ΠΕΡΙΛΗΨΗ :
Ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής και των σε αυτή ερειδομένων πράξεων Αναγκαστικής Εκτελέσεως (632-933 ΚΠολΔ) . Οφειλή σε ξένο νόμισμα (USD) από υπόλοιπο δανειακής συμβάσεως. Επιδίκαση του σε ευρώ ισόποσου κατά την ημέρα πραγματικής πληρωμής με βάση την ισοτιμία ευρώ-αλλοδαπού νομίσματος σύμφωνα με το επίσημο δελτίο ισοτιμιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Απορρίπτει έφεση κατά της εκκαλουμένης που δέχθηκε την ανακοπή και ακύρωσε την προσβαλλομένη Διαταγή Πληρωμής, που είχε επιδικάσει την ανωτέρω οφειλή με βάση την αντίστοιχη ισοτιμία σύμφωνα με τους πίνακες τιμών συναλλάγματος της δανείστριας τράπεζας, χωρίς να υπάρχει σχετική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων στη δανειακή σύμβαση και στη σύμβαση εγγυήσεως, καθώς και τις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως ως ερειδόμενες επί ακυρωθέντος εκτελεστού τίτλου.
Αριθμός 98/2019
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 27-3-2018 έφεση (ΓΑΚ …- ΕΑΚ …….) κατά της υπ’ αριθ. 5730/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρθ. 614επ ΚΠολΔ σε συνδ. με 632 παρ 2 εδ. β’ και 937 παρ. 3, όπως ισχύουν μετά το Ν.4335/2015), έχει ασκηθεί νομοτύπως, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 14-3-2018, όπως προκύπτει από την επισημείωση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας …….. επί του προσκομιζομένου επιδοθέντος αντιγράφου αυτής. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (αρθ.495, 499, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ.1, 524 παρ. 1, 532, 533 ΚΠολΔ).
Η εκκαλουμένη συνεκδίκασε την από 15-2-2017 (ΕΑΚ …….) ανακοπή και τους από 5-5-2017 πρόσθετους λόγους (ΕΑΚ ……..) κατά α) της υπ΄αριθ. ……. Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, β) της από 26-1-2017 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας αντιγράφου εξ α΄ απογράφου εκτελεστού αυτής και γ) της από 7-2-2017 υπ’ αριθ. ……. εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως πλοίου του αναφερόμενου δικαστικού επιμελητή, και ακολούθως ακύρωσε τόσο την ανωτέρω Διαταγή Πληρωμής όσο και τις προαναφερόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως, κατ’ αποδοχή ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμου του όγδοου λόγου της ανακοπής. Με τον λόγο αυτό ισχυρίστηκαν οι ανακόπτοντες ότι εσφαλμένως η ανακοπτομένη Διαταγή Πληρωμής τούς υποχρέωσε να καταβάλουν στην καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα τράπεζα το σε ευρώ ισόποσο των δολ ΗΠΑ 330.680,31, σύμφωνα με την τιμή αγοράς δολλαρίων όπως θα προκύπτει από το κατά τον χρόνο της εξόφλησης Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της καθ’ής Τράπεζας, καθόσον, κατά την κρίση της εκκαλουμένης, η ανωτέρω ισοτιμία πρέπει να υπολογισθεί με βάση την τιμή αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθούν η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι.
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 5422/1932, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ) και το οποίο ορίζει ότι “Αι πάσης φύσεως εις συνάλλαγμα οφειλαί αι πληρωτέαι εν Ελλάδι εξοφλούνται εις δραχμάς επί τη τρεχούση τιμή της ημέρας της εξοφλήσεως”, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 ν. 2842/2000, συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει, με την αγωγή του, το ισότιμο σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος, κατά την επίσημη τιμή του την ημέρα της πληρωμής (ΑΠ 613/1974 ΝοΒ 23.169, ΑΠ 698/2006, ΑΠ 1884/2013, ΑΠ 124/2014 ΑΠ 388/2015 – “Νόμος”), δηλαδή εκείνη που προκύπτει από το σχετικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο αποτελεί το κατά νόμο (αρ. 8 ν. 5422/32) αποδεικτικό μέσο αυτής (τιμής) (ΟλΑΠ 21/1990 ΕλλΔνη 31,811, ΕφΑθ 5770/88 ΕλλΔ 31, 375, ΕφΠειρ 571/1999, ΕφΠειρ. 546/2010 – “Νόμος”). Αντίστοιχα και το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της αγωγής και την επιδίκαση της απαιτήσεως, δεν διατάζει απόδειξη για την ισοτιμία, αλλά υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει στο δανειστή το σε δραχμές (ήδη ευρώ) ισάξιο του ξένου νομίσματος με βάση την τρέχουσα τιμή τούτου στον τόπο και κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, που γίνεται προς εξόφληση της οφειλής, είτε εκουσίως είτε κατόπιν αναγκαστικής εκτελέσεως του αφορώντος την σε αλλοδαπό νόμισμα οφειλή εκτελεστού τίτλου. Ως τρέχουσα τιμή του αλλοδαπού νομίσματος νοείται, κατ` άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, η τιμή στην οποία η Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει και πωλεί το νόμισμα αυτό («Τρέχουσα τιμή συναλλάγματος εκάστης ημέρας, κατά τον παρόντα νόμον, είναι η τιμή, εις ην η Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει και πωλεί συνάλλαγμα»). Πριν την καθιέρωση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, ο τρόπος προσδιορισμού της ισοτιμίας της δραχμής προς όλα τα αλλοδαπά νομίσματα εκτός του δολλαρίου ΗΠΑ, η ισοτιμία του οποίου προς τη δραχμή ανήκε στην κυριαρχική κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, γινόταν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εβ` του ΑΝ 362/1945, 1 του ΑΝ 1820/1951, παρ. 2 της ΠΥΣ 267/1953, που κυρώθηκε με το άρθρ. 1 ΝΔ 2415/1953, και 1 παρ. 3 του Ν 229/1973, με βάση τη σχέση καθενός από τα νομίσματα αυτά προς το δολλάριο ΗΠΑ. Η με τον τρόπο αυτό καθοριζόμενη ισοτιμία αποτελούσε, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του ΑΝ 362/1945, τη νόμιμη τιμή του αλλοδαπού νομίσματος, η οποία λαμβανόταν υπόψη από τα δικαστήρια και λοιπές αρχές και από τους ιδιώτες προς ρύθμιση των οφειλών στο αλλοδαπό αυτό νόμισμα. Η τιμή αυτή του αλλοδαπού νομίσματος, ως απλό πραγματικό γεγονός, αφού δεν την ορίζει κανόνας δικαίου, αν αμφισβητηθεί ακόμη και κατά την εκτέλεση του σχετικού εκτελεστού τίτλου, αποτελεί αντικείμενο αποδείξεως, η οποία γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 2 του Ν 5422/1932, παρ. 3 της ΠΥΣ 267/1953, και 1 παρ. 4 του ΝΔ 229/1973, με την προσκόμιση του σχετικού δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος, εφόσον η τιμή του νομίσματος αυτού περιλαμβάνεται στο δελτίο αυτό. Η μη αναγραφή στο δελτίο αυτό της επίσημης τιμής κάποιου αλλοδαπού νομίσματος δεν συνεπάγεται τη μη δυνατότητα δημιουργίας οφειλής από το νόμισμα αυτό ούτε καθιστά ανεκτέλεστο τον -αφορώντα την στο αλλοδαπό αυτό νόμισμα οφειλή – εκτελεστό τίτλο από το λόγο ότι η σχετική απαίτηση είναι μη εκκαθαρισμένη. Απλώς, η ισοτιμία της δραχμής προς το αλλοδαπό αυτό νόμισμα δεν αποδεικνύεται αμέσως από το ως άνω δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, πλην όμως η νόμιμη τιμή του νομίσματος αυτού, ως πραγματικό γεγονός, μπορεί να αποδειχθεί σε συνάρτηση με την αναγραφόμενη στο δελτίο αυτό τιμή του δολλαρίου ΗΠΑ, αφού ληφθεί υπόψη η κατά τον ίδιο χρόνο σχέση του αλλοδαπού αυτού νομίσματος προς το δολλάριο ΗΠΑ, στη διεθνή αγορά συναλλάγματος (ΑΠ 1318/1997, ΑΠ 1349/1997 – “Νόμος”). Τέλος, μετά την κατάργηση της δραχμής και την εισαγωγή του ευρώ, στην παράγραφο 3 του άρθρου 4 του Ν. 2842/2000 ορίστηκε ότι «Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιεύει δελτία τιμών αναφοράς του ευρώ προς τα ξένα νομίσματα με βάση τα αντίστοιχα δελτία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εκδίδει ημερήσιο δελτίο τιμών και πώλησης συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων για τις ανάγκες των καταστημάτων της» ενώ κατά την παρ.4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Οποιαδήποτε αναφορά σε επίσημη τιμή συναλλάγματος ή σε μέση τιμή (fixing) της δραχμής προς τα ξένα νομίσματα, σε νομοθετικές, διοικητικές, κανονιστικές ή συμβατικές διατάξεις, αντικαθίστανται από την, σύμφωνα με την παρ. 3 του παρόντος άρθρου, σχετική τιμή αναφοράς, εφόσον δεν έχει προβλεφθεί ή δεν έχει συμφωνηθεί ούτε οριστεί αναφορά σε άλλη συναλλαγματική ισοτιμία». Συνεπώς, αν δεν έχει συμφωνηθεί άλλη ισοτιμία, η ισοτιμία του ξένου συναλλάγματος, κατά το χρόνο της πληρωμής, πρέπει να γίνει σύμφωνα με την εν λόγω τιμή αναφοράς, όπως δημοσιευόταν μέχρι 31-6-2016 στο επίσημο δελτίο ισοτιμιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αναδημοσιευόταν από την Τράπεζα της Ελλάδος στο δελτίο συναλλαγματικών ισοτιμιών αναφοράς του ευρώ και από 1-7-2016 στην επίσημη ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα Τράπεζα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο εφέσεως ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη δέχθηκε την ως άνω ανακοπή κατά τον όγδοο λόγο της και ακολούθως ακύρωσε τη Διαταγή Πληρωμής κρίνοντας ότι η κατά το χρόνο της εξοφλήσεως ισοτιμία μεταξύ δολλαρίου ΗΠΑ και ευρώ έπρεπε να υπολογισθεί με βάση τους πίνακες ισοτιμιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ότι ο λόγος αυτός έπρεπε να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος αφού οι ανακόπτοντες δεν προσδιόριζαν κατά ποίο ποσό επιβαρυνόταν η απαίτησή τους εξαιτίας του υπολογισμού της ισοτιμίας με τον ανωτέρω τρόπο. Ωστόσο, για το ορισμένο του ογδόου λόγου αρκούσε η αναφορά στον εσφαλμένο κατά νόμο υπολογισμό της ισοτιμίας δολλαρίου ΗΠΑ-ευρώ αφού ο εσφαλμένος αυτός υπολογισμός συνεπαγόταν άνευ άλλου την ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω παραβίασης κανόνα δικαίου. Δεν ήταν δε αναγκαίο να επικαλεστούν οι ανακόπτοντες ειδικότερο έννομο συμφέρον για την προβολή του ανωτέρω λόγου ακυρότητας ούτε δικονομική βλάβη τους, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον ίδιο (πρώτο) λόγο εφέσεως, προεχόντως διότι ήταν πρόδηλο το έννομο συμφέρον τους προς ακύρωση της Διαταγής Πληρωμής για οποιονδήποτε από τους προβαλλόμενους με την ανακοπή λόγους, εφόσον κάποιος από αυτούς κρινόταν νόμιμος και βάσιμος, αφού οι ίδιοι οι ανακόπτοντες ήταν τα υπόχρεα από τη Διαταγή Πληρωμής πρόσωπα, ιδιότητα που απαιτείται αλλά και αρκεί για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προς άσκηση ανακοπής εκ του άρθρου 632 ΚΠολΔ. Η δικονομική βλάβη είναι στοιχείο που πρέπει να συντρέχει για την ακύρωση διαδικαστικών πράξεων λόγω παραβάσεως διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο αυτών (αρθ. 159 αριθ. 3 ΚΠολΔ) και όχι για την ακύρωση Διαταγής Πληρωμής (632 ΚΠολΔ), όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η εκκαλούσα. Ακόμη πιο ειδικά, ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον ίδιο (πρώτο) λόγο εφέσεως ότι ο υπολογισμός της ανωτέρω ισοτιμίας με βάση τους δικούς της πίνακες ισοτιμιών, όπως διέταξε η ακυρωθείσα Διαταγή Πληρωμής, έβαινε προς όφελος των ανακοπτόντων, γιατί, σε κάθε περίπτωση, ο ανωτέρω τρόπος υπολογισμού οδηγεί σε μικρότερη επιβάρυνση της απαιτήσεως, όπως όλα τα ανωτέρω εξειδικεύονται στην έφεση. Ωστόσο, ακόμα κι αν είναι βάσιμος ο ανωτέρω ισχυρισμός της εκκαλούσας και πράγματι η ένδικη απαίτησή της επιβαρύνεται λιγότερο εάν ο υπολογισμός της ισοτιμίας μεταξύ δολλαρίου ΗΠΑ και ευρώ κατά το χρόνο της εξοφλήσεως γίνει σύμφωνα με τους δικούς της πίνακες ισοτιμιών, ο υπολογισμός της ισοτιμίας με τον τρόπο αυτό, όπως διέταξε η ακυρωθείσα Διαταγή Πληρωμής δεν είναι νόμιμος, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην ως άνω υπό στοιχείο ΙΙ σκέψη, εφόσον κατά τις παραδοχές της εκκαλουμένης, δεν αποδείχθηκε αντίθετη συμφωνία των μερών. Την κρίση αυτή της εκκαλουμένης, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, πλήττει η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο εφέσεως, ισχυριζόμενη ότι μετά την εισαγωγή του ευρώ ως επισήμου νομίσματος με τον Ν. 2842/2000, καταργήθηκε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο Ν. 1083/1980 που καθόριζε τους όρους λειτουργίας της αγοράς συναλλάγματος και επίσης καταργήθηκαν οι διατάξεις του αρθ. 1 νδ 229/1973 που προέβλεπαν μεταξύ άλλων την έκδοση ημερησίου δελτίου αγοράς και πώλησης συναλλάγματος από την Τράπεζα της Ελλάδος, με αποτέλεσμα εφεξής οι συναλλαγματικές ισοτιμίες της ΕΚΤ και κατά συνέπεια της ΤτΕ να έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα και να μην αποτελούν συναλλακτικές τιμές και ότι μεταξύ της εκκαλούσας και των εφεσίβλητων είχε συμφωνηθεί το δικαίωμα της εκκαλούσας για μετατροπή της οφειλής από δολλάρια ΗΠΑ σε ευρώ σε οποιονδήποτε χρόνο με βάση τις δικές δημοσιευόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες, επικαλούμενη ειδικότερα προς απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού της τα άρθρα 5.01 και 8.02 της από 4-6-2009 συμβάσεως δανείου και το άρθρο 10 της από 4-6-2009 συμβάσεως εγγυήσεως.
- Από την εκτίμηση της χωρίς όρκο εξετάσεως του δεύτερου ανακόπτοντος και ήδη εφεσίβλητου και της ένορκης καταθέσεως της μάρτυρος της καθ’ής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας, που περιέχονται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά, τα οποία μετ΄επικλήσεως προσκομίζονται σε επικυρωμένο αντίγραφο, και όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..» συνήψε με την πρώτη ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία την υπ’αριθμ. …….. από 4-6-2009 σύμβαση δανείου και με τον δεύτερο ανακόπτοντα-ήδη εφεσίβλητο, νόμιμο εκπρόσωπο και πρόεδρο του Δ.Σ. της πρώτης, την από 4-6-2009 σύμβαση εγγυήσεως. Ειδικότερα, δυνάμει της ως άνω συμβάσεως δανείου χορηγήθηκε στην πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 1.550.000 δολ.ΗΠΑ, το οποίο αυτή εκταμίευσε στις 22-6-2009. Δυνάμει της ως άνω συμβάσεως εγγυήσεως εγγυήθηκε ο δεύτερος ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος, ευθυνόμενος ως πρωτοφειλέτης, την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του δανείου. Το ποσό του δανείου χρησιμοποίησε η δανειολήπτρια εταιρεία για την αγορά του ήδη υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Τ/Ρ ιστιοπλοϊκού σκάφους αναψυχής με την ονομασία Α., νηολογίου Πειραιώς με αριθμό …, κ.ο.χ. 71 και κ.κ.χ 21, επί του οποίου ενεγράφη στις 22-6-2009 πρώτη υπέρ της ανωτέρω δανείστριας Τράπεζας υποθήκη για ποσό 2.015.000 δολλαρίων ΗΠΑ. Ακολούθως, στην ως άνω σύμβαση δανείου, υπεισήλθε η καθ’ής και ήδη εκκαλούσα ως ειδική διάδοχος της δανείστριας (της «…………..»), δυνάμει της υπ’αριθμ. 73/1/10-5-2013 αποφάσεως της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β 1137 /10-5-2013) σε συνδυασμό με την 10/1/10-5-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β 1137/10-5-2013). Δυνάμει της από 24-9-2014 συμβάσεως τροποποιήσεως όρων δανείου, που συνήψαν οι νυν διάδικοι μεταξύ τους, τροποποιήθηκε η από 4-6-2009 σύμβαση δανείου, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του οποίου κατά τον ανωτέρω χρόνο ανερχόταν σε 350.000 δολλάρια ΗΠΑ. Συγκεκριμένα τροποποιήθηκαν οι έννοιες των επιτοκίων EUROLIBOR και USDLIBOR που περιέχονταν στη δανειακή σύμβαση, προστέθηκε ορισμός σχετικά με την “Τράπεζα Αναφοράς” ώστε ως τέτοια να νοείται το Κεντρικό Κατάστημα Λονδίνου της εκκαλούσας και επίσης συμφωνήθηκε το ανεξόφλητο υπόλοιπο να καταβληθεί σε δύο δόσεις των 60.000 δολλαρίων ΗΠΑ, καταβλητέας της πρώτης στις 30-9-2014 και της δεύτερης στις 31-12-2014, πλέον μιας εφάπαξ καταβολής των 230.000 δολλαρίων ΗΠΑ, καταβλητέας με τη δεύτερη δόση στις 31-12-2014, καθώς και να τροποποιηθεί η προαναφερόμενη υποθήκη επί του ανωτέρω πλοίου ώστε να εμφαίνονται οι εν λόγω τροποποιήσεις. Πράγματι, στις 25-9-2014 καταχωρήθηκε στο ναυτικό υποθηκολόγιο Πειραιώς η μεταβίβαση στην ήδη εκκαλούσα όλων των συμβατικών σχέσεων του τότε υπό εκκαθάριση τελούντος πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «…………», στις οποίες υποκαταστάθηκε η εκκαλούσα, καθώς και πράξη τροποποιήσεως της ανωτέρω υποθήκης. Παρά τα συμφωνηθέντα, η πρώτη ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη κατέβαλε μόνο την πρώτη δόση των 60.000 δολ. ΗΠΑ, στις 30-9-2014, και ουδέν κατέβαλε έκτοτε παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της καθ’ής προς τον δεύτερο ανακόπτοντα και ήδη εφεσίβλητο, προσωπικό εγγυητή του δανείου, είτε για από κοινού εύρεση τρόπου αποπληρωμής του δανείου είτε για υποβολή εκ μέρους των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων αντιπροτάσεως στην από 1-7-2016 επιστολή της καθ’ής και ήδη εκκαλούσας με την οποία τους πρότεινε ως μόνη εφικτή λύση για την αποπληρωμή του δανείου την πώληση του μοναδικού εμφανούς περιουσιακού στοιχείου αυτών, ήτοι του πλοίου «Α.» εντός χρονικού διαστήματος τεσσάρων μηνών. Στο μεταξύ το δάνειο είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ως προς το ποσό των 330.680,31 δολ. ΗΠΑ, το οποίο ήταν καταβλητέο έως τις 31-12-2014, χωρίς να απαιτείται να προηγηθεί καταγγελία της σχετικής συμβάσεως, κι έτσι η καθ’ής και ήδη εκκαλούσα υπέβαλε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ : …….. αίτηση για έκδοση Διαταγής Πληρωμής κατά των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε, στις 2-12-2016, η υπ’αριθμ. ……… Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία διέταξε τους καθ’ών η αίτηση και ήδη εφεσίβλητους να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστος στην αιτούσα και ήδη εκκαλούσα, το, κατά το επικουρικό σκέλος του αιτήματος της αιτήσεως, ισόποσο σε ευρώ ποσό των 330.680,31 δολ.ΗΠΑ, με την τιμή αγοράς δολλαρίων όπως θα προκύψει από το κατά τον χρόνο της εξοφλήσεως δελτίο τιμών συναλλάγματος της αιτούσας Τράπεζας και ήδη εκκαλούσας, πλέον τόκων υπερημερίας, με το συμφωνηθέν και εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από 8-11-2016, πλέον τόκων υπερημερίας επί των εκάστοτε καθυστερούμενων τόκων με ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, μέχρις εξοφλήσεως. Επιπλέον με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκε έκαστος των καθ’ών η αίτηση να καταβάλει εις ολόκληρον τη δικαστική δαπάνη της αιτούσας, την οποία όρισε στο ποσό των 7.000 ευρώ. Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω στην υπό στοιχείο ΙΙ σκέψη της παρούσας, δεν είναι νόμιμος ο προσδιορισμός σε ευρώ της επιδικασθείσης με την προσβαλλομένη Διαταγή Πληρωμής σε αλλοδαπό νόμισμα απαιτήσεως, με βάση την ισοτιμία συναλλάγματος σύμφωνα με τους πίνακες τιμών της δανείστριας Τράπεζας. Ειδικότερα η Διαταγή Πληρωμής, εσφαλμένως δέχθηκε ως νόμω βάσιμο το σχετικό επικουρικό αίτημα της αιτήσεως της καθ’ής και ήδη εκκαλούσας και μη νομίμως υποχρέωσε τους ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητους να υποχρεωθούν να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην καθ’ής τραπεζική εταιρεία το σε ευρώ ισόποσο των δολ.ΗΠΑ 330.680,31 με την τιμή αγοράς δολλαρίων ΗΠΑ, όπως θα προκύπτει από το κατά το χρόνο της εξοφλήσεως Δελτίο Τιμών Συναλλάγματος της ίδιας της καθ’ής και ήδη εκκαλούσας, δεδομένου ότι δεν επικαλείται η τελευταία με την αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η ρηθείσα Διαταγή Πληρωμής ότι υπήρχε σχετική συμφωνία μεταξύ της ίδιας και των αντισυμβαλλομένων της είτε στη σύμβαση δανείου είτε στη σύμβαση εγγυήσεως που κατατέθηκαν για την έκδοση της Διαταγής Πληρωμής αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι υπήρχε τέτοια συμφωνία, παρά τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα επικαλούμενη τα άρθρα 5.01 και 8.02 της από 4-6-2009 συμβάσεως δανείου και το άρθρο 10 της από 4-6-2009 συμβάσεως εγγυήσεως. Ειδικότερα, στο άρθρο 5.01 της ανωτέρω δανειακής συμβάσεως αναφέρεται ότι: “ (α) ΄Ολα τα ποσά τα οποία πρέπει να πληρωθούν από τη Δανειζόμενη Εταιρία σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και τα Εξασφαλιστικά Έγγραφα, θα πληρώνονται στην Τράπεζα κατά την ημερομηνία που είναι πληρωτέα, σε Δολλ ΗΠΑ ή σε Ευρώ, κατά περίπτωση, και σε αμέσως διαθέσιμα κεφάλαια στην «………” στη Γενική Διεύθυνση Ναυτιλίας στον Πειραιά (…) και θα έχουν αναφορά: “Α…… Ν.Ε.Π.Α”/Μ.Υ. “Α……” .
(β) Η Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα να αλλάξει τον τόπο του λογαριασμού για τις πληρωμές, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης της Δανειζόμενης Εταιρείας.
(γ) Εάν σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, διαρκούσης της ισχύος της παρούσης Συμβάσεως γίνει παράνομο για τη Δανειζόμενη Εταιρεία να προβεί σε πληρωμή σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση στον αντίστοιχο λογαριασμό, ο οποίος αναφέρεται στον ‘Ορο 5.01 (α) σε Δολλ Η.Π.Α. ή σε Ευρώ, κατά περίπτωση, η Δανειζόμενη Εταιρεία μπορεί να συμφωνήσει με την Τράπεζα εναλλακτικές ρυθμίσεις για την πληρωμή από τη Δανειζόμενη Εταιρεία στην Τράπεζα των ποσών που οφείλονται στην Τράπεζα σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση ή τα Εξασφαλιστικά Έγγραφα”
Στον όρο 8.02 της ανωτέρω δανειακής συμβάσεως αναφέρονται τα ακόλουθα: “(Συμψηφισμός) Η Τράπεζα εξουσιοδοτείται με το παρόν από τη Δανειζόμενη Εταιρεία με την επιφύλαξη οποιουδήποτε (άλλου) δικαιώματός της που απορρέει από το νόμο ή από σύμβαση ή με άλλο τρόπο, σε οποιοδήποτε χρόνο με προηγούμενη ειδοποίηση προς τη Δανειζόμενη Εταιρεία: (α) να χρησιμοποιεί (καταλογίζει) οποιοδήποτε πιστωτικό υπόλοιπο οποιουδήποτε λογαριασμού της Δανειζόμενης Εταιρείας που τηρείται σε οποιοδήποτε κατάστημα της Τράπεζας και σε οποιοδήποτε νόμισμα για την εξόφληση οποιουδήποτε ληξιπρόθεσμου ποσού οφείλεται στην Τράπεζα από τη Δανειζόμενη Εταιρεία σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και/ή με οποιοδήποτε από τα Εξασφαλιστικά ΄Εγγραφα. (β) στο όνομα της Δανειζόμενης Εταιρείας και/ή της Τράπεζας να κάνει όλες τις πράξεις και να συντάσσει όλα τα έγγραφα που είναι απαραίτητα ή σκόπιμα για να πραγματοποιηθεί αυτός ο καταλογισμός και (γ) να συνδυάζει και/ή συνενώνει όλους τους λογαριασμούς που τηρούνται στο όνομα της Δανειζόμενης Εταιρείας με την Τράπεζα. Για όλους ή για οποιονδήποτε από τους ανωτέρω σκοπούς η Τράπεζα εξουσιοδοτείται να αγοράζει με χρήματα τα οποία είναι κατατεθειμένα σε πίστωση οποιουδήποτε τέτοιου λογαριασμού οποιαδήποτε άλλα νομίσματα τα οποία χρειάζονται για τον καταλογισμό αυτό. Η Τράπεζα δεν θα έχει υποχρέωση να ασκεί οποιοδήποτε από τα δικαιώματα τα οποία της παρέχονται από τον παρόντα ‘Ορο”. Από τη γραμματική διατύπωση των παραπάνω όρων αλλά και την ερμηνεία τους σύμφωνα με το άρθρο 173 ΑΚ πρόδηλον καθίσται ότι δεν περιλαμβάνουν αλλά ούτε και υπονοούν συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της ισοτιμίας μεταξύ δολλαρίου ΗΠΑ και ευρώ κατά το χρόνο της πραγματικής πληρωμής (εξοφλήσεως) του οφειλόμενου από το δάνειο ποσού. Οι ανωτέρω όροι ρυθμίζουν τον τρόπο με τον οποίο δικαιούται (αλλά δεν υποχρεούται) η Τράπεζα να καταλογίσει, για την εξόφληση οποιασδήποτε οφειλής από το δάνειο, τα πιστωτικά υπόλοιπα λογαριασμών που η δανειολήπτρια τυχόν τηρεί στα υποκαταστήματα της Τράπεζας σε οποιοδήποτε νόμισμα χωρίς να προβλέπουν πώς θα υπολογίζεται η ισοτιμία με το δολλάριο για τον καταλογισμό αυτό και πάντως δεν αφορούν την εκ μέρους της δανειολήπτριας πληρωμή της οφειλής. Στον δε όρο 10 της ανωτέρω εγγυητικής συμβάσεως ορίζεται ότι: “ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑ οποιουδήποτε δικαιώματος συμψηφισμού ή άλλου παρομοίου δικαιώματος που μπορεί να έχει η Τράπεζα εκ του νόμου, η Τράπεζα δύναται και ο Εγγυητής ρητά εξουσιοδοτεί την Τράπεζα διά του παρόντος, ανά πάσα στιγμή και χωρίς ειδοποίηση του Εγγυητή, να ενοποιήσει όλους ή οποιονδήποτε από τους λογαριασμούς οποιουδήποτε είδους που από καιρό σε καιρό τηρεί ο Εγγυητής με την Τράπεζα ή με οποιοδήποτε υποκατάστημα της Τράπεζας και να συμψηφίσει οποιαδήποτε χρηματικά ποσά βρίσκονται σε αυτούς τους λογαριασμούς σε ΕΥΡΩ ή σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα, προς κάλυψη οποιωνδήποτε χρηματικών ποσών οφειλομένων και πληρωτέων από τον Εγγυητή στην Τράπεζα και ανεξαρτήτως αν οι σχετικές υποχρεώσεις είναι ατομικές, κοινές, κύριες ή παρεπόμενες. Σε περίπτωση που πρέπει να γίνει μετατροπή ενός νομίσματος σε άλλο, αυτή η μετατροπή θα γίνει με την ισοτιμία στην οποία η Τράπεζα μπορεί να αγοράσει το ένα νόμισμα με το άλλο κατά την ημέρα που γίνεται αυτή η μετατροπή, συμπεριλαμβανομένων του κόστους μετατροπής και οποιασδήποτε προμήθειας που καταβλήθηκε ή είναι καταβλητέα γι’ αυτό το σκοπό. Ο Εγγυητής παραχωρεί στην Τράπεζα ενέχυρο επί οποιουδήποτε και όλων των λογαριασμών του Εγγυητή…” Και ο όρος αυτός, όπως και οι προαναφερθέντες, ρυθμίζουν τον τρόπο που η δανείστρια Τράπεζα θα ασκήσει το δικαίωμα συμψηφισμού τής από το δάνειο οφειλής με τα πιστωτικά υπόλοιπα λογαριασμών του εγγυητή, ο δε τρόπος μετατροπής των νομισμάτων αφορά στη διαδικασία του συμψηφισμού και όχι την εκ μέρους του εγγυητή πληρωμή της από το δάνειο οφειλής του σε περίπτωση δικαστικής επιδικάσεως αυτής. Η όποια δε συμφωνία περιέχεται στην εν λόγω σύμβαση εγγυήσεως συνήφθη μεταξύ της Τράπεζας και του Εγγυητή, τους οποίους δεσμεύει και όχι και τη δανειολήπτρια εταιρεία. Εξάλλου σε κανέναν από τους παραπάνω όρους δεν αναφέρεται ότι η ισοτιμία μεταξύ δολλαρίου ΗΠΑ και ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής του ένδικου δανείου θα είναι αυτή της τιμής αγοράς του ευρώ όπως θα προκύπτει από τα δελτία τιμών συναλλάγματος της εκκαλούσας Τράπεζας και πάντως η προαναφερόμενη συμφωνία που περιέχεται στους ανωτέρω όρους αφορά στην περίπτωση που οι περισσότεροι λογαριασμοί τηρούνται σε διαφορετικά νομίσματα και όχι τη μετατροπή του ένδικου δανείου από δολλάρια σε ευρώ. Στις προαναφερθείσες συμβάσεις δανείου και εγγυήσεως δεν συμφωνήθηκε δικαίωμα της καθ’ής για μετατροπή της από το ένδικο δάνειο οφειλής των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων από δολλάρια ΗΠΑ σε ευρώ, σε οποιονδήποτε χρόνο, από την ίδια, μονομερώς, ούτε εν γένει η δυνατότητα πληρωμής του δανείου σε ευρώ. Ελλείψει δε σχετικής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων ή ρητής προβλέψεως τέτοιας δυνατότητας, η καθ’ής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα δικαιούται να λάβει από τους ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητους το ισόποσο σε ευρώ του ως άνω οφειλομένου ποσού των δολλαρίων ΗΠΑ με βάση την ισοτιμία που θα ορίζεται κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής του από την τιμή αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ήτοι με ισοτιμία που βασίζεται σε ένα αντικειμενικό σημείο αναφοράς ακόμη κι αν αυτή θα είναι επωφελέστερη για την εκκαλούσα και δυσμενέστερη για τους οφειλέτες σε σχέση με την τιμή αναφοράς της ίδιας της εκκαλούσας, όπως ισχυρίζεται η τελευταία. Διαφορετική κρίση δεν μπορεί να προκύψει ούτε κατά το άρθρο 4 παρ.2 του Ν.2842/2000, που επικαλείται η εκκαλούσα σύμφωνα με το οποίο ναι μεν ελεύθερα καθορίζονται τα ποσοτικά όρια και η απόκλιση μεταξύ των τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος που προσδιορίζουν τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και καθορίζονται στα ημερήσια δελτία τιμών αγοράς και πώλησης συναλλάγματος που εκδίδουν και δημοσιεύουν και ξένων τραπεζικών γραμματίων, πλην όμως αυτό θα ίσχυε εάν υπήρχε σχετική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ή ρητή πρόβλεψη στις ένδικες συμβάσεις προς τούτο, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Τέλος, σε διαφορετική κρίση δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο γιατί το αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται με την κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, περιορίζεται στην επικύρωση αυτής ή στην ολική ή μερική ακύρωση της (ΚΠολΔ 633 παρ. 1), και όχι αντί της ακυρώσεως της διαταγής πληρωμής, στον προσδιορισμό της από αυτή επιδικασθείσης απαιτήσεως με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ-ευρώ, σύμφωνα με τρόπο διαφορετικό (άλλους πίνακες αναφοράς τιμών συναλλάγματος) από αυτόν που όρισε η Διαταγή Πληρωμής (πρβλ.ΑΠ 1861/2011- “Νόμος”).
Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο εφέσεως ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι η εκκαλουμένη απόφαση παρά το νόμο ακύρωσε την ανακοπτομένη επιταγή πληρωμής και την ανακοπτομένη έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως πλοίου επικαλούμενη το άρθρο 1002 παρ. 4 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο “Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά ελληνικού πλοίου ή αεροσκάφους, αν αυτό βαρύνεται με υποθήκη σε ξένο νόμισμα, καθώς και κατά αλλοδαπού πλοίου ή αεροσκάφους, σε κάθε περίπτωση, η επιταγή πληρωμής, η εκτίμηση του κατασχεμένου, η κατασχετήρια έκθεση, ο αναγκαστικός πλειστηριασμός και η κατάταξη των δανειστών γίνονται σε ξένο νόμισμα, που ορίζεται από τον επισπεύδοντα…” O λόγος αυτός της εφέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση διότι οι προαναφερόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως ακυρώθηκαν από την εκκαλουμένη όχι επειδή έγιναν σε ξένο νόμισμα (δολλάριο ΗΠΑ), όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει η εκκαλούσα, αλλά επειδή ερείδονται επί ακυρωθέντος εκτελεστού τίτλου.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που δέχθηκε τον όγδοο λόγο ανακοπής και ακύρωσε την ανωτέρω Διαταγή Πληρωμής και τις επ΄αυτής ερειδόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως στο σύνολό τους, αλλ΄ορθώς το νόμο εφάρμοσε κι εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τους λόγους εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Επομένως, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας που ηττήθηκε (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.
-Δέχεται τυπικά την έφεση.
-Απορρίπτει αυτή (έφεση) κατ’ ουσίαν.
-Διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
-Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 17η Ιανουαρίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους.
H ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ