Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 140/2023

Αριθμός  140/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη (κωλυομένων των Προέδρων Εφετών και των αρχαιοτέρων της Εφετών), Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια  και από τη Γραμματέα  Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:    ……………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μυρτώ-Μαρία Κωτούλα.

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:    ΝΠΔΔ, Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ», το οποίο εδρεύει στη Σαλαμίνα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα από τον κ. Δήμαρχο αυτού, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Παπανικολάου.

Ο καλών-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  7.6.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3396/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη καλών-εκκαλών με την από 11.6.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο  ……../2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο  ………./2018) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 4η.4.2019, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 158/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που  δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Ήδη με την κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από  27.1.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ   …………/2021) κλήση  του καλούντος-εκκαλούντος η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον αυτού στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται με την από 27.1.2021 (με αριθμό καταθ. ………./2021) κλήση του ενάγοντος η από 07.06.2016 (με αριθμό κατάθ. ………./2016) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά μετά την έκδοση της υπ΄ αριθμόν 158/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά με την οποία εξαφανίστηκε η οριστική  υπ΄ αριθμόν 3396/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά λόγω καθ΄υλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η εκδίκαση αυτής σε πρώτο και δεύτερο βαθμό ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Kατά τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1), ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται ο ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2), και ότι σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια (παρ. 3). Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις προκύπτει ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την υπαγωγή των ιδιωτικών διαφορών στα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια, αποκλείει δε από τον κοινό νομοθέτη την εξουσία να χαρακτηρίζει ως διοικητικές διαφορές όσες από τη φύση τους είναι ιδιωτικές και ως ιδιωτικές διαφορές όσες από τη φύση τους είναι διοικητικές. Επιτρέπει όμως σε αυτόν, σε αντίθεση με το προηγούμενο συνταγματικό καθεστώς, σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις προς εξασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής της ίδιας νομοθεσίας, την ανάθεση της εκδικάσεως ορισμένων κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή αντιστρόφως (βλ. Α.Ε.Δ. 18/2009). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτή ίσχυε πριν τη συνταγματική αναθεώρηση, και επέβαλε την εντός πενταετούς προθεσμίας, δυναμένης να παραταθεί με νόμο, υποβολή της εκδικάσεως στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εκείνων εκ των διοικητικών διαφορών ουσίας που δεν είχαν ακόμη υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά, υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, μεταξύ δε των ενδεικτικά προβλεπομένων στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 περιπτώσεων περιελήφθησαν και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδάφιο ι΄), δηλαδή οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αξίωση. Η σύμβαση δε είναι διοικητική εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με την σύναψη της συμβάσεως επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στη σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (βλ. Α.Ε.Δ. 18, 21/2009, 6, 12, 14/2007, 10/2003, 3/1999, 21/1997, 10/1992). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος, διοικητικές διαφορές ουσίας είναι και οι διαφορές από αδικαιολόγητο πλουτισμό του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όταν η υποκείμενη σχέση που προκάλεσε τον πλουτισμό αυτό είναι σχέση δημοσίου δικαίου. Αντίθετα με τα ανωτέρω, συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν σωρευτικά τα ως άνω τρία γνωρίσματα είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, είτε ερείδονται στην ίδια τη σύμβαση είτε σε αδικαιολογητο πλουτισμό του Δημοσίου, του ΟΤΑ ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δοθέντος ότι στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου, συνδέουσα το Δημόσιο, τον ΟΤΑ ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με κάποιο πρόσωπο, αλλά σχέση ιδιωτικού δικαίου . Ο χαρακτήρας δηλαδή της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικής είναι κρίσιμος για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας, δοθέντος ότι στην πρώτη περίπτωση για όλες τις διαφορές που αναφύονται επ΄αφορμή και στα πλαίσια της διοικητικής σύμβασης ανερξαρτήτως της νομικής τους θεμελίωσης δημιουργείται δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, της ιδιωτικής δηλαδή σύμβασης, δημιουργείται για τις ίδιες διαφορές, επισης ανεξαρτήτως της νομικής τους θεμελίωσης, ακόμα, δηλαδή, και αν αυτές θεμελιώνονται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 3/2012, 28/2011, 18/2009 τνπ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν.δ/τος 496/1974 «περί Κώδικος Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.» ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [ήδη 2.500,00 ευρώ με την υπ` αριθμ. 2/42053/0094 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ Β` 1033/7-8-2002)] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διάρκειας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 80 του Ν. 2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», που εφαρμόζονται αναλόγως και στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), εφόσον οι ως προς αυτούς προστατευτικές διατάξεις δεν είναι ευνοϊκότερες (άρθρα 3 του ν.δ. 31/1968, 304 του π.δ. 410/1995 και 276 του Ν. 3463/2006) (ΑΠ 1442/2014 αδημ.), συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι` αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (Ολ. ΑΠ 862/1984 αδημ., ΑΠ 1382/2017 αδημ.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 904 παρ. 1 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Κατά δε το άρθρο 908 εδ. α` του ίδιου Κώδικα ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι, σε περίπτωση που εκτελείται και παραδίδεται έργο ή παρέχονται υπηρεσίες ή εργασίες με άκυρη σύμβαση, «ο αντισυμβαλλόμενος» του παρέχοντος, που δέχεται το έργο ή τις υπηρεσίες στο πλαίσιο της άκυρης σύμβασης, η οποία συνιστά τη βασική προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας, υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια την οποία απέκτησε χωρίς νόμιμη αιτία και που συνίστατας σε περίπτωση αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης της παροχής που έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, στη χρηματική αποτίμηση του παρασχεθέντος έργου ή της παρασχεθείσας εργασίας ή υπηρεσίας και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν, αν την εκτέλεση του ίδιου έργου ή της εργασίας ανέθετε, με έγκυρη σύμβαση, σε άλλο πρόσωπο, το οποίο θα διέθετε τα ίδια επαγγελματικά προσόντα και ικανότητες (ΑΠ 1442/2014 αδημ., ΑΠ 1462/2012 αδημ). Ο παραπάνω γενικός κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, έχει εφαρμογή και για το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ., αφού γι αυτά δεν καθιερώνεται εξαίρεση με τη διάταξη αυτή ή με άλλη (ΑΠ 3/2020 αδημ., ΑΠ 1358/2015 αδημ., ΑΠ 543/2015 αδημ.).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 07.06.2016 (με αριθμό κατάθ. …………../2016) αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι το καλοκαίρι του έτους 2012 συνήψε προφορικά με τον εναγόμενο Δήμο δια του προϊσταμένου της τεχνικής υπηρεσίας αυτού, σύμβαση έργου με την οποία ανέλαβε την επισκευή και ανακατασκευή τριών υδάτινων σχημάτων – συντριβανιών εντός της περιφερείας αυτού και σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής προμηθεύτηκε τα αναφερόμενα στην αγωγή εξαρτήματα και προέβη στις αναφερόμενες στην αγωγή εργασίες, ενώ παρέδωσε το έργο τέλη Ιουλίου 2012. Η αμοιβή του για το έργο που εκτέλεσε συμφωνήθηκε στο ποσό των 25.854,60 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α ήτοι για την αξία των εργασιών το ποσό των 15.149,00 ευρώ (2.590,00 + 3.029,00 + 9.530,00)  πλέον ΦΠΑ 23% ποσού 3.484,27 ευρώ ήτοι συνολικά το ποσό των 18.633,27,00 ευρώ (15.149,00 + 3.484,27) και η αξία των εξαρτημάτων που απαιτούνταν για το έργο αυτό ανήλθε στο ποσό των 5.871,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23% ποσού 1.350,33 ευρώ . Ωστόσο, αν και ο ενάγων παρέδωσε προσηκόντως το έργο και ο εναγόμενος Δήμος το παρέλαβε ανεπιφύλακτα ουδέποτε κατέβαλε τα οφειλόμενα . Με αυτό το ιστορικό ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος Δήμος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 25.854,60 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής βάσει των διατάξεων περί συμβάσεως έργου, άλλως σε περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση λόγω έλλειψης συστατικού τύπου βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού καθώς επίσης και να καταδικασθεί ο εναγόμενος Δήμος στα δικαστικά έξοδα αυτού.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή αυτή παραδεκτά φέρεται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων καθόσον εκ των εκτεθέντων στην αγωγή, ενόψει του προφορικού χαρακτήρα της σύμβασης που ιστορείται ότι σύναψαν τα μέρη η σχέση που συνδέει τον ενάγοντα με τον εναγόμενο αποτελεί σχέση ιδιωτικού δικαίου διότι η ένδικη σύμβαση συνήφθη προφορικά με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί προδήλως να αναζητήσει στην ίδια τη συμφωνία ρήτρες αποκλίνουσες από το κοινό δίκαιο,  ούτε να διαγνωστεί το κανονιστικό καθεστώς που την διέπει, ώστε να διερευνηθεί  αν η ένδικη σύμβαση διέπεται από εξαιρετικό υπερ του εναγόμενου  νομοθετικό ή συμβατικό καθεστώς και συνεπώς ουδόλως προκύπτει ότι ο εναγόμενος Δήμος ευρίσκεται, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου ενάγοντος, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό, προϋπόθεση αναγκαία για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως διοικητικής κατά τα αναφερόμενα στην προαναφερόμενη μείζονα σκέψη, απορριπτομένης σχετικής ενστάσεως του εναγόμενου Δήμου ως αβάσιμης κατ΄ουσίαν. Εξάλλου, ούτε ως προς την βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού η υπόθεση υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων καθόσον στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται σχέση δημοσίου δικαίου συνδέουσα τον εναγόμενο Δήμο με τον ενάγοντα, η οποία απαιτείται για την υπαγωγή της διαφοράς στα διοικητικά δικαστήρια σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης απορριπτομένης σχετικής ένστασης του εναγόμενου Δήμου ως αβάσιμης κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω, η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου που έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα (άρθρα 77 παρ 1 και 2 του 3669/2008 , 64 παρ 4 του ΕισΝΚΠολΔ όπως ίσχυε προ της καταργήσεώς του με το άρθρο 26 του ν. 4491/2017, 20 έως 28 του ν 4491/2017) και κατά την τακτική διαδικασία. Ως προς την κύρια βάση που θεμελιώνεται στις διατάξεις της σύμβασης έργου (άρθρο 681 επ. ΑΚ ) η αγωγή είναι μη νόμιμη και εντεύθεν απορριπτέα προεχόντως για το λόγο ότι η επίδικη σύμβαση συνήφθη προφορικά και δεν υπεβληθη στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου μολονότι το αντικείμενο αυτής υπερέβαινε το ποσό των 2.500,00 ευρώ με συνέπεια να καθίσταται άκυρη η συναφθείσα σύμβαση και να θεωρείται ως μη γενόμενη σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Ως προς την επικουρική βάση, όμως, που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη (άρθρα 904,346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ), απορριπτομένου αντίθετου ισχυρισμού του εναγόμενου Δήμου ως αβάσιμου και επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν δοθέντος ότι καταβλήθηκε και το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπερ τρίτων προσαυξήσεις .

Με τις έγγραφες προτάσεις του ο εναγόμενος Δήμος ζήτησε την αναβολή της συζητήσεως της υπόθεσης κατ΄άρθρο 17 του ν 2145/1993 προκειμένου να προσκομισθεί από τον ενάγοντα Πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του αγωγικού αιτήματος και σε περίπτωση μη έκδοσης σχετικής Πράξεως, βεβαίωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου περί μη υποβολής σχετικού αιτήματος ή περί μελλοντικής έκδοσης σχετικής Πράξεως. Το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο καθόσον το άρθρο 17 του ν 2145/1993 έχει ήδη καταργηθεί με το άρθρο 49 παρ 1 του ν 4786/23-3-2021. Επιπρόσθετα, με τις έγγραφες προτάσεις του ο εναγόμενος Δήμος προέβαλε την ένσταση απαραδέκτου των προσκομισθέντων ενόρκων βεβαιώσεων για το λόγο ότι δεν προηγήθηκαν δύο εργάσιμες ημέρες από της γνωστοποίησης των μαρτύρων σ΄ αυτόν μέχρις της λήψεως αυτών καθώς μεσολάβησε η ημέρα της 3 ης Οκτωβρίου 2016, μνήμης του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η οποία είναι αργία και εξαιρετέα. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα, κατά την πλειοψηφούσα άποψη καθόσον η ημέρα της 3 ης Οκτωβρίου 2016, μνήμης του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, που μεσολαβεί, θεωρείται εργάσιμη ημέρα αφού αποτελεί αργία μόνο για τις δικαστικές υπηρεσίες και τα δικαστήρια (άρθρα 25 του ν 1941/1991) και όχι για τις λοιπές υπηρεσίες και επομένως ο εναγόμενος Δήμος  είχε τον αναγκαίο κατά νόμο χρόνο για να μπορέσει να παρασταθεί κατά την εξέταση των μαρτύρων  και  να αμυνθεί κατά όσων θα βεβαίωναν ενόρκως οι προταθέντες μάρτυρες. Κατά την μειοψηφούσα, ωστόσο, άποψη της Εισηγήτριας η ημέρα της μνήμης του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η οποία ορίστηκε ως ημέρα της Δικαιοσύνης και καθορίστηκε ως ημέρα υποχρεωτικής αργίας για τις δικαστικές υπηρεσίες και τα δικαστήρια ολόκληρης της χώρας (άρθρο 25 του ν 1941/1991) δεν δύναται να εκτιμηθεί ως εργάσιμη ημέρα καθόσον στερούμενος ο διάδικος της δυνατότητας πρόσβασης στις δικαστικές υπηρεσίες και στο δικαστήριο στερείται της δυνατότητας άμυνας αφού παρεμποδίζεται στην  στοιχειοθέτηση  ενστάσεων και αιτήσεων εξαιρέσεως κατ΄ εκείνων που πρόκειται να δώσουν την βεβαίωση (άρθρο 423 παρ 2 ΚΠολΔ). Ως εκ τούτου , δεν τηρήθηκε, κατά την άποψη της εισηγήτριας, η προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 422 ΚΠολΔ προθεσμία των δύο εργασίμων ημερών από της επιδόσεως της γνωστοποιήσης των μαρτύρων μέχρις της λήψεως των ενόρκων βεβαιώσεων και ως εκ τούτου οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις δεν δύναται να ληφθούν υπόψη ούτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 424 ΚΠολΔ).

Από την εκτίμηση των υπ΄ αριθμούς  …/2016 και …./2016 ενόρκων βεβαιώσεων που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, επιμελεία του ενάγοντος αφού κλητεύθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως ο αντίδικος αυτού δύο εργάσιμες  ημέρες πριν από τη λήψη τους (βλ. υπ΄ αριθμόν ………../30-9-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ……….), και από όλα τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων,  χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης και τέλος από τις ομολογίες των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους (αρθ. 261 ΚΠολΔ) και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (αρθ. 336 παρ, 4 ΚΠολΔ, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο ενάγων ο οποίος διατηρεί επιχείρηση κατασκευής και επισκευής συντριβανιών στον ……………  στις αρχές του θέρους του έτους 2012 απευθύνθηκε στο Δήμο Σαλαμίνας, κατόπιν υπόδειξης  του τότε Δ/ντη Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Σαλαμίνας, …………, προκειμένου να καταθέσει έγγραφη προσφορά εργασιών για την  επισκευή των συντριβανιών που υπάγονταν στην διοικητική περιφέρεια του Δήμου αυτού. Προς τούτο μετέβη στην Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσίων του Δήμου προκειμένου να πληροφορηθεί τις τοποθεσίες των υδάτινων σχημάτων – συντριβανιών, (όπως συνομολο-γείται από τον εναγόμενο Δήμο), όπου ενημερώθηκε ότι υπήρχε συντριβάνι στην πλατεία «flamingo», στην πλατεία των «ΤΑΧΙ», καθώς και στην τοποθεσία «Αμπελάκια». Στη συνέχεια, επισκέφθηκε τις ανωτέρω περιοχές και κατέγραψε τις εργασίες που απαιτούνταν να γίνουν και τα εξαρτήματα που έπρεπε ν΄ αντικατασταθούν και στις 8-8-2012 συνέταξε τετρασέλιδο έγγραφο το οποίο απέστειλε στον εναγόμενο Δήμο δηλώνοντας την από μέρους του οικονομική προσφορά για κάθε υδάτινο σχήμα – συντριβάνι. Ειδικότερα, για την επισκευή ή ανακατασκευή του υδάτινου σχήματος στην πλατεία «flamingo» ανέφερε τις εργασίες που απαιτούνταν (αντικατάσταση αντλίας, αντικατάσταση λαμπτήρων, καθαρισμός σιντριβανιού) και στη συνέχεια ανέπτυξε την οικονομική  προσφορά του για την προμήθεια των απαιτούμενων υλικών, ποσού 2.590 ευρώ πλέον ΦΠΑ, για την επισκευή ή ανακατασκευή του υδάτινου σχήματος στην πλατεία των «ΤΑΧΙ» ανέφερε τις εργασίες που απαιτούνταν (πλήρη ανακατασκευή του υδάτινου σχήματος του σιντριβανιού) και στη συνέχεια ανέπτυξε την οικονομική  προσφορά του για την προμήθεια των απαιτούμενων υλικών, ποσού 3.029,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ και τέλος για την επισκευή ή ανακατασκευή του υδάτινου σχήματος στην τοποθεσία «Αμπελάκια» ανέφερε τις εργασίες που απαιτούνταν (αντικατάσταση αντλίας, αντικατάσταση λαμπτήρων, καθαρισμός σιντριβανιού) και στη συνέχεια ανέπτυξε την οικονομική  προσφορά του για την προμήθεια των απαιτούμενων υλικών, ποσού 9.530,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην τελευταία σελίδα του εγγράφου αυτού αναφέρεται ότι για οποιαδήποτε διευκρίνιση ο ενάγων θα παρέμενε στη διάθεση των ληπτών του εγγράφου, ενώ στο τέλος της σελίδας αναγράφεται ότι «ακολουθεί τεχνική περιγραφή των αντλιών, των προβολέων και των υδροδιανομέων» και επισυνάπτεται κατάλογος εξαρτημάτων. Εκ των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προέβη πράγματι στην επισκευή – ανακατασκευή των ανωτέρω υδάτινων σχημάτων – συντριβανιών και περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του περί του ότι το με ημερομηνία 8-8-2012 έγγραφο οικονομικής προσφοράς αποδεικνύει την από μέρους του εκτέλεση του έργου. Τούτο πρωτίστως διότι ενώ ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ολοκλήρωσε τις απαιτούμενες εργασίες και παρέδωσε το έργο τα τέλη Ιουλίου 2012,  χωρίς η παραλαβή αυτού να προκύπτει από κάποιο έγγραφο, υπέβαλε την από 8-8-2012 οικονομική προσφορά για την ανάληψη του έργου στις αρχές Αυγούστου του έτους 2012, δηλαδή αρκετές ημέρες μετά την, κατά τους ισχυρισμούς του, εκτέλεση και παράδοση του έργου. Στο έγγραφο αυτό αναφέρονται όπως προαναφέρθηκε οι εργασίες που απαιτούνται για κάθε συντριβάνι και στη συνέχεια αναπτύσσεται η οικονομική προσφορά για την προμήθεια των απαιτούμενων υλικών και χρησιμοποιείται το ρήμα <<προσφέρουμε>>. Εξάλλου, μόνο σε έγγραφα οικονομικών προσφορών περιλαμβάνονται οι φράσεις: α) «για οποιαδήποτε διευκρίνιση παραμένουμε στη διάθεση σας» και β) «ακολουθεί τεχνική περιγραφή των αντλιών, των προβολέων και των υδροδιανομέων» που έχουν τεθεί στο τέλος του εγγράφου αυτού, όπως προαναφέρθηκε, αφού δεν νοείται τεχνική περιγραφή των εξαρτημάτων που τοποθετήθηκαν μετά την τοποθέτηση αυτών.  Συνεπώς, δεν κρίνεται πειστικός   ο ισχυρισμός του ενάγοντος  ότι ο χαρακτηρισμός του ανωτέρω εγγράφου ως οικονομική προσφορά  τέθηκε εκ παραδρομής και ότι πράγματι το έγγραφο αυτό αποτελεί σημείωμα εκτέλεσης των εργασιών. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εξέδωσε νόμιμα φορολογικά στοιχεία για το έργο αυτό (τιμολόγια  πώλησης – δελτία αποστολής) τα οποία υπέβαλε στις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες του Δήμου, ούτε προσκομίζει μετ΄ επικλήσεως  τα τιμολόγια αγοράς των εξαρτημάτων που κατά τους ισχυρισμούς του τοποθέτησε στο υπ΄ αυτού εκτελεσθέν έργο. Επιπρόσθετα, δεν δικαιολογείται σε σημείωμα εκτέλεσης των εργασιών με σκοπό την λήψη της αμοιβής να μην υπολογίζεται ο φόρος προστιθέμενης αξίας από τον εργολάβο αλλά ν΄ αφήνεται ο υπολογισμός στον εργοδότη, εφόσον το σημείωμα αυτό αποτελεί και όχληση για καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής. Εξάλλου, αν και ο ενάγων ισχυρίζεται ότι πέραν των ποσών που αναφέρονται στο ανωτέρω έγγραφο κατέβαλε και το ποσό των 5.871,00 ευρώ πλεόν ΦΠΑ 1.350,00 ευρώ και συνολικά 7.221,00 ευρώ για την αγορά των εξαρτημάτων των συντριβανιών δεν προσκομίζει ούτε ένα τιμολόγιο αγοράς των εξαρτημάτων αυτών, μολονότι τα τιμολόγια αυτά είναι αναγκαία , εφόσον ο ενάγων αναζητά από τον εναγόμενο Δήμο την αξία των εξαρτημάτων και τον φόρο προστιθέμενης αξίας που κατέβαλε για την αγορά τους. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι από το χρόνο εκτέλεσης του έργου το έτος 2012 μέχρι το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής το έτος 2016 ο ενάγων απηύθυνε οποιαδήποτε έγγραφη όχληση προς το Δήμο για την καταβολή των οφειλομένων. Τέλος, η ένορκη βεβαίωση του τότε Αντιδημάρχου, …………., σχετικά με το ότι ο εναγόμενος Δήμος ανέθεσε στον ενάγοντα αρχές Καλοκαιριού 2012 τις απαιτούμενες εργασίες για την επισκευή – ανακατασκευή των υδάτινων σχημάτων (συντριβανιών) εντός της περιφερείας του τις οποίες ολοκλήρωσε ο ενάγων τέλη Ιουλίου 2012, αντικρούεται από την προαναφερόμενη οικονομική προσφορά του ενάγοντος που έλαβε χώρα την 8-8-2012. Επιπρόσθετα, η ένορκη βεβαίωση του αδελφού του ενάγοντος, …………. σχετικά με το ότι ο ενάγων τέλη Ιουλίου 2012 είχε εκτελέσει τις εργασίες που απαιτούνταν για την επισκευή – ανακατασκευή των υδάτινων σχημάτων (συντριβανιών) της περιφέρειας του εναγόμενου Δήμου οπότε και παρέδωσε το έργο στον εναγόμενο Δήμο παρουσία του ιδίου (μάρτυρα), δεν κρίνεται πειστική. Ειδικότερα, ως προς το πρώτο σκέλος αυτού για τον ίδιο λόγο που δεν κρίνεται πειστική και η προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση του Αντιδημάρχου και ως προς το δεύτερο σκέλος για το λόγο ότι ο ανωτέρω μάρτυρας δεν αναφέρει ούτε με ποιο τρόπο έγινε η παράδοση του έργου, ούτε σε ποιο χώρο, ούτε σε ποιο πρόσωπο έγινε η παράδοση, ούτε πως αντέδρασε το πρόσωπο που παρέλαβε το έργο, περιστατικά τα οποία θα γνώριζε εφόσον ισχυρίζεται ότι η παράδοση του έργου στον εναγόμενο Δήμο έγινε παρουσία του, κρινομένης της κατάθεσής του «….. Μάλιστα όταν παραδόθηκε το έργο των συντριβανιών στο Δήμο, τέλη Ιουλίου 2012, ήμουν και εγώ εκεί….» μη πειστικής. Κατόπιν αυτών δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προέβη σε επισκευή – ανακατασκευή των υδάτινων σχηματων (συντριβανιών) της περιφερείας του εναγόμενου Δήμου και επομένως ότι ο τελευταίος κατέστη πλουσιότερος κατά το ποσό που θα δαπανούσε αν ανέθετε το έργο αυτό σε έτερο πρόσωπο με τα προσόντα και τις γνώσεις του ενάγοντος βάσει έγκυρης σύμβασης έργου. Συνακόλουθα, η αγωγή πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας αυτού (αρθρο 183, 176,191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, λαμβανομένων υπόψη των απαλλαγών που ισχύουν υπέρ του εναγόμενου Δήμου (άρθρο 276 του ν. 3463/2006 και άρθρο 28 παρ 4 του ν 2579/1998).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα (550) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 10η  Φεβρουαρίου 2023.

Η   ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στις   6 Μαρτίου 2023 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με άλλη σύνθεση λόγω μεταθεσης και αναχωρησης του Εφέτη, Ελευθερίου Γεωργίλη, αποτελούμενη από τους Δικαστές Σταυρούλα Λιακέα, Προεδρεύουσα Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτες και με την ίδια Γραμματέα,  με απόντες δε τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

Η   ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΕΦΕΤΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ