Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 745/2022

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 745/2022

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, κωλυομένων των Προέδρων Εφετών, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – εναγόντων: 1) της υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας …………, 2) ………… 2, 3) ………… 4) ……….., 5) ………. 6) …….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Πλάτωνα Νιάδη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και Αργύριο Αργυριάδη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης).

Του εφεσίβλητου – εναγόμενου: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσάκωνα (ΑΜ …….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).

Οι ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 09.12.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 αγωγή τους, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το ως άνω Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 222/2021 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Οι εκκαλούντες – ενάγοντες προσέβαλαν την απόφαση αυτή με την από 12.04.2021 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../29.04.2021 και ειδικό …/29.04.2021, προσδιορίστηκε ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./12.05.2021 και ειδικό …../12.05.2021, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εκκαλούντων – εναγόντων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσίβλητου – εναγόμενου αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 ορίζεται ότι “1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.03.2020-31.05.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του ΚΠολΔ, καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 του ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”, ενώ κατά την παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 ορίζεται ότι “Το χρονικό διάστημα από τις 07.11.2020 έως και την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 4682/2020, δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους” και, τέλος, κατά την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4679/2021 ορίζεται ότι “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/26.3.2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό “Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6:00″, ήτοι η 6.4.2021”. Κατά μία άποψη, τα χρονικά διαστήματα από 13.03.2020 έως 31.05.2020 και από 07.11.2020 έως 06.04.2021 της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, βάσει των άρθρων 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020 και 83 παρ. 1 του Ν. 4790/2021, δεν υπολογίζονται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων (βλ. ΑΠ 987/2022 ΝΟΜΟΣ), ενώ κατά την αντίθετη άποψη, η καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων είναι ανελαστική και δεν είναι επιδεκτική αναστολής, διακοπής, παράτασής της ή επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, και συνεπώς δεν εφαρμόζεται επ’ αυτής η διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020 (βλ. ΑΠ 762/2022 ΝΟΜΟΣ). Ήδη, με το άρθρο 49 του Ν. 4963/2022 (ΦΕΚ Α’ 149/30.07.2022), ρητώς προβλέφθηκε ότι τα χρονικά διαστήματα προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν υπολογίζονται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων, και ειδικότερα ορίσθηκε “1. Κατά την αληθή έννοια του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020, και του πρώτου εδάφιου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ανεστάλησαν κατά το διάστημα από 13.03.2020 ως 31.05.2020 και από 07.11.2020 έως 05.04.2021, νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 του ΚΠολΔ. 2. Κατά την αληθή έννοια του τρίτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 και του τρίτου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 ως προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων των οποίων παρατείνεται η λήξη νοούνται και οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 518, της παρ. 5 του άρθρου 545 και της παρ. 3 του άρθρου 564 ΚΠολΔ.” Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 12.04.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 222/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, και με την οποία απορρίφθηκε η από 09.12.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η έφεση ασκήθηκε μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων – εναγόντων, κατ’ άρθρο 143 του ΚΠολΔ ,την 01.02.2021 (βλ. την υπ’ αριθ. …./01.02.2021 έκθεση επίδοσης στον πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων – εναγόντων της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς ………………), η δε κρινόμενη από 12.04.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/29.04.2021 και ειδικό ……/29.04.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, δεδομένου ότι από την επομένη της επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης την 01.02.2021, δεν άρχισε να τρέχει η καταχρηστική προθεσμία των τριάντα ημερών του άρθρου 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας από την 07.11.2020 έως την 06.04.2021, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 74 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4690/2020 και 83 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, η οποία άρχισε να τρέχει από την 07.04.2021, και ως εκ τούτου δεν είχε συμπληρωθεί αυτή η προθεσμία κατά την άσκηση της ένδικης έφεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 29.04.2021, καθόσον το ανωτέρω χρονικό διάστημα προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν υπολογίζεται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, σύμφωνα με την πρώτη ως άνω άποψη, την οποία και το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη, και σύμφωνα με τη ρητή πλέον πρόβλεψη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες – ενάγοντες το παράβολο των 150,00 ευρώ, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Οι ενάγοντες στην από 09.12.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή τους, την οποία άσκησαν κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθεταν ότι η πρώτη ενάγουσα, υπό εκκαθάριση ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..» και έδρα τον …….. Αττικής, είχε αναλάβει την οργάνωση και την λειτουργία φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης με τον διακριτικό τίτλο «………..» στην περιοχή του …… και αποτελούσε μέλος του δικτύου του συστήματος δικαιόχρησης (franchising) φροντιστηρίων με δότη (franchisor) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», οι δε λοιποί των εναγόντων καθώς και ο εναγόμενος ήταν ομόρρυθμοι εταίροι της πρώτης ενάγουσας, ότι ο εναγόμενος, ο οποίος προσλήφθηκε από την πρώτη ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρεία το έτος 2004 ως καθηγητής φυσικής, στη συνέχεια εισήλθε σ’ αυτήν ως ομόρρυθμος εταίρος με ποσοστό συμμετοχής 25% στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας, αποτελούσε σημαντικό στέλεχος αυτής, αφού ήταν υπεύθυνος σπουδών του φροντιστηρίου της πρώτης ενάγουσας, ενώ οι καθηγήτριες …….. και ……….. εργάζονταν επί σειρά ετών στο εν λόγω φροντιστήριο, ότι τον Ιούνιο του έτους 2014, ο εναγόμενος και οι ανωτέρω καθηγήτριες αποχώρησαν οικειοθελώς και συντονισμένα από το φροντιστήριο της πρώτης ενάγουσας, ο δε εναγόμενος κατά την αποχώρησή του, συνήψε με τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγόντων, ομόρρυθμους εταίρους της πρώτης ενάγουσας, το από 02.06.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης εταιρικής μερίδας σε ομόρρυθμη εταιρεία, το από 02.06.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης μεριδίων, τροποποίησης των όρων του καταστατικού ομόρρυθμης εταιρείας και κωδικοποίησης του καταστατικού, και το από 02.06.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει των οποίων αυτός ανέλαβε την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, για το χρονικό διάστημα από την 02.06.2014 έως την 15.05.2018, ότι δεν θα εργαζόταν σε άλλο φροντιστήριο εντός των ορίων των Δήμων Κορυδαλλού, Αγ. Βαρβάρας και της Δημοτικής Ενότητας Νίκαιας του Δήμου Νίκαιας – Άγ. Ιωάννη Ρέντη, ούτε θα λειτουργούσε ατομική επιχείρηση φροντιστηρίου ή θα συνεργαζόταν με εταιρική ή μετοχική σχέση με φροντιστήριο εντός των ως άνω ορίων και ότι σε περίπτωση που θα παραβίαζε υπαιτίως τον όρο αυτό θα κατέπιπτε σε βάρος του ποινική ρήτρα ύψους 250.000,00 ευρώ, καταβλητέα στην πρώτη ενάγουσα εταιρεία ή σε περίπτωση λύσης αυτής στους υπόλοιπους ενάγοντες ομόρρυθμους εταίρους, διαιρετά ανάλογα με τα ποσοστά συμμετοχής τους στην πρώτη ενάγουσα, ότι το ύψος της συμφωνηθείσας ως άνω ποινικής ρήτρας ήταν απολύτως εύλογο και δίκαιο, λαμβανομένου υπόψη ότι συμφωνήθηκε μεταξύ τους ο εναγόμενος να λαμβάνει σταθερά, για όσο χρονικό διάστημα θα διαρκούσε η υποχρέωσή του περί μη ανταγωνισμού, ποσοστό 25% επί των κερδών της πρώτης ενάγουσας, καταβλητέο από τους υπόλοιπους ενάγοντες ομόρρυθμους εταίρους αυτής, διαιρετά κατά την αναλογία των ποσοστών συμμετοχής τους στην πρώτη ενάγουσα, η οποία εγγυήθηκε την καταβολή των εν λόγω ποσών από τους ομόρρυθμους εταίρους, ευθυνόμενη ως πρωτοφειλέτρια, ότι ο εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος τη φήμη, την οργάνωση, την τεχνογνωσία και τις μεθόδους διδασκαλίας της πρώτης ενάγουσας και προσελκύοντας την πελατεία αυτής με αθέμιτες μεθόδους, ενήργησε αντίθετα στα χρηστά ήθη, αντισυμβατικά και υπαίτια, με σκοπό να διαταράξει τη λειτουργία του φροντιστηρίου της πρώτης ενάγουσας και να προσβάλει την επιχειρηματική της αξιοπιστία και φήμη, ότι ειδικότερα τον Μάρτιο του έτους 2014 συνέστησε με την ………. ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», η οποία ανέπτυξε ανταγωνιστική δραστηριότητα, λειτουργώντας φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης στο ………. Αττικής, ο δε εναγόμενος διαφήμιζε και προωθούσε την εν λόγω επιχειρηματική του δραστηριότητα όσο χρονικό διάστημα εργαζόταν στο φροντιστήριο της πρώτης ενάγουσας, ότι επιπλέον συμμετείχε ως αφανής εταίρος με εμφανή εταίρο την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………. την οποία συνέστησαν τον Μάρτιο του έτους 2015 οι καθηγήτριες …. και …., και η οποία ανέπτυξε ομοίως ανταγωνιστική δραστηριότητα, λειτουργώντας φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης στον ….. Αττικής, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό την περιλαμβανόμενη στα προαναφερόμενα από 02.06.2014 ιδιωτικά συμφωνητικά ρήτρα περί μη ανταγωνισμού, ότι η ανωτέρω υπαίτια, παράνομη και αντίθετη στα χρηστά ήθη συμπεριφορά του εναγόμενου είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί δραματικά ο αριθμός των εγγεγραμμένων μαθητών του φροντιστηρίου της πρώτης ενάγουσας και συνακόλουθα τα καθαρά κέρδη αυτής, ανερχόμενα το έτος 2014 στο ποσό των 33.192,98 ευρώ, και τελικώς να διακόψει αυτή τη λειτουργία της και να λυθεί δυνάμει του από 22.02.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης ομόρρυθμης εταιρείας και να τεθεί σε εκκαθάριση, εκπροσωπούμενη από τον εκκαθαριστή αυτής δεύτερο ενάγοντα, η οποία ολοκληρώθηκε την 04.03.2016 και η εταιρεία διαγράφηκε οριστικά από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο την 10.03.2016. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος: α) να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα ως αποζημίωση (αποθετική ζημία) το ποσό των 140.000,00 ευρώ, συνιστάμενο στα διαφυγόντα κέρδη αυτής κατά τα έτη 2015-2018, ήτοι 4 έτη X 35.000,00 ευρώ ετησίως, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε έτους για κάθε επιμέρους κονδύλιο, β) να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 100.000,00 ευρώ, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτή υπέστη από την ανωτέρω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου που οδήγησε στη λύση της πρώτης ενάγουσας εταιρείας, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και γ) να καταβάλει στους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτη και έκτη των εναγόντων το ποσό των 250.000,00 ευρώ – κατά το εκτιθέμενο στην αγωγή ποσοστό συμμετοχής τους στην πρώτη ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρεία – ως καταπεσούσα ποινική ρήτρα, με το νόμιμο τόκο από την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας την 31.03.2015, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 222/2021 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων αναφορικά με το κονδύλιο της καταπεσούσας ποινικής ρήτρας από την κατάπτωση αυτής την 31.03.2015, απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – ενάγοντες με την κρινόμενη από 12.04.2021 έφεσή τους για τους περιεχόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή τους.

Με τις διατάξεις, που περι­λαμβάνονται στο ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ (άρθρα 249 έως και 294) του Ν. 4072/2012, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσί­ευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (πλην ορισμένων διατάξεων που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω), κατ’ άρθρο 330 παρ. 2 του νόμου, ρυθμίζονται θέματα, που αφορούν στις προσωπικές εμπορικές εταιρείες (ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη, αφα­νή και κοινοπραξία). Ειδικότερα, τα θέματα που αφορούν στην ομόρρυθμη εταιρεία ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 249 έως και 270, που περιλαμβάνονται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α του Μέρους αυτού. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 294 του ανωτέρω νόμου, αυτός εφαρμόζεται και στις εταιρίες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, ενώ από την έναρξη ισχύος του καταργούνται οι δι­ατάξεις των άρθρων 18 – 28, 38, 39, 47 – 50 και 64 του Εμπορικού Νόμου. Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ­θρων 249 και 268 του Ν. 4072/2012 συ­νάγεται ότι, αν σε περίπτωση λύσης της εταιρίας οι εταίροι δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, τη λύση της εταιρείας ακο­λουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης, κατά το οποίο εφαρμόζονται, ελλείψει ειδικότερης ρύθμισης στο Ν. 4072/2012, οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρεία, ήτοι οι διατάξεις των άρθρων 777 επ. του ΑΚ. Η εκκαθάριση αποσκοπεί στην περάτωση των νομικών σχέσεων, που προήλθαν από τη σύστα­ση και τη λειτουργία της εταιρίας και ήταν εκκρεμείς, κατά τον χρόνο της λύσης της. Οι εν λόγω σχέσεις ανάγονται: α) είτε σε σχέσεις μεταξύ της εταιρίας και των τρί­των (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εξωεταιρικές σχέσεις μεταξύ εταιρίας και εταίρων, που σ’ αυτή την περίπτωση αντι­μετωπίζονται σαν τρίτοι), β) είτε σε σχέσεις από την εταιρική σύμβαση, μεταξύ των εταίρων ή μεταξύ εταίρων και εταιρίας, γ) είτε σε σχέσεις, μεταξύ των εταίρων, ως προς το καθαρό προϊόν της εκκαθάρισης, δηλαδή την ενεργητική εταιρική περιουσία, που απομένει μετά την εκπλήρωση των εταιρικών υποχρεώσεων. Ειδικότερα, κατά το στάδιο της εκκαθάρισης γίνεται η ρευ­στοποίηση του ενεργητικού, η διαπίστωση και εξόφληση των χρεών, η απόδοση των εισφορών και η διανομή, μεταξύ των εταί­ρων, του καθαρού ενεργητικού της εταιρι­κής περιουσίας, που τυχόν απομένει, μετά την εξόφληση των εταιρικών χρεών και την απόδοση των εισφορών. Το στάδιο της εκ­καθάρισης ομόρρυθμης εταιρίας δεν παύ­ει, πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις αυτής και, εάν μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης διαπιστωθεί η ύπαρξη εταιρικής απαίτησης ή εταιρικού χρέους, τότε επαναλαμβάνονται οι εργασίες εκκα­θάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρίας από τον εκκαθαριστή. Άλλωστε, σκοπός της εκκαθάρισης είναι να περατώσει την εταιρεία ως ένωση προσώπων και ως νομικό πρόσωπο και δη να την αποξενώσει από κάθε περιουσιακό στοιχείο, ώστε η εταιρεία να μην έχει λόγο ύπαρξης. Έτσι η εκκαθάριση περατώνεται όταν πετύχει το σκοπό της, όταν αποξενώσει την εταιρεία από κάθε περιουσιακό στοιχείο. Τότε μαζί με την εκκαθάριση περατώνεται και η εταιρεία, αφού δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Ενδέχεται από άγνοια, όμως, να θεωρηθεί ότι η εκκαθάριση περάτωσε το έργο της, και κατ’ ακολουθία να συνταχθεί σχετικός ισολογισμός (άρθρο 268 παρ. 4) και να χωρήσει διαγραφή της εταιρείας από το ΓΕΜΗ (άρθρο 268 παρ. 5 εδ. α’) και μεταγενέστερα να αποκαλυφθεί ότι η εταιρεία εξακολουθεί να έχει δικαιώματα ή και υποχρεώσεις. Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για «αναβίωση» της εκκαθάρισης ή για «τυπική λήξη» και «συνέχιση» αυτής. Ενόψει δε του ότι στην πράξη δεν είναι εφικτή η ακριβής πληροφόρηση για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εταιρείας, επιβάλλεται να γίνει διάκριση ανάμεσα αφενός, στο πέρας της εκκαθάρισης και της εταιρείας και αφετέρου, στο πέρας της διαδικασίας της εκκαθάρισης – ως ακολουθίας νομικών πράξεων που κατευθύνεται στο πέρας της εκκαθάρισης και της εταιρείας. Χάρη στη διάκριση αυτή είναι δυνατό να λάβει χώρα, κατά σύμβαση, περάτωση της διαδικασίας αυτής, με τη σύνταξη ισολογισμού και τη διαγραφή της εταιρείας, ενώ η εταιρεία συνεχίζει να υπάρχει υπό εκκαθάριση, της οποίας η διαδικασία μπορεί να τεθεί και πάλι σε λειτουργία (ΜονΕφΑθ 593/2019 ΝΟΜΟΣ, Κων/νου Παμπούκη, Η εκκαθάριση της ομόρρυθμης εταιρείας, ΔΕΕ 2013, 452-455). Κατά το στάδιο δε αυτό, φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της εταιρίας εξακολουθεί να είναι το νομικό πρόσωπο αυτής, το οποίο και κινεί τις σχετικές δίκες εκπροσωπούμενο από τον εκκαθαριστή (ΜονΕφΘεσ 1172/2020 Αρμ. 2022. 403, ΜονΕφΛαρ 545/2019 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΘεσ 423/2018 ΝΟΜΟΣ και υπό το προγενέστερο δίκαιο ΑΠ 96/2005 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1410/1996 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2506/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 93/2002 ΔΕΕ 2002. 1253). Περαιτέρω, ως προς την αφανή εταιρία γινόταν δεκτό ότι αφανής ή μετοχική εταιρεία, η οποία ρυθμιζόταν ελλειπτικώς από τα άρθρα 47-50 του ΕμπΝ, είναι η προσωπική, χωρίς νομική προσωπικότητα, εταιρική επωνυμία και περιουσία εταιρία του εμπορικού δικαίου, με απουσία ανάπτυξης του εταιρικού δεσμού προς τα έξω, στην οποία ο μεταξύ των εταίρων εταιρικός δεσμός καταλαμβάνει μόνον τις προς τα έσω σχέσεις των εταίρων. Οι αφανείς εταίροι μετέχουν μόνον ενοχικά στα αποτελέσματα της δραστηριότητας του εμφανούς, και όχι ως κοινωνοί των δικαιωμάτων και συνοφειλέτες των υποχρεώσεων, που δημιουργεί η δράση του εμφανούς, συμμετέχοντας ειδικότερα μόνο στην κατανομή των κερδοζημιών, που προκύπτουν από τη δράση του εμφανούς, ενώ προς τα έξω εμφανίζεται ένας εταίρος (ή περισσότεροι), που ονομάζεται εμφανής, προς διάκριση από τους αφανείς, ο οποίος αναπτύσσει δραστηριότητα έναντι των τρίτων ενεργώντας πάντοτε με το δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό, χωρίς να εκπροσωπεί τους αφανείς εταίρους, ως προς τις σχέσεις δε μεταξύ των μελών, εφαρμόζονται, εφόσον δεν αντιτίθενται στον ιδιάζοντα χαρακτήρα της, οι διατάξεις περί εταιρειών του Αστικού Κώδικα, δηλαδή τα άρθρα 741 επ. του ΑΚ (ΑΠ 1038/2010 ΝΟΜΟΣ). Στην ίδια κατεύθυνση με την διαμορφωθείσα προηγούμενη θέση της νομολογίας ως προς τη φύση της αφανούς εταιρίας, ο Ν. 4072/2012 στο άρθρο 285 αποσαφήνισε πλήρως ότι με τη σύμβαση αφανούς εταιρίας, η οποία δεν έχει νομική προσωπικότητα, ο ένας από τους εταίρους (εμφανής εταίρος) παραχωρεί σε άλλον ή άλλους εταίρους (αφανείς) απλώς δικαίωμα συμμετοχής στα αποτελέσματα μίας ή περισσότερων εμπορικών πράξεων ή εμπορικής επιχείρησης, που διενεργεί στο όνομά του, αλλά προς το κοινό συμφέρον των εταίρων (ΑΠ 192/2021 ΝΟΜΟΣ). Η αφανής εταιρεία προβλέπεται και ρυθμίζεται με βάση τις διατάξεις των άρθρων 285 έως 292 του Ν. 4072/2012 και με παραπομπή στις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρεία (άρθρα 741 επ. το ΑΚ), πλην εκείνων που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρείας (άρθρο 285 παρ. 3 του Ν. 4072/2012). Ειδικότερα, αφανής ή μετοχική εταιρεία είναι η προσωπική, χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική περιουσία εταιρεία, στην οποία ο εταιρικός δεσμός εκδηλώνεται μόνο στις εσωτερικές σχέσεις των εταίρων και απουσιάζει η ανάπτυξη εταιρικού δεσμού προς τα έξω, αφού η εταιρεία δεν είναι φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και δεν εμφανίζεται στις συναλλαγές, ο δε εμφανής εταίρος δρα στο όνομά του ή υπό την επωνυμία του, σαν να μην υπήρχε ο αφανής εταίρος (ΑΠ 1355/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1234/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 116/2013 ΧρΙΔ 2014. 377). Αντισυμβαλλόμενος εμφανής εταίρος μπορεί να είναι οποιαδήποτε εμπορική εταιρεία και γενικότερα νομικό πρόσωπο ή και ένωση προσώπων με ικανότητα δικαίου, η οποία δύναται να είναι φορέας εμπορικής επιχείρησης ή να δύναται να ενεργεί εμπορικές πράξεις (Μ.Θ. Μαρίνος, Γ. Τριανταφυλλάκης, Δίκαιο Προσωπικών Εταιρειών, Ερμηνεία κατ’ άρθρον (άρθρα 249-294 Ν. 2072/2012), άρθρο 285, σελ. 837). Η σύσταση της αφανούς εταιρείας δεν υπόκειται σε διατυπώσεις δημοσιότητας, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 285 του Ν. 4072/2012, αυτή δεν καταχωρίζεται στο ΓΕ.Μ.Η. Ωστόσο, με βάση το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου και άρθρου του άνω νόμου, οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, για την οποία εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 393 του ΚΠολΔ, που απαγορεύει την απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η σύμβαση σύστασης αφανούς εταιρείας, που οφείλει να έχει ελάχιστο περιεχόμενο, το προβλεπόμενο στο άρθρο 741 του ΑΚ, καταρτίζεται άτυπα. Προς απόδειξη της σύστασής της δεν απαιτείται υποχρεωτικά έγγραφο, αλλά μπορεί να αξιοποιηθεί κάθε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο. Όσον αφορά δε στους όρους της εταιρικής σύμβασης, θεσπίζεται έγγραφος αποδεικτικός τύπος. Η συγκεκριμένη ρύθμιση ισχύει, όμως, μόνο για εκείνους τους όρους που παρεκκλίνουν των ενδοτικού χαρακτήρα ρυθμίσεων του νόμου. Αν, δηλαδή, η αφανής εταιρεία έχει συσταθεί άτυπα, τότε οι όροι της εταιρικής σύμβασης διέπονται από τις ρυθμίσεις των άρθρων 285 επ. του Ν. 4072/2012 και των άρθρων του ΑΚ, στις οποίες ο νόμος αυτός παραπέμπει, εκτός εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, οπότε υποχρεούνται να αποδείξουν τούτο μόνο με έγγραφο, εκτός και αν η απόκλιση αυτή από τις παραπάνω διατάξεις, που τυχόν συμφωνήθηκε προφορικά, ομολογείται από τον αντίδικο (ΕφΠειρ 235/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, Σ. Ψυχομάνης, Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών, 4η έκδοση, Κεφ. 3ο.Δ.ΙΙ., παρ. 681, σελ. 200, Σ. Ταλιαδούρος, Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την αφανή εταιρεία. Οι μεταβολές που επήλθαν με τον Ν. 4072/2012, ΔΕΕ 2016. 873 επ.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού, απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές, εργολαβικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε προς τον σκοπό ανταγωνισμού γενομένη πράξη, αντικείμενη στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη και για ανόρθωση της ζημίας. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που αποτελεί γενική ρήτρα κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, ουσιώδεις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της αξίωσης για αποζημίωση επί αθέμιτου ανταγωνισμού, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, είναι: α) να εκτελείται η πράξη, που φέρεται ως συνιστώσα τον αθέμιτο ανταγωνισμό, με πρόθεση ανταγωνισμού προς την από άλλο ασκούμενη εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση και β) να αντίκειται η ανταγωνιστική ενέργεια στα χρηστά ήθη. Σκοπός ανταγωνισμού υπάρχει όταν η πράξη γίνεται με πρόθεση ενίσχυσης του ίδιου ή ξένου ανταγωνισμού και είναι αντικειμενικά πρόσφορη να εξυπηρετήσει τον ανταγωνισμό, δηλαδή απαιτείται σχέση ανταγωνισμού μεταξύ του υποκείμενου της πράξης και τρίτων, οι οποίοι προστατεύονται από κάθε αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά, η οποία επιδρά αρνητικά στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες ή απειλεί την ανταγωνιστική συμπεριφορά τους. Κριτήριο εξειδίκευσης των χρηστών ηθών, αποτελούν, κατ’ αρχήν, οι ιδέες του εκάστοτε, κατά τη γενική αντίληψη, και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και εμπειρίας, με χρηστότητα και σωφροσύνη σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, με βάση τις οποίες, η κρίση για την ύπαρξη ή όχι αντίθεσης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς προς τα χρηστά ήθη, αξιολογούμενης μέσα στο συναλλακτικό κύκλο που αυτή εκδηλώνεται, δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτίμηση μεμονωμένων στοιχείων, όπως τα αίτια ή ο σκοπός του δράστη, αλλά πρέπει να εκτείνεται και να καλύπτει το σύνολο των περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά (ΑΠ 571/2011 ΝΟΜΟΣ). Στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού, η έννοια των χρηστών ηθών, δεν μπορεί να απηχεί αντιλήψεις κοινωνικής μόνο ηθικής, αλλά οφείλει να διαμορφώνεται με βάση, κυρίως, τις οικονομικές και λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης αγοράς στο πλαίσιο των αντίθετων συμφερόντων που καλείται ο νόμος να προστατεύσει από αθέμιτες ανταγωνιστικές συμπεριφορές, διασφαλίζοντας αποτελεσματικά και την εγγυημένη, από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, οικονομική ελευθερία (ΑΠ 533/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1664/2014 ΝΟΜΟΣ). Αντίθετη στα χρηστά ήθη, είναι η συνιστώσα τον ανταγωνισμό πράξη, και όταν χρησιμοποιούνται τρόποι και μέσα αντίθετα προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών (ΑΠ 483/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1042/2009 ΝΟΜΟΣ). Στη γενική ρήτρα του άρθρου αυτού υπάγονται και οι ακόλουθες περιπτώσεις που απαντώνται συχνότερα στις συναλλαγές: πράξεις προσέλκυσης ή απόσπασης πελατείας με αθέμιτες μεθόδους, πράξεις αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης, οι οποίες συνθέτουν τον αποκαλούμενο παρασιτικό ανταγωνισμό, και πράξεις διακινδύνευσης του οικονομικού συστήματος και ελευθερίας (αθέμιτη υποτίμηση). Ειδικότερα, η πελατεία αποτελεί ένα από τα πολύτιμα οικονομικά αγαθά μιας επιχείρησης, η επιδίωξη απόσπασης της οποίας από τον ανταγωνιστή απορρέει από την ουσία και τη λειτουργία του οικονομικού ανταγωνισμού, μόνον δε αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, μπορεί η εν λόγω απόσπαση να προσλάβει αθέμιτο χαρακτήρα, όπως συμβαίνει όταν γίνεται με σκοπό εκτόπισης ορισμένου ή ορισμένων ανταγωνιστών από την αγορά και στη συνέχεια ανενόχλητης ανάπτυξης της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, ή όταν η απόσπαση γίνεται με παραπλάνηση του πελάτη, με μείωση του ανταγωνιστή, με δωροδοκία, με πρόκληση σύγχυσης στην αγορά, με μποϋκοτάζ ή, γενικότερα, με δόλιες μεθοδεύσεις (ΑΠ 613/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 233/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1357/2016 ΕΕμπΔ 2018. 485, ΕφΘεσ 1758/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 260/2012 ΕΕμπΔ 2014. 455, ΕφΠατρ 1252/2007 ΑχαΝομ 2008. 558, ΕφΛαρ 743/2005 ΕΕμπΔ 2007. 722). Εξάλλου, κατά την απολύτως κρατούσα άποψη, η παράβαση συμβατικών ρητρών μη ανταγωνισμού λ.χ. στο πλαίσιο σύμβασης εταιρείας, σύμβασης διανομής ή πώλησης επιχείρησης, ή μη απόσπασης πελατείας, δεν είναι χωρίς άλλο αθέμιτη. Το ίδιο ισχύει και για τις μετασυμβατικές απαγορεύσεις ανταγωνισμού. Η νομιμότητα αμφότερων στηρίζεται στην επιχειρηματική ελευθερία και στην ελευθερία ανταγωνισμού (ΑΠ 1041/2011 ΧΡΙΔ 2011. 377, ΑΠ 797/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010. 819). Η σχετική ρήτρα ανταγωνισμού και μετασυμβατικού ανταγωνισμού είναι έγκυρη, αν και υποκείμενη στον έλεγχο των άρθρων 178 και 179 του ΑΚ, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου, της διάρκειας και της έκτασης της απαγόρευσης, εφόσον εξυπηρετεί νόμιμους στόχους και αντιστοιχεί στο δικαιολογημένο συμφέρον της επιχείρησης (ΑΠ 1591/2002 ΔΕΝ 59. 664, ΕφΑθ 5131/2011 ΔΕΕ 2012. 24, ΕφΘες 870/2008 ΕΕμπΔ 2009. 572). Η σχετική ρήτρα υπόκειται σε έλεγχο και υπό το άρθρο 1 του Ν. 3959/2011 ή και το άρθρο 101 ΣΛΕΕ κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού αναφορικά με τον περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας του αντισυμβαλλόμενου. Η παράβαση της ρήτρας δεν συνιστά eo ipso αθέμιτο ανταγωνισμό, αλλά για να χαρακτηρισθεί αθέμιτη πρέπει να συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, που να στοιχειοθετούν τον αθέμιτο χαρακτήρα, κείμενες εκτός της συμβατικής παράβασης αυτής καθαυτής, χωρίς να αρκεί η παράβαση της παρεπόμενης αυτής ενοχικής ή εκ του νόμου υποχρέωσης. Επικρατεί η θέση ότι η παράβαση της υποχρέωσης πίστης (κατάχρηση εμπιστοσύνης) που υπέχουν ορισμένα πρόσωπα συνιστά ειδική περίσταση, κείμενη εκτός της ίδιας της συμβατικής παράβασης, η οποία θεμελιώνει την αντίθεση στα χρηστά ήθη, σε συνδυασμό με τη θέση που αυτά κατείχαν και την επιρροή που ασκούσαν στην επιχείρηση (Μιχ-Θεοδ. Μαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, εκδ. 2021, σελ. 309-311). Εξάλλου, η αθέμιτη ανταγωνιστική πράξη μπορεί παράλληλα να είναι και αδικοπραξία, εφόσον όμως συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ, ήτοι αυτός που προσβάλλει, να ενεργεί με υπαιτιότητα και ιδίως με πρόθεση, οπότε, δεν αποκλείεται και επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης (άρθρο 932 του ΑΚ) εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή (ΑΠ 339/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 613/2009 ΧρΙΔ 2010. 52, ΕφΑθ 1538/2009 Αρμ 2009. 1200, ΕφΑθ 2110/2008 ΔΕΕ 2008. 984, ΕφΙωαν 147/2008 Αρμ 2009. 1377, ΕφΑθ 5950/2004 ΕλλΔ/νη 46. 1497). Πρόθεση με αποκλειστικό σκοπό τη βλάβη του ανταγωνιστή, δεν απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο που ενήργησε τη ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη, αλλά αρκεί το ότι τελούσε σε γνώση ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του είναι δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε από την πράξη ή παράλειψη από την οποία επήλθε και ούτε είναι αναγκαίο ο σκοπός ανταγωνισμού να αποτελεί το μόνο σκοπό της πράξης (ΑΠ 483/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 19 του Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 29 του Ν. 3784/2009 (ΦΕΚ Α’ 137/07.08.2009), τεθείσα σε ισχύ από 07.09.2009, σύμφωνα με το άρθρο 39 του εν λόγω νόμου, οι αξιώσεις που πηγάζουν από τις διατάξεις αυτού του νόμου επί παραλείψει (ή επί αποζημιώσει) παραγράφονται μετά από δεκαοκτώ (18) μήνες από του χρονικού σημείου κατά το οποίο ο έχων την αξίωση έλαβε γνώση της πράξης και του υπεύθυνου προσώπου, πάντως δε μετά πενταετία από τότε που έγινε η πράξη (ΑΠ 1738/2017 ΝΟΜΟΣ). Επί πράξεων αθεμίτου ανταγωνισμού, οι οποίες δημιουργούν κατάσταση διαρκούς προσβολής, η παραγραφή της αξίωσης για παράλειψη αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο έχων την αξίωση έλαβε γνώση της αθέμιτης πράξης (ΑΠ 1497/2008 ΕΕμπΔ 2010. 1000, ΑΠ 1285/2005 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 608/2009 ΕΕμπΔ 2010. 1000, ΕφΑθ 5244/2006 ΕλλΔνη 2007. 531). Σημειωτέον δε ότι ενώ σε περίπτωση παράλληλης άσκησης αξιώσεων, η καθεμία υπόκειται σε διάφορη παραγραφή, ειδικά στην περίπτωση που μία πράξη παραβιάζει συγχρόνως τις ειδι­κές διατάξεις του Ν. 146/1914, αλλά και τη γενική διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ τότε εφαρμόζεται μόνο η παραγραφή του άρθρου 19 του Ν.146/1914 ως εξαιρετική ρύθμιση και όχι η παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ, διότι το προβάδισμα της εφαρμοστέας διάταξης καθορίζεται από το σκοπό και τον ειδικό χαρακτήρα της παραγραφής. Και τούτο διότι η σύντομη παραγραφή του άρθρου 19 του Ν. 146/1914 σκοπεύει στην ταχεία εκκαθά­ριση των διαφορών που πηγάζουν από τις διατάξεις του ανταγωνισμού, αρχή που κρατεί στο εμπορικό δίκαιο και αποτελεί ειδική ρύθμιση σε σχέση με το δίκαιο των αδικοπραξιών (ΑΠ 1285/2005 ΕΕΝ 2006. 485, Κοτσίρη, Δίκαιο Ανταγωνισμού, έκδ. 2010, σελ. 342, παρ. 387). Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 404 επ. του ΑΚ, προβλέπουν το θεσμό της ποινικής ρήτρας, με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους υπόσχεται στον άλλο ότι, εάν δεν εκπληρώσει ή δεν εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή, που οφείλει σ’ αυτόν από άλλη ενοχή, θα του καταβάλει ένα χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο. Η ποινική ρήτρα, που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, έχει χαρακτήρα γνήσιας ποινικής ρήτρας, αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία και είναι μέσο πίεσης στην εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κύριας ενοχής (ΑΠ 611/1998 ΕλλΔνη 40. 141). Η ποινή καταπίπτει ακόμη και αν ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία (άρθρο 405 παρ. 2 του ΑΚ). Συνιστά δηλαδή έναν τρόπο αποζημίωσης που υποχρεώνεται να καταβάλει ο ασυνεπής συμβαλλόμενος για να αποκαταστήσει έτσι τη ζημία την οποία προξένησε στον άλλο, χωρίς ο τελευταίος να χρειάζεται να επικαλεστεί και να αποδείξει την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας του. Εκτός από τη γνήσια ποινική ρήτρα, υπάρχει και η μη γνήσια ποινική ρήτρα, που δεν ρυθμίζεται από τον ΑΚ. Με αυτή συμφωνείται υπόσχεση ποινής υπό την αίρεση παράλειψης ορισμένης πράξης στο μέλλον, όπως η αποφυγή ανταγωνιστικών πράξεων από τον εργαζόμενο, μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, η υπόσχεση ποινής αποτελεί αυτοτελή σύμβαση, δεν αποβλέπει στην ενίσχυση άλλης (κύριας) ενοχής, αφού δεν υπάρχει άλλη κύρια ενοχή. Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται μόνον αν η πλήρωση της αίρεσης οφείλεται σε υπαιτιότητα αυτού που έδωσε την υπόσχεση και η συμφωνία ποινικής ρήτρας είναι άκυρη, όταν προσκρούει στα χρηστά ήθη, διότι εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 405 παρ. 1 και 408 του ΑΚ (ΕφΘεσ 870/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 738/2001 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 409 του ΑΚ ορίζεται ότι αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο στο μέτρο που αρμόζει, ενώ αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο για τη μόρφωση της δικαστικής του κρίσης σε σχέση με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της “δυσανάλογα μεγάλης ποινής” και του “μέτρου που αρμόζει”, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν και ιδίως το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που επλήγησαν από την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή. Η απαρίθμηση των πιο πάνω κριτηρίων δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτική, ενώ η βαρύτητα του κάθε κριτηρίου διαφέρει ανάλογα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης (ΑΠ 928/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1118/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 193/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 738/2001 ΝΟΜΟΣ). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο αιτούμενος τη μείωση της ποινής ως υπέρμετρης, πρέπει να επικαλεσθεί στην αίτησή του περιστατικά, συνεπεία των οποίων καθίσταται υπέρμετρη η ποινή, και, σε περίπτωση αμφισβήτησής τους, να τα αποδείξει, ενώ δεν αρκεί μόνο το περιστατικό ότι η ζημία του δανειστή είναι μικρότερη της συμφωνημένης ποινής (ΑΠ 1118/2015 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει δε του χαρακτήρα της διάταξης του άρθρου 409 του ΑΚ ως δημόσιας τάξης, η αξίωση του οφειλέτη περί μείωσης της ποινής μπορεί να ασκηθεί σε κάθε στάση της δίκης, ενώ το δικαστήριο λαμβάνει ως βάση για τον σχηματισμό της ως άνω κρίσης του τον χρόνο της απόφασης αυτού (ΑΠ 1738/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1164/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στην πολιτική δίκη αποδεικτικά μέσα είναι, μεταξύ άλλων, κατ’ άρθρο 339 του ΚΠολΔ, και τα έγγραφα και τα δικαστικά τεκμήρια. Τα τελευταία είναι συμπεράσματα τα οποία συνάγει το δικαστήριο από αποδεδειγμένα γεγονότα για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία άλλων γεγονότων. Έτσι, αν ο διάδικος επικαλείται και προσκομίζει κάποιο έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 438, 439 και 443 ΚΠολΔ, προς απόδειξη πραγματικού γεγονότος από την αλήθεια του οποίου ο δικαστής, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορεί να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για την αλήθεια ή αναλήθεια πραγματικών γεγονότων, τα οποία αποτελούν άμεσα στοιχεία του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, το δικαστήριο οφείλει να το λάβει υπόψη και να το αξιολογήσει μαζί με τα άλλα τυχόν προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, άλλως καθιστά την απόφασή του αναιρετέα κατ’ άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ (ΑΠ 627/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1307/2016 ΝΟΜΟΣ). Από τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 και του άρθρου 339 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι υπεύθυνη δήλωση διαδίκου, η οποία δεν δόθηκε για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο σε πολιτική δίκη, αποτελεί επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και μπορεί να ληφθεί υπόψη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΟλΑΠ 8/1987 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 567/2018 ΝΟΜΟΣ). Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 346 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ 1583/2021 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο άρθρο 444 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και α) …, β) … και γ) φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση» και στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι «Μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια της παραγράφου 1, είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία». Επίσης, στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2 Νόμος ορίζει τα σχετικά με την συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». Ακόμη, η συνταγματική προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας ολοκληρώνεται με τη θέσπιση ποινικών κυρώσεων εις βάρος των παραβατών, με το άρθρο 370Α του ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κατοχυρώνεται απολύτως η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας με οποιοδήποτε τρόπο, όχι μόνο έναντι των δημοσίων οργάνων και επιχειρήσεων, αλλά και έναντι των ιδιωτών, εφόσον, κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων της παραγράφου 2, με αυτές θεσπίζεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα διασφαλίσεως του απορρήτου της επικοινωνίας και έναντι των ιδιωτών. Επιπλέον, στην έννοια του απορρήτου εμπίπτει κατ’ αρχήν το περιεχόμενο της επικοινωνίας, με όποιο τρόπο και αν αυτή διεξάγεται. Αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το μήνυμα καθ’ εαυτό (αυτό προστατεύεται από το άρθρο 14 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως και διαδόσεως της γνώμης), αλλά το απόρρητο του περιεχομένου του μηνύματος. Η προστασία του απορρήτου αφορά όχι μόνο στα γραπτά μηνύματα (επιστολές), αλλά και σε οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικής, δηλαδή μη δημόσιας επικοινωνίας, όπως τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, τηλεομοιοτυπικά μηνύματα, μηνύματα sms , ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mails), που είναι η σύγχρονη μορφή των επιστολών. Ως προς το ίδιο ζήτημα ανάλογα προκύπτουν και από την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, το αποδεικτικό μέσο που αφορά σε παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, αποτελεί απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί σε πολιτική δίκη, ενόψει του ότι η απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να γίνεται έναντι οιουδήποτε τιμήματος. Εξαίρεση από τον, συνταγματικής ισχύος, κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο χάριν της προστασίας συνταγματικώς υπέρτερων έννομων αγαθών. Κάθε άλλη εξαίρεση από την ως άνω απαγόρευση, εισαγόμενη τυχόν με διάταξη κοινού νόμου, είναι ανίσχυρη κατά το μέτρο που υπερβαίνει το κριτήριο της προστασίας συνταγματικώς υπέρτερου έννομου αγαθού (ΟλΑΠ 1/2017 ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ (Ποιν) 1/2001 ΕλλΔνη 2001. 374, ΑΠ 996/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 981/2009 ΧρΙΔ 2010. 283, ΜονΕφΑθ 2393/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 245/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 562/2020 ΝΟΜΟΣ).

Από την επανεκτίμηση των υπ’ αριθ. …./17.03.2020, …./17.03.2020 και …./17.03.2020 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………….., των μαρτύρων …………, ………. και ……….., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόντων, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. ………./12.03.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………), των υπ’ αριθ. …./24.07.2020, …./24.07.2020 και …../24.07.2020 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά ………. των μαρτύρων …………….., οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόντων, εντός της προθεσμίας υποβολής της προσθήκης – αντίκρουσης των προτάσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγόμενου (βλ. την υπ’ αριθ. ………./21.07.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………), των υπ’ αριθ. …./09.07.2020, …./09.07.2020, …/09.07.2020, …./09.07.2020 και …./09.07.2020 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά των μαρτύρων ……………, οι οποίες λήφθηκαν με επιμέλεια του εναγόμενου, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόντων (βλ. τις υπ’ αριθ. …/06.07.2020, …/06.07.2020, …./06.07.2020, …/06.07.2020 και …./06.07.2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά, ……………), των λοιπών επικαλούμενων και προσκομιζόμενων ενόρκων βεβαιώσεων, που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, καθόσον λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων δικαστικών διαδικασιών, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον εναγόμενο από 13.06.2015 και από 15.06.2015, αντίστοιχα, υπεύθυνες δηλώσεις κατ’ άρθρο 8 του Ν. 1599/1986 των ……….. και ……….., οι οποίες αποτελούν μαρτυρίες τρίτων και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση, καθόσον από τον χρόνο υπογραφής τους και θεώρησης του γνησίου της υπογραφής αυτών (το έτος 2015) προκύπτει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι δεν συντάχθηκαν για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη, επιπλέον δε μεταξύ των εγγράφων περιλαμβάνονται και αντίγραφα εκτυπώσεων ηλεκτρονικών αρχείων διαφόρων κειμένων και μηνυμάτων, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του εναγόμενου με τρίτα προς τους διαδίκους πρόσωπα, που έλαβε χώρα διαμέσου προσωπικού λογαριασμού του εναγόμενου, και τα οποία δεν αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου, σύμφωνα με τον οποίο τα στοιχεία αυτά περιήλθαν στη γνώση και στην κατοχή των εναγόντων χωρίς τη συναίνεσή του και χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, και ως εκ τούτου συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με τα άρθρα  2 παρ. 1, 9 παρ. 1, 19 παρ. 1 του Συντάγματος, 8 της ΕΣΔΑ και 370Α του ΠΚ, καθόσον αφενός η συνταγματικά κατοχυρωμένη με το άρθρο 19 του Συντάγματος προστασία του απορρήτου λήγει μόλις ο παραλήπτης του μηνύματος λάβει γνώση του περιεχομένου του, αφετέρου η εν λόγω αλληλογραφία δια γραπτών μηνυμάτων κρίνεται αποκλειστικά συνδεδεμένη με την επιχειρηματική δραστηριότητα των διαδίκων και δεν εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 9 του Συντάγματος (βλ. ΜονΕφΠατρ 149/2022 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 47/2021 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΑθ 911/2021 ΝΟΜΟΣ), επιπλέον δε, κατά τη στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων των διαδίκων, βάσει της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), κρίνεται ότι η χρήση τους στην παρούσα δίκη είναι θεμιτή, αφού ο επιδιωκόμενος σκοπός της προάσπισης των δικαιωμάτων των εναγόντων που αφορούν στη διασφάλιση της εμπορικής πίστης της πρώτης ενάγουσας εταιρείας και στην προστασία αυτής από τον αθέμιτο ανταγωνισμό δεν μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα (βλ. ΟλΑΠ 1/2017 ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα νέα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και λαμβάνονται υπόψη, αφού δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι κατά την παρ. 2 του άρθρου 529 του ΚΠολΔ λόγοι απόκρουσής τους, εκτός από το προσκομιζόμενο από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο από 31.05.2022 έγγραφο της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη, καθόσον προσκομίσθηκε εκπροθέσμως με την κατάθεση αυτού την 27.06.2022 και ώρα 13.30, ήτοι μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας κατάθεσης της προσθήκης των προτάσεων την δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση της έφεσης, κατ’ άρθρο 524 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του προσκομιζόμενου από 14.06.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης ομόρρυθμης εταιρείας, το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ του εναγόμενου, του δεύτερου, του τρίτου και της έκτης των εναγόντων, και των …….. και ……… και δημοσιεύθηκε νομίμως στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό ……/14.06.2005, συστάθηκε η πρώτη ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», έδρα τον ……… Αττικής επί της οδού …….., αόριστη διάρκεια και σκοπό την παροχή πάσης φύσης εκπαιδευτικών υπηρεσιών οποιασδήποτε βαθμίδας, και ιδίως την οργάνωση και την λειτουργία φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης με τον διακριτικό τίτλο «…………..» στην περιοχή του …….. Το κεφάλαιο της εταιρείας καθορίσθηκε στο ποσό των 45.000,00 ευρώ, ενώ το ποσοστό συμμετοχής του κάθε ομόρρυθμου εταίρου στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας ορίσθηκε σε 57% για τον δεύτερο ενάγοντα, σε 19% για τον …….., σε 10% για τον εναγόμενο, σε 7% για τον τρίτο ενάγοντα, σε 5% για τον ……… και σε 2% για την έκτη ενάγουσα, ο δε δεύτερος ενάγων ορίσθηκε μοναδικός διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας. Δυνάμει του προσκομιζόμενου από 14.12.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο καταρτίσθηκε ανάμεσα στους προαναφερόμενους ομόρρυθμους εταίρους και δημοσιεύθηκε νομίμως στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό …./2007, τροποποιήθηκε η εταιρική σύμβαση, και ειδικότερα ο τρίτος ενάγων ομόρρυθμος εταίρος μεταβίβασε την εταιρική του μερίδα στον δεύτερο ενάγοντα και στον ……. και ακολούθως μεταβλήθηκαν τα ποσοστά συμμετοχής του κάθε ομόρρυθμου εταίρου στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας σε 62,075% για τον δεύτερο ενάγοντα, σε 20,925% για τον ………, σε 10% για τον εναγόμενο, σε 5% για τον . ……… και σε 2% για την έκτη ενάγουσα. Στη συνέχεια, η από 14.06.2005 εταιρική σύμβαση τροποποιήθηκε δυνάμει των από 15.05.2009, από 16.12.2010 και από 10.10.2013, αντίστοιχα, ιδιωτικών συμφωνητικών, η δε συμμετοχή του εναγόμενου στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας ανήλθε σε ποσοστό 25%. Η πρώτη ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρεία από τη σύστασή της ανέλαβε την οργάνωση και την λειτουργία φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης με τον διακριτικό τίτλο «……..» στην περιοχή του …., αποτελώντας μέλος του δικτύου του συστήματος δικαιόχρησης (franchising) φροντιστηρίων με δότη (franchisor) την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……….» και με τον διακριτικό τίτλο «…………….», της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος ενάγων και της οποίας το δίκτυο αποτελείται από 66 φροντιστήρια σε ολόκληρη την επικράτεια. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος, καθηγητής φυσικής, αποτελούσε σημαντικό στέλεχος του φροντιστηρίου στην περιοχή του ……, που εκμεταλλευόταν η πρώτη ενάγουσα εταιρεία, στην οποία συμμετείχε και ως ομόρρυθμος εταίρος με ποσοστό συμμετοχής 25% στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας, κατά τα προαναφερθέντα, αφού ήταν υπεύθυνος σπουδών του εν λόγω φροντιστηρίου. Στο φροντιστήριο αυτό εργάζονταν επί σειρά ετών, μεταξύ άλλων καθηγητών, και η καθηγήτρια ….., ως μαθηματικός από την 02.09.2011, καθώς και η καθηγήτρια ………., ως φιλόλογος από την 22.06.2007, αμφότερες δε είχαν αποκτήσει ιδιαίτερα καλή φήμη και είχαν καταξιωθεί στον κύκλο των μαθητών του φροντιστηρίου. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος συμμετείχε ως εταίρος και σε άλλες εταιρείες που αποτελούσαν μέλη του δικτύου «. …….», και συγκεκριμένα συμμετείχε ως ομόρρυθμος εταίρος με ποσοστό 4,5% στα κέρδη και στις ζημίες της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……….» που είχε αναλάβει την οργάνωση και την λειτουργία φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης με τον διακριτικό τίτλο «……….» στην περιοχή του …… Αρχικώς η πορεία του φροντιστηρίου της πρώτης ενάγουσας στην περιοχή του ……… υπήρξε ανοδική, αφού προσέλκυε πολλούς μαθητές, με αποτέλεσμα την αύξηση των καθαρών κερδών της πρώτης ενάγουσας, τα οποία το έτος 2011 ανήλθαν στο ποσό των 159.645,03 ευρώ. Εντούτοις, από το έτος 2012 άρχισε να μειώνεται ο αριθμός των εγγεγραμμένων μαθητών στο φροντιστήριο της πρώτης ενάγουσας, και συνακόλουθα τα καθαρά κέρδη αυτής, ανερχόμενα το έτος 2012 στο ποσό των 148.113,91 ευρώ και το έτος 2013 στο ποσό των 92.113,43 ευρώ. Τον Ιούνιο του έτους 2014, ο εναγόμενος καθώς και οι ανωτέρω καθηγήτριες, κατά τη λήξη των συμβάσεων εργασίας τους, την 17.06.2014 για την ……. και την 21.06.2014 για την ………….., αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το φροντιστήριο της πρώτης ενάγουσας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ήδη από τον Δεκέμβριο του έτους 2011, κατά τη Γενική Συνέλευση των εργαζόμενων καθηγητών στα «……………», εκφράστηκε η αντίθεση και η δυσαρέσκεια αυτών στη μείωση κατά 5% των ωρομισθίων των καθηγητών, στην αμισθί συμμετοχή τους στη διοργάνωση εκπαιδευτικών σεμιναρίων, στην διεκπεραίωση της δραστηριότητας του συμβούλου καθηγητή, με ωρομίσθιο κατώτερο του προβλεπόμενου από τη ΣΣΕ για κάθε διδακτική ώρα, στην πολιτική για αποκλειστική συνεργασία, ακόμη και στην περίπτωση που δεν εξασφαλιζόταν η πλήρης απασχόλησή τους, ήτοι 21 τουλάχιστον ώρες εβδομαδιαίως. Ακολούθως, σημαντικός αριθμός καθηγητών – στελεχών των εν λόγω φροντιστηρίων αποχώρησε από αυτά κατά τα έτη 2011 – 2015. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο εναγόμενος κατά την αποχώρησή του, συνήψε με την πρώτη ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρεία, και τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτη των εναγόντων, ομόρρυθμους εταίρους αυτής, το προσκομιζόμενο από 02.06.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης εταιρικής μερίδας σε ομόρρυθμη εταιρεία, δυνάμει του οποίου μεταβίβασε: (α) στον τρίτο ενάγοντα ποσοστό 5% της εταιρικής του μερίδας, αντί τιμήματος 2.000,00 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε κατά τη σύνταξη του συμφωνητικού το ποσό των 800,00 ευρώ και το ποσό των 1.200,00 ευρώ πιστώθηκε και ορίσθηκε καταβλητέο την 30.11.2014, πλέον του ποσού που πιστώθηκε και ορίσθηκε καταβλητέο μελλοντικώς, ανερχόμενο σε ποσοστό 5% επί των καθαρών κερδών της πρώτης ενάγουσας των ακαδημαικών ετών από 01.09.2014 έως 31.08.2015, από 01.09.2015 έως 31.08.2016 και από 01.09.2016 έως 31.08.2017, και όχι κατώτερο του ποσού των 1.000,00 ευρώ, ούτε ανώτερο του ποσού των 2.600,00 ευρώ, (β) στον τέταρτο ενάγοντα ποσοστό 10% της εταιρικής του μερίδας, αντί τιμήματος 4.000,00 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε κατά τη σύνταξη του συμφωνητικού το ποσό των 1.600,00 ευρώ και το ποσό των 2.400,00 ευρώ πιστώθηκε και ορίσθηκε καταβλητέο την 30.11.2014, πλέον του ποσού που πιστώθηκε και ορίσθηκε καταβλητέο μελλοντικώς, ανερχόμενο σε ποσοστό 10% επί των καθαρών κερδών της πρώτης ενάγουσας των ακαδημαικών ετών από 01.09.2014 έως 31.08.2015, από 01.09.2015 έως 31.08.2016 και από 01.09.2016 έως 31.08.2017, και όχι κατώτερο του ποσού των 2.000,00 ευρώ, ούτε ανώτερο του ποσού των 5.200,00 ευρώ και (γ) στην πέμπτη ενάγουσα ποσοστό 10% της εταιρικής του μερίδας, αντί τιμήματος 4.000,00 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε κατά τη σύνταξη του συμφωνητικού το ποσό των 1.600,00 ευρώ και το ποσό των 2.400,00 ευρώ πιστώθηκε και ορίσθηκε καταβλητέο την 30.11.2014, πλέον του ποσού που πιστώθηκε και ορίσθηκε καταβλητέο μελλοντικώς, ανερχόμενο σε ποσοστό 10% επί των καθαρών κερδών της πρώτης ενάγουσας των ακαδημαικών ετών από 01.09.2014 έως 31.08.2015, από 01.09.2015 έως 31.08.2016 και από 01.09.2016 έως 31.08.2017, και όχι κατώτερο του ποσού των 2.000,00 ευρώ, ούτε ανώτερο του ποσού των 5.200,00 ευρώ. Συνεπώς, δυνάμει των όρων 3 και 5 του προσκομιζόμενου από 02.06.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης εταιρικής μερίδας σε ομόρρυθμη εταιρεία, συμφωνήθηκε ρητώς ως συνολικό τίμημα για τη μεταβίβαση της εταιρικής μερίδας του εναγόμενου το ποσό των 10.000,00 ευρώ, που καταβλήθηκε κατά το ήμισυ κατά τη σύναψη του συμφωνητικού και κατά το υπόλοιπο ήμισυ πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί την 30.11.2014, πλέον του ποσού που πιστώθηκε και ορίσθηκε καταβλητέο μελλοντικώς, ανερχόμενο σε ποσοστό 25% επί των καθαρών κερδών της πρώτης ενάγουσας των ακαδημαικών ετών από 01.09.2014 έως 31.08.2015, από 01.09.2015 έως 31.08.2016 και από 01.09.2016 έως 31.08.2017, και όχι κατώτερο του ποσού των 5.000,00 ευρώ, ούτε ανώτερο του ποσού των 13.00,00 ευρώ. Δυνάμει του όρου 6 του από 02.06.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβίβασης εταιρικής μερίδας σε ομόρρυθμη εταιρεία, η πρώτη ενάγουσα εγγυήθηκε ως πρωτοφειλέτρια την καταβολή από τους ανωτέρω ομόρρυθμους εταίρους στον εναγόμενο του πιστωθέντος ως άνω τιμήματος, που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 25% επί των μελλοντικών καθαρών κερδών της πρώτης ενάγουσας, προς εξασφάλιση δε της εν λόγω απαίτησης του εναγόμενου, η πρώτη ενάγουσα εξέδωσε σε διαταγή του τις υπ’ αριθ.………………. δίγραμμες και φέρουσες τη ρήτρα «μη οπισθογραφήσιμη» επιταγές της Εθνικής Τράπεζας, με ημερομηνίες έκδοσης 30.11.2014, 30.09.2015, 30.09.2016 και 30.09.2017, αντίστοιχα, ποσού 6.000,00 ευρώ, 5.000,00 ευρώ, 5.000,00 ευρώ και 5.000,00 ευρώ, αντίστοιχα. Επιπλέον, δυνάμει του προσκομιζόμενου από 02.06.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης μεριδίων, τροποποίησης των όρων του καταστατικού ομόρρυθμης εταιρείας και κωδικοποίησης του καταστατικού, που καταρτίσθηκε μεταξύ του εναγόμενου και του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτης και έκτης των εναγόντων, μεταβλήθηκε η επωνυμία της πρώτης ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρείας σε «………………», λόγω της μεταβίβασης της εταιρικής μερίδας του εναγόμενου και της εξόδου αυτού από την εταιρεία, και ακολούθως μεταβλήθηκαν τα ποσοστά συμμετοχής των ομόρρυθμων εταίρων στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας, ανερχόμενα σε 73% για τον δεύτερο ενάγοντα, σε 5% για τον τρίτο ενάγοντα, σε 10% για τον τέταρτο ενάγοντα, σε 10% για την πέμπτη ενάγουσα και σε 2% για την έκτη ενάγουσα. Τέλος, δυνάμει του προσκομιζόμενου από 02.06.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού, που καταρτίσθηκε μεταξύ του εναγόμενου και του δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, πέμπτης και έκτης των εναγόντων, ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση για το χρονικό διάστημα από την 02.06.2014 έως την 15.05.2018, ότι δεν θα εργαζόταν, με οποιονδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε σχέση, εξαρτημένη ή ανεξάρτητη, ολική ή μερική απασχόληση, σε άλλο φροντιστήριο εντός των ορίων των Δήμων Κορυδαλλού, Αγ. Βαρβάρας και της Δημοτικής Ενότητας Νίκαιας του Δήμου Νίκαιας – Άγ. Ιωάννη Ρέντη, ούτε θα λειτουργούσε ατομική επιχείρηση φροντιστηρίου ή θα συνεργαζόταν με εταιρική ή μετοχική σχέση με φροντιστήριο εντός των ως άνω ορίων, και για το χρονικό διάστημα από την 02.06.2014 έως την 10.06.2015, ότι δεν θα παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα (κατ’ οίκον) σε ενεργούς κατά την ακαδημαική περίοδο 2013-2014 μαθητές της Α’ και Β’ Λυκείου του φροντιστηρίου της πρώτης ενάγουσας. Συμφωνήθηκε επίσης ότι σε περίπτωση που θα παραβίαζε τον όρο αυτό, θα κατέπιπτε σε βάρος του ποινική ρήτρα ύψους 250.000,00 ευρώ, καταβλητέα στην πρώτη ενάγουσα εταιρεία, ή σε περίπτωση λύσης αυτής στους υπόλοιπους ενάγοντες ομόρρυθμους εταίρους, διαιρετά ανάλογα με τα ποσοστά συμμετοχής τους στην πρώτη ενάγουσα, χωρίς να αποκλείεται η αποκατάσταση και κάθε άλλης θετικής ή αποθετικής ζημίας που θα υποστούν η πρώτη ενάγουσα εταιρεία, ή σε περίπτωση λύσης αυτής οι υπόλοιποι ενάγοντες ομόρρυθμοι εταίροι. Τις ίδιες δε υποχρεώσεις μη ανταγωνισμού συμφωνήθηκε να υπέχουν και η σύζυγος, η μητέρα, η αδελφή και οι γονείς της συζύγου του εναγόμενου, αναφορικά με την απαγόρευση ίδρυσης φροντιστηρίου. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι μετά την αποχώρηση του εναγόμενου συνεχίσθηκε η πτωτική πορεία, που είχε ήδη αρχίσει από το έτος 2012, του αριθμού των μαθητών και συνακόλουθα των καθαρών κερδών του φροντιστηρίου της πρώτης ενάγουσας, τα οποία ανήλθαν το έτος 2014 στο ποσό των 33.192,98 ευρώ, με αποτέλεσμα να διακόψει αυτό τη λειτουργία του τον Δεκέμβριο του έτους 2015 και να αποφασισθεί από τους ομόρρυθμους εταίρους η λύση της πρώτης ενάγουσας, δυνάμει του προσκομιζόμενου από 22.02.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης ομόρρυθμης εταιρείας και να τεθεί αυτή σε εκκαθάριση, εκπροσωπούμενη από τον καταστατικό εκκαθαριστή δεύτερο ενάγοντα. Σύμφωνα δε με την από 04.03.2016 υπεύθυνη δήλωση του εκκαθαριστή δεύτερου ενάγοντα, η εκκαθάριση της πρώτης ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρείας ολοκληρώθηκε την 04.03.2016, και ακολούθως η εταιρεία διαγράφηκε οριστικά από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο την 10.03.2016 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. ……./2016 ανακοίνωση καταχώρισης στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο των στοιχείων της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………………»). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι δυνάμει του προσκομιζόμενου από 11.03.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού σύστασης ομόρρυθμης εταιρείας, το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ του εναγόμενου και της ………, συστήθηκε ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», έδρα το ……. Αττικής επί της οδού ………., αόριστη διάρκεια και σκοπό την παροχή πάσης φύσης εκπαιδευτικών υπηρεσιών οποιασδήποτε βαθμίδας, και ιδίως την οργάνωση και την λειτουργία φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης με τον διακριτικό τίτλο «………» στην περιοχή του ……….. Το κεφάλαιο της εταιρείας καθορίσθηκε στο ποσό των 1.000,00 ευρώ, ενώ ορίσθηκε το ποσοστό συμμετοχής του κάθε ομόρρυθμου εταίρου στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας σε 70% για τον εναγόμενο και σε 30% για την ……, ο δε εναγόμενος ορίσθηκε μοναδικός διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας. Ο εναγόμενος προέβη στην ίδρυση της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρείας, από κοινού με τη συνάδελφό του ………, με σκοπό την εκμετάλλευση φροντιστηρίου στην περιοχή του ………, στην οποία δεν λειτουργούσε φροντιστήριο του δικτύου «…………», και η οποία βρισκόταν εκτός των ορίων των Δήμων Κορυδαλλού, Αγ. Βαρβάρας και της Δημοτικής Ενότητας Νίκαιας του Δήμου Νίκαιας – Άγ. Ιωάννη Ρέντη, ως προς τους οποίους ανέλαβε τη μετασυμβατική υποχρέωση μη ανταγωνισμού, κατά τα προαναφερθέντα. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είχε ενημερώσει τον δεύτερο ενάγοντα για την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την πρώτη ενάγουσα και να ιδρύσει φροντιστήριο στην περιοχή του ………, πλην όμως ο τελευταίος δυσαρεστήθηκε και αντέδρασε έντονα στην επικείμενη αποχώρηση του εναγόμενου από την πρώτη ενάγουσα, αφενός λόγω της απώλειας ενός ικανότατου και καταξιωμένου καθηγητή, αλλά και υπεύθυνου σπουδών του φροντιστηρίου της πρώτης ενάγουσας, αφετέρου λόγω της επιθυμίας των επίσης ικανών και καταξιωμένων καθηγητριών, ….. . και ….. ., να συνεργασθούν μαζί του στο νέο φροντιστήριο στην περιοχή του …….., η πρώτη ως ομόρρυθμος εταίρος και η δεύτερη ως καθηγήτρια. Ακολούθως, την 23.03.2015, η ………. και η ………. προέβησαν στη σύσταση της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..», έδρα τον ……. Αττικής επί της οδού ……… και σκοπό την οργάνωση και την λειτουργία φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης με τον διακριτικό τίτλο «………..» στην περιοχή του ……….. Το κεφάλαιο της εταιρείας καθορίσθηκε στο ποσό των 1.000,00 ευρώ, ενώ ορίσθηκε το ποσοστό συμμετοχής του κάθε ομόρρυθμου εταίρου στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας σε 61% για την …….. και σε 39% για την ……….., η δε ………… ορίσθηκε μοναδική διαχειρίστρια και νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρείας (βλ. την προσκομιζόμενη από 23.03.2015 ανακοίνωση σύστασης ΟΕ/ΕΕ του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς). Αποδείχθηκε επίσης ότι ο εναγόμενος, λόγω της στενής επαγγελματικής και φιλικής σχέσης που διατηρούσε με την καθηγήτρια . ……….. ως συνέταιρό του στο φροντιστήριο του ………., αλλά και με την καθηγήτρια …….. ως εργαζόμενη στο εν λόγω φροντιστήριο και συνέταιρο της …… στο φροντιστήριο του …….., συμμετείχε ενεργά στην προετοιμασία της διαμόρφωσης και της λειτουργίας του φροντιστηρίου στον …….. της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη και του γεγονότος ότι κατά το κρίσιμο ως άνω χρονικό διάστημα οι ανωτέρω καθηγήτριες βρίσκονταν σε στάδιο προχωρημένης κύησης, αφού αμφότερες γέννησαν τα τέκνα τους την 24.03.2015 (βλ. το προσκομιζόμενο πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Χαιδαρίου και το προσκομιζόμενο απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης του Δήμου Αμαρουσίου). Στα πλαίσια αυτά ο εναγόμενος ήρθε σε επικοινωνία με τον γραφίστα ……………., ο οποίος είχε αναλάβει την κατασκευή της μακέτας για το φροντιστήριο του ……. με τον διακριτικό τίτλο «………..», με τον ………. που είχε αναλάβει τις επιγραφές, αλλά και με τον ……. που είχε αναλάβει την τοποθέτηση γυψοσανίδων στο εν λόγω φροντιστήριο. Άλλωστε, η συμμετοχή της ……… ως ομόρρυθμης εταίρου τόσο στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», όσο και στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………..», σε συνδυασμό και με την επιθυμία του εναγόμενου να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά, μέσω της λειτουργίας φροντιστηρίου στην περιοχή του ……, μετά την πάροδο της τετραετίας και τη λήξη της δεσμεύουσας αυτόν μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού, δικαιολογεί την επικαλούμενη από τους ενάγοντες μεταξύ τους συνεργασία σε διάφορους τομείς, που αφορούσαν στην οργάνωση και στη λειτουργία των φροντιστηρίων στις περιοχές του ….. και του …., αντίστοιχα, χωρίς, όμως, να συνάγεται από την εν λόγω συνεργασία η σύσταση αφανούς εταιρείας μεταξύ του εναγόμενου ως αφανούς εταίρου και της ομόρρυθμης εταιρείας «………….» ως εμφανούς εταίρου, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγοντες, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Αποδείχθηκε επίσης ότι η πορεία του φροντιστηρίου με τον διακριτικό τίτλο «…………», που λειτουργούσε η ομόρρυθμη εταιρεία «………….» στην περιοχή του ……….., υπήρξε επιτυχημένη, στη συνέχεια δε ιδρύθηκαν και άλλα φροντιστήρια υπό τον ίδιο διακριτικό τίτλο σε διάφορες περιοχές της Αττικής. Αντιθέτως, δεν ήταν επιτυχής η λειτουργία του φροντιστηρίου με τον διακριτικό τίτλο «……….», που εκμεταλλευόταν η ομόρρυθμη εταιρεία «…………….» στην περιοχή του ………….., με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν χρέη της εταιρείας προς τον ΕΦΚΑ ύψους 11.189,59 ευρώ, αλλά και χρέη από οφειλόμενα μισθώματα ύψους 6.000,00 ευρώ, και ακολούθως η ομόρρυθμη εταίρος ………… να προβεί στην προσκομιζόμενη από 23.04.2018 εξώδικη καταγγελία και λύση της εταιρείας για σπουδαίο λόγο, που επιδόθηκε στην ομόρρυθμη εταίρο ……….. την 23.04.2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………../23.04.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………….). Στη συνέχεια, δυνάμει της από 30.05.2018 εξώδικης δήλωσης εκούσιας εξόδου της ομόρρυθμης εταίρου …….., η τελευταία αποχώρησε από την εταιρεία, με αποτέλεσμα να παραμείνει μοναδική εταίρος η ………, η οποία προέβη σε τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας και σε ταυτόχρονη μετατροπή αυτής σε ετερόρρυθμη εταιρεία, υπό την επωνυμία «……….», κατόπιν εισόδου σ’ αυτή της ……… ως ετερόρρυθμης εταίρου (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. πρωτ. ……./2018 ανακοίνωση καταχώρισης στο ΓΕΜΗ στοιχείων της εταιρείας «……………..»). Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο εναγόμενος, μετά τη λήξη της τετραετούς βαρύνουσας αυτόν υποχρέωσης μη ανταγωνισμού, και συγκεκριμένα την 25.05.2018, προέβη από κοινού με τον ………, στη σύσταση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», έδρα τον …….. Αττικής επί της οδού …….. και σκοπό την οργάνωση και την λειτουργία φροντιστηρίου μέσης εκπαίδευσης με τον διακριτικό τίτλο «………….» στην περιοχή του ……….. Το κεφάλαιο της εταιρείας καθορίσθηκε στο ποσό των 1.000,00 ευρώ, ενώ ορίσθηκε το ποσοστό συμμετοχής του κάθε ομόρρυθμου εταίρου στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρείας σε 51% για τον εναγόμενο και σε 49% για τον ……. ., ο δε εναγόμενος ορίσθηκε μοναδικός διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας (βλ. την προσκομιζόμενη από 25.05.2018 ανακοίνωση σύστασης ΟΕ του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Πειραιώς). Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος τη φήμη, την οργάνωση, την τεχνογνωσία και τις μεθόδους διδασκαλίας της πρώτης ενάγουσας και προσελκύοντας την πελατεία αυτής με αθέμιτες μεθόδους, ενήργησε αντίθετα στα χρηστά ήθη, αντισυμβατικά και υπαίτια, με σκοπό να διαταράξει τη λειτουργία του φροντιστηρίου της πρώτης ενάγουσας και να προσβάλει την επιχειρηματική της αξιοπιστία και φήμη. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………..», την οποία συνέστησε ο εναγόμενος με την ………., ανέπτυξε αθέμιτη ανταγωνιστική δραστηριότητα, με την απόσπαση καθηγητών και μαθητών από το φροντιστήριο της πρώτης ενάγουσας στον ………, στο φροντιστήριο που λειτουργούσε η ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία στο ………. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι κατά την έναρξη λειτουργίας του, την σχολική περίοδο 2014-2015, το φροντιστήριο του ………. αριθμούσε 71 μαθητές, εκ των οποίων μόλις 15 είχαν φοιτήσει στο φροντιστήριο της πρώτης ενάγουσας στον ………….., από αυτούς δε οι μαθητές ……… και ……….. ήταν ανεψιοί της ……….. (βλ. το προσκομιζόμενο μαθητολόγιο φροντιστηρίου εν-τάξη σχολικό έτος 2014-2015). Άλλωστε, είθισται οι μαθητές να ακολουθούν τους ικανούς και καταξιωμένους καθηγητές, κατά τη μετακίνησή τους σε νέα επαγγελματική στέγη, αφού προέχον στοιχείο στις σχέσεις μαθητή – καθηγητή είναι η εμπιστοσύνη στις ικανότητες και στο πρόσωπο του καθηγητή, και όχι το περιβάλλον στο οποίο αυτός εργάζεται. Αποδείχθηκε επίσης ότι από τους είκοσι καθηγητές που απασχολούσε η πρώτη ενάγουσα στο φροντιστήριό της στον Κορυδαλλό, μόλις τέσσερις, μεταξύ των οποίων και η . …………, αποφάσισαν να απασχοληθούν στο νεοσύστατο φροντιστήριο του …….., χωρίς, όμως, να προκύψει ότι αυτή η απόφασή τους δεν ήταν απόρροια του δικαιώματός τους ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους με συμμετοχή στην οικονομική και επαγγελματική ζωή, στο οποίο περιλαμβάνεται και η αλλαγή του προσώπου του εργοδότη, και ότι ήταν προιόν αθέμιτης μετακίνησης σε ανταγωνιστική επιχείρηση με κατάχρηση σχέσης εμπιστοσύνης. Αποδείχθηκε επιπλέον ότι η προσκομιζόμενη λίστα με τα ονόματα των 342 επιτυχόντων σε πανεπιστημιακές σχολές, που εξέδωσε το φροντιστήριο ……. «………..», συνοδευόταν από την επισήμανση ότι «Οι παραπάνω επιτυχόντες προέρχονται από Φροντιστήριο στο οποίο ο κ. ………. υπήρξε έως το 2014 ιδιοκτήτης και Διευθυντής Σπουδών», και ως εκ τούτου κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο εναγόμενος προέβη σε πράξεις αθέμιτης εκμετάλλευσης ξένης φήμης και οργάνωσης, παρουσιάζοντας ως επιτυχόντες του φροντιστηρίου στο ……….. τους επιτυχόντες στις πανελλήνιες εξετάσεις του φροντιστηρίου που εκμεταλλευόταν η πρώτη ενάγουσα στον ………… Ομοίως από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο εναγόμενος συμμετείχε ως αφανής εταίρος με εμφανή εταίρο την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «………….», που ανέπτυξε ανταγωνιστική δραστηριότητα, λειτουργώντας φροντιστήριο μέσης εκπαίδευσης στον ………. Αττικής, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό την περιλαμβανόμενη στο προαναφερόμενο από 02.06.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι η προμνησθείσα ομόρρυθμη εταιρία, στην οποία συμμετείχαν οι καθηγήτριες . ………. και ………., ήταν ένα παρένθετο νομικό πρόσωπο, μέσω του οποίου ασκούνταν τυπικά και προς τα έξω η εμπορική δραστηριότητα της εκμετάλλευσης του ως άνω φροντιστηρίου στον ………., η οποία, όμως, ουσιαστικά και πραγματικά ασκούνταν από την αφανή εταιρία που είχαν συστήσει ο εναγόμενος ως αφανής εταίρος με εμφανή εταίρο την ομόρρυθμη εταιρεία. Άλλωστε, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε το περιεχόμενο των ειδικότερων συμφωνιών για την λειτουργία της αφανούς εταιρείας, και δη ως προς το κεφαλαιώδες ζήτημα της συμμετοχής των εταίρων στα κέρδη και τις ζημίες αυτής, λαμβανομένου, μάλιστα, υπόψη ότι ούτε στο αγωγικό δικόγραφο γίνεται αναφορά σε ποσοστά συμμετοχής των αφανών και των εμφανών εταίρων στα κέρδη και στις ζημίες της επικαλούμενης αφανούς εταιρείας. Οι υπ’ αριθ. …./17.03.2020 και …./24.07.2020 ένορκες βεβαιώσεις της μάρτυρος των εναγόντων ……….. δεν επαρκούν προς απόδειξη της αφανούς εταιρικής σχέσης, καθόσον οι καταθέσεις αυτές κρίνονται παντελώς αναξιόπιστες, αφού υφίσταται σφοδρή αντιδικία μεταξύ των εταίρων της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» που μετατράπηκε σε ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», κατά τα προαναφερθέντα, η δε ………., ατομικά και ως νόμιμη εκπρόσωπος της ετερόρρυθμης εταιρείας, έχει ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος της εταίρου ……… και του εναγόμενου, την προσκομιζόμενη από 22.03.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αγωγή της, με την οποία ζητεί να της καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 311.546,83 ευρώ και στην οποία διαφοροποιεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς αναφορικά με τη σύσταση αφανούς εταιρείας, υποστηρίζοντας ότι δεν υφίστατο αφανής εταιρεία μεταξύ του εναγόμενου και της πρώην ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………», αλλά μεταξύ του εναγόμενου και της εταίρου ……….., η οποία μεταβίβασε σ’ αυτόν ποσοστό επί της εταιρικής συμμετοχής της. Επιπλέον, οι καταθέσεις αυτές κρίνονται και αντιφατικές σε σχέση με τους προγενέστερους ισχυρισμούς της μάρτυρος ………, στα πλαίσια της δίκης επί της από 21.05.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και ειδικό …../2015 αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων που άσκησαν οι ενάγοντες κατά του εναγόμενου, της ………, της …………, της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και του …………. Ειδικότερα, στη δίκη αυτή αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή του εναγόμενου στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…………….», στην οποία η ίδια συμμετείχε ως ομόρρυθμη εταίρος, προσκομίζοντας προς επίρρωση των ισχυρισμών της πλήθος αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία εισφέρθηκαν και στην παρούσα δίκη εκ μέρους του εναγόμενου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί ανυπαρξίας αφανούς εταιρικής σχέσης μεταξύ του εναγόμενου και της ανωτέρω ομόρρυθμης εταιρείας, ενισχύεται και από το γεγονός της έλλειψης εγγράφου τύπου για τη σύσταση της αφανούς εταιρείας, όπως συνηθίζεται στις περιπτώσεις αυτών των εταιρειών, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, προκειμένου να αποτυπώνονται με ακρίβεια και σαφήνεια οι όροι της σχετικής συνεργασίας προς όφελος αμφοτέρων των μερών, εμφανών και αφανών. Άλλωστε, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι ο εναγόμενος εισέφερε την προσωπική του εργασία στην επικαλούμενη αφανή εταιρεία, αφού ουδόλως αποδείχθηκε ότι αυτός εργάσθηκε με οποιαδήποτε ιδιότητα στο φροντιστήριο που εκμεταλλευόταν η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρεία στην περιοχή του …………, είτε ως διδάσκων, είτε ως επιστημονικός συνεργάτης, είτε ως υπεύθυνος σπουδών, ούτε ότι αυτός είχε φυσική παρουσία στο εν λόγω φροντιστήριο, πραγματοποιώντας συναντήσεις με γονείς ή μαθητές. Περαιτέρω, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου επαναφέρει τον προβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του ότι η πρώτη ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρεία δε νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής, αφού δεν υφίσταται πλέον ως νομικό πρόσωπο, καθόσον λύθηκε, δυνάμει του από 22.02.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης ομόρρυθμης εταιρείας, και τέθηκε σε εκκαθάριση, η οποία ολοκληρώθηκε την 04.03.2016 και η εταιρεία διαγράφηκε οριστικά από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο την 10.03.2016. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται αβάσιμος και απορριπτέος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, καθόσον η πρώτη ενάγουσα ομόρρυθμη εταιρεία με τη λύση της τέθηκε υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως σε εκκαθάριση, και αφού κατά το χρόνο της ως άνω λύσης της είχε ακόμη δικαιώματα και υποχρεώσεις, παρέμεινε σε εκκαθάριση μέχρι να αποξενωθεί από κάθε δικαίωμα και υποχρέωση, ώστε η εταιρεία, ως ένωση και ως νομικό πρόσωπο, να μην έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Συγκεκριμένα, κατά τη συμβατική λύση της πρώτης ενάγουσας την 22.02.2016, είχαν ήδη γεννηθεί οι επίδικες αξιώσεις αυτής από την επικαλούμενη στο αγωγικό δικόγραφο, υπαίτια, παράνομη και αντίθετη στα χρηστά ήθη συμπεριφορά του εναγόμενου που έλαβε χώρα τα έτη 2014-2015, προς καταβολή αποζημίωσης (αποθετικής ζημίας) ύψους 140.000,00 ευρώ, συνιστάμενης στα διαφυγόντα κέρδη αυτής κατά τα έτη 2015-2018, και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής της βλάβης ύψους 100.000,00 ευρώ. Επομένως, κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο, η πρώτη ενάγουσα είχε ακόμη εκκρεμότητες, και ως εκ τούτου δεν είχε αποξενωθεί από κάθε δικαίωμα και υποχρέωσή της, με αποτέλεσμα να παραμένει η εταιρεία σε εκκαθάριση και να υφίσταται η νομική προσωπικότητά της, εκπροσωπούμενη από τον εκκαθαριστή της. Έτσι, παρότι οι ομόρρυθμοι εταίροι, δυνάμει του από 22.02.2016 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης ομόρρυθμης εταιρείας, συμφώνησαν να λυθεί η εταιρεία και να τεθεί αυτή σε εκκαθάριση, κατ’ άρθρο 268 του Ν. 4072/2012, και μάλιστα χώρησε και διαγραφή της από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο, η ύπαρξη της ανωτέρω εκκρεμότητας, που συνεπάγεται δικαιώματα και υποχρεώσεις γι’ αυτήν, την υποχρεώνει να παραμείνει στο στάδιο της εκκαθάρισης, μέχρι την περάτωση όλων των νομικών σχέσεων και την εξόφληση όλων των απαιτήσεων και υποχρεώσεών της. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, κατά τα προαναφερθέντα, συμφωνήθηκε μεταξύ των ομόρρυθμων εταίρων να λάβει χώρα περάτωση της διαδικασίας της εκκαθάρισης και ακολούθησε διαγραφή της πρώτης ενάγουσας από το ΓΕΜΗ, δεν σημαίνει ότι η εταιρεία δεν συνεχίζει να υπάρχει υπό εκκαθάριση (βλ. ΜονΕφΑθ 593/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου επαναφέρει τον προβληθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του περί παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων της πρώτης ενάγουσας προς καταβολή αποζημίωσης (αποθετικής ζημίας), ύψους 140.000,00 ευρώ, καθώς και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ύψους 100.000,00 ευρώ, δεδομένου ότι αυτή έλαβε γνώση των εκτιθέμενων στην αγωγή πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού εκ μέρους του εναγόμενου ήδη από τον χρόνο άσκησης της προαναφερόμενης από 21.05.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και ειδικό …../2015 αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων, άλλως από τη διαγραφή της πρώτης ενάγουσας από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο την 10.03.2016, και ως εκ τούτου μέχρι την άσκηση της αγωγής την 09.12.2019, είχε παρέλθει χρονικό διάστημα άνω των 18 μηνών και οι αξιώσεις της πρώτης ενάγουσας είχαν υποπέσει σε παραγραφή. Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά ορισμένη και νόμιμη ένσταση παραγραφής, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 19 του Ν. 146/1914, κρίνεται βάσιμος και κατ’ ουσίαν, καθόσον μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής που επιδόθηκε στον εναγόμενο την 09.12.2019 (βλ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……../09.12.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …….), παρήλθε χρονικό διάστημα άνω των 18 μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η πρώτη ενάγουσα έλαβε γνώση των πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού και του υπεύθυνου προσώπου, και συγκεκριμένα από τον χρόνο άσκησης της προαναφερόμενης από 21.05.2015 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2015 και ειδικό …../2015 αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, που είχαν την ίδια ιστορική και νομική βάση με την κρινόμενη αγωγή, λαμβανομένου υπόψη ότι, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, επί πράξεων αθεμίτου ανταγωνισμού που δημιουργούν κατάσταση διαρκούς προσβολής, η παραγραφή της αξίωσης αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο έχων την αξίωση έλαβε γνώση της αθέμιτης πράξης, ενώ σε περίπτωση που μία πράξη παραβιάζει συγχρόνως τις ειδι­κές διατάξεις του Ν. 146/1914, αλλά και τη γενική διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, εφαρμόζεται μόνο η παραγραφή του άρθρου 19 του Ν.146/1914, και όχι η παραγραφή του άρθρου 937 του ΑΚ, αφού η σύντομη παραγραφή του άρθρου 19 του Ν. 146/1914 σκοπεύει στην ταχεία εκκαθάριση των διαφορών που πηγάζουν από τις διατάξεις του ανταγωνισμού, αρχή που κρατεί στο εμπορικό δίκαιο και αποτελεί ειδική ρύθμιση σε σχέση με το δίκαιο των αδικοπραξιών. Κατόπιν των αποδειχθέντων ως άνω πραγματικών περιστατικών, παρέλκει η έρευνα του ισχυρισμού του εναγόμενου που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, περί ακυρότητας, κατ’ άρθρα 178, 179 και 281 του ΑΚ, της συμφωνηθείσας ως άνω ποινικής ρήτρας ύψους 250.000,00 ευρώ, καθώς και του επικουρικά προβαλλόμενου ισχυρισμού του περί μείωσης αυτής της δυσανάλογα μεγάλης ποινικής ρήτρας στο προσήκον μέτρο, κατ’ άρθρο 409 του ΑΚ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια για όλα τα ανωτέρω, και συγκεκριμένα ότι οι ένδικες αξιώσεις της πρώτης ενάγουσας για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, έχουν υποπέσει στη δεκαοκτάμηνη παραγραφή του άρθρου 19 του Ν.146/1914 και ότι η ένδικη αξίωση των λοιπών εναγόντων από την κατάπτωση της συμφωνηθείσας ποινικής ρήτρας είναι ουσιαστικά αβάσιμη, απορρίπτοντας την αγωγή στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ούτε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και συνακόλουθα, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εκκαλούντων – εναγόντων που διαλαμβάνονται στον πρώτο, στον δεύτερο, στον τρίτο και στον τέταρτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η από 12.04.2021 έφεση κατ’ ουσίαν, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – εναγόμενου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 του ΚΠολΔ το παράβολο για το παραδεκτό της έφεσης που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – ενάγοντες, λόγω της ήττας τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 12.04.2021 έφεση κατά της υπ’ αριθ. 222/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου υπέρ Δημοσίου υπ’ αριθ. …………../2021 ηλεκτρονικό παράβολο, συνολικού ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ που προκατέβαλαν οι εκκαλούντες – ενάγοντες.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου – εναγόμενου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 8-12-2022              

H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 30 Δεκεμβρίου 2022, με άλλη σύνθεση  λόγω μετάθεσης και αναχώρησης του Εφέτη Ελευθερίου Γεωργίλη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη, Χρυσή Φυντριλάκη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτες και με Γραμματέα τη Κ.Σ,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ