Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 103/2019

Αριθμός    103/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ. Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η κρινόμενη από 9-9-2016 (αρ. καταθ. …….) έφεση των ηττηθέντων ανακοπτόντων κατά της υπ΄ αρ. 568/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τους εκκαλούντες (ενιαίο) παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. …… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με την από 9-4-2013 (αρ. καταθ. ……) ανακοπή τους και τους από α) 21-6-2013 (αρ. καταθ. ……) και β) 20-11-2013 (αρ. καταθ. ………), ασκούμενους με δύο αυτοτελή δικόγραφα, πρόσθετους λόγους αυτής (ανακοπής), που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 19-9-2014, οι ανακόπτοντες, ήδη εκκαλούντες, ζήτησαν, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτούς (ανακοπή και πρόσθετους λόγους αυτής) λόγους, να ακυρωθεί η υπ΄ αρ. …. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθ΄ ης, ήδη εφεσίβλητης, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν σ΄ αυτήν (καθ΄ ης) εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 589.133,05 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, με το νόμιμο τόκο από 27-4-2012 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, για απαίτηση προερχόμενη από την υπ΄ αρ. ….. σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, καθώς και η από 22-2-2013 επιταγή προς εκτέλεση κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Επικουρικά δε, ζήτησαν, για την περίπτωση που η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ακυρωθεί μόνο εν μέρει, τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τα αναφερόμενα ζητήματα. Επίσης, οι ανακόπτοντες ζήτησαν να καταδικασθεί η καθ΄ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 568/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού συνεκδίκασε την ως άνω ανακοπή και τους ως άνω πρόσθετους λόγους αυτής και αφού έκρινε ότι η ένδικη ανακοπή (στο δικόγραφο της οποίας, όπως επίσης έκρινε, παραδεκτά σωρεύονται, ανακοπή, στηριζόμενη στο άρθρο 632 του KΠολΔ, κατά της υπ΄ αρ. …….. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ανακοπή, στηριζόμενη στο άρθρο 933 του KΠολΔ, κατά της επιταγής κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, όπως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής (που ασκήθηκαν με τα προαναφερόμενα δύο αυτοτελή δικόγραφα) και ότι είναι τυπικά δεκτοί (η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής), απέρριψε αυτούς (την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής κατά της ως άνω υπ΄ αρ. ……διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 22-2-2013 επιταγής προς πληρωμή), επικύρωσε την παραπάνω διαταγή πληρωμής και την από 22-2-2013 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της παραπάνω διαταγής πληρωμής και καταδίκασε τους ανακόπτοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ΄ ης η ανακοπή, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.500 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με την προαναφερόμενη έφεση οι ηττηθέντες ανακόπτοντες και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη ανακοπή, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής (ασκηθέντες με τα δύο αυτοτελή δικόγραφα) προκειμένου να εξαφανιστεί,  άλλως να μεταρρυθμιστεί η από 22-2-2013 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το απόγραφο α΄ εκτελεστό της παραπάνω διαταγής πληρωμής.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (οι οποίοι δεν ζήτησαν την εξέταση μάρτυρά τους αντίστοιχα), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), [σημειώνοντας ότι η εφεσίβλητη στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου της (εφεσίβλητης), και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη των ανακοπτόντων, ήδη πρώτη των εκκαλούντων, ……….., κατήρτισε με την καθ΄ ης, ήδη εφεσίβλητη, Τράπεζα, στις 7-3-2008 την υπ΄ αριθ. ……σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του ποσού του 1.000.000 ευρώ, την καλή εκτέλεση της οποίας εγγυήθηκαν ανεπιφύλακτα οι δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων, ήδη δεύτερος και τρίτος των εκκαλούντων, ………, ενεχόμενοι εις ολόκληρον με την ανωτέρω πιστούχο και ως αυτοφειλέτες, παραιτούμενοι από του δικαιώματος της διζήσεως, καθώς επίσης και των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα άρθρα 853, 858, 862, 863, 864, 866-868 του ΑΚ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω πιστούχος έκανε χρήση της συμφωνηθείσας πίστωσης, σύμφωνα με τους όρους της ανωτέρω συμβάσεως. Στη συνέχεια η καθ΄ ης η ανακοπή με την από 7-5-2012 εξώδικη δήλωση, που κοινοποιήθηκε στους ανακόπτοντες στις 22-5-2012, γνωστοποίησε σε αυτούς το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης την 26-4-2012, ακολούθως δε ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ΄ αρ. ……διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας διατάχθηκαν οι καθ΄ ων (ήδη ανακόπτοντες-εκκαλούντες), να της καταβάλουν, καθένας αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, το ποσό των 589.133,05 ευρώ, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από 27-4-2012 (επομένη ημέρα του οριστικού κλεισίματος), των τόκων κεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, πλέον εισφοράς του Ν. 128/1975, καθώς και το ποσό των 12.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα της διαταγής πληρωμής. Αντίγραφο εκ πρώτου απογράφου εκτελεστού με την παρά πόδας αυτού συνταγείσα από 22-2-2013 επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στους ανακόπτοντες, στις 20-3-2013. Οι τελευταίοι με την από 10-9-2012 αίτησή τους ζήτησαν από την καθ΄ ης Τράπεζα ενημερωτικά στοιχεία σχετικά με τη συνολική απαίτηση (καρτέλες κίνησης, πίνακα βασικών επιτοκίων κλπ), τα οποία κοινοποιήθηκαν στην πρώτη από αυτούς (ανακόπτοντες) στις 10-1-2013 δια του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………(βλ. την υπ΄ αρ. …….. έκθεση επιδόσεως του άνω Δικαστικού Επιμελητή με τα συνημμένα σε αυτή έγγραφα). Ακολούθως οι ανακόπτοντες υπέβαλαν στην καθ΄ ης η ανακοπή το από 29-3-2013 αίτημα διακανονισμού της οφειλής τους, αίτημα που επανέλαβαν στις 17-9-2013. Επίσης άσκησαν (οι ανακόπτοντες) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9-4-2013 ένδικη ανακοπή τους και τους από 21-6-2013 και 20-11-2013 ένδικους πρόσθετους λόγους αυτής κατά της υπ΄ αρ. ……διαταγής πληρωμής και της από 22-2-2013 επιταγής προς εκτέλεση, με την οποία ζήτησαν, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, την ακύρωσή τους, επικουρικά δε τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τα αναφερόμενα στο αιτητικό της ανακοπής ζητήματα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 626 παρ. 2 και 3, στοιχ. γ΄, 630 στοιχ. δ΄ και 631 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνον εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής. Επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύμβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασμού ή σύμβαση εκδόσεως πιστωτικού δελτίου ή δανειακή σύμβαση, που καταρτίσθηκε με Τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη. Αντιστοίχως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 1234/2012, ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006). Πολύ περισσότερο δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι η διαταγή πληρωμής είναι αόριστη ως προς την αιτία της πληρωμής των διατασσόμενων να καταβληθούν τόκων υπερημερίας από 27-4-2012 διότι ως προς το επιτόκιο υπολογισμού των διατασσομένων να καταβληθούν τόκων (υπερημερίας), δεν αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το ισχύον κατά την ημερομηνία υποβολής της από 21-1-2013 αίτησης της καθ΄ ης, ήτοι την 29-1-2013, ενήμερο συμβατικό επιτόκιο το οποίο αποτελεί τη βάση υπολογισμού του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων υπερημερίας, η αναφορά σε αυτή του καταβλητέου ποσού απαιτείται δε για το εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως και αποτελεί κατ΄ άρθρο 916 του ΚΠολΔ προϋπόθεση της εκτελεστότητας αυτής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού το επικαλούμενο από τους ανακόπτοντες ελλείπον στοιχείο δεν αποτελεί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής (και της σχετικής αίτησης προς έκδοση αυτής) αλλά μπορεί να προκύπτει και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα. Ειδικότερα για το ορισμένο της διαταγής πληρωμής, που εκδίδεται για το κατάλοιπο τραπεζικού αλληλόχρεου λογαριασμού, αρκεί να αναφέρεται σ΄ αυτή, έστω και συνοπτικά ότι το ποσό αποτελεί ισόποσο χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη, που προέκυψε, κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, χωρίς να είναι αναγκαία η αναφορά των επιμέρους χρεοπιστωτικών κονδυλίων που οδήγησαν στο σχηματισμό του καταλοίπου, όπως επίσης δεν απαιτείται να περιλαμβάνεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων, σύμφωνα επίσης με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑθ 227/2012, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Ακόμη ειδικότερα, επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωµής που εκδόθηκε για απαίτηση κατάλοιπου αλληλόχρεου λογαριασµού, η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα, οι λόγοι αυτής που αναφέρονται στην απαίτηση πρέπει, για να είναι ορισµένοι, να περιέχουν ισχυρισµούς που ανάγονται στα κατ΄ ιδίαν κονδύλια πιστοχρεώσεως του λογαριασµού, µόνη δε η µε τους λόγους αυτούς γενική αµφισβήτηση της ορθότητάς του δεν αρκεί (ΕφΠειρ 638/2015, ΕφΔωδ 2/1996 ΔΕΕ 1997.725, ΕφΑθ 6709/1986 ΕλλΔνη 26.995). Ο οφειλέτης δε σε βάρος του οποίου εκδόθηκε δια­ταγή πληρωμής, έχει τη δυνατότητα, να ισχυριστεί και να αποδείξει, με ανακοπή του κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορί­σθηκε από τον δανειστή, δεν είναι το νόμιμο, δηλαδή εκείνο, που προκύπτει ως οφειλόμενο σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νόμου και περαιτέρω ότι ενόψει των κα­ταβολών που τυχόν επικαλείται δεν οφείλεται κανένα πλέον ποσό ή οφείλεται μικρότε­ρο εκείνου που δηλώνει ο δανειστής. Για τη θεμελίωση του σχετικού λόγου της ανακοπής δεν αρκεί η αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με το νόμο, μικρότερη ή και μηδενική οφειλή (ΑΠ 488/2017, ΑΠ 1095/2014, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 1670/2014). Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες με το δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής ισχυρίσθηκαν ότι υφίσταται ακυρότητα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, λόγω μη απόδειξης της απαίτησης και του ποσού της από τα προσκομισθέντα έγγραφα, καθόσον το προσκομισθέν έγγραφο της υπ΄ αρ. ……συμβάσεως πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό περιέχει άκυρους όρους, με αποτέλεσμα να καθίσταται απρόσφορο προς απόδειξη της επίδικης απαίτησης, ενώ και τα αποσπάσματα των λογαριασμών περιέχουν χρεοπιστώσεις που είναι ακατανόητες και δεν είναι ακριβές το κατάλοιπο της οφειλής τους (ανακοπτόντων) προς την καθ΄ ης Τράπεζα, ισχυριζόμενοι (ανακόπτοντες) ότι και οι επιστολές – δηλώσεις αναγνώρισης των μερικότερων υπολοίπων δεν αποτελούν αναγνώριση χρέους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος καθόσον, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, οι ανακόπτοντες δεν αμφισβητούν, δεν προσβάλλουν συγκεκριμένα κονδύλια των χρεοπιστώσεων του επίδικου λογαριασμού με τρόπο σαφή και ορισμένο, εφόσον δεν επικαλούνται ποιο έπρεπε να είναι το χρεωστικό υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού αν δεν υπήρχαν οι αναφερόμενοι στην ανακοπή τους ως άκυροι όροι, παρά μόνο αρκούνται σε μια γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του επίδικου λογαριασμού, στερώντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα στη μεν καθ΄ ης η ανακοπή να αμυνθεί κατ΄ αυτού, στο δε Δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά του. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για το οφειλόμενο κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια Τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώτριας, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή Δικηγόρο και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας Τράπεζας. Στην περίπτωση όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της Τράπεζας, που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η Τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της (ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 1022/2003, ΑΠ 1117/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με το από 21-6-2013 δικόγραφο πρόσθετων λόγων οι ανακόπτοντες ισχυρίσθηκαν ότι η από 21-3-2013 αίτηση της καθ΄ ης η ανακοπή, με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ήταν αόριστη για το λόγο ότι δεν αναφέρονταν σ΄ αυτή τόσο οι επιμέρους λογαριασμοί από τους οποίους εξυπηρετούνταν η επίδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, όσο και τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων σε όλους τους λογαριασμούς από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας αυτής και ειδικότερα όσον αφορά τους υπ΄ αρ. ……. και ……… λογαριασμούς, οι οποίοι δεν αναφέρονται στην ανωτέρω αίτηση, ούτε επίσης αναφέρονται τα σχετικά κονδύλια χρεοπίστωσης αυτών. Ο λόγος αυτός όσον αφορά τη μη αναφορά στην αίτηση έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής των υπ΄ αρ. … και ….. λογαριασμών, οι οποίοι από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι  πράγματι δεν αναφέρονται στην ως άνω αίτηση, ούτε επίσης αναφέρονται τα σχετικά κονδύλια χρεοπίστωσης αυτών, είναι απορριπτέος, καθόσον αποδείχθηκε ότι η επίδικη σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, δεν εξυπηρετούταν από τους εν λόγω λογαριασμούς, διότι όπως προκύπτει από την κίνηση αυτών, χρησιμοποιήθηκαν για την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας της πρώτης των ανακοπτόντων, όπως χορήγηση μπλοκ επιταγών, μεταφορές ποσών για πληρωμές σε άλλες τράπεζες, καταθέσεις από πελάτες κλπ. Περαιτέρω, ο ως άνω λόγος όσον αφορά την μη αναφορά στην αίτηση δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής των επιμέρους κονδυλίων χρεοπιστώσεων σε όλους τους λογαριασμούς από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της συμβάσεως πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, καίτοι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις, κρίνεται απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι τόσο στην αίτηση δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής όσο και στην τελευταία αναφέρεται ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το οφειλόμενο από αυτούς ποσό θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθ΄ ης Τράπεζας και ότι τα εν λόγω αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας, επισυνάφθηκαν στην ως άνω αίτηση και αναφέρονται στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω, η πιστούχος, πρώτη των ανακοπτόντων, με επιστολές της με ημερομηνία 3-10-2011, προς την καθ΄ ης η ανακοπή Τράπεζα αναγνώρισε την οφειλή της για ποσό 554.297,74 ευρώ, όσον αφορά τους υπ΄ αρ. ……… λογαριασμούς, για τους οποίους δεν απαιτούνταν για το ορισμένο της αίτησης λεπτομερής αναφορά των χρεοπιστωτικών κονδυλίων, καθόσον αρκούσε η επίκληση της αναγνώρισης (ΑΠ 1227/2006 ΔΕΕ 2007.61, ΑΠ 192/2005 ΕλλΔνη 2006.460). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τον ως άνω πρόσθετο, ασκηθέντα με το από 21-6-2013 δικόγραφο πρόσθετων λόγων, λόγο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, που έχει τίτλο «Προστασία Καταναλωτών», όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το Ν. 3587/2007, και έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση αφού η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού, οι όροι που έχουν διαμορφωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών) απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, ο δε καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως ή άλλης συμβάσεως από την οποία αυτή εξαρτάται. Εξάλλου, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των ΓΟΣ, συνεπεία διαταράξεως της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του ιδίου ως άνω άρθρου 2 παρατίθεται ενδεικτικός κατάλογος ειδικών καταχρηστικών ΓΟΣ, θεωρουμένων κατ΄ αμάχητο τεκμήριο καταχρηστικών, μεταξύ των οποίων και οι υπό στοιχ. ε όροι που επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποιήσεως ή λύσεως της συμβάσεως χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α΄ του ιδίου ως άνω Ν. 2251/1994, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι επίσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερομένη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΑΠ 989/2004). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η ανωτέρω έννοια του καταναλωτή, κατά το Ν. 2251/1994, αποσκοπεί στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ΄ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής εννόμου τάξεως, δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επεκτάσεως των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α΄ του Ν. 2251/1994 δεν συνάγεται πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν. 3587/2007 δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής συμβάσεως έναντι της κύριας οφειλής, κατ΄ άρθρο 847 του ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ιδίας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ιδίου ως άνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητώς στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του (ΟλΑΠ 13/2015, ΑΠ 1463/2017). Περαιτέρω, ο υπολογισμός των τόκων με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, διότι οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) των συμβάσεων πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 του ΑΚ. Όταν η Τράπεζα διασπά εντελώς τεχνητά και κατ΄ απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργεί μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον, (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών), για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον, επιβάρυνση, να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας. Τούτο, ιδίως, σε μία εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/ΕΚ που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο, με την ΚΥΑ Ζ1- 178/13-2-2001 (ΦΕΚ Β΄ 255/9-3-2001) στην καταναλωτική πίστη, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ 37/2016). Περαιτέρω από το Ν. 128/1975, στον οποίο ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, γίνεται δεκτό, ότι η μετακύλιση της εισφοράς στους δανειολήπτες επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και, εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ΄ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ 37/2016, ΕφΠειρ 369/2015, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ 1558/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο του από 20-11-2013 δικογράφου πρόσθετων λόγων, κατ΄ εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες ισχυρίσθηκαν ότι τα αναφερόμενα στην ανακοπή ποσά τόκων επί του οφειλομένου κεφαλαίου, που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι παράνομα, καθισταμένης αυτής ανεκκαθάριστης και ακυρωτέας, διότι έχουν υπολογιστεί με το συμβατικό επιτόκιο, που υπερβαίνει τα εξωτραπεζικά και το οποίο σύμφωνα με σχετικό όρο της μεταξύ τους συμβάσεως καθορίζεται μονομερώς και χωρίς σαφή και διαφανή κριτήρια, με αποτέλεσμα να είναι ο σχετικός συμβατικός όρος καταχρηστικός και άκυρος ως αντιβαίνων στο άρθρο 281 του ΑΚ και στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 περ. ια΄ του Ν. 2251/1994 και επιπρόσθετα διότι το συνολικό ποσό των τόκων περιέχει τόκους με τους οποίους χρεώθηκαν από την καθ΄ ης που έχουν υπολογιστεί με βάση έτος 360 ημερών, κατά τα αναφερόμενα στο σχετικό λόγο της ανακοπής, όπως επίσης ενσωματώνουν και την εισφορά του Ν. 128/1975, η οποία παρανόμως έχει μετακυλιστεί σ΄ αυτούς. O λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν το ποσό των κατ΄ αυτούς αληθώς οφειλομένων τόκων, σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού ναι μεν η συμφωνία περί υπολογισμού του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ωστόσο, οι ήδη εκκαλούντες, αμφισβητούν γενικά όλα τα σε βάρος τους κονδύλια τόκων (και γενικά το σε βάρος τους χρεωστικό κατάλοιπο από την επίδικη σύμβαση), τα οποία καταχώρησε η καθ΄ ης στους τηρηθέντες λογαριασμούς, χωρίς να προσβάλλουν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια τόκων και χωρίς να επικαλούνται ποιο είναι το παρανόμως επιδικασθέν ποσό. Εξάλλου, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων, που προσβάλλονται, είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΑθ 1778/2010). Εξάλλου, με την ΠΔΤΕ 2286/1994, που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση του Ν. 1266/1982, ορίστηκε ότι το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια Τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν, και μπορούν επομένως να είναι υπέρτερα των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια και απέρριψε τον ως άνω πρώτο λόγο του από 20-11-2013 δικογράφου πρόσθετων λόγων, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε ως προς αυτόν και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της εφέσεως.

 Με το δεύτερο λόγο του από 20-11-2013 δικογράφου πρόσθετων λόγων οι ανακόπτοντες ισχυρίσθηκαν ότι κατά παράβαση του αναφερόμενου συμβατικού όρου η καθ΄ ης Τράπεζα προέβη σε παράνομο εκτοκισμό του εκάστοτε καταλοίπου ανά τρίμηνο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς το επιπλέον ποσό με το οποίο επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που οφείλουν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθεί αυτό από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής. Σε κάθε δε περίπτωση και αν ήθελε υποτεθεί ότι προβάλλεται κατά τρόπο ορισμένο, κρίνεται απορριπτέος ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος, καθόσον από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε τρίμηνος εκτοκισμός του εκάστοτε κατάλοιπου των λογαριασμών, που εξυπηρετούσαν την επίδικη σύμβαση πίστωσης με (ανοικτό) αλληλόχρεο λογαριασμό. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια και απέρριψε τον ως άνω δεύτερο λόγο του από 20-11-2013 δικογράφου πρόσθετων λόγων, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Εξάλλου, η αοριστία όσων λόγων απορρίφθηκαν ως αόριστοι δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή δικόγραφα ή με διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Σε κάθε δε περίπτωση δεν τίθεται θέμα διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης και επομένως η εκκαλουμένη ορθά απέρριψε σιωπηρά το σχετικό αίτημα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, και απέρριψε την  ανακοπή και τους ασκηθέντες με τα δύο αυτοτελή δικόγραφα πρόσθετους λόγους αυτής, και δεν ακύρωσε εν όλω ή εν μέρει την από 22-2-2013 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το απόγραφο α΄ εκτελεστό της υπ΄ αρ. ……διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ορθά έκρινε κατά τα προαναφερόμενα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του (ενιαίου) παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. ……… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες, επίσης λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 9-9-2016 (αρ. καταθ. …….) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 568/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του (ενιαίου) παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. …….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 400 ευρώ.  

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  18.2.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ