Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 141/2023

Αριθμός     141/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  4ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα  Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την  …………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Ιωάννα Μπρεάνου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:   1) ………. και 2) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Δικηγόρο Κλεοπάτρα Μαδημένου(με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ)

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  18.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) αγωγή,  επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  878/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από  10.11.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο  ………./2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο  …………../2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 10-11-2021 (αρ. καταθ. ……./2021) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 878/2021 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό πενήντα (150) ευρώ (βλ. το αρ. παραβόλου: ………./2021, ποσού 150 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ).

Με την από 18-4-2019 (αρ. καταθ. ………../2019) αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που συζητήθηκε την 11-11-2020, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι έχει αποκτήσει με παράγωγο τρόπο, και συγκεκριμένα λόγω γονικής παροχής, την πλήρη κυριότητα του αναλυτικά περιγραφόμενου σ΄ αυτήν (αγωγή) ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας-ισογείου καταστήματος), ευρισκόμενου στο …. Πειραιώς. Ότι οι δικαιοπάροχοι-γονείς του είχαν αποκτήσει την κυριότητα του οικοπέδου επί του οποίου ανεγέρθηκε η οικοδομή με πρωτότυπο τρόπο και δη λόγω τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας. Ότι ο δεύτερος των εναγομένων-μισθωτής του όμορου προς τα δυτικά καταστήματος κυριότητας του πρώτου των εναγομένων, εντός του οποίου λειτουργεί πρατήριο υγρών καυσίμων, έχει διαμορφώσει, κατ΄ εντολή και ανοχή του τελευταίου, τον χώρο του πρατηρίου με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε τα οχήματα που εξέρχονται από αυτόν να διέρχονται έμπροσθεν της προθήκης του καταστήματός του (ενάγοντος), διαταράσσοντας τη νομή και κυριότητά του επ΄ αυτού, καθώς καθίσταται αδύνατη οποιαδήποτε χρήση του. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε, αφού αναγνωριστεί το δικαίωμα της κυριότητάς του επί του ως άνω ακινήτου, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να παύσουν την υφιστάμενη διατάραξη και να μην διέρχονται έμπροσθεν του καταστήματός του, να υποχρεωθούν αυτοί να παύσουν κάθε μελλοντική διατάραξη και να απειληθεί σε βάρος τους προσωπική κράτηση διάρκειας 6 μηνών και σε βάρος καθενός από αυτούς χρηματική ποινή ποσού 300 ευρώ για κάθε μελλοντική παραβίαση της διάταξης της εκδοθησομένης αποφάσεως. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 878/2021 οριστική απόφασή του, δικάζοντας, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η αναγνωριστική αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος και ότι η αρνητική αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, απέρριψε αυτή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, δεχόμενο ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση που προέβαλαν οι εναγόμενοι περί ύπαρξης υπέρ του ακινήτου του πρώτου από αυτούς δικαιώματος δουλείας, δυνάμει του οποίου ενεργούν, και επέβαλε σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία όρισε στο ποσό των 600 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση ο ηττηθείς ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή. Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αγωγή, η οποία ασκήθηκε παραδεκτώς, είναι πλήρως ορισμένη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους, ήδη εφεσίβλητους, καθόσον περιέχονται σ΄ αυτήν (αγωγή) όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 του ΚΠολΔ, στοιχεία, ήτοι περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατ΄ αυτών (εναγομένων). Ειδικότερα στο δικόγραφο της αγωγής περιγράφεται επαρκώς το επίδικο ακίνητο, κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, δεδομένου ότι αναφέρεται ο αριθμός ΚΑΕΚ του επίδικου ακινήτου, ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του. Επίσης, γίνεται σαφής έκθεση α) της κυριότητας του ενάγοντος, β) του τρόπου κτήσεως αυτής, γ) της παράνομης διατάραξης της κυριότητας, καθώς επίσης υποβάλλεται ορισμένο αίτημα άρσης της προσβολής (διατάραξης) και παράλειψης αυτής στο μέλλον. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους, ήδη εφεσίβλητους, πρέπει να απορριφθούν.

Με λόγο της ένδικης εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του την αναφερόμενη ένορκη βεβαίωση. Ο ως άνω λόγος αλυσιτελώς προβάλλεται από τον εκκαλούντα, καθόσον από μόνος του δεν άγει (και βάσιμος ακόμη) στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Τούτο δε, διότι το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων της έφεσης για κακή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη τα νομίμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, θα εξαφανίσει την εκκαλουμένη μόνο αν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται (πρβλ. ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33.1710, ΕφΠειρ 422/2014, ΕφΔωδ 36/2014, ΕφΛαμ 98/2009). Επομένως, ο ως άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ΄ έφεση επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις στο Εφετείο περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα, που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτόδικα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων που επανυποβάλλει, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 753/2019). Περαιτέρω δεν πρόκειται για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 149/2020, ΑΠ 258/2019, ΑΠ 1106/2018, ΑΠ 696/2017, ΑΠ 224/2016). Στην προκειμένη περίπτωση οι εφεσίβλητοι στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνουν, αυτούσιες, τις από 2-7-2020 προτάσεις και την από 14-7-2020 προσθήκη-αντίκρουση αυτών της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους (εφεσιβλήτων), και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, όπως ίσχυε και εφαρμόζεται εν προκειμένω, οι διάδικοι μπορούν να προσαγάγουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον, αυτές λαμβάνονται ενώπιον του Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου της έδρας του Δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του Προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των επόμενων άρθρων, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 του ΚΠολΔ, ένορκη βεβαίωση, που δίδεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η ένορκη βεβαίωση πρέπει να λαμβάνεται ενώπιον Ειρηνοδίκη, Συμβολαιογράφου ή Προξένου με συγκεκριμένη τοπική αρμοδιότητα, αυτή της έδρας του Δικαστηρίου, κατοικίας ή διαμονής του μάρτυρα. Όπως δε συνάγεται από το αδιάστικτο της διατύπωσης του άρθρου 424 του ΚΠολΔ, που ως κύρωση για κάθε παράβαση των διατάξεων 421-423 του ιδίου Κώδικα είναι η μη λήψη υπόψη της ένορκης βεβαίωσης στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν ενώπιον τοπικά αναρμόδιου Ειρηνοδίκη, Συμβολαιογράφου ή Προξένου δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εάν δε ο σκοπός του νομοθέτη του Ν. 4335/2015 ήταν να μην λαμβάνεται υπόψη ένορκη βεβαίωση, που έχει ληφθεί ενώπιον τοπικά αναρμόδιου οργάνου, μόνο με την επίκληση δικονομικής βλάβης, θα είχε επαναλάβει την διατύπωση, που υπήρχε στον προηγούμενο ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία επιτρεπόταν η λήψη ένορκης βεβαίωσης ενώπιον (οποιουδήποτε) Ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου, χωρίς την πρόβλεψη κάποιας κύρωσης (ΕφΠειρ 150/2020).

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τους εναγόμενους, ήδη εφεσίβλητους, υπ΄ αρ. …./11-3-2020 και …./11-3-2020 ένορκες βεβαιώσεις των ……….. και …………., αντίστοιχα, που, με επιμέλεια αυτών (εναγομένων, ήδη εφεσιβλήτων), λήφθηκαν, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την 11-3-2020, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421, 422 και 423 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το Ν. 4335/2015), μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, (βλ. την υπ΄ αρ. ……../4-3-2020 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………..), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 511/2018, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), εκτός από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα, ήδη εκκαλούντα, υπ΄ αρ. ……./2019 ένορκη βεβαίωση της ……….., η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σύμφωνα με αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι δόθηκε ενώπιον άλλου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 421 του ΚΠολΔ όργανα και συγκεκριμένα δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Περιστερίου, και όχι ενώπιον Ειρηνοδίκη της έδρας του παρόντος Δικαστηρίου ή της κατοικίας της μάρτυρα που βρίσκεται στο …………, ενώ στην κλήση που επιδόθηκε προς τους εναγόμενους για τη λήψη της ως άνω ένορκης βεβαίωσης δεν αναφέρεται ότι η …….., διέμενε στο Περιστέρι (βλ. τις υπ΄ αρ. ………./23-12-2019 και ………/23-12-2019, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………), ούτε αποδείχθηκε ο σχετικός αυτός ισχυρισμός, ήτοι ότι κατά τον επίδικο χρόνο που λήφθηκε η ως άνω ένορκη βεβαίωση η ….. ……. διέμενε στο ………, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ΄ αρ. ……../14-5-1991 συμβολαίου γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο …. και με αριθμό …., ο ενάγων απέκτησε την ψιλή κυριότητα της οριζόντιας ιδιοκτησίας-καταστήματος του ισογείου διώροφης οικίας, κειμένης σε οικόπεδο εμβαδού 165 τ.μ., που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου …, στη θέση «………», επί της …….. και συγκεκριμένα του υπό στοιχεία Ι-1 καταστήματος, επιφάνειας 75,20 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 400/1000 εξ αδιαιρέτου και με ΚΑΕΚ …………. Οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος, γονείς του, ………. και ………. το γένος …………, είχαν αποκτήσει, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου καθένας από αυτούς, την πλήρη κυριότητα του εν λόγω οικοπέδου, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον ασκούσαν σε αυτό πράξεις (συν)νομής, όπως ανέγειραν επ΄ αυτού οικοδομή, διανοία (συγ)κυρίων αδιατάρακτα από το έτος 1959, οπότε και τους μεταβιβάστηκε η νομή του από τον ……., πατέρα της μητέρας του ενάγοντος, ………….. Ειδικότερα, το έτος 1959, ο ………, πάππους του ενάγοντος, προχώρησε σε άτυπη διανομή (καταρτίζοντας και το από 16-10-1959 ιδιωτικό συμφωνητικό με τον ……… με το οποίο συνέστησε ατύπως προίκα υπέρ της θυγατέρας του …….) μεταξύ α) της ……… (θυγατέρας του) και του (μετέπειτα συζύγου της) ………. και β) του πρώτου των εναγομένων (υιού του), μείζονος έκτασης γεωτεμαχίου που μέχρι τότε διακατείχε επιφάνειας 348,60 τ.μ.. Βάσει της διανομής αυτής, οι γονείς του ενάγοντος, ……… και …….., έλαβαν το εδαφικό τμήμα εμβαδού 165 τ.μ., που εμφαίνεται υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Οκτωβρίου 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού ….., το οποίο προσαρτάται στη νόμιμα μεταγεγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Πειραιώς, στον τόμο …… και αριθμό ….., υπ΄ αρ. ………/29-12-1990 σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών του ιδίου ως άνω Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, δυνάμει της οποίας συστήθηκε, άλλωστε, και η ένδικη οριζόντια ιδιοκτησία (Ι-1 ισόγειο κατάστημα), ενώ ο πρώτος των εναγομένων έλαβε την εναπομείνασα έκταση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των εναγομένων, το έτος 1968, έλαβε την υπ΄ αρ. πρωτ. 114652/1968 έγκριση του Υπουργείου Συγκοινωνιών για την εγκατάσταση και λειτουργία εντός του ακινήτου του «Πρατηρίου Βενζίνης και Πλυντηρίου», προς τούτο δε εκδόθηκε από την Υπηρεσία Πολεοδομίας Πειραιώς η υπ΄ αρ. …../31-3-1972 άδεια. Τόσο στην συνημμένη στην ως άνω έγκριση κάτοψη του Μηχανολόγου-Ηλεκτρολόγου …….., όσο και στο εγκεκριμένο την 5-5-1972 από την Υπηρεσία Πολεοδομίας Πειραιώς τοπογραφικό διάγραμμα του Μηχανικού ………., η έξοδος των οχημάτων από το πρατήριο τοποθετείται στη βόρεια, με πρόσωπο επί της (ήδη μετονομασθείσας) ………, πλευρά του αρχικού, προ της διανομής, ακινήτου, μεταξύ της ρυμοτομικής και της οικοδομικής γραμμής. Σημειωτέον ότι το ακίνητο εμφαίνεται με τις αρχικές, προ της ως άνω διανομής, διαστάσεις του, καθώς η διανομή είχε λάβει χώρα άτυπα. Με βάση, όμως, τον διαχωρισμό των ιδιοκτησιών των διαδίκων που είχε επιφέρει η τελευταία, εδαφικό τμήμα συνολικού εμβαδού 11,25 τ.μ. της διόδου, μέσω της οποίας εξέρχονται του πρατηρίου τα οχήματα που το επισκέπτονται, διέρχεται από το οικόπεδο, επί του οποίου η οριζόντια ιδιοκτησία (ισόγειο κατάστημα) ψιλής κυριότητας του ενάγοντος έχει ποσοστό συγκυριότητας 400/1000 εξ αδιαιρέτου και δη διέρχεται έμπροσθεν του ένδικου ισογείου καταστήματος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από το έτος 1972 και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, ήτοι για χρονικό διάστημα 47 ετών, ο πρώτος των εναγομένων ασκεί αδιάλειπτα επί της συγκεκριμένης εδαφικής λωρίδας οιονεί νομή δικαιούχου δουλείας διόδου, δεδομένου ότι η διαμόρφωση του χώρου του πρατηρίου εξακολουθεί να είναι ίδια με αυτή που είχε προβλεφθεί στη σχετική άδεια λειτουργίας του, με αποτέλεσμα να έχει συσταθεί υπέρ του δεσπόζοντος ακινήτου του (πρώτου των εναγομένων) με έκτακτη χρησικτησία πραγματική δουλεία διόδου (άρθρα 1118 και 1121 του ΑΚ). Συγκεκριμένα ο πρώτος των εναγομένων από το έτος 1972 χρησιμοποιούσε συνεχώς και αδιαλείπτως για την έξοδο των οχημάτων που επισκέπτονταν το πρατήριό του τη συγκεκριμένη εδαφική λωρίδα, με διάνοια δικαιούχου πραγματικής δουλείας διόδου, χωρίς να ενοχληθεί από κανένα, κατά τα ως άνω. Την ύπαρξη αυτής, τόσο οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος-γονείς του, όσο και ο ίδιος διαχρονικά αναγνώριζαν, χωρίς ουδέποτε, μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, να έχουν εναντιωθεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην άσκησή της, η δε διαμορφωθείσα ως άνω πραγματική κατάσταση από τον ανωτέρω χρόνο της έναρξης λειτουργίας του πρατηρίου δεν έχει μέχρι σήμερα διαφοροποιηθεί. Μάλιστα, από το έτος 2004 και έπειτα, ο ενάγων και οι γονείς του, εκμίσθωναν το ένδικο ισόγειο κατάστημα σε συναφείς προς τη λειτουργία οχημάτων επιχειρήσεις, ήτοι επιχειρήσεις εμπορίας λιπαντικών και ελαστικών. Άσκηση του δικαιώματος δουλείας κατά παράκληση ή κατ΄ ανοχή λόγω της μεταξύ των διαδίκων συγγενικής σχέσης δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε ότι μετά τη σύσταση της ως άνω πραγματικής δουλείας διόδου, το δεσπόζον ακίνητο του πρώτου των εναγομένων εξυπηρετείται κατά τον ίδιο τρόπο και κατά το ίδιο μέτρο από άλλη δίοδο, ώστε να παύσει ο λόγος ύπαρξης της δουλείας, γιατί η τελευταία δεν παρέχει πλέον χρησιμότητα και δεν υπάρχει ανάγκη του δεσπόζοντος, αφού αυτό έχει αποκτήσει αυτάρκεια. Συγκεκριμένα προέκυψε ότι ναι μεν το ως άνω ακίνητο έχει πρόσοψη στη …………….., όμως, λόγω της διαμόρφωσης του ως άνω πρατηρίου υγρών καυσίμων, ήτοι έχει α) νησίδα ασφαλείας, που συνορεύει βόρεια με τη ………, νότια με δίοδο πρατηρίου, δυτικά με την είσοδο των οχημάτων και ανατολικά με την έξοδο των οχημάτων, β) νησίδα που βρίσκονται οι αντλίες καυσίμων, γ) δεξαμενές καυσίμων, δ) πρατήριο και ε) αποθήκη, η μόνη δυνατή έξοδος των οχημάτων είναι αυτή που ήδη υπάρχει από το έτος 1972, δεν υπάρχει άλλο σημείο που να μην καταλαμβάνει το ακίνητο του ενάγοντος και να εξυπηρετεί, κατά τον ίδιο τρόπο και με το ίδιο μέτρο, με την επίδικη δίοδο, το δεσπόζον ακίνητο του πρώτου των εναγομένων και, κατά συνέπεια, υφίσταται η παροχή ωφέλειας στο ακίνητο αυτό, ήτοι από το δουλεύον ακίνητο του ενάγοντος, και γι΄ αυτό και η πραγματική δουλεία της επίδικης διόδου διατηρείται ακέραια. Εξάλλου δεν προέκυψε ότι είναι δυνατός ο περιορισμός της νησίδας ασφαλείας και ότι εφόσον αυτός είναι εφικτός, μετά και την αλλαγή της εισόδου και εξόδου των οχημάτων ο ενάγων θα μπορέσει, με τα νέα δεδομένα, να λάβει σχετική άδεια λειτουργίας του ως άνω πρατηρίου υγρών καυσίμων. Συνακόλουθα, η νόμιμη καταλυτική ένσταση που προέβαλαν οι εναγόμενοι περί ύπαρξης υπέρ του ακινήτου του πρώτου από αυτούς δικαιώματος δουλείας διόδου, δυνάμει του οποίου ενεργούν την επέμβαση, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει οι σχετικοί λόγοι της ένδικης εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι.

Από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 859/2002 ΕλλΔνη 44.1290, ΕφΛαρ 533/2013, ΕφΑθ 798/2007, ΕφΠειρ 89/2004). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 179 του ΚΠολΔ, του οποίου το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε, με ισχύ από την 1-1-2022, και το άρθρο 179, όπως είχε αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α 109), διαμορφώθηκε κατά τα κατωτέρω δυνάμει των άρθρων 8 και 120 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α 190), κατά δε την παρ. 1β άρθρου 116 του αυτού νόμου (4842/2021), όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 εδ. α του Ν. 4871/2021 (ΦΕΚ Α 246), «β) Το …… το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 179, ………… του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιούνται με τον παρόντα, εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις.» ορίζεται (στο άρθρο 179) ότι «Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και τον δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να συμψηφίσει ένα μέρος των εξόδων, εάν, κατ` εκτίμηση των περιστάσεων, υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης.». Η εφαρμογή δε της διατάξεως του άρθρου 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ ή της διατάξεως του άρθρου 179 του ΚΠολΔ εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου της ουσίας και δεν υπάρχει σχετική δέσμευσή του. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος  προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα. Η διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ απαιτεί μεν ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και για την ουσία της υπόθεσης, πλην όμως ο ανωτέρω λόγος δεν ακολουθεί αναγκαίως το αποτέλεσμα του λόγου που αφορά στην ουσία και μπορεί να είναι αβάσιμος ο λόγος που αφορά στην ουσία και βάσιμος ο λόγος που αφορά στα έξοδα. Η άποψη ότι ο τελευταίος ακολουθεί αναγκαίως την τύχη του πρώτου και δεν εξετάζεται στην περίπτωση που είναι αβάσιμος ο λόγος για την ουσία, δεν είναι ορθή, γιατί αν ο λόγος που αφορά στην ουσία κριθεί βάσιμος και αλλάξει το αποτέλεσμα της δίκης αλλάζει αναγκαίως και η επιβολή των δικαστικών εξόδων, χωρίς να χρειάζεται να προβληθεί λόγος εφέσεως για τα έξοδα. Επομένως, η προβολή λόγου εφέσεως ως προς τα έξοδα αποκτά νόημα αν κριθεί αβάσιμος ο λόγος για την ουσία της υπόθεσης και γι΄ αυτό κρίνεται αυτοτελώς (ΕφΠειρ 462/2016, ΕφΠειρ 85/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επέβαλε σε βάρος του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, λόγω της ήττας του και κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, ήδη εφεσιβλήτων, όρισε δε αυτά στο ποσό των 600 ευρώ. Με τον τελευταίο λόγο της ένδικης εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως περί επιβολής εις βάρος του των δικαστικών εξόδων των εναγομένων και ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη διάταξη αυτή και ειδικότερα ότι έπρεπε να συμψηφίσει αυτή λόγω εύλογης αμφιβολίας περί του καταγόμενου σε δίκη δικαιώματος. Ο λόγος αυτός, όμως, ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, παραδεκτά προβάλλεται κατ΄ άρθρο 193 του ΚΠολΔ, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως (άρθρο 193 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΑΠ 76/2014, ΑΠ 617/2008), κρίνεται αβάσιμος στην ουσία και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε διότι δεν συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων, κατά το άρθρο 179 του ΚΠολΔ, αφού δεν πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό, ούτε η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, ούτε συνέτρεχε λόγος συμψηφισμού ενός μέρος αυτών, αφού δεν υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης, αφετέρου δε, συνέτρεχε εν προκειμένω λόγος επιβολής των δικαστικών εξόδων των εναγομένων σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της νίκης αυτών (εναγομένων) κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ενώ το αντικείμενο της δίκης, δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων των εναγομένων που νίκησαν στο ποσό των 600 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, επέβαλε σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, λόγω της νίκης αυτών, και όρισε αυτά στο ποσό των 600 ευρώ, δεν έσφαλε, ώστε τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, λόγω της ήττας του εκκαλούντος πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το υπ΄ αρ. παραβόλου: ……………./2021, ποσού 150 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί ο εκκαλών, επίσης λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 10-11-2021 (αρ. καταθ. ………./2021) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 878/2021 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που κατατέθηκε με το υπ΄ αρ. παραβόλου: ………../2021, ποσού 150 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 600 ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 8.9.2022.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριό του στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 6 Μαρτίου 2022, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεως της Δικαστού  Αικατερίνης Κοκόλη, αποτελούμενη  από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παρασκευή Μπερσή και  Σοφία Καλούδη, Εφέτες και με την ίδια Γραμματέα χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ