ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμος απόφασης 156 /2023
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Tων αιτούντων: 1) …….. και 2) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εκτορα Αγγελομάτη και
Της καθής η αίτηση: Ανώνυμης Εταιρείας …………….. υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου διαδίκου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ………………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Καλλέργη.
Οι αιτούντες κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) την από 13.3.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2023) αίτησή τους περί αναστολής της υπ` αριθμ. ………/14.4.2022 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …………., η οποία επιδόθηκε σ` αυτούς αυθημερόν, την 14.4.2022, όπως αποδεικνύεται από τη σχετική επισημείωση της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, με την οποία ορίστηκε αρχικά ημερομηνία διεξαγωγής ηλεκτρονικού πλειστηριασμού για την περιγραφόμενη σε αυτή ακίνητη περιουσία τους η 25η Νοεμβρίου του έτους 2022, και επειδή στον πλειστηριασμό αυτό δεν εκδήλωσε ενδιαφέρον κάποιος πλειοδότης, δυνάμει της με αριθμό ……./13.2.2023 δήλωσης επίσπευσης πλειστηριασμού, ορίστηκε ως νεα ημερομηνία διεξαγωγής αυτού η 22.3.2023
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αιτούντων, αφού έλαβε το λόγο από την Δικαστή, αναφέρθηκε στην από 13.3.2023 αίτηση και στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσε και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτησή του για τους αναφερόμενους σ` αυτήν λόγους. Η πληρεξούσια δικηγόρος της καθής η αίτηση, αφού έλαβε τον λόγο από την Δικαστή, ζήτησε την απόρριψη της αίτησης για τους λόγους που αναφέρει στο έγγραφο σημείωμά της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την ένδικη αίτηση οι αιτούντες, κατά των οποίων επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση από την καθ’ ης ανώνυμη εταιρία, υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου διαδίκου και διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «………» συσταθείσας σύμφωνα με τους νόμους της Ιρλανδίας, με αριθμό μητρώου ……., η οποία είναι εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ.8 του Ν3156/2003, με έδρα το …… Ιρλανδίας, εκθέτουν ότι με την υπ’ αριθμ.3752/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, απορρίφθηκε η ερειδόμενη στο άρθρο 933 KΠολΔ ανακοπή, που είχαν ασκήσει κατά της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης που εκκίνησε δυνάμει της με αριθμό ……../2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία τους επιδόθηκε μαζί με την από 27.7.2021 επιταγή προς εκτέλεση, και οδήγησε στην επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης δυνάμει της με αριθμό. …./14.4.2022 Έκθεσης Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………, με βάση την οποία επίκειται πλειστηριασμός ακινήτου τους στις 22-3-2023 και επικαλούμενοι, ότι κατά της απόφασης αυτής έχουν ασκήσει την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2023 έφεση, (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2023), ζητούν για τους αναφερόμενους στην υπό κρίση αίτησή τους λόγους, να διαταχθεί η αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας χωρίς την υποχρέωση καταβολής εγγύησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ως άνω έφεσης. Τέλος ζητούν να καταδικαστεί η καθής η αίτηση στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Η αίτηση αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο εκκρεμεί η έφεση των αιτούντων (άρθρο 937 § 1 περ. β` εδαφ. γ` KΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επομ. KΠολΔ), είναι δε παραδεκτή, εισαγόμενη με αυτοτελές δικόγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 937 ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του Ν. 4842/2021. καθώς η επιταγή προς εκτέλεση επιδόθηκε στους αιτούντες πριν την 1.1.2022. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 13-3-2023, ημέρα Δευτέρα, δηλαδή έξι εργάσιμες ημέρες προ του πλειστηριασμού, και επομένως έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 937 παρ.1β KΠολΔ.
Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν, τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην κρινόμενη αίτηση, τα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Με την με αριθμό ……../2021 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, μαζί με την κάτωθι αυτής από 27.2.2021 επιταγή προς πληρωμή, που κοινοποιήθηκαν στους αιτούντες την 29.7.2021, οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν, να καταβάλουν στην καθής το χρηματικό ποσό των 55.956,56 ευρώ για επιδικασθείσα απαίτηση εντόκως από 9.12.2020, ποσό 1.768 ευρώ ως έξοδα εντόκως από 9.12.2010, ποσό 1.000 ευρώ ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, ποσό 4 ευρώ για αντίγραφο και αντιγραφικά δικαιώματα, και ποσό 50 ευρώ για επίδοση, και συνολικά το ποσό των 58.887,56 ευρώ, που αφορά απαίτηση πηγάζουσα από την με αριθμό ………../8.6.2012 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου στην οποία ο πρώτος των αιτούντων συμβλήθηκε ως δανειολήπτης και η δεύτερη ως εγγυήτρια, με την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία Τράπεζα …….., η οποία μεταβίβασε την απαίτησή της αυτή στην εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία είναι εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ.8 του Ν3156/2003, με έδρα το ……… Ιρλανδίας ενώ διαχειρίστρια της επίδικης απαίτησης τυγχάνει η καθής η αίτηση νομιμοποιούμενη εν προκειμένω ως μη δικαιούχος διάδικος, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 4354/2015 να ασκεί κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνει σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη της υπό τη διαχείρισή της απαιτήσεως. Η τελευταία επέσπευσε σε βάρος των αιτούντων αναγκαστική εκτέλεση και με την με αριθμό ……/14.4.2022 Έκθεση Αναγκαστικής Κατάσχεσης Ακίνητης Περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………, η οποία επιδόθηκε στους αιτούντες την 14.4.2022, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος ακίνητης περιουσίας τους και, συγκεκριμένα, σε ένα διαμέρισμα του ισογείου ορόφου. κείμενο σε τριώροφη οικοδομή επί της οδού ………….. στο Δήμο Αίγινας Αττικής, συνολικής επιφανείας 105,38 τ.μ που περιγράφεται ειδικότερα. Οι αιτούντες με την από 12-5-2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../19.5.2022 ανακοπή, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν την ακύρωση της σε βάρος τους εκτελεστικής διαδικασίας, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εν λόγω δικόγραφο λόγους. Επ’ αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών η με αριθμό 3752/2022 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή. Κατά της εν λόγω απόφασης οι ηττηθέντες ανακόπτοντες άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου νομοτύπως και εμπροθέσμως την ενσωματωμένη στο δικόγραφο της ένδικης αίτησης με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2023 έφεση, (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2023) με την οποία παραπονούνται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου η ανακοπή τους να γίνει δεκτή.
Κατά το άρθρο 954 § 2 εδαφ. ε KΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015, το Ν. 4472/2017 και το Ν. 4512/2018 και το οποίο εφαρμόζεται και στην κατάσχεση ακινήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 993 § 2 εδαφ. α` του ιδίου Κώδικα «Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει […] και ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά επτά [7] μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ [8] μηνών από την ημέρα αυτή». Δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής μεταβολής ήταν, αφενός, η επιτάχυνση και η απλοποίηση της εκτελεστικής διαδικασίας και, αφετέρου, η τοποθέτηση του πλειστηριασμού σε τέτοιο χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα έχουν ολοκληρωθεί σε πρώτο βαθμό οι δίκες περί την εκτέλεση και ο καθ’ ου αυτή επισπεύδεται θα έχει προβάλει τις αντιρρήσεις του (αιτιολογική έκθεση του Ν. 4335/2015, βλ. και Α. Πλεύρη, Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 σε ζητήματα του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως, σε Δ/νη 2016/152 επομ.). Με τη διάταξη αυτή θεσπίζονται δύο [2] δικονομικές προθεσμίες και ειδικότερα μία προπαρασκευαστική και μία προθεσμία ενέργειας, καθώς, αφενός, καθίσταται υποχρεωτική η επτάμηνη αναμονή για τη διενέργεια του πλειστηριασμού μετά την κατάσχεση (η οποία συνιστά κατ’ ουσίαν ex lege αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας) και, αφετέρου, προσδιορίζεται το απώτατο χρονικό όριο για τη διενέργειά του. Οι δικονομικές προθεσμίες διακρίνονται σε προπαρασκευαστικές και ενέργειας ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκουν. Στην μεν πρώτη περίπτωση θα πρέπει να παρέλθει η τασσόμενη προθεσμία που προβλέπεται προκειμένου να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη, διαφορετικά επέρχεται είτε ακυρότητα της πράξης αυτής είτε απαράδεκτο της συζήτησης, ενώ στη δεύτερη, η διαδικαστική πράξη θα πρέπει να λάβει χώρα εντός της τασσόμενης προθεσμίας άλλως επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα της επιχείρησής της (βλ. άρθρο 151 KΠολΔ). Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες δεν αναστέλλονται κατά το μήνα Αύγουστο (Ν. Νίκας, ο.π., § 56, αρ. 12, σελ. 342, Γ. Ορφανίδης, Ζητήματα προθεσμιών στον KΠολΔ, Δνη 2002/325 επομ., Ε. Μπαλογιάννη/Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.] Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 147, αρ. 4, σελ. 494), ενώ επ’ αυτών δεν εφαρμόζεται το άρθρο 147 § 2 KΠολΔ (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [- Γ. Ορφανίδης], Ερμηνεία KΠολΔ, τόμος Ι, 2000, άρθρο 147, αρ. 6, σελ. 351). Η εκδοχή κατά την οποία η επτάμηνη προθεσμία του άρθρου 954 § 2 εδαφ. ε` KΠολΔ, που πρέπει να διατρέξει από την περάτωση της κατάσχεσης έως και τη διενέργεια του αναγκαστικού ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου, και συνεπώς για τον υπολογισμό του επτάμηνου δεν πρέπει να συνυπολογίζεται ο μήνας Αύγουστος, άλλως πάσχει ακυρότητα η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης (.., Μία προσπάθεια ερμηνευτικής προσέγγισης της νέας προθεσμίας ορισμού πρώτου πλειστηριασμού του άρθρου 954 παρ. 4 εδ. ε` KΠολΔ ιδίως επί ακινήτων, σε ΕφΑΔ 2018/618 επομ.), η οποία μάλιστα (εν λόγω άποψη) συσχετίζει την αναστολή των προθεσμιών του άρθρου 147 § 2 KΠολΔ, με την απαγόρευση διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης από 1 έως 31 Αυγούστου, κατ’ άρθρο 940Α KΠολΔ, υπό την έννοια ότι ο συνυπολογισμός του χρονικού διαστήματος του Αυγούστου στην επτάμηνη προθεσμία παραβιάζει τη διάταξη αυτή, παραγνωρίζει ότι ο νομοθέτης κατά την τροποποίηση του KΠολΔ με το Ν. 4335/2015 επέλεξε να μην εντάξει την προθεσμία του άρθρου 954 § 2 στο άρθρο 147 § 2, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για ακούσιο νομοθετικό κενό, που θα επέτρεπε την αναλογική εφαρμογή της τελευταίας διατάξεως, Άλλωστε, δεν τίθεται ζήτημα καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του καθ’ ου η εκτέλεση, αφού αυτός έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα ή βοηθήματα σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της διενέργειας του πλειστηριασμού, όπως συμβαίνει με την ανακοπή του άρθρου 933, που ασκείται μέσα σε σαράντα πέντε [45] ημέρες από την κατάσχεση και την ανακοπή του άρθρου 954 § 4 εδαφ. α`, που, όπως και η αναστολή του άρθρου 1000, ασκούνται δεκαπέντε [15] τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Τέλος, το ζήτημα του συνυπολογισμού του Αυγούστου στην εν λόγω επτάμηνη προπαρασκευαστική προθεσμία δεν πρέπει να συγχέεται με το μη συναφές θέμα της απαγορεύσεως της διενέργειας πράξεων εκτελέσεως από την 1η έως την 31η Αυγούστου κατ’ άρθρο 940Α KΠολΔ, της οποίας (απαγορεύσεως) δεν αποτελεί κατά νόμο συνέπεια η αναστολή της αντίστοιχης προθεσμίας. Επομένως, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό της προθεσμίας των επτά [7] μηνών του άρθρου 954 § 2 εδαφ. ε` KΠολΔ (Κ. Κεραμέας/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Ε. Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη], Ερμηνεία KΠολΔ – Αναγκαστική Εκτέλεση, 2021, άρθρο 954, σελ. 359, Ν. Κατηφόρης, παρατηρήσεις στην [αντίθετη] ΜΠρΑθ. 1057/2019, σε ΕΠολΔ 2020/294 επομ., Κ. Ροβόλη, Ζητήματα από την προθεσμία ορισμού ημερομηνίας πρώτου πλειστηριασμού, e-Θεμις ΕΕΝ, 2021) (βλ. ΜΕφΠειρ 109/2022 ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω άποψη εξαλλου ενισχύεται με την ρητή προσθήκη στο άρθρο 954 Κ.Πολ.Δ, δυνάμει του άρθρου 63 του Ν.4842/2021 οτι ο μήνας Αύγουστος δεν συνυπολογίζεται στους μήνες που μεσολαβούν από την περάτωση της κατάσχεσης μέχρι την διεξαγωγή του πλειστηριασμού, εφόσον συμπίπτει με τον μήνα συμπλήρωσης της προθεσμίας και μόνον. Με βάση τις παραδοχές αυτές ο πρώτος λόγος της ανακοπής, που παραδεκτά επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο της έφεσης, με τον οποίο οι ανακόπτοντες (νυν αιτούντες) ισχυρίζονται ότι είναι άκυρη η προσβαλλόμενη κατασχετήρια έκθεση, διότι με αυτή επισπεύστηκε αναγκαστικός πλειστηριασμός για την 25-11-2022, δηλαδή μετά από χρονικό διάστημα μικρότερο των επτά [7] μηνών από την περάτωση της κατασχέσεως στις 14.4.2022, κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 954 KΠολΔ, δεδομένου ότι δεν δύναται να προσμετρηθεί στην προθεσμία αυτού το χρονικό διάστημα του μηνός Αυγούστου 2022, που αναστέλλεται δυνάμει του άρθρου 940Α 6ΚΠολΔ, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 904, 915 και 916 του KΠολΔ, προκύπτει ότι η δυνάμει εκτελεστού τίτλου, μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής, αναγκαστική εκτέλεση, προϋποθέτει να είναι «βέβαιη» και «εκκαθαρισμένη» η απαίτηση. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον εκτελεστό τίτλο προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 1016/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ» ΑΠ 1543/2014 ΧΡΙΔ 2015.203). Εκκαθαρισμένη είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1016/2018, ΑΠ 1543/2014 ό.π. ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Στην αντίθετη περίπτωση η με έγγραφο διαπιστουμένη αξίωση του επισπεύδοντος δεν είναι επιδεκτική εκτέλεσης. Αναγκαία, συνεπώς, προϋπόθεση της εγκυρότητας της αναγκαστικής εκτέλεσης είναι ο πλήρης προσδιορισμός στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο της έκτασης, του είδους και του περιεχομένου της αξίωσης που ενσωματώνει. Κατά δε την απολύτως κρατούσα άποψη αναγκαστική εκτέλεση με τίτλο, από τον οποίο δεν προκύπτει απαίτηση εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να αποδεικνύεται βλάβη (ΑΠ 758/2014, ΑΠ 905/2011, ΑΠ 1124/2010 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος). Εκκαθαρισμένη, ωστόσο, είναι η χρηματική απαίτηση, ακόμη και όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014 ό.π, ΑΠ 653/2013 ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Εξάλλου, η κατάσχεση δεν πάσχει, επειδή αυτή επιβλήθηκε για ποσό μικρότερο από το πράγματι οφειλόμενο λόγω περιορισμού της απαίτησης, εφόσον βεβαίως ο περιορισμός είναι ορισμένος και δεν επιφέρει μετάπτωση της παροχής σε ανεκκαθάριστη, αφού, όπως προκύπτει από τα άρθρα 904, 915, 916 και 924 του KΠολΔ, ακυρότητα δεν υπάρχει και αν ακόμα η κατάσχεση έχει επιβληθεί για ποσό μεγαλύτερο του πράγματι οφειλόμενου (ΕφΑθ 4901/2000, ΕλλΔνη 2001.776, Β. Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’άρθρο)», τόμος Ε, σελ. 708, αρ. 11). Ο περιορισμός αυτός δεν προσβάλλει τα συμφέροντα του οφειλέτη, αφού συνεπάγεται τη μείωση των εξόδων που τον βαρύνουν. Για την αποτροπή, όμως, του κινδύνου προβολής μεταγενέστερα του ισχυρισμού του, ότι χώρησε παραίτηση του δανειστή από το υπόλοιπο μέρος της απαίτησής του, καθώς και επίσης και του κινδύνου προσβολής της εκτέλεσης για αοριστία, σε σχέση με το ζήτημα, για ποιά κονδύλια της απαίτησης διενεργήθηκε, θα πρέπει να γίνεται, αφενός μεν ειδική αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια για τα οποία αυτή επισπεύδεται έκτοτε και αφετέρου ρητή επιφύλαξη για το υπόλοιπο μέρος της απαίτησης (Β.Βαθρακοκοίλης ό.π). (Μον.Εφ. Πειρ. 86/2022 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες και ήδη αιτούντες με το δεύτερο λόγο της ανακοπής τους ισχυρίσθηκαν ότι η σε βάρος του ακινήτου τους κατάσχεση είναι άκυρη λόγω της αοριστίας της, διότι επιβλήθηκε για το ποσό των 50.000 ευρώ, ήτοι για μέρος του συνολικού ποσού, που με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συγκεκριμένα αφορά ο περιορισμός αυτός, που περιλήφθηκε στην κατασχετήρια έκθεση, όπως απαιτείται προκειμένου να συνάγεται σαφώς για ποια ακριβώς επιμέρους κονδύλια της συνολικής οφειλής της επισπεύδεται έκτοτε η εκτέλεση, με αποτέλεσμα η απαίτηση της αντιδίκου της τράπεζας να έχει καταστεί πλέον ανεκκαθάριστη. Επί του λόγου αυτού της ανακοπής λεκτέα τα κάτωθι: Στην προκειμένη περίπτωση επισπεύδεται σε βάρος των αιτούντων διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της με αριθμό ……./2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία οι ανωτέρω υποχρεώνονται να καταβάλουν στην καθ’ ης, το ποσό των 55.956,56 ευρώ, για επιδικασθείσα απαίτηση, εντόκως από 9.12.2020, ποσό 1.768 ευρώ ως έξοδα, εντόκως από 9.12.2010 ποσό 1.000 ευρώ ως επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη ποσό 4 ευρώ για αντίγραφο και αντιγραφικά δικαιώματα, και ποσό 50 ευρώ για επίδοση, και συνολικά το ποσό των 58.887,56 ευρώ. Η ανωτέρω εκτελεστική διαδικασία επισπεύθηκε με την από 27.7.2021 επιταγή προς πληρωμή, η οποία συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής και επιδόθηκε στους αιτούντες στις 29.7.2021. Η εν λόγω επιταγή προς πληρωμή, με την οποία οι αιτούντες επιτάσσονται να καταβάλουν στην καθ’ ης το συνολικό ποσό των 58.887,56 ευρώ, εμφανίζει πληρότητα του περιεχομένου της, καθώς η απαίτηση, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, προσδιορίζεται σ’αυτήν με συγκεκριμένη αναφορά του ακριβούς ποσού κάθε επιμέρους κονδυλίου (του κεφαλαίου, των εξόδων της εκτέλεσης και της δικαστικής δαπάνης), η καταβολή των οποίων επιτάσσεται εντόκως, με διαφοροποίηση της χρονικής αφετηρίας της τοκοφορίας ανά κονδύλιο. Στη συνέχεια, με την προσβαλλομένη κατασχετήρια έκθεση επιβλήθηκε κατάσχεση στο περιγραφόμενο σε αυτήν ακίνητο. Η εν λόγω κατάσχεση επιβλήθηκε από την καθ’ ης δυνάμει της από 11.2.2022 εντολής προς τον προαναφερθέντα Δικαστικό Επιμελητή για το ποσό των 50.000 ευρώ, δηλαδή για μέρος του συνολικού ποσού, που οι αιτούντες επιτάχθηκαν να της καταβάλουν με την επιταγή προς εκτέλεση, με τη μνεία ότι ο περιορισμός αυτός έγινε αποκλειστικά για μείωση των εξόδων, καθώς και ότι το ως άνω ποσό αποτελεί “μέρος του επιδικασθέντος κεφαλαίου με ρητή επιφύλαξη για την είσπραξη του υπόλοιπου ποσού με άλλη αναγκαστική εκτέλεση ή με αναγγελία στον ίδιο ή άλλον πλειστηριασμό (βλ. σχετ. σελ. 13-14 της κατασχετήριας έκθεσης). Συνεπώς, η κατάσχεση που επιβλήθηκε για το ποσό των 50.000 ευρώ, με προσδιορισμό από την καθ’ ης ότι το ποσό αυτό αποτελεί μέρος του κεφαλαίου της οφειλής των αιτούντων, που οι τελευταίοι υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν με τη διαταγή πληρωμής, δεν πάσχει από ακυρότητα, και δεν καθιστά ανεκκαθάριστη την απαίτηση, για την οποία επισπεύδεται έκτοτε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκαν οι αιτούντες με την ανακοπή τους, διότι ο περιορισμός αυτός είναι πλήρως και επαρκώς ορισμένος, καθώς ρητά καθορίζεται στην κατασχετήρια έκθεση σε ποιο συγκεκριμένα από τα επιμέρους κονδύλια της επιταγής αφορά (στο κεφάλαιο της απαίτησης της καθ’ης), και δη κατά τρόπον σαφή, ώστε ουδεμία αμφιβολία να καταλείπεται περί του ακριβούς ποσού της οφειλής των αιτούντων, για το οποίο διενεργείται πλέον η εκτέλεση μετά τον κατά τα προεκτεθέντα περιορισμό. Επομένως, πιθανολογείται η απόρριψη και του δεύτερου λόγου έφεσης καθώς η εκκαλουμένη απόφαση αν και με διαφορετική αιτιολογία, από αυτήν της παρούσας απόφασης ορθά κατ αποτέλεσμα απέρριψε και τον δεύτερο λόγο ανακοπής.
Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε από την άσκησή του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου, έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και, μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε, η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρονικό διάστημα και, πάντως, μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή τιης κατάστασης που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Δεν είναι πάντως απαραίτητο, η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης, να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς (Ολ. ΑΠ 8/2018, Ολ. ΑΠ 10/2012, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1248/2018, ΑΠ 909/2017, δημ. Νόμος). Ειδικότερα, επί εκδόσεως διαταγής πληρωμής, κλεισίματος αλληλόχρεου λογαριασμού, επίσπευσης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, κλπ., ο δανειστής, ο οποίος, ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του, επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα, καταρχήν, αποφασίζει, εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση και, μάλιστα προφανής, των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004, δημ. Νόμος). Εναπόκειται δε στη διακριτική ευχέρεια του δανειστή ή των αρμοδίων κατά νόμο οργάνων του, να κρίνουν ποιος είναι ο πλέον πρόσφορος τρόπος για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλόμενης απαίτησης και, ιδίως, αν θα ασκηθεί αγωγή ή αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής κ.λπ., καθότι η σχετική επιλογή είναι συνυφασμένη με τη διαχείριση της περιουσίας του δανειστή. Εξάλλου, ναι μεν κατά το άρθρ. 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος του δανειστή, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει, στην πραγματικότητα, συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του (βλ. σχετικά ΑΠ 1352/2011 δημ. Νόμος, ΕφΑθ 1587/2013, ΔΕΕ 2013/792). Με τον τρίτο λόγο της έφεσης, οι αιτούντες ισχυρίζεται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά κακή εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ., απέρριψε ως νόμω αβάσιμο τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, διότι η καθ` ης η ανακοπή καταχρηστικά, ήτοι καθ` υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ήτοι κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, επέβαλε κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία τους, ενώ γνώριζε, οτι οι αιτούντες κυρίως λόγω σοβαρών λόγων υγείας της δεύτερης αιτούσας έχουν διαμορφώσει το κατασχεθέν ισόγειο, το οποία αρχικά είχε δηλωθεί ως αποθήκη, σε γκαρσονιέρα, όπου διαμένουν, καθώς τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν, συνιστάμενα σε μειωμένη κινητικότητα αυτών, δεν τους επιτρέπουν να διαμένουν στην κύρια κατοικία τους, η οποία βρίσκεται στον πρώτο όροφο της ίδιας οικοδομής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής που επαναφέρεται ως λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος, ως νόμω αβάσιμος, καθώς τα ιστορούμενα από τους αιτούντες δεν θεμελιώνουν συμπεριφορά της καθής η αίτηση, η οποία, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, να δημιούργησαν βασίμως σε αυτούς την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να επισπευσθεί σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση ή περιστατικά που, πέραν της συνήθους μεγάλης βλάβης που προκαλούνται από την εκτέλεση, λόγω της απώλειας περιουσιακού στοιχείου, να μαρτυρούν ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται από κακοβουλία και άνευ οποιουδήποτε προσδοκώμενου οφέλους, κατά προφανή υπέρβαση των αρχών της καλής πίστης. Πέραν τούτου, οι αιτούντες δεν ισχυρίζονται οτι μεσολάβησε οποιαδήποτε ενέργεια της καθ` ης από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί ότι αυτή δεν προτίθετο να επιδιώξει άμεσα την ικανοποίησή της με αναγκαστική εκτέλεση, όταν αυτό καθίστατο εφικτό, λαμβανομένου υπόψη άλλωστε, ότι οι αιτούντες, δεν επικαλούνται την ύπαρξη αντικειμενικών στοιχείων, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτοί, ως πιστούχοι κατέβαλαν προσπάθειες για την ρύθμιση ή την εξόφληση της οφειλής τους, ενώ συνομολογούν οτι το κατασχεθέν διαμέρισμα-αποθήκη δεν συνιστά την κύρια κατοικία τους, η οποία βρίσκεται στον πρώτο όροφο της ίδιας οικοδομής. Σημειώνεται οτι οι αιτούντες το πρώτον με την κρινόμενη αίτηση αναστολής τους απαραδέκτως, επικαλούνται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθής η αίτηση επειδή η αξία του κατασχεθέντος ακινήτου, ανέρχεται στο ποσό των 117.000 ευρώ, ήτοι σε αξία δυσαναλόγως μεγαλύτερη από το ύψος της απαίτησης της. Σε κάθε δε περίπτωση ο ως άνω ισχυρισμός πιθανολογείται οτι τυγχάνει απορριπτέος καθώς οι αιτούντες δεν επικαλούνται ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα δεκτικά κατασχέσεως μικρότερης αξίας υπερκαλύπτουσας τις ανωτέρω απαιτήσεις (Μ Εφ. Πατρών 444/2022, ΜΕφΑθ 3773/2021 ΝΟΜΟΣ). Με αυτά τα δεδομένα δεν πιθανολογείται η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η αίτηση, λόγω της ήττας της και κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 του KΠολΔ και 84 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου, στις 16 Μαρτίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους με την παρουσία και της γραμματέως.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ