Αριθμός 99 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 15-11-2017 (γεν. αριθμ.καταθ…………) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου που στρέφεται κατά της υπ΄αριθμ. 4104/ 2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ), ενώ λόγω της φύσεως της διαφοράς δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου για την άσκησή της (άρθρ. 495 παρ.3 εδαφ. τελευτ.).Με την έναρξη ισχύος του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 «περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας», ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από 1.3.2005 επέρχεται, μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που συνέπραξαν στην αποδοχή του, υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του. ΄Εκτοτε, διεθνή δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου έχουν σύμφωνα με το άρθρο 3 § Ια του Κανονισμού ΕΚ 2201/2003, τα δικαστήρια κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή των συζύγων ή η τελευταία κοινή συνήθως διαμονή των συζύγων, εφόσον ένας εξ αυτών, έχει ακόμα τη διαμονή αυτή, ή η συνήθως διαμονή του εναγομένου, ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε την αυτή διαμονή επί ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, ένα είχε αυτή τη διαμονή έξι μήνες αμέσως πριν, από την έγερση της αγωγής και είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους, ή η συνήθως διαμονή του ενός ή του άλλου συζύγου, επί κοινής αιτήσεως, ή της ιθαγένειας των δύο συζύγων. Κατά δε το άρθρο 6 του ιδίου Κανονισμού, σύζυγος που έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος κράτους μέλους ή είναι υπήκοος κράτους μέλους, μπορεί να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους, μόνο δυνάμει των κριτηρίων του προαναφερθέντος άρθρου 3 και των άρθρων 4 και 5, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, τη δικαιοδοσία επί ασκήσεως ανταγωγής και μετατροπής του δικαστικού χωρισμού σε διαζύγιο και τα οποία αποκτούν, έτσι, για τους εναγόμενους των κατηγοριών, αποκλειστικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, το άρθρο 17 του Κανονισμού ΕΚ 2201/2003 επιβάλλει την έρευνα της δικαιοδοσίας από το επιλαμβανόμενο Δικαστήριο κράτους μέλους και προβλέπει, ότι αυτό διαπιστώνει αυτεπάγγελτα την έλλειψη δικαιοδοσίας του, εφόσον επιλαμβάνεται υποθέσεως, για την οποία δεν έχει δικαιοδοσία, με βάση τον Κανονισμό αυτό και για την οποία δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, έχει δικαιοδοσία, δυνάμει του Κανονισμού, εφόσον, δε, κανένα κράτος μέλος δεν έχει δικαιοδοσία βάσει των άρθρων 3, 4 και 5, εφαρμόζονται, για την έρευνα της υπάρξεως διεθνούς δικαιοδοσίας τα κριτήρια του εσωτερικού δικαίου, ως επικουρικές δικαιοδοτικές βάσεις, καθιερούμενες, επίσης από τον Κανονισμό (άρθρο 7 § 1). Με τις ανωτέρω διατάξεις, εισάγεται, παρέκκλιση από τη διάταξη του άρθρου 612 ΚΠολΔ η οποία υποχωρεί έναντι του κοινοτικού δικαίου, έτσι ώστε η ελληνική ιθαγένεια του ενός από τους συζύγους δεν είναι πλέον επαρκές κριτήριο για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων ως προς τον άλλο σύζυγο, που συμβαίνει να είναι αλλοδαπός και να έχει τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος. Προκειμένου να εναχθεί ο άλλος σύζυγος ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, εφόσον δεν συντρέχει κάποια από τις δικαιοδοτικές βάσεις που αναφέρονται ανωτέρω, θα πρέπει ο ενάγων σύζυγος να επικαλεστεί και να αποδείξει είτε ότι είχε τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, κατά το χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους αμέσως πριν από την κατάθεση της αγωγής, είτε ότι είναι Έλληνας υπήκοος και είχε τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα, κατά το χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών αμέσως πριν από την κατάθεση της αγωγής. Η ρύθμιση αυτή, σε αντίθεση προς το γενικό κριτήριο καθορισμού της δικαιοδοσίας, με βάση τη συνήθη διαμονή του εναγομένου, εισάγει εύνοια προς τον ενάγοντα. Η εύνοια δικαιολογείται από το γεγονός, που εμφανίζεται συχνά σε γάμους μεταξύ προσώπων διαφορετικής υπηκοότητας, όπου μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβιώσεως και την κατάργηση της κοινής διαμονής, ο ένας από τους συζύγους μεταβαίνει σε κάποια άλλη χώρα, ή επιστρέφει στα όρια της χώρας, από την οποία κατάγεται. Σε μία τέτοια περίπτωση, θεωρείται εύλογο το να δοθεί στο σύζυγο αυτό η δυνατότητα εναγωγής του ετέρου ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους, στο οποίο έχει μεταβεί ή του οποίου είναι υπήκοος, με την προϋπόθεση ότι η εγκατάσταση του στο κράτος αυτό έχει τα στοιχεία της συνήθους διαμονής και εμφανίζει μία ελάχιστη χρονική διάρκεια. Ως συνήθης διαμονή νοείται ο τόπος, όπου το πρόσωπο έχει ορίσει, με σταθερό τρόπο, το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των ενδιαφερόντων του. Για τον προσδιορισμό του τόπου αυτού πρέπει να συνεκτιμώνται όλα τα πραγματικά στοιχεία που συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση και μπορούν να θεωρηθούν ως συστατικά της δημιουργίας συνήθους διαμονής (Βλ. Αλεγκρία Μπόρρας, εισηγητική έκθεση της «Σύμβαση που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές», αριθ. 32, στην επισ. εφημ.Ευρ.Κοιν. της 16.7.1998, C 221/27 επ. και C 221/38, Χ. Ταγαρά, Η συμβολή της κοινοτικής έννομης τάξης στην ενοποίηση του οικογενειακού διεθνούς δικαίου (2001) αριθ. 229 και 231, σ. 125 επ.). Αντίθετα δεν είναι νοητή η δημιουργία (νέας) συνήθους διαμονής στον τόπο μεταβάσεως ή καταγωγής, όταν ο σύνδεσμος με τον τόπο αυτό εξακολουθεί να παραμένει ευκαιριακός και δεν ενέχει πρόθεση καταργήσεως της προηγούμενης συνήθους διαμονής (ΕφΘεσ 1689/2005 Αρμ 2005.1782, βλ. και Ευδ. Κιουπτσίδου, Ζητήματα των κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 του Συμβουλίου της ΕΚ σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση αποφάσεων στις γαμικές διαφορές, ΕλλΔνη 2005. 653).Με την από 8-8-2016 (γεν.αριθμ.καταθ………) αγωγή της η ενάγουσα ήδη εφεσίβλητη ζήτησε τη λύση του γάμου της με τον εναγόμενο ήδη εκκαλούντα διότι εξαιτίας των αναφερομένων ειδικότερα σ΄αυτήν (αγωγή) λόγων, που αφορούν στο πρόσωπο του εναγομένου, οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη γι΄αυτήν.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η εκκαλούμενη απόφαση με την οποία αφού αυτό δέχθηκε ότι από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του εναγομένου έχει επέλθει αντικειμενικά ισχυρός κλονισμός στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να αποβαίνει αφόρητη για την ενάγουσα, κατόπιν έκανε δεκτή την αγωγή, απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων πολιτικού γάμου που τελέσθηκε στην Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στις 12-12-1992 και τέλος καταδίκασε τον εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550, 00) ευρώ.Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εναγόμενος – εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του για τους αναφερόμενους σ` αυτήν λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή παραδεκτώς έχει εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκασή της ως εκ της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αίγινα (άρθρο 3 παρ.1 α΄περ.β΄του Τμήματος Ι του Κεφαλαίου ΙΙ του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 που εφαρμόζεται ακόμη και στην περίπτωση που ο ένας των συζύγων δεν έχει την ιθαγένεια κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει επίσης την υλική αρμοδιότητα (άρθρο 17 περ.1 ΚΠολΔ) και την τοπική αρμοδιότητα, τόσο εκ της κατοικίας των διαδίκων ως εκ της επικαλούμενης στην αγωγή τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων στην Αίγινα (άρθρ. 22 και 39 ΚΠολΔ), προς εκδίκασή της κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών – γαμικών διαφορών (άρθρα 592, 593-602 και 610-613 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται δε ότι ο εναγόμενος είναι ελληνικής υπηκοότητας, η δε ενάγουσα είναι αμερικανικής υπηκοότητας ενώ κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή η τελευταία συνήθης διαμονή τους που διατηρούν και κατά την άσκησή της είναι στην Αίγινα.Συνεπώς κατά τη διάταξη του άρθρου 8 περ.β΄του Κανονισμού (ΕΕ) 1259/2010 του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2010 για τη θέσπιση της ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που εφαρμόζεται στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό, ο οποίος εφαρμόζεται από τις 29-07-2015 στην Ελλάδα, η υπό κρίση διαφορά διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του κράτους της τελευταίας συνήθους διαμονής των διαδίκων συζύγων που υπάρχει μέχρι σήμερα, ήτοι σε χρονικό διάστημα που εκτείνεται πέραν του έτους από την υποβολή της υπό κρίση αγωγής στο Δικαστήριο, αμφότεροι δε οι διάδικοι διατηρούν αυτή κατά το χρόνο υποβολής της αφού αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι ουδέποτε προέβησαν στην κατάρτιση κοινής συμφωνίας επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου σε περίπτωση διαζυγίου τους (άρθρο 5 του Κανονισμού). Έτσι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο που εφαρμόζεται εν προκειμένω , στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 παρ.1 του ΑΚ.Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του για όλα τα ανωτέρω έκρινε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εναγομένου που αποτελούν και σχετικούς λόγους έφεσης απορριπτέοι τυγχάνουν ως αβάσιμοι.Περαιτέρω, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ίδιου Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως οι διάδικοι, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ),αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο πολιτικό γάμο στην Πενσυλβάνια Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στις 12 Δεκεμβρίου 1992, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Μετά το γάμο τους διέμεναν στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ μέχρι το έτος 1999 όταν και μετοίκησαν σε ιδιόκτητη οικία στην Αίγινα. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά εξαιτίας κυρίως της εριστικής, επιθετικής και απαξιωτικής συμπεριφοράς του εναγομένου απέναντι στην ενάγουσα την οποία συχνά εξύβριζε και χειροδικούσε σε βάρος της. Στο τελευταίο δε επεισόδιο που έλαβε χώρα στις 28-7-2016 ο εναγόμενος την απείλησε ότι θα τη σκοτώσει, την εξύβρισε με τη φράση «πουτάνα» και χειροδίκησε εναντίον της. Η ίδια συμπεριφορά του εναγομένου συνεχίστηκε στις 29-7-2016 από την οποία η ενάγουσα υπέστη εκχύμωση διαστάσεων 7 Χ 1,5 εκ. περίπου στο κάτω τριτημόριο της ραχιαίας επιφάνειας του δεξιού βραχίονος, τρείς (3) εκχυμώσεις μέσης διαμέτρου από 1 εκ. έως 1,5 εκ. στο αριστερό άνω άκρο, εκχύμωση μέσης διαμέτρου 2 εκ. περίπου στο πρόσθιο κοιλιακό τοίχωμα και εκδορά μέσης διαμέτρου 0,7 εκ. περίπου με συνοδό εκχύμωση πέριξ αυτής μέσης διαμέτρου 3 εκ. περίπου στην άνω πρόσθια χώρα της αριστερής κνήμης. Εξαιτίας δε της ανωτέρω συμπεριφοράς του εναγομένου η ενάγουσα στις 29-7-2016 αποχώρησε από τη συζυγική οικία.Ενόψει δε όλων των παραπάνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών προέκυψε ότι από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του εναγομένου έχει επέλθει αντικειμενικά ισχυρός κλονισμός στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να αποβαίνει αφόρητη για την ενάγουσα. Επομένως πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να απαγγελθεί η λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου.Στην ίδια κρίση κατέληξε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και έτσι ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, είναι αβάσιμοι οι αντίστοιχοι ως άνω λόγοι εφέσεως που αφορούν στην ουσία της υπόθεσης και πρέπει η έφεση να απορριφθεί κατά τούτο. Σχετικά με τον τελευταίο λόγο εφέσεως που αφορά σε εσφαλμένη καταδίκη στα δικαστικά έξοδα, πρέπει σημειωθούν τα ακόλουθα: Το άρθρο 193 του ΚΠολΔ απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης, αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος εφέσεως για τα έξοδα. Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα μόνο αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι’ αυτό κρίνεται αυτοτελώς. Εν προκειμένω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καταδίκασε τον εναγόμενο λόγω της ήττας του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας ύψους πεντακοσίων πενήντα (550,00) ευρώ. Όμως αποδείχθηκε ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε από το ανωτέρω Δικαστήριο ως προς τη διεθνή δικαιοδοσία του ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Επομένως, συνέτρεχε λόγος συμψηφισμού των εξόδων κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔ και έπρεπε αυτά να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, ενόψει των προαναφερθεισών περιστάσεων. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε που δεν συμψήφισε στο σύνολό τους τα έξοδα και έτσι ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι βάσιμος κατ’ ουσίαν. Γι’ αυτό, πρέπει να γίνει δεκτός, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων και να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι και για τα έξοδα του παρόντος βαθμού συντρέχει ο ίδιος ως άνω δικαιολογητικός λόγος συμψηφισμού.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 4104/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία οικογενειακών διαφορών).Απορρίπτει αυτήν (έφεση) κατ΄ουσίαν.Δέχεται την έφεση ως προς το λόγο που αφορά στα δικαστικά έξοδα. Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της για τα δικαστικά έξοδα. ΚΑΙ Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ