Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 193/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός  απόφασης     193/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(2Ο Τμήμα)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα, Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) Της εκκαλούσας: ……………., με ΑΦΜ ………. που δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….. , η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., νομίμως εκπροσωπούμενης που δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

Β) Της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο « …….», πρώην «………..» και διακριτικό τίτλο «…………», η οποία εδρεύει στο ……… Αττικής, επί της οδού ………., με ΑΦΜ …….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά και με αριθ. ΓΕΜΗ ……… όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν. 4354/2015, δυνάμει της με αριθμ. 220/1/13-3-2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (υπ αριθμ. 880/16-3-2017 ΦΕΚ. τεύχος Β΄) , η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…….» (……..) που εδρεύει στο ……. , Ιρλανδία ………. με αριθμό μητρώου ………., νομίμως εκπροσωπούμενης, καθιστάμενη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..»  και τον διακριτικό τίτλο «……..» που προγενέστερα κατέστη καθολικής διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό την επωνυμία «………..» λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της και σύστασή της νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας (με αριθ. 31907 κα 31909/20-3-2020 Ανακοινώσεις Γ.Ε.Μ.Η.) που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου, Γεωργίας Π. Σκούρα ( Δ.Σ. Πειραιώς με Α.Μ. ……… που προσκόμισε το με αριθμ. Α ….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων).

Της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση-εφεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………..» η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………….., νομίμως εκπροσωπούμενης που δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

Της καθ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση-εκκαλούσας: ……………. που δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο.

Η εκκαλούσα  άσκησε την από 16-10-2019 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2019, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2021) έφεσή κατά της με αριθμ. 990/2019  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η 2-6-2022 και μετά        από αναβολή, η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.

Περαιτέρω, η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε στο παρόν Δικαστήριο την από 27-5-2022 (αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2022) αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση που γράφηκε στο πινάκιο για της συζήτησης της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβάινουσας που παραστάθηκε όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσε παραδεκτώς προτάσεις, αιτούμενη να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ  ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου : α) Η από 16-10-2019 (αριθ. καταθ. Πρωτοδικείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ/……../2019, αριθ. καταθ. Εφετείου Πειραιώς ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2021) έφεσή κατά της με αριθμ. 990/2019  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων  και β) η 27-5-2022 (αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2022) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο « ……………..», υπέρ της εφεσίβλητης και κατά της εκκαλούσας, δικόγραφα των οποίων πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκαση λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης  ως προς την έφεση (άρθρα 31 παρ.1 και 285 του ΚΠολΔ).

ΙΙ. (α) Σύμφωνα με το άρθρο 498 παρ.1 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, κάθε διάδικος μπορεί μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, φέρνοντας αντίγραφο του ένδικου μέσου και της απόφασης που προσβάλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο το ένδικο μέσο απευθύνεται να ζητήσει να προσδιοριστεί δικάσιμος και να φέρει για συζήτηση την υπόθεση με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί ή και αυτοτελώς, η οποία επιδίδεται στον αντίδικο. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι τριάντα (30) ημέρες και, αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, εξήντα (60) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Κατά τα λοιπά για τον προσδιορισμό δικασίμου, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 226. Ειδικότερα, η επίσπευση της συζήτησης του ασκηθέντος ένδικου μέσου συνιστά σύνθετη διαδικαστική πράξη και μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου. Μετά τον προσδιορισμό δικασίμου, η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση με κλήση, είτε κάτω από το αντίγραφο του ένδικου μέσου που έχει κατατεθεί είτε αυτοτελώς, δηλαδή με αυτοτελές δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι σε περίπτωση ειδικής διαδοχής, εφόσον ο ειδικός διάδοχος δεν αποκτά αυτοδίκαια την ιδιότητα του διαδίκου, εάν δεν ασκήσει παρέμβαση (άρθρο 225 του ΚΠολΔ) δεν δικαιούται να επισπεύσει τη συζήτηση ένδικου μέσου που ασκήθηκε από κάποιον διάδικο. Τυχόν δε, κλήση προς συζήτηση του ένδικου μέσου από μη ασκήσαντα παρέμβαση ειδικό διάδοχο απορρίπτεται ως απαράδεκτη και συνακόλουθα απαράδεκτη κηρύσσεται η επισπευθείσα εκ μέρους του συζήτηση του ένδικου μέσου. Και τούτο διότι από τις διατάξεις του άρθρου 225 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, συνάγεται μεν,  ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου, πλην όμως η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων, εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας το επίδικο πράγμα. Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν εισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του, διαδίκου, ούτε μετά τον θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ν` ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου. Επομένως, εάν εκείνος που έγινε ειδικός διάδοχος του διαδίκου δεν άσκησε παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να επισπεύσει με κλήση τη συζήτηση του ένδικου μέσου που έχει ασκηθεί από κάποιο διάδικο, αφού, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 498 παρ.1  του ΚΠολΔ, δικαιούνται να επισπεύσουν τη συζήτηση της του ένδικου μέσου  μόνον οι διάδικοι (Α.Π. 1136/2013, Α.Π. 1920/2006 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος», υπό Χ. Ευθυμίου, Χ. Απαλαγάκη, Στ. Σταματόπουλος «Ο Νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο μετά τους Ν. 4842/και 4855/2021», τόμος ΙΙ, σελ. 1637, 1638). (β) Περαιτέρω, σύμφωνα με διάταξη του άρθρου 80 του  ΚΠολΔ τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του  ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1329/2017, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1485/2006 δημ. σε Τρ. Νομ . Πληρ. «Νόμος»). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2  του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2  του ΚΠολΔ. (β) Επίσης,  σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ΄ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων….», «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, «οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (ΦΕΚ Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανισθεί κατά τη συζήτηση, τότε αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Στην περίπτωση απουσίας, δηλαδή, αμφοτέρων των διαδίκων της κυρίας δίκης, η συζήτηση της υπόθεσης δεν ματαιώνεται, όταν παρίσταται ο προσθέτως παρεμβαίνων, αλλά λαμβάνει χώρα ερήμην του αντιδίκου του υπερ’ ού η πρόσθετη παρέμβαση (βλ. και ΑΠ 265/2013 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), οπότε, αν ο αντίδικος είναι ο ενάγων η αγωγή απορρίπτεται, ενώ αν αντίδικος είναι ο εναγόμενος, οι πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, και εφόσον η αγωγή τυγχάνει νομικά βάσιμη, γίνεται δεκτή και ως ουσία βάσιμη, εφόσον δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Από την τελολογία και το συνδυασμό του συνόλου των ως άνω αφορώντων την πρόσθετη, απλή ή αυτοτελή, παρέμβαση ρυθμίσεων, συνάγεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 274 παρ. 2 ΚΠολΔ προϋποθέτει εγγραφή στο πινάκιο τόσο της κύριας υπόθεσης, όσο και της πρόσθετης παρέμβασης, και συνεκφώνησης αυτών, ώστε τελικά να συνεκδικαστούν (ΕφΠειρ. 160/2022, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»).

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο η με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2021) έφεσή κατά της με αριθμ. 990/2019  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων  και η με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/31-5-2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο « ……….» η οποία ασκείται για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Ειδικότερα, η ανωτέρω προαναφερόμενη εταιρία είναι διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………» που προγενέστερα είχε καταστεί καθολική διάδοχος της εφεσίβλητης, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» (καθ’ ης η της με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……………/17-2014 ανακοπή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση). Η ως άνω ειδική διαδοχή έλαβε χώρα στο πλαίσιο τιτλοποίησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δυνάμει της από 25-5-2021 σύμβαση μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων που καταχωρίστηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. πρωτ. …./25-5-2021 στον τόμο …., με αυξ αριθ. ….., ενώ στις 25-5-2021 υπογράφηκε μεταξύ της ως άνω εταιρίας ειδικού σκοπού και της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας σύμβαση διαχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 που καταχωρίστηκε στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθ. πρωτ. …/25-5-2021 (τόμος …., αυξ. αριθ. ….). Προγενέστερα, ήτοι στις 20-3-2020 λόγω διάσπασης με απόσχιση του τραπεζικού κλάδου της εφεσίβλητης, είχε λάβει χώρα η σύσταση της νέας τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», ώστε η νέα τραπεζική εταιρία να υποκατασταθεί στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της διασπώμενης εταιρίας. Ακολούθως, οι απαιτήσεις περιήλθαν στην εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………» δυνάμει της από 13-7-2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων νομίμως καταχωρισθείσας, ενώ στη συνέχεια μεταβιβάστηκαν δια επαναγοράς απαιτήσεων δυνάμει της από 13-4-2021 σύμβασης πώλησης και επαναμεταβίβασης απαιτήσεων νομίμως καταχωρισθείσας  στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (αρ. πρωτ. …./13-4-2021, τόμος …, αυξ. αριθ. ….) στην τραπεζική εταιρία «……….»,της οποίας κατέστη ειδική διάδοχος η εταιρία «…………». Η συζήτηση της υπό κρίση έφεσης η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από τον παριστάμενο, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας-ανακόπτουσας-καθ’ ης η πρόσθετη παρέμβαση, προσδιορίστηκε στις 13-9-2021 από την δικηγόρο, ……. και επιδόθηκε με επιμέλεια της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας στην εκκαλούσα (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη με επίκληση από την προσθέτως παρεμβαίνουσα με αριθ. ………./24-9-2021 έκθεση επίδοση της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), για την αρχική δικάσιμο της 2-6-2022 (και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στη αρχή της παρούσας), χωρίς αντίθετα να προκύπτει η επίδοση της έφεσης στην εφεσίβλητη- υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο τόσον, η εκκαλούσα- καθ’ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, όσο και η εφεσίβλητη- υπερ η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο. Ωστόσο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ενόψει του ότι η ειδική διάδοχος εταιρία ειδικού σκοπού δια της διαχειρίστριας αυτής κατά το χρόνο επίσπευσης της συζήτησης της υπό κρίση έφεσης, η οποία όπως προαναφέρεται, αποτελεί σύνθετη διαδικαστική πράξη (χρόνος προσδιορισμού της έφεσης στις 13-9-2021 και χρόνος επίδοσης αυτής, στις 24-9-2021), δεν είχε ασκήσει ακόμα πρόσθετη παρέμβαση, δεδομένου ότι την άσκησε μεταγενέστερα της ως άνω επίσπευσης και δη, για πρώτη φορά ήτοι στις 31-5-2022, δεν νομιμοποιείτο να προβεί στην επίσπευση της υπό κρίση έφεσης, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Κατά συνέπεια, παρά την απουσία της εκκαλούσας και της εφεσίβλητης,  πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η κλήση με πράξη ορισμού δικασίμου και ως εκ τούτου να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίσης έφεσης. Τέλος, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της κρινόμενης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης καθότι αυτή δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της έφεσης, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχθηκε με την υπό κρίση έφεση, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (ΑΠ 1426/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 433/2020 δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ «Νόμος»), πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση και της με αρ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ /…………../2022 αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της με αριθ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2021 έφεσης και της ασκηθείσας στο παρόν Δικαστήριο με αρ. κατ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/……………/2022 αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά στις  3 Απριλίου  2023, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ