Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 177/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    177 /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………., για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία ……………… η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παύλο Σιούφα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Νικόλαο Κουντούρη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος, …….., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/27.12.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 907/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που την δέχθηκε εν μέρει ως και ουσιαστικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αμφότερα τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα – εφεσίβλητη ναυτιλιακή εταιρεία, με την από 27.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./29.10.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου …………../30.10.2020 έφεση και ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος,  με την από 30.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./2.12.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./17.12.2020 έφεση, που προσδιορίστηκαν να συζητηθούν στις 23.9.2021 και μετ’αναβολή στην αρχή της παρούσας αναφερομένη δικάσιμο.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά τους από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν αντίστοιχα.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 27.10.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ……../29.10.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/30.10.2020 και β) από 30.11.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………/2.12.2020 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ……./17.12.2020, εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός της εδρεύουσας στην ……. Αττικής νομίμως εκπροσωπουμένης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και αφετέρου του ………, που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.907/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επομ. ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 20.12.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./27.12.2018 αγωγή του δεύτερου κατά της πρώτης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρα 495, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 1 και 520 § 1  ΚΠολΔ,  καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε νομότυπη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, επιμελεία του ενάγοντος, στις 3.11.2020 στην εναγομένη, συντασσομένης της υπ’αριθμ……../3.11.2020 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Πειραιώς …………., που προσκομίζεται από τον εκκαλούντα-εφεσίβλητο, τα δε πρωτότυπα των δικογράφων των εφέσεων κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 29.10.2020 και 2.12.2020 αντίστοιχα, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν. 4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ……….., στην από 20.12.2018 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας ενός έτους, που καταρτίστηκε στον Φλοίσβο Αττικής στις 18.4.2017 και ανανεώθηκε για ακόμα ένα έτος, ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του πλοιάρχου και απασχολήθηκε από 18.4.2017 έως 19.10.2018, που λύθηκε η εργασιακή του σχέση τυπικά λόγω “κλεισίματος ναυτολογίου”, αλλά στην πραγματικότητα λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, χωρίς δικό του παράπτωμα,  στο αρχικά υπό ιταλική και ακολούθως υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – τουριστικό πλοίο με την ονομασία “Ζ”, κόρων ολικής χωρητικότητας 147,69 κόρων, νηολογίου Πειραιώς από τις 9.5.2017 και εφοδιασμένου από τις 9.6.2017 με άδεια επαγγελματικού πλοίου αναψυχής,  πλοιοκτησίας της εναγομένης από 12.4.2017, το οποίο διενεργούσε τουριστικούς πλόες στην Μεσόγειο, αντί των προβλεπομένων από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των μεσογειακών τουριστικών επιβατηγών πλοίων μηνιαίων αποδοχών για την ειδικότητα του, άλλως από την τελευταία κυρωθείσα με υπουργική απόφαση ΣΣΝΕ για τα πληρώματα της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, ακόμη και μετά τη λήξη της ορισθείσης διάρκειας ισχύος της, διότι οι καθοριζόμενες με αυτήν αποδοχές αποτελούν τον “ειθισμένο” μισθό για ναυτικούς απασχολούμενους με τις αυτές ειδικότητες σε τέτοιου είδους πλοία, πλην όμως καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του δεν έλαβε τις πλήρεις νόμιμες αποδοχές, που δικαιούνταν, ενώ του παρείχετο τροφή μόνον κατά τις 88 ημέρες, που το πλοίο ήταν ναυλωμένο, χωρίς να του καταβάλλεται το προβλεπόμενο από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ αντίτιμο τροφής κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, ούτε το επίδομα αργιών, μήτε έλαβε ολόκληρη την προβλεπόμενη αποζημίωση απόλυσης, καθώς επίσης δεν του κατέβαλε η εναγομένη τις αποδοχές ενός μηνός, που είχε συμφωνηθεί σαν προειδοποίηση για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, ενώ υπέστη προσβολή της προσωπικότητας του, εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας παράλειψης της εναγομένης να τον ασφαλίσει για το χρονικό διάστημα από 18.4.2017 έως 13.6.2017 και αν και παρακράτησε το ποσό των 1.559,45 ευρώ για τις αναλογούσες στο διάστημα αυτό ασφαλιστικές του εισφορές στο ΝΑΤ, εντούτοις δεν τις απέδωσε στο ανωτέρω ασφαλιστικό ταμείο, με συνέπεια να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ύψους 10.000 ευρώ. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενος περαιτέρω την επικουρική εφαρμογή των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, για την περίπτωση ακυρότητας των εργασιακών του συμβάσεων, ζητούσε ο ενάγων, ο οποίος παραδεκτώς με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναλήφθηκε στις πρωτόδικες προτάσεις του [άρθρα 223 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν.4335/2015), 295§1 και 297 ΚΠολΔ (όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015)], περιόρισε το αρχικώς εξ ολοκλήρου καταψηφιστικό αγωγικό του αίτημα σε εν μέρει αναγνωριστικό: α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των δέκα τριών χιλιάδων πεντακοσίων τεσσάρων ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (13.504,99 €) για διαφορά αντιτίμου τροφής,  επίδομα αργιών, διαφορά αποζημίωσης απόλυσης και την διαφορά των αποδοχών Οκτωβρίου 2018, ένεκα πρόωρης καταγγελίας της εργασιακής του σχέσης στις 19.10.2018 και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της για την καταβολή του  υπολοίπου ποσού των είκοσι επτά χιλιάδων επτακοσίων ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (27.700,19 €), που αντιστοιχεί στις διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και την χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή παραδεκτή και νόμιμη, παρεκτός του αιτήματος για αποδοχές ενός μηνός  της συμφωνηθείσης περιόδου προειδοποίησης 30 ημερών για την καταγγελία της  σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, την έκανε κατά τα λοιπά εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν, απορρίπτοντας, ως ουσιαστικά αβάσιμο, το αγωγικό κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης και αφενός υποχρέωσε την εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των δέκα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (10.365,42€), αφετέρου δε αναγνώρισε ότι υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (17.700,19€), για τις αντίστοιχες προαναφερθείσες αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω απόρριψη και παραδοχή της αντιστοίχως.

III. Με το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο και αναδημοσιεύθηκε στην Ελλάδα με τη Συντακτική Πράξη 21/1945, που κυρώθηκε με το Ν.32/1945, ο οποίος δεν τον κατάργησε ρητώς με αποτέλεσμα να εξακολουθεί, όπως συνάγεται έμμεσα, να ισχύει, ορίζεται ότι «Δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολιτικά επιδόματα…», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1 εδαφ. α΄ του ίδιου νόμου «Συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν άλλας υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν, ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Οι νομοθετικές αυτές διατάξεις αποτελούν το κανονιστικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη σύναψη των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας (ΜονΕφΠειρ 739/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), επί των οποίων δεν εφαρμόζεται ο Ν.1876/1990 «Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 27/8.3.1990), όπως προκύπτει από την όλη διατύπωση και το πνεύμα του, μολονότι ο ίδιος δεν περιέχει σχετική ρητή διάταξη, όπως συνέβαινε με τον προϊσχύσαντα Ν.3239/1955 «Περί του τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας (ΦΕΚ Α 125/18.5.1955), ο οποίος στο άρθρο 42 § 3 όριζε ρητά ότι οι διατάξεις του δεν εφαρμόζονται επί της ρυθμίσεως των όρων, των συνθηκών και της αμοιβής της εργασίας των πληρωμάτων των πλοίων της εμπορικής ναυτιλίας (ΑΠ 87/2000 Δνη 2000, 967 = ΕΕΔ 2001, 231). Επομένως, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις των §§ 4 και 5 του άρθρου 9 του Ν.1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης, που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευση του, της μετενέργειας τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της ναυτικής εργασίας ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκεια της (Α. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008/444 επομ. [447]). Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ, αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Το αντίθετο, βέβαια, θα συμβεί αν οι συμβαλλόμενοι στην ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017,  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 228/2014 ΔΕΕ 2014, 864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2002 ΔΕΕ 2003, 331 = ΕΕΔ 2003, 1166, ΑΠ 443/1999 Δνη 1999, 1559 = ΔΕΝ 2000, 151 = ΕΕΔ 2000, 567 = ΕπιθΙΚΑ 2000, 203, ΑΠ 332/1997 ΔΕΕ 1997, 1104 = ΕΕργΔ 1998, 696, ΤριμΕφΠειρ 720/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ 12/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 406 = ΕΕμπΔ 2012, 365, ΤριμΕφΘεσ 262/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γ. Λεβέντης, – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σα να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητας τους είναι η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανομένου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Στ.Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον εν προκειμένω τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 567/2004 ΕΕΔ 2005, 589, ΕφΑθ 6808/1994 ΔΕΝ 1995, 665 = ΕπιθΑσφΔ 1995, 392). Για να καταστεί όμως οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερη για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοστεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009 ΕΕΔ 2010, 1353, ΑΠ 860/2010 ΔΕΝ 2010, 1061, Δ.Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση.  Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών και το Δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, όπως και το ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος (ΜονΕφΠειρ 160/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή τις αποδείξεις πληρωμής της μισθοδοσίας του (ΜονΕφΠειρ 740/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν αυτές συντάχθηκαν σε συμμόρφωση προς τις επιταγές του Ν.4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014), αφού μεταξύ των σκοπών του τελευταίου περιλαμβάνεται και η διευκόλυνση της απόδειξης ότι ο εργαζόμενος έλαβε πράγματι τις συμφωνηθείσες αποδοχές (ΑΠ 1385/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, με την ΥΑ 2242.5-1/11/77057 του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ 3919 Β΄/7.11.2017), κυρώθηκε η ΣΣΕ Πλοιάρχων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων 2017, η οποία υπεγράφη στις 17.8.2017 από τους νόμιμους εκπροσώπους του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας και της Πανελλήνιας Ένωσης Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού Πάσης Τάξεως, έτους 2017, με έναρξη ισχύος την 1.1.2017 και λήξη στις 31.12.2017. Σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτής, η εν λόγω ΣΣΝΕ ισχύει επί των:  α. Επιβατηγών Μεσογειακών Πλοίων τα οποία εκτελούν πλόες στον Μεσογειακό χώρο, περιλαμβανομένου εις τούτον και του Ευξείνου Πόντου και μη δρομολογημένων κατά τας περί ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών διατάξεις και β. Επιβατηγών Τουριστικών Πλοίων τα οποία εκτελούν τουριστικούς πλόες εντός και εκτός του Μεσογειακού χώρου. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3 α της ανωτέρω ΣΣΝΕ, δια τις τυχόν διανυόμενες εν πλω και εν λιμένι Κυριακές καταβάλλεται στον Πλοίαρχο ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος, ανερχόμενη σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παρ. 1α της παρούσης. β. Στον Πλοίαρχο καταβάλλεται δι` έκαστον διανυόμενον εν πλω και εν λιμένι Σάββατον ένα πλήρες ημερομίσθιον ίσον προς το 1/22 του μηνιαίου μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1α της παρούσης. γ. Στον Πλοίαρχο καταβάλλεται ένα πλήρες ημερομίσθιο δι` εκάστη αργία διανυομένην εν πλώ ή εν λιμένι ίσον προς το 1/22 του μηνιαίου μισθού ενεργείας του άρθρου 2 παραγρ. 1α της παρούσης. δ. Στον Πλοίαρχο παρέχεται σαν επίδομα παραστάσεως από 1.1.2017 έως 31.12.2017 το ποσό των διακοσίων ογδόντα τεσσάρων ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (284,81). ε. Οι ημέρες αργιών εν πλώ και εν λιμένι που ορίζονται από την Γενική Συλλογική Σύμβαση εργασίας μεταξύ της ΠΝΟ και του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας ισχύουν και για τους Πλοιάρχους.

Περαιτέρω, η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται “κλειστός” και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας, είναι έγκυρη (άρθ. 361 του ΑΚ), υπό την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αμοιβές που προβλέπονται στη συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας δεν είναι μεγαλύτερες από το κλειστό μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, εάν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελαχίστων νομίμων αποδοχών, η συμφωνία δεν είναι έγκυρη κατά το μέρος αυτό και ο ναυτικός δικαιούται της διαφοράς (ΕφΠειρ 122/2018 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 84, 39, 49 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι στον πλοίαρχο, εκτός των καθηκόντων που απορρέουν από τη σύμβαση ναυτολογήσεως, είναι ανατεθειμένα από το νόμο και διαχειριστικά καθήκοντα, όπως η σύναψη δικαιοπραξιών που δεσμεύουν τον πλοιοκτήτη, η κατάρτιση των συμβάσεων ναυτολογήσεως των μελών του πληρώματος κ.α. Η εκ μέρους του νομοθέτη ανάθεση των καθηκόντων αυτών, είναι σύμφωνη προς τη θέση του πλοιάρχου, που έχει ιδιαιτέρως εμπιστευτικό χαρακτήρα όχι μόνον ως εκμισθωτή εργασίας, αλλά και ως εντολοδόχου του πλοιοκτήτου. Το χαρακτήρα της αυτόν, εξ άλλου, υποδηλώνει η διάταξη του άρθρου 38 ΚΙΝΔ, σύμφωνα με το οποίο “Ο πλοιοκτήτης δύναται κατά πάντα χρόνον να καταγγείλη τη σύμβαση ναυτολογήσεως του Πλοιάρχου, μη υποχρεούμενος να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη (παρ. 1). Ο πλοιοκτήτης καταγγέλλοντας τη σύμβαση, ελλείψει αντιθέτου συμφωνίας, δεν υποχρεούται σε αποζημίωση (παρ. 2). Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Εισηγητική Εκθεση της Συντακτικής Επιτροπής, ο νομοθέτης, για να άρει τις αμφισβητήσεις όσον αφορά το απόλυτο δικαίωμα του πλοιοκτήτη να απολύει τον πλοίαρχο, ως άνω, κατέστησε τη σχετική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 38 ΚΙΝΔ δημοσίας τάξεως με την προσθήκη, ότι αντίθετη συμφωνία, περιορίζουσα το δικαίωμα αυτό του πλοιοκτήτη, είναι άκυρη. Περαιτέρω, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 38 ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι ο πλοιοκτήτης καταγγέλλοντας, ως άνω, τη σύμβαση ναυτολογήσεως του πλοιάρχου, δεν υποχρεούται να καταβάλει σ` αυτόν αποζημίωση, εκτός εάν υπάρχει αντίθετη περί αυτού συμβατική ρύθμιση, δηλαδή συμφωνία μεταξύ πλοιοκτήτου και πλοιάρχου, ότι σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως του τελευταίου με καταγγελία του πρώτου, αυτός θα υποχρεούται σε αποζημίωση του πλοιάρχου. Τέτοια υποχρέωση αποζημιώσεως, λόγω λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως του πλοιάρχου με καταγγελία της από τον πλοιοκτήτη, υπάρχει επίσης και όταν αυτή προβλέπεται από τη σχετική ΣΣΝΕ, που καθιερώνει ειδική νομοθετική ρύθμιση, κατισχύουσα εκείνης του άρθρου 38 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 199/2003 και ΕφΠειρ 857/2006). Ενόψει αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 10 της ΣΣΝΕ Πλοιάρχων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων 2017 (ΥΑ 2242.5-1.11/77057 ΦΕΚ Β΄3919/2017), σε κάθε περίπτωση κατά την οποία ο ναυτικός δικαιούται αποζημιώσεως θα καταβάλλεται τοιαύτη και στον πλοίαρχο.

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 83, 84 παρ.1 και 8, 85, 88 παρ. 6, 89 και 90 του κωδικοποιημένου, με το π.δ.913/1978, νόμου 792/1978, όπως η παρ.7 του άρθρου 89 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 παρ. 2 του ν. 1085/1980 και η παρ. 7 προστέθηκε στο άρθρο 88 με το άρθρο 28 παρ. 3 του ίδιου νόμου (1085/1980), προκύπτει ότι οι πλοιοκτήτες έχουν υποχρέωση να καταβάλουν στο Ν.Α.Τ. την εισφορά των ναυτικών, παρακρατώντας την από τις αποδοχές τους κατά τον χρόνο καταβολής. Τα ποσά αυτά (εργοδοτικές εισφορές) δεν είναι καταβλητέα στον ασφαλισμένο ναυτικό, αλλά ανήκουν στο Ν.Α.Τ., υπέρ του οποίου και παρακρατούνται και για το λόγο αυτό, ο ναυτικός δεν έχει άμεση αξίωση κατά του εργοδότη, προκειμένου να απαιτήσει τις εισφορές αυτές. Σε περίπτωση όμως μη ασφάλισης του εργαζόμενου ναυτικού από τον εργοδότη και ως εκ τούτου, μη καταβολής στο Ν.Α.Τ. των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του α.ν. 86/1967 (άρθρ. 86 παρ. 7 π.δ. 913/1978), ο δε ναυτικός, για να απολαύσει το όφελος των εισφορών αυτών, θα πρέπει να τις καταβάλει ο ίδιος, με δικά του χρήματα, προσαυξημένες κατά 7% (άρθρ. 37 παρ. 13 του άνω κωδ. ν.792/1978, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1711/1987), ή να εργασθεί μεταγενέστερα για ίσο χρόνο. Επομένως, οι εισφορές αυτές, με την παραπάνω μορφή, αποτελούν ζημία (ΑΚ 914) για το ναυτικό, ο οποίος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση από τον υπόχρεο για την αποκατάσταση της, όπως και αποζημίωση για την αποκατάσταση κάθε άλλη αιτιωδώς συνδεόμενης με το γεγονός ζημίας, αλλά και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης (ΑΠ 675/2012 δημ. «Νόμος»).

ΙV. Από την υπ’αριθμ.197/11.2.2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, ……….., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, που λήφθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, μετά από νομότυπη κλήτευση της εναγομένης – εκκαλούσας -εφεσιβλήτου, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθμ. …………/6.2.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..) και την υπ’αριθμ………../8.2.2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα, …………, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που λήφθηκε με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης του αντιδίκου (υπ’ αριθμ…../5.2.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………..), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Φλοίσβο Αττικής στις 6.6.2017, με αναδρομική ισχύ από 18.4.2017, διάρκειας 12 μηνών, μεταξύ αφενός του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης εδρεύουσας στην ……. Αττικής ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής του ν.3182/2003 (Ν.Ε.Π.Α.), με την επωνυμία «……………..», πλοιοκτήτριας του τότε υπό σημαία Ιταλίας επιβατηγού-τουριστικού πλοίου με την ονομασία «Ζ», το οποίο ναυπηγήθηκε στην Ιταλία το έτος 2004, με υλικό κατασκευής ενισχυμένο πλαστικό, μηχανοκίνητο, διαστάσεων μήκους ολικού 29,60 μέτρων, μήκους νηολόγησης 27,46 μέτρων, πλάτους νηολόγησης 6,76 μέτρων και βάθους νηολόγησης 3,10 μέτρων, κόρων ολικής χωρητικότητας 147,68 και καθαρής χωρητικότητας 86,14 κόρων, με Διεθνές Διακριτικό Σήμα …. και με αριθμό ΙΜΟ ….., το οποίο εγγράφηκε στο Νηολόγιο του Πειραιώς με αριθμό …… στις 9.5.2017 και την ίδια μέρα καταχωρήθηκε και το σχετικό έγγραφο (Bill of Sale) πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους στην εναγομένη, οπότε αυτή κατέστη κυρία τούτου (άρθρο 6 του ΚΙΝΔ), ενώ στις 9.6.2017 έλαβε άδεια (με αριθμ.πρωτ……../9.6.2017) επαγγελματικού πλοίου αναψυχής του ν.4256/2014 και αφετέρου του ενάγοντος, …….., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του πλοιάρχου, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες από 18.4.2017, που είχε επιβιβαστεί στο πλοίο και αναλάβει τα καθήκοντα του, συμμετέχοντας ως μέλος του συγκροτημένου οργανικά πληρώματος του, στην συντήρηση, καθαρισμό και ευπρεπισμό του πλοίου, ενόψει των επικείμενων ναυλώσεων του προς εκτέλεση πλόων στον Μεσογειακό χώρο και κατόπιν της από 9.3.2018 ανανέωσης της σύμβασης εργασίας του για άλλο ένα έτος, ήτοι από τις 18.4.2018 έως τις 18.4.2019, απασχολήθηκε μέχρι τις 19.10.2018, που απολύθηκε, λόγω πρόωρης καταγγελίας της, εκ μέρους της εναγομένης πλοιοκτήτριας, ένεκα κλεισίματος του ναυτολογίου. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις συνομολογήθηκε ρητά ότι ο μηνιαίος μισθός του ενάγοντος θα ανέρχεται καθαρά στο ποσό των 3.500 ευρώ και όπως προκύπτει με σαφήνεια από τις νομίμως επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας της επίδικης περιόδου, οι αποδοχές του υπολογίζονταν καθ’όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του, σύμφωνα με την ισχύουσα, κατά την σύναψη της πρώτης εργασιακής του σύμβασης, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πλοιάρχων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων, που αναγράφεται ρητά ως εφαρμοστέα για την ειδικότητα του, περιλαμβανόταν δε βασικός μισθός ποσού 2.906,21 ευρώ, επίδομα Κυριακών ποσού 639,37 ευρώ και αποδοχές αδείας ποσού 1.289,30 ευρώ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα σ’αυτήν. Ειδικότερα, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, οι πάσης φύσεως αποδοχές του ρυθμίζονταν από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πλοιάρχων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων 2017, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.11/77057/2017 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β’ 3919/7.11.2017), εξακολούθησαν δε να ισχύουν τα οριζόμενα σ’αυτήν και μετά την λήξη ισχύος της, μέχρι την οριστική απόλυση του, εφόσον αποτέλεσαν συμβατικούς όρους, κατά τα συνομολογηθέντα μεταξύ των διαδίκων, εκ του οποίου συνάγεται σαφώς η βούληση των συμβαλλομένων να ισχύουν τα προβλεπόμενα σ’αυτήν. Τα ανωτέρω επιρρωνύονται και από την σχετική εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος, αναφορικά με την εκάστοτε ναυτολόγηση του, όπου στην ένδειξη «Μισθός» αναγράφεται «Σ.Σ.», δηλαδή Συλλογική Σύμβαση,  ήτοι ρητά διαλαμβάνεται ότι ο μισθός ρυθμίζεται από την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, ως ισχύουσα δε ΣΣΕ τα συμβαλλόμενα μέρη εννοούσαν την τελευταία ισχύσασα συλλογική σύμβαση του έτους 2017, δεδομένου ότι εκείνη του έτους 2018 άρχισε να ισχύει μετά την οριστική απόλυση του, τα καθοριζόμενα δε σ’αυτήν ποσά για μισθό ενεργείας της ειδικότητας του και τα αναλογούντα επιδόματα, περιλαμβάνονταν και στους αντίστοιχους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, που εξέδιδε η εναγόμενη κατά την διάρκεια απασχόλησης του στο επίδικο πλοίο της και όχι οι προβλεπόμενες αποδοχές στην ΣΣΕ Πληρωμάτων Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών ν.4256/2014 έτους 2018, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, που ακόμη και ακαθάριστες υπολείπονταν κατά πολύ της συμφωνηθείσας αμοιβής του ενάγοντος και, ως εκ τούτου, δεν ανταποκρίνονταν στην βούληση των συμβαλλομένων για τον προσδιορισμό του μισθού του, το δε γεγονός ότι είχε λήξει η διάρκεια ισχύος της, ως άνω, ΣΣΕ Πλοιάρχων Μεσογειακών και τουριστικών πλοίων, δεν αναιρεί την ελεύθερη συμφωνία των συμβαλλόμενων, που υπολαμβάνεται στις επίδικες συμβάσεις, να διέπει τους όρους παροχής και αμοιβής της εργασίας του ενάγοντος, μέχρι την σύναψη και κύρωση νεώτερης Σ.Σ.Ν.Ε.. Άλλωστε ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επαγγελματικών σκαφών αναψυχής του ν.4256/2014, δεν ήταν σε ισχύ κατά την πρόσληψη του ενάγοντος εντός του έτους 2017, αφού η ισχύς της τελευταίας τοιαύτης του έτους 2011, είχε ήδη λήξει προ πολλών ετών και από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν συνάγεται ότι οι όροι αυτής αποτέλεσαν αντικείμενο των επίδικων εργασιακών συμβάσεων και κατέστησαν συμβατικοί όροι εν έτει 2017, πολλώ μάλλον ότι ίσχυσαν αναδρομικά εκείνης του έτους 2018, που όχι μόνο  δεν είχε κυρωθεί αλλά δεν είχε καν συνταχθεί. Επομένως, αφού οι συμβαλλόμενοι διάδικοι, σύμφωνα με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, συμφώνησαν στις επίδικες ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας του ενάγοντος να καταστούν περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών οι όροι της ως άνω ΣΣΝΕ 2017 για τους Πλοιάρχους Μεσογειακών και τουριστικών επιβατηγών πλοίων, σημαίνει ότι οι όροι αυτοί κατέστησαν και θεωρούνταν εξαρχής περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός λόγος της δεσμευτικότητας τους είναι η σύμπτωση της ιδιωτικής βούλησης των συμβαλλομένων διαδίκων εργοδότη και εργαζομένου. Ενόψει τούτων, η εκκαλουμένη, που έκρινε ότι τις επίμαχες εργασιακές σχέσεις ρύθμιζε η, ως άνω, ΣΣΝΕ του έτους 2017, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και για το λόγο αυτό, αφού συμπληρωθούν και αντικατασταθούν οι σχετικές αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος, ο πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο η εκκαλούσα της αποδίδει σφάλμα περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά την εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση ΣΣΕ.

Μετά την παραδοχή της ουσιαστικής αβασιμότητας του πρώτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, παρέπεται η ουσιαστική αβασιμότητα των λοιπών δεύτερου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου λόγου της έφεσης της, καθόσον δια αυτών αιτιάται για τον υπολογισμό, βάσει των οριζομένων στην Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πλοιάρχων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων 2017, των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος σε 5.947,43 ευρώ [μισθός ενεργείας € 2.906,21 + επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας € 639,36 + επίδομα παραστάσεως Πλοιάρχου € 284,81 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 21,23 + επίδομα Σαββάτων € 571,99 + επίδομα αδείας από 8 ημερομίσθια το μήνα € 1.523,83 (μισθός ενεργείας € 2.906,21 + επίδομα Κυριακών € 639,36 : 22 Χ 8 = 1.289,29 ευρώ + αντίτιμο τροφής 8 ημερών εξ € 127,44 ( € 15,93 ημερησίως Χ 8 ημέρες) + € 71,50 επίδομα Σαββάτου (€ 571,99 Χ 1,5 : 96 Χ 8) + € 35,60 επίδομα παραστάσεως Πλοιάρχου (€ 284,81 Χ 1,5 : 96 Χ 8)], πλέον αντιτίμου τροφής και εντεύθεν των δεδουλευμένων αποδοχών, που δικαιούνταν κατά το χρονικό διάστημα υπηρεσίας του στο ένδικο πλοίο από 18.4.2017 έως 19.10.2018, σε 107.053,74 ευρώ και της οφειλομένης, μετ’αφαίρεση των γενόμενων καταβολών ύψους 89.353,55 ευρώ, διαφοράς εκ 17.700,19 ευρώ, του ημερήσιου αντιτίμου τροφής σε 15,93 ευρώ και για τις πέραν των 88 ημερών, που το πλοίο ήταν ναυλωμένο και του παρέχονταν σε είδος, ήτοι για τις υπόλοιπες 461 ημέρες ναυτολόγησης του, στο ποσό των 7.343,73 ευρώ, του επιδόματος αργιών σε 132,10  ευρώ (μισθός ενεργείας € 2.906,21 : 22) και για τις 20 αργίες του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησης του, σε 2.642 ευρώ και της αποζημίωσης απόλυσης σε 3.212,66 ευρώ [6.425,33 ευρώ μηνιαίος μισθός (μισθός ενεργείας € 2.906,21 + επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας € 639,36 + επίδομα παραστάσεως Πλοιάρχου € 284,81 + επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας € 21,23 + επίδομα Σαββάτων € 571,99 + επίδομα αδείας από 8 ημερομίσθια το μήνα € 1.523,83 + αντίτιμο τροφής 477,9 ευρώ) : 30 Χ 15 ημέρες] και την οφειλομένη διαφορά, μετ’αφαίρεση του καταβληθέντος για την αιτία αυτή ποσού, σε 379,69 ευρώ,  απορριπτομένων των κρινόμενων λόγων, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε ρητά μεταξύ των διαδίκων με τον υπ’αριθμ.2.6. όρο, που περιλήφθηκε στις συμβάσεις εργασίας του και είναι καθ’όλα έγκυρος, κατ’άρθρο 361 ΑΚ,  ότι η εργασιακή του σύμβαση δύναται να λυθεί προ της συμφωνηθείσης χρονικής της διάρκειας διά καταγγελίας της εναγομένης, προηγηθείσης σχετικής έγγραφης ειδοποίησης του προ 30 ημερών, υποχρεωμένος να εκτελεί τα καθήκοντα του κατά την διάρκεια της περιόδου προειδοποίησης.  Η εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία δια της νομίμου εκπροσώπου της έκανε χρήση του σχετικού δικαιώματος πρόωρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος με την από 1.10.2018 έγγραφη δήλωση της, που του απεστάλη ηλεκτρονικά και παραλήφθηκε απ’αυτόν και ακολούθως, στις 19.10.2018 τον απέλυσε, λόγω κλεισίματος του ναυτολογίου, όπως ανεγράφη στο ναυτικό του φυλλάδιο, δικαιούμενος αφενός την προβλεπομένη αποζημίωση απόλυσης, εφόσον η καταγγελία της σύμβασης δεν οφειλόταν σε πταίσμα του, αλλά στο κλείσιμο του ναυτολογίου, ήτοι δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 75 παρ.2 του ΚΙΝΔ, κατά την οποία ο ναυτικός δεν δικαιούται της, κατ’άρθρο 72 του ΚΙΝΔ, αποζημίωσης, εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε από πταίσμα αυτού και αφετέρου, όφειλε η εναγομένη να του καταβάλει επιπλέον, ως αποζημίωση, κατά τα συμφωνηθέντα, έναν πλήρη μηνιαίο μισθό, μετά του αντιτίμου τροφής, εφόσον η εναγομένη προέβη σε καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης σε χρόνο προγενέστερο της συμφωνηθείσης χρονικής διάρκειας ισχύος της, χωρίς όμως να τηρήσει την τριακοντανθήμερη προθεσμία προειδοποίησης του και να του καταβάλει τις αντίστοιχες στο διάστημα αυτό αποδοχές, όπως υποχρεούτο με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία, που περιλαμβανόταν στον ως άνω όρο της ατομικής σύμβασης εργασίας του, όπως άλλωστε αναγνώρισε και η ίδια ότι οφείλει να πράξει στις από 1.1.2018 και από 10.10.2018 ηλεκτρονικές  επιστολές της νομίμου εκπροσώπου της, που απεστάλησαν στον ενάγοντα. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 3.139,57 ευρώ μετ’αφαίρεση του ποσού των 3.285,76 ευρώ, το οποίο, όπως συνομολογεί, του καταβλήθηκε από την εναγόμενη για τις 19 ημέρες εργασίας του κατά το μήνα Οκτώβριο 2018 (6.425,33 ευρώ οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές μετά του αντιτίμου τροφής – 3.285,76 ευρώ), το οποίο και θα πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει, κατά παραδοχή, ως ουσιαστικά βασίμου, του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης του, με τον οποίο πλήττεται η απορριπτική κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί της βασιμότητας του, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων.

Περαιτέρω, από τα ίδια, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η εναγομένη για το χρονικό διάστημα από 18.4.2017 έως 13.6.2017, κατά το οποίο ο ενάγων παρείχε ναυτική εργασία στο πλοίο της, όπου εκτελούντο μεν εργασίες συντήρησης, καθαρισμού και ευπρεπισμού, έχοντας όμως προσληφθεί από τις 18.4.2017 για να συμμετάσχει στους πλόες του ως μέλος του οργανικά συγκροτημένου πληρώματος του, κατά τα προεκτεθέντα, δεν απέδωσε παρανόμως και υπαιτίως στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.), ως υποχρεούτο, τις αναλογούσες στο διάστημα αυτό, πλην όμως παρακρατηθείσες από τις αποδοχές του, ασφαλιστικές του εισφορές, συνολικού ποσού 1.559,45 ευρώ, με αποτέλεσμα για το ανωτέρω χρονικό διάστημα να εργάζεται ανασφάλιστος και να μην απολαμβάνει την αντίστοιχη υπηρεσιακή κατάσταση και την προσιδιάζουσα στην παροχή της εργασίας του, τις ευθύνες και τα καθήκοντα του, ασφαλιστική κάλυψη, με συνέπεια να θίγεται η επαγγελματική του αξία και υπόληψη, καθώς και η προσφορά της εργασίας του, τόσο στο επαγγελματικό, όσο και στο κοινωνικό και προσωπικό του περιβάλλον, ούτως ώστε να στοιχειοθετείται αδικοπραξία από την παράνομη και υπαίτια παράλειψη των αρμοδίων και αντιπροσωπευτικών οργάνων της εργοδότριας εναγομένης να τον ασφαλίσουν και να τον μεταχειρίζονται υπηρεσιακά, όπως αρμόζει στην εργασία που παρέχει. Συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των οργάνων της εναγομένης και της καταχρηστικής αυτής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος τους, ο ενάγων προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια στην προσωπικότητα του και υπέστη ηθική βλάβη, επομένως, δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της, η οποία, ενόψει των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, του είδους και της διάρκειας της προσβολής, του βαθμού πταίσματος των οργάνων της εναγομένης, της οικονομικής κατάστασης των διαδίκων και της κοινωνικής κατάστασης του ενάγοντος, ανέρχεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο ποσό των 2.000 ευρώ.

Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων δεν υπέστη προσβολή της προσωπικότητας του από την παράνομη και υπαίτια εκτιθέμενη συμπεριφορά της εναγομένης και εντεύθεν ηθική βλάβη, απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος, που αποδίδει στην εκκαλουμένη τις εν λόγω πλημμέλειες, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός, ως ουσιαστικά βάσιμος.

V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν, η έφεση του ενάγοντος, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και αφενός να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα, για διαφορά αντιτίμου τροφής, επίδομα αργιών, διαφορά αποζημίωσης απόλυσης και την διαφορά αποδοχών Οκτωβρίου 2018, το ποσό των 504,99 ευρώ και αφετέρου να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της να του καταβάλλει επιπλέον το ποσό των 19.700,19 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του στις 19.10.2018, τα δε δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αναφορικά με την απορριφθείσα έφεση, πρέπει να επιβληθούν στην εκκαλούσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος του, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και όσον αφορά την έφεση που έγινε δεκτή, τα δικαστικά έξοδα για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσιβλήτου, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται αυτές τυπικά.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 27.10.2020 έφεση της εναγομένης.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν την από 30.11.2020 έφεση του ενάγοντος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.907/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 20.12.2018 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων πεντακοσίων τεσσάρων ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (13.504,99) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση της εναγομένης-εφεσίβλητης να καταβάλλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα, το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων επτακοσίων και δεκαεννέα λεπτών (19.700,19) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσης του.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων ευρώ (1.600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 27 Μαρτίου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ