των ποιμένων που ζούσαν εκεί πάνω από εκατό χρόνια. Ούτε συνάγεται κάτι άλλο από την τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του τοπογράφου μηχανικού ………… στην οποία συμπερασματικά αναφέρεται ότι σύμφωνα με την φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960 και 1967 της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού διαπιστώνεται ότι, από τη μορφή, εικόνα και χρήση της ιδιοκτησίας των κληρονόμων του ………., συνολικού εμβαδού 69.564 τ.μ., η οποία βρίσκεται στην ειδική θέση “…………”, Ν. Πόρου, του Δήμου Πόρου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο από Σεπτεμβρίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Τ.Ε. …….., λάμβανε χώρα σε αυτή, εξ αμνημονεύτων ετών, ανθρώπινη δραστηριότητα και επέμβαση με τις απαραίτητες εργασίες κατασκευής εγκαταστάσεων (περιφράξεων, κτισμάτων, μαντριών κ.α.), καθαρισμού, επισκεύης, συντήρησης, καλλιέργειας και χρήσης αυτής κ.λ.π., ήτοι υλικών πράξεων νομής και κατοχής πάνω στο ακίνητο, από τους ιδίους και τους απώτερους δικαιοπαρόχους αυτών, όπως συγκεκριμένα: διαχρονική ανέγερση νέων κτισμάτων, κατασκευή νέων μαντριών, διαπλάτυνση της ημιονικής οδού, επέκταση, επισκευή και συντήρηση των υφιστάμενων κτισμάτων, ως διευθέτηση και διαμόρφωση   του περιβάλλοντος χώρου αυτών, πλήρης ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και τέλος καλλιέργεια εδαφικών εκτάσεων και δενδροκομίας πέριξ των παραπάνω κατασκευών για τη διαβίωση ανθρώπων και ζώων τουλάχιστον από το 1945 και εντεύθεν. Ο ανωτέρω αγρονόμος- τοπογράφος μηχανικός δέχεται εξαρχής ως δεδομένο το ζητούμενο, δηλαδή την ύπαρξη ιδιοκτησίας στις επίδικες εκτάσεις στη θέση “………” των εναγόμενων, χωρίς να έχει εφαρμόσει τίτλους κυριότητας επί του εδάφους, τους οποίους  άλλωστε (τίτλους) οι εναγόμενοι στερούνται. Επιπλέον ο εν λόγω τεχνικός σύμβουλος αναφέρεται (προκειμένου να θεμελιωθεί ανθρώπινη δραστηριότητα και κυριότητα στο πρόσωπο των εναγόμενων) στις ως άνω κατασκευές, την ύπαρξη (των περισσότερων από αυτές) άλλωστε δεν αρνούνται ούτε και αμφισβητούν οι ενάγουσες, πλην όμως οι κατασκευές αυτές επιτράπηκαν προς διευκόλυνση παραμονής στην περιοχή των ποιμένων μισθωτών όπως και η γύρωθεν περιορισμένης έκτασης καλλιέργεια και όχι προς αναγνώριση δικαιωμάτων κυριότητας. Τα συμπεράσματα του ως άνω τοπογράφου μηχανικού σχετικά με την άσκηση πράξεων νομής επί της αναφερόμενης στην άνω έκθεσή του έκτασης από τους ίδιους τους εναγόμενους και τους απώτερους δικαιοπαρόχους τους ουδόλως δύνανται να θεωρηθούν πειστικά αφενός μεν διότι η εν λόγω διαπίστωση δεν εμπίπτει στα καθήκοντα του ως άνω γνωμοδοτήσαντος σε σημείο μάλιστα που να διατυπώνεται με τέτοιο κατηγορηματικό τρόπο, αφετέρου δε διότι αντικειμενικά ο ίδιος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει σε βάθος ετών εάν όντως οι δικαιοπάροχοι των εναγομένων-ήδη εκκαλούντων ασκούσαν πράξεις νομής, τι είδους αλλά και με ποια ενδιάθετη βούληση. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο της από 8.7.2020 έφεσης των εκκαλούντων-εναγόμενων, αυτοί επαναφέρουν το πρωτοδίκως προβληθέν αίτημά τους να απορριφθεί η αγωγή λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των εναγουσών που ζητούν να τους παραδώσουν  οι εναγόμενοι 45 περίπου στρέμματα με σπίτια, αποθήκες, ελιές, αμπέλια, οπωροφόρα, σταροχώραφα και όλα τους τα υπάρχοντα που κατείχαν και νέμονταν με πεποίθηση δικαίου ότι τους ανήκουν όλοι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι, πατέρας, παππούς, προπάπποι κι ενώ είχε δημιουργηθεί σε αυτούς εδραία η πεποίθηση ότι οι ενάγουσες δεν θα θελήσουν να εκδιώξουν από τις πατρογονικές τους εστίες τα τρισέγγονα των πρώτων βοσκών που έφτασαν από την ορεινή Κορινθία στην αρχαία Καλαυρία, κάτι που θα προκαλέσει σε αυτούς ολοκληρωτική καταστροφή. Ότι την ένσταση αυτή εσφαλμένως απέρριψε η εκκαλούμενη απόφαση, δεχόμενη ότι αυτό που προβάλλουν οι εναγόμενοι είναι ότι κατά τη διάρκεια των ετών ουδέποτε η Ιερά Μητρόπολη αλλά και η Ιερά Μονή διαμαρτυρήθηκαν για την παρουσία των δικαιοπαρόχων και των ίδιων των εναγόμενων στην περιοχή, οι οποίοι υπό τα όμματα του εκάστοτε Ηγούμενου της Μονής απασχολούνταν και διέμεναν στην περιοχή ούτε και ποτέ πρόβαλλαν αντίρρηση για τις τυχόν καλλιέργειες και αυτούς στην περιοχή. Ότι ακολούθως απέρριψε την εν λόγω ένσταση διότι οι ενάγουσες ουδέποτε αδράνησαν κατά τη διάρκεια των ετών σε σχέση με την προστασία της περιουσίας τους ούτε και δημιούργησαν στους εναγόμενους την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν τις απορρέουσες από την κυριότητα αξιώσεις τους, όπως άσκηση αγωγής για την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων, ενώ σε κάθε περίπτωση στα εκάστοτε μισθωτήρια συμβόλαια γινόταν μνεία για τις όποιες τυχόν κατασκευές και τη χρήση αυτών. Υποστηρίζουν, λοιπόν, οι εκκαλούντες ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου θεώρησε την ένσταση αυτή, μάλλον, ως ένσταση αποδυνάμωσης δικαιώματος και όχι καταχρηστικής άσκησης, ιδίως όσον αφορά την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Ότι δεν ασχολήθηκε καν η εκκαλούμενη, ενώ όφειλε να ασχοληθεί και να αιτιολογήσει με σαφήνεια και πληρότητα αν η απαίτηση των εναγουσών-εφεσίβλητων που ισχυρίζονται ότι έχουν στην κυριότητά τους με σιγίλια ή υπουργικές αποφάσεις εκτάσεις 10.000 ή 15.000 στρεμμάτων, να ξεριζωθούν μετά από 180 χρόνια συνεχούς παρουσίας και νομής οι πτωχοί βοσκοί του Πόρου αντίκειται στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη. Ο παραπάνω λόγος έφεσης απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του, καθώς βάσει των όσων αποδείχθηκαν ανωτέρω, οι σχέσεις του πρώτου εναγόμενου και των προγόνων των εναγόμενων με την δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή ήταν πάντα, σαφώς καθορισμένες, στηρίζονταν στις μεταξύ τους μισθωτικές συμβάσεις, οι οποίες διαρκώς ανανεώνονταν και μάλιστα υπήρχε πρόβλεψη σε πολλά από τα μισθωτήρια σχετικά με τις κτιριακές εγκαταστάσεις που είχαν ανεγερθεί στον μίσθιο βοσκότοπο με πρωτοβουλία των μισθωτών ποιμένων. Έτσι, στο από 29.9.1971 συμφωνητικό μεταξύ της Ι. Μονής και των ………. (πατέρα και θείου των εναγόμενων) συνομολογήθηκε στο άρθρο 7 ότι “Άπαντα τα κατασκευάσματα αυτών οι ποιμένες …………, ήτοι μανδριά, υπόστεγα διαμονής ποιμένων και οιονδήποτε έτερον, υποχρεούται όπως κατεδαφίσωσι μέχρι της 30 Μαϊου 1972 άλλως δικαιούται η Μονή να πράξη τούτο υπό ιδίαν ευθύνη και υποχρέωσιν αυτών δια τας γενησομένας δαπάνας”, στο από υπ’ αριθ. ……../25.8.1978 μισθωτήριο συμβόλαιο μεταξύ της Ι. Μονής και του πρώτου εναγόμενου στο άρθρο 13 σαφώς ορίσθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων ότι “Ο μισθωτής υποχρεούται να κατασκευάση τα μανδριά ως και τον οικίσκον κατοικίας ανατολικά της πηγής και του γηπέδου και εις απόστασιν 500 περίπου μέτρων ανατολικά από το γήπεδον. Ν’ αφήση ελεύθερον τον υπάρχοντα χώρον όπου παρέμενον τα αιγοπρόβατα (μανδριά) ως και τον οικίσκον”, στο από 1.3.1981 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της Ι. Μονής και του πρώτου εναγόμενου  συμφωνήθηκε μεταξύ τους στο άρθρο 8 ότι “Η κατασκευή οιασδήποτε κτηριακής εγκαταστάσεως (μανδριά, αρμεκτήρια κ.λ.π.) θα βαρύνει αποκλειστικώς και μόνον τον μισθωτήν θα γίνεται δε κατόπιν εγγράφου εγκρίσεως της εκμισθωτρίας εις την ιδιοκτησίαν και επ’ ωφελείας της οποίας θα παραμείνει μετά την παράδοσιν της χρήσεως του μισθίου (βοσκοτόπου) από τον μισθωτήν”. Επομένως, όπως ορθά προβάλλουν οι εφεσίβλητες-ενάγουσες, αντιφατική τυγχάνει η συμπεριφορά των εκκαλούντων-εναγόμενων, οι οποίοι ενώ γνώριζαν ότι οι πρόγονοί τους συνεχώς και αδιαλείπτως ήταν μισθωτές της Ι. Μονής και ότι αναλάμβαναν την υποχρέωση να γκρεμίσουν τα μαντριά και τον οικίσκο στον μίσθιο βοσκότοπο κι ενώ μέχρι και τη δημοσίευση της διαθήκης του πατέρα τους …….. το έτος 2006, ποτέ δεν είχαν προβάλει δικαιώματα κυριότητας στα επίδικα ακίνητα, το πρώτον τότε προέβαλαν τέτοια δικαιώματα, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από την παραπάνω ιδιότητά τους και συνεπώς αυτοί ενεργούν πλέον κακόπιστα. Ορθά, λοιπόν, απέρριψε η εκκαλούμενη τον ισχυρισμό τους περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγουσών να ζητήσουν να τους αποδοθούν τα επίδικα ακίνητα στη θέση “……..” Πόρου, διότι οι ενάγουσες ουδέποτε αδράνησαν κατά τη διάρκεια των ετών σε σχέση με την προστασία της περιουσίας τους, ούτε και δημιούργησαν στους εναγόμενους την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν τις απορρέουσες από την κυριότητα αξιώσεις τους- αντίθετα η δεύτερη ενάγουσα άσκησε αγωγές απόδοσης του μισθίου και καταβολής μισθωμάτων- ενώ στα εκάστοτε μισθωτήρια συμβόλαια γινόταν μνεία για τις όποιες τυχόν κατασκευές και τη χρήση αυτών. Συνακόλουθα απορριπτέος τυγχάνει στην ουσία του και ο έκτος λόγος της από 8.7.2020 έφεσης των εκκαλούντων-εναγόμενων και μη απομένοντος άλλου λόγου προς εξέταση, απορριπτέα τυγχάνει και η έφεσή τους στο σύνολό της. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τον δεύτερο λόγο της από 30.6.2020 έφεσης του Ταμείου Εθνικού Στόλου, με την οποία αυτό παραπονείται για την επί της ουσίας απόρριψη της από 16.4.2015 κύριας παρέμβασής του, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, σημειώνεται ότι από το σύνολο των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων των διαδίκων που νόμιμα μετ’ επικλήσεως λαμβάνονται υπόψη προέκυψαν τα ακόλουθα: Το Ταμείο Εθνικής Αμύνης απέκτησε από την δεύτερη ενάγουσα Ιερά Μονή, με αγορά με το υπ’ αριθ. ……../15.12.1956 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……., το οποίο έχει νόμιμα μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας στον τόμο ….. με α.α. ……, εδαφική έκταση εμβαδού πέντε στρεμμάτων, κείμενη στην ειδικότερη θέση “………..” της νήσου Καλαυρίας του Δήμου Πόρου του τέως Δήμου Τροιζήνας, ευρισκόμενη μεσημβρινώς και κάτωθι της Ιεράς Μονής προς τη θάλασσα, όπου ο χώρος της θερινής κατασκήνωσης της σχολής Ναυτοπαίδων, εμφαινόμενη κατά τον ως άνω τίτλο κτήσης στο από Απριλίου 1955 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του μηχανικού …….., υπό τα στοιχεία Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Α. Ακολούθως δυνάμει της υπ’ αριθ. ……../14-11-1957 πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας στον τόμο …. και με α.α. ….., εγκρίθηκε η αγορά από το Ελληνικό Δημόσιο του ως άνω ακινήτου με δαπάνες του Ταμείου Εθνικού Στόλου και περιήλθε σε αυτό προς εγκατάσταση θερινής κατασκηνώσεως της Σχολής Ναυτοπαίδων αντί του ποσού των 33.600 δραχμών, και για το οποίο (ποσό) εκδόθηκε το ………/1958 ένταλμα πληρωμής του Ταμείου Εθνικού Στόλου. Περαιτέρω, το εκκαλούν- κυρίως παρεμβαίνον Ταμείο Εθνικού Στόλου υποστηρίζει ότι σύμφωνα με νεότερη εμβαδομέτρηση που πραγματοποιήθηκε με σύγχρονες ψηφιακές μεθόδους επί του από Μαρτίου 2015 τοπογραφικού διαγράμματος του μηχανικού ………., η έκταση του παραπάνω αγορασθέντος ακινήτου ανέρχεται σε 12 στρέμματα και 678 τ.μ., εντός της οποία εντάσσεται και η επίδικη εδαφική έκταση 1.096,28 τ.μ. εμφαινόμενη στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα υπό τα στοιχεία 16α, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 22α, 22β, 16α και ότι υπάρχει αντιποίηση της κυριότητάς του σε σχέση με την διεκδικούμενη από την Ιερά Μονή έκταση, όπως αυτή απεικονίζεται στο από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα και αφορά σε μέρος του επίδικου στην κύρια αγωγή ακινήτου στη θέση “…………”. Ωστόσο, με βάση τα ανωτέρω, το Ταμείο Εθνικού Στόλου απέκτησε την ως άνω αναφερόμενη εδαφική έκταση η οποία είχε εμβαδόν 5 στρέμματα, όπως και η δεύτερη ενάγουσα-δεύτερη εφεσίβλητη συνομολογεί. Η δε λοιπή από αυτό διεκδικούμενη εδαφική έκταση δεν αποδείχθηκε ότι εμπίπτει στον επικαλούμενο από το κυρίως παρεμβαίνον τίτλο κυριότητας, ούτε δύναται να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός του ως προς το ότι οι όποιες τυχόν αποκλίσεις εντάσσονται εντός των ορίων ανοχής σφάλματος που είναι αποδεκτά ένεκα των διαφορετικών μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν και των δυνατοτήτων του συνήθους τοπογραφικού εξοπλισμού της εποχής υλοποίησής τους στο έδαφος ενόψει και της μεγάλης απόκλισης του εμβαδού που το πρώτον αποτυπώνεται στο από Μαρτίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……… (12 στρέμματα και 678 τ.μ.) σε σχέση με τα αναφερόμενα στον τίτλο κτήσης 5 στρέμματα, απόκλιση δε που από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι είναι δικαιολογημένη, ούτε προέκυψε ότι το μηχανικός ………. που συνέταξε το τοπογραφικό διάγραμμα τον Απρίλιο του 1955 και υπολόγισε εμβαδόν 5 στρεμμάτων, δεν είχε γνώσεις εμβαδομέτρησης. Ουσία αβάσιμα τυγχάνουν και τα προβαλλόμενα από το εκκαλούν- κυρίως παρεμβαίνον ότι οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες δεν αποδεικνύουν την κυριότητά τους επί του επίδικου διεκδικούμενου από το Ταμείο Εθνικού Στόλου τμήματος διότι η δεύτερη εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι είχε αποκτήσει μια ευρύτερη έκταση κείμενη στη νήσο Πόρο, επιφάνειας άνω των 6.000 στρεμμάτων δυνάμει του από 1797 σιγιλλίου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε’ και ότι επί της ανωτέρω έκτασης είχε καταστεί κυρία του όλου ακινήτου με τακτική, άλλως με έκτακτη χρησικτησία, πλην όμως ότι οι ισχυρισμοί της και αληθείς υποτιθέμενοι δεν δύνανται να αποδείξουν την κυριότητα των εναγουσών-εφεσίβλητων, εφόσον η δεύτερη ενάγοσα δεν ισχυρίζεται και δεν αποδεικνύει ότι επί του επιδίκου έχουν γίνει πράξεις νομής. Η θέση “………” όπου βρίσκεται το επίδικο και διεκδικούμενο με την αγωγή από την Ι. Μονή ακίνητο επιφάνειας 109,5 στρεμμάτων μέρος του οποίου διεκδικεί το κυρίως παρεμβαίνον Ταμείο Εθνικού Στόλου, επιφάνειας 1.096,28 τ.μ. αναγνωρίσθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. 36593/327/8.4.1958 απόφαση- διαταγή του Υπουργού Γεωργίας ότι ανήκει στην δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή και παραδόθηκε σε αυτήν με το από 28.4.1958 πρωτόκολλο παραδόσεως δασικών εκτάσεων του Δασονόμου Τροιζηνίας ………. Επισημαίνεται ακόμη ότι ο μάρτυρας του κυρίως παρεμβαίνοντος Τ.Ε.Σ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ………, αξιωματικός Π.Ν., υποδιευθυντής στο Τ.Ε.Σ. που εργάζεται στην υπηρεσία που διαχειρίζεται την ακίνητη περιουσία του Πολεμικού Ναυτικού παραδέχθηκε ότι γύρωθεν του ακινήτου που το Τ.Ε.Σ. υποστηρίζει ότι του ανήκει, όμορος ιδιοκτήτης είναι η Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής, ενώ ως προς την εφαρμογή από το Τ.Ε.Σ. των ορίων του ακινήτου που θεωρεί ότι του ανήκει, δεν γνώριζε να απαντήσει αν κλήθηκε κατά την εφαρμογή αυτή κάποιος εκπρόσωπος της Ι. Μονής για να υποδείξει τα όρια ή αν μόνο του το Τ.Ε.Σ. εφάρμοσε τα σχετικά όρια. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα όσα παραπάνω δέχθηκε το παρόν Δικαστήριο σχετικά με την άσκηση πράξεων νομής από την δεύτερη ενάγουσα- δεύτερη εφεσίβλητη με καλή πίστη και συνεχόμενα από το έτος 1837 και μετά επί του επίδικου εδαφικού τμήματος, ενώ σημειώνεται ότι το Τ.Ε.Σ. δεν μπορούσε εκ του νόμου να προβάλλει χρησικτησία κατά της Ι. Μονής από τις 12.9.1915 και μετά για να αποκτήσει το επίδικο στην κύρια παρέμβαση εδαφικό τμήμα, με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε την από 16.4.2015 κύρια παρέμβαση του Τ.Ε.Σ., τα όσα δε αντίθετα το τελευταίο υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο έφεσής του απορρίπτονται ως ουσία αβάσιμα, όπως και μη απομενόντος άλλου σχετικού λόγου, απορριπτέα τυγχάνει και η έφεσή του στο σύνολό της. Εν κατακλείδι ορθά η εκκαλούμενη απόφαση αφενός αναγνώρισε ότι η πρώτη ενάγουσα Ι. Μητρόπολη είναι κυρία εδαφικής έκτασης εμβαδού 21,08 στρεμμάτων εμφαινόμενης υπό τα στοιχεία 22, 23,17,16, 31, 32, 33, …41, 42 (Τμήμα 1) στο από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου-μηχανικού …….., αποτελούσας τμήμα μείζονος επιφάνειας 130,25  στρεμμάτων στην ειδικότερη θέση “………” της νήσου Πόρου και ακολούθως υποχρέωσε τους εναγόμενους να αποδώσουν στην ως άνω ενάγουσα την εν λόγω αναλυτικά περιγραφόμενη έκταση, αφετέρου αναγνώρισε ότι η δεύτερη ενάγουσα Ι. Μονή είναι κυρία α) εδαφικής έκτασης εμβαδού 23,99 στρεμμάτων στη θέση “…..” ή “………” της νήσου Πόρου, εμφαινόμενης υπό τα στοιχεία 23, 24, 25…31, 16, 17, 23 (Τμήμα 2) στο από Ιουνίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου ως άνω τοπογράφου μηχανικού και β) ιδιωτικής δασικής έκτασης εμβαδού 109,50 στρεμμάτων, στη θέση “…………” της νήσου Πόρου, εμφαινόμενης ως τμήμα 11 υπό διαγράμμιση στο από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα τοπογράφου μηχανικού ………. και υποχρέωσε τους εναγόμενους να αποδώσουν στην ως άνω ενάγουσα τις ως άνω αναλυτικά περιγραφόμενες εκτάσεις, οι δε αιτιολογίες της παρούσας απόφασης παραδεκτά συμπληρώνουν της αιτιολογίες της εκκαλουμένης κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στην από 8.7.2020 έφεση κατόπιν σχετικού αιτήματος τους, αλλά μόνο για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων εκκαλούντων κατά τις διατάξεις των άρθρων 176, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, ειδικά όμως ως προς το Ελληνικό Δημόσιο μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Ομοίως τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στην από 30.6.2020 έφεση για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος εκκαλούντος ενιαία για τις δύο πρώτες εφεσίβλητες και ενιαία για τους τρεις τελευταίους εφεσίβλητους που είχαν κοινή νομική εκπροσώπηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 176, 183, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ, μειωμένα σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος, επειδή η από 8.7.2020 έφεση απορρίφθηκε, πρέπει να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες για την άσκηση της εφέσεώς τους e- παράβολου στο δημόσιο ταμείο σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 30.6.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2020 και Ε.Α.Κ. …./2020) έφεση  και την από 8.7.2020 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. …./2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά  με Γ.Α.Κ. …./2020 και Ε.Α.Κ. ……/2020) έφεση, αμφότερες κατά της 1311/2020 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 30.6.2020 έφεση, ιδίως δε ως προς την πρώτη εφεσίβλητη απορρίπτει αυτή ως απαράδεκτη.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ για τις δύο πρώτες εφεσίβλητες και στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ για τους τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των εφεσίβλητων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 8.7.2020 έφεση, ιδίως δε ως προς το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο απορρίπτει αυτή ως απαράδεκτη.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ για τις δύο πρώτες εφεσίβλητες και στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ για το εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες στην από 8.7.2020 έφεση με κωδικό ………….. e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 7-4-2022 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 19.5.2022

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ