Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 135/2023

Αριθμός     135/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Μιχαηλίδη  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:   Ναυτικής εταιρείας …………., εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Καρμέλα-Σπυριδούλα Μαυρόχη.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  20.12.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3047/2019  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 20.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο ………./2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο  …………/2021) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 20.12.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/31.12.2021 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 3047/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της με αριθμό κατάθεσης ………./2018 αγωγής και έχει ασκηθεί νομότυπα ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα εντός διετούς καταχρηστικής προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 2.9.2019 (518 παρ. 2 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά το άρθρο ένατο παρ. 4 του ν. 4335/2015 φεκ α 87/23.7.2015). Τούτο δε διότι σύμφωνα με την παρ. 1 του ά. 74 του ν. 4690/2020 “Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020–31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το διάστημα από την έκδοση της εκκαλουμένης μέχρι την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως δημοσιεύθηκαν οι εξής αποφάσεις περί αναστολής των δικαστικών προθεσμιών : Με τη ΦΕΚ Β/833/12.3.2020 Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17733 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από 13.3.2020 έως και 27.3.2020 (άρθρα 1 και  3 παρ.1, α, β), με τη ΦΕΚ Β/864/15.3.2020 Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 18176 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από 16.3.2020 έως και 27.3.2020 (άρθρα 1 παρ. 1 α, β και 3 παρ.1 α, β), με τη ΦΕΚ Β/1.074/27.3.2020 Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 21159 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από 28.3.2020 έως και  10.4.2020 (άρθρα 2 παρ 1α,β,  και 4 παρ. 1 α, β), με τη ΦΕΚ Β/1301/11.4.2020 Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 24403 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από 11.4.2020 έως και  27.4.2020 (άρθρα 2 παρ.1 α, β,  και 4 παρ.1, α, β), με τη ΦΕΚ Β/1588/25.4.2020 Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 26804 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  28.4.2020 έως και 15.5.2020 (άρθρα 2 παρ.1 α, β και 4 παρ. 1 α, β), με τη ΦΕΚ Β/1857/15.5.2020. Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 30340 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  16.5.2020 έως και 31.5.2020, με τη ΦΕΚ Β/4899/6.11.2020. Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 71342 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  7.11.2020 έως και 30.11.2020, με τη ΦΕΚ Β/5255/ 28.11.2020 Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 76629 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  30.11.2020 έως και 7.12.2020 (άρθρο 1 με αυξ. αριθμό 4 παρ.  2α , αα, αβ, και παρ. 5α, αα, αβ), με τη ΦΕΚ Β/5350/5.12.2020 αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 78363 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  7.12.2020 έως και 14.12.2020 (άρθρο 1 με αυξ. αριθμό 4 παρ. 2α, αα, αβ,  και παρ. 5α, αα, αβ), με τη ΦΕΚ Β/5486/12.12.2020 αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 80189 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  13.12.2020 έως και 7.1.2021 (άρθρο 1 με αυξ. αριθμό 4 παρ. 2α, αα, αβ,  και παρ.5α, αα, αβ), με τη ΦΕΚ Β/5509/15.12.2020 αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 80588 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  13.12.2020 έως και 7.1.2021, με τη  ΦΕΚ Β/1/2.1.2021 Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 2 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  3.1.2021 έως 11.1.2021 ώρα 06:00 (άρθρο 1 με αυξ. αριθμό 4 παρ. 2α, αα, αβ,  και παρ.5α, αα, αβ), με τη ΦΕΚ Β/30/8.1.2021 αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 1293 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  11.1.2021 έως Δευτέρα, 18.1.2021 ώρα 06:00 (άρθρο 1 με αυξ. αριθμό 4 παρ. 2α, αα, αβ,  και παρ.5α, αα, αβ), με τη ΦΕΚ Β/89/16.1.2021 αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.: 3060 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  18.1.2021 έως Δευτέρα, 25.1.2021 ώρα 06:00, με τη ΦΕΚ Β/186/23.1.2021 αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.: 4992 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  25.1.2021 έως Δευτέρα, 1.2.2021 ώρα 06:00 (άρθρο 1 με αυξ. αριθμό 4 παρ. 2α, αα, αβ,  και παρ.5α, αα, αβ), με τη  ΦΕΚ Β/341/29.1.2021 Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.: 6877  απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από  29.1.2021 έως Δευτέρα, 8.2.2021 ώρα 06:00 (άρθρο 1 με αυξ. αριθμό 4 παρ. 3α) και με τη ΦΕΚ Β/454/5.2.2021 Αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ.: 8378 απόφαση ανεστάλησαν οι δικαστικές προθεσμίες από 6.2.2021 έως 15.2.2021 ώρα 06:00 (άρθρο 1 με αυξ. αριθμό 4 παρ. 3α). Ακολούθως η έφεση ασκήθηκε εμπρόθεσμα ενώ για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό …………./2021 ύψους 100 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016.  Πρέπει επομένως η κρινόμενη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με τη με αριθμό κατάθεση ……../2018 ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή του ο ενάγων, ήδη εκκαλών, κάτοικος Ελβετίας εξέθετε ότι κατά τον κατάπλου του Ε/Γ – Ο/Γ υπό Κυπριακή σημαία πλοίου «CJ2» στο λιμάνι της Νάξου στον αναφερόµενο στο δικόγραφο της αγωγής χρόνο οι προστηθέντες της ήδη εφεσίβλητης εναγόµενης με έδρα τον Πειραιά, πλοίαρχος και λοιπά µέλη του πληρώµατος, προκάλεσαν τις περιγραφόµενες ζηµίες στο υπό σηµαία Ολλανδίας αγκυροβοληµένο σκάφος «T», εµπορικής αξίας 450.000 ευρώ, ιδιοκτησίας του, εξαιτίας ελιγµών ταχείας προσέγγισης κατά την είσοδο στο λιμάνι, οι οποίοι (ελιγµοί) προκάλεσαν έντονο κυµατισµό, που είχε ως αποτέλεσµα την πρόσκρουση του σκάφους του στην προκυµαία, σε χρόνο που αυτός (ο ενάγων) επέβαινε σε αυτό, κατά τα ειδικότερα ιστορούµενα µε το αγωγικό δικόγραφο. Ακολούθως αιτήθηκε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της ήδη εφεσίβλητης εναγόµενης να του καταβάλει τα ακόλουθα ποσά: Α) Το ποσό των 11.500 ευρώ, ως θετική ζηµία, για την αποκατάσταση των ζηµιών που προκλήθηκαν στο σκάφος του, Β) Το ποσό των 45.000 ευρώ, ως θετική ζηµία, λόγω της µείωσης της εµπορικής αξίας του σκάφους του σε ποσοστό 10%, και γ) Το ποσό των 18.000 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής του βλάβης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα και λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς και επομένως και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της  υπόθεσης µε βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1,60 παρ. 1 και 64 παρ. 2 περ. α’ της Διεθνούς Σύµβασης της 30ης.10.2007 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εµπορικές υποθέσεις» και άρθρα 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασµό µε το ν. 2172/1993, και περαιτέρω έκρινε ότι η αγωγή επιδόθηκε εντός της προβλεπόµενης µε τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσµίας των τριάντα ηµερών από την κατάθεσή της. Στη συνέχεια έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3, 4 παρ. 1, 15, 17, 31 και 32 του κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11.7.2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ) προκειμένου να κριθεί η συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης. Στη συνέχεια έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 13 της Διεθνούς Σύµβασης των Βρυξελλών της 23ης.09.1910 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που κυρώθηκε µε το Ν. ΓΩΠΣΤ /1911, επειδή α) το ένδικο συµβάν έλαβε χώρα σε ελληνικά χωρικά ύδατα  β) η Ολλανδία είχε κυρώσει την παραπάνω σύμβαση και γ) η Ελλάδα είχε διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της υπόθεσης. Κατέληξε επομένως στην εφαρμογή του ελληνικού δικαίου lex fori. Στη συνέχεια ερεύνησε την αγωγή επί της ουσίας και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη κρίνοντας ότι υφίσταται αμφιβολία ως προς τις συνθήκες του συμβάντος που κατά τον αγωγικό ισχυρισμό προκάλεσε την καταστροφή της πλατφόρμας του σκάφους του ήδη εκκαλούντος. Κατά την απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γινεί δεκτή κατ’ουσίαν η αγωγή του.

Με το άρθρο 1, άρθρο δεύτερο, παρ.3 του Ν.4335/2015 προστέθηκαν οι νέες διατάξεις των άρθρων 421 έως 424 του ΚΠολΔ, με τις οποίες επιφέρονται εκτεταμένες μεταβολές στο δίκαιο των ένορκων βεβαιώσεων. Συγκεκριμένα, οι παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 237 και 591 του ΚΠολΔ, όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν, αντίστοιχα, με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 και άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του ίδιου νόμου, προβλέπουν, τους εξής όρους του υποστα­τού – παραδεκτού της ένορκης βεβαίωσης: α) Κλήτευση του αντιδίκου με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύδει τη λήψη ένορκης βεβαίωσης, β) τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορισμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης, γ) πλήρες περιεχόμενο κλήσης σύμφωνα με το νέο άρθρο 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το οποίο να διαλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα, την αγωγή ή ένδικο βοήθημα ή μέσο που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα, δ) λήψη μέχρι πέντε ένορκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικο ενώπιον του λειτουργικά και κατά τόπον αρμόδιου οργάνου, ε) ιδιότητα μάρτυρα, τρίτο πρόσωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν, στ) ορκοδοσία και ζ) εμπρόθεσμη υποβολή της ένορκης βεβαίωσης με τις προτάσεις. Αν δεν πληρούται κάποιος από τους ανωτέρω όρους, η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη, στην δε περίπτωση ζ΄ απαράδεκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 του ΚΠολΔ και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Επομένως, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, απαραίτητη προϋπόθεση για την εκτίμηση των ένορκων βεβαιώσεων από το Δικαστήριο της ουσίας αποτελεί η λήψη τους μετά από προηγούμενη, πριν από δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις επικαλείται και τις προσκομίζει, ο οποίος και υποχρεούται στην επίκληση και απόδειξη της κλήτευσης, εκτός αν ο αντίδικός του παραστάθηκε κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης. Το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της κλήτευσης του αντιδίκου, γιατί η έλλειψή της έχει ως συνέπεια ότι η ένορκη βεβαίωση θεωρείται ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο.

Εξάλλου, στο άρθρο 143 παρ.1  έως 3 του ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015,  με έναρξη ισχύος την 1.1.2016 σύμφωνα με την παρ.4 του ένατου άρθρου του άρθρου 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: «1. Ο δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 παρ.1 του ΚΠολΔ (δηλαδή, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο), είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη, στην οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του. 2. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον αντίκλητο, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια του ενδιαφερομένου, οι οποίες πρέπει να επιδίδονται στον ίδιο. 3. Η επίδοση της κλήσης για τη συζήτηση αγωγής ή ενδίκου μέσου μπορεί να γίνει και σε όποιον τα έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος». Η ισχύς της εν λόγω διάταξης, ως δικονομική, καταλαμβάνει από 1.1.2016 όλες τις επιδόσεις που γίνονται στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου.  Περαιτέρω στη διάταξη του άρθρου 96 παρ.1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «1.Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο…» και στη διάταξη του άρθρου 97 παρ.1 του ιδίου Κώδικα ότι: «Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγών, παρεμβάσεων, προσεπικλήσεων και ένδικων μέσων, να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα και να επιδιώκει την εκτέλεση, καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές». Τέλος, στη διάταξη του άρθρου 104 του ΚΠολΔ προβλέπεται ότι: «Για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της». Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεκτικός για την προς τον αντίδικο επίδοση της κατά τα άνω κλήτευσης είναι ο διορισμένος σύμφωνα με το άρθρο 96 του ΚΠολΔ πληρεξούσιος δικηγόρος εκείνου (αντιδίκου) κατά το χρόνο της κλήτευσης, ως και ο υπογράφων ως πληρεξούσιος δικηγόρος αυτού την αγωγή, προκειμένου περί ένορκης βεβαίωσης, δοθείσας προ της δικασίμου της υπόθεσης στην πρωτόδικη δίκη (βλ. σχετ. ΜονΕφΑιγ 35/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα,  από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι ο δικηγόρος που υπέγραψε την αγωγή κατά νόμιμο αμάχητο τεκμήριο θεωρείται μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο ότι είναι πληρεξούσιος του ενάγοντος. Εφόσον λοιπόν ο τελευταίος συνεχίζοντας την δίκη που ανοίχθηκε με την αγωγή, ενέκρινε ρητώς ή σιωπηρώς την διεξαγωγή της, όλες οι διαδικαστικές πράξεις που ενεργήθηκαν από τον δικηγόρο, που υπέγραψε την αγωγή μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, ωφελούν και βλάπτουν τον διάδικο και γενικά τον δεσμεύουν, ανεξάρτητα από το αν μεταγενέστερα συνέχισε την δίκη και παραστάθηκε στο δικαστήριο με τον ίδιο ή άλλο δικηγόρο που διόρισε νόμιμα. Ο δικηγόρος, που υπέγραψε την αγωγή, σε κάθε περίπτωση, παραλαμβάνει κατά το άρθρο 143 παρ.3 του ΚΠολΔ νόμιμα την βασικής σημασίας για την περαιτέρω πορεία της δίκης κλήση για την συζήτηση της αγωγής, έστω και αν παραστεί άλλος στο ακροατήριο απ’αυτόν που την υπέγραψε. Επομένως, κατά μείζονα λόγο, είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του να παραστεί σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο για λήψη ένορκης βεβαίωσης (βλ.σχετ. ΕφΠατρ 89/2009 ΑχΝομ 2010.159). (ad hoc ΕφΠειρ 562/2021 δημ. στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς).

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως ο εκκαλών επαναφέρει ισχυρισμό που προβλήθηκε και απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον λήφθηκαν υπόψη για τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης οι με αριθμό ……. και …. /2019 ένορκες βεβαιώσεις για τη λήψη των οποίων όμως δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από το νόμο διατάξεις καθόσον δεν κλήθηκε ο ίδιος στην Ελβετία προκειμένου να παραστεί στη λήψη τους, αλλά ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ο οποίος όμως δεν είναι ο αντίκλητος του επειδή έχει υπογράψει το δικόγραφο της αγωγής. Ο λόγος αυτός εφέσεως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που μόλις προηγήθηκε ο δικηγόρος, που υπέγραψε την αγωγή, σε κάθε περίπτωση, παραλαμβάνει κατά το άρθρο 143 παρ.3 του ΚΠολΔ νόμιμα την βασικής σημασίας για την περαιτέρω πορεία της δίκης κλήση για την συζήτηση της αγωγής, έστω και αν παραστεί άλλος στο ακροατήριο απ’αυτόν που την υπέγραψε και κατά μείζονα λόγο, είναι δεκτικός παραλαβής και της κλήσης του αντιδίκου του να παραστεί σε ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφο για λήψη ένορκης βεβαίωσης.

Η από 23.9.1910 Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που κυρώθηκε με τον ν. ΓΩΠΣΤ΄/1911, τυγχάνει εφαρμογής σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων διαφορετικής εθνικότητας στα ελληνικά ύδατα, όταν τα συγκρουσθέντα πλοία φέρουν τη σημαία πολιτείας, που συμβλήθηκε ή προσχώρησε σ’αυτήν αργότερα (άρθρο 12 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης), ενώ για τα μη ρυθμιζόμενα απ’ αυτή ζητήματα αστικής ευθύνης εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του ημεδαπού δικαίου (ΕφΠειρ 1022/2006 ΕΝαυτΔ 2007.115). Εάν ένα από τα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση πλοία έχει εθνικότητα μη συμβαλλόμενου κράτους, εφαρμογή έχουν οι κανόνες του δικαίου που ορίζει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους, στο οποίο έχει εισαχθεί η δίκη ή, όταν η αγωγή έχει εισαχθεί ενώπιον ελληνικού Δικαστηρίου, το άρθρο 26 του ΑΚ και ήδη το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)». Από τις διατάξεις της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, που αναφέρονται στην ευθύνη των πλοίων προκειμένου περί σύγκρουσης αυτών, προκύπτει ότι η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις ως άνω περί σύγκρουσης πλοίων διατάξεις και όχι από τις γενικές περί αδικοπραξίας διατάξεις, ενώ, αντιθέτως, τα υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικά με βάση τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΕφΠειρ 1022/2006 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της από 23.9.1910 προαναφερθείσας Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών, προκύπτει ότι επί σύγκρουσης πλοίων η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση ρυθμίζεται αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας εκάστου πλοίου. Σε περίπτωση κοινής υπαιτιότητας κάθε ποίο ευθύνεται σε αποζημίωση αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας που το βαρύνει, ενώ εάν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα ενός εκ των πλοίων, τότε ο πλοιοκτήτης του καθίσταται υπόχρεος να αποκαταστήσει τις ζημίες του άλλου πλοίου ή του φορτίου ή των προσώπων, που βρίσκονται σ’αυτό (ΑΠ 58/2003 ΕΝΔ 31.43, ΕφΠειρ 777/2020, ΕφΠειρ 682/2004 ΕΝΔ 32, 434, ΕφΠειρ 335/2003 ΕΝΔ 31, 187, ΕφΠειρ 739/2000 ΕΝΔ 29, 57). Εάν η σύγκρουση πλοίων συνέβη από τυχαίο γεγονός, ή από ανώτερη βία, ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την αιτία της, τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν. Υπαίτιο είναι το πλοίο, αν υπάρχει πταίσμα του πλοιοκτήτη, και/ή των προστηθέντων απ’αυτόν για τη χρήση του πλοίου προσώπων (πλοιάρχου, λοιπών μελών του πληρώματος κ.λπ.), είτε ως προς τον εξοπλισμό, ή την κατάσταση του πλοίου, είτε ως προς τους χειρισμούς του, ή την κίνηση του, και την τήρηση των ως προς αυτά κανόνων, κανονισμών και συναλλακτικών ηθών, στα οποία ανήκουν και οι κανόνες της ναυτικής τέχνης (Λ. Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, σελ. 356-357, κατά την ερμηνεία ομοίου περιεχομένου διατάξεων του ΚΙΝΔ). Φορέας δε της κατά τα ανωτέρω ευθύνης «του πλοίου» είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο, δηλαδή καταρχήν ο πλοιοκτήτης [ΕφΠειρ 59/2011 ΕΕμπΔ 2011, 445, ΕφΠειρ 1003/2003 ΕπισκΕΔ 2004, 128, ΕφΠειρ 335/2003 ΕΝαυτΔ 2003, 187, ΕφΠειρ 807/1992 ΕΝαυτΔ 1993, 16, Λ.Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, Αθήνα 2006, σελ. 355 επ., Ι.Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος τρίτος (άρθρα 190-297), Αθήνα -Κομοτηνή 2007, σελ.274-282 και 317-319].  (ΕφΠειρ 199/2022 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 239 Κ.Ι.Ν.Δ (lex fori), που εφαρμόζεται κατ’άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, καθώς ο νέος ΚΙΝΔ (ν. 5020/2023) δημοσιεύθηκε στις 15.2.2023, η κατά τα άρθρα 235-238 ευθύνη των πλοίων σε περίπτωση σύγκρουσης αυτών, είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη των υπαιτίων προσώπων προς τους ζημιωθέντες και τους πλοιοκτήτες. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι, η από τη σύγκρουση ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τα άρθρα 235-239 Κ.Ι.Ν.Δ. και είναι ανεξάρτητη της ευθύνης του παραλλήλως πραγματικώς πταίσαντος προσώπου (π.χ. του πλοιάρχου του πλοίου), το οποίο ευθύνεται ατομικά κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις (Εφ.Πειρ. 615/2011, Εφ.Πειρ. 59/2010, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατά τις τελευταίες αυτές διατάξεις ο δράστης ευθύνεται σε αποζημίωση του ζημιωθέντος μόνο αν συντρέχει πταίσμα αυτού, ήτοι, αν κατά την τέλεση της πράξης βρίσκεται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια), κατά δε το άρθρο 235 Κ.Ι.Ν.Δ, «επί συγκρούσεως πλοίων, εάν αύτη συνέβη εκ τυχαίου συμβεβηκότος ή ανωτέρας βίας ή εάν υφίσταται αμφιβολία περί των αιτίων της, αι ζημίαι βαρύνουν τους υποστάντας αυτάς». Η κρίση, όμως, για την ύπαρξη τυχαίου γεγονότος πρέπει να γίνεται σε σχέση με ορισμένο πρόσωπο του οποίου κρίνεται η υπαιτιότητα. Όταν αυτή λείπει, τότε το ζημιογόνο γεγονός πρέπει να χαρακτηρισθεί ως τυχαίο, δηλαδή, ως γεγονός το οποίο δεν προβλέφθηκε ούτε μπορούσε να προβλεφθεί ή να αποφευχθεί από ένα μέσο συνετό άνθρωπο (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Α.Κ, υπ’ άρθρο 330, αριθ. 53, σ. 181, Εφ.Πειρ. 985/2013, ό.α, Εφ.Πειρ. 592/1999, Ε.Ν.Δ. 27, 393). Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά από τη θεωρία και τη νομολογία, ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό, είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης του μέσου ανθρώπου, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να αποβαίνει αναπόφευκτο  (Ολ.Α.Π. 29/1992, Α.Π. 153/2015, Α.Π. 1440/2010, Α.Π. 1051/2009, Α.Π. 1236/2008, Α.Π. 1537/2008, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περίπτωση ανώτερης βίας συνιστά και η ορμητικότητα του ανέμου, η σφοδρότητα της θαλασσοταραχής και οι εν γένει εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες, συνεπεία των οποίων το πλοίο αδυνατεί να κυβερνηθεί ή να παραμείνει προσδεδεμένο στο αγκυροβόλιό του, εφόσον τα καιρικά αυτά φαινόμενα δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν ούτε να αποτραπούν οι δυσμενείς συνέπειές τους με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να αποβαίνει αναπόφευκτο (Εφ.Πειρ. 274/1999, Ε.Ν.Δ. 27, 18). Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή πρόκειται για επίταση ήδη υφισταμένων δυσμενών καιρικών συνθηκών ή τα έντονα καιρικά φαινόμενα ήταν δυνατόν να προβλεφθούν από ορισμένες ατμοσφαιρικές ενδείξεις ή είχαν ήδη προαναγγελθεί με τα εκδιδόμενα σχετικώς από τις αρμόδιες υπηρεσίες (Ε.Μ.Υ.) δελτία καιρού και ο πλοίαρχος δεν λαμβάνει εγκαίρως τις προφυλάξεις που υπαγορεύουν οι κανόνες της ναυτικής τέχνης και η ναυτική πείρα προς εξουδετέρωση του κινδύνου, δεν συνιστά περίπτωση ανώτερης βίας η πρόσκρουση ή σύγκρουση του πλοίου συνεπεία των έντονων αυτών καιρικών φαινομένων (Εφ.Πειρ. 1003/2003, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 274/1999, ό.α.).

Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις της από 20ής Οκτωβρίου 1972 Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου «περί διεθνών κανονισμών προς αποφυγήν συγκρούσεων εν τη θαλάσση», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ.  93/1974 (Φ.Ε.Κ. Α’, 93), τέθηκε σε ισχύ με το Π.Δ. 94/1977 (Φ.Ε.Κ. Α’, 30) και τροποποιήθηκε με το Ν. 635/1977 (Φ.Ε.Κ. Α’ 189) και τα  Π.Δ. 233/1983 (Φ.Ε.Κ. Α’ 86), Π.Δ. 116/1989 (Φ.Ε.Κ. Α’ 52), Π.Δ. 84/1991 (Φ.Ε.Κ. Α’ 33), Π.Δ. 11/1996 (Φ.Ε.Κ. Α’ 6), Π.Δ. 171/2004 (Φ.Ε.Κ. Α’ 145), Π.Δ. 163/2014 (Φ.Ε.Κ. Α’ 245) και Π.Δ. 93/2016 (Φ.Ε.Κ. Α’ 161), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος και εφαρμόζεται και σε κάθε κατηγορία πλοίων που πλέουν στα Ελληνικά χωρικά ύδατα πλοίων υπό σημαία κρατών που δεν έχουν κυρώσει ή δεν έχουν προσχωρήσει στην παραπάνω Διεθνή Σύμβαση, δυνάμει του άρθρου μόνου του Π.Δ. 403/1980, το οποίο εκδόθηκε κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε με το άρθρο 7 παρ. ε’ του Ν.Δ.   93/1974: ΜΕΡΟΣ Α’, Γενικά. «κανόνας 1. α) Οι Κανόνες ούτοι θα εφαρμόζονται εφ’ όλων των πλοίων τόσον εις την ανοικτήν θάλασσαν, όσον και εις άπαντα τα μετ’ αυτής συγκοινωνούντα ύδατα, τα διαπλεύσιμα υπό ποντοπόρων πλοίων (…)». «κανόνας 2. α) Ουδεμία διάταξις των παρόντων Κανόνων απαλλάσσει οιοδήποτε πλοίο ή τον πλοιοκτήτη, τον πλοίαρχο ή το πλήρωμα αυτού, εκ των συνεπειών οιασδήποτε αμελείας ως προς την συμμόρφωση προς τους παρόντας Κανόνας ή αμελείας αφορώσης εις την λήψη οιωνδήποτε προληπτικών μέτρων υπαγορευομένων υπό της κοινής εμπειρίας ή των ειδικών συνθηκών της περιστάσεως, β) Κατά την εφαρμογήν και συμμόρφωσιν προς τους παρόντας Κανόνας, η δέουσα προσοχή θα δίδεται εις όλους τους κινδύνους ναυσιπλοΐας και συγκρούσεως, ως και τας οιασδήποτε ειδικάς περιστάσεις, περιλαμβανομένων και των περιορισμών των εμπλεκομένων πλοίων, ως εκ των οποίων ήθελε κριθή αναγκαία εκτροπή εκ των παρόντων Κανόνων, προκειμένου ν’ αποφευχθή άμεσος κίνδυνος»….. «ΜΕΡΟΣ Β’. Κανόνες χειρισμού και πλεύσεως. Τμήμα Ι. Διαγωγή πλοίων υπό οιανδήποτε κατάστασιν ορατότητος. κανονας 4. Εφαρμογή. Οι Κανόνες του παρόντος Τμήματος των Κανονισμών εφαρμόζονται σε κάθε κατάσταση ορατότητας. (…….). κανόνας 6. Ασφαλής ταχύτης. Κάθε πλοίο θα πλέει σε κάθε χρόνο με ασφαλή ταχύτητα, ούτως ώστε να δύναται να λαμβάνει πρέποντα και αποτελεσματικά μέτρα προς αποφυγήν συγκρούσεως και να είναι ακίνητο εντός της ενδεδειγμένης δια τας επικρατούσας περιστάσεις και συνθήκες αποστάσεως. Προς καθορισμό της ασφαλούς ταχύτητος, αι κάτωθι παράγοντες θα είναι μεταξύ εκείνων οι οποίες θα λαμβάνωνται υπ’ όψη: α) Από όλα τα πλοία: (i) η κατάσταση ορατότητας, (ii) η πυκνότητα κυκλοφορίας, περιλαμβάνουσα και συγκεντρώσεις αλιευτικών πλοίων ή οιωνδήποτε ετέρων πλοίων, (iii) η ικανότητα χειρισμού του πλοίου, ειδικώτερα δε η απόσταση ακινητοποιήσεως και η ικανότης στροφής υπό τις κρατούσες συνθήκες, (iν) .., (v) η κατάσταση του ανέμου, της θαλάσσης και του ρεύματος, ως και η ύπαρξη κοντινών ναυτιλιακών κινδύνων. (vi)το βύθισμα του πλοίου σε σχέση με το διατιθέμενο βάθος του ύδατος. β) (…)». Η τήρηση των Κανόνων της άνω Διεθνούς Σύμβασης πριν ή κατά την επέλευση της σύγκρουσης πλοίων έχει κρίσιμη σημασία στον καθορισμό του υπαιτίου. Η παραβίαση αυτών πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς τη σύγκρουση και το συνακόλουθο ζημιογόνο αποτέλεσμα, επιπλέον δε πρέπει να οφείλεται σε πταίσμα του υπευθύνου στο πλοίο. Εάν η παραβίαση των Κανόνων τελέστηκε επειδή ο πλοίαρχος δεν είχε το χρόνο ή τη δυνατότητα να εκτελέσει τον επιβαλλόμενο χειρισμό, δεν θεωρείται υπαίτιος της σύγκρουσης που επήλθε. Ομοίως, εάν υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες η εφαρμογή των Κανόνων επάγεται διακινδύνευση του πλοίου ή άλλων πλοίων, η υπαιτιότητα πρέπει να ερευνηθεί ανεξάρτητα από τους ορισμούς των Κανόνων, κατά τους πρακτικούς κανόνες της ναυτικής τέχνης (Α.Π. 58/2003, Ναυτικ.Δικ. 3, 166, Ι. Κοροτζή, ό.α, υπ’ άρθρο 236, σ. 287). Η παραβίαση ωστόσο των Κανόνων δεν είναι επιτρεπτή όταν ο κίνδυνος φαίνεται αμφίβολος ή μακρινός (Ι. Κοροτζή, ό.α, υπ’ άρθρο 236, σ. 287). Εκτός από τους πιο πάνω Διεθνείς Κανόνες, ισχύουν παραλλήλως και οι τοπικοί Κανονισμοί, των οποίων η εφαρμογή δεν εμποδίζεται από τυχόν αντίθεση διάταξής τους προς διάταξη των Διεθνών Κανόνων (Κανών 1 περίπτ. β’). Εξάλλου, με το άρθρο 241 του Κ.Ι.Ν.Δ, που ορίζει ότι οι διατάξεις περί συγκρούσεως εφαρμόζονται και για την ανόρθωση ζημιών τις οποίες προξένησε το ένα πλοίο στο άλλο και που οφείλονται είτε στην εκτέλεση εσφαλμένου είτε στην παράλειψη ωφέλιμου χειρισμού είτε στη μη τήρηση των κανονισμών ναυσιπλοΐας έστω και αν δεν υπήρχε πρόσκρουση, διευρύνεται η έννοια της σύγκρουσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών της 23.9.1910 «Περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», και κατά συνέπεια, για την ύπαρξη σύγκρουσης δεν είναι πάντα απαραίτητη η υλική και άμεση επαφή των πλοίων. Έτσι υπάρχει σύγκρουση σε περίπτωση που πλοίο, κατά την είσοδο στο λιμάνι με ταχύτητα ανώτερη απ’ αυτή που καθόριζε ο Γενικός Κανονισμός Λιμένος, δημιούργησε υψηλό κυματισμό, ο οποίος μετατόπισε ασφαλώς αγκυροβολημένο σκάφος, με αποτέλεσμα αυτό να προσκρούσει στην προκυμαία (Εφ.Πειρ. 267/1997, Νομ.Εφ.Πειρ. 1996-1997, 714, Εφ.Πειρ. 226/1995, Ε.Ν.Δ. 24, 148, Εφ.Πατρ. 656/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Καμβύση, Ιδιωτ. Ναυτ. Δικ, έκδ. 1982, σ. 636, Ι. Κοροτζή, ό.α, υπ’ άρθρο 241, σ. 303).

Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 533 § 1 και 534 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης και των λόγων της ερευνά την ουσιαστική βασιμότητα αυτών και, αν πλήττεται η εκκαλουμένη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης με βάση το αποδεικτικό υλικό που προσκομίζεται ενώπιόν του στο σύνολό του, δηλαδή τόσο τα παραδεκτά και νόμιμα αποδεικτικά μέσα που είχαν με επίκληση προσκομιστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσον και εκείνα που υπό τους όρους του άρθρου 529 ΚΠολΔ παραδεκτώς προσκομίζονται για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1855/2006, ΔΕΕ 2007/1347, ΑΠ 1440/2005, Δνη 2006/155, ΜονΕφΠειρ. 533/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 115, αρ. 2, σελ. 273) και όχι με βάση τα αποδιδόμενα ειδικότερα σφάλματα εκτιμήσεως που ενδεχομένως εμφιλοχώρησαν κατά την κατάστρωση του ουσιαστικού μέρους της εκκαλουμένης και τη συναγωγή του αποδεικτικού συμπεράσματός της (ΑΠ 250/2014, ΕφΑΔ 2014/763, ΑΠ 738/2013, ΕΦΑΔ 2014/314, ΑΠ 367/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1646/2003, Δνη 2005/1694). Για το λόγο αυτό, το εφετείο δεν δεσμεύεται από τη συγκεκριμένη αποδεικτική αιτίαση αλλά έχει την εξουσία να απορρίψει την δεκτή γενόμενη ή να δεχθεί την απορριφθείσα αγωγή για αποδεικτική πλημμέλεια την οποία ο εκκαλών δεν εντόπισε ούτε προέβαλε, ακόμα και αν απορρίπτει το αποδεικτικό σφάλμα στο οποίο θεμελιώνεται ο λόγος έφεσης, ενώ ταυτόχρονα δεν περιορίζεται στην εξέταση μόνον του αποδεικτικού μέσου στο οποίο αφορά η αιτίαση αλλά εκτιμά εξαρχής το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, εντός βεβαίως του εκκληθέντος κεφαλαίου και υπό τον όρο της νομότυπης επίκλησης και προσκομιδής του. Επομένως, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, ειδικότερος λόγος αυτής περί εσφαλμένης λήψεως ή μη λήψεως υπόψη εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ορισμένου αποδεικτικού μέσου, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, του οποίου γίνεται νομοτύπως επανεπίκληση και επαναπροσκομιδή, αποβαίνει άνευ αντικειμένου και απορρίπτεται ως αλυσιτελής και κατά τούτο απαράδεκτος (ΤριμΕφΠειρ. 262/2016, ΤριμΕφΠειρ. 679/2015, ΤριμΕφΘεσ. 1970/2014, ΤριμΕφΛαμ. 16/2013, ΕφΛαμ. 98/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ. 849/2017, Αρμ. 2017/616, ΜονΕφΘεσ. 1605/2018, ΜονΕφΘεσ. 1468/2018, ΜονΕφΘεσ. 712/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο διότι σε κάθε περίπτωση το εφετείο έχει και χωρίς ειδικό παράπονο την υποχρέωση καθολικής επανεκτιμήσεως των αποδείξεων, της οποίας η παραβίαση κατά την κατάστρωση της ελάσσονος προτάσεως του δικανικού του συλλογισμού ελέγχεται αναιρετικά (ΟλΑΠ 42/2002 Δνη 2003/375) και τότε μόνο θα εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή του λόγου της έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, όταν οδηγηθεί πλέον σε διατακτικό διαφορετικό από εκείνο της εκκαλουμένης. Αν, αντίθετα, κρίνει ότι συνεκτιμώντας το αποδεικτικό μέσο που παραλείφθηκε στον πρώτο βαθμό ή ότι αν παραλείψει την αξιολόγηση της απόδειξης που προσήχθη απαραδέκτως και επαναπροσάγεται, οδηγείται στο ίδιο ή ισοδύναμο διατακτικό, η έφεση θα απορριφθεί και θα αντικατασταθούν απλώς οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης αποφάσεως (ΤριμΕφΔυτΜακ 139/2012, Αρμ. 2017/1198).  Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν/Δ. 712/1970 (Περί διοικητικού ελέγχου του ναυτικού ατυχήματος):  «Ως ναυτικό ατύχημα κατά τον παρόντα νόμο θεωρείται κάθε συμβάν το οποίο έχει ως αποτέλεσμα: α) την ολική πραγματική ή τεκμαρτή απώλεια ελληνικού πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος, β) την εγκατάλειψη τούτων στους ασφαλιστές, γ) οριστική ή προσωρινή εγκατάλειψη του πλοίου υπό του πληρώματος, δ) την απώλεια ή βλάβη του επί του πλοίου ή του πλωτού ναυπηγήματος μεταφερομένου φορτίου κατά ποσοστό ανώτερο του ενός τετάρτου αυτού, ε) τη σοβαρή βλάβη εκ της οποίας προήλθε διαρκής ακυβερνησία του πλοίου και στ) την απώλεια ζωής ή σοβαρό τραυματισμό μέλους του πληρώματος ή επιβάτη».

Από τις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις που ορθώς λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και όλα ανεξαρτήτως των προσκομιζόμενα έγγραφα ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ. 1 εδαφ. β’ Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 1782/2017, www.areiospagos.gr, Εφ.Πειρ. 47/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πατρ. 279/2019, www.dsanet.gr), για μερικά από τα οποία (έγγραφα) γίνεται ειδικότερη μνεία παρακάτω, χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών (Α.Π. 386/2015, Α.Π. 1001/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της  λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη εκκαλών είναι ιδιοκτήτης του υπό σηµαία Ολλανδίας ιστιοφόρου σκάφους «T», µήκους 19,40 µ., το οποίο ναυπηγήθηκε το έτος 2001 στο Fiumicino Ιταλίας. Το σκάφος αυτό φέρει στο πρυµναίο τµήµα του ηλεκτρονικά αναδιπλούµενη πλατφόρµα κολύµβησης, διαστάσεων 110 εκ. Χ 110 εκ., η οποία αποτελεί σταθερή εκ ναυπηγήσεως κατασκευή. Την 16.06.2017 το σκάφος ήταν πρυµνοδετηµένο μέσα στο λιμανι της Νάξου, στην περιοχή που ελλιµενίζονται τα τουριστικά σκάφη (µαρίνα Νάξου), η οποία (περιοχή) βρίσκεται στη δεξιά πλευρά σε σχέση µε τα εισερχόµενα στον λιµένα σκάφη και προστατεύεται από λιµενοβραχίονα. Την ίδια ηµέρα το υπό σηµαία Κύπρου Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο «CJ2», κυριότητας της µη διαδίκου εδρεύουσας στη Λεµεσό Κύπρου εταιρίας µε την επωνυµία «…………..», το οποίο εκµεταλλεύεται για δικό της λογαριασµό η εφεσίβλητη µε την ιδιότητα της εφοπλίστριας, εκτελούσε το τακτικό δροµολόγιο προς Θήρα,  Ίο, Νάξο, Μύκονο. Όπως προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στο ηµερολόγιο γέφυρας, απόσπασµα του οποίου προσάγει µε επίκληση η εφεσίβλητη εναγόµενη, το παραπάνω πλοίο κατέπλευσε για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών και οχηµάτων στο λιμάνι της Νάξου στις 12.30 και στις 12.35 προσέδεσε στην προβλήτα επιβατηγών πλοίων, η οποία βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του λιμανιού σε σχέση µε τα εισερχόµενα σκάφη. Οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον κατάπλου του «Cj2» στο λιμάνι της Νάξου ήταν πολύ καλές και στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή έπνεαν ασθενείς έως σχεδόν µέτριοι άνεµοι από βόρειες διευθύνσεις, εντάσεως 3 – 4 στην κλίµακα Μποφόρ, όπως αποδεικνύεται από το απόσπασµα ηµερολογίου γέφυρας. Κατά τον κατάπλου του «CJ2» προκλήθηκε κυµατισµός και το σκάφος του εκκαλούντος µετατοπίσθηκε προς την προβλήτα, όπου και προσέκρουσε µε την πλατφόρµα κολύµβησης, η οποία κατά τον παραπάνω χρόνο ήταν ανοικτή. Από την ως άνω πρόσκρουση σύμφωνα με την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως από 02.12.2017 έκθεση επιθεώρησης του ναυπηγού – µηχανικού ……….., προκλήθηκε ζηµία στην πλατφόρµα κολύµβησης και, συγκεκριµένα, αποκολλήθηκαν από τις εσωτερικές ενισχύσεις οι επάνω και κάτω άκρες της πλατφόρµας, προκλήθηκαν ρωγµές κατά µήκος της επάνω άκρης της, αποφλοιώσεις τµηµάτων της, αποδόµηση του πολυεστέρα, κοίλα τµήµατα στις δύο άκρες και γύρω από τον πλευρικό υδραυλικό βραχίονα, καθώς και ρωγµές γύρω από τους συνδέσµους και τις επιστρώσεις της. Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι ο κυµατισµός που προκάλεσε το «CJ2» κατά τον κατάπλου του στον λιµένα της Νάξου και είχε ως αποτέλεσµα την πρόσκρουση του πρυµνοδετηµένου σκάφους του στην προκυµαία ήταν υπερβολικός, καθώς και ότι προκλήθηκε από επικίνδυνους ελιγµούς ταχείας προσέγγισης που εκτέλεσαν ο πλοίαρχος και το πλήρωµα του πλοίου. Παραπονείται δε με το δεύτερο λόγο εφέσεως διότι δεν εκτιμήθηκε ως δημόσιο έγγραφο η από 06.10.2017 έγγραφη µαρτυρία του …………….. στην οποία αυτός αναφέρει ότι τα οπλοίο εφοπλισμού της εφεσίβλητης εισήλθε στο λιμάνι με ασυνήθιστα μεγάλη ταχύτητα προκαλώντας µεγάλο κυµατισµό, καθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι αυτός  κατά τον χρόνο του ένδικου συµβάντος δεν είχε την ιδιότητα του Λιµενάρχη, όπως ισχυριζόταν ο εκκαλών, αλλά ότι απασχολούταν ως υπεύθυνος της µαρίνας Νάξου, έχοντας καταρτίσει σχετική σύµβαση µε το Λιµενικό Ταµείο Νάξου. Επιπλέον ο εκκαλών παραπονείται ότι μη νομίμως λήφθηκε υπόψη η με αριθμό πρωτοκόλου ………../12.04.2019 βεβαίωση του Λιµεναρχείου Νάξου αναφορικά με την ιδιότητα του. Να σημειωθεί όμως αναφορικά με την τελευταία αιτίαση, ότι αυτή αλυσιτελώς υποβάλλεται σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη καθώς τυχόν παραδοχή της δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, διότι σύμφωνα με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ ενώπιον αυτού του δικαστηρίου επιτρέπεται η προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων και συνεπώς και της με αριθμό ………../12.4.2019 βεβαίωσης του λιμεναρχείου Νάξου. Περαιτέρω να αναφερθεί ότι η προαναφερόμενη φθορά της προβλήτας του σκάφους του εκκαλούντος δε συνιστά ναυτικό ατύχημα κατά την έννοια του προαναφερόμενου άρθρου 1 του ν.δ.712/1970 «περί διοικητικού ελέγχου του ναυτικού ατυχήματος», και για το λόγο αυτό εξάλλου, δεν διερευνήθηκε από την επιτροπή του ΑΣΝΑ του άρθρου 3 παρ. 2 του ν.δ 712/1970, όπως ισχύει μετά το άρθρο 9 του ν. 2575/1998, όπως ισχυρίζεται αβασίμως η εφεσίβλητη, η οποία διατείνεται ότι θα έπρεπε να λάβει χώρα τέτοια έρευνα. Όμως το λιμεναρχείο Νάξου το οποίο ήταν αρμόδιο δεν διεξήγε έρευνα για το συμβάν για το οποίο παραπονείται ο εκκαλών. Από το βιβλίο δε συμβάντων αναφέρεται ότι 13.5 “προσήλθε στην υπηρεσία μας ο ………. ο οποίος μας δήλωσε ότι το CJ2 κατέπλευσε στο λιμάνι με μεγάλη ταχύτητα και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν μεγάλες υλικές ζημίες στην πρύμνη του σκάφους του και ειδικότερα το CJ2 έχοντας αυξημένη ταχύτητα προκάλεσε μεγάλα κύματα με αποτέλεσμα το σκάφος του «T» να χτυπήσει πάνω στην αποβάθρα της μαρίνας αρκετές φορές. Δεν έχει ολοκληρωθεί η αναφορά ζημιών ακόμη. Επειδή η πασαρέλα του σκάφους έχει καταστραφεί τελείως η επισκευή θα κοστίσει περίπου 10.000-15.000”. Το λιμεναρχείο Νάξου ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η μόνη αρμόδια αρχή στη διακριτική ευχέρεια της οποίας ήταν μετά την ιδιωτική καταγγελία να εξετάσει αν συνέτρεχε στο πρόσωπο του πλοιάρχου του πλοίου εφοπλισμού της εφεσίβλητης η αμέλεια που απαιτείται για την εφαρμογή των διατάξεων της από 20ης Οκτωβρίου 1972 Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου «περί διεθνών κανονισμών προς αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα», η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ.  93/1974 και του ΚΙΝΔ. Όμως το Λιμεναρχείο Νάξου δεν προέβη σε καμία ενέργεια καθώς η καταγγελία ήταν μία και μοναδική, δηλαδή άλλες ζημίες σε σκάφη που βρίσκονταν στη μαρίνα του λιμανιού της Νάξου δίπλα στο σκάφος του εκκαλούντος ενάγοντος δεν προέκυψαν, παρόλο που και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας αποδεικνύεται ότι πάμπολλα σκάφη είναι δεμένα εκεί καθ’όλη τη διάρκεια του έτους. Επιπροσθέτως πρέπει να αναφερθεί ότι η καταγγελία του εκκαλούντος ενάγοντος δεν επιβεβαιώνεται από αντικειμενικά στοιχεία, αφού όπως θα αναφερθεί παρακάτω η ταχύτητα ενός πλοίου ελέγχεται μέσω συστήματος όταν αυτό προσεγγίζει σε λιμάνι. Να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση αλυσιτελώς και αβασίμως ο εκκαλών παραπονείται για το ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε με αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου μη επιδεχόμενης ανταποδείξεως τη βεβαίωση του ……….. Πρωτίστως να αναφερθεί ότι κάθε εγγραφή σε δημόσιο βιβλίο όταν δεν αφορά γεγονότα που συνέβησαν μπροστά στο συντάκτη όταν συντασσόταν το έγγραφο ώστε να αποκλείεται η ανταπόδειξη και να επιβάλλεται η προσβολή τους ως πλαστών, αλλά αφορούν γεγονότα μέσα στον κύκλο των υπηρεσιακών καθηκόντων την αλήθεια των οποίων εξέτασε ο συντάκτης αλλά επιτρέπεται ανταπόδειξη (βλ. Μπέη Απόδειξη 1983, 179). Η δε δήλωση του υπευθύνου της προβλήτας Νάξου ……….. που ορθώς εκτιμήθηκε ως ιδιωτική βεβαίωση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η οποία αναφέρει ότι “το φέρυ δημιούργησε μεγάλα κύματα πολύ μεγαλύτερα αυτών που συνήθως έβλεπε” δεν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά στοιχεία για την ταχύτητα του πλοίου μέσω του συστήματος ΑΙS από το οποίο αποδεικνύονται παραβάσεις, υπερβάσεις ορίων ταχύτητας. Επομένως δεν αποδείχθηκε στον απαιτούμενο βαθμό ότι το «CJ2» εισήλθε στον λιµένα Νάξου µε ταχύτητα που υπερέβαινε τα 5 ναυτικά µίλια, που είναι η µέγιστη προβλεπόµενη ταχύτητα για την είσοδο στον λιµένα Νάξου, µε βάση το άρθρο 5 παρ. 1 περ. α’ του Ειδικού Κανονισµού Λειτουργίας του αγκυροβολίου τουριστικών σκαφών, που εγκρίθηκε µε την Υ.Α. 8306/2006 της Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β’ 1009/27.07.2006), ούτε ότι ο πλοίαρχος και το πλήρωµα εκτέλεσαν ακατάλληλου; και επικίνδυνους χειρισµούς για την πρυµνοδέτηση του πλοίου, κατά παράβαση των κανόνων της ναυτικής τέχνης, οι οποίοι προκάλεσαν κυµατισµό πιο έντονο και ασυνήθη, σε σχέση µε ανάλογων διαστάσεων και χωρητικότητα; επιβατηγά πλοία που καταπλέουν στο λιμάνι της Νάξου. Αντίθετά με τις ένορκες βεβαιώσεις τους οι µάρτυρες της εφεσίβλητης ………… και ………, οι οποίοι, κατά τον παραπάνω χρόνο, ήταν ναυτολογηµένοι στο «CJ2» µε τις ειδικότητες του υποπλοιάρχου και του υπάρχου, αντίστοιχα, κατέθεσαν µε σαφήνεια ότι ήδη από τις 12.05 και ενώ το πλοίο απείχε περίπου 1,5 µε 2 ναυτικά µίλια από τον λιµένα της Νάξου έπλεε µε µειωµένη ταχύτητα γύρω στους 4 µε 5 κόµβους, και κατέπλευσε µε ασφαλή πηδαλιουχήσιµη ταχύτητα, εκτελώντας ασφαλείς χειρισµούς πλοήγησης. Επομένως δεν αποδείχθηκε ότι η πρόσκρουση της ανοικτής πλατφόρμας του σκάφους του εκκαλούντος οφείλεται σε πταίσµα των προστηθέντων της εφεσίβλητης, με δεδομένο ότι κανένα άλλο σκάφος δεν υπέστη ζημία κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία για τον τρόπο της πρόσδεσης του σκάφους (για να κριθεί αν ήταν ο ενδεδειγμένος) κατά τον χρόνο του συµβάντος, ούτε η απόσταση της πλατφόρµας κολύµβησης του σκάφους αυτού από την προκυµαία της άκρης. Κατόπιν των ανωτέρω κρίνεται ότι οι ζηµίες από το ένδικο συµβάν βαρύνουν τον ίδιο τον εκκαλούντα. Συνεπώς αυτός δε δικαιούται την αξιωθείσα με την αγωγή αποζημίωση. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τόσο την ιδιωτική βεβαίωση του υπευθύνου της προβλήτας τουριστικών σκαφών όσο και το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος στην παρούσα έκκλητη δίκη εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.  Τέλος θα διαταχθεί η εισαγωγή του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό  ………./2021 ποσού 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 20.12.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/31.12.2021 έφεση κατά της με αριθμό 3047/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της με αριθμό κατάθεσης ………../2018 αγωγής

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ

Διατάσσει την εισαγωγή του ηλεκτρονικού παράβολου εφέσεως με αριθμό …………/2021 ποσού 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  την 1η Μαρτίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ