Αριθμός 175/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΔΥΟ ΠΡΩΤΩΝ ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………, 2) …………., οι οποίοι αμφότεροι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Δικηγόρο Ελπίδα Καρούμπαλη.
ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και στην προκειμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Χρυσάνθη Τέλιου.
ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΤΡΙΤΟΥ ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: …………… ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ασκήθηκαν α) η από 30.11.2006 (αρ. καταθ. …/2006 Εξαιρ. ….) αγωγή της ………….., κατά του ……….., ήδη καθ΄ ου η κλήση – τρίτου των εφεσιβλήτων, β) η από 12.3.2008 (αρ. καταθ. ………/2008) προσεπίκληση των εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιώσασας την 9-8-2007 αρχικής ενάγουσας, ήτοι των ……….., συζύγου της και ……… και ………, τέκνων της, ήδη καλούντων – δύο πρώτων των εφεσιβλήτων και γ) η από 7.1.2009 (αρ. καταθ. ………../2009) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, ήδη καθ΄ ου η κλήση – εκκαλούντος, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 537/2011 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και δέχθηκε την αγωγή και την προσεπίκληση.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνον, ήδη καθ΄ου η κλήση – Ελληνικό Δημόσιο με την από 17.4.2012 (αρ. καταθ. ………../2012) έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ΄ αριθμ. 337/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της ως άνω εφέσεως και ακολούθως η υπ΄ αριθμ. 591/2020 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που, επίσης, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της ως άνω εφέσεως.
Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 13.4.2021 (αρ. καταθ. ………./2021) κλήση των καλούντων – δυο πρώτων των εφεσιβλήτων, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια Δικηγόρος των καλούντων – δυο πρώτων των εφεσιβλήτων και η Δικαστική Πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. του καθ΄ ου η κλήση-εκκαλούντος, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ΄ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.». Στην προκειμένη περίπτωση από την υπ΄ αρ. …………./2-7-2021 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….., σε συνδυασμό με τις δημοσιεύσεις περίληψης του δικογράφου της ένδικης κλήσης (και της έφεσης) στα υπ΄ αρ. …. και ……… φύλλα των εφημερίδων «….» και «………» αντίστοιχα της 6-7-2021, που υποδείχθηκαν, κατ΄ άρθρο 135 του ΚΠολΔ, από τον αρμόδιο Εισαγγελέα στον οποίο επιδόθηκε η κλήση με συγκοινοποίηση της ένδικης έφεσης, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι καλούντες-δύο πρώτοι των εφεσιβλήτων, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση (άρθρο 498 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης κλήσεως με πράξεις καταθέσεως, ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως στον δεύτερο των καθ΄ ων η κλήση – τρίτο των εφεσιβλήτων (άρθρα 135 και 136 του ΚΠολΔ). Ο τελευταίος όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Κατά συνέπεια πρέπει να δικαστεί ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 1 και 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι το παριστάμενο εκκαλούν, δια της Δικαστικής Πληρεξουσίας Ν.Σ.Κ., προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, ενώ δεν προσκομίζει προτάσεις του απολιπόμενου τρίτου των εφεσιβλήτων, καθόσον αυτός ήταν απών και κατ΄ αυτήν (πρωτοβάθμια δίκη).
Με την από 13-4-2021 (αρ. καταθ. …../2021) κλήση των δύο πρώτων των εφεσιβλήτων φέρεται προς συζήτηση η από 17-4-2012 (αρ. καταθ. …../2012) έφεση του εκκαλούντος, ήδη πρώτου των καθ΄ ων η κλήση, κατ΄ αυτών και κατά του δεύτερου των καθ΄ ων η κλήση μετά την έκδοση της υπ΄ αρ. 591/2020 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης.
Η κρινόμενη από 17-4-2012 (αρ. καταθ. ……./2012) έφεση του ηττηθέντος αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος, Ελληνικού Δημοσίου, κατά της υπ΄ αρ. 537/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του εναγομένου – τρίτου των καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση και κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ παραβόλου (άρθρο 19 παρ. 1 του Διατάγματος της 26-6/10-7-1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου»).
Με την από 30-11-2006 (αρ. καταθ. …………/2006) αγωγή η …………, αρχικώς ενάγουσα, η οποία απεβίωσε την 9-8-2007 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα τέκνα της ……….. και …………., ήδη δυο πρώτους των εφεσιβλήτων, και τον σύζυγό της ……………., ο οποίος ακολούθως απεβίωσε την 12-5-2008 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τα ως άνω τέκνα του, ………. και …………., οι οποίοι επανέλαβαν πρωτοδίκως τη δίκη, ισχυρίστηκε ότι αυτή και ο εναγόμενος, αδελφός της, ήδη τρίτος των εφεσιβλήτων, είναι συγκύριοι, κατά τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) ποσοστά, του περιγραφομένου σ΄ αυτήν (αγωγή) κατά θέση και όρια ακινήτου, εκτάσεως 4.505 τ.μ., το οποίο περιήλθε σε αυτούς με παράγωγο τρόπο κατά τα ειδικότερα σ΄ αυτήν (αγωγή) εκτιθέμενα. Ότι το περιγραφόμενο τμήμα του ακινήτου αυτού, εκτάσεως 1.252,09 τ.μ. η αρμόδια δασική υπηρεσία χαρακτήρισε ως δασική έκταση. Με αυτό το ιστορικό και επικαλούμενη α) ότι λόγω του ότι η αναφερόμενη δασική έκταση εξαιρείται της ιδιωτικής συναλλαγής, ο εναγόμενος και η ίδια απέμειναν συγκύριοι κατά το αναφερόμενο ποσοστό ενός αγρού 3.252,91 τ.μ., β) άρνηση του εναγομένου να συναινέσει στην εξώδικη διανομή του κοινού ακινήτου, αξίας 78.000 ευρώ, και γ) ότι η αυτούσια διανομή του είναι ανέφικτη, ζήτησε να διαταχθεί η πώλησή του σε δημόσιο πλειστηριασμό, να ορισθεί υπάλληλος του πλειστηριασμού και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του διανεμητέου ακινήτου.
Με την από 12-3-2008 (αρ. κατ. ………./2008) προσεπίκληση, μετά την έκδοση της υπ΄ αρ. 744/2008 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία είχε αναβληθεί η συζήτηση της ένδικης αγωγής, προκειμένου με επιμέλεια της αρχικώς ενάγουσας να προσεπικληθεί η Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών εντός προθεσμίας 90 ημερών από τη δημοσίευση της ως άνω απόφασης, προσεπικλήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και ειδικότερα από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, ως έχοντος επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα του εναγομένου επί του κοινού ακινήτου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (προσεπίκληση). Ζητήθηκε δε από το προσεπικαλούμενο Ελληνικό Δημόσιο να παρασταθεί κατά την εκδίκαση της από 30-11-2006 (αρ. κατ. ………../2006) αγωγής.
Με την από 7-1-2009 (αρ. κατ. ……./2009) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και ειδικότερα από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, ήδη εκκαλούν, ισχυρίσθηκε ότι έχει επιβάλει αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα του κυρίως εναγομένου (………….) επί του κοινού ακινήτου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (παρέμβαση). Ζήτησε δε να απορριφθεί η ένδικη από 30-11-2006 αγωγή διανομής ακινήτου, άλλως και όλως επικουρικώς, σε περίπτωση δηλαδή που διαταχθεί η λύση της υφιστάμενης κοινωνίας με την πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό του κοινού ακινήτου, να παρακρατηθεί από τον Συμβολαιογράφο που θα διορισθεί ως επί του πλειστηριασμού υπάλληλος και να κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το ποσό που αναλογεί στο ποσοστό συγκυριότητας του κυρίως εναγομένου-οφειλέτη του. Τέλος ζήτησε να καταδικασθούν οι καθ΄ ων η παρέμβαση στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 537/2011 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ερήμην του εναγομένου – τρίτου των καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση (πλην όμως προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες) και κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού διέταξε την ένωση και συνεκδίκαση της από 30-11-2006 (αρ. κατ. …./2006) αγωγής, της από 12-3-2008 (αρ. κατ. …./2008) προσεπίκλησης και της από 7-1-2009 (αρ. κατ. …/2009) αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, και αφού έκρινε την αγωγή και την προσεπίκληση ορισμένες και νόμιμες και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση ορισμένη και νόμιμη, πλην του επικουρικώς προβαλλομένου αιτήματος, το οποίο απέρριψε ως απαράδεκτο ελλείψει εννόμου συμφέροντος και του αιτήματος περί επιδικάσεως των δικαστικών εξόδων του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος σε βάρος των αντιδίκων του το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, όρισε το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, απέρριψε την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση και κάθε τι που κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε την αγωγή και την προσεπίκληση και διέταξε τη λύση της μεταξύ των διαδίκων υφισταμένης κοινωνίας με την πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό του παρακάτω ακινήτου, ήτοι ενός αγρού που βρίσκεται στη θέση «……» της περιφέρειας της τέως κοινότητας Βαθέως και τώρα του δημοτικού διαμερίσματος Βαθέως (Σουβάλας) του Δήμου Αίγινας της νήσου Αίγινας και είναι εκτός σχεδίου πόλεως, εκτός Γ.Π.Σ. και εκτός οικισμού προϋφισταμένου του 1923 ή οικισμού κάτω των 2.000 κατοίκων, επιφανείας 3.252,91 τ.μ., ο οποίος εμφαίνεται με τους αριθμούς 36, 35, 1, 2, 3, 16, 17, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 53, 30, 31, 32, 33, 34, 63, 37, 36 στο από 6-6-2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πτυχιούχου Τοπογράφου Μηχανικού Τ.Ε. ………, νόμιμα θεωρημένου από την αρμόδια δασική υπηρεσία, που συνορεύει ανατολικά κατά την τεθλασμένη πλευρά 36, 35, 1, 2, 3 συνολικού μήκους 30,52 μέτρων με ιδιοκτησία ……….., νότια κατά την τεθλασμένη πλευρά 3,16 μήκους 117,17 μέτρων με δασική έκταση, δυτικά κατά την πλευρά 16, 17, 19, 20 μήκους 33,98 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων …………. και βόρεια εν μέρει κατά την τεθλασμένη πλευρά 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 63 συνολικού μήκους 105,67 μέτρων με ιδιοκτησία πρώην ………….. και τώρα αγνώστων συνιδιοκτητών και εν μέρει σε πρόσωπο 63, 37, 36 μήκους 8,63 μέτρων με κοινοτικό δρόμο, προκειμένου έκαστος των συγκυρίων – διαδίκων να λάβει από το εκπλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί ποσό ανάλογο με την ιδανική του μερίδα, δηλαδή έκαστος των εναγόντων 2/8 και ο εναγόμενος 4/8, αφού αφαιρεθούν οι δαπάνες που τυχόν θα απαιτηθούν για τη διενέργεια του πλειστηριασμού, διόρισε τον αναφερόμενο υπάλληλο για τη διενέργεια του πλειστηριασμού και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας, κατένειμε δε αυτή ανάλογα με την ιδανική μερίδα των διαδίκων – κοινωνών και καταδίκασε τον εναγόμενο και το αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνον Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλουν, εις ολόκληρο έκαστος , στους ενάγοντες την υπέρ αυτών προκύπτουσα διαφορά των εξακοσίων τριάντα (630) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη έφεση το ηττηθέν αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνον, Ελληνικό Δημόσιο και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, με σκοπό όπως απορριφθεί η ένδικη αγωγή.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 480 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο διατάσσει την αυτούσια διανομή του επίκοινου πράγματος, εφόσον είναι δυνατή η διαίρεση αυτού σε μέρη, ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών και, συγχρόνως, δεν μειώνεται η αξία του. Πρώτη, επομένως, προϋπόθεση που θέτει ο νόμος, προκειμένου να διαταχθεί η αυτούσια διανομή του επίκοινου, είναι το τελευταίο να μπορεί να διαιρεθεί, φυσικά, σε μέρη ανάλογα προς τα ιδανικά μερίδια των κοινωνών. Το εφικτό ή μη της φυσικής διαίρεσης του επικοίνου καθορίζεται με νομικά και πραγματικά κριτήρια. Νομικά δυνατή θεωρείται η διαίρεση όταν δεν προσκρούει σε διάταξη νόμου (ΑΠ 584/2021, ΑΠ 515/2013, ΑΠ 735/2013). Εφόσον διαπιστωθεί ότι είναι νομικά δυνατή η αυτούσια διανομή, το Δικαστήριο εξετάζει, περαιτέρω, και το εάν μπορεί, και πραγματικά, να υλοποιηθεί αυτουσίως η διανομή του επικοίνου πράγματος, σε μέρη ανάλογα με τις ιδανικές μερίδες των κοινωνών. Για το πραγματικά εφικτό της αυτούσιας διανομής το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αφενός τη φύση και τη μορφή του διανεμητέου και αφετέρου τις οικονομικές συνέπειες της διαίρεσης (ΑΠ 584/2021). Στην περίπτωση δε, που δεν είναι δυνατή η διανομή σε μερίδες, ακριβώς, ίσες με τα ποσοστά συνιδιοκτησίας, δίνεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο, προκειμένου να επιτύχει την εξίσωση τυχόν άνισων μερίδων, να αποφασίσει, κατ’ άρθρο 481 περ. 2 του ΚΠολΔ, ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό (ΑΠ 36/2018, ΕφΑιγ 44/2022). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 8 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 237 του ΚΠολΔ αντικαταστάθηκε από την 1-1-2022, δυνάμει των άρθρων 12 και 120 του Ν. 4842/2021 (ΦΕΚ Α 190), και εφαρμόζεται η ως άνω διάταξη (άρθρο 237 παρ. 8 του ΚΠολΔ) κατά την παρ. 1 άρθρου 116 του αυτού νόμου (4842/2021), όπως διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4871/2021 (ΦΕΚ Α 246/10-12-2021), και στις εκκρεμείς υποθέσεις, προκύπτει ότι το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, με διάταξή του στην οποία προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο. Κατά τη διαδικασία όμως, ενώπιον των δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως του άρθρο 237 παρ. 8 του ΚΠολΔ [ΕφΑθ 4471/2022, ΕφΠατρ (Μον) 382/2022]. Μόνη δυνατότητα να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για την απόδειξη της βασιμότητας των λόγων της έφεσης, από το Εφετείο είναι μέσω της επανάληψης της συζήτησης, με έκδοση μη οριστικής απόφασης κατ΄ άρθρο 254 του ΚΠολΔ, αφού αυτή διατάσσεται όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η δε μελέτη της υπόθεσης ή η διάσκεψη στο Εφετείο είναι στάδια που έπονται της συζήτησης στο ακροατήριο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 107, 368, 387, 522, 529, 532, 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για την ολοκλήρωση της έρευνας για τη βασιμότητα του λόγου έφεσης και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς μπορεί χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις με τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων η πραγματογνωμοσύνη, οσάκις πρόκειται για ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων αυτών και των αποδείξεων, που εκτιμήθηκαν από την εκκαλουμένη απόφαση, να κρίνει αν είναι εσφαλμένη η απόφαση αυτή και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου έφεσης και να εξαφανίσει συνεπεία αυτού κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ. 14.568, ΑΠ 2/2006 ΕλλΔνη 47.1047, ΕφΛαμ 63/2013). Η άρνηση ή η παράλειψη του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου να διατάξει πραγματογνωμοσύνη, είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 1 του ΚΠολΔ είτε στην περίπτωση του άρθρου 368 παρ. 2 του ΚΠολΔ αποτελεί λόγο έφεσης, οπότε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν διαπιστώνει την ανάγκη της διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, μπορεί, όπως άλλωστε και χωρίς λόγο εφέσεως, να διατάξει αυτήν, με την αναβολή της απόφασής του για την ουσία της κρινόμενης έφεσης (ΕφΙωαννίνων 95/2005, ΕφΘεσ 10/2000). Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη έφεση το εκκαλούν ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν διαλαμβάνει σαφή αιτιολογία για την κρίση του ότι το διανεμητέο ακίνητο περιορίσθηκε κατά το εμβαδό του και απέμεινε (μετά την αφαίρεση του δασικού τμήματος αυτού) εμβαδού 3.252,91 τ.μ., θέμα κρίσιμο για την περαιτέρω αιτιολόγηση της δυνατότητας ή μη αυτούσιας διανομής του επίδικου ακινήτου. Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι προς απόδειξη και ανταπόδειξη των περιστατικών, τα οποία επικαλούνται σε σχέση με την δυνατότητα ή μη διανομής του επίκοινου ακινήτου και τους όρους που (ενδεχομένως) θα πρέπει να τηρηθούν γι΄ αυτή (διανομή), καθίσταται αμφίβολος ο σχηματισμός ασφαλούς δικανικής πεποιθήσεως προς ορθή επίλυση της επίδικης διαφοράς για τα κρίσιμα περιστατικά της δίκης, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως ότι το εκκαλούν – αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνον επικαλείται τα προαναφερόμενα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω το Δικαστήριο, προκειμένου να αχθεί σε κρίση για τη βασιμότητα των λόγων της κρινόμενης έφεσης, κρίνει αναγκαίο για την πληρέστερη έρευνα των λόγων αυτών της έφεσης και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς την προηγούμενη εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης, που έχει κηρυχθεί περατωμένη, στο σύνολό της, (άρθρο 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ, οπότε στην επαναλαμβανόμενη δίκη θα ερευνηθούν και όσοι από τους ισχυρισμούς προβλήθηκαν στην πρωτόδικη δίκη και επανυποβάλλονται νομίμως κατ΄ άρθρο 240 του ΚΠολΔ στην παρούσα δίκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου), προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με τα άρθρα 368 επ. του ΚΠολΔ, αναφορικά με το θέμα που αναφέρεται παρακάτω, για το οποίο απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης (άρθρο 368 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του τρίτου των εφεσιβλήτων και κατ΄ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον τρίτο των εφεσιβλήτων το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Δέχεται τυπικά την από 17-4-2012 (αρ. καταθ. …../2012) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 537/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).
Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής αποφάσεως.
Διατάσσει την επανάληψη της συζητήσεως της υποθέσεως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να διενεργηθεί προηγουμένως η αμέσως κατωτέρω πραγματογνωμοσύνη, με την φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων.
Διορίζει πραγματογνώμονα την …………., Πολιτικό Μηχανικό, διπλωματούχο της Ανώτατης Σχολής των Πολιτικών Μηχανικών και της Ανώτατης Σχολής των Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, κάτοικο …….., οδός ……….., τηλ. ………. και …….., email: ……………., που περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων που τηρείται, κατ΄ άρθρο 371 του ΚΠολΔ, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, η οποία αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας είκοσι (20) εργασίμων ημερών από την προς αυτήν επίδοση αντιγράφου της παρούσας απόφασης, με φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, ενώπιον του νόμιμου αναπληρωτή της Δικαστή, που θα ορισθεί από τους λοιπούς υπηρετούντες στο Δικαστήριο Εφέτες, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεώς της (Δικαστή), στο κατάστημα του ίδιου Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει υπόψη της κάθε αναγκαίο από τη δικογραφία στοιχείο, καθώς και όποια άλλα έγγραφα και λοιπά στοιχεία θέσουν υπόψη της οι διάδικοι και τα οποία κρίνει χρήσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης και τους ισχυρισμούς των τελευταίων και γενικά προβεί σε όποιες ενέργειες κρίνει αναγκαίες και χρήσιμες, και επισκεφθεί επιτοπίως το επίκοινο ακίνητο, αφού αποτυπώσει αυτό, να γνωμοδοτήσει εγγράφως με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή της, για το ακόλουθο ζήτημα, ήτοι αν το επίκοινο ακίνητο, εκτάσεως 3.252,91 τ.μ., που αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης εδαφικής εκτάσεως 4.505 τ.μ., μπορεί να διανεμηθεί και ειδικότερα αν είναι εφικτή η δια πλειστηριασμού πώλησή του και αν πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις πολεοδομικών και δασικών διατάξεων προς τούτο ή αν επέρχεται κατάτμηση που δεν επιτρέπεται από τις διατάξεις αυτές. Τη σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να καταθέσει η ανωτέρω πραγματογνώμονας ή ειδικά εξουσιοδοτημένο πρόσωπο στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την όρκισή της. Η νέα δε συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιοριστεί με κλήση του επιμελέστερου των διαδίκων μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, με την τήρηση των διατυπώσεων και της προθεσμίας του άρθρου 254 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 27-3-2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αποχωρήσεως της Δικαστή Αικατερίνης Κοκόλη, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης Ιωάννη Αποστολόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, και με την ίδια Γραμματέα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων Δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ