Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 178/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός     178/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α.   ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……………, ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως έχουσας τη γονική μέριμνα και την επιμέλεια των τριών ανήλικων τέκνων της …………….. κατοίκων ομοίως ως άνω, 2) ……….., 3) ………., 4) ……….., 5) ………, 6) ………, 7) ………, 8) ………. και 9) …………., οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Φρειδερίκης – Μυρσίνης Κασσελά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) Εταιρίας με την επωνυμία «……….», με καταστατική έδρα στη …. και νόμιμη εγκατάσταση και πραγματική έδρα στην … (οδός ……….), 2) Εταιρίας με την επωνυμία «…….» με έδρα στη …….. της Λιβερίας (………….) και 3) …………………, οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ανδρέα Κωνσταντίνου Τζήμα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Β. ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «……………», με έδρα στη ….. της Λιβερίας (…………..),  η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ανδρέα Κωνσταντίνου Τζήμα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.           

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….., ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως έχουσας τη γονική μέριμνα και την επιμέλεια των τριών ανήλικων τέκνων της …………….., κατοίκων ομοίως ως άνω, 2) ……….., 3) …………., 4) ………., 5) ……….., 6) …………., 7) ………….., 8) ……………… και 9) ……………., οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Φρειδερίκης – Μυρσίνης Κασσελά, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.           

Οι εκκαλούντες στην Α έφεση – εφεσίβλητοι στη Β έφεση άσκησαν την από 16-3-2020 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../27-5-2020 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά της εκκαλούσας στη Β έφεση / δεύτερης εφεσίβλητης στην Α έφεση (δεύτερης εναγόμενης), ως και κατά της πρώτης εφεσίβλητης στην Α έφεση (πρώτης εναγόμενης) και κατά της τρίτης εφεσίβλητης στην ίδια έφεση (τρίτης εναγόμενης). Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 1820/2021 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε κατ’ ουσία ως προς την πρώτη και τον τρίτο των εναγόμενων και έγινε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία ως προς τη δεύτερη εναγόμενη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την κρινόμενη από 4-10-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../18-10-2021 έφεσή τους (υπό στοιχείο Α) και β) η δεύτερη εναγόμενη με την κρινόμενη από 22-11-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/23-11-2021 έφεσή της (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι υπό κρίση: α) από 4-10-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …./18-10-2021 έφεση των 1) ………………., ατομικά και υπό την ιδιότητά της ως έχουσας τη γονική μέριμνα και την επιμέλεια των τριών ανήλικων τέκνων της …………….., 2) ………….., 3) …….., 4) ………., 5) …………, 6) …….., 7) ………, 8) …….. και 9) ……….. κατά των: 1) Εταιρίας  «……….», 2) Εταιρίας «………..» και 3) …………. (στο εξής: Α έφεση) και β) η από 22-11-2021 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../23-11-2021 έφεση της δεύτερης εφεσίβλητης στην Α έφεση κατά των εκκαλούντων στην ίδια έφεση (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 1820/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 16-3-2020 και με Γ.Α.Κ. ….. και Ε.Α.Κ. …../27-5-2020 αγωγής των εκκαλούντων στην Α έφεση κατά της εφεσίβλητων στην ίδια έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων στις άνω εφέσεις, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

2. Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες – εφεσίβλητοι, με την προαναφερθείσα από 16-3-2020 αγωγή τους, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εκθέτουν ότι ο σύζυγος της πρώτης εξ αυτών, πατέρας των εκπροσωπούμενων απ’ αυτήν ανηλίκων τέκνων της …………………………, υιός της δεύτερης και του τρίτου εξ αυτών και αδελφός των λοιπών εναγουσών (τέταρτης έως και ένατης) ……………, Αλβανικής καταγωγής, ο οποίος είχε προσληφθεί στον Πειραιά την 16-11-2017 από την πρώτη εναγόμενη εταιρία, που εδρεύει καταστατικά στη Λιβερία και πραγματικά στην Ελλάδα και έχει νόμιμο εκπρόσωπο τον τρίτο εναγόμενο, με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διαρκείας έως την 30-3-2018 και ακολούθως είχε ναυτολογηθεί στο Ρότερνταμ Ολλανδίας ως ναύτης που εκτελούσε και καθήκοντα μάγειρα στο υπό τη διαχείρισή της Φ/Γ πλοίο «SE», πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας που εδρεύει στη Λιβερία, τραυματίστηκε θανάσιμα σε εργατικό ατύχημα που έλαβε χώρα επί του άνω πλοίου στις 1-2-2018 στο λιμάνι King’s Lynn του Ηνωμένου Βασιλείου, ατύχημα που συνέβη από πταίσμα των εναγόμενων, κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενοι (η  μεν πρώτη εξ αυτών ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της) κυρίως τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου περί αδικοπραξιών σε συνδυασμό με το άρθρο 16 Ν. 551/1915 για την πλήρη αποζημίωσή τους επειδή το ατύχημα επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, άλλως τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 5 του ν. 551/1915 για την περιορισμένη κατ’ αποκοπή αποζημίωσή τους, άπαντες δε τις διατάξεις του κοινού δικαίου περί αδικοπραξιών όσον αφορά τα αιτήματα χρηματικής τους ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, ζητούν να υποχρεωθούν εις ολόκληρον οι εναγόμενοι και δη η δεύτερη ως πλοιοκτήτρια του άνω πλοίου, η πρώτη ως αντιπρόσωπός της – διαχειρίστρια του πλοίου στην Ελλάδα, η οποία συνήψε μετά του αποβιώσαντος ναυτικού στα γραφεία της στον Πειραιά την άνω σύμβαση παροχής ναυτικής εργασίας και ο τρίτος ως νόμιμος εκπρόσωπός της, να τους καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας τα εξής ποσά: Α1) στην πρώτη εξ αυτών – η οποία είναι άνεργη και δεν λαμβάνει επίδομα ανεργίας – ατομικά ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αποστέρηση της διατροφής του συζύγου της με τον οποίο συνοικούσε μαζί με τα τέκνα τους στο ………. Αλβανίας, ήταν 37 ετών όταν απεβίωσε και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ζούσε μέχρι τα 85 του έτη και θα τη συντηρούσε, το ποσό των 400,00 ευρώ μηνιαίως (μη υπολογιζόμενης τυχόν αύξησης του μισθού του) Χ 576 μήνες και συνολικά  230.400,00 ευρώ, Α2) στην ίδια, ως μόνη ασκούσα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια των τριών άνω ανηλίκων τέκνων τους α) για την κόρη της ……..,  που γεννήθηκε την 29-7-2007 και κατά την ημερομηνία θανάτου του πατέρα της ήταν δέκα ετών και έξι μηνών, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αποστέρηση της διατροφής του πατέρα της μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας της, το ποσό των 200,00 ευρώ μηνιαίως Χ 90 μήνες και συνολικά 18.000,00 ευρώ, β) για την κόρη της ……, που γεννήθηκε την 18-10-2011 και κατά την ημερομηνία θανάτου του πατέρα της ήταν έξι ετών και τριών μηνών, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αποστέρηση της διατροφής του πατέρα της μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας της, το ποσό των 200,00 ευρώ μηνιαίως Χ 141 μήνες και συνολικά 28.200,00 ευρώ και γ) για το γιο της ………., που γεννήθηκε την 3-6-2016 και κατά την ημερομηνία θανάτου του πατέρα του ήταν ενός έτους και επτά μηνών, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την αποστέρηση της διατροφής του πατέρα του μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του, το ποσό των 200,00 ευρώ μηνιαίως Χ 197 μήνες και συνολικά 39.400,00 ευρώ, τα δε άνω ποσά αποζημίωσης για ζημία που υπέστη αυτή και τα τέκνα της να της καταβληθούν υπό τις άνω ιδιότητές της εφάπαξ διότι υπάρχει σπουδαίος λόγος και ειδικότερα επειδή η κατάλληλη αξιοποίησή τους θα διευκολύνει και θα βελτιώσει αισθητά το βιοτικό τους επίπεδο, το οποίο δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται ισχυρά από το θάνατο του συζύγου της, Α3) στην ίδια, ως μόνη ασκούσα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια των τριών άνω ανηλίκων τέκνων της α) για έκαστο απ’ αυτά (………..) ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την απώλεια της διατροφής του πατέρα του 1) για πρόσθετα έξοδά του για φροντιστήρια και εξωσχολικές δραστηριότητες που θα χρειαστεί μετά βεβαιότητας το χρονικό διάστημα από την ηλικία των 13 ετών μέχρι την ενηλικίωσή του το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως Χ 60 μήνες και συνολικά 9.000,00 ευρώ και 2) για πρόσθετα έξοδα σπουδών και διαβίωσής του που θα χρειαστεί μετά βεβαιότητας από την ηλικία των 18 ετών μέχρι το 25ο έτος της ηλικίας του που πιθανολογείται ότι θα έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του, το ποσό των 400,00 ευρώ μηνιαίως Χ 84 μήνες και συνολικά (33.600,00 ευρώ + 9.000,00 ευρώ) 42.600,00 ευρώ για έκαστο τέκνο και συνολικά και για τα τρία (42.600,00 Χ 3) 127.800,00 ευρώ, τα δε άνω πρόσθετα ποσά αποζημίωσης για ζημία που υπέστη έκαστο τέκνο της να της καταβληθούν υπό τις άνω ιδιότητές της εφάπαξ επειδή υπάρχει σπουδαίος λόγος και ειδικότερα για να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση της άμεσης και επιτακτικής ανάγκης διατροφής εκάστου τέκνου αλλά και για τη χρησιμοποίησή των ποσών αυτών για την όσο το δυνατόν καλύτερη εκπαίδευση των τέκνων,  προκειμένου να μπορέσουν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας και να βιοποριστούν από το επάγγελμά τους, άλλως να της καταβάλλεται ποσό 205,84 ευρώ μηνιαίως για έκαστο τέκνο σε χρηματικές μηνιαίες δόσεις, το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός και για χρονικό διάστημα 144 μηνών, από το 13ο έτος εκάστου τέκνου και εφεξής, άλλως ζητεί ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της την αποζημίωση με βάση το άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 551/1915,  Β) Στην ίδια ατομικά το ποσό των 250.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη, που υπέστη από το θάνατο του συζύγου της και στην ίδια, ως μόνη ασκούσα τη γονική μέριμνα και επιμέλεια των τριών άνω ανηλίκων τέκνων της και για έκαστο απ’ αυτά το ποσό των 200.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη αυτό από το θάνατο του πατέρα του, Γ) σε έκαστο από τη δεύτερη και τρίτο εξ αυτών το ποσό των 150.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη έκαστος από το θάνατο του τέκνου του και Δ) σε έκαστη από τους τέταρτη έως και ένατη εξ αυτών το ποσό των 100.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη έκαστη από το θάνατο του αδελφού της, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ή αντίστοιχα από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε δόσης (ανάλογα από το εάν θα επιδικασθούν εφάπαξ ή σε μηνιαίες δόσεις) και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

3. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθ. 1820/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία κρίθηκε 1) ότι εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και για την κύρια και για την επικουρική βάση της αγωγής 2) ότι με βάση το εφαρμοστέο ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (του οποίου την εφαρμογή δεν αμφισβητούν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, πλην καθ’ ο μέρος αφορά τους φερόμενους ως παραβιασμένους κανόνες ασφαλείας κατά την παροχή της ναυτικής εργασίας του αποβιώσαντος, για τους οποίους ισχυρίζονται ότι εφαρμοστέο τυγχάνει το δίκαιο της σημαίας του πλοίου) η αγωγή α) είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς την κύρια βάση της με την οποία ζητείται επιδίκαση πλήρους αποζημίωσης στην ενάγουσα ατομικά και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της με βάση τις διατάξεις του κοινού δικαίου περί αδικοπραξιών, β) είναι νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της με την οποία διώκεται η καταβολή περιορισμένης κατ’ αποκοπή αποζημίωσης στην ενάγουσα ατομικά και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της κατ’ άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 551/1915 και γ) είναι νόμιμη ως προς τα κονδύλια απάντων των εναγόντων για χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (και καθ’ ο μέρος στρέφεται γι’ αυτά κατά της πρώτης και του τρίτου των εναγόμενων). Ακολούθως, αφού η αγωγή απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσία: α) ως προς την πρώτη και τον τρίτο των εναγόμενων (επειδή κρίθηκε ότι η κατάρτιση της συμφωνίας για τη ναυτολόγηση του αποβιώσαντος δεν πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα και δεν δύναται να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ και 2 Ν. 762/1978 επί των οποίων επιχειρείται να θεμελιωθεί ευθύνη τους) και β) ως προς την επικουρική βάση περιορισμένης κατ’ αποκοπή αποζημίωσης της ενάγουσας ατομικά και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της κατ’ άρθρο 3 ν. 551/1915 (λόγω παραδοχής κατ’ ουσία ένστασης ολοσχερούς εξόφλησης που πρόβαλε η δεύτερη εναγόμενη), έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία ως προς τα κονδύλια χρηματικής ικανοποίησης των εναγόντων λόγω ψυχικής οδύνης και υποχρεώθηκε η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει για την άνω αιτία: α) στην πρώτη ενάγουσα ατομικά και για λογαριασμό εκάστου των ανηλίκων τέκνων της το ποσό των 20.000,00 ευρώ και συνολικά 80.000,00 ευρώ, β) σε έκαστο των δεύτερης και τρίτου των εναγόντων το ποσό των 20.000,00 ευρώ και γ) σε έκαστο των τέταρτης έως και ένατης των εναγόντων το ποσό των 10.000,00 ευρώ. Επίσης, κηρύχθηκε η απόφαση, ως προς την πρώτη ενάγουσα ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της, προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 30.000,00 ευρώ και καταδικάστηκαν οι ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα της πρώτης και του τρίτου των εναγόμενων, ποσού 8.000,00 ευρώ και η δεύτερη εναγόμενη και σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, ποσού 5.400,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονούνται, τόσο οι ενάγοντες όσο και η δεύτερη εναγόμενη, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή των εφέσεών τους και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που αυτή προσβάλλεται από τον καθένα τους, ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η αγωγή ως προς τα προσβαλλόμενα από τον καθένα τους κεφάλαια της εκκαλουμένης, κατά μεν την ενάγουσα, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή και ως προς αυτά, κατά δε την εναγόμενη να απορριφθεί στο σύνολό της.

4. Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ, κατ’ άρθρο 38 του Εισ.Ν.Α.Κ, το οποίο εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, κατ’ άρθρο 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β’ του Κ.Ι.Ν.Δ. (ν. 3816/1958), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις σχετικές περιστάσεις (Ολ.Α.Π. 1287/1986, Νο.Β. 35, 160, Α.Π. 1424/2015, Α.Π. 1690/2013, Εφ.Πειρ. 88/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα ή σε περίπτωση θανάτου οι κατά τον νόμο συγγενείς και σύζυγός του, έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 Α.Κ, πλήρη περιουσιακή αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να αξιώσει την κατ’ αποκοπή αποζημίωση του ν. 551/1915. Οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικά, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 Α.Κ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (Α.Π. 1132/1997, ΕλλΔνη 40, 621, Α.Π. 600/1996, ΕλλΔνη 40, 117, Εφ.Πειρ. 88/2022, Εφ.Πειρ. 371/2020, Εφ.Πειρ. 281/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξιουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 578-579). Πέραν όμως της περιουσιακής αποζημίωσης, τα μέλη της οικογένειας του θανόντος μπορούν σε κάθε περίπτωση να απαιτήσουν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, η αξίωση για την οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (914, 922, 932 Α.Κ.), κατά τρόπο ώστε για την θεμελίωσή της δεν απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τήρησης επιβαλλομένων όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα του εργοδότη ή του από αυτόν προστηθέντος (Ολ.Α.Π. 1117/1986, ΕλΔνη 28, 113, Α.Π. 408/2021, Α.Π. 88/2018, Α.Π. 376/2018, Α.Π. 80/2016, Α.Π. 910/2015, Α.Π. 876/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα, που κρίνεται κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις (Α.Π. 274/2000, Ε.Ν.Δ. 29, 105, Εφ.Πειρ. 266/2022, Εφ.Πειρ. 310/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, διατάξεις οι οποίες ειδικά προβλέπουν όρους ασφαλείας των εργαζομένων είναι εκείνες που ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων και δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (Ολ.Α.Π. 26/1995, Α.Π. 11/2012, Α.Π. 1858/2011, Α.Π. 1109/2006, Α.Π. 289/2004, Εφ.Πειρ. 266/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Γι’ αυτούς τους κανόνες ασφάλειας (πρόνοιας) κατά την παροχή ναυτικής εργασίας, που έχουν δημόσιο χαρακτήρα, άσχετα με το εφαρμοστέο δίκαιο στην (ιδιωτικού δικαίου) σύμβαση ναυτικής εργασίας, εφαρμόζεται το δίκαιο της σημαίας του πλοίου και δεν αρκεί η γενική συμφωνία εφαρμογής του άλλου δικαίου, όπως, πολύ περισσότερο, όταν αυτό κριθεί ως εφαρμοστέο στη σύμβαση επειδή αρμόζει σ’ αυτήν, ή συνάγεται τέτοιος μετασυμβατικός καθορισμός αυτού (π.ρ.β.λ. Εφ.Πειρ. 187/2005, Ε.Ν.Δ. 2005, 97, Εφ.Πειρ. 639/1993, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Σέργη «Σύνθεση αλλοδαπού πλοίου και μισθός ελλείποντος», Ε.Ν.Δ. 1983, σ. 100).

5. Με τον πρώτο λόγο της Α έφεσης οι ενάγοντες προσάπτουν στην εκκαλουμένη απόφαση την πλημμέλεια ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απέρριψε ως μη νόμιμη την κύρια βάση της αγωγής, με την οποία ζητείται επιδίκαση αποζημίωσης βάσει των διατάξεων του κοινού δικαίου (περί αδικοπραξιών), με το σκεπτικό ότι «δεν συντρέχει παραβίαση διατάξεων που προβλέπουν ειδικούς όρους ασφαλείας των εργαζόμενων ναυτικών κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 1 Ν. 551/1915, καθόσον δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 32 Ν. 1568/1985 και 7 π.δ. 17/1996, διότι δεν θεσπίζουν ειδικούς κανόνες στη ναυτική εργασία», ισχυριζόμενοι ότι οι διατάξεις που οι ίδιοι επικαλέστηκαν (και δη αυτές του άρθρου 32 του ν. 1568/1985, του άρθρου 3 του π.δ. 395/1994, της παρ. 20.3 του Κώδικα Ορθής Πρακτικής του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας 1994 (ILO) «για την πρόληψη ατυχημάτων στο πλοίο, στη θάλασσα και στο λιμάνι» και της παρ. 3.3.2. της υπό στοιχεία MLC – ………. Αναφοράς της Λιμενικής Αρχής της Λιβερίας προς όλους του πλοιοκτήτες, διαχειριστές, πλοίαρχους και αξιωματικούς εμπορικών πλοίων, εκ των οποίων οι δυο τελευταίες δεν αξιολογήθηκαν καθόλου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) στην πραγματικότητα θεσπίζουν ειδικούς όρους ασφαλείας των εργαζομένων στην προκείμενη σύμβαση ναυτικής εργασίας που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και άγουν στην εφαρμογή των διατάξεων περί αδικοπραξιών, ενώ αυτές του π.δ. 17/1996 δεν υπήρχε ανάγκη να αξιολογηθούν καθώς οι ίδιοι δεν τις επικαλέστηκαν. Ο λόγος έφεσης αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος με βάση όσα εκτέθηκαν στην αμέσως ανωτέρω νομική σκέψη, διότι, άσχετα με το εφαρμοστέο δίκαιο στην (ιδιωτικού δικαίου) σύμβαση ναυτικής εργασίας του αποβιώσαντος οικείου των εναγόντων, για τους δημοσίου χαρακτήρα κανόνες ασφάλειας (πρόνοιας) κατά την παροχή της ναυτικής εργασίας του εφαρμόζεται το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, ήτοι εν προκειμένω το δίκαιο της Λιβερίας (το οποίο μάλιστα δεν προσκομίζεται και δεν το γνωρίζει το Δικαστήριο) και όχι οι επικαλούμενες από τους ενάγοντες διατάξεις ελληνικών νόμων και προεδρικών διαταγμάτων. Σε κάθε περίπτωση, οι τελευταίες αυτές διατάξεις δεν θεσπίζουν ειδικούς κανόνες ασφαλείας των εργαζομένων στη ναυτική εργασία, που να μνημονεύουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας τους (μάλιστα οι επικαλούμενες διατάξεις του ν. 1568/1985 δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις μεταφορών, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 δ’ του ιδίου νόμου), ενώ τέτοιους ειδικούς κανόνες ασφαλείας των εργαζόμενων δεν θεσπίζουν ούτε οι επικαλούμενες από τους ενάγοντες διατάξεις του Κώδικα Ορθής Πρακτικής του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας 1994 (ILO) (ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει την ισχύ νόμου, διατάγματος ή κανονισμού κατά την έννοια του άρθρου 16 Ν. 551/1915, ασχέτως της εφαρμογής του ή μη από το κράτος της σημαίας του πλοίου) και της υπό στοιχεία MLC – ……………. Αναφοράς της Λιμενικής Αρχής της Λιβερίας προς όλους του πλοιοκτήτες, διαχειριστές, πλοίαρχους και αξιωματικούς εμπορικών πλοίων, αλλά παρέχουν γενικές κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες ασφαλείας των εργαζομένων.

6. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος απόδειξης ……………………. και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος ανταπόδειξης …………………………… στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά του, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, σε συνδυασμό και με τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, όπου ειδικά και περιοριστικά αναφέρεται παρακάτω (άρθρα 261 εδ.β, 352 παρ.1 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 16-11-2017  έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας διάρκειας τεσσάρων μηνών, που συνήφθη μεταξύ, αφενός του ………….., ναυτικού, υπηκόου Αλβανίας, γεννηθέντος την 27-7-1981, συζύγου εν ζωή της πρώτης ενάγουσας …………….., πατέρα των εκπροσωπούμενων απ’ αυτήν ανηλίκων τέκνων τους ………………………., υιού της δεύτερης ενάγουσας ………… και του τρίτου ενάγοντος ………… και αδελφού των τέταρτης έως και ένατης των εναγουσών (………………..) και αφ’ ετέρου της πρώτης εναγόμενης Λιβεριανής εταιρίας «……………………..», που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια, για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας «……………», πλοιοκτήτριας του υπό Λιβεριανή σημαία Φ/Γ πλοίου γενικού φορτίου με την ονομασία «SE», κ.ο.χ. 1882, dw 2521, ο ως άνω ναυτικός ναυτολογήθηκε την 21-11-2017 στο ανωτέρω πλοίο στο Ρότερνταμ Ολλανδίας, προκειμένου να εργασθεί σ’ αυτό ως προσοντούχος ναύτης (……………… – A/B) που θα εκτελούσε και πρόσθετα καθήκοντα μάγειρα (λόγω του μικρού μεγέθους του πλοίου, που διέθετε πλήρωμα συνολικά έξι ναυτικών, καίτοι δεν διέθετε ο ίδιος πιστοποίηση ούτε είχε ποτέ ναυτολογηθεί ως μάγειρας),  αντί μηνιαίων αποδοχών 1.510,00 δολ. Η.Π.Α. και σύμφωνα και με τους όρους της ενσωματωμένης στην άνω σύμβαση εργασίας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας «για πληρώματα σε πλοία με σημαία ευκαιρίας της 1ης Ιανουαρίου 2017» (PNO «TCC» Collective Bargaining Agreement For Crews on Flag of Convenience Ships 1 January 2017), που υπεγράφη μεταξύ της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εργατών στον Κλάδο των Μεταφορών (International Transport Worker’ s Federation, I.T.F) και της πλοιοκτήτριας του άνω πλοίου δεύτερης εναγόμενης, νόμιμα εκπροσωπούμενης από την αντιπρόσωπο – διαχειρίστρια αυτής πρώτη εναγόμενη, την οποία εκπροσώπησε ο νόμιμος εκπρόσωπός της τρίτος εναγόμενος. Η άνω σύμβαση ναυτικής εργασίας του ……….. καταρτίσθηκε στις 16-11-2017 στο Ρότερνταμ Ολλανδίας και όχι στον Πειραιά, όπου έχει εγκαταστήσει γραφεία σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 378/1968 και Ν. 27/1975, Ν. 814/1978, Ν. 2234/1994, Ν. 3752/2009, Ν. 4646/2019 η αντιπρόσωπος – διαχειρίστρια του πλοίου πρώτη εναγόμενη, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Από μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που προσκομίζουν οι εναγόμενοι αποδεικνύεται ότι η πρώτη εξ αυτών είχε προβεί στη κράτηση δίκλινου δωματίου στο ξενοδοχείο του Ρότερνταμ «………» για τα μέλη του πληρώματος «………………….» και «………………», με ημερομηνία εμφάνισης την 16η-11-2017 και αποχώρησης την επομένη ημέρα (βλ. σχετ. το από 16-11-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα επιβεβαίωσης του Πράκτορα ………. προς το Τμήμα Operation της πρώτης εναγόμενης), ενώ για το χρονικό διάστημα από 17-11-2017 έως 20-11-2017  προέβη στην κράτηση δωματίου στο ξενοδοχείο του Ρότερνταμ «…………» (βλ. σχετ. το από 17-11-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα επιβεβαίωσης του άνω ξενοδοχείου προς την πρώτη εναγόμενη). Αποδεικνύεται μετά ταύτα ότι ο …………. στις 16-11-2017, ημερομηνία κατά την οποία υπεγράφη η ένδικη άνω σύμβαση ναυτικής εργασίας, βρισκόταν στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, γεγονός που, άλλωστε, δεν αμφισβητείται ειδικά από τους ενάγοντες, όπως και το ότι στο άνω λιμάνι βρίσκονταν κατά την άνω ημερομηνία και διάφορα στελέχη της δεύτερης εναγόμενης προκειμένου να παραλάβουν το άνω πλοίο για λογαριασμό της ως αγοράστριας από την προηγούμενη πλοιοκτήτρια αυτού εταιρία «…………», όπως και έπραξαν τελικά την 20-11-2017. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα περί του τόπου κατάρτισης της ένδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας του αποβιώσαντος οικείου των εναγόντων τυγχάνουν ανεφάρμοστες εν προκειμένω οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ και 2 του Ν. 762/1978, βάσει των οποίων επιχειρούν αυτοί να θεμελιώσουν κατ’ εξαίρεση εις ολόκληρον ευθύνη με τη δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή εργοδότρια της πρώτης εναγόμενης ως αντιπροσώπου της στην Ελλάδα και του τρίτου εναγόμενου φυσικού προσώπου ως νόμιμου εκπροσώπου της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση και απέρριψε τον άνω ισχυρισμό των εναγόντων με την ίδια αιτιολογία ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

7. Από τα ίδια ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν περαιτέρω και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 06:20’ της 31ης Ιανουάριου 2018, το άνω Φ/Γ πλοίο «SE» κατέπλευσε και αγκυροβόλησε στο λιμένα King’s Lynn Αγγλίας. Στις 08:00’ οι ναυτικοί του πλοίου άρχισαν να εκφορτώνουν από το κατάστρωμα το φορτίο του πλοίου από συσκευασμένο ξύλο. Μετά την ολοκλήρωση της εκφόρτωσης ο επικεφαλής αξιωματικός (C/O), υπήκοος Ουκρανίας, o οποίος ήταν ναυτολογημένος ως C/O για δεύτερη μόλις φορά, άνοιξε τα καλύμματα του καπακιού φορτίου (κουβούσια) και οι εκφορτωτές άρχισαν να εκφορτώσουν την ξυλεία από την αποθήκη του πλοίου. Στις 17:00 οι εκφορτωτές έφυγαν από το πλοίο και οι εργασίες φορτίου έκλεισαν για εκείνη την ημέρα. Περί ώρα 08:15 π.μ. το επόμενο πρωί οι ναυτικοί άρχισαν εκ νέου την εκφόρτωση της ξυλείας από την αποθήκη φορτίου του πλοίου. Στις 09:00’ ο C/O πήγε στο χώρο αποθήκευσης  εξοπλισμού στοιβασίας στο μπροστινό μέρος του πλοίου (μήκους δυο μέτρων, πλάτους πέντε μέτρων και βάθους δυο μέτρων) και έθεσε σε λειτουργία το μικρό γερανό που βρισκόταν πίσω από το χώρο αυτό για να ανοίξει – ανυψώσει την πόρτα – κάλυμμα αποθήκευσης (hatch cover), βάρους περίπου 0,9 τόνων. Σημειώνεται εδώ, σε σχέση με τη διαδικασία ανοίγματος / κλεισίματος της πόρτας – καλύμματος αυτής χρησιμοποιούνταν δυο ιμάντες προσδεμένοι σε κάθε γωνία της πόρτας – καλύμματος, οι οποίοι κατέληγαν σε κοινή ένωση με κρίκο (αντίστροφο V), από τον οποίο υπήρχε άλλος ιμάντας που ασφάλιζε στο γάντζο του γερανού. Κατά την ανύψωση, όταν η πόρτα – κάλυμμα έφθανε στην τελική θέση ανοίγματος, που ήταν κάθετη 90 μοίρες προς το κατάστρωμα, ασφαλιζόταν στη θέση αυτή με δυο πείρους ασφαλείας, ώστε τα μέλη του πληρώματος να εισέρχονται με ασφάλεια στο χώρο αποθήκευσης υλικών στοιβασίας. Κατά το κλείσιμο η διαδικασία ήταν σε γενικές γραμμές αντίστροφη, ήτοι, ενώ η πόρτα – κάλυμμα ήταν ασφαλισμένη στην κάθετη θέση, ο γερανός ασφάλιζε τους ιμάντες που κατέληγαν στα άκρα της, το πλήρωμα αφαιρούσε τους πείρους ασφαλείας και με τη χρήση του γερανού η πόρτα – κάλυμμα κατέβαινε στην τελική θέση κλεισίματός της. Στην προκειμένη περίπτωση, αφού η πόρτα – κάλυμμα ανυψώθηκε στην τελική θέση ανοίγματος στην οπίσθια βάση της και ενώ οι ιμάντες ανύψωσής της ήταν ακόμα πιασμένοι στο γάντζο του γερανού, ο C/Ο έβγαλε τους πείρους ασφάλισης από την αρχική τους θέση και από τη συσκευή που εμπόδιζε την απελευθέρωση του σχοινιού αγκύρωσης και τους τοποθέτησε σε οπές στην επάνω πλευρά της ανοιχτής πόρτας – καλύμματος, ασφαλίζοντάς τη στη θέση που αυτή βρίσκονταν. Στη συνέχεια, αποσύνδεσε το γάντζο του γερανού, χαλάρωσε τους ιμάντες ανύψωσης πάνω από το άνω άκρο της πόρτας – καλύμματος, σταμάτησε την υδραυλική τροφοδοσία του γερανού και έφυγε από το μπροστινό μέρος του καταστρώματος. Τούτο τα έκανε επειδή, μόλις άνοιξε ο μακρόστενος άνω χώρος αποθήκευσης, ο γάντζος του γερανού έπρεπε να απελευθερωθεί από τους ιμάντες ανύψωσης και ο γερανός να απομακρυνθεί από την πόρτα – κάλυμμα, ώστε να επιτραπεί στα σχοινιά του φορτίου να υποχωρήσουν μέσα και έξω στο χώρο αποθήκευσης με χρήση γερανού. Ήταν δε σαφές ότι σκοπός του ήταν αργότερα (κατά το κλείσιμο του καπακιού) ένα μέλος του πληρώματος να περάσει από τα αποθηκευμένα πράγματα και να ανέβει στο εσωτερικό του ανοιχτού καπακιού για να επανασυνδεθεί ο γάντζος του γερανού, αφού είχε κρεμάσει (ο C/O) τους ιμάντες ανύψωσης με τρόπο που επέτρεπε να συμβεί αυτό, ενώ και τα σήματα των χεριών και των ποδιών στα άκρα  του καπακιού έδειχναν ότι αυτό είχε συμβεί και στο παρελθόν (βλ. σχετ. την από Δεκεμβρίου 2018 και με αριθ. 21 αναφορά της αρμόδιας Αγγλικής Μονάδας Διερεύνησης Ναυτεργατικών Ατυχημάτων «MARINE ACCIDENT INVESTIGATION BRANCH»). Η εκφόρτωση του φορτίου ολοκληρώθηκε στις 11:00’ π.μ. και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ένας γερανός για να ξανατραβήξει τους ιμάντες ανύψωσης στο κατάστρωμα. Στις 11:05’ τον C/Ο βοηθούσαν να τακτοποιήσει τους ιμάντες ανύψωσης του φορτίου στο χώρο αποθήκευσης ο δεύτερος αξιωματικός του πλοίου (2/Ο), υπήκοος Αλβανίας, o οποίος ήταν ναυτολογημένος ως 2/O για πρώτη φορά και ένας προσοντούχος ναύτης (ΑΒ), υπήκοος Γκάνας, ο οποίος ήταν ναύτης για ένα χρόνο και ήταν η πρώτη του σύμβαση. Στις 11:20’ ο έτερος προσοντούχος ναύτης (Α/Β) ………, ο οποίος είχε φύγει από το κατάστρωμα για να ετοιμάσει το γεύμα, επανήλθε στο κατάστρωμα και ανακοίνωσε ότι το γεύμα ήταν έτοιμο. Υπήρξε συζήτηση μεταξύ του πληρώματος και αποφασίστηκε να ολοκληρωθεί πρώτα η τοποθέτηση των άνω ιμάντων ανύψωσης στο γερανό και έτσι ο ……….. παρέμεινε στο κατάστρωμα για να βοηθήσει στη σχετική εργασία. Περί ώρα 11:24 μ.μ, ο δεύτερος αξιωματικός (2/O), o οποίος βοηθούσε τον επικεφαλής, ανέβηκε στο μπροστινό μέρος της πλώρης, ξεκίνησε την υδραυλική τροφοδοσία του γερανού και έδωσε το κουτί τηλεχειρισμού του γερανού στον επικεφαλής (C/O). Εν τω μεταξύ ο ………….. περπάτησε γύρω από την εμπρός δεξιά πλευρά της ανοιχτής πόρτας – καπακιού και βλέποντας αυτό, ο άλλος ναύτης (Α/Β) περπάτησε γύρω από την άλλη πλευρά της πόρτας – καπακιού, καθώς η πρόσβαση αυτών στην πίσω πλευρά της πόρτας – καπακιού εμποδίζονταν από τα τέσσερα καλύμματα κάλυψης φορτίου του πλοίου που ήταν τοποθετημένα το ένα πάνω από το άλλο πίσω από το χώρο αποθήκευσης. Έκαστος εξ αυτών των προσοντούχων ναυτών, ενεργώντας μηχανικά με βάση την προηγούμενη εργασιακή εμπειρία του στο πλοίο, έβγαλε τον αντίστοιχο πείρο ασφάλισης από το μεντεσέ της πόρτας – καλύμματος του χώρου αποθήκευσης και τον τοποθέτησε στην αρχική του θέση σε οπές της επάνω πλευράς της άνω πόρτας – καπακιού. Καθώς ο C/O κατέβασε το γάντζο του γερανού, ο ……………, χωρίς να τελεί υπό επίβλεψη του άνω αξιωματικού, ο οποίος είχε αρμοδιότητα και ως εκ τούτου και ευθύνη για επίβλεψη και χορήγηση οδηγιών για λήψη μέτρων ασφαλείας κατά το κλείσιμο της άνω πόρτας – καπακιού με χρήση του άνω γερανού, κινήθηκε στην περιοχή κάτω από την πόρτα – καπάκι, πατώντας στα αποθηκευμένα υλικά έχμασης στον αποθηκευτικό χώρο και στη συνέχεια ανέβηκε πάνω της και πέρασε στα πάνω άκρα της τα σχοινιά των φορτίων. Έπειτα, ανέβηκε πάνω της από την εσωτερική πλευρά της, χρησιμοποιώντας τα σιδερένια στηρίγματα αυτής ως χειρολαβές, για να πιάσει τους ιμάντες ανύψωσης. Όμως, καθώς έκανε την κίνηση αυτή, επηρεασμένη από το βάρος του, η πόρτα – κάλυμμα έπεσε πάνω του και τον καταπλάκωσε, με αποτέλεσμα να επέλθει επί τόπου ο θάνατός του. Ο C/O και ο έτερος Α/Β προσπάθησαν άμεσα να ανεβάσουν χειροκίνητα την πόρτα – κάλυμμα για να τον ελευθερώσουν, αλλά αυτό δεν κατέστη εφικτό, λόγω του βάρους της. Στη συνέχεια, περί ώρα 11:26’ η πόρτα – κάλυμμα σηκώθηκε με χρήση του γερανού του λιμένος και διαπιστώθηκε ο θάνατος του ……….., ο οποίος, σύμφωνα με το μετέπειτα πόρισμα του αρμόδιου ιατροδικαστή, επήλθε από σοβαρό τραυματισμό του στο στήθος (βλ. το από 15-2-2018 πιστοποιητικό θανάτου της ιατροδικαστή ……….). Μετά το ατύχημα, το πλήρωμα του καταστρώματος υποβλήθηκε σε αναπνευστικά τεστ αλκοόλης από τον πλοίαρχο, με αρνητικά αποτελέσματα. Ωστόσο, μετά τη διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων στον ………….., εντοπίσθηκε αλκοόλ στο αίμα του σε ποσοστό 75 mg / 100 ml, το οποίο υπερέβαινε το ανώτατο υποχρεωτικό όριο των 50 mg/100ml σύμφωνα με τον Κανονισμό 14 του STCW «Περί Προτύπων Εκπαίδευσης και Ασφαλούς τήρησης Φυλακής» – τροποποιήσεις Μανίλα 2012 (βλ. την ίδια άνω αναφορά της Μ.Α.Ι.Β.). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρόκληση του άνω ατυχήματος, που είχε σα συνέπεια το θάνατο του άνω ναυτικού, οφείλεται κυρίως σε υπαιτιότητα των προστηθέντων της πλοιοκτήτριας δεύτερης εναγόμενης εταιρίας και εργοδότριάς του, πλοιάρχου και επικεφαλής αξιωματικού καταστρώματος (C/O) του πλοίου, οι οποίοι, αν και ήταν ιδιαίτερα νομικά υπόχρεοι για την τήρηση των κανόνων ασφαλείας και υγιεινής των εργαζόμενων ναυτικών στο κατάστρωμά του, κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν επέδειξαν την απαιτούμενη από τις περιστάσεις προσοχή και επιμέλεια που όφειλαν και μπορούσαν να καταβάλλουν, αλλά εκτέλεσαν πλημμελώς τα καθήκοντα τους. Συγκεκριμένα, παρέλειψαν να μεριμνήσουν ώστε να εποπτεύεται διαρκώς η διαδικασία κλεισίματος της πόρτας – καλύμματος αποθήκευσης στο μπροστινό μέρος του πλοίου στην οποία συμμετείχε ο ναύτης ……….. και ο έτερος νεαρός Γκανέζος ναύτης, να δίδονται οι δέουσες οδηγίες ασφαλείας σ’ αυτούς και να εφίσταται η προσοχή στους πιθανούς κινδύνους της άνω εργασίας που εκτελούσαν, με τους οποίους δεν ήταν πλήρως εξοικειωμένοι, λόγω του μικρού χρόνου προϋπηρεσίας τους στο συγκεκριμένο πλοίο και επιπλέον, ο πρώτος απ’ αυτούς και ενόψει των πρόσθετων καθηκόντων μάγειρα που εκτελούσε. Ειδικότερα, ο C/O είχε επικεντρωθεί στη λειτουργία του υψηλότερου γερανού όταν οι Α/Β αφαίρεσαν τους πείρους ασφαλείας και δεν πρόσεξε ότι οι τελευταίοι δεν ήταν πλέον σε ασφαλή θέση και έτσι δεν απέτρεψε έγκαιρα το ναύτη ……………. όταν αυτός κινήθηκε κάτω από την πόρτα – κάλυμμα και επιχείρησε να ανεβεί στο εσωτερικό της για να την επανασυνδέσει με τους ιμάντες ανύψωσης φορτίων και τους τελευταίους με το γάντζο του γερανού του πλοίου, παραμελώντας έτσι τον εποπτικό του ρόλο, που του επέβαλε να ελέγχει διαρκώς την όλη διαδικασία και να μην του επιτρέψει να εισέλθει στην επικίνδυνη αυτή ζώνη εργασίας υπό τις άνω συνθήκες που δεν διασφάλιζαν τη σταθερότητα της ευρισκόμενης σε κάθετη θέση πόρτας – καλύμματος αποθήκευσης. Επιπλέον, για το κλείσιμο της τελευταίας, δεν ακολουθήθηκε, καθ’ υπόδειξη του πλοιάρχου του πλοίου της δεύτερης εναγόμενης, ένα ασφαλές σύστημα εργασίας που να εξασφαλίζει την πρόληψη ή την έγκαιρη διάγνωση του εκάστοτε κινδύνου. Η δε πρακτική να απαιτείται από τους ναύτες να αναρριχώνται συστηματικά στα καπάκια ή στους στενούς χώρους ή να μετακινούνται σε ανομοιόμορφες επιφάνειες για να ανέβουν στις άκρες της πόρτας – καλύμματος αποθήκευσης και να συνδέουν ή αποσυνδέουν τακτικά τους ιμάντες ανύψωσης φορτίων με αυτήν και το γάντζο του γερανού, ενώ μπορούσαν να εντοπιστούν και να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικές λύσεις, δεν αποτελούσε διαδικασία που περιόριζε τον κίνδυνο στο ελάχιστο, καθότι ο εκάστοτε ναύτης (όπως εν προκειμένω ο …….) αναγκάζονταν να κινείται σε μια περιοχή όπου, όποτε, για οποιονδήποτε λόγο, η ευρισκόμενη σε κάθετη θέση πόρτα – κάλυμμα έπαυε να είναι ασφαλώς ακινητοποιημένη, κινδύνευε να πέσει πάνω του και να χάσει τη ζωή του. Η άνω έλλειψη σχετικής εποπτείας από μέρους του επικεφαλής αξιωματικού καταστρώματος (C/O) και η έλλειψη σαφών οδηγιών από μέρους αυτού και του πλοιάρχου του πλοίου της δεύτερης εναγόμενης, προκειμένου η συγκεκριμένη εργασία ανοίγματος και κλεισίματος της πόρτας – καλύμματος να γίνεται με ασφάλεια από το πλήρωμα, συνέθεταν την ανεπάρκεια της ακολουθούμενης διαδικασίας [η οποία επιβεβαιώνεται από την καθυστερημένη (μετά το ατύχημα) σύνταξη το πρώτον σχετικού πρωτοκόλλου ασφαλείας – (βλ. την ίδια άνω αναφορά της Μ.Α.Ι.Β.)] και επέφεραν αιτιωδώς το θάνατο του ναύτη …………, ο οποίος συνιστά ναυτεργατικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 551/1915, ως δεν αμφισβητείται. Τα ίδια, επομένως, αφού δέχθηκε και η εκκαλουμένη, κρίνοντας ότι ο θάνατος του τελευταίου αποτελεί ναυτεργατικό ατύχημα και οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου και του επικεφαλής αξιωματικού καταστρώματος (C/O) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και ότι η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται, λόγω της σχέσης πρόστησης με τον πλοίαρχο και τον C/O, σε αποζημίωση των εναγόντων για το ως άνω ατύχημα, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, έστω με πιο συνοπτική αιτιολογία που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας και είναι αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης των εναγόμενων με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα. Όμως και ο θανών ναύτης …… κρίνεται συνυπαίτιος (κατά ποσοστό 40%) για το άνω ατύχημα που επέφερε το θάνατό του, διότι, κατά παράβαση των γνωστοποιηθέντων σ’ αυτόν κατά το χρόνο της ναυτολόγησής του πολιτικών της δεύτερης εναγόμενης πλοιοκτήτριας «να μην λειτουργεί κανείς ναυτικός τον εξοπλισμό του πλοίου υπό την επήρεια αλκοόλ ή εάν υπάρχει περίπτωση τέτοιας επίδρασης», ενήργησε την άνω εργασία επί εξοπλισμού του πλοίου, έχοντας καταναλώσει αλκοόλ και μάλιστα σε ποσοστό υψηλότερο από το ανώτατο υποχρεωτικό όριο [το αίμα του βρέθηκε μετά το ατύχημα με  περιεκτικότητα σε αλκοόλ 75 mg/100ml, ενώ το ανώτατο υποχρεωτικό όριο είναι 50 mg/100ml σύμφωνα με τον Κανονισμό 14 του STCW «Περί Προτύπων Εκπαίδευσης και Ασφαλούς τήρησης Φυλακής» (τροποποιήσεις Μανίλα 2012)], γεγονός που επίσης συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση του ατυχήματος, καθώς του προκάλεσε μείωση της προσοχής, της κρίσης και του ελέγχου, υποτίμηση των πιθανών κινδύνων από την εργασία του και αίσθηση επείγοντος να εκτελέσει ταυτόχρονα διάφορες εργασίες (για να μην κρυώσει το φαγητό που είχε ετοιμάσει στο πλήρωμα για μεσημεριανό), όταν εισήλθε στην επικίνδυνη ζώνη κάτω από την πόρτα – κάλυμμα και επιχείρησε να αναρριχηθεί στην τελευταία ενώ δεν συγκρατείτο επαρκώς σε κάθετη θέση από το γερανό και είχαν αφαιρεθεί απ’ αυτήν οι πείροι ασφαλείας. Έτσι, δεν επέδειξε και από μόνος του τη δέουσα προσοχή, κυρίως σε σχέση με το σημείο που θα ήταν τοποθετημένος μετά την αφαίρεση των πείρων ασφαλείας απ’ αυτόν και τον έτερο Α/Β, με τον οποίο επίσης δεν συνεννοήθηκε επαρκώς για την αλληλουχία των κινήσεών τους, καίτοι ήταν προσοντούχος ναύτης που είχε εκτελέσει ξανά την ίδια εργασία στο άνω πλοίο (βλ. ιδίως την άνω αναφορά της Μ.Α.Ι.Β.) και την κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης   …………, που δεν αναιρούνται από άλλο αντίθετο στοιχείο]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, επίσης δέχθηκε ως εν μέρει αποδειχθέντα τον ισχυρισμό των εναγόμενων για συντρέχον πταίσμα του αποβιώσαντος στην πρόκληση του ατυχήματος και δη στο ίδιο άνω ποσοστό (40%), έστω με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται στο σύνολό της με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 Κ.Πολ.Δ.), δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τη δεύτερη εναγόμενη με τον πρώτο και το δεύτερο λόγο της έφεσής της και από τους ενάγοντες με τους πέμπτο και έκτο λόγους της έφεσής τους είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

8. Περαιτέρω, από τα ίδια άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των εναγόντων περί ύπαρξης σχέσης πρόστησης κατά το άρθρο 922 Α.Κ. του πληρώματος του πλοίου με την πρώτη εναγόμενη και το νόμιμο εκπρόσωπό της τρίτο εναγόμενο, ώστε να τίθεται θέμα ευθύνης τους για τη μη λήψη μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση της εργασίας του άνω ναυτικού. Αντίθετα, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης πλοιοκτήτριας και όχι ως εργοδότρια ή ως έχουσα την ευθύνη της εκμετάλλευσης του άνω πλοίου, η οποία είχε ως προστηθέντες τον πλοίαρχο και το πλήρωμα αυτού. Τούτο  καταγράφεται άλλωστε και στο έγγραφο της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ναύτη …………., όπου αναφέρεται επί λέξει: «Αυτή η Σύμβαση Εργασίας συνάπτεται μεταξύ του Ναυτικού και του Πλοιοκτήτη / Αντιπροσώπου του Πλοιοκτήτη του πλοίου SMN EXPLORER» και στη συνέχεια, κάτω από την ένδειξη «ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΗΣ» (THE OWNER), αναφέρεται η επωνυμία της δεύτερης εναγόμενης (EXPLORER SHIPS S.A.), ενώ τα ίδια κατέθεσε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης ……., χωρίς η μάρτυρας απόδειξης …………… να καταθέτει κάτι αντίθετο. Και ναι μεν στην ένδικη άνω σύμβαση ναυτικής εργασίας του αποβιώσαντος ναυτικού αναγράφεται και η ονομασία της πρώτης εναγόμενης διαχειρίστριας κάτω από την ένδειξη «THE SHIPOWNER» (ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΗΣ), πλην όμως, όπως προκύπτει από τη συνεκτίμηση του λοιπού αποδεικτικού υλικού, η αναγραφή αυτή έγινε αποκλειστικά και μόνο για υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας του ναυτικού, σε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των διατάξεων της Διεθνούς Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας MLC 2006, και όχι για αξιώσεις από εξωσυμβατικές ενοχές, όπως οι επίδικες, όπως βάσιμα οι εναγόμενοι ισχυρίζονται. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση επίσης κατέληξε ότι αποκλειστικά υπεύθυνη για τυχόν πράξεις και παραλείψεις του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος του άνω πλοίου ήταν η δεύτερη εναγόμενη πλοιοκτήτρια, για λογαριασμό της οποίας καταρτίστηκαν οι συμβάσεις ναυτικής εργασίας τους και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι ο πλοίαρχος και τα μέλη του πληρώματος ενεργούσαν και ως προστηθέντες της πρώτης και του τρίτου των εναγόμενων (ισχυρισμό που σε κάθε περίπτωση δεν πρόβαλαν οι ενάγοντες κατά τρόπον ορισμένο, καθώς περιλαμβάνεται μόνο σε παρατιθέμενο επί λέξει απόσπασμα της άνω αναφοράς της Μ.Α.Ι.Β, που είναι παρακινδυνευμένο να εκτιμηθεί και ως ισχυρισμός τους), δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

9. Από τα ίδια άνω στοιχεία αποδείχθηκε και ότι, μετά το θάνατο του άνω ναύτη ……………., η σύζυγός του πρώτη ενάγουσα έλαβε για λογαριασμό της και για λογαριασμό των τριών ανηλίκων τέκνων της από τη δεύτερη εναγόμενη πλοιοκτήτρια τη συμβατική αποζημίωση για το θάνατό του εξ οιασδήποτε αιτίας κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο άνω πλοίο την οποία προέβλεπε [στον όρο 25 σε συνδυασμό με το Παράρτημα (ANNEX) 4] η προαναφερθείσα Σ.Σ.Ε. «για πληρώματα σε πλοία με σημαία ευκαιρίας της 1ης Ιανουαρίου 2017» (PNO GR/ITF TCC CBA 1-1-2017). Η συμβατική αυτή αποζημίωση που της καταβλήθηκε ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 163.574,00 δολ. Η.Π.Α, δεδομένου ότι, πλέον του ποσού των 102.308,00 δολ. Η.Π.Α. που δικαιούταν η ίδια ως σύζυγος του αποβιώσαντος, έκαστο των τριών τέκνων που αυτός κατέλειπε δικαιούταν από 20.462,00 δολ. Η.Π.Α. Το συνολικά οφειλόμενο ποσό των 163.574,00 δολ. Η.Π.Α. της κατέβαλε η δεύτερη εναγόμενη σε δύο δόσεις (των 1.000,00 και των 163.574,00 δολ. Η.Π.Α. ευρώ αντίστοιχα), όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται. Η καταβληθείσα άνω αποζημίωση υπέρ της εν ζωή συζύγου του αποβιώσαντος ναυτικού και των ανηλίκων τέκνων του, όπως επίσης κρίθηκε με την εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται, υπερέβη το χρηματικό ποσό των 39.167,62 ευρώ που οι αντίστοιχες διατάξεις του Ν. 551/1915 (άρθρο 6 σε συνδυασμό με άρθρο 3 παρ. 5) παρείχαν στους άνω συγγενείς του αποβιώσαντος από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του (15.667,05 ευρώ στην πρώτη εναγόμενη ατομικά και 7.833,52 ευρώ σε έκαστο των ανηλίκων τέκνων της) (χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη η αποδειχθείσα άνω συνυπαιτιότητα του ενάγοντος στην πρόκληση του άνω ατυχήματος) και λόγω του ότι οι δυο άνω αξιώσεις τελούν σε σχέση διαζευκτικής συρροής και η πρώτη ενάγουσα, υπό τις άνω ιδιότητές της, εισέπραξε την πρώτη (συμβατική αποζημίωση), κατά την εκκαλούμενη απόφαση η εκ του Ν. 551/1915 επικουρική απαίτηση της πρώτης ενάγουσας υπό τις άνω ιδιότητές της για καταβολή αποζημίωσης έχει εξοφληθεί, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης της δεύτερης εναγόμενης. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής της η πρώτη ενάγουσα παραπονείται για το ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, έγινε δεκτή η άνω ένσταση εξόφλησης, επειδή η ενιστάμενη δεύτερη εναγόμενη δεν αναφέρει κατά τρόπον ορισμένο την αιτία για την οποία κατέβαλε το άνω ποσό των 163.574,00 δολ. Η.Π.Α. σ’ αυτήν και τα τέκνα της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου των πρωτόδικων προτάσεων της δεύτερης εναγόμενης προκύπτει ότι στην άνω ένστασή της, την οποία επαναφέρει αυτούσια με τις προτάσεις της στην παρούσα συζήτηση, αναφέρεται με σαφήνεια η αιτία για την οποία η τελευταία κατέβαλε το άνω ποσό των 163.574,00 δολ. Η.Π.Α. στην πρώτη ενάγουσα και στα τέκνα της. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι το ποσό αυτό, ως αναλύεται στην ένσταση κατά τις επιμέρους καταβολές του, καταβλήθηκε σε ολοσχερή εξόφληση της συμβατικής αποζημίωσης της πρώτης ενάγουσας υπό τις άνω ιδιότητές της σύμφωνα με τον όρο 25 της προαναφερθείσας Σ.Σ.Ε. «για πληρώματα σε πλοία με σημαία ευκαιρίας της 1ης Ιανουαρίου 2017» (PNO GR/ITF TCC CBA 1-1-2017) και το Παράρτημα (ANEX) 4 αυτής, άλλως και επικουρικώς σε ολοσχερή εξόφληση της αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 παρ. 5 του Ν. 551/1915. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι δεν είναι λογικό ο ναυτικός, και σε περίπτωση θανάτου του η οικογένειά του, να εισπράξει δυο φορές παροχές για συμβατική αποζημίωση εξ αντικειμενικής ευθύνης, αλλά, κατ’ ορθή ερμηνεία των άνω διατάξεων, θα δικαιούται να εισπράξει τις μεγαλύτερες αμοιβές και παροχές μεταξύ των δυο ή περισσότερων τέτοιων συμβάσεων και των προβλεπόμενων από το νόμο (αν ισχύουν διαφορετικές διατάξεις) (Εφ.Πειρ. 139/2005 Ναυτ.Δνη 2, 2005), ισχυρισμό που υιοθέτησε και η εκκαλουμένη, χωρίς η σχετική κρίση της να πλήττεται με λόγο έφεσης.

10. Στο άρθρο 932 εδ. α΄ A.K. ορίζεται ότι «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης», στο δε εδ. γ’ του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου, η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος, λόγω ψυχικής οδύνης». Οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν σε μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση ενός προσώπου για την ηθική βλάβη (ανεξάρτητα από την αντίστοιχη περιουσιακή), η οποία επήλθε σε αυτό από την αδικοπρακτική συμπεριφορά ενός άλλου προσώπου έτσι, ώστε ο δικαιούχος να απολαύσει μία επαρκή ανακούφιση του συναισθηματικού βάρους, το οποίο προκάλεσε σε αυτόν η αδικοπραξία. Παράλληλα, όμως, οι ίδιες διατάξεις οριοθετούν την αποκατάσταση στο κατά την αντικειμενική κρίση του δικαστηρίου «εύλογο» μέτρο, αποβλέποντας στο να μην «εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία», με την έννοια ότι η αξία αυτή δεν πρέπει ούτε να συρρικνώνεται, αλλά ούτε και να «επεκτείνεται υπέρμετρα» ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, με αφορμή το γεγονός ότι πρόκειται για «βλάβη ηθική», ήτοι τοιαύτης φύσεως που, ενώ «δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα», είναι ευεπίφορη σε υποκειμενική στάθμιση (οι εντός εισαγωγικών περικοπές είναι από σκέψη της Ολ.Α.Π. 9/2015). Η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας αναζήτηση του ποσού, το οποίο σε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί «εύλογο» ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης συγκεκριμένου δικαιούχου, γίνεται με τη συνεκτίμηση μίας σειράς από περιστάσεις, οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίο να προβληθούν μία προς μία από τους διαδίκους, προκύπτουν από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που αυτοί επικαλούνται και προσκομίζουν. Τέτοιες περιστάσεις είναι, κυρίως και ενδεικτικώς, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η προσωπική, κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου (στο μέτρο που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης του δικαιούχου), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος (που λειτουργεί διαφορετικά στην περίπτωση της χρηματικής ικανοποίησης, από ότι στην αξίωση αποκατάστασης της περιουσιακής ζημίας, π.ρ.β.λ. Ολ.Α.Π. 1115/1986), οι ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της συγκεκριμένης αδικοπραξίας, κ.λ.π. Οι περιστάσεις αυτές πρέπει να οδηγήσουν το δικαστήριο στο σχηματισμό της, κατά το άρθρο 932 Α.Κ, κρίσης ως προς το «εύλογο» της χρηματικής ικανοποίησης που πρέπει να επιδικάσει, με χρήση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει προς αυτό ο νόμος. Κατά τη χρήση, όμως, της ευχέρειας αυτής, το δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να κινηθεί ανεξέλεγκτα, υπακούοντας μόνο στις υποκειμενικές αντιλήψεις του δικάζοντος δικαστή, αλλά οφείλει να εφαρμόσει το μέτρο που αντικειμενικά θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, η ως προς το «εύλογο» κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, τα οποία, σύμφωνα με τις κατ’ ιδίαν περιστάσεις (ως προς τις οποίες και μόνο, οι παραδοχές του παραμένουν αναιρετικώς ανέλεγκτες), διαπιστώνονται σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και την περί δικαίου συνείδηση του μέσου κοινωνικού ανθρώπου σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως τα όρια αυτά αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων (Ολ.Α.Π. 9/2015). Η υπέρβαση των κατά τα ανωτέρω ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνος δικαίου (Κ.Πολ.Δ. 559 αριθ. 1 ή / και αριθ. 19) (Α.Π. 747/2020, Α.Π. 88/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

11. Στην προκειμένη περίπτωση, εφ’ όσον, κατά τα προαναφερθέντα, υπήρξε πταίσμα των προστηθέντων της δεύτερης εναγόμενης πλοιάρχου και επικεφαλής αξιωματικού καταστρώματος (C/O) του άνω πλοίου, οι ενάγοντες δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που δοκίμασαν από το θάνατο του οικείου τους ναυτικού, καθώς η ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης δεν είναι αντικειμενική, ως βασιζόμενη σε εργατικό ατύχημα, αλλά αδικοπρακτική, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού της. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα (σύζυγος του αποβιώσαντος) γεννήθηκε την 21-10-1986, τα ανήλικα τέκνα τους ………….., γεννήθηκαν την 29-7-2007, 18-10-2011 3-6-2016 αντίστοιχα, η δεύτερη ενάγουσα (μητέρα του αποβιώσαντος) γεννήθηκε την 17-1-1953, ο τρίτος ενάγων (πατέρας του αποβιώσαντος) γεννήθηκε την 22-9-1948, η τέταρτη ενάγουσα (αδελφή του αποβιώσαντος) γεννήθηκε την 26-10-1972, η πέμπτη ενάγουσα (αδελφή του αποβιώσαντος) γεννήθηκε την 13-12-1973, η έκτη ενάγουσα (αδελφή του αποβιώσαντος) γεννήθηκε την 27-2-1975, η έβδομη ενάγουσα (αδελφή του αποβιώσαντος) γεννήθηκε την 11-1-1977, η όγδοη ενάγουσα (αδελφή του αποβιώσαντος) γεννήθηκε την 30-4-1978, η ένατη ενάγουσα (αδελφή του αποβιώσαντος) γεννήθηκε την 13-2-1983, άπαντες δε είναι Αλβανοί υπήκοοι και κάτοικοι …… Αλβανίας, πλην της έβδομης εξ αυτών που είναι κάτοικος …. Ιταλίας. Ο αποβιώσας συντηρούσε με το εισόδημα από την εργασία του στο άνω πλοίο την άνεργη σύζυγο και τα τρία ανήλικα τέκνα του, με τους οποίους συμβίωνε και οι οποίοι δεν είχαν δικά τους εισοδήματα, σπίτι και ακίνητη περιουσία (βλ. ιδίως την υπ’ αριθ. πρωτ. ……./2-7-2018 βεβαίωση της Περιφερειακής Διεύθυνσης της Εθνικής Υπηρεσίας της Απασχόλησης Δυρραχίου Αλβανίας και την υπ’ αριθ. πρωτ. ……/3-12-2020 βεβαίωση της Εθνικής Υπηρεσίας Κτηματολογίου Δυρραχίου Αλβανίας, σε συνδυασμό και με την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης …..), ενώ συμπαραστεκόταν στους ηλικιωμένους γονείς του δεύτερο και τρίτη των εναγόντων, εκ των οποίων ο πατέρας του είχε σοβαρά προβλήματα με την καρδιά του και η μητέρα του είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …../3-7-2018 βεβαίωση αναπηρίας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δυρραχίου Αλβανίας, σε συνδυασμό και με την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης) και είχε και εξαιρετικές σχέσεις με τις έξι αδελφές του (τέταρτη έως και ένατη των εναγόντων). Κατά το χρόνο του θανάτου του, ήταν ηλικίας 37 ετών, έχαιρε άκρας υγείας και ο αιφνίδιος, αδόκητος, πρόωρος και υπό τις προεκτεθείσες τραγικές συνθήκες, βίαιος θάνατός του, προκάλεσε στη σύζυγό του, στα τρία τέκνα του, στους γονείς του και στις αδελφές του, με τους οποίους ο συναισθηματικός και ψυχικός δεσμός που τον συνέδεε ήταν πολύ ισχυρός, οι δε σχέσεις τους πολύ αρμονικές, υπήρχε δε μεγάλη αγάπη μεταξύ τους, δεινό ψυχικό άλγος, πόνο και θλίψη, τα οποία είναι δύσκολο να εξαλειφθούν στο μέλλον. Πρέπει να σημειωθεί ότι η θανάτωση προσώπου αποτελεί, αναμφισβήτητα, το έσχατο αποτέλεσμα μιας αδικοπραξίας, η οποία επιφέρει δυσαναπλήρωτο κενό, πόνο και συντριβή στους οικείους του αποβιώσαντος και η κλονισμένη ψυχική κατάσταση και συντριβή των συγγενών του, δεν μπορούν να αποκατασταθούν. Πλην όμως, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, μπορεί να τους ανακουφίσει κατά ένα μέρος. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο βίαιος θάνατος του ανωτέρω κατά την εκτέλεση της εργασίας του (βλ. Στ. Πατεράκη, Η Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σ. 336 και 338), το βαθμό πταίσματος των προστηθέντων της δεύτερης εναγόμενης (η συμπεριφορά τους είχε ουσιώδη απόκλιση από τους κανόνες επιμέλειας για την ασφάλεια των εργαζομένων, γεγονός που, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επιτείνει την ψυχική οδύνη των εναγόντων), το ποσοστό συνυπαιτιότητας του αποβιώσαντος (Στ. Πατεράκη, ό.α, σ.σ. 339, 343), τη συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης μετά το ατύχημα (κατέβαλε 16 μήνες μετά απ’ αυτό στην πρώτη ενάγουσα υπό τις άνω ιδιότητές της το σύνολο της προβλεπόμενης συμβατικής αποζημίωσης λόγω θανάτου της ITF TCC CBA 2017), την ηλικία τόσο του αποβιώσαντος (ο οποίος, λόγω του σχετικά νεαρού της ηλικίας του, είχε ακόμα πολλά χρόνια να ζήσει και να προσφέρει πολλές χαρές και ηθική και οικονομική συμπαράσταση στους οικείους του) όσο και των εναγόντων μελών της οικογένειας του, τα οποία δοκιμάζουν ψυχική οδύνη, καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών (με την επισήμανση ότι η κοινωνική θέση του αποβιώσαντος επηρεάζει σε ασήμαντο βαθμό την κρίση του Δικαστηρίου για το επιδικαστέο ποσό της χρηματικής ικανοποίησης – Στ. Πατεράκη, ό.α, σ. 334), το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στην πρώτη ενάγουσα σύζυγο ατομικά το ποσό των 40.000,00 ευρώ, στην ίδια για λογαριασμό εκάστου ανήλικου τέκνου της το ποσό των 40.000,00 ευρώ, σε έκαστο των δεύτερης και τρίτου των εναγόμενων γονέων το ποσό των 30.000,00 ευρώ και σε έκαστη των τέταρτης έως και ένατης των εναγόντων αδελφών το ποσό των 10.000,00 ευρώ, προς ανακούφιση του ψυχικού τους πόνου, τα οποία κρίνεται δίκαιο και εύλογο να επιδικαστούν σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας. Τα ποσά δε αυτά, τελούν σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δεδομένου ότι δεν υπερβαίνουν τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης στις ένδικες συνθήκες. Δεν παραβιάζεται δε η αρχή της αναλογικότητας, διότι εάν επιδικάζονταν μικρότερα ποσά προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης των εναγόντων, θα ευτελιζόταν η αξία της ανθρώπινης ζωής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι πρέπει να λάβουν ως χρηματική ικανοποίηση για την παραπάνω αιτία: α) η πρώτη ενάγουσα (σύζυγος) ατομικά και για έκαστο των ανήλικων τέκνων της το ποσό των 20.000,00 ευρώ και β) έκαστος των δεύτερης και τρίτου των εναγόντων (γονέων) το ποσό των 20.000,00 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε, δεκτού γενομένου εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμου του έβδομου λόγου της Α έφεσης και απορριπτομένου  ως ουσιαστικά αβάσιμου του τρίτου λόγου της Β’ έφεσης, με τους οποίους γίνεται επίκληση άλλων ποσών. Αντίθετα, κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι έκαστη των τέταρτης έως και ένατης των εναγόντων πρέπει να λάβουν ως χρηματική ικανοποίηση για την παραπάνω αιτία το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένων αντίστοιχα του έβδομου λόγου της Α έφεσης και του τρίτου λόγου της Β έφεσης, με τους οποίους γίνεται επίκληση άλλων  ποσών.

12. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 176, 189, 190 παρ. 3, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 180 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, «Αν καταδικαστούν περισσότεροι, είτε είναι ομόδικοι, είτε όχι, να πληρώσουν τα έξοδα ενέχονται κατά ίσα μέρη, το Δικαστήριο όμως μπορεί κατά την κρίση του, να κατανείμει τα έξοδα με βάση το μερίδιο που αναλογεί σε καθέναν επάνω στο επίδικο αντικείμενο» (Α.Π. 467/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 58 παρ. 3 εδαφ. α’, 63 παρ.1 περ.iα και  68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικος περί Δικηγόρων), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα του άνω Κώδικα, με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης και ειδικότερα, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα, ήτοι σε ποσοστό 0,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 1.500.001 ευρώ μέχρι 3.000.000 ευρώ, το δε Δικαστήριο κατά την επιδίκαση δικηγορικών αμοιβών και δικαστικών εξόδων, υποχρεούται (άρθρο 84 παρ.1 αυτού) να εφαρμόζει τις περί ορίων αμοιβών διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα σε ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια (Α.Π. 1264/2017, Α.Π. 122/2015, Α.Π. 1295/2010, Α.Π. 1647/2007, Εφ.Πειρ. 359/2015, Εφ.Πειρ. 216/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 193 Κ.Πολ.Δ. «Δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Ως «ουσία της υπόθεσης» κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς ασκήσεως ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, στα οποία περιλαμβάνεται κατ` άρθρο 189 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. και η αμοιβή του δικηγόρου, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υποθέσεως (Α.Π. 1688/2017, Α.Π. 1818/2014, Α.Π. 2193/2013, Α.Π. 1637/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ) και η αποτροπή εξαναγκασμού του ανώτερου δικαστηρίου για έρευνα της ουσίας της υπόθεσης από την προσβολή και μόνο της απόφασης για τα έξοδα, η κρίση για την επιδίκαση των οποίων συνάπτεται με την ουσία της υπόθεσης. Εάν το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης, απορριφθεί, ως απαράδεκτο, επέρχε­ται, συγχρόνως, η ίδια συνέπεια και κατά την παραπάνω διάταξη. Α­ντίθετα, η προσβολή των εξόδων δεν επηρεάζεται, εάν απορριφθεί, για άλλον λόγο, το ένδικο μέσο, ως προς την ουσία της υπόθεσης (Α.Π. 226/2020, Εφ.Πειρ. 4/2021, Εφ.Πειρ.  81/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (Εφ.Δωδ. 84/2021, Εφ.Δωδ. 176/2020, Εφ.Πατρ. 104/2021, Εφ.Πατρ. 160/2019, Εφ.Αθ. 625/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

13. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσία την ένδικη αγωγή ως προς την πρώτη και τον τρίτο των εναγόμενων και εφαρμόζοντας την αρχή της ήττας, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των άνω εναγόμενων, υποβληθέν με τις έγγραφες προτάσεις τους (άρθρα 176, 180 παρ.1, 189 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), επέβαλε τα δικαστικά έξοδα των άνω εναγόμενων, τα οποία καθόρισε στο συνολικό ποσό των 8.000,00 ευρώ, σε βάρος των εναγόντων (κατά ίσο μέρος), εφόσον δεν διέλαβε άλλη ρύθμιση περί του τρόπου κατανομής τους. Οι εκκαλούντες στην Α έφεση (ενάγοντες), με τον όγδοο και τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσής τους, προσβάλλουν την εκκαλουμένη απόφαση ως προς τη διάταξη περί επιβολής σε βάρος τους των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων, ποσού 8.000,00 ευρώ, επικαλούμενοι ότι είναι «δυσανάλογα υψηλά για την οικογένεια του θύματος, δεδομένου ότι στην επίδικη υπόθεση τέθηκαν ζητήματα δικαιοδοσίας, εφαρμοστέου δικαίου, εργατικού δικαίου σε περίπτωση ναυτεργατικών ατυχημάτων, κ.λ.π. και δεν δικαιολογούνται από τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 του Κώδικα περί Δικηγόρων». Ο λόγος αυτός όμως, ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη ανωτέρω νομική σκέψη, παραδεκτά προβάλλεται κατ’ άρθρο 193 Κ.Πολ.Δ, αφού με την άνω έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης, είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί. Τούτο δε, διότι οι εκκαλούντες δεν προσδιορίζουν το νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης, δηλαδή αν ο καθορισμός του ως άνω ποσού οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος, ενώ δεν προσδιορίζουν και που συνίσταται η δυσκολία στην ερμηνεία  συγκεκριμένων κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν. Σε κάθε όμως, περίπτωση ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος διότι, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν και στην παραπάνω νομική σκέψη, δεδομένου ότι η αγωγή τους απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς την πρώτη και τον τρίτο των εναγόμενων και υπεβλήθη σχετικό αίτημα από τους τελευταίους, η εκκαλούμενη απόφαση, με βάση την θεσπιζόμενη, με τη διάταξη του άρθρου 176 Κ.Πολ.Δ, αρχή της ήττας, επέβαλε, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 180 παρ.1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε βάρος τους, κατ’ ίσα μέρη, τα έξοδα, τα οποία καθόρισε, με βάση το άρθρο 189 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, και τα άνω άρθρα 58 παρ. 3, 63 παρ.1 περ. iδ, 68 παρ.1 και 84 του Ν. 4194/2013 και την αξία του το αντικείμενο της ένδικης αγωγής (αιτούμενη συνολικά αποζημίωση 2.193.000,00 ευρώ για άπαντες τους ενάγοντες). Κατά την επιβολή δε των εξόδων αυτών σε βάρος των ηττηθέντων εναγόντων (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.), το δικαστήριο δεν απαιτείται να αιτιολογήσει ειδικά την κρίση του και επί πλέον, τα οριζόμενα στον άνω Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» όρια της δικηγορικής αμοιβής είναι τα ελάχιστα επιτρεπόμενα, με την έννοια ότι η δικηγορική αμοιβή δεν επιτρέπεται να ορισθεί σε ποσό κατώτερο αυτών, δεν απαγορεύεται, όμως, να ορισθεί σε ποσό ανώτερο (Α.Π. 99/2019, Εφ.Πειρ. 81/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ εν προκειμένω, το αντικείμενο της αγωγής δικαιολογεί τον προσδιορισμό τουλάχιστον των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων ποσού 8.000,00 ευρώ υπέρ της πρώτης και του τρίτου των εναγόμενων που νίκησαν (οι οποίοι πρωτόδικα είχαν υποβάλει σχετικό αίτημα περί επιδίκασης σ’ αυτούς των δικαστικών τους εξόδων). Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα της πρώτης και του τρίτου εναγόμενου σε βάρος των ηττηθέντων εναγόντων και όρισε αυτά συνολικά στο άνω ποσό, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό όγδοο λόγο της Α έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

14. Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η Β έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος της εκκα;λούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), Β) να απορριφθεί η Α έφεση ως προς την πρώτη και τον τρίτο των εφεσίβλητων και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα των τελευταίων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) Και Γ) γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Α έφεση ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της ως προς αυτή, για την ενότητα της εκτέλεσης (Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Δωδ. 309/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη με αριθ. 1820/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, ως προς όλα της τα κεφάλαια που αφορούν τη δεύτερη εναγόμενη, να κρατηθεί και να δικαστεί επί της ουσίας η αναφερθείσα στο σκεπτικό από 16-3-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……../27-5-2020 αγωγή κατά της τελευταίας, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς αυτήν [και δη κατά το κεφάλαιό της περί χρηματικής ικανοποίησης των εναγόντων λόγω ψυχικής οδύνης, κατά το οποίο  είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται και αναλύονται στις νομικές σκέψεις με αριθ. 4 και 10 της παρούσας, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων  299, 345, 346, 914, 922, 932 Α.Κ, 176 Κ.Πολ.Δ.] και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει για την άνω αιτία: α) στην πρώτη ενάγουσα ατομικά και για λογαριασμό εκάστου των τριών άνω ανηλίκων τέκνων της το συνολικό ποσό των (40.000,00 + 40.000,00 + 40.000,00 + 40.000,00) 160.000,00 ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 30.000,00 ευρώ, γ) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 30.000,00 ευρώ και δ) σε έκαστην των τέταρτης έως και ένατης των εναγόντων το ποσό των 10.000,00 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (άρθρο 346 Α.Κ.). Τέλος, η δεύτερη εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρα 58 παρ. 3, 63 παρ.1 περ. iδ, 68 παρ.1, 69 παρ. παρ. 1, 2 και 84 του Ν. 4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει τη Β έφεση κατ’ ουσία.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΙΙ. Απορρίπτει την Α έφεση ως προς πρώτη και τρίτο των εφεσίβλητων.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα των ανωτέρω εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΙΙΙ. Δέχεται την Α έφεση κατ’ ουσία ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 1820/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, ως προς όλα της τα κεφάλαια που αφορούν τη δεύτερη εναγόμενη.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 16-3-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……./27-5-2020 αγωγή κατά της δεύτερης εναγόμενης.

Δέχεται εν μέρει αυτή κατ’ ουσία.

Υποχρεώνει τη δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει α) στην πρώτη ενάγουσα ατομικά και για λογαριασμό εκάστου των αναφερόμενων στο σκεπτικό τριών ανηλίκων τέκνων της, το συνολικό ποσό των εκατόν εξήντα χιλιάδων (160.000,00) ευρώ, β) στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.00,00) ευρώ, γ) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.00,00) ευρώ και δ) σε έκαστην των τέταρτης έως και ένατης των εναγόντων το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Καταδικάζει τη δεύτερη εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των έντεκα χιλιάδων διακοσίων (11.200,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 27-3-2023, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.           

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ