Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 174/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης  174/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας ανακόπτουσας: εταιρείας …………………. και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Διονύσιο Στρατηγό.

Των εφεσιβλήτων καθ’ων η ανακοπή: 1)   εταιρείας ……………….. η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….. ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Κωνσταντίνα Μητσάκου.

Η ανακόπτουσα κυπριακή εταιρεία ζήτησε να γίνει δεκτή η από  8.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./10.11.2017)  ανακοπή της του άρθρου 979  του ΚΠολΔ, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσης σχετικώς της η υπ’αριθμ.881/2018 απόφασης, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο κηρύχθηκε λειτουργικά αναρμόδιο προς εκδίκαση της ανακοπής λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του ιδίου Δικαστηρίου.

Επί της ανωτέρω ανακοπής, που εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής με την από 3.4.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./16.5.2018) κλήση της ανακόπτουσας, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 4703/2018 οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ως απαράδεκτη και ειδικότερα, όσον αφορά την πρώτη καθ’ης ως παθητικώς ανομιμοποίητη, ενώ όσον αφορά τη δεύτερη καθ’ης ως εκπροθέσμως ασκηθείσα.

Η εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσα με την ασκηθείσα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από 21.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../23.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και …………./23.10.2020 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 3ης.6.2021, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου εμφανίσθηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της εκκαλούσας και της δεύτερης εφεσίβλητης και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’αριθμ………./3.11.2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………………, που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα εταιρεία, μετά των συνταχθεισών κάτωθεν αυτής από 3.11.2020 απόδειξης παραλαβής αντιγράφου θυροκολλημένου εγγράφου, που συνυπογράφουν η …………, Ανθυπαστυνόμος του Αστυνομικού Τμήματος Αλίμου Αττικής επί της υπηρεσιακής σφραγίδας και η ανωτέρω Δικαστική Επιμελήτρια και από 4.11.2020 βεβαίωσης περί παραλαβής προς ταχυδρόμηση προς την πρώτη εφεσίβλητη έγγραφης ειδοποίησης περί της προηγηθείσης την προηγούμενη ημέρα επίδοσης της ιδίας Δικαστικής Επιμελήτριας, που προσυπογράφει η υπάλληλος ΕΛΤΑ του ταχυδρομικού πρακτορείου …. …………, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 21.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/23.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………./23.10.2020 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεσης κατά της υπ’αριθμ. 4703/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με τις συνημμένες σ’αυτήν έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξη προσδιορισμού δικασίμου προς συζήτηση της έφεσης για τη δικάσιμο της 3ης.6.2021, όταν η συζήτηση αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, καθώς και με κλήση της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας, εδρεύουσας στον ………. Αττικής, να εμφανισθεί κατά την αρχική δικάσιμο, επιδόθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα στην τελευταία με θυροκόλληση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 128 παρ.4 και 136 παρ.2 του ΚΠολΔ. Η ανωτέρω διάδικος, όμως, κατά τη μετ’αναβολήν δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ήταν απούσα. Πρέπει, επομένως, να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ), με την επισήμανση ότι σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης η αναγραφή της στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, ακόμη και των απολειπομένων, εφόσον είχαν κλητευθεί κατά την αρχική δικάσιμο εμπρόθεσμα και νομότυπα, με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται κλήση τους για εμφάνιση στη μετ’αναβολήν δικάσιμο (άρθρο 226 παρ.4 εδαφ. γ΄του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία συζήτησης της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 498 παρ.2 εδαφ.τελευταίο του ιδίου Κώδικα).

Η κρινόμενη από 21.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../23.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και …………../23.10.2020 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ανακόπτουσας της από  8.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……………/10.11.2017) ανακοπής του άρθρου 979  του ΚΠολΔ, με αίτημα τη μεταρρύθμιση πίνακα κατάταξης δανειστών, συνταχθέντος από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος κατασχεθέντος και εκπλειστηριασθέντος (υπό ελληνική σημαία) πλοίου, πλοιοκτησίας της πρώτης καθ’ης και ήδη πρώτης εφεσίβλητης, στον οποίο κατατάχθηκε, εκτός από τη ΔΟΥ Πλοίων Πειραιά και η δεύτερη καθ’ης (νυν δεύτερη εφεσίβλητη), ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, επισπεύδουσα τον πλειστηριασμό δανείστρια της καθ’ης η εκτέλεση και την κατάταξη της απαίτησης της ιδίας (ανακόπτουσας) από τέλη ελλιμενισμού του πλοίου, σε βάρος της εκδοθείσας, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της ανωτέρω ανακοπής, υπ’αριθμ. 4703/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ως απαράδεκτη και ειδικότερα, όσον αφορά την πρώτη εφεσίβλητη ως παθητικώς ανομιμοποίητη, ενώ όσον αφορά τη δεύτερη εφεσίβλητη ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517 εδαφ.α΄, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 23.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……………/23.10.2020), δεδομένου ότι ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε παρήλθε η νόμιμη καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της στις 23.10.2018, που άρχισε την επόμενη ημέρα στις 24.10.2018 (άρθρο 144 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ) και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, με την επισήμανση ότι για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο στη διάταξη της παρ.3 Α΄στοιχ.β΄ του άρθρου 495 του ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100 ευρώ. Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 532, 533 παρ. 1 και 591 παρ. 1 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ). Επισημαίνεται ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης προσκομίζεται από την εκκαλούσα αντίγραφο των προτάσεων της απολειπομένης πρώτης εφεσίβλητης, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.4 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ.

Η ανακόπτουσα κυπριακή εταιρεία, που διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα, με την από 8.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ. καταθ…………../10.11.2017)  ανακοπή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι με επίσπευση της δεύτερης καθ’ης, ημεδαπής ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της σε βάρος της πρώτης καθ’ης, εταιρείας επίσης εδρεύουσας στην ημεδαπή, με εκτελεστό τίτλο διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά στις 22.2.2017 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., συζύγου Παναγιώτη Κορωναίου, το υπό ελληνική σημαία πλοίο με την ονομασία «UE», πλοιοκτησίας της ανωτέρω καθ’ης η εκτέλεση και δικής της οφειλέτριας (της ανακόπτουσας) και κατακυρώθηκε στην υπερθεματίστρια ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία «………….», αντί του ποσού των 101.000 ευρώ. Ότι λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος η ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συνέταξε τον προσβαλλόμενο με την ανακοπή υπ’αριθμ. ………../18.9.23017 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο κατέταξε στο σύνολο του προς διανομή πλειστηριάσματος, που απέμεινε μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης, ποσού 96.476,84 ευρώ, οριστικά και προνομιακά τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά για το ποσό των 5.671,26 ευρώ και τη δεύτερη καθ’ης για το ποσό των 90.805,58 ευρώ αντίστοιχα, ενώ η δική της αναγγελθείσα απαίτηση σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, συνολικού ποσού 122.200 ευρώ, από τέλη ελλιμενισμού, καθώς και από αμοιβές της για την παροχή υπηρεσιών και για εκτέλεση εργασιών συντήρησης στο εκπλειστηριασθέν σκάφος, δεν κατατάχθηκε, με την αιτιολογία της εκπρόθεσμης αναγγελίας της στην προαναφερθείσα Συμβολαιογράφο. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο λόγους, τη μεταρρύθμιση του πίνακα κατάταξης, προκειμένου να καταταγεί σ’αυτόν η αναγγελθείσα απαίτησή της προνομιακά, με αποβολή της απαίτησης της δεύτερης καθ’ης, άλλως να καταταγεί σύμμετρα με την ανωτέρω απαίτηση της επισπεύδουσας δανείστριας τράπεζας. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ.881/2018 απόφαση, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο κηρύχθηκε λειτουργικά αναρμόδιο προς εκδίκασή της, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του ιδίου Δικαστηρίου. Ακολούθως η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου με την από 3.4.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …………../16.5.2018) κλήση της ανακόπτουσας και εκδόθηκε σχετικώς, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. του ΚΠολΔ, η υπ’αριθμ.4703/2018 οριστική απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η ανακοπή ως απαράδεκτη και ειδικότερα, όσον αφορά την πρώτη καθ’ης, καθ’ης η εκτέλεση – οφειλέτρια και πλοιοκτήτρια του εκπλειστηριασθέντος σκάφους, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της, ενώ όσον αφορά τη δεύτερη καθ’ης, επισπεύδουσα τον πλειστηριασμό δανείστρια, η απαίτηση της οποίας κατατάχθηκε προνομιακά και οριστικά στον προσβαλλόμενο πίνακα, ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, ήτοι εκτός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 979 παρ.2 του ΚΠολΔ για την άσκησή της προθεσμίας και καταδικάσθηκε η ανακόπτουσα στη δικαστική δαπάνη των καθ’ων, το ύψος της οποίας καθορίσθηκε στο ποσό των 300 ευρώ για την καθεμία τους. Σε βάρος της απόφασης αυτής η ανακόπτουσα, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, άσκησε την κρινόμενη από 21.10.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../23.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………./23.10.2020 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεσή της, την οποία στρέφει κατά αμφοτέρων των καθ’ων η ανακοπή και με την οποία παραδεκτά πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση μόνον όσον αφορά τον πρώτο λόγο του δικογράφου της, που ανάγεται, όπως εκτιμώνται στο σύνολό τους οι με αυτόν προβαλλόμενες αιτιάσεις, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σε σχέση με την κρίση του ως προς την δεύτερη εφεσίβλητη, ως προς την οποία η ανακοπή απορρίφθηκε ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, με αίτημα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης και την παραδοχή της ανακοπής της. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης όμως, που αναφέρονται στην αναγγελία της απαίτησης της εκκαλούσας σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και συγκεκριμένα στο εμπρόθεσμο η μη της επίδοσής της στην ανωτέρω Συμβολαιογράφο, αλλά και στο ύψος και στον προνομιακό χαρακτήρα της αναγγελθείσας απαίτησης της εκκαλούσας όσον αφορά τη δεύτερη εφεσίβλητη, και προσιδιάζουν σε λόγους ανακοπής του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, καθώς και όλοι οι λόγοι της έφεσης όσον αφορά την πρώτη εφεσίβλητη, απορριπτέοι τυγχάνουν  ως αλυσιτελείς, και συνεπώς, ως απαράδεκτοι. Ειδικότερα, από το άρθρο 520 παρ.1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης. Λόγος, όμως, έφεσης ο οποίος και αληθής υποτιθέμενος δεν ασκεί έννομη επιρροή και, επομένως, δεν δύναται να οδηγήσει κατά νόμο στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης, είναι αλυσιτελής και κατά τούτα απορριπτέος ως απαράδεκτος (βλ. σχετ. ΑΠ 122/2014, ΑΠ 558/1990, ΕφΠειρ 311/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2760/2014 Αρμ. 2015.66, ΕφΑθ 1396/2012 ΕλλΔνη 2012.1076, ΕφΘεσ 435/2010 Αρμ.2011.472, ΕφΙωαν 172/2006 Αρμ. 2007.419). Στην προκειμένη περίπτωση, όσον αφορά τη δεύτερη εφεσίβλητη, ως προς την οποία η ανακοπή απορρίφθηκε ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, όλοι οι υπόλοιποι (πλην του πρώτου) λόγοι έφεσης και όσον αφορά την πρώτη εφεσίβλητη, ως προς την οποία η ανακοπή απορρίφθηκε ως παθητικώς ανομιμοποίητη, όλοι οι λόγοι έφεσης, προβάλλονται αλυσιτελώς, διότι με αυτούς δεν  πλήττεται η αντίστοιχη για κάθε καθ’ης και ήδη εφεσίβλητη απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αλλά προσάπτονται στην εκκαλουμένη απόφαση άλλες αιτιάσεις/πλημμέλειες, οι οποίες και αληθείς υποτιθέμενες δεν είναι επωφελείς για την εκκαλούσα, αφού δε δύνανται να οδηγήσουν κατά νόμο στην παραδοχή της έφεσής της και στην εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και, επομένως, ουδεμία έννομη επιρροή ασκούν. Επισημαίνεται ότι οι λόγοι αυτοί σε περίπτωση παραδοχής του πρώτου λόγου έφεσης και εξαφάνισης της εκκαλουμένης θα εκτιμηθούν ως πραγματικοί ισχυρισμοί της εκκαλούσας, των οποίων το παραδεκτό της προβολής θα κριθεί με βάση το άρθρο 527 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ως προς την απολειπόμενη πρώτη εφεσίβλητη, η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της. Παράβολο ερημοδικίας δεν θα ορισθεί, καθόσον σε βάρος της παρούσας απόφασης δεν επιτρέπεται από την ανωτέρω διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, ανεξαρτήτως εννόμου συμφέροντός της, η άσκηση του ένδικου μέσου της ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 979 παρ.2 εδαφ.γ΄του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση, όπως η παράγραφος 2 του ανωτέρω άρθρου ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1  του Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87,  σύμφωνα με την παρ.3  του άρθρου ένατου του αυτού άρθρου και νόμου, διότι εν προκειμένω η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση στην πρώτη καθ’ης, ως πρώτης πράξης της επισπευδομένης σε βάρος της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, στο πλαίσιο της οποίας εκπλειστηριάσθηκε το κατασχεθέν πλοίο, πλοιοκτησίας της και συντάχθηκε ο προσβαλλόμενος πίνακας κατάταξης για τη διανομή μεταξύ των δανειστών της του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος, διενεργήθηκε μετά την 1η.1.2016, με βάση τα αναφερόμενα στην προσκομιζόμενη από τη δεύτερη εφεσίβλητη υπ’αριθμ…………./10.10.2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου  του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……………). Διάταξη περί επιβολής της δικαστικής δαπάνης της πρώτης εφεσίβλητης σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας επίσης δεν θα περιληφθεί στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, διότι η πρώτη εφεσίβλητη λόγω της δικονομικής της απουσίας δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 191 παρ.2 του ΚΠολΔ για την επιδίκαση των εξόδων της δίκης.

Κατά το άρθρο 974 του ΚΠολΔ, «Αν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν …ο υπάλληλος του πλειστηριασμού … συντάσσει πίνακα κατάταξης …». Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και τους δανειστές οι οποίοι αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα αυτού. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει στην κρινόμενη περίπτωση κατα τα προεκτεθέντα, μέσα σε δώδεκα εργάσιμες ημέρες αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της § 1, οποιοσδήποτε έχει  έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. του ΚΠολΔ. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία, και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού…Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη..». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι η ανακοπή, η οποία προβλέπεται και ρυθμίζεται με αυτές αποτελεί ένδικο βοήθημα, με το οποίο προσβάλλεται η διαδικασία της κατάταξης ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η οποία αρχίζει με την αναγγελία και λήγει με τη σύνταξη του πίνακα, προς τον σκοπό ακύρωσης ή μεταρρύθμισης αυτού με την αποβολή του καθ’ ου η ανακοπή και την κατάταξη του ανακόπτοντος. Η εν λόγω ανακοπή ασκείται όπως  και η αγωγή, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με την επίδοση αντιγράφου του κατατεθέντος δικογράφου στον καθ’ ου αυτή στρέφεται, εντός της προβλεπόμενης ως άνω προθεσμίας, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΕφΠειρ 442/2002 ΠειρΝομ 2002.428, ΕφΑθ 1541 και 1561/2000 ΕλλΔνη 42.1300 και 1301 αντίστοιχα, ΕφΑθ 11081/1996 ΕλλΔνη 38.1630). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 126 παρ. 1 εδαφ. δ’, 127 παρ.1, 128 παρ. 1,129 παρ.1 και 139 παρ.1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για να επιδοθεί έγκυρα δικόγραφο σε νομικό πρόσωπο, πρέπει αυτό να παραδοθεί στο νόμιμο ή στον κατά το καταστατικό αυτού νόμιμο εκπρόσωπο, είτε στην κατοικία του τελευταίου, είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου. Στην έκθεση επίδοσης πρέπει να αναγραφεί από το δικαστικό επιμελητή το ονοματεπώνυμο του νόμιμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, εάν η επίδοση γίνεται στον ίδιο. Σε περίπτωση που αυτός δεν βρεθεί στην κατοικία ή στο γραφείο του (άρθρο 124 παρ.2 του ΚΠολΔ) και η επίδοση γίνει με παράδοση του εγγράφου σε πρόσωπο από τα αναφερόμενα στα άρθρα 128 παρ.1 ή 129 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν απαιτείται μεν η αναγραφή στην έκθεση του ονόματος του νόμιμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, πρέπει, όμως, να αναφέρεται σε αυτή το γεγονός της μη ανεύρεσης και το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του προσώπου, στο οποίο έγινε η παράδοση του εγγράφου, για να διαπιστωθεί, αν αυτό το φυσικό πρόσωπο είναι από τα αναφερόμενα στις διατάξεις αυτές ως δεκτικά παράδοσης (ΟλΑΠ 900/1985, ΑΠ 641/2017, ΑΠ 443/2015, ΑΠ 396/2006, δημοσιευεμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ η έκθεση επίδοσης, που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’αυτήν, ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της έκθεσης επίδοσης ως πλαστής. Τα περιστατικά, αντίθετα, που βεβαιώνονται σ’αυτή, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, όπως είναι και ότι εκείνος στον οποίο εγχειρίσθηκε το έγγραφο είναι υπάλληλος του παραλήπτη, που στηρίζεται σε δήλωση του παραλαβόντος, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθειά τους (ΑΠ 657/2021, ΑΠ 720/2019, ΑΠ 1024/2019, ΑΠ 641/2017, ΑΠ 443/2015, ΑΠ 322/2015, ΑΠ 1232/2012, ΑΠ 1005/2005, ΑΠ 1916/2005, ΑΠ 129/2001, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά το σύνολο των εγγράφων, που οι παρασταθέντες διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά πιο κάτω, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Mε επίσπευση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «……………», της οποίας καθολική διάδοχος κατέστη η δεύτερη καθ’ης, κατόπιν διάσπασης της πρώτης με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής της δραστηριότητας και της σύστασης του νέου πιστωτικού ιδρύματος, με αποτέλεσμα την υπεισέλευση του τελευταίου σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και σε όλες τις έννομες σχέσεις του διασπασθέντος νομικού προσώπου τις σχετιζόμενες με τον τραπεζικό κλάδο, εκπλειστηριάσθηκε αναγκαστικά στις 22.2.2017, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., συζύγου ………., ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, το κατασχεθέν, επίσης με επίσπευση της ανωτέρω τράπεζας, δυνάμει της υπ’αριθμ………../10.10.2016 κατασχετήριας έκθεσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, . ………., υπό ελληνική σημαία Τ/Ρ πλοίο με την ονομασία  «UE» (ΓΕ), Α΄Κλάσης, νηολογίου λιμένος Πειραιώς, με αριθμό …., με Διεθνές Διακριτικό Σήμα ….., ολικής χωρητικότητας 26,77 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 18,56 κόρων, καθαρού μήκους 14,34 μέτρων, μέγιστου μήκους 14,64 μέτρων και πλάτους 3,95 μέτρων, εφοδιασμένο με άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, πλοιοκτησίας της καθ’ης η εκτέλεση και πρώτης καθ’ης και κατακυρώθηκε στη  ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία “……….” ως υπερθεματίστρια, αντί του ποσού του 101.000 ευρώ, που καταβλήθηκε ολοσχερώς, συνταχθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ………./22.2.2017 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου. Η εκτελεστική διαδικασία επισπεύθηκε από την προαναφερθείσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με εκτελεστό τίτλο την υπ’αριθμ………/3.3.2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της οποίας επιδόθηκε στην πρώτη καθ’ης με επιταγή προς εκτέλεση στις 7.10.2016, σύμφωνα με τις υπ’αριθμ….. και ……/7.10.2016 εκθέσεις επίδοσης του αυτού ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης της επισπεύδουσας τράπεζας σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, συνολικού ποσού 298.190,01 ευρώ, πλέον τόκων. Λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος πλειστηριάσματος προς ικανοποίηση των απαιτήσεων της επισπεύδουσας και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών της πρώτης καθ’ης, στους οποίους περιλαμβάνεται και η ανακόπτουσα, η οποία με την από 16.2.2017 αναγγελία της, που επιδόθηκε στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο στις 17.2.2017, ανήγγειλε απαίτησή της σε βάρος της καθ’ης η εκτέλεση, συνολικού ποσού 122.200 ευρώ, από τέλη ελλιμενισμού και από αμοιβές της για παροχή υπηρεσιών και για την εκτέλεση εργασιών στο εκπλειστηριασθέν σκάφος στην επιχείρηση ναυπηγείου, που διατηρούσε, η ανωτέρω Συμβολαιογράφος συνέταξε τον υπ’αριθμ……./18.9.2017 πίνακα κατάταξης, στον οποίο κατατάχθηκαν στο υπόλοιπο ποσό του πλειστηριάσματος μετά την αφαίρεση των εξόδων των 96.476,84 ευρώ, οριστικά και προνομιακά η ΔΟ.Υ. Πλοίων Πειραιά για το ποσό των 5.671,26 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της αναγγελθείσας απαίτησής της και η επισπεύδουσα τράπεζα για το ποσό των 90.805,58 ευρώ, σε εξόφληση κατά το ισόποσο της απαίτησής της, με αποτέλεσμα, εξαντληθέντος του προς διανομή πλειστηριάσματος, ουδεμία άλλη απαίτηση να καταταγεί. Επισημαίνεται ότι στον ίδιο πίνακα, όσον αφορά την ανακόπτουσα, έγινε δεκτό από την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο ότι η αναγγελία της απαίτησής της επιδόθηκε στην ίδια (την ανωτέρω Συμβολαιογράφο) στις 17.2.2017, ήτοι εκτός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 972 παρ.1 β΄του ΚΠολΔ προθεσμίας των πέντε (5) ημερών πριν από το πλειστηριασμό. Σε βάρος του ανωτέρω πίνακα η ανακόπτουσα άσκησε την από  8.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ…………./10.11.2017) ανακοπή της του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, ζητώντας, για τους ειδικότερα αναφερόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, τη μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα, προκειμένου να καταταγεί, οριστικά και προνομιακά, η δική της απαίτηση στη θέση της απαίτησης της δεύτερης καθ’ης για το ισόποσο, με αποβολή της τελευταίας, άλλως να καταταγεί σύμμετρα με την απαίτηση της τράπεζας. Επί του παραδεκτού και συγκεκριμένα του εμπροθέσμου ή μη της άσκησης της ανωτέρω ανακοπής, εντός δηλαδή της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 979  παρ.2 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα (12) ημερών από την επίδοση προς αυτήν της πρόσκλησης δανειστών της ανωτέρω Συμβολαιογράφου της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, προκειμένου να λάβει γνώση του συνταχθέντος πίνακα κατάταξης, λεκτέα τα κάτωθι: Η υπ’αριθμ…………/18.9.2017 πρόσκληση δανειστών της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 18.9.2017, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από αμφότερους τους διαδίκους, που παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση της έφεσης, υπ’αριθμ. …./18.9.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή ………….. Σύμφωνα με την ανωτέρω έκθεση επίδοσης ο προαναφερθείς Δικαστικός Επιμελητής, κατόπιν παραγγελίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………, μετέβη στο ……. Αττικής, επί της ……….. στον αριθμό ………., όπου η ανακόπτουσα, εταιρεία εδρεύουσα στην Κύπρο, διατηρεί υποκατάστημα, για να της επιδώσει την εν λόγω πρόσκληση δανειστών “προκειμένου να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες” και επειδή δε βρήκε εκεί το νόμιμο εκπρόσωπό της, παρά μόνο τον εκεί εργαζόμενο υπάλληλό της ………., όπως του δήλωσε, παρέδωσε σ’αυτόν το έγγραφο, ο οποίος και συνεπέγραψε με το Δικαστικό Επιμελητή την έκθεση επίδοσης. Η κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 10.11.2017 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../10.11.2017) και επιδόθηκε στη δεύτερη καθ’ης,  όπως απαιτείται για να ολοκληρωθεί η άσκησή της, στις 13.11.2017, συνταχθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. …………/13.11.2017 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών Δικαστικής Επιμελήτριας ………… Συνεπώς η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε εκτός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 979 παρ.2 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ προθεσμίας των δώδεκα (12) ημερών από την επίδοση προς της ανακόπτουσα της πρόσκλησης δανειστών της ανωτέρω Συμβολαιογράφου, που ενήργησε με την ιδιότητα της επί που πλειστηριασμού υπαλλήλου, της παραγράφου 1 του ιδίου άρθρου, η οποία άρχισε την επομένη της επίδοσης, ήτοι στις 19.9.2017 (άρθρο 144 παρ.1 του ΚΠολΔ) και συμπληρώθηκε στις 5.10.2017, με την επισήμανση ότι η 3η.10.2017, ημέρα Τρίτη, δε συνυπολογίζεται στην εν λόγω προθεσμία, διότι ήταν δικαστική αργία και όχι εργάσιμη ημέρα (ημέρα εορτασμού του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου). Η ανακόπτουσα, εταιρεία εδρεύουσα στην Κύπρο, με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρίσθηκε (ισχυρισμός, που κατόπιν της απόρριψής του με την εκκαλουμένη απόφαση, επαναφέρεται από την ανωτέρω ως πρώτος λόγος της ένδικης έφεσής της), ότι η προαναφερθείσα επίδοση προς αυτήν της πρόσκλησης δανειστών της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου δεν ήταν νομότυπη, επομένως ήταν άκυρη, με αποτέλεσμα να μην έχει εκκινήσει η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 979 του ΚΠολΔ προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δανειστών και η κρινόμενη ανακοπή της να τυγχάνει εμπρόθεσμη, διότι κατά το χρόνο της επίδοσης (18.9.2017) η έδρα του υποκαταστήματός της είχε μεταφερθεί από τη ……….. αριθμ. ……. στο Δήμο ……….. Αττικής, όπου μετέβη ο Δικαστικός Επιμελητής και διενήργησε την επίδοση, σε άλλη διεύθυνση εντός των ορίων του ιδίου Δήμου και συγκρεκριμένα επί της ……….. στον αριθμ……. αυτής, κατόπιν βίαιης αποβολής της στις 13.12.2016 ως μισθώτριας από το επί της οδού …. αριθμ. ….. μίσθιο ακίνητο, στο οποίο διατηρούσε επιχείρηση ναυπηγείου και το οποίο στη συνέχεια εκμισθώθηκε από τους συγκυρίους του ακινήτου στην εταιρεία με την επωνυμία “……..” και το διακριτικό τίτλο “……….”, συμφερόντων του συζύγου μίας εκ των συγκυρίων, υπάλληλος της οποίας (ως άνω νέας μισθώτριας ε.π.ε.), με καθήκοντα φύλαξης του χώρου του ναυπηγείου, ήταν ο ………… και όχι δικός της υπάλληλος, όπως  αναληθώς δήλωσε στο Δικαστικό Επιμελητή κατά την παραλαβή του εγγράφου, αφού ουδέποτε υπήρξε μέλος του προσωπικού της και ουδεμία σχέση τον συνέδεε μαζί της, όπερ είχε ως συνέπεια να μη λάβει γνώση του εγγράφου αυτού, καθώς λόγω μεγάλης αντιδικίας, εισέτι εκκρεμούς, με τους ιδιοκτήτες του χώρου, η νέα μισθώτρια, δολίως για να την εκδικηθεί, της απέκρυψε το γεγονός. Ο προεκτεθείς ισχυρισμός της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας απορριπτέος τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμος και συγκεκριμένα ως αναπόδεικτος, διότι ναι μεν, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, τα περιστατικά, που βεβαιώνονται στην έκθεση επίδοσης, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, όπως είναι και ότι εκείνος στον οποίο εγχειρίσθηκε το έγγραφο είναι υπάλληλος του παραλήπτη, που στηρίζεται σε δήλωση του παραλαβόντος, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθειά τους, πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα, η οποία διατείνεται ότι παρά τα αναγραφόμενα στην ανωτέρω έκθεση επίδοσης, το φυσικό πρόσωπο, που παρέλαβε την πρόσκληση δανειστών, δεν ήταν δικός της υπάλληλος, αλλά υπάλληλος άλλης εταιρείας, που διατηρούσε επιχείρηση στο χώρο και συνεπώς ότι η επίδοση δε διενεργήθηκε νομότυπα, δεν ανταποκρίθηκε στο δικονομικό βάρος να ανταποδείξει τη βασιμότητα του ισχυρισμού της αυτού. Συγκεκριμένα το προβληθέν προς επίρρωσή του επιχείρημά της ότι μετά τη βίαιη αποβολή της από το μίσθιο ακίνητο, επί της …. … αριθμ…. στο …. Αττικής, όπου έδρευε το υποκατάστημά της και λειτουργούσε επιχείρηση ναυπηγείου, η οποία (αποβολή) πράγματι, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …./13.12.2016 σχετική έκθεση του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………., έλαβε χώρα στις 13.12.2016, με επίσπευση των τεσσάρων (4) συγκυρίων – συνεκμισθωτών, σε εκτέλεση της υπ’αριθμ. ……/2016 διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η έδρα του υποκαστήματός της στην ημεδαπή μεταφέρθηκε από την ανωτέρω σε νέα διεύθυνση και ειδικότερα επί της …….. αριθμ….., επίσης στο ….. Αττικής, εκδοθείσης ακολούθως της προσκομιζομένης με αριθμ.πρωτ………../15.3.2017 ανακοίνωσης της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς περί καταχώρησης στις 15.3.2017 στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) του από 4.1.2017 πρακτικού των αποφάσεων των Διευθυντών της περί μεταφοράς της έδρας του υποκαταστήματός της στην εν λόγω διεύθυνση και στο χώρο του μισθίου ακινήτου λειτουργούσε πλέον άλλη επιχείρηση ναυπηγείου από τη νέα μισθώτρια προαναφερθείσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, συμφερόντων του συζύγου μίας εκ των συγκυρίων, υπάλληλος της οποίας ήταν το αναφερόμενο στην έκθεση επίδοσης ως παραλαβόν το έγγραφο φυσικό πρόσωπο και όχι δικός της, αφού είχε μετεγκατεσταθεί σε άλλη έδρα, αναιρείται πειστικά από την αναγραφή, σύμφωνα με τη τη διάταξη του άρθρου 119 του ΚΠολΔ, στα επακολουθήσαντα της αποβολής της α) από 16.2.2017 δικόγραφο της αναγγελίας της απαίτησής της στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, β) από 8.11.2017 δικόγραφο της ανακοπής της του άρθρου 979 του ΚΠολΔ (ένδικης) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και γ) από 17.9.2018 προτάσεις της, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης επί της ανακοπής στις 18.9.2018 στο ακροατήριο του Ναυτικού Τμήματος του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η  εκκαλουμένη απόφαση, ως διεύθυνση της έδρας του εν Ελλάδι υποκαταστήματός της «… ….. αριθμ…..», στο …. Αττικής, όπου διενεργήθηκε η επίδοση της πρόσκλησης δανειστών, κατόπιν παραγγελίας της επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου στη δηλωθείσα στο αναγγελτήριο διεύθυνση, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 120 του ΚΠολΔ, όπερ εναργώς καταδεικνύει ότι κατά το χρόνο της επίδοσης (18.9.2017), αλλά και στη συνέχεια, για χρονικό διάστημα πλέον του έτους από την αποβολή της από το ακίνητο, η ανακόπτουσα εξακολουθούσε να το κατέχει και να το χρησιμοποιεί για τις ανάγκες της επιχείρησης ναυπηγείου, που διατηρούσε σ’αυτό. Επισημαίνεται προς ενίσχυση της προπαρατεθείσας κρίσης του παρόντος Δικαστηρίου ότι στις 20.12.2016, λίγες δηλαδή ημέρες μετά τη βίαιη αποβολή της από το ανωτέρω ακίνητο, η ανακόπτουσα συνήψε εγγράφως με τη δεύτερη καθ’ης τράπεζα συμφωνία φύλαξης του κατασχεθέντος και μετέπειτα εκπλειστηριασθέντος πλοίου, το οποίο κατά το χρόνο της κατάσχεσης, με την επίσπευση της τράπεζας, αλλά και κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης, βρισκόταν ελλιμενισμένο στο θαλάσσιο χώρο του ναυπηγείου, που λειτουργούσε στο ακίνητο αυτό, για χρονικό διάστημα, το οποίο δεν προσδιορίσθηκε συγκεκριμένα, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση πρόσληψης και  εγκατάστασης στο πλοίο φυλάκων επί 24ώρου βάσεως με καθήκοντα, που ειδικότερα περιγράφονται στο σχετικώς υπογραφέν από τα συμβαλλόμενα μέρη και προσκομιζόμενο από τη δεύτερη καθ’ης ιδιωτικό συμφωνητικό, καθώς και την υποχρέωση αποζημίωσης της αντισυμβαλλομένης της σε περίπτωση έγερσης σε βάρος της τελευταίας αγωγής αποζημίωσης για κάθε παραβίαση από τους φύλακες των υποχρεώσεών τους, ως δικονομική της εγγυήτρια, γεγονός που προϋποθέτει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ότι η ανακόπτουσα είχε πρόσβαση στο εν λόγω ακίνητο και τη δυνατότητα να το χρησιμοποιεί, άλλως δεν θα αναλάμβανε τέτοια υποχρέωση, η εκπλήρωση της οποίας θα ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη. Οι ανωτέρω παραδοχές δεν αναιρούνται σε βαθμό σχηματισμού αντίθετης πλήρους δικανικής πεποίθησης από το περιεχόμενο του προσκομιζομένου από την ανακόπτουσα με ημερομηνία 15.11.2017 πίνακα προσωπικού της προς την Επιθεώρηση Εργασίας, στον οποίο μάλιστα παρατηρείται ότι και πάλι έχει καταχωρισθεί ως διεύθυνση της έδρας της επιχείρησής της ναυπήγησης πλοίων και πλωτών κατασκευών «…………….» στο ………. Αττικής και στον οποίο ο δηλώσας στο Δικαστικό Επιμελητή ως υπάλληλός της κατά τη διενέργεια της επίδοσης της πρόσκλησης δανειστών στις 18.9.2017 …………. δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των αναφερομένων σ’αυτόν ως απασχολουμένων μισθωτών της, διότι η μη αναγραφή του ανωτέρω προσώπου ως μέλους του προσωπικού της εξ ορισμού δεν αποκλείει σε κάθε περίπτωση την πραγματική του απασχόληση στο χώρο του ναυπηγείου κατά τον προγενέστερο της κατάθεσης του πίνακα χρόνο της επίδοσης ως εργαζομένου της, πολλώ δε μάλλον εφόσον ληφθεί υπόψη ότι, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, επιχειρηματική δραστηριοποίηση άλλης εταιρείας στο ίδιο ακίνητο στη λειτουργία του ναυπηγείου κατά τον επίμαχο χρόνο και δη της νέας μισθώτριας, της οποίας υπάλληλος ήταν ο παραλαβών, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας, πλην της τελευταίας, η οποία, όπως προέκυψε, παρά την αποβολή της απ’αυτό ως μισθώτριας, εξακολουθούσε ακόμη να το χρησιμοποιεί τότε, αλλά και στη συνέχεια για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μέλλον, ουδόλως αποδείχθηκε. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ομοίως και απέρριψε την ανακοπή σε σχέση με τη δεύτερη καθ’ης ως απαράδεκτη και συγκεκριμένα ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, αν και με συνοπτικότερη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθά τις οικείες διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της και ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας θα πρέπει, αφενός μεν να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος απ’αυτήν παραβόλου κατά την άσκηση του ένδικου μέσου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3, στοιχ.Γ΄ του ΚΠολΔ), αφετέρου δε τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής με τις προτάσεις της σχετικού αιτήματος, θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την από 21.10.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./23.10.2020 ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ………/23.10.2020 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4703/2018 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την ανωτέρω έφεση ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου της έφεσής της στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της δεύτερης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 27.3.2023

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ