Αριθμός 95/2019
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ «δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης». Με τη διάταξη αυτή, η οποία είναι συνταγματική και δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμβάσεως της Ρώμης «Δια την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1954 (ΑΠ 54/2006 δημ. Νόμος), σκοπείται ο αποκλεισμός της δυνατότητας αυτοτελούς ασκήσεως ενδίκων μέσων, και επομένως και εκείνου της εφέσεως, μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της αποφάσεως και ως προς το κεφάλαιο αυτής επί της ουσίας της υποθέσεως και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υποθέσεως από την προσβολή και μόνο της αποφάσεως για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της, υποθέσεως (ΑΠ 2193/2013, ΑΠ 1637/2011, ΑΠ 317/2008, ΑΠ 777/2007 δημ. Νόμος). Ο περιορισμός αυτός ισχύει και όταν ο διάδικος που ηττήθηκε ως προς το έξοδα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση ως προς την ουσία της υποθέσεως επειδή, μετά από προηγούμενη έρευνά της από το δικαστήριο, νίκησε ως προς αυτήν. Εάν όμως, εξαιτίας παραιτήσεως του ενάγοντος από τα κύρια αγωγικά αιτήματά του, ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απεφάνθη επί της ουσίας της υποθέσεως, αλλά, κατά σχετική αίτηση του ενάγοντος, απεφάνθη μόνο επί του παρεπομένου αιτήματος της αγωγής για τα έξοδα, τα οποία επιδίκασε σε βάρος του εναγομένου ως υπαιτίου για την άσκηση της αγωγής και την πρόκληση των εξόδων, το κεφάλαιο αυτό των δικαστικών εξόδων αποτελεί αυτοτελές επίδικο αντικείμενο της δίκης και συνεπώς είναι επιτρεπτή η προσβολή της πρωτόδικης αποφάσεως με έφεση, χωρίς να προσκρούει η άσκησή της στην ως άνω απαγόρευση του άρθρου 193 ΚΠολΔ και να είναι απαράδεκτη, κατά το άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 617/2008, ΕφΠειρ 506/2015, ΕφΘεσ 2000/2017 δημ. Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 30.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… έφεση της προσεπικαλούσας παρεμπιπτόντως ενάγουσας κατά της με αριθμό 1849/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …….. παρεμπίπτουσας αγωγής της ήδη εκκαλούσας κατά της καθ’ης η προσεπίκληση εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης. Η προσεπικαλούσα παρεμπιπτόντως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε κατά της καθής η προσεπίκληση παρεμπιπτόντως εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης την από 30.09.2014, µε γενικό αριθµό κατάθεσης ……. και µε αριθµό κατάθεσης δικογράφου …… προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέµβαση και παρεµπίπτουσα αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία, ζητώντας της να παρέμβει σε δίκη που είχε δημιουργηθεί μετά τη με αριθμό …… αγωγή που είχε ασκήσει κατά της ήδη εκκαλούσας η εταιρεία «………….». Η προαναφερόμενη εταιρία επιδιώκοντας δικαστικά την αμοιβή της για τις εργασίες απορρύπανσης που προσέφερε άσκησε την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ….. αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία εναντίον της ήδη εκκαλούσας και της «……», αιτούμενη, για τους στην αγωγή της περιγραφόμενους λόγους, να της καταβληθεί το ποσό των 15.853.962,30 Ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και εξόδων, για αμοιβή που, κατά τους ισχυρισμούς της, οφειλόταν σε σχέση με φερόμενες εργασίες απορρύπανσης που εκτέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 05.03.2012 ως 28.04.2013, προκειμένου να καθαρίσει τη θαλάσσια περιοχή και τις ακτογραμμές που ρυπάνθηκαν από τη διαρροή περίπου 450 κ.μ. πετρελαιοειδών και να απαντλήσει από τις δεξαμενές του πλοίου Α1 τις ποσότητες πετρελαιοειδών που δεν είχαν διαρρεύσει. Η ήδη εκκαλούσα δυνάμει του υπ’ αριθ. ……. ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης, ισχύος για τη χρονική περίοδο από 22.09.2011έως 22.9.2012 είχε ασφαλίσει την αστική ευθύνη της εταιρείας «……..» που ήταν διαχειρίστρια των δ/ξ Α1, B.S., C.G., E11 και G.Ρ, καθώς και των αντίστοιχων πλοιοκτητριών (μεταξύ των οποίων και η «……..», που ήταν πλοιοκτήτρια του δεξαμενόπλοιου Α1 1) μεταξύ άλλων και κατά κινδύνων ρύπανσης που θα προκαλούνταν από τη χρήση των εν λόγω δεξαμενοπλοίων και στις 05.03.2012 και περί ώρα 09:00, το δ/ξ Α1 ευρισκόμενο εντός του αγκυροβολίου της εφεσίβλητης, προσέκρουσε με τα ύφαλα της δεξιάς του πλευράς με το ναυάγιο του ε/γ «CI», συνεπεία δε τη πρόσκρουσης βυθίστηκε. Από την βύθιση αυτή, είχε προκληθεί ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος και η ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρεία ανέθεσε στις εταιρείες «…….» και «………» τις εργασίες απορρύπανσης και ναυαγιαιρεσίας του πλοίου. Η συζήτηση της παραπάνω κύριας αγωγής προσδιορίστηκε για τις 04.02.2014 και κατόπιν αναβολής για τις 21.10.2014. Η προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη εκκαλούσας στηριζόταν στην παράλειψη της εφεσίβλητης να ανελκύσει το ναυάγιο του Ε/Γ «CI.» και να τοποθετήσει την προσήκουσα σηματοδότηση του ναυαγίου και η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι η παράλειψη αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση της βύθισης του Α1 και της εξ αυτού του λόγου προκληθείσας ρύπανσης. Η συζήτηση της παρεμπίπτουσας αγωγής ορίστηκε αρχικά για την δικάσιμο της 10.03.2015 και μετά από αναβολή για την 1.12.2015. Όμως επειδή πριν την παραπάνω ημερομηνία συζήτησης της προσεπίκλησής είχε ήδη λάβει χώρα στις 21.10.2014 η συζήτηση της κύριας αγωγής της «……..», δίχως να δοθεί η δυνατότητα της συνεκδίκασης της κύριας αγωγής με την προσεπίκλησή (προφανώς με αναβολή της κύριας αγωγής προς συνεκδίκαση με την παρεμπίπτουσα στη δικάσιμο της 10.3.2015) παρόλο που το δικόγραφο αυτής είχε κατατεθεί στις 30.9.2014 η ήδη εκκαλούσα με την από 19.10.2015 δήλωση (και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …..) που απευθυνόταν προς την καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεµπιπτόντως εναγοµένη, και κατατέθηκε στη γραµµατεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τούτου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της προσεπικαλούσας – παρεµπιπτόντως ενάγουσας, προέβη σε δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο της υπό κρίση, από 30.9.2014, µε γενικό αριθµό κατάθεσης ……. και αριθµό κατάθεσης δικογράφου ….. προσεπίκλησης δικονοµικού εγγυητή σε πρόσθετη παρέµβαση – παρεµπίπτουσας αγωγής σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 294 επ. ΚΠολΔ. Το ανωτέρω δικόγραφο περί δήλωσης παραίτησης από την υπό κρίση παρεµπίπτουσα αγωγή επιδόθηκε προς την εναγοµένη, σύμφωνα με τη µε αριθµό …… έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιµελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …… ενώ η δήλωση παραίτησης επαναλήφθηκε κατά τη δικάσιµο της 1.12.2015 κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και πριν από την προφορική συζήτηση της ουσίας. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απεφάνθη επί της ουσίας της υποθέσεως αφού έκρινε ότι επήλθε κατάργηση της δίκης επί της άνω αγωγής, αλλά μετά από υποβολή σχετικής αιτήσεως από την παρασταθείσα κατά την παραπάνω δικάσιμο εφεσίβλητη απεφάνθη, με την ως άνω απόφασή του μόνο για τα δικαστικά έξοδα και ειδικότερα δέχθηκε την αίτηση της εφεσίβλητης να της αποδοθούν τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε (για σύνταξη και κατάθεση προτάσεων και παράσταση του δικηγόρου) και καθόρισε τα σε βάρος της ήδη εκκαλούσας δικαστικά έξοδα σε 53.097,99 ευρώ. Ήδη η παρεμπιπτόντως ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της, παραπονείται κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως, κατά το ανωτέρω μοναδικό κεφάλαιό της, κατά το οποίο καταδικάστηκε στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθής η προσεπίκληση και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, και α) να απορριφθεί η αίτηση, β) άλλως να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα άλλως γ) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα που δεν έγιναν από υπερβολική πρόνοια. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 499, 511, 513 παρ.1 στοιχ. β`, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), είναι δε παραδεκτή, κατ’ άρθρα 193 και 516 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν υφίσταται στην προκείμενη περίπτωση ο περιορισμός από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, καθόσον σύμφωνα και με τις ως άνω νομικές σκέψεις, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας της υποθέσεως, λόγω της παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής, αλλά μόνον επί της αιτήσεως των εναγομένων για τα δικαστικά έξοδα, τα οποία επιδίκασε σε βάρος της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας και συνεπώς το κεφάλαιο αυτό των δικαστικών εξόδων αποτελεί αυτοτελές επίδικο αντικείμενο της δίκης και ως εκ τούτου είναι επιτρεπτή η προσβολή της ως άνω πρωτόδικης αποφάσεως με την υπό κρίση έφεση, χωρίς να προσκρούει η άσκησή της στην απαγόρευση του ανωτέρω άρθρου 193 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 881/2011 δημ. Νόμος). Επομένως, η κρινόμενη έφεση εισάγεται αρμόδια και παραδεκτά για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), ενώ για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ παράβολο, συνολικού ποσού 150 ευρώ δηλαδή τα παράβολα ΤΑΧΔΙΚ με αριθμούς … και …….. ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα παράβολα δημοσίου με αριθμούς …….. ποσού 20 ευρώ το καθένα, και ως εκ τούτου πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου της κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με τη διάταξη του άρθρου 294 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Ό ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης”, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 295 ΚΠολΔ ορίζεται ‘Ή παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Ο περιορισμός του αιτήματος θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο. Αν η αγωγή ασκηθεί πάλι ο εναγόμενος μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει στην αγωγή εωσότου καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης δίκης, εκτός αν για την πρώτη δίκη είχε παραχωρηθεί στον ενάγοντα το ευεργέτημα της πενίας” και τέλος με τη διάταξη του άρθρου 297 ΚΠολΔ ορίζεται ‘Ή παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι στα πλαίσια της θεμελιώδους δικονομικής αρχής της διαθέσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ) αναγνωρίζεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να παραιτηθεί από το αγωγικό δικόγραφο, χωρίς να θίγεται το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα, εξαφανίζοντας το ίδιο το υπόβαθρο του δικαστικού αγώνα. Η παραίτηση αυτή αποτελεί μονομερή απευθυντέα προς τον αντίδικο του παραιτούμενου διαδικαστική πράξη, με την οποία δηλώνεται παραίτηση από τον ενάγοντα από τη δικονομική αξίωση που έχει προβάλει για παροχή έννομης προστασίας και η οποία καταλύει αναδρομικά τη διαδικαστική πράξη της αγωγής. Οι συνέπειες παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής συνίστανται στο ότι κατά ρητή του νόμου διατύπωση θεωρείται πως αυτή δεν ασκήθηκε. Έτσι, χωρίς να ανατρέπεται η υπόσταση της αγωγής αίρονται οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες, που προκάλεσε η άσκησή της, αλλά μόνον αυτές που είναι δεκτικές παραιτήσεως και το δικαστήριο αποξενώνεται κάθε εξουσίας επ’ αυτής (ΑΠ 1611/1999, ΑΠ 209/1997, ΑΠ 189/1997, ΑΠ 23/1994 δημ. Νόμος). Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής είναι τυπική, γιατί υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο και απευθυντέα, γιατί απαιτείται η περιέλευσή της στον εναγόμενο. Ειδικότερα, προκειμένου να υπάρχει αντικειμενικά δεδομένο και ασφαλές σημείο καταργήσεως της εκκρεμοδικίας, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 297 του ΚΠολΔ καθιερώνει πανηγυρικό τύπο παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής, η οποία γίνεται μόνο με δήλωση του ενάγοντος που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου (ΟλΑΠ 20/1999, ΑΠ 939/2008, ΑΠ 1636/2002 δημ Νόμος). Οι διαζευκτικά ως άνω οριζόμενοι και αυτοτελείς μεταξύ τους τρόποι παραιτήσεως από το δικόγραφο της αγωγής, έχει επικρατήσει ότι είναι αποκλειστικοί (ΑΠ 295/2007, ΑΠ 78/2004, ΑΠ 902/2003 δημ. Νόμος), ενόψει του σκοπού που συνίσταται στην ασφαλή γνώση της βουλήσεως του ενάγοντος και επιπροσθέτως στην εξασφάλιση της γνώσεως από τον εναγόμενο για τη δήλωση παραιτήσεως. Ως δικόγραφο με το οποίο μπορεί να γίνει η παραίτηση νοείται κάθε έγγραφο, που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό του πληρεξούσιο για την πιστοποίηση ή βεβαίωση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν, το οποίο είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο, είτε επιδίδεται από τον ένα στον άλλο διάδικο (ΑΠ 1468/2004, ΑΠ 191/2001 δημ. Νόμος). Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ως μονομερής διαδικαστική πράξη δεν χρειάζεται κατ’ αρχάς να γίνει αποδεκτή από τον εναγόμενο, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία γίνεται μετά την έναρξη της προφορικής συζητήσεως της ουσίας της υποθέσεως, ούτε εξαρτάται από την αναδοχή ή καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου που δημιουργήθηκαν έως το χρονικό σημείο της παραιτήσεως, ούτε και από την προσφορά αυτών (ΑΠ 65/2007 δημ. Νόμος). Συνεπώς, εφόσον η παραίτηση έγινε με έναν από τους ανωτέρω διαλαμβανόμενους στο νόμο τρόπο και δεν συντρέχει περίπτωση συναινέσεως προς τούτο του αντιδίκου του παραιτουμένου (ήτοι έγινε πριν την έναρξη της προφορικής συζητήσεως της ουσίας της υποθέσεως), η συνέπεια της καταργήσεως της δίκης επέρχεται αμέσως από το νόμο, χωρίς να απαιτείται έκδοση αποφάσεως βεβαιωτικής της καταργήσεως, εκτός εάν ο αντίδικος του παραιτουμένου επιμένει για έκδοση αποφάσεως, οπότε εκδίδεται απόφαση που απλώς αναγνωρίζει τη, συνεπεία της παραιτήσεως, κατάργηση της δίκης αναδρομικώς (ΑΠ 276/2008, ΑΠ 1517/2007, ΑΠ 642/2002, ΑΠ 36/1995 δημ. νόμος). Εάν όμως αμφισβητείται το κύρος της παραιτήσεως ή αυτή έγινε σε χρονικό σημείο της δίκης, δηλαδή μετά την επί της ουσίας έναρξη της προφορικής συζητήσεως και ο αντίδικος αντιλέγει και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον προς περάτωση της δίκης, τότε, κατά νομική αναγκαιότητα, συντρέχει περίπτωση δικαστικής κρίσεως για το παραδεκτό και έγκυρο ή μη της παραιτήσεως, που συνιστά προϋπόθεση για τη με αυτή κατάργηση της δίκης, η οποία συνακόλουθα, πρέπει να απαγγελθεί με απόφαση (ΑΠ 800/2010, ΑΠ 1497/2002 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 294, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ, με αυτές των άρθρων 188 παρ. 1, 189 παρ. 1 εδαφ. γ’, 191, 192 και 263 περ. δ’ του ιδίου Κώδικα και 68 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων) συνάγεται ότι, αν γίνει παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, γεννιέται υπέρ του εναγομένου αξίωση κατά του παραιτουμένου ενάγοντος, ο οποίος εξομοιώνεται με διάδικο που ηττάται, προς απόδοση των αναγκαίων δικαστικών και εξωδίκων εξόδων στα οποία αυτός (εναγόμενος) υποβλήθηκε μέχρι το χρονικό σημείο της παραιτήσεως και εφόσον μέχρι τότε είχε ολοκληρωθεί η διενέργεια της πράξεως στην οποία αφορά η αμοιβή. Τα έξοδα βαρύνουν κατ’ αρχήν τον παραιτούμενο, δεν αποδίδονται, όμως, εκείνα, στα οποία ο αντίδικός του υποβλήθηκε για τη σύνταξη και την κατάθεση προτάσεων, ενώ γνώριζε ότι είχε ήδη γίνει έγκυρη παραίτηση, αφού τότε πρόκειται για έξοδα από απροσεξία ή από υπερβολική πρόνοια του αντιδίκου του (ΑΠ 381/2017 και ΑΠ 733/2015 δημ. Νόμος). Έτσι, εάν η παραίτηση γίνει εγκαίρως και ειδικότερα πριν από την ορισθείσα για τη συζήτηση της αγωγής δικάσιμο, με δικόγραφο που θα επιδοθεί στον εναγόμενο, αποδίδονται στον τελευταίο τα γενόμενα έξοδα μέχρι το χρόνο παραιτήσεως, που ολοκληρώνεται με την επίδοση του σχετικού περί παραιτήσεως δικογράφου και όχι τα τυχόν μεταγενέστερα, ως περιττά και άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτου, δεν αποδίδονται στον εναγόμενο τα έξοδα για την παράσταση και σύνταξη προτάσεων (ΑΠ 648/2009, ΑΠ 539/2008 δημ. Νόμος, Κεραμέα- Κονδύλη-Νίκα ‘Ερμηνεία ΚΠολΔ”, έκδ. 2000, τόμ. I, άρθρο 188, σελ. 427, αριθμ. 4). Αν αντίθετα η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής γίνει από τον ενάγοντα στο ακροατήριο, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά κατά την ορισθείσα για την εκδίκαση της αγωγής δικάσιμο, γεννιέται αξίωση του εναγομένου για καταβολή των δικαστικών του εξόδων, στα οποία περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία μόνο εξώδικα και δικαστικά του έξοδα μεταξύ των οποίων η αμοιβή για την παράσταση του δικηγόρου του στο ακροατήριο, καθώς και η αμοιβή για τη σύνταξη των προτάσεων, τις οποίες κατέθεσε προς απόκρουση της αγωγής από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ο εναγών (ΑΠ 539/2008, ΑΠ 857/2003 δημ. Νόμος).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση από όλα ανεξαρτήτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι με επίκληση προσκομίζουν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης την από την από 30.09.2014, µε γενικό αριθµό κατάθεσης …… και µε αριθµό κατάθεσης δικογράφου …… προσεπίκληση σε πρόσθετη παρέµβαση και παρεµπίπτουσα αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία, ζητώντας της να παρέμβει σε δίκη που είχε δημιουργηθεί μετά τη με αριθμό …. αγωγή που άσκησε κατά της εκκαλούσας η εταιρεία «…………». Η προαναφερόμενη εταιρία επιδιώκοντας δικαστικά την αμοιβή της για τις εργασίες απορρύπανσης που προσέφερε άσκησε την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……. αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την τακτική διαδικασία εναντίον της εκκαλούσας και της «…..», αιτούμενη, για τους στην αγωγή της περιγραφόμενους λόγους, να της καταβληθεί το ποσό των 15.853.962,30 Ευρώ, πλέον νομίμων τόκων και εξόδων, για αμοιβή που, κατά τους ισχυρισμούς της, οφειλόταν σε σχέση με φερόμενες εργασίες απορρύπανσης που είχε εκτελέσει κατά το χρονικό διάστημα από 05.03.2012 ως 28.04.2013, προκειμένου να καθαρίσει τη θαλάσσια περιοχή και τις ακτογραμμές που ρυπάνθηκαν από τη διαρροή περίπου 450 κ.μ. πετρελαιοειδών και να απαντλήσει από τις δεξαμενές του Α1 τις ποσότητες πετρελαιοειδών που δεν είχαν διαρρεύσει. Η ήδη εκκαλούσα δυνάμει του υπ’ αριθ. ….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης, ισχύος για τη χρονική περίοδο από 22.09.2011έως 22.9.2012 είχε ασφαλίσει την αστική ευθύνη της εταιρείας «…….» που ήταν διαχειρίστρια των δ/ξ Α1, BS, CG, E11 και GΡ, καθώς και των αντίστοιχων πλοιοκτητριών (μεταξύ των οποίων και η «………», που ήταν πλοιοκτήτρια του δεξαμενόπλοιου ΑΙ) μεταξύ άλλων και κατά κινδύνων ρύπανσης που θα προκαλούνταν από τη χρήση των εν λόγω δεξαμενοπλοίων. Στις 05.03.2012 και περί ώρα 09:00, το δ/ξ Α1 ευρισκόμενο εντός του αγκυροβολίου της εφεσίβλητης, προσέκρουσε με τα ύφαλα της δεξιάς του πλευράς με το ναυάγιο του ε/γ «CI.», συνεπεία δε τη πρόσκρουσης βυθίστηκε. Από την βύθιση αυτή, είχε προκληθεί ρύπανση του θαλασσίου περιβάλλοντος και η ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρεία ανέθεσε στις εταιρείες «……..» και «……..» τις εργασίες απορρύπανσης και ναυαγιαιρεσίας του πλοίου. Η συζήτηση της παραπάνω κύριας αγωγής προσδιορίστηκε για τις 04.02.2014 και κατόπιν αναβολής για τις 21.10.2014. Η εν λόγω προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή στηριζόταν στην παράλειψη της εφεσίβλητης να ανελκύσει το ναυάγιο του Ε/Γ «CI.» και να τοποθετήσει την προσήκουσα σηματοδότηση του ναυαγίου συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση της βύθισης του Α1 και της εξ αυτού του λόγου προκληθείσας ρύπανσης. Η συζήτηση της παρεμπίπτουσας αγωγής ορίστηκε αρχικά για την δικάσιμο της 10.03.2015 και μετά από αναβολή για την 1.12.2015. Επειδή δε πριν την παραπάνω ημερομηνία συζήτησης της προσεπίκλησής είχε ήδη λάβει χώρα στις 21.10.2014 η συζήτηση της κύριας αγωγής της «……», δίχως να δοθεί η δυνατότητα της συνεκδίκασης (προφανώς με αναβολή προς συνεκδίκαση λόγω συνάφειας) της κύριας αγωγής με την κατατεθείσα από 30.9.2014 προσεπίκληση, η ήδη εκκαλούσα με την από 19.10.2015 δήλωση (και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……..) παραιτήθηκε του δικογράφου της προαναφερόμενης προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής. Τη δήλωση παραίτησης επέδωσε στην εφεσίβλητη στις 23.10.2015, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……. που προσκομίζει μετ’επίκληση η εκκαλούσα ως σχετικό με αριθμό 6. Επίσης, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης την 1.12.2015 επανέλαβε προφορικώς τη δήλωση παραίτησης από το δικόγραφο της ως άνω προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής. Εν τω μεταξύ, στις 16.02.2015 (δηλαδή ενώ ήδη είχε λάβει χώρα στις 21.10.2014 η εκδίκαση της παραπάνω κύριας αγωγής, οπότε, πλέον, είχε καταστεί η προσεπίκλησή σε παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή στην ουσία άνευ αντικειμένου), η εφεσίβλητη κατέθεσε (χωρίς αυτό να είναι αναγκαίο) προτάσεις προς αντίκρουση της προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής. Κατά τη δικάσιμο της 1.12.2015 κατόπιν προφορικού αιτήματος του πληρεξουσίου Δικηγόρου της εφεσίβλητης περί καταδίκης της ήδη εκκαλούσας στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων (το οποίο υποβλήθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης την 01.12.2015 και ενώ είχε ήδη συντελεστεί κατά τα παραπάνω η παραίτησή της εκκαλούσας από το δικόγραφο της προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής στις 23.10.2015), το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη με αριθμό 1849/2016 απόφασή του, με την οποία κήρυξε κατηργημένη τη δίκη και καταδίκασε την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, τα οποία προσδιόρισε στο ποσό των 53.097,99 Ευρώ. Όμως αφενός λόγω της συζήτησης της κύριας αγωγής σε προγενέστερο στάδιο δεν ήταν πλέον κατ’ουσίαν αναγκαία η κατάθεση προτάσεων διότι το δικόγραφο προς αντίκρουση του οποίου κατατέθηκαν ήταν άνευ αντικειμένου, και αφετέρου με την επίδοση στην εφεσίβλητη της ως άνω δηλώσεως περί παραιτήσεως της παρεμπιπτόντως ενάγουσας από το δικόγραφο της προσεπίκλησης με την παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της ήδη εφεσίβλητης, συντελέστηκε και ολοκληρώθηκε, νόμιμα, κατ’ άρθρο 297 του ΚΠολΔ, η παραίτηση της ήδη εκκαλούσας από το δικόγραφο της προσεπίκλησης παρεμπίπτουσας αγωγής της. Επειδή δε, η παραίτηση αυτή ολοκληρώθηκε, κατά τα προαναφερθέντα πριν από την ορισθείσα για τη συζήτηση της αγωγής δικάσιμο της 1.12.2015 δεν απαιτείτο συναίνεση της καθής η προσεπίκληση παρεμπιπτόντως εναγομένης ήδη εφεσίβλητης, ούτε να γίνει αυτή αποδεκτή από την τελευταία, αφού οπωσδήποτε δεν είχε λάβει χώρα έναρξη της προφορικής συζητήσεως της ουσίας της υποθέσεως, ώστε να προβάλει αντιρρήσεις και να πιθανολογεί έννομο συμφέρον για την περάτωση της δίκης με έκδοση αποφάσεως. Εξάλλου, κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο της 1.12.2015 που είχε ορισθεί (μετ`αναβολή) για την εκδίκαση της προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, η ήδη εκκαλούσα παραστάθηκε και πριν από την έναρξη της προφορικής συζητήσεως της ουσίας αυτής, επανέλαβε τη δήλωσή της περί παραιτήσεως από του δικογράφου της αγωγής, χωρίς, όμως, πλέον καμία δικονομική συνέπεια, αφού, με την επίδοση της παραιτήσεως στην εφεσίβλητη, κατά τα προαναφερθέντα, είχε συντελεσθεί η παραίτηση από το δικόγραφο της και συνεπώς η τελευταία θεωρείτο έκτοτε ότι δεν έχει ασκηθεί, χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής αποφάσεως περί καταργήσεως της δίκης, της συνέπειας αυτής επερχόμενης εκ του νόμου. Κατά τη δικάσιμο αυτή, της 1.12.2015 παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της …… και η ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….», η οποία α) δεν ζήτησε την έκδοση αποφάσεως βεβαιωτικής της καταργήσεως της δίκης, β) δεν αμφισβήτησε το κύρος της ήδη γενόμενης παραιτήσεως και γ) δεν αντέλεξε πιθανολογούσα ότι έχει συμφέρον για την περάτωση της δίκης, αφού πρωτίστως η εκδίκαση του δικογράφου της παρεμπίπτουσας αγωγής λόγω της απολύτου συναφείας με το δικόγραφο της κυρίας δίκης που είχε προηγηθεί στις 21.10.2014 χωρίς να δοθεί η δυνατότητα συνεκδίκασης είχε καταστεί άνευ αντικειμένου. Λεκτέον ότι η αποδοχή της παραιτήσεως η δήλωση της οποίας επαναλήφθηκε στο ακροατήριο από την εφεσίβλητη δεν ήταν αναγκαία, καθόσον η παραίτηση έγινε σε κάθε περίπτωση σε χρονικό σημείο πριν από την έναρξη της προφορικής συζητήσεως της ουσίας της υποθέσεως. Όμως όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης υπέβαλε αίτημα, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να εκδοθεί απόφαση επί των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν, για το λόγο ότι είχε προκαταθέσει νομότυπα προτάσεις, προ 20ημέρου από την ορισθείσα αρχική δικάσιμο, της 10.03.2015 ενόψει της διατάξεως του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ A 87), αν και σύμφωνα με τα όσα ήδη προαναφέρθηκαν λόγω της συζήτησης της κύριας αγωγής στις 21.10.2014 και μάλιστα χωρίς να δοθεί η δυνατότητα συνεκδίκασης με το δικόγραφο προσεπίκλησης παρεμπίπτουσας αγωγής που είχε κατατεθεί λίγες μέρες πριν με αναβολή της αγωγής προς συνεκδίκαση στη δικάσιμο της 10.3.2015, το δικόγραφο αυτό είχε καταστεί άνευ αντικειμένου. Επομένως στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατάθεση προτάσεων για δικόγραφο που είχε καταστεί άνευ αντικειμένου και η συζήτηση του οποίου προφανώς θα ματαιωνόταν αν δεν είχε προηγηθεί η κατά τα ανωτέρω προκατάθεση των προτάσεων της εφεσίβλητης, έγινε από υπερβολική πρόνοια του διαδίκου και εμπίπτει σύμφωνα με το άρθρο 189 παρ. 2 β του ΚΠολΔ σε περίπτωση εξόδων που δεν αποδίδονται. Κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τα έξοδα αυτά αποδίδονται εσφαλμένα ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 189 του ΚΠολΔ και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού τρίτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν η κρινόμενη έφεση.
Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά τη διάταξη που έκανε δεκτή την προφορικά ασκηθείσα αίτηση της ήδη εφεσίβλητης καθής η προσεπίκληση περί καταβολής δικαστικών εξόδων με τον επισυναπτόμενο πίνακα εξόδων, που υποβλήθηκε λόγω παραιτήσεως της ήδη εκκαλούσας προσεπικαλούσας παρεμπιπτόντως ενάγουσας από το δικόγραφο της προσεπίκλησης σε πρόσθετη παρέµβαση και παρεµπίπτουσας αγωγής µε γενικό αριθµό κατάθεσης ………. και µε αριθµό κατάθεσης δικογράφου ………., να κρατηθεί η υπόθεση και να εξετασθεί από το παρόν Δικαστήριο η ως άνω αίτηση, και να απορριφθεί αυτή, αφού τα έξοδα στον επισυναπτόμενο κατάλογο που αφορούν την προκατάθεση προτάσεων και τον υπολογισμό της δικαστικής δαπάνης με βάση του αντικείμενο της δίκης δεν αποδίδονται, διότι σύμφωνα με τα όσα κρίθηκαν ανωτέρω έγιναν από υπερβολική πρόνοια του διαδίκου και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 183 του ΚΠολΔ δεν αποδίδονται. Εξάλλου, η εφεσίβλητη πρέπει να καταδικασθεί, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εκκαλούσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, εφόσον η έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου, συνολικού ποσού 150 ευρώ δηλαδή των παραβόλων ΤΑΧΔΙΚ με αριθμούς … και ……. ποσού 60 ευρώ το καθένα και των παραβόλων δημοσίου με αριθμούς ……… ποσού 20 ευρώ το καθένα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 30.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… έφεση της προσεπικαλούσας παρεμπιπτόντως ενάγουσας κατά της με αριθμό 1849/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …… παρεμπίπτουσας αγωγής της εκκαλούσας κατά τη διάταξή της που αφορά στην προφορικά ασκηθείσα αίτηση της καθής η προσεπίκληση παρεμπιπτόντως εναγομένης ήδη εφεσίβλητης περί καταβολής δικαστικών εξόδων.
Εξαφανίζει την ως άνω απόφαση κατά την ως άνω διάταξη.
Κρατεί την υπόθεση και Δικάζει επί της ως άνω αιτήσεως.
Απορρίπτει την αίτηση
Καταδικάζει την εφεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν για την άσκηση της εφέσεώς της παραβόλου, συνολικού ποσού 150 ευρώ δηλαδή των παραβόλων ΤΑΧΔΙΚ με αριθμούς … και ……… ποσού 60 ευρώ το καθένα και των παραβόλων δημοσίου με αριθμούς ………….. ποσού 20 ευρώ το καθένα
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 17 Ιανουαρίου 2019 και δημοσιεύτηκε στον ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στις 14 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ