Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 184/2023

Αριθμός Απόφασης  184 /2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Ξυλιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Βαρελά (ΑΜ: …………. ΔΣΑ) και κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Σταμόπουλο (ΑΜ: ……. ΔΣΠ), ο οποίος είχε καταθέσει κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ την από 19-10-2022 δήλωση και προκατέθεσε προτάσεις.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 05-02-2013 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……./11-02-2013 αγωγή της κατά της εκκαλούσας, με την οποία ζητούσε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3051/2021 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, ως προς το επικουρικό αίτημά της. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την από 28-02-2022 έφεσή της, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 28-02-2022 με ΓΑΚ … και ΕΑΚ ../2022, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 28-02-2022, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …/2022 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας  ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, έχοντας υποβάλει την από 19-10-2022 δήλωσή του, σύμφωνα με το άρθρο 242§2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 28-02-2022 έφεση, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 28-02-2022 με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../2022, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 28-02-2022, με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …/2022, κατά της με αριθμό 3051/27-12-2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 05-02-2013 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. …./11-02-2013 αγωγής της εφεσίβλητης κατά της εκκαλούσας, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ).  Έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β, 516§1, 517, 518§1 και 520§1 ΚΠολΔ, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 03-02-2022, το δε πρωτότυπο της κρινόμενης έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 28-02-2022. Εξάλλου έχει κατατεθεί για το παραδεκτό της στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ………..  e-παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ κατ’ άρθρο 495§3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ………/11-02-2013 αγωγή της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εξέθετε ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα είναι νόμιμη κληρονόμος του ……………, που απεβίωσε την 16-09-2011. Ότι με αυτόν είχαν συμφωνήσει την πώληση και μεταβίβαση σ’ αυτήν στο μέλλον των περιγραφομένων στην αγωγή οριζοντίων ιδιοκτησιών του, που βρίσκονται στον Πειραιά, αντί τιμήματος 180.000 ευρώ, χωρίς να τηρηθεί ο νόμιμος τύπος (βλ. σελ. 6 της αγωγής), συνταγέντος ωστόσο του από 12-03-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, στο οποίο αποτυπώθηκαν οι ειδικότεροι όροι της συμφωνίας τους. Ότι η ίδια τού κατέβαλε για την αιτία αυτή, δυνάμει της ίδιας ως άνω συμφωνίας, στον ίδιο, αλλά και καταβάλλοντας στην τρίτη δανείστρια Τράπεζα που είχε προβεί στην αναγκαστική κατάσχεση των ανωτέρω περιουσιακών του στοιχείων, το συνολικό ποσό των 104.300 ευρώ, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε η μεταβίβασή τους ως τον θάνατό του, οπότε απευθύνθηκε στην εκκαλούσα ως κληρονόμο του, η οποία αρνήθηκε να συμπράξει στην μεταβίβασή τους. Ζητούσε δε να γίνει δεκτή η αγωγή της και να καταδικασθεί η εκκαλούσα σε δήλωση βούλησης μεταβίβασης αυτών, άλλως, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της να παρασχεθεί στην ίδια η άδεια να το πράξει. Επικουρικά ζητούσε, κατόπιν μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματός της σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι τής οφείλει για την παραπάνω αιτία το ποσό των 10.000 ευρώ, που κατέβαλε στον δικαιοπάροχο της εκκαλούσας ως προκαταβολή, στο διπλάσιο, λόγω συμφωνηθείσας μεταξύ τους ποινικής ρήτρας για την περίπτωση υπαναχώρησης του πωλητή και το ποσό των 94.300 ευρώ που τού κατέβαλε επιπλέον για το συμφωνηθέν τίμημα, κατά τα ειδικώς συμφωνηθέντα στο ανωτέρω συμφωνητικό, άλλως επειδή αυτή έχει καταστεί «αδικαιολογήτως και εκνόμως» πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της, κατά το ίδιο ποσό, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, αφού απέρριψε την αγωγή ως προς την κύρια βάση της, λόγω ακυρότητας της ένδικης συμφωνίας, που δεν περιεβλήθη τον νόμιμο τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, δέχθηκε εν μέρει αυτήν ως προς την επικουρική βάση της, του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως και ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εκκαλούσας να καταβάλει στην εφεσίβλητη το καταβληθέν από αυτήν ποσό των 14.300 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, κατά το μέρος της με το οποίο έγινε δεκτή η αγωγή ως προς την βάση της που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού και την απόρριψη της αγωγής.

Ι. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 369 και 1033 του ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητος ακινήτου απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου. Στον ίδιο  τύπο υποβάλλεται (άρθρο 166ΑΚ) και το προσύμφωνο. Εάν για το προσύμφωνο δεν τηρήθηκε ο συμβολαιογραφικός τύπος, το τίμημα που τυχόν  καταβλήθηκε με αυτό από τον αγοραστή για τη μέλλουσα κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, λόγω της κατά τα άρθρα 159, 180 ΑΚ ακυρότητας του προσυμφώνου, μπορεί να αναζητηθεί με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού η σύμβαση, για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου, θεωρείται ως μη γενομένη και επομένως δεν υπάρχει νόμιμη αιτία που να δικαιολογεί τη διατήρηση της παροχής στο λήπτη (ΟλΑΠ 2/1987 ΝοΒ 36.69, ΑΠ 345/2004, 828/2003, ΕφΠειρ 685/2013, ΕφΛαρ 460/2015, ΕφΔωδ 54/2007 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, που ορίζει ότι «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια», προκύπτει σαφώς ότι βασική προϋπόθεση της ευθύνης εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η θετική ή αποθετική αύξηση της περιουσίας του λήπτη, που έγινε με τη χωρίς νόμιμη αιτία μετακίνηση οικονομικών στοιχείων από την περιουσία άλλου ή με ζημία τούτου. Εάν η περιουσιακή μετακίνηση είχε το αποτέλεσμα αυτό, γεγονός το οποίο διαπιστώνεται με τη σύγκριση της περιουσίας του λήπτη πριν και μετά τη μετακίνηση, γεννάται υποχρέωση του τελευταίου να αποδώσει την ωφέλεια σε εκείνον από την περιουσία του οποίου προήλθε, εφόσον η διατήρησή της δεν δικαιολογείται από κάποια νόμιμη αιτία. Στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216§1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή – έστω και έμμεση (ΑΠ 408/2020, 597/2019, 1703/2014) – επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο διότι την τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο, αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου εργοδότη, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου της ακυρότητας της σύμβασης που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 170/2016, 1414/2015, 1321/2015, 766/2014, 120/2014, 1647/2002). Αντίθετα δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής αυτής η διατήρηση του πλουτισμού εξακολουθητικά στον λήπτη, αφού όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου  909 ΑΚ, που ορίζει ότι η υποχρέωση για απόδοση του πλουτισμού αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής, ο σχετικός ισχυρισμός αποτελεί καταχρηστική ένσταση, καταλυτική του αγωγικού δικαιώματος και εναπόκειται συνεπώς στον λήπτη του πλουτισμού να επικαλεσθεί ως εναγόμενος και να αποδείξει κατά το άρθρο 338§1 ΚΠολΔ το γεγονός της απώλειας ή της μείωσης του αρχικού πλουτισμού του (ΟλΑΠ 294/1981, ΑΠ 791/2012, 1484/2008) και συνεπώς ολικής ή μερικής απόσβεσης της υποχρέωσης προς απόδοσή του, προϋπόθεση εφαρμογής της οποίας είναι η μείωση ή η έκλειψη του ληφθέντος ή του κατ’ άρθρο 908 υποκαταστάτου του, ανταλλάγματος, αναπληρώματος κ.λπ. (ΑΠ 1484/2008, 436/2007 ΕλλΔνη 49. 191). Ειδικότερα γίνεται δεκτό ότι απόσβεση της υποχρέωσης προς απόδοση του πλουτισμού επέρχεται και όταν ο λήπτης αναλίσκει το χρηματικό ποσό που έλαβε, πραγματοποιώντας  δαπάνες  για να αντιμετωπίσει ανάγκες στις οποίες άλλως δεν θα προέβαινε. Έτσι, ο πλουτισμός θεωρείται ότι σώζεται όταν το ποσό που έλαβε ο λήπτης διέθεσε για την εξόφληση δικού του χρέους ή για δικές του ανάγκες, τις οποίες θα αντιμετώπιζε με δικές του δαπάνες (ΑΠ 682/2003 ΕλλΔικ 45.1673).

Στην προκείμενη περίπτωση, με το προαναφερθέν περιεχόμενο η υπό κρίση αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, ως προς την περί αδικαιολογήτου πλουτισμού νομική και ιστορική βάση της, αφού περιέχονται σ’ αυτήν τα αναγκαία για τη διαδικαστική της πληρότητα στοιχεία. Ειδικότερα, η εφεσίβλητη επικαλέστηκε εμμέσως, αν όχι αμέσως, ακυρότητα της επίδικης συμφωνίας, αφού ρητά αναφέρει κατά τα προεκτεθέντα ότι δεν τηρήθηκε ο νόμιμος τύπος (συμβολαιογραφικό προσύμφωνο) για την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, αφετέρου αδικαιολόγητο πλουτισμό της εναγομένης εφεσίβλητης σε βάρος της περιουσίας της, ο οποίος σώζεται στα χέρια της, μετά τον θάνατο του αδερφού της, μη ασκούντος έννομη επιρροή του όρου «εκνόμως» που χρησιμοποίησε, αφού δεν εκθέτει περιστατικά παράνομης συμπεριφοράς της ίδιας ή του δικαιοπαρόχου της, ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί ότι η αγωγή της στηρίζεται και στις περί αδικοπραξίας διατάξεις. Επομένως, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη σιγή απέρριψε τον ισχυρισμό της εκκαλούσας περί αοριστίας της αγωγής, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, το παράπονο της εκκαλούσας ότι με την εκκαλουμένη δεν εξετάστηκε το δεύτερο επικουρικό αίτημα της αγωγής, περί απόδοσης του ποσού που κατέβαλε η εφεσίβλητη και της ποινικής ρήτρας, βάσει της μεταξύ τους σύμβασης, που προκαλεί σ’ αυτήν δικονομική βλάβη, διότι αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το εξέταζε θα διαπίστωνε ότι η εφεσίβλητη θεωρεί έγκυρη τη σύμβαση, είναι απορριπτέο ως νομικά αβάσιμο, διότι το τρίτο αίτημα της αγωγής υποβλήθηκε κατ’ άρθρο 219§§1,2 ΚΠολΔ, με το οποίο προβλέπεται η επικουρική σώρευση και αντιφατικών ακόμα αγωγών, για την περίπτωση απόρριψης των προηγούμενων, με στοιχείο της ιστορικής και νομικής βάσης την ακυρότητα της σύμβασης, το οποίο μπορεί να αναφέρεται σε οποιοδήποτε σημείο του δικογράφου, του Δικαστηρίου έχοντος τη δυνατότητα και την υποχρέωση να εκτιμήσει αυτήν από το σύνολο των περιστατικών των οποίων γίνεται επίκληση στο αγωγικό δικόγραφο. Περαιτέρω παραδεκτώς και νομίμως απευθύνθηκε κατά της εκκαλούσας, η οποία ευθύνεται για τα χρέη της κληρονομίας του φερόμενου ως πλουτίσαντος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της εφεσίβλητης κληρονομούμενου – αδερφού της και είναι και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 159, 166, 180, 369, 1033, 904 επ., 1710, 1814, 1846 επ., 1901 – 1905, 340, 345, 346 ΑΚ, αφού η εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση και η αντίστοιχη υποχρέωση είναι κληρονομητές, κατ’ άρθρο 1710§1 ΑΚ (βλ. και ΑΠ 2/2022 ΝΟΜΟΣ, 1751/2014 ΧΡΙΔ 2015/270, ΜονΕφΑθ 741/2022 ΝΟΜΟΣ), μη ασκούντος έννομη επιρροή του ισχυρισμού της εκκαλούσας, που προβλήθηκε νομοτύπως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με τις προτάσεις της και δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και επαναφέρει με λόγο έφεσης, ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω αμεσότητα στην περιουσιακή μετακίνηση, λόγω κληρονομικής διαδοχής του θανόντος και αδικαιολογήτως πλουτίσαντος αδερφού της. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη έκρινε νόμιμη την αγωγή, στηριζόμενη στις προπαρατεθείσες διατάξεις, χωρίς να απαντήσει ειδικά επί του ανωτέρω ισχυρισμού, ορθώς τον νόμο εφάρμοσε, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ με την παρούσα, και ο σχετικός δεύτερος λόγος έφεσης, με την οποίο παραπονείται η εκκαλούσα για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου μη απόρριψη ως νόμω αβάσιμης της αγωγής, επειδή δεν συντρέχει αμεσότητα της περιουσιακής μετακίνησης, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος.

ΙΙ. Η εκκαλούσα με τις προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφενός αρνήθηκε τον πλουτισμό της σε βάρος της περιουσίας της εφεσίβλητης, αφετέρου ισχυρίστηκε ότι ο πλουτισμός δεν σώζεται, διότι το παθητικό της κληρονομίας καλύφθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία «……….», στην οποία ήταν ασφαλισμένος ο αδερφός της, η οποία λόγω της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, ήτοι του θανάτου του ασφαλισμένου, κατέβαλε στην «…………..» το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού του επαγγελματικού του δανείου, ύψους 109.828,74 ευρώ, επομένως η ίδια δεν κληρονόμησε παθητικό. Τα περιστατικά αυτά δεν επαρκούν για τη θεμελίωση της ένστασης του άρθρου 909 ΑΚ, την οποία η εκκαλούσα έχει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει, αφού η μεταγενέστερη εξόφληση του χρέους από την πλευρά της ανωτέρω ασφαλιστικής εταιρείας, ακόμα και αν αυτό ταυτίζεται με το χρέος που εξόφλησε, άμεσα στην πιστώτρια τράπεζα, ή δια του κληρονομουμένου η εφεσίβλητη, δεν άγουν, άνευ άλλου τινός στο συμπέρασμα ότι μειώθηκε ή εξέλιπε η ωφέλεια του θανόντος και κατά συνέπεια και της ίδιας ως κληρονόμου του, από την επικαλούμενη στην αγωγή περιουσιακή μετακίνηση, ήτοι τη διάθεση στον θανόντα του ποσού των 104.300 ευρώ από την ίδια χωρίς νόμιμη αιτία, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, αφού δεν ισχυρίστηκε ότι τα καταβληθέντα στον κληρονομούμενο ποσά ανάλωσε ο τελευταίος, πραγματοποιώντας δαπάνες για να αντιμετωπίσει ανάγκες στις οποίες άλλως δεν θα προέβαινε. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε ως αόριστο τον σχετικό ισχυρισμό, ορθά τον νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της με την παρούσα, κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ και πρέπει το παράπονο που διατυπώνει η εκκαλούσα, με το δεύτερο σκέλος του «δεύτερου λόγου έφεσης» και επαναλαμβάνει στον «τρίτο λόγο έφεσης» να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμο.

ΙΙΙ. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που καταχωρίστηκαν στα από 30-01-2019 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επαναληφθείσας της συζήτησης της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο της 30-06-2021, κατ’ άρθρο 307 ΚΠολΔ, καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 15-11-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης ο ……… εκμίσθωσε στον σύζυγο της εκκαλούσας ……………. δύο ισόγεια καταστήματα, εμβαδών 38 και 46 τ.μ., που βρίσκονται στα Καμίνια Πειραιά, επί της οδού …………, για να τα χρησιμοποιήσει για την εξυπηρέτηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας εμπορίας ελαστικών ζαντών και αξεσουάρ αυτοκινήτων και service – ευθυγραμμίσεις αυτοκινήτων, με μηνιαίο μίσθωμα ύψους 270.000 δρχ. Την κυριότητα αυτών μεταβίβασε ο εκμισθωτής με το υπ’ αριθ. ……../2003 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Περιστερίου ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα, στον γιο του …….., ο οποίος υπεισήλθε στη μισθωτική σχέση μετά τον θάνατο του δικαιοπαρόχου του. Λόγω χρεών του ………., με την υπ’ αριθ. ……./09-01-2009 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …….. επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στα ανωτέρω ακίνητα, από την εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην Αγγλία και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………», για το συνολικό ποσό των 131.687,26 ευρώ, ορίστηκε δε χρόνος του πλειστηριασμού η 11-03-09. Ενόψει του κινδύνου εκπλειστηρίασης των ακινήτων του ο ………., ο οποίος αντιμετώπιζε οικονομική αδυναμία καταβολής του χρέους του, συμφώνησε με την εφεσίβλητη την αιτία πωλήσεως μεταβίβαση στο μέλλον σ’ αυτήν των ανωτέρω ακινήτων του, αντί τιμήματος 180.000 ευρώ. Για τη συμφωνία τους αυτή συντάχθηκε και υπεγράφη από αμφοτέρους τους συμβαλλομένους το από 12-03-2009 «ιδιωτικό συμφωνητικό προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτου», με το οποίο συμφώνησαν τα εξής: ότι ο ……….. έχει στην κυριότητά του τα ανωτέρω υπό στοιχεία Κ-3 και Κ-4 καταστήματα, που βρίσκονται στον ισόγειο όροφο της πολυκατοικίας που είναι χτισμένη στη συμβολή των οδών ……… στον Πειραιά, ότι επ’ αυτών έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης υπέρ της ανωτέρω εταιρείας ειδικού σκοπού και έχει επιβληθεί η προαναφερόμενη αναγκαστική κατάσχεση και επίκειτο ο αναγκαστικός πλειστηριασμός τους την 11-03-09, για ικανοποίηση απαίτησής της ύψους 131.687,26, πλέον εξόδων, πλην όμως αναβλήθηκε με συμφωνία επισπεύδουσας και οφειλέτη, κατόπιν καταβολής του χρηματικού ποσού των 10.000 ευρώ από τον πωλητή, συνταχθείσας της υπ’ αριθ. ………../2009 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών …….., ότι ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει αιτία πωλήσεως στην αγοράστρια (εφεσίβλητη) τις οριζόντιες αυτές ιδιοκτησίες αντί τιμήματος 180.000 ευρώ, ότι η τελευταία έχει ήδη καταβάλει ως προκαταβολή τιμήματος στον ίδιο σε μετρητά το ποσό των 10.000 ευρώ, του συμφωνητικού επέχοντος θέση απόδειξης, ότι το υπόλοιπο τίμημα ύψους 170.000 ευρώ θα καταβάλει η αγοράστρια ως εξής: «αφού εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς η οφειλή του πωλητή προς την παραπάνω δανείστρια, την οποία οφειλή θα καταβάλει η αγοράστρια, υπέρ της οποίας δανείστριας έχει εγγραφεί κατά τα παραπάνω προσημείωση υποθήκης, αλλά και έχει επιβληθεί αναγκαστική κατάσχεση, το υπόλοιπο ποσόν που θα εναπομείνει μέχρι την συμπλήρωση του ποσού ευρώ 180.000, αφού αφαιρεθεί και το ποσό ευρώ 10.000 που έχει ήδη καταβληθεί, θα καταβληθεί με την οριστική μεταβίβαση των παραπάνω δύο ακινήτων μέχρι την 30-12-2009», δεσμευόμενος να συναινέσει και να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την διαγραφή και εξόφληση των χρεών αυτών και ότι σε περίπτωση υπαναχώρησής του θα τής επιστρέψει την ανωτέρω προκαταβολή στο διπλάσιο, καθώς και κάθε άλλο ποσό που αυτή καταβάλει σε εξόφληση των ανωτέρω χρεών του. Η ανωτέρω συμφωνία ήταν άκυρη και δεν παρήγαγε έννομες συνέπειες, διότι δεν περιεβλήθη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, πλην όμως η εφεσίβλητη κατέβαλε, για την αιτία αυτή τα ακόλουθα ποσά: Α) στον ίδιο τον ……… σε μετρητά: α) την 10-04-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ, β) την 11-05-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ, γ) την 12-06-2009 το ποσό των 5.000 ευρώ, δ) την 16-06-2009 το ποσό των 5.000 ευρώ, ε) την 16-07-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ, στ) την 16-08-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ, ζ) την 11-09-2009 το ποσό των 2.000 ευρώ, η) την 11-10-2009 το ποσό των 5.000 ευρώ και θ) την 10-02-2010 το ποσό των 12.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 37.000 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενες επιμελεία της εφεσίβλητης από 10-04-2009, 11-05-2009, 12-06-2009, 16-06-2009, 16-07-2009, 16-08-2009, 11-09-2009, 11-10-2009 και 10-02-2010 πρωτότυπες αποδείξεις του ………., εκ των οποίων η από 16-06-09 αφορά σε αμφότερες τις καταβολές της 12ης και 16ης Ιουνίου 2009, που φέρουν την υπογραφή του, όπως αποδεικνύεται από την αντιπαραβολή τους με το από 12-03-09 συμφωνητικό, την οποία δεν αμφισβήτησε η εκκαλούσα, μη απαιτουμένης της διενέργειας πραγματογνωμοσύνης για την απόδειξη της γνησιότητάς τους). Περαιτέρω κατέβαλε, πέραν του ποσού των 10.000 ευρώ, την 11-03-2009, που αναφέρεται στο ανωτέρω συμφωνητικό (όχι στο διπλάσιο), το οποίο κατέθεσε ο ίδιος στην Τράπεζα ………. και πιστώθηκε στον λογαριασμό του με αριθμό ………. την επόμενη μέρα, εκδοθέντος του από 11-03-09 δελτίου κατάθεσης, Β) στον ίδιο ως άνω υπ’ αριθ. …….. λογαριασμό του …….. στην ίδια Τράπεζα, τα ακόλουθα ποσά: α) την 13-04-09 το ποσό των 2.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 15-04-09, β) την 29-05-09 το ποσό των 2.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 01-06-09, γ) την 15-06-09 το ποσό των 5.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 16-06-09, δ) την 17-06-09 το ποσό των 5.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 18-06-09, ε) την 22-07-09 το ποσό των 2.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 23-07-09, στ) την 26-08-09 το ποσό των 2.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 27-08-09, ζ) την 09-10-09 το ποσό των 2.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 12-10-09, η) την 12-10-09 το ποσό των 3.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 13-10-09, θ) την 13-10-09 το ποσό των 2.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 14-10-09, ι) την 17-12-09 το ποσό των 3.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 18-12-09, ια) την 12-02-10 το ποσό των 3.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 16-02-10, ιβ) την 16-02-10 το ποσό των 2.100 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 17-02-10, ιγ) την 17-02-10  το ποσό των 2.800 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 18-02-10, ιδ) την 17-02-10 το ποσό των 1.100 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 18-02-10, ιε) την 01-04-10 το ποσό των 3.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 06-04-10, ισ) την 13-09-10 το ποσό των 6.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 14-09-10, ιζ) την 23-09-10 το ποσό των 5.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την 24-09-10, ιη) την 28-09-10 το ποσό των 600 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την ίδια μέρα, ιθ) την 29-09-10 το ποσό των 250 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την ίδια μέρα, κ) την 29-09-10 το ποσό των 750 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την ίδια μέρα, κα) την 01-10-10 το ποσό των 1.000 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την ίδια μέρα, κβ) την 04-10-10 το ποσό των 700 ευρώ, που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την ίδια μέρα, κγ) την 02-12-10 το ποσό των 1.000 ευρώ που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την ίδια μέρα, και κδ) την 21-12-10 το ποσό των 2.000 ευρώ που πιστώθηκε στον λογαριασμό του την ίδια μέρα και συνολικά το ποσό των 57.300 ευρώ. Οι καταβολές αυτές έλαβαν χώρα από την εφεσίβλητη, από ίδιους πόρους, στα πλαίσια της ανωτέρω συμφωνίας με τον ………., πιστωθέντος του ανωτέρω λογαριασμού του, στην συντριπτική τους πλειοψηφία δια του συζύγου της, ……….., που ενεργούσε ως εκπρόσωπός της, εκδοθέντων των με ίδιες ημερομηνίες δελτίων κατάθεσης της ανωτέρω Τράπεζας, τα οποία φέρουν κάτωθι της ένδειξης «υπογραφή καταθέτη» την υπογραφή του συζύγου της. Παρότι δε στα συνταχθέντα ως 13-09-2010 και την 28-09-2010 καταθετήρια φέρεται ως καταθέτης ο …….. (και στα υπόλοιπα ο …………..), όλες οι ανωτέρω καταβολές έγιναν από την εφεσίβλητη, αφού η ίδια κατέχει τα ανωτέρω δελτία κατάθεσης και τα προσκόμισε στο πρωτότυπο, δεν θα δικαιολογείτο δε η κατοχή τους αν δεν είχε κάνει η ίδια τις καταβολές αυτές. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω δελτία κατάθεσης, καθώς και οι ανωτέρω αποδείξεις καταβολής μετρητών του ………. παραδεκτά προσκομίζονται το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και λαμβάνονται υπόψη, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, κατ’ άρθρο 529 ΚΠολΔ, αφού δεν κρίνεται ότι δεν προσκομίστηκαν ενώπιον πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια. Εξάλλου με την από 21-10-2010 υπεύθυνη δήλωση, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής επ’ αυτής του ……. από υπάλληλο του ΚΕΠ Δήμου Ρέντη, που δεν συντάχθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, ως εκ του χρόνου σύνταξής της, ο τελευταίος συνομολόγησε την εκ μέρους της εφεσίβλητης εκπλήρωση της υποχρέωσής της από το ένδικο ιδιωτικό συμφωνητικό – προσύμφωνο. Η δε κατάθεση της εφεσίβλητης στα υπ’ αριθ. 2378/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στην οποία αναφέρθηκε στην ανάγκη σύνταξής της, εκθέτοντας ειδικότερα ότι «χρειάστηκε την δήλωση για να φανεί ότι δίνει και είναι εντάξει με την …………» δεν αναιρεί την ακρίβεια του περιεχομένου της, αφού στη συνέχεια προσθέτει ότι τήρησε τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα. Περαιτέρω, συνεπεία των ανωτέρω καταβολών, που πιστώθηκαν στον ανωτέρω λογαριασμό του ………., αναβλήθηκε διαδοχικά ο ορισθείς για τις 11-03-09 πλειστηριασμός των ενδίκων ακινήτων για τις 17-06-09, 14-10-09, 17-02-10 και 22-09-10 με τις υπ’ αριθ. ……./09, ……../09, ……/10 Πράξεις της ανωτέρω συμβολαιογράφου. Εξάλλου, μετά τη σύναψη της ανωτέρω σύμβασης, ο ……. παρέμεινε έκτοτε στα μίσθια ακίνητα όχι με την ιδιότητα του μισθωτή, αλλά του μελλοντικού «ιδιοκτήτη», περιστατικό που αποδεικνύεται και από το ότι ουδέποτε ο ……… ως τον χρόνο θανάτου του απαίτησε με οποιονδήποτε τρόπο την καταβολή μισθωμάτων. Συνεπώς οι καταβολές αυτές, οι οποίες υπερβαίνουν κατά πολύ το μηνιαίο μίσθωμα που είχε συμφωνηθεί με το ανωτέρω συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης (και που κατά την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2012 αγωγή της εκκαλούσας κατά του μισθωτή ανήλθαν στα 860 ευρώ), δεν έλαβαν χώρα για την εξόφληση των μισθωμάτων από τον Μάρτιο 2009 και εφεξής, αφού εύλογη πρόθεση των διαδίκων, μετά την ανωτέρω συμφωνία, ήταν να μην καταβάλλονται μισθώματα, ως την νομότυπη μεταβίβαση των μισθίων, στην οποία ο πωλητής δεν μπορούσε να προβεί. Τα ανωτέρω κρίθηκαν και με την υπ’ αριθ. 730/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 632/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου και απέρριψε την αγωγή καταβολής μισθωμάτων της εκκαλούσας κατά του ……….., και η οποία, παρότι δεν παράγει δεδικασμένο στην προκείμενη δίκη, λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο κατ’ άρθρο 339 ΚΠολΔ (βλ. και Ι. Τέντε σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, ΚΠολΔ, τόμος Ι, έκδ. 2000 άρθρο 339, σελ. 690 και τις εκεί παραπομπές σε Νομολογία), σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, με τις καταβολές αυτές, οι οποίες έλαβαν χώρα χωρίς νόμιμη αιτία, συνεπεία της προαναφερόμενης ακυρότητας του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, ο ………. κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της εφεσίβλητης και η τελευταία είχε έναντι αυτού, που δεν προέβη στη σύνταξη του σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου μεταβίβασης των ανωτέρω ακινήτων σ’ αυτήν, νόμιμη αξίωση επιστροφής του ανωτέρω ποσού των (10.000+37.000 + 57.300 =) 104.300 ευρώ. Μετά τον αιφνίδιο θάνατό του την 16-09-2011 και την αποποίηση της κληρονομιάς του από την μητέρα του …………. ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά, η κληρονομιαία περιουσία του ως σύνολο, συμπεριλαμβανομένου του παθητικού της που αφορά στην επίδικη αξίωση της εφεσίβλητης, περιήλθε στην εκκαλούσα, η οποία αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής (βλ. υπ’ αριθ. …. και …../2012 δηλώσεις της μητέρας της και της ίδιας, υπ’ αριθ. 81/2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που διέταξε τη διενέργεια απογραφής, υπ’ αριθ. …../11 δήλωση φόρου κληρονομιάς στην ΔΟΥ Δ-ΣΤ Πειραιά και ……/12 συμπληρωματική αυτής και την υπ’ αριθ. …../11-01-2013 Πράξη Αποδοχής Κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Περιστερίου …………, νόμιμα μεταγραφείσα). Η τελευταία ως κληρονόμος ευθύνεται για την απόδοση του πλουτισμού του κληρονομούμενου, καταστάσα και η ίδια χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, η δε ωφέλειά της συνίσταται στο ανωτέρω καταβληθέν συνολικά στον …….. χρηματικό ποσό των 104.300 ευρώ, αφού δεν επικαλέστηκε παραδεκτά την με οποιονδήποτε τρόπο μείωση ή έκλειψή του. Εξάλλου το γεγονός ότι το υπόλοιπο της δανειακής οφειλής του ……… στην ανωτέρω Τράπεζα, από την υπ’ αριθ. ……. σύμβαση επαγγελματικού δανείου, κατά το χρόνο θανάτου του, χρονικό σημείο που έπεται των ανωτέρω καταβολών, ανερχόμενο στις 20-12-11 στο ποσό των 113.436,39 ευρώ, καλύφθηκε από την ……….. ασφαλιστική εταιρεία, κατά το ποσό των 109.828,74 ευρώ, λόγω της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……. ομαδικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εκ μέρους της εφεσίβλητης καταβολές δεν επέφεραν τον πλουτισμό του δικαιοπαρόχου της εκκαλούσας και κατ’ επέκταση της τελευταίας, αφού αφενός η καταβολή του ασφαλίσματος κάλυψε το ύψος του δανείου που ήταν απαιτητό κατά το χρόνο θανάτου του ανωτέρω δανειολήπτη, ενώ οι όποιες καταβολές της εκκαλούσας, που τοποθετήθηκαν προς απόσβεσή του, είχαν λάβει χώρα σε προγενέστερο χρόνο και είχαν μειώσει το παθητικό της περιουσίας του …………., σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα και αν δεν χρησιμοποιήθηκαν από τον τελευταίο για το σκοπό αυτό, επέφεραν πλουτισμό του με την αύξηση του ενεργητικού ή την μείωση του παθητικού του για άλλες υποχρεώσεις του. Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω καταβολές έλαβαν χώρα με καταθέσεις στον υπ’ αριθ. ……… λογαριασμό του …….. στην ανωτέρω Τράπεζα, που δεν ταυτίζεται με τον τηρηθέντα υπ’ αριθ. ………. για την εξυπηρέτηση της ανωτέρω οφειλής του (βλ. αντίγραφο της κίνησής του που προσκομίζει η εκκαλούσα). Επιπλέον οι καταβολές αυτές δεν αναιρούνται από την επικαλούμενη από την εκκαλούσα εξόφληση μέρους της οφειλής του εκκαλούντος προς την πιστώτρια Τράπεζα με το τίμημα που εισέπραξε από την πώληση ταξί. Επομένως, λόγω ακυρότητας του από 12-03-2009 ιδιωτικού εγγράφου – προσυμφώνου πώλησης των ενδίκων ακινήτων, η – σε εκτέλεση αυτής – περιουσιακή διάθεση από την εφεσίβλητη στον …………. έλαβε χώρα χωρίς νόμιμη αιτία και η καθολική διάδοχός του – εκκαλούσα έχει υποχρέωση να της την αποδώσει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Τα ίδια δεχόμενο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη, έστω και με εν μέρει διαφορετική και ελλιπή αιτιολογία, που αντικαθίσταται κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ με την παρούσα, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, ο λόγος έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, που επαναλαμβάνεται και στον «έβδομο λόγο έφεσης», αλλά και ο τρίτος λόγος έφεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με το οποίο παραπονείται η εκκαλούσα, ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν βάσιμη την αγωγή, παρότι σύμφωνα με τις παραδοχές του τα ανωτέρω ποσά διατέθηκαν με σκοπό την απαλλαγή του συζύγου της εκκαλούσας από την καταβολή του μισθώματος, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

IV. Με τον τέταρτο λόγο έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κατά κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού με την εκκαλουμένη απορρίφθηκε το αίτημά της για επίδειξη – προσκομιδή των αποδεικτικών κατάθεσης – καταβολής εκ μέρους της εφεσίβλητης. Περαιτέρω με τους πέμπτο και έκτο λόγους έφεσής της παραπονείται ότι κατά παράβαση των περί αποδείξεως διατάξεων και με πλημμελή αιτιολογία έκρινε αποδεδειγμένες τις καταβολές, χωρίς την προσκομιδή των ανωτέρω εγγράφων, με την αιτιολογία ότι αυτές αποδείχθηκαν από άλλες αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, που έκριναν επί της μισθωτικής σχέσης μεταξύ της εκκαλούσας και του συζύγου της εφεσίβλητης, χωρίς να παράγεται από αυτές δεδικασμένο. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, αφού κατά τα προεκτεθέντα αφενός προσκομίστηκαν οι ανωτέρω αποδείξεις, στο πρωτότυπο, οι οποίες κρίθηκαν γνήσιες, αφετέρου, μετά την συμπλήρωση – αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με την παρούσα, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εξαφάνιση αυτής.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, μη προβαλλομένου άλλου λόγου έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε για την παραδεκτή άσκησή της στο Δημόσιο Ταμείο, κατ’ άρθρο 495§3 ΚΠολΔ και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, κατ’ άρθρα 106, 176, 183, 189 και 191§2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63§1 στ. i περ. α, 68§1 και 69§1 Ν 4194/2013, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, κατόπιν παραδοχής του υποβληθέντος με τις προτάσεις της αιτήματος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του υπ’ αριθ. ……………  e- παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων πενήντα (2.250) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29-03-2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ