ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 153/2023
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, την ………………, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
(Ι) Των Εκκαλούντων: (1) Της υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας, …………………. (2) ……..……… (3) …………………….οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξουσίου Δικηγόρου τους Γεωργίας Χριστοδουλοπούλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ….), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α …………./16-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).
Της Εφεσίβλητης: Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας, ……………………..η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου.
(ΙΙ) Της Προσθέτως Παρεμβαίνουσας υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας: Της ανώνυμης εταιρείας, …………………., η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Σπυρίδωνα Κολιγλιάτη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …………), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ………/17-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Α. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).
Των Καθ’ ων η Εκούσια Αυτοτελής Πρόσθετη Παρέμβαση: (1) Της υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία …………………………(2) ……………………………(3) ………………… οι οποίοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου δια της πληρεξουσίου Δικηγόρου τους Γεωργίας Χριστοδουλοπούλου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ………..), (βλ. το υπ’ αριθμόν Α ……………/16-11-2022 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Π. – άρθρο 61 Ν. 4194/2013).
Οι εκκαλούντες άσκησαν σε βάρος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, με την επωνυμία <<…………….>> και το διακριτικό τίτλο <<…………>> ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 05/10/2018 ανακοπή τους κατά της υπ’ αριθμόν ………./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ………./05-10-2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………../05-10-2018.
Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 3703/15-11- 2019 (οριστική) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (Διαδικασία άρθρων 614 περ. 8 Κ.Πολ.Δ.), αντιμωλία των διαδίκων, με την οποία αυτή απορρίφθηκε, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην εκκαλούμενη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι ανακόπτοντες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (= Εφετείου Πειραιώς), με την από 16-10-2021 έφεσή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου (Γ.Α.Κ.) …/21-10-2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ) ………/21-10-2021 και ακολούθως στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ……../17-12-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………/17-12-2021, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέ ρεται στην αρχή της παρούσας.
Ακολούθως, η ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία «……………..» άσκησε την από 17-06-2022 πρόσθετη παρέμβασή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ. Α. Κ.) ………./29-06-2022 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Ε.Α.Κ.Δ.) ………/29-06-2022, δικάσιμος δε ορίστηκε αυτή, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και εκδικάστηκε ερήμην της εφεσίβλητης και υπέρ η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα διαλαμβάνονται στην έφεση, στην εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, καθώς επίσης και στις έγγραφες προτάσεις, τις οποίες κατέθεσαν, κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Ι) Όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ………./27-12-2021 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών στο Πρωτοδικείο Αθηνών, που προσκομίζουν με επίκληση οι εκκαλούντες, ως επισπεύδοντες την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης διάδικοι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ., οι οποίες τυγχάνουν εφαρμοστέες και στην προκείμενη ειδική διαδικασία, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με την ανάλογη πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, νομότυπα και εμπρόθεσμα, επιδόθηκε στην εφεσίβλητη Τράπεζα, προκειμένου η τελευταία να λάβει γνώση της παρούσας δίκης και να συμμετάσχει σε αυτήν, κατά τον προσήκοντα τρόπο, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Ωστόσο, αυτή δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου. Συνεπώς, η εκδίκαση της υπόθεσης πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. α Κ.Πολ.Δ.
(ΙΙΙ) Η κρινόμενη από 18 Οκτωβρίου 2021 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου (Γ.Α.Κ.) ……/ (Ε.Α.Κ.Δ.) ………/17-12-2021 έφεση των εκκαλούντων κατά της υπ’ αριθμόν 3703/15-11-2019 (οριστικής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 περ. 8 Κ. ΠολΔ), αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ.), έχει ασκηθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν παρήλθε η προθεσμία των δύο (2) ετών από το χρόνο έκδοσης αυτής, κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (Φ.Ε.Κ. Α΄87/23.7.2015) σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε σε οποιονδήποτε διάδικο για γνώση του και για τις νόμιμες συνέπειες, αφού δεν προσκομίζεται είτε έκθεση επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης είτε αντίγραφο αυτής με επισημείωση Δικαστικού Επιμελητή για επίδοση αυτής, ενώ συγχρόνως δεν προτείνεται ισχυρισμός για εκπρόθεσμη άσκηση της υπό κρίση έφεσης, με αποτέλεσμα να μην έχει αρχίσει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. Β Κ.Πολ.Δ., το δε δικόγραφο της υπό κρίση έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 21η Οκτωβρίου 2021], (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε, κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο δημοσίου, αξίας 100,00 ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού ηλεκτρονικού παραβόλου ……………/2021 με το σχετικό παραστατικό πληρωμής), πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
(ΙV) Κατ’ άρθρο 225 αρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, οι διάδικοι και μετά την εκκρεμοδικία έχουν δικαίωμα να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή του δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή (η μεταβολή) δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης. Ήτοι, η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των αρχικών διαδίκων, εωσότου νομίμως αυτή περατωθεί. Ο ειδικός διάδοχος του μεταβιβάσαντος δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν εισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του διαδίκου, αλλά έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση. Ήτοι, κατ’ άρθρο 225 ΚΠολΔ, η διάθεση του περιουσιακού δικαιώματος είναι έγκυρη, και η σχετική ένδικη διαδικασία συνεχίζει την πορεία της ακώλυτα. Επειδή όμως ο μεταβιβάσας διάδικος (μετά τη μεταβίβαση) δεν είναι πλέον ο πραγματικός δικαιούχος του επίδικου πράγματος, μεταβάλλεται η νομιμοποίησή του και καθίσταται έτσι μη δικαιούχος διάδικος (άρθρο 225 αρ. 3 ΚΠολΔ). Φυσική συνέπεια της αμέσως ως άνω θέσεως είναι ότι ο διάδικος, που μεταβίβασε το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, νομιμοποιείται στη διεξαγωγή της σχετικής δίκης, ο δε ειδικός διάδοχος, του αρχικά νομιμοποιούμενου, έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση είτε κύρια είτε πρόσθετη, η οποία λόγω της επεκτάσεως του δεδικασμένου της δίκης και σε αυτόν, θα χαρακτηριστεί αυτοτελής (Χαρ. Απαλαγάκη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, 2016, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδοση 4η, άρ. 225, σελ. 691). Περαιτέρω, το άρθρο 83 ΚΠολΔ (με τον τίτλο πρόσθετη παρέμβαση και εκκρεμοδικία), ορίζει ότι, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου, που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78. Από το άρθρο 83 Κ.Πολ.Δ. λοιπόν, σε συνδυασμό με το άρθρο 80 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο, προκειμένου να χαρακτηριστεί η πρόσθετη παρέμβαση ως αυτοτελής είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, η οποία θα εκδοθεί μεταξύ των κυρίων διαδίκων. Ήτοι, η επέκταση (άλλως διεύρυνση) των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας της απόφασης, στις έννομες σχέσεις του παρεμβαίνοντος τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται ακριβώς για το λόγο αυτό, δηλαδή, όχι λόγω της (τυχόν) πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών από την απόφαση σε βάρος του τρίτου, αλλά (ακριβώς) λόγω της δεσμευτικότητας αυτών, που θα κριθούν στην εκκρεμή δίκη και στις σχέσεις του τρίτου με τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Επομένως, η πρόσθετη παρέμβαση (αυτοτελής ή απλή) δεν περιέχει αίτημα, αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο ούτε υποβάλλει δικό του δικαίωμα προς διάγνωση. Ήτοι, δεν γεννάται ζήτημα παραδεκτού ή απαράδεκτου, βάσιμου ή αβασίμου της παρέμβασης αυτής, αλλά μόνον εγκυρότητας ή ακυρότητας (αυτής) και συνεπώς δεν απαιτείται στην απόφαση ή στο διατακτικό της να περιλαμβάνεται διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση (Εφ.Πειρ. 111/2016 ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπές). Έτσι, με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη κάποια νέα έννομη σχέση, μόνο, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας θα επιφέρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης και απέναντι στον ίδιο. Η ασκούμενη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο, που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως κατά πλάσμα δικαίου αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεση του διαδικαστικές ευχέρειες, οι οποίες προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1564/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, το άρθρο 274 αρ. 2 ΚΠολΔ, ορίζει ότι “Αν εκείνος, που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, τότε, αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος, υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το Δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του, μεταξύ εκείνου, που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση”, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 76 αρ. 1 εδ. τελ. ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ο απολειπόμενος διάδικος αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους με την έννοια ότι θεωρείται ότι παρίσταται και αυτός, ότι συμμετέχει στη συζήτηση και ότι ενεργεί με τον ίδιο τρόπο, που ενεργεί και ο παριστάμενος αναγκαίος ομόδικός του, γι’ αυτό και η διαδικασία διεξάγεται σαν να ήταν παρών και ο απών αναγκαίος ομόδικος (ΕφΠειρ. 433/2020 ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπές). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», «Τα δικαιώματα, που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/ 2015, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και το δικαιούχο της απαίτησης».
Στην προκειμένη περίπτωση, η εταιρεία ειδικού σκοπού τιτλοποίησης, με την επωνυμία «……………..», με την ιδιότητα της ειδικής πληρεξουσίου και εντολοδόχου της εδρεύουσας στην αλλοδαπή “…………..”, μετά την άσκηση της υπό κρίση εφέσεως από τους καθ’ ων η παρέμβασή – εκκαλούντες κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας «………………….», κατέστη ειδική διάδοχος της τελευταίας στην έννομη σχέση και ως εκ τούτου τυγχάνει μοναδική δικαιούχος κατ’ άρθρα 455 επ. ΑΚ τόσο της επιδικασθείσας αξίωσης της δικαιοπαρόχου, όσο και του ουσιαστικού δικαιώματος για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, δυνάμει του ως άνω εκτελεστού τίτλου κατ’ άρθρα 325 § 2 και 919 ΚΠολΔ., λόγω εκχώρησης της επίδικης απαίτησης της υπέρ ης η παρέμβαση Τράπεζας σε βάρος των εκκαλούντων. Πλέον συγκεκριμένα, εκθέτει ότι δυνάμει της από 1.07.2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων σε συνδυασμό με την από 17.07.2020 Σύμβαση Εκχώρησης Απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, που καταρτίσθηκε μεταξύ της «…………» και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης, με την επωνυμία “…………” (……………..), η οποία καταχωρίστηκε νόμιμα με αριθμό πρωτ. ……../17.07.2020, στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με την σχετική πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003, στον τόμο ….. και αριθμ. ………., επέχουσα θέση αναγγελίας κατ’ άρθρο 10 § 10 Ν. 3156/2003, οι απαιτήσεις και τα δικαιώματά της (διαπλαστικά και μη) από τη Σύμβαση Πίστωσης μεταβιβάσθηκαν από την «…………..» στην εδρεύουσα στο ……. Ιρλανδίας (………………) και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ….., εταιρεία ειδικού σκοπού τιτλοποίησης, με την επωνυμία “……………..”, όπως νόμιμα εκπροσωπείται. Ειδικότερα, η μεταβίβαση των απαιτήσεων από τις ένδικες συμβάσεις, έχει καταχωρηθεί στον τόμο …. αριθμό ….. των δημόσιων βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμούς καταχώρησης … έως ….. (σελίδα ….), όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου …. απόσπασμα του Παραρτήματος της υπ’ αριθμόν …./17.07.2020 περίληψης της από 17.07.2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης- Εκχώρησης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων. Περαιτέρω, η Πιστώτρια “…………..” ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων και των δικαιωμάτων, που απορρέουν από την επίδικη Σύμβαση Πιστώσεως με Ανοικτό Αλληλόχρεο Λογαριασμό και των προσωπικών και εμπράγματων εξασφαλίσεων αυτής στην «………………….» εκπροσωπούμενη, με την από 17-07-2020 Σύμβαση Διαχείρισης, η οποία καταχωρίστηκε με αριθμό πρωτ. ………/17.07.2020 στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με τη σχετική πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003, στον τόμο … και αριθμ. …., σε συνδυασμό και με το υπ’ αριθμ …../ 13.10.20 Ειδικό Πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Μαυρουδή.
Η υπό κρίση εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ασκείται παραδεκτά, με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και κοινοποίηση αυτής στους αρχικούς διαδίκους (εκκαλούντες και εφεσίβλητη), ως αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας, εφόσον η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα Εταιρεία επικαλείται έννομο συμφέρον για την άσκηση της, καθώς με αυτήν αποσκοπείται η προστασία της αξίωσης της παρεμβαίνουσας, όπως την απέκτησε, που επηρεάζεται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως, η οποία θα εκδοθεί, ενώ υπάρχει κίνδυνος προσβολής της από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, δεδομένου ότι η προσθέτως παρεμβαίνουσα Εταιρεία δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012, Α.Π. 368/2019 Δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του Δ.Σ.Α. <<ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ>>).
Η πρόσθετη, αυτή, παρέμβαση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη Τράπεζα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …./05.10.2022 έκθεση επίδοσης τη Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών ………… και στους εκκαλούντες, όπως προκύπτει τις υπ’ αριθμ. …/05-10-2022, …./05-10-2022 και …/05-10-2022, …../05-10-2022 εκθέσεις επίδοσης της ίδιας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας.
Επιπλέον, αυτή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 117, 118 και 216 Κ.Πολ.Δ. και νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 80, 83, 741, 752 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., 455, 458, 459 του Αστικού Κώδικα. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί και αυτή ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Η κατά τα παραπάνω έφεση και η εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικαστούν, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 246 Κ.Πολ.Δ., διότι υπάγονται στην ίδια διαδικασία και διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 246 ΚΠολΔ, από το παρόν αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστήριο, λόγω της προδήλου (με την κρινόμενη έφεση) συνάφειάς τους (άρθρο 31 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
(V) Κατά το άρθρο 623 του Κ.Πολ.Δ. κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρο 626 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το N. 4335/ 2015, προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαιτήσεως του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση, αφετέρου η απαίτηση αυτή και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί αυτοδύναμο εκτελεστό τίτλο, αλλά όχι δικαστική απόφαση, ώστε να παρίσταται ανάγκη πλήρους αιτιολογίας αυτής, αρκεί πλην άλλων στοιχείων, να περιέχει την αιτία της πληρωμής, ήτοι, να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία απορρέει η απαίτηση, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 1389/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκόψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., 52 του ν.δ.3026/ 1954, 14 του ν. 1599/1986) και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας τράπεζας (Α.Π. 1022/ 2003 Χρι.Ι.Δ.2003.70). Στην περίπτωση όμως των μηχανογραφικά τηρούμενων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας, που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της. Επομένως, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (Α.Π.330/2012 Αρμ.2012.1431, Α.Π.27/ 2010 Δ.Ε.Ε.2010.1193, Α.Π.1117/ 2002 Δ.Ε.Ε.2003.70). Περαιτέρω εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο Δικαστής οφείλει, κατά το άρθρο 628 του Κ.Πολ.Δ., να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται, ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 του Κ.Πολ.Δ.. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαράδεκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη και τη δυνατότητα αποδείξεως της απαιτήσεως με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 43/2005, ΑΠ 1850/2017). Επίσης, κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 Κ. Πολ.Δ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: (α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ. 1, (β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και (γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή. Περαιτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία κάθε δικογράφου (άρθρα 117και 118 ΚΠολΔ), σαφή έκθεση των γεγονότων (άρθρο 216 ΚΠολΔ), που στηρίζουν τους λόγους της, για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένες, διότι στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 1026/2013, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 662/2010, ΑΠ 1180/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 2008.424, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, προκειμένου να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής, πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης(ΑΠ 916/2002 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 489/1997 ΕλλΔνη 1998.103, Εφ.Πειρ. 37/2016, Εφ.Πειρ. 405/2015, ΕφΠειρ 627/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Βάσει δε της ισχύουσας και στη δίκη της ανακοπής αρχής της συζητήσεως, το Δικαστήριο δεν δικαιούται να ασχοληθεί αυτεπαγγέλτως με πλημμέλειες της διαταγής πληρωμής, που δεν προτάθηκαν παραδεκτά με κύριο ή με πρόσθετο λόγο ανακοπής (ΑΠ 370/2012 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βάσιμα μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα, δηλαδή η μερική ακύρωση της διαταγής, δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος, νομικός ή άλλος, για την ολική ακύρωσή της (ΑΠ 753/1995 ΝοΒ 1997, 775, Εφ.Δυτ.Μακ. 25/2019, Εφ.Θεσ. 1224/2017, Εφ.Πειρ. 37/ 2016, Εφ.Αθ. (Μον). 327/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται, ως αόριστοι (ΑΠ 2073/ 2007 ΕλλΔνη 2008.424, ΑΠ 1210/1995 ΕλλΔνη 1997.1782, Εφ.Αθ. 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676, (Ολ.ΑΠ 10/1997, ΑΠ 321/2017, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 431/2015, ΑΠ 294/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επ. του Κ.Πολ.Δ., προβάλλονται λόγοι, είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης (Ολ.Α.Π. 10/1997 Ελλ.Δνη 1997.768). Στο πλαίσιο δε της δικαιοδοτικής έρευνας του εκδικάζοντος την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής Δικαστηρίου ως προς του κύρος της έκδοσής της εμπίπτει και η εξέταση της αποδεικτικής δύναμης των με την αίτηση προς έκδοσή της συνυποβληθέντων δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που αποδεικνύουν την απαίτηση, όπως, αν αυτά έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους, αν φέρουν τη νόμιμη χαρτοσήμανση και σε περίπτωση, που προσκομίζονται σε αντίγραφο, αν είναι νομίμως επικυρωμένα από δημόσια αρχή ή δικηγόρο κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις. Το εκδικάζον δε την ανακοπή Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την υπάρχουσα στη διαταγή πληρωμής βεβαίωση του εκδώσαντος αυτή Δικαστή ότι τα για την έκδοσή της προσαχθέντα έγγραφα είναι νομίμως επικυρωμένα ή χαρτοσημασμένα. Η τοιούτου περιεχομένου βεβαίωση, αναγόμενη στο νομικό ζήτημα της εγκυρότητας της επικύρωσης του εγγράφου ή της χαρτοσήμανσής του, εντεύθεν δε και στην αποδεικτική του δύναμη, όσον αφορά την απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, δεν παράγει τεκμήριο νομιμότητας περί της γενομένης ως άνω επικύρωσης ή χαρτοσήμανσης του εγγράφου, του νομικού τούτου ζητήματος ανήκοντος στην αρμοδιότητα του εκδικάζοντος την ανακοπή Δικαστηρίου, ως προδικαστικού ζητήματος της ύπαρξης του διαπλαστικού δικαιώματος του οφειλέτη, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Πολύ περισσότερο ο τελευταίος δεν είναι αναγκαίο να προσβάλει τη διαταγή πληρωμής για πλαστότητα κατά τη διάταξη του άρθρου 438 του Κ.Πολ.Δ. ως προς τη σε αυτό υπάρχουσα άνω «βεβαίωση», αφού αυτή δεν αφορά σε πραγματικό γεγονός που έγινε από τον εκδώσαντα τη διαταγή πληρωμής Δικαστή ή ενώπιον αυτού (Α,Π.2209/2007 Ελλ.Δνη 2009.1683).
Στην προκείμενη περίπτωση, από τη χωρίς όρκο εξέταση της τρίτης (3ης) εκκαλούσας ………….. ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τη δημόσια συνεδρίασή του, την 01-03-2019, σύμφωνα με τη διάταξη των άρθρων Κ.Πολ.Δ, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 415 και επ. Κ.Πολ.Δ., από το σύνολο των εγγράφων, που παραδεκτά και νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους ανεξαιρέτως για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, επιτρεπόμενων τούτων λόγω του επιτρεπτού της εμμάρτυρης απόδειξης στην προκείμενη δίκη, χωρίς ωστόσο, η ρητή αναφορά ορισμένων εγγράφων να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία πλην όμως είναι ισοδύναμα (ΑΠ 1068/2002 Αρχ.Ν 2004,70, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723) και χωρίς να παραλείπεται οποιοδήποτε έγγραφο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (άρθρα 339 και 395 Κ.Πολ.Δ.), από τις ομολογίες των διαδίκων, όπως συνάγονται από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων μερών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ., κατά το μέτρο, που δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια αυτών, καθώς επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικό περιστατικά: Με την υπ’ αριθμόν ………/13.04.1984 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία καταρτίσθηκε στον Πειραιά, μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων του Καταστήματος της πρώην Τράπεζας, με την επωνυμία «………», η οποία στη συνέχεια συγχωνεύθηκε με απορρόφησή της από την τότε «……….», που ακολούθως μεταβλήθηκε, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμόν 3173/10.05.2000 ΦΕΚ Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., στην «………..», σύμφωνα με τα άρθρα 68 παρ. 2, 69- 77 του Κ.Ν. 2190/1920 και τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 2515/97 «περί συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως τροποποιήθηκε ή συμπληρώθηκε με το άρθρο 12 του Ν.2774/1999 αφενός, και της πρώτης (1ης) των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων, ως πιστούχου Εταιρείας, χορηγήθηκε στην τελευταία πίστωση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του χρηματικού ποσού των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000 δραχμών), ενώ ο δεύτερος (2ος) των ανακοπτόντων και ήδη εφεσίβλητων συμβλήθηκε σε αυτήν ως εγγυητής υπέρ της πρώτης (1ης) των ανακοπτόντων- εφεσίβλητων, ευθυνόμενος σε ολόκληρο και ως πρωτοφειλέτης για το σύνολο της ως συγκεκριμένης πίστωσης. Με τη σύμβαση αυτή, που καταρτίστηκε εγγράφως στον Πειραιά – Κατάστημα Πειραιά (Κωδικός Καταστήματος …), έλαβε αριθμό ….. και ημεροχρονολογία κατάρτισης την 13η Απριλίου 1984, η εφεσίβλητη Τράπεζα χορήγησε αρχικά στην πρώτη (1η) των ανακοπτόντων – πιστούχο εφεσίβλητη Εταιρεία, πίστωση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του χρηματικού ποσού των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000) δραχμών και ήδη ποσό σε ευρώ είκοσι τριών χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα επτά και εξήντα δύο λεπτών (23.477,62€), με τόκο και προμήθεια με την ανεπιφύλακτη εγγύηση του δεύτερου (2ου) των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων …….. ………. ως εγγυητή, η οποία θα εξυπηρετείται με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με τους όρους και συμφωνίες, που περιέχονται στη συγκεκριμένη σύμβαση. Μεταξύ των συνομολογηθέντων με την ως άνω υπ’ αριθμόν ………./13.04.1984 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό όρων περιλαμβάνονται και οι ακόλουθοι όροι, ήτοι: (1) (Α) ότι η Τράπεζα χορήγησε στην πρώτη (1η) εκκαλούσα Εταιρεία πίστωση με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό μέχρι του ποσού των οκτώ εκατομμυρίων (8.000.000) δραχμών, διεπόμενη από τους συνομολογηθέντες στη συγκεκριμένη σύμβαση και στις συμπληρωματικές αυτής πρόσθετες πράξεις όρους. (Β) ότι μεταξύ της Τράπεζας και της πρώτης (1ης) εκκαλούσας Εταιρείας συνομολογήθηκε τόκος 20,5% και προμήθεια 1% ετησίως, της προμήθειας υπολογιζόμενης κατά αδιαίρετο ημερολογιακό μήνα στο ανώτατο χρεωστικό υπόλοιπο της πίστωσης κατά τη διάρκεια του μήνα. Ο τόκος και η προμήθεια πληρώνονται στο τέλος κάθε τριμήνου, ήτοι, την 31.03, 30.06, 30.09 και 31.12 κάθε έτους. Εάν κατά τις προθεσμίες αυτές δεν καταβληθεί ο οφειλόμενος τόκος με τις προμήθειες και τα έξοδα, άσχετα με τις συνέπειες από την καθυστέρηση χρεώνεται αυτοδίκαια με τα σχετικά ποσά ο λογαριασμός της πίστωσης περιοδικώς κατά το κλείσιμο κάθε τριμήνου. Έτσι, οι τοκοπρομήθειες αυτές και τα έξοδα συμψηφίζονται στην πίστωση, κεφαλαιοποιούνται και ανατοκίζονται κατά τριμηνία. Σε περίπτωση, κατά την οποία το ανώτατο όριο επιτοκίου αυξηθεί ή μειωθεί νομίμως κατά τη διάρκεια του δανείου, ο λογαριασμός θα χρεώνεται με το αυξημένο ή μειωμένο επιτόκιο. Επίσης, επιτρέπεται στην Τράπεζα να χρεώνει το λογαριασμό με προμήθεια αδρανείας μέχρι 0,5% ετησίως στο αχρησιμοποίητο υπόλοιπο της πίστωσης (Γ) ότι στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό συμβλήθηκε ο β’ των ανακοπτόντων ως εγγυητής. 2) Τον πιστούχο βαρύνουν α) τα έξοδα της συμβάσεως αυτής και της εξοφλήσεώς της, ο φόρος κύκλου είδους έξοδα, χαρτόσημο κλπ. για την εξόφληση απαιτήσεων της Τράπεζας, από κεφάλαιο και τις προμήθειες και έξοδα γενικώς, η οποία αποδεικνύεται με οποιονδήποτε τρόπο (έστω και μόνο-, με εγγραφή στα βιβλία της Τράπεζας β) οι επιβαρύνσεις εξαιτίας καθυστερήσεως πληρωμής από τον πιστούχο γ) οι δαπάνες, που προκύπτουν από τη λήψη συντηρητικών ή εξασφαλιστικών μέτρων γενικά κατά του πιστούχου ή τρίτων, καθώς και οι δαπάνες για την άρση ή εξάλειψη των μέτρων αυτών, δ] τα ασφάλιστρα πυρός ή άλλον κινδύνου σε περίπτωση που η πίστωση αυτή εξασφαλίζεται με εμπράγματη ασφάλεια (3) Χρήση της πιστώσεως θα γίνεται, είτε με αποδείξεις λήψεως χρημάτων απευθείας από τον πιστούχο, είτε με επιταγές που θα εκδίδει επί του Καταστήματος της Τράπεζας που χορηγεί την πίστωση, είτε με έγγραφη εντολή του για καταβολή σε τρίτους, που δίνεται και με απλή επιστολή, είτε με άνοιγμα ενέγγυου πιστώσεως, είτε με προεξόφληση γραμματίων ή συν/κών που έχουν οπωσδήποτε την υπογραφή του ως εκδότη, αποδέκτη, τριτεγγυητή, ή οπισθογράφου, είτε με προκαταβολή επί των γραμματίων αυτών, συν/κών, ή φορτωτικών, είτε με έκδοση εγγυητικών επιστολών υπέρ του πιστούχου ή υπέρ οποιουδήποτε τρίτου με αίτηση του πιστούχου και ενδεικτικώς εγγυητικών επιστολών προς Δημόσιες Υπηρεσίες, ή προς Νομικά Πρόσωπα Δημόσιου ή Ιδιωτικού Δικαίου, προς Οργανισμούς, Δημόσιους ή ιδιωτικούς και γενικά προς κάθε Νομικό ή φυσικό πρόσωπο, για συμμετοχή σε διαγωνισμούς, για καλή εκτέλεση έργων και προμήθειας ειδών, για τη λήψη προκαταβολών ή δεκάτων, για την αγορά ειδών με πίστωση και γενικά οποιουδήποτε περιεχομένου και για οποιονδήποτε σκοπό. Συνομολογείται ρητά ότι οποιαδήποτε πλαστογράφηση, ή νόθευση, ή κατάχρηση των εντύπων επιταγών που δίνονται από την Τράπεζα στον πιστούχο, ή των επιστολών, αποδείξεων, ή εντολών του, καθώς και η πλαστογράφηση της υπογραφής του πιστούχου ή του κομιστή, ή οπισθογράφου, ή οποιουδήποτε άλλου, βαρύνει αποκλειστικά και μόνο τον πιστούχο και λογίζεται νόμιμη και υποχρεωτική γι’ αυτόν κάθε πληρωμή που γίνεται από την Τράπεζα βάσει επιταγής, επιστολής, αποδείξεως ή εντολής του στην οποία έγινε οποιασδήποτε φύσεως πλαστογράφηση, νοθεία, κατάχρηση, ή αλλοίωση. Εάν η πίστωση χρησιμοποιηθεί για έκδοση εγγυητικής επιστολής, λογίζεται μεν σε βάρος του λογαριασμού ολόκληρο το ποσό της εγγυητικής επιστολής, αλλά δε γίνεται τοκοφόρο, παρά μόνο σε περίπτωση καταπτώσεως, από την ημέρα και για το ποσό που θα καταπέσει η εγγύηση, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως τον άρθρου 12 της συμβάσεως αυτής, καταβάλλονται δε οι σχετικές προμήθειες, ή χρεώνεται μ’ αυτές ο λογαριασμός. Η Τράπεζα δικαιούται να χρεώνει τον λογαριασμό με κάθε οφειλή του πιστούχου από οποιονδήποτε λόγο και αιτία, χωρίς καμιά διάκριση, προσδιορισμό, ή περιορισμό έστω και άσχετη με τη σύμβαση αυτή, ιδίως (η ανάλυση πάντως είναι απλώς ενδεικτική) από κατάπτωση εγγυητικών επιστολών που χορηγήθηκαν στον πιστούχο, στο πλαίσιο των εργασιών του, ή από γραμμάτια και συναλλαγματικές που προεξοφλήθηκαν απ’ αυτόν και δεν πληρώθηκαν από τους οφειλέτες ή από γραμμάτια εκδόσεως και συναλλαγματικές αποδοχής του που προεξοφλήθηκαν από τρίτους στην Τράπεζα, ή από τριτεγγυήσεις που δόθηκαν από τον πιστούχο επί γραμματίων ή συναλλαγματικών τρίτων, ή από κατάλοιπα δανείων που χορηγήθηκαν με ενέχυρο εμπορεύματα, χρεόγραφα, ή οποιουσδήποτε τίτλους παραστατικών αξίας (που το αντίτιμό τους δεν κάλυψε το ποσό του δανείου), ή από κατάλοιπα χορηγήσεων έναντι φορτωτικών εγγράφων εσωτερικού ή εξωτερικού ή οπτό δάνεια για εξαγωγικές εργασίες, μαζί με τους σχετικούς τόκους και κάθε ποσό εξόδων από τηλεγραφήματα, ταχυδρομικά, διαμαρτυρικά, έξοδα φορτώσεως, μεταφορτώσεως και ασφαλίστρων και από ζημίες, ανοίγματα, ροή και αβαρίες εμπορευμάτων, από φορτωτικές που τυχόν θα παρ Τράπεζα προς είσπραξη και γενικώς κάθε έξοδο που μπορεί να προκύψει από οποιαδήποτε συναλλαγή με την πιστούχο (4) Ο πιστούχος υποβάλλεται σε όλες τις αποφάσεις της Τράπεζας, σχετικά με ανοικτούς λογαριασμούς και υποχρεούται να κινεί το λογαριασμό με αποστολή κονδυλίων στις προθεσμίες, που ορίζονται από τις αποφάσεις των Νομισματικών, ή άλλων αρμοδίων Αρχών, οι οποίες είναι οπωσδήποτε επικρατέστερες από τη σύμβαση αυτή ή από κάθε άλλη συμφωνία Σε περίπτωση, που το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού, στο οποίο περιλαμβάνονται τόκοι, προμήθειες και έξοδα, υπερβεί το άνω όριο της πιστώσεως, ο πιστούχος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει αμέσως το ποσό της υπερβάσεως. (5) Συμφωνείται ότι η Τράπεζα έχει πάντοτε το απόλυτο δικαίωμα να περιορίζει ή να κλείνει, κατά την κρίση της και οποιαδήποτε στιγμή την πίστωση αυτή ειδοποιώντας σχετικά τον πιστούχο με αποστολή απλής επιστολής. Στην περίπτωση αυτή, το υπόλοιπο του λ/σμού της πιστώσεως, από κεφάλαιο, τόκους, ανατοκισμούς, προμήθειες και κάθε έξοδο, γίνεται απαιτητό από την ημέρα της ειδοποιήσεως, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας των τραπεζικών χορηγήσεων, η δε Τράπεζα δικαιούται ν’ αρνηθεί κάθε πληρωμή σε χρέωση του ανοικτού λογαριασμού, ακόμα και αν αυτή ζητείται με βάση πράξη που έγινε πριν από την ημέρα της αποστολής ειδοποιήσεως για το κλείσιμο της πιστώσεως. Το υπόλοιπο αυτό της πιστώσεως που κλείνεται υπολογίζεται και το ποσό για το οποίο τυχόν η Τράπεζα εξέδωσε εγγυητικές επιστολές υπέρ του πιστούχου, ή με εντολή του υπέρ τρίτου, έστω και αν οι εγγυητικές αυτές επιστολές έχουν καταπέσει. Η οφειλή του πιστούχου προς την Τράπεζα που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης αυτής, αποδεικνύεται και από απόσπασμα των βιβλίων της, το οποίο η ίδια εκδίδει και στο οποίο εμφανίζεται η κίνηση του ή των οικείων λογαριασμών της πιστώσεως, από την έναρξη, ή από την τελευταία αναγνώριση και εφεξής. Ο οφειλέτης αναγνωρίζει από τώρα ότι το απόσπασμα αυτό αποτελεί πλήρη απόδειξη της απαιτήσεως της Τράπεζας κατ’ αυτού και δε δικαιούται ν’ αμφισβητήσει τα διάφορα κονδύλια ή το οριστικό κατάλοιπο του λογαριασμού. (6) Κάθε ποσό που τυχόν θα καταθέσει ο πιστούχος σε πίστωση του ανοικτού λ/σμού του της συμβάσεως αυτής καθ’ υπέρβαση του χρεωστικού του υπολοίπου, θα αποφέρει τον τόκο που παρέχει η Τράπεζα στις Καταθέσεις Όψεως, (7) Η Τράπεζα δικαιούται να διαχωρίζει το λογαριασμό σε περισσότερους, ή να συνενώνει περισσότερους λογαριασμούς σε ένα, σύμφωνα με τις λογιστικές μεθόδους της, αθροίζοντας, ή συμψηφίζοντας τα υπόλοιπά τους. (8) Η Τράπεζα δικαιούται να συμψηφίζει στην απαίτησή της από τον παρόντα λ/σμό οποιοδήποτε ποσό τυχόν οφείλει στον πιστούχο από οποιαδήποτε αιτία και ενδεικτικά από καταθέσεις κάθε είδους, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις ταμιευτηρίου, από εμβάσματα ή εντολές τρίτων, από γραμμάτια ή γενικώς αξιόγραφα που παραδόθηκαν σ’ αυτή προς είσπραξη κλπ.(9) Για την εξασφάλιση της πιστώσεως αυτής (κατά κεφάλαια, τόκους, προμήθειες και οποιοσδήποτε φύσεως έξοδα), η Τράπεζα δικαιούται να αξιώσει από τον πιστούχο την παροχή με έξοδά του εμπράγματης ασφάλειας, οπότε και υπογράφεται ανάλογα σχετική σύμβαση. (10) Ο εγγυητής εγγυάται προς την αποδεχόμενη την εγγύηση αυτή, ως δανείστρια Τράπεζα, την τήρηση των όρων του συμφωνητικού πίστωσης δι ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού και των πρόσθετων πράξεων αυτής και την ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου, κατά το κλείσιμο του ως άνω ανοικτού λογαριασμού, τόκους, προμήθειες, έξοδα και ανατοκισμό και ανεξάρτητα των παραδιδόμενων εκάστοτε από τον οφειλέτη δικαιογράφων σε διαταγή ή πάσης άλλης ασφάλειας ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως πρωτοφειλέτης, παραιτούμενος ρητά και ανεπιφύλακτα από τις ενστάσεις των άρθρων 855, 862, 863, 866, 867, 868 Α.Κ. καί γενικά από κάθε ένσταση κατά της Τράπεζας ακόμα και για τις τυχόν προσωποπαγείς ή μη τον πρωτοφειλέτη και κάθε δικαιώματος ακόμα και του ευεργετήματος της διζήσεως, υποχρεούμενος σε άμεση και ανεπιφύλακτη καταβολή προς την Τράπεζα του καταλοίπου του ως άνω ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού κατά το κλείσιμο αυτού, πλέον τόκων συμβατικών και υπερημερίας, προμήθειες και εν γένει εξόδων, αποδεχόμενος ανεπιφύλακτα ότι κάθε αναγνώριση της οφειλής εκ μέρους του οφειλέτη, υποχρεώνει και τον ίδιο ως εγγυητή. Η πιο πάνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό διέπεται από τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν όρους και συμφωνίες, όπως αυτοί συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν με τις: υπ’ αρ. …../1/5.02.1985 (αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού δραχμών 2.000.000), (2) 10….97/2/3.10.1988 (αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού δραχμών 2.000.000], (3) …/3/9.3.1989 (αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού δρχ. 10.500.000), (4) …./4/9.8.1991 (αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού δρχ. 7.500.000), (5) …./5/28. 2.1992 (αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού δρχ. 10.000.000), (6) …../ 6/7.10.1993 (αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού δρχ. 10.000. 000), (7} …/7/3.7.1995(αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού δρχ. 50. 000.000, (8) …./29.01.2001 (αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού δρχ. 50.000.000), (9) από 29.01.2001 (προσδιορισμός επιτοκίου), (10) από 29,01.2001 (τροποποίηση του όρου 8), (11) από 29.01.2001 (τροπο ποίηση των όρων 6.10, 6.11 και 10.8), (12) ……../9.4.2002 (αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού €159.794,57), (13) ……./25.7.2003 (αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού €300.000), (14) από 25.07.2003 (βραχυπρόθεσμο δάνειο ευρώ ή συναλλάγματος τακτής λήξης), (15) ……/12.1.2005 (αύξηση πιστωτικού ορίου ποσού €300.000), (16) από 16.4.2008 (βραχυπρόθεσμο δάνειο ευρώ ή συναλλάγματος τακτής λήξης), (17) από 08.10.2008 (Πρόσθετη Πράξη Alpha 651 -Κεφάλαιο Κίνησης Κυμαινόμενου Επιτοκίου Euribor 3μηνών), (18) από 12.02.2009 (βραχυπρόθεσμο δάνειο ευρώ ή συναλλάγματος τακτής λήξης), (19) από 11.2009 (βραχυπρόθεσμο δάνειο ευρώ ή συναλλάγματος τακτής λήξης)/ (20) από 22.6.2011 (βραχυπρόθεσμο δάνειο ευρώ ή συναλλάγματος τακτής λήξης), (21) από 28.11.2011 (βραχυπρόθεσμο δάνειο ευρώ ή συναλλάγματος τακτής λήξης), (22) ……../28.6.2013 (μείωση πιστωτικού ορίου ποσού €400.000), (23) από 28.06.2013 (βραχυπρόθεσμο δάνειο ευρώ ή συναλλάγματος τακτής λήξης), (24) από 30/12/2013 (αναγνώριση υπολοίπου και προσδιορισμός τρόπου εξοφλήσεως), (25) από 30/12/2013 (τροποποίηση επιτοκίου), πρόσθετες στην ως άνω σύμβαση πίστωσης πράξεις, (26) τις από 25.07.2003, 12.01.2005 και 28.06.2013 επιστολές της Πιστούχου και των Εγγυητών, καθώς και (27) την από 28.06.2013 Σύμβαση Εγγυήσεως, οι οποίες καταρτίσθηκαν, οι μεν εκ των ανωτέρω πράξεις με α/α ……… στον Πειραιά ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», οι δε λοιπές ανωτέρω πράξεις με α/α ………. στον Πειραιά εκπροσώπων του Καταστήματος της Τράπεζας, συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: Με την ……../1/05.02.1985 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η πίστωση αυξήθηκε κατά 2.000.000 δρχ. και ανήλθε στο ποσό των 10.000.000 δρχ. Με την υπ’ αριθμόν …./2/03.10.1988 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, αυξήθηκε η πίστωση κατά 2.000.000 δρχ. και ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 12.000.000 δρχ. Με την υπ’ αριθμόν ……../3/09.03.1989 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό αυξήθηκε η πίστωση κατά 10.500.000 δρχ. και ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 22.500.000 δρχ. Με την υπ’ αριθμόν ……./4/09.08.1991 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό αυξήθηκε η πίστωση κατά 7.500.000 δρχ. και ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 30.000.000 δρχ. Με την υπ’ αριθμόν ……./5/28.02,1992 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό αυξήθηκε η πίστωση κατά 10.000.000 δρχ. και ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 40.000.000 δρχ. Με την υπ’ αριθμόν ……../6/7.10.1993 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, αυξήθηκε η πίστωση κατά 10.000.000 δρχ. και ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 50.000.000 δρχ. Με την υπ’ αριθμόν ……../7/03.07.1995 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, αυξήθηκε η πίστωση κατά 50.000.000 δρχ. και ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 100.000.000 δρχ. Με την υπ’ αριθμόν ……../29.01.2001 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό αυξήθηκε η πίστωση κατά 50.000.000 δρχ. και ανήλθε στο χρηματικό ποσό των 150.000.000 δρχ. Με την από 29.01.2001 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, συμφωνήθηκαν τα εξής: Ότι για τις τραπεζικές συναλλαγές, στις οποίες το επιτόκιο καθορίζεται ελεύθερα, οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν ότι, εφόσον η χρηματοδότηση γίνεται σε δραχμές, η Πιστούχος θα καταβάλλει στην Τράπεζα τόκο, που θα υπολογίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, που ορίζεται, ως εξής και θα καλείται του λοιπού συμβατικό επιτόκιο. Ότι στην περίπτωση χρηματοδοτήσεως, που δεν καθορίζεται το επιτόκιο κατ’ άλλο τρόπο, ο Πιστούχος θα καταβάλει στην Τράπεζα το ελάχιστο δανειστικό επιτόκιο (prime rate). Η ως άνω διαφορά του συμβατικού από το ελάχιστο ‘δανειστικό επιτόκιο καλείται «Περιθώριο». Οι συμβαλλόμενοι συνομολογούν και αποδέχονται το ελάχιστο δανειστικό επιτόκιο αυτό που κάθε φορά η Τράπεζα θα ανακοινώνει με δημοσίευσή της στον Τύπο (πολιτικό ή οικονομικό). Ότι η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα της περιοδικής αναπροσαρμογής, ήτοι της αυξήσεως ή μειώσεως του ελάχιστου δανειστικού επιτοκίου (prime rate), χωρίς τη σύμπραξη τον Πιστούχου. Η αναπροσαρμογή αυτή τον ελάχιστου δανειστικού επιτοκίου (prime rate) θα γίνεται κάθε φορά ανάλογα με τις συνθήκες της χρηματαγοράς και το κόστος του χρήματος για την Τράπεζα, θα δημοσιεύεται από την Τράπεζα σε δυο τουλάχιστον εφημερίδες του πολιτικού ή οικονομικού τύπου και θα ισχύει και για την πίστωση από της δημοσιεύσεως της σχετικής ανακοινώσεως της Τραπέζης στον πολιτικό ή οικονομικό τύπο, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ειδική γνωστοποίηση στον Πιστούχο. Ότι οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν ότι η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα, λαμβάνουσα υπόψη τα εκάστοτε οικονομικά στοιχεία του Πιστούχου και την αποδοτικότητα της ευρύτερης με αυτόν συνεργασίας, γεγονότα οικονομικής φύσεως, που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων και η αύξηση του κόστους του χρήματος γενικότερα και ειδικότερα στη διατραπεζική αγορά, τα οποία επιβάλλουν σ’ αυτή αλλαγή της πιστωτικής πολιτικής και του ύφους των επιτοκίων, να αυξάνει, να μειώνει ή να καταργεί το ισχύον κάθε φορά περιθώριο. Εις τις περιπτώσεις αυτές υποχρεούται να γνωστοποιεί την αλλαγή του περιθωρίου, με τον ως άνω τρόπο, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο στον Πιστούχο, οπότε το νέο περιθώριο θα ισχύει από τη γνωστοποίηση του στον Πιστούχο. Ο Πιστούχος δεν υποχρεούται σε κάθε περίπτωση της κατά τα ανωτέρω αναπροσαρμογής του συμβατικού επιτοκίου είτε λόγω μεταβολής του ελάχιστου δανειστικού επιτοκίου (prime rate) ή του περιθωρίου να αποδεχθεί τη μεταβολή τον, δικαιούμενος όπως, εντός τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της κατά τα ανωτέρω γνωστοποιήσεως της μεταβολής, εξοφλώντας κάθε απαίτηση της Τραπέζης εκ της συμβάσεως, μετά την ενάσκηση των ως άνω δικαιωμάτων της, ζητήσει, το κλείσιμο του ή των λογαριασμών της πιστώσεως, ή τη μεταβίβαση της συμβάσεως και των εξ αυτής απαιτήσεων της Τραπέζης σε άλλο πιστωτικό οργανισμό της προτιμήσεως του, άλλως, ρητά συνομολογείται ότι αποδέχεται την κατά τα ως άνω συνομολογούμενη μεταβολή του συμβατικού επιτοκίου, παραιτείται από τώρα από του δικαιώματος προβολής οιασδήποτε σχετικής εν στάσεως, αντιρρήσεως ή αγωγής κατ’ αυτής, που οπό τώρα συνομολογείται ότι συνιστά συμβατική ενέργεια που κείται εντός των ορίων, που επιβάλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός των εκατέρωθεν δικαιωμάτων. (10) Με την από 29.01.2001 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό, συμφωνήθηκαν τα εξής: 2.1 Με την υπ’ αριθμόν …………/13.4.84 σύμβαση πιστώσεως με (ανοικτό) αλληλόχρεο λογαριασμό η Τράπεζα άνοιξε υπέρ τον πιστούχου πίστωση μέχρι του ποσού των δραχμών 150.000.000, η οποία διέπεται από τους όρους και τις συμφωνίες, που περιέχονται στη σύμβαση αυτή και στις πρόσθετες πράξεις της πίστωσης ο εγγυητής αναγνωρίζει ότι η σύμβαση λειτούργησε σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες, που περιέχονται αυτή, ότι ο λογαριασμός, που την εξυπηρετεί εμφανίζει την 29.01.2001 χρεωστικό υπόλοιπο ποσού δραχμών 42.615.000 και ότι, αφού ήλεγξαν την κίνησή του, τις γενόμενες χρεοπιστώσεις & τα επιτόκια και τις αιτίες τους, το αναγνωρίζουν ως ακριβές και σύμφωνο με τους όρους της συμβάσεως και το νόμο, παραιτούνται δε ρητά και ανεπιφύλακτα του δικαιώματος να προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση κατά τούτου. Με την παρούσα, με σκοπό την προσαρμογή των όρων της συμβάσεως στις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2601/1998, οι συμβαλλόμενοι συνομολογούν ότι το άρθρο οκτώ (8) της ως άνω συμβάσεως, έχει, αφ’ ης καταρτίστηκε, ως εξής:
8.1 Ο τόκος και η προμήθεια (όπου επιτρέπεται) υπολογίζονται με το ανώτατο για κάθε είδος χρηματοδοτήσεως όριο που κάθε φορά ορίζεται για τις τραπεζικές συναλλαγές.
8.2 Ο τόκος υπολογίζεται τοκαριθμικώς με βάση έτος 365 ημερών, επί του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου.
- Οφειλόμενοι σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως, είτε αφορούν το χρόνο λειτουργίας της συμβάσεως και του/των λογαριασμού/ών που την εξυπηρετεί/ούν είτε αφορούν το μετά το οριστικό κλείσιμο του/ων λογαριασμού/ών χρονικό διάστημα.
- Τόκοι και τυχόν προμήθειες λογίζονται και είναι πληρωτέοι ανά τρίμηνο, ήτοι στις 31 Μαρτίου, 30 Ιουνίου, 30 Σεπτεμβρίου και 31 Δεκεμβρίου, κάθε έτους, οπότε και θα κλείνεται, περιοδικώς, ο/οι λογαριασμός/οί της πιστώσεως, εφόσον τηρούνται σε δραχμές ή σε συνάλλαγμα, εκτός αν άλλως έχει συμφωνηθεί.
- Εάν ο πιστούχος δεν καταβάλλει, κατά τα ως άνω τους οφειλόμενους τόκους, οφείλει τόκους και επί των καθυστερουμένων τόκων, από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως, είτε πρόκειται για το μέχρι του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού είτε για το μετά ταύτα και μέχρις εξοφλήσεως, χρονικό διάστημα. Οι τόκοι, που προκύπτουν, προστίθενται στο κεφάλαιο ανά εξάμηνο είτε πρόκειται για προσωρινό είτε για οριστικό κατάλοιπο και η Τράπεζα δικαιούται,, χωρίς καμία
ειδοποίησή του, να χρεώνει τον ή τους λογαριασμούς της πιστώσεως, να συνυπολογίζει τα ποσά τούτων για την εξαγωγή του υπολοίπου του/ων λογαριασμού/ών και κατά το ανωτέρω περιοδικό και κατά το οριστικό κλείσιμό του/τους και για το μετά το οριστικό κλείσιμο χρονικό διάστημα, έστω και αν από τη χρέωση αυτή, προκύπτει ποσό μεγαλύτερο του ορίου της πιστώσεως, ούτως ώστε να οφείλονται τόκοι επ’ αυτών, σε περίπτωση μη καταβολής τους, εφεξής, τόκοι και τυχόν προμήθεια, συνομολογούμενου ότι, στην περίπτωση αυτή, για το χρόνο λειτουργίας της συμβάσεως, αυξάνεται το όριο της πιστώσεως μέχρι του και εκ των αιτιών αυτών, προκύπτοντος ποσού της οφειλής του.
- Ανεξάρτητα από το γεγονός του, κατά τα ανωτέρω, ανατοκισμού των εν καθυστερήσει τόκων, η Τράπεζα δικαιούται, κατά τα λοιπά, να κλείνει περιοδικά και ανά τρίμηνο τον ή τους λογαριασμούς, που εξυπηρετούν τη σύμβαση, διατηρεί δε το δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς και ελευθέρως, κατά τις εκάστοτε ανάγκες του λογιστικού συστήματος, τον τρόπο υπολογισμού ή και τις ως άνω ημερομηνίες καταβολής τόκων και τόκων επ’ αυτών και περιοδικού κλεισίματος του ή των
λογαριασμών υπό τον όρο ότι πάντοτε ο/οι λογαριασμός/οί της πιστώσεως δεν θα κλείνονται κατά διαστήματα βραχύτερα του τριμήνου ή και βραχύτερα, εφόσον το τελευταίο θα επιτρέπεται από τους νόμους και τις περί τούτου πράξεις των νομισματικών αρχών , οι δε τόκοι σε καθυστέρηση θα ανατοκίζονται από της πρώτης ημέρας της καθυστερήσεως και δεν θα προστίθεται στο κεφάλαιο σε χρονικά διαστήματα μικρότερα του εξάμηνου ή αυτά, που κάθε φορά ο νόμος θα προβλέπει.
- Τόκος οφείλεται και επί των καθυστερουμένων τόκων υπερημερίας κατά τα συνομολογηθέντα με τους όρους 6.9 και 6.10 της συμβάσεως, προ και μετά το οριστικό κλείσιμο του/των λογαριασμού/ών ή και της πιστώσεως, μέχρις εξοφλήσεως, που λογίζεται, ανατοκίζεται και προστίθεται στο κεφάλαιο, σύμφωνα με τα ως άνω συνομολογούμενα.
- Οι όροι 8.1 έως 8.7 του παρόντος συνομολογείται ότι έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση χρήσεως της πιστώσεως σε συνάλλαγμα από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή έχουν την έδρα τους, αντίστοιχα, στην Ελλάδα.
- Στην περίπτωση χρήσεως της πιστώσεως σε συνάλλαγμα από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή έχουν την έδρα τους αντίστοιχα στο εξωτερικό ή επί των οποίων έχει εφαρμογή το αλλοδαπό δίκαιο, συμφωνείται ανατοκισμός χωρίς χρονικό ή άλλο περιορισμό.
- Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται και στην παρούσα σύμβαση η διάταξη του άρθρου 112 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα.
Με την από 29.01,2001 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό, συμφωνήθηκαν τα εξής: Μετά την έκδοση της υπ’ αριθμόν ……/15.7.1996 Πράξεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία καθορίστηκε το επιτόκιο υπερημερίας, οι συμβαλλόμενου με την παρούσα συμπληρώνουν και τροποποιούν τον όρο 6.10 της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως, ή οποιονδήποτε αντίστοιχο όρο, όπως έχει διαμορφωθεί και ισχύει με τις σχετικές πρόσθετες πράξεις, ως έξης: Ο τόκος υπερημερίας, που θα οφείλεται λόγω καθυστερήσεως οποιασδήποτε οφειλής σε δραχμές, θα υπολογίζεται με επιτόκιο που συνομολογείται ότι θα είναι για όλες ανεξαιρέτως τις χρηματοδοτήσεις σε δραχμές κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από το συμβατικό επιτόκιο, όπως αυτό καθορίζεται στην παρ. 6.1 της παρούσης ή σε οιονδήποτε άλλο όρο της με οποιαδήποτε πρόσθετη πράξη ή όπως στην πράξη έχει εφαρμοσθεί και λειτουργήσει μέχρι σήμερα, κατά τα προβλεπόμενα από την ……../15.7.1996 Πράξη του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Σε περίπτωση τυχόν μεταγενέστερης μεταβολής του ύφους του κατά τα ως άνω διοικητικά, ή οπωσδήποτε άλλως, καθοριζόμενου επιτοκίου υπερημερίας, συμφωνείται ρητά ότι θα ισχύει το εκάστοτε έτσι καθοριζόμενο ανώτατο επιτόκιο. χρηματοδοτήσεως εκείνο, που τότε θα καθορίσει η Τράπεζα με δημοσίευση στον πολιτικό ή β Ανώτατο δανειστικό επιτόκιο (ΑΔ.Ε.) είναι το επιτόκιο που προκύπτει με προσθήκη στο ελάχιστο δανειστικό επιτόκιο (Prime rate) του ανώτατου περιθωρίου ή αυτό που τότε η Τράπεζα θα καθορίσει με δημοσίευσή της ως ανωτέρω. Σε περίπτωση καταργήσεως του διοικητικώς ή άλλως καθοριζομένου επιτοκίου υ συμβαλλόμενοι συμφωνούν ότι το επιτόκιο υπερημερίας θα είναι τουλάχιστον κατά 2,5 εκατό μεγαλύτερο από το ανώτατο δανειστικό επιτόκιο (ΑΔ.Ε.) της Τραπέζης για την αντίστοιχη κατηγορία χρηματοδοτήσεως εκείνο, που τότε θα καθορίσει η Τράπεζα με δημοσίευση στον πολιτικό ή οικονομικό τύπο. Ανώτατο δανειστικό επιτόκιο (Α.Δ.Ε.) είναι το επιτόκιο, που προκύπτει με προσθήκη στο ελάχιστο δανειστικό επιτόκιο (Prime rate) του ανώτατου περιθωρίου ή αυτό, που τότε η Τράπεζα θα καθορίσει με δημοσίευσή της ως ανωτέρω. Ο πιστούχος δεν υποχρεούται σε κάθε περίπτωση της κατά τα ανωτέρω αναπροσαρμογής, του επιτοκίου υπερημερίας, είτε λόγω μεταβολής, είτε λόγω καταργήσεως του διοικητικού καθορισμού του, να αποδεχθεί τη μεταβολή του, δικαιούμενος εντός τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της κατά τα ανωτέρω γνωστοποιήσεως της μεταβολής, να εξοφλήσει κάθε απαίτηση της Τραπέζης από τη σύμβαση και να ζητήσει το κλείσιμο του ή τον λογαριασμών της πιστώσεως, ή τη μεταβίβαση της συμβάσεως και των εξ αυτής απαιτήσεων της Τραπέζης σε άλλο πιστωτικό οργανισμό της προτιμήσεως του, άλλως, ρητά συνομολογείται ότι αποδέχεται την κατά τα ως άνω συνομολογούμενη μεταβολή του επιτοκίου υπερημερίας, παραιτείται από τώρα του δικαιώματος προβολής οιασδήποτε – σχετικής ενστάσεως, αντιρρήσεως ή αγωγής κατ’ αυτής/ και ρητά αποδέχεται ότι η ανωτέρω μεταβολή του επιτοκίου υπερημερίας συνιστά ενέργεια εκτός των ορίων, που επιβάλλουν ή καλή πίστη τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός των εκατέρωθεν δικαιωμάτων. Η παρ. 6.11 της πιστώσεως διαγράφεται. Η παρ. 10.8 της πιστώσεως, ή κάθε σχετική ρύθμιση, οπωσδήποτε γενόμενη, τροποποιείται ως εξής: «10.8. Όταν τηρούνται ένας ή περισσότεροι λογαριασμοί σε συνάλλαγμα, η Τράπεζα, σε περίπτωση υπερημερίας του Πιστούχου, δικαιούται (αλλά δεν υποχρεούται) να μετατρέπει οποτεδήποτε, ελευθέρως, τα ανεξόφλητα υπόλοιπα τους σε ένα και το αυτό νόμισμα ή και σε δραχμές, όπου τούτο δεν απαγορεύεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις των νομισματικών κανόνων, του υπολοίπου οφειλομένου με το κατά περίπτωση επιτόκιο υπερημερίας.” Σε περίπτωση, κατά την οποία στα πλαίσια της πιστώσεως ή στα πλαίσια οποιοσδήποτε άλλης συναλλαγής μεταξύ Τραπέζης και πιστούχου λειτουργεί ή καταρτισθεί μεταξύ τους οποιαδήποτε πιστωτική ή άλλη σύμβαση (ήτοι ενδεικτικά δανείου, παροχής εγγυητικών επιστολών κλπ.), η Τράπεζα θα δικαιούται προς απόδειξη των εκ των συμβάσεων αυτών δοσοληψιών και της εξ αυτών οφειλής του πιστούχου να τηρεί ανεξάρτητους απλούς ή ανοικτούς λογαριασμούς, στους οποίους θα καταχωρούνται πέρα από το κεφάλαιο και κάθε λογής έξοδα; προμήθειες και τόκοι, όπως αυτά καθορίζονται με τις αντίστοιχες συμβάσεις, πράξεις ή εγκυκλίους το τελικό εξαγόμενο έκαστου των οποίων, οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν, ότι θα αποτελεί την οφειλή πιστούχου για τη συγκεκριμένη χρηματοδότηση, του συνόλου δε τούτων τη συνολική οφειλή του πιστούχου προς την Τράπεζα. Αντίγραφα των λογαριασμών αυτών από τα βιβλία ή στοιχεία της Τραπέζης, κοινά ή μηχανογραφικά, θα αποδεικνύουν τις χρεοπιστώσεις, την κίνηση και το εξαγόμενό των λογαριασμών αυτών και θα αποτελούν πλήρη απόδειξη τον απαιτήσεων της Τραπέζης κατά του πιστούχου και του εγγυητή καν έγγραφα κατάλληλα για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Εάν ή σύμβαση πιστώσεως συνοδεύεται από πρόσθετες πράξεις χρηματοδοτήσεων ή δανείων, που έχουν συναφθεί σε δραχμές ή συνάλλαγμα, συμφωνείται ρητά με την παρούσα ότι το επιτόκιο υπερημερίας που ισχύει σε κάθε πρόσθετη πράξη, θα είναι κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες μεγαλύτερο από το συμβατικό επιτόκιο δραχμών ή συναλλάγματος, που αναφέρεται σε κάθε μία απ’ αυτές, ενώ σε περίπτωση και νέας μεταβολής του επιτοκίου υπερημερίας ισχύουν τα δια της παρούσης υπό 2.3 συνομολογούμενα. (12) Με την από 09.04.2002 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό αυξήθηκε η πίστωση κατά 159.794,57 € και ανήλθε στο συνολικό χρηματικό ποσό των 600. 000,00 Ευρώ (Ε). Περαιτέρω, η πρώτη (1η) των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων, ως πιστούχος, έτσι όπως παραστάθηκε και εκπροσωπήθηκε, και ο δεύτερος (2ος) των ανακοπτόντων- εκκαλούντων, ως εγγυητής, δήλωσαν ότι αναγνωρίζουν ότι η ως άνω σύμβαση πιστώσεως καταρτίσθηκε και λειτούργησε μέχρι την 09.04 2002 νόμιμα και σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν σε αυτήν και στις σχετικές με αυτή συμβάσεις και πρόσθετες πράξεις, τους οποίους οι συμβαλλόμενοι αποδέχθηκαν στο σύνολό τους, τηρηθέντος/ντων των υπ’ αριθ……………../04/1984 λογαριασμού/ων, που την εξυπηρετούσε και, αφού προέβησαν στον έλεγχο της κινήσεων του/των ανωτέρω λογαριασμού/ων, των γενομένων χρεοπιστώσεων και των αιτιών τους, καθώς και των επιτοκίων, αναγνώρισαν το υπόλοιπο του/τους, που εμφάνιζε κατά την ως άνω ημερομηνία (ήτοι την 09.04.02] χρεωστικό/α υπόλοιπο/α ευρώ 482.137,00 ως αληθές/ή και ακριβές/ή και σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες που περιέχονται στην ως άνω σύμβαση πιστώσεως, τις σχετικές με αυτή συμβάσεις και πρόσθετες πράξεις και τον νόμο και παραιτήθηκαν του δικαιώματος να προβάλουν οποιοδήποτε αντίρρηση κατά τούτου/των. (13) Με την από 25.07.2003 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, αυξήθηκε η πίστωση κατά 300.000,00 € και ανήλθε στο συνολικό ποσό των 900.000,00 ευρώ. Περαιτέρω, η α’ των ανακοπτόντων, ως πιστούχος, έτσι όπως παραστάθηκε και εκπροσωπήθηκε, και ο β’ των ανακοπτόντων, ως εγγυητής, δήλωσαν ότι αναγνωρίζουν ότι η ως άνω σύμβαση πιστώσεως καταρτίσθηκε και λειτούργησε μέχρι την 25.07.2003 νόμιμα και σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν σ’ αυτήν και στις σχετικές με αυτή συμβάσεις και πρόσθετες πράξεις τους οποίους οι συμβαλλόμενοι αποδέχθηκαν στο σύνολό τους, τηρηθέντος/ντων των υπ’ αριθ. …………./04/1984 λογαριασμού/ων που την εξυπηρετούσε και, αφού προέβησαν στον έλεγχο της κινήσεων του/των ανωτέρω λογαριασμού/ων, των γενομένων χρεοπιστώσεων και των αιτιών τους, καθώς και των επιτοκίων, αναγνώρισαν το υπόλοιπο του/τους, που εμφάνιζε την ως άνω ημερομηνία (ήτοι την 25.07.03) χρεωστικό/α υπόλοιπο/α ευρώ 587.440,00 ως αληθές/ή και ακριβές/ή και σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες που περιέχονται στην ως άνω σύμβαση πιστώσεως, τις σχετικές με αυτή συμβάσεις και πρόσθετες πράξεις και τον νόμο και παραιτήθηκαν του δικαιώματος να προβάλουν οποιοδήποτε αντίρρηση κατά τούτου/των. (14} Με την από 25.07.2003 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, συνομολογήθηκαν τα εξής:
2.1 Δυνάμει της υπ’ αριθμόν ………./13.04.1984 συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό η Τράπεζα άνοιξε υπέρ του πιστούχου πίστωση μέχρι του ποσού ΕΥΡΩ ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΩΝ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΠΤΑ ΚΑΙ ΕΞΗΝΤΑ ΔΥΟ ΛΕΠΤΩΝ (€ 23.477,62), το οποίο είναι δυνατό να χορηγείται ή να μετατρέπεται σε ευρώ ή σε συνάλλαγμα. Το ποσό της συμβάσεως αυξήθηκε με τις από 5.02.1985, 3.10.1988, 9.03.1989, 9.08.1991, 28.02.1992, 7.10.1993, 3.07.1995, 29.01. 2001, 9.04.2002 και 25.07.2003 πρόσθετες πράξεις αυξήσεως κατά το ποσό των ευρώ οκτακοσίων εβδομήντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο και τριάντα οκτώ λεπτών (€876.522,38) και έτσι το συνολικό ύψος αυτής ανήλθε τελικά στο χρηματικό ποσό των εννιακοσίων χιλιάδων (€ 900.000) ευρώ.
2.3 Ήδη, στα πλαίσια της ως άνω συμβάσεως και της παρούσης, που αποτελούν ένα ενιαίο όλο και όσον αφορά τη χρήση της σε ευρώ ή συνάλλαγμα για κεφάλαια κίνησης οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν την λειτουργία, εκτός των άλλων, και λογαριασμών, οι οποίοι θα ανοίγονται ανάλογα με το νόμισμα της χορήγησης ή ακόμα και για κάθε εκταμίευαη στο νόμισμα χορήγησης, για τους οποίους θα ισχύουν και οι εξής ειδικότεροι όροι: α. 0 πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει στην Τράπεζα τόκο, που συμφωνείται να είναι το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό, του επιτοκίου Euribor, πλέον περιθωρίου 2,5% ετησίως, πλέον εισφοράς Ν. 128/75. Το επιτόκιο αυτό [του λοιπού συμβατικό επιτόκιο) η Τράπεζα θα γνωστοποιεί εγγράφως στον πιστούχο προ της ενάρξεως εκάστης τοκοφόρου περιόδου. β. Οι τοκοφόροι περίοδοι θα καθορίζονται ύστερα από έγγραφη συμφωνία Τραπέζης και πιστούχου. Αν, παρά ταύτα, δεν επιτευχθεί συμφωνία για τη διάρκεια της τοκοφόρου περιόδου οι συμβαλλόμενοι από τώρα συμφωνούν ότι θα ισχύουν τοκοφόροι περίοδοι ενός μηνός. Η έναρξη κάθε τοκοφόρου περιόδου προσδιορίζεται με βάση την ημερομηνία κάθε εκταμιεύσεως. γ. Το ποσό κάθε εκταμιεύσεως θα εξοφλείται εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα χορηγήσεως του. Οι τόκοι υπολογίζονται επί του ανεξόφλητου κάθε φορά υπολοίπου κάθε εκταμιεύσεως, με βάση έτος 360 ημερών για το χρόνο που διέδραμε κατά τα ανωτέρω και με όσα ισχύουν στην διατραπεζική αγορά για το νόμισμα στο οποίο έγινε η χρηματοδότηση. Οι τόκοι είναι πληρωτέοι κατά τη λήξη της αντιστοίχου τοκοφόρου περιόδου, εκτός αν έχει προβλεφθεί η καταβολή τους κατά την αποπληρωμή της αντιστοίχου εκταμιεύσεως, οπότε θα καταβάλλονται μετ’ αυτής. Τόκοι, που δεν έχουν καταβληθεί από τον πιστούχο κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες πληρωμής τους, θα προστίθεται στο κεφάλαιο και θα ανατοκίζονται ανά εξάμηνο σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου 2601/1998. Σε περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, θα οφείλεται τόκος υπερημερίας, ο οποίος θα υπολογίζεται με το εκάστοτε καθοριζόμενο κατά τα ανωτέρω επιτόκιο προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. στ. Σε περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων; η Τράπεζα επιφυλάσσεται κατά την ελεύθερη κρίση της, είτε να μετατρέψει την ληξιπρόθεσμη οφειλή σε ευρώ, είτε να τη διατηρήσει στο ίδιο νόμισμα Εφόσον μετατραπεί σε ευρώ, ως επιτόκιο υπερημερίας συμφωνείται το εκάστοτε καθοριζόμενο από την Τράπεζα ανώτατο συμβατικό επιτόκιο για οφειλές σε ευρώ της, στην οποία υπάγεται η δια της παρούσης γενομένη χρηματοδότηση, αυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Πλέον του επιτοκίου ο πιστούχος να καταβάλει και εισφορά του Ν. 128/75. (15) Με την από 12.01. 2005 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό, αυξήθηκε η πίστωση κατά 300.000 € και ανήλθε στο συνολικό χρηματικό ποσό των 1.200.000,00 ευρώ, Περαιτέρω, η α’ των ανακοπτόντων, ως πιστούχος, έτσι όπως παραστάθηκε και εκπροσωπήθηκε, και ο β’ των ανακοπτόντων, ως εγγυητής, δήλωσαν ότι αναγνωρίζουν ότι η ως άνω σύμβαση πιστώσεως καταρτίσθηκε και λειτούργησε μέχρι την 12.01.2005 νόμιμα και σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν σ’ αυτήν και στις σχετικές με αυτή συμβάσεις και πρόσθετες πράξεις τους οποίους οι συμβαλλόμενοι αποδέχθηκαν στο σύνολό τους, τηρηθέντων των υπ’ αριθ. Α) …. και Β] ………….. λογαριασμών, που την εξυπηρετούσαν και, αφού προέβησαν στον έλεγχο της κινήσεων του/των ανωτέρω λογαριασμού/ων, των γενομένων χρεοπιστώσεων και των αιτιών τους καθώς και των επιτοκίων, αναγνώρισαν το υπόλοιπο τους, που εμφάνιζε την ως άνω ημερομηνία (ήτοι την 12.01.05) χρεωστικό υπόλοιπο για τον Α) ευρώ τετρακόσια εξήντα εννέα χιλιάδες επτακόσια εβδομήντα εννέα και σαράντα δύο λεπτά (€ 469.779,42} και για τον Β) ευρώ πεντακόσιες χιλιάδες (€ 500.000,00], ως αληθές/ή και ακριβές/ή και σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες, που περιέχονται στην ως άνω σύμβαση πιστώσεως, τις σχετικές με αυτή συμβάσεις και πρόσθετες πράξεις και τον νόμο και παραιτήθηκαν του δικαιώματος να προβάλουν οποιοδήποτε αντίρρηση κατά τούτου/των. (16) Με την από 16.04.2008 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό συνομολογήθηκαν τα εξής: Ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει στην Τράπεζα τόκο, που συμφωνείται να είναι το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό, του επιτοκίου Euribor διατραπεζικής αγοράς, πλέον περιθωρίου, πλέον εισφοράς Ν. 128/75. Το επιτόκιο αυτό (του λοιπού συμβατικό επιτόκιο) η Τράπεζα θα γνωστοποιεί εγγράφως στον πιστούχο προ της ενάρξεως εκάστης τοκοφόρου περιόδου. Με την από 08.10.2008 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό, η α’ των ανακοπτόντων ως πιστούχος, έτσι όπως παραστάθηκε και εκπροσωπήθηκε, και ο β των ανακοπτόντων, ως εγγυητής, δήλωσαν ότι, αφού έλεγξαν την κίνηση, τις γενόμενες χρεοπιστώσεις τις αιτίες τους, αναγνωρίζουν ανεπιφύλακτα ότι οι δυνάμει της ως άνω σύμβασης τηρούμενοι λογαριασμοί εμφάνιζαν την 08.10.2008 τα εξής υπόλοιπα: (α) ο υπ’ αριθμόν ……… (………… και (β) ο υπ’ αριθμόν ………. (……………) ευρώ 750.000,00, εντόκως. Περαιτέρω, δυνάμει της ως άνω πρόσθετης πράξης οι συμβαλλόμενοι, στα πλαίσια της σύμβασης πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό συμφώνησαν τη λειτουργία, εκτός των άλλων και ενός τρεχούμενου αλληλόχρεου λογαριασμού, για τον οποίο ίσχυαν οι εξής όροι:
- Η Τράπεζα έχει το δικαίωμα να χορηγεί στον πιστούχο χρηματικά ποσά, μέχρι του ορίου Ευρώ ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων (Ευρώ: 1.200.000,00) για να τα χρησιμοποιεί αποκλειστικώς προς κάλυψη ταμειακών αναγκών του, όπως αυτές προσδιορίζονται από τον κύκλο εργασιών του, την πιστωτική πολίτική των προμηθευτών του και την πολιτική των αποθεμάτων του,
- Ο λογαριασμός θα είναι αορίστου διαρκείας και θα κλείνεται όπως στη συνέχεια ορίζεται
- Ο πιστούχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στην Τράπεζα, για την χρήση του παρόντος λογαριασμού, τόκο που θα υπολογίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, ίσο με το εκάστοτε ανά ημέρα διαμορφούμενο στη διατραπεζική αγορά επιτόκιο Euribor τριών (3) μηνών, πλέον περιθωρίου 2,5%, καθοριζόμενου ειδικώς για τον παρόντα λογαριασμό.
- Ρητώς συνομολογείται μεταξύ των συμβαλλόμενων το δικαίωμα της Τραπέζης για την αναπροσαρμογή του ανωτέρω περιθωρίου σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της συμβάσεως πιστώσεως, οπότε και υποχρεούται να γνωστοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο στον πιστούχο την κατά τα ανωτέρω μεταβολή.
Το κατά τα ανωτέρω συμφωνούμενο επιτόκιο προσαυξάνεται με την εισφορά του Ν. 128/75.. Οι τόκοι του παρόντος λογαριασμού λογίζονται και είναι πληρωτέοι κάθε ημερολογιακό τρίμηνο (ήτοι 31/3, 30/6,30/9 και 31/12 με βάση έτος 360 ημερών) επί του εκάστοτε ημερησίου χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού της αντίστοιχης περιόδου λογισμού.
Ρητώς συμφωνείται, ότι η Τράπεζα δικαιούται να κλείνει, χωρίς ειδοποίηση ή άλλη διατύπωση το λογαριασμό αυτό, μεταφέροντας ελευθέρως τυχόν υπάρχον χρεωστικό υπόλοιπο του σε αλληλόχρεο λογαριασμό, ο οποίος θα λειτουργεί κατά τα λοιπά με επιτόκιο όπως αυτό καθορίζεται από την παράγραφο 3.3. της παρούσης και υπό τους όρους και τις συμφωνίες της συμβάσεως πιστώσεως, πλην της διαρκείας του, η οποία συνομολογείται τακτής λήξεως και συγκεκριμένα επταμήνου λήξεως, εκτός αν άλλως συμφωνηθεί με μεταγενέστερο Πρόσθετη Πράξη. Για τη μεταφορά αυτή εξουσιοδοτείται ανεκκλήτως με την παρούσα Πρόσθετη Πράξη, χωρίς όμως με την εξουσιοδότηση αυτή να περιορίζονται τα δικαιώματα της από την πίστωση και ιδιαιτέρως το δικαίωμα της να κλείνει ελευθέρως, κατά την κρίση της, οριστικώς ή να αναστέλλει ή περιορίζει τη χρήση της πιστώσεως όπως έχει συμφωνηθεί στον όρο περί κλεισίματος της πιστώσεως και των λογαριασμών της συμβάσεως πιστώσεως. Επί των καθυστερουμένων τόκων και των τόκων υπερημερίας, οφείλονται τόκοι από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεως οι οποίοι προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο (Ν.2601/ 1998). Σε περίπτωση υπάρξεως πιστωτικού υπολοίπου κατά την ημερομηνία κλεισίματος κατά τα ανωτέρω του παρόντος λογαριασμού του πιστούχου, το υπόλοιπο αυτό μεταφέρεται σε λογαριασμό καταθέσεως ………….. 290 υπέρ αυτού, για το άνοιγμα του οποίου εξουσιοδοτείται ανεκκλήτως η Τράπεζα. (18) Με την από 12.02.2009 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό συνομολογήθηκαν τα εξής: α. Ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει στην Τράπεζα τόκο, που συμφωνείται να είναι το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό, του επιτοκίου EURIBOR/ΔΙΑΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, πλέον περιθωρίου 2,5%, πλέον εισφοράς Ν. 128/75. Το επιτόκιο αυτό (τον λοιπού συμβατικό επιτόκιο) η Τράπεζα θα γνωστοποιεί εγγράφως στον πιστούχο προ της ενάρξεως εκάστης τοκοφόρου περιόδου.ζ. Σε περίπτωση, που ο πιστούχος επιθυμεί, μπορεί να ζητά την μετατροπή του, ειδοποιώντας προ πέντε (5) ημερών εγγράφως την Τράπεζα. Εφόσον η Τράπεζα μετατροπή οιασδήποτε από την παρούσα απαιτήσεως σε άλλο νόμισμα ή σε ευρώ, η μετατροπή γίνεται με την τρέχουσα ισοτιμία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επέρχεται συνεπεία της μετατροπής β. Οι τοκοφόροι περίοδοι θα καθορίζονται ύστερα από έγγραφη συμφωνία Τραπέζης και πιστούχου. Αν, παρά ταύτα, δεν επιτευχθεί συμφωνία για τη διάρκεια της τοκοφόρου περιόδου οι συμβαλλόμενοι από τώρα συμφωνούν ότι θα ισχύουν τοκοφόροι περίοδοι ενός μηνός. Η έναρξη κάθε τοκοφόρου περιόδου προσδιορίζεται με βάση την ημερομηνία κάθε εκταμιεύσεως. γ. Το ποσό κάθε εκταμιεύσεως θα εξοφλείται εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα χορηγήσεως δ. Οι τόκοι υπολογίζονται επί του ανεξόφλητου κάθε φορά υπολοίπου κάθε εκταμιεύσεως, με βάση έτος 360 ημερών για το χρόνο που διέδραμε κατά τα ανωτέρω και με όσα ισχύουν στην διατραπεζική αγορά για το νόμισμα, στο οποίο έγινε η χρηματοδότηση. Οι τόκοι είναι πληρωτέοι κατά τη λήξη της αντιστοίχου τοκοφόρου περιόδου, εκτός αν έχει προβλεφθεί η καταβολή τους κατά την αποπληρωμή της αντιστοίχου εκταμιεύσεως, οπότε θα καταβάλλονται μετ’ αυτής. Τόκοι, που δεν έχουν καταβληθεί από τον πιστούχο κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες πληρωμής τους, θα προστίθενται στο κεφάλαιο και θα ανατοκίζονται ανά εξάμηνο, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου 2601/1998. ε. Σε περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, θα οφείλεται τόκος υπερημερίας, ο οποίος θα υπολογίζεται με το εκάστοτε καθοριζόμενο κατά τα ανωτέρω επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. στ. Στην περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, η Τράπεζα, επιφυλάσσεται, κατά την ελεύθερη κρίση της, είτε να μετατρέψει την ληξιπρόθεσμη οφειλή σε ευρώ, είτε να τη διατηρήσει στο ίδιο νόμισμα. Εφόσον επιλεγεί η μετατροπή σε ευρώ, ως επιτόκιο υπερημερίας συμφωνείται το εκάστοτε εφαρμοζόμενο από την Τράπεζα ανώτατο συμβατικό επιτόκιο για οφειλές σε ευρώ της κατηγορίας, στην οποία υπάγεται η δια της παρούσης γενομένη χρηματοδότηση, προσαυξανόμενο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Πλέον του επιτοκίου ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει και εισφορά του Ν. 128/75. ζ. Σε περίπτωση, που ο πιστούχος επιθυμεί, μπορεί να ζητά την μετατροπή του νομό νόμισμα, ειδοποιώντας προ πέντε (5) ημερών εγγράφως την Τράπεζα. Εφόσον η Τράπεζα προβεί σε μετατροπή οιασδήποτε από την παρούσα απαιτήσεως σε άλλο νόμισμα ή σε ευρώ, η μετατροπή γίνεται με την τρέχουσα ισοτιμία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επέρχεται συνεπεία της μετατροπής. η. Σε περίπτωση μερικής ή ολικής αποπληρωμής, ή μετατροπής του νομίσματος, προ της λήξεως της εκάστοτε τρεχούσης τοκοφόρου περιόδου της σχετικής εκταμιεύσεως, ο πιστούχος υποχρεούται να αποκαθιστά κάθε απώλεια, την οποία η Τράπεζα θα υποστεί από την επανατοποθέτηση του συγκεκριμένου ποσού, ιδίως από διαφορές τόκων. θ. Οι καταθέσεις και αναλήψεις στον ή στους λογαριασμούς που εξυπηρετούν την παρούσα σύμβαση, θα λογίζονται με αξία (valeur) δύο (2) εργασίμων ημερών, εσωτερικού ή εξωτερικού, με αφετηρία την ημερομηνία διενέργειας της πράξεως. 1,4 Όλες οι υποχρεώσεις, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του πιστούχου δεσμεύουν και τον εγγυητή, στο ίδιο με τον πιστούχο μέτρο. (19) Με την από 11.11.2009 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό συνομολογήθηκαν τα εξής: α. 0 πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει στην Τράπεζα τόκο, που συμφωνείται να είναι το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό, του επιτοκίου EURIBΟR ΔΙΑΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, πλέον περιθωρίου 4,00%, πλέον εισφοράς Ν. 128/75. Το επιτόκιο αυτό (του λοιπού συμβατικό επιτόκιο) η Τράπεζα θα γνωστοποιεί εγγράφως στον πιστούχο προ της ενάρξεως εκάστης τοκοφόρου περιόδου. β. Οι τοκοφόροι περίοδοι θα καθορίζονται ύστερα από έγγραφη συμφωνία Τραπέζης και πιστούχου. Αν, παρά ταύτα, δεν επιτευχθεί συμφωνία για τη διάρκεια της τοκοφόρου περιόδου οι-συμβαλλόμενοι από τώρα συμφωνούν ότι θα ισχύουν τοκοφόροι περίοδοι ενός μηνός. Η έναρξη κάθε τοκοφόρου περιόδου προσδιορίζεται με βάση την ημερομηνία κάθε εκταμιεύσεως. γ. Το ποσό κάθε εκταμιεύσεως θα εξοφλείται εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα χορηγήσεως του. δ. Οι τόκοι υπολογίζονται επί του ανεξόφλητου κάθε φορά υπολοίπου κάθε εκταμιεύσεως, με βάση έτος 360 ημερών για το χρόνο που διέδραμε κατά τα ανωτέρω και με όσα ισχύουν στην διατραπεζική αγορά για το νόμισμα στο οποίο έγινε η χρηματοδότηση. ε. Οι τόκοι είναι πληρωτέοι κατά τη λήξη της αντιστοίχου τοκοφόρου περιόδου, εκτός αν έχει προβλεφθεί η καταβολή τους κατά την αποπληρωμή της αντιστοίχου εκταμιεύσεως, οπότε θα καταβάλλονται μετ’ αυτής. Τόκοι, που δεν έχουν καταβληθεί από τον πιστούχο κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες πληρωμής τους, θα προστίθενται στο κεφάλαιο και θα ανατοκίζονται ανά εξάμηνο σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου 2601/1998 στ. Σε περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, θα οφείλεται τόκος υπερημερίας, ο οποίος θα υπολογίζεται με το εκάστοτε καθοριζόμενο κατά τα ανωτέρω επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες ζ.. Στην περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, η Τράπεζα, επιφυλάσσεται, κατά την ελεύθερη κρίση της, είτε να μετατρέψει την ληξιπρόθεσμη οφειλή σε ευρώ, είτε να τη διατηρήσει στο ίδιο νόμισμα. Εφόσον επιλεγεί η μετατροπή σε ευρώ, ως επιτόκιο υπερημερίας συμφωνείται το εκάστοτε εφαρμοζόμενο από την Τράπεζα ανώτατο συμβατικό επιτόκιο για οφειλές σε ευρώ της κατηγορίας, στην οποία υπάγεται η δια της παρούσης γενομένη χρηματοδότηση, προσαυξανόμενο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Πλέον του επιτοκίου ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει και εισφορά του Ν. 128/75. θ. Σε περίπτωση μερικής ή ολικής αποπληρωμής, ή μετατροπής του νομίσματος, προ της λήξεως της εκάστοτε τρεχούσης τοκοφόρου περιόδου της σχετικής εκταμιεύσεως, ο πιστούχος υποχρεούται να αποκαθιστά κάθε απώλεια την οποία η Τράπεζα θα υποστεί από την επανατοποθέτηση του συγκεκριμένου ποσού, ιδίως από διαφορές τόκων. ι. Οι καταθέσεις και αναλήψεις στον ή στους λογαριασμούς που εξυπηρετούν την παρούσα σύμβαση, θα λογίζονται με αξία (valeur) δύο (2) εργασίμων ημερών, εσωτερικού ή εξωτερικού, με αφετηρία την ημερομηνία διενέργειας της πράξεως. 2.4 Όλες οι υποχρεώσεις, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του πιστούχου δεσμεύουν και τον εγγυητή, στο ίδιο με τον πιστούχο μέτρο. (20). Με την από 22.06,2011 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό συνομολογήθηκαν τα εξής: α. 0 πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει στην Τράπεζα τόκο, που συμφωνείται να είναι το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό, του επιτοκίου διατραπεζικής αγοράς, πλέον περιθωρίου 5,00%, πλέον εισφοράς Ν. 128/75. Το επιτόκιο αυτό (του λοιπού συμβατικό επιτόκιο) η Τράπεζα θα γνωστοποιεί εγγράφως στον πιστούχο προ της ενάρξεως εκάστης τοκοφόρου περιόδου. β. Οι τοκοφόροι περίοδοι θα καθορίζονται ύστερα από έγγραφη συμφωνία Τραπέζης και πιστούχου. Αν, παρά ταύτα, δεν επιτευχθεί συμφωνία για τη διάρκεια της τοκοφόρου περιόδου οι συμβαλλόμενοι από τώρα συμφωνούν ότι θα ισχύουν τοκοφόροι περίοδοι ενός μηνός. Η έναρξη κάθε τοκοφόρου περιόδου προσδιορίζεται με βάση την ημερομηνία κάθε εκταμιεύσεως: γ. Το ποσό κάθε εκταμιεύσεως θα εξοφλείται εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα χορηγήσεως του. δ. Οι τόκοι υπολογίζονται επί του ανεξόφλητου κάθε φορά υπολοίπου κάθε εκταμιεύσεως του έτος 360 ημερών για το χρόνο, που διέδραμε, κατά τα ανωτέρω και με όσα ισχύουν στην διατραπεζική αγορά για το νόμισμα , στο οποίο έγινε η καταβολή. Οι τόκοι είναι πληρωτέοι κατά τη λήξη της αντιστοίχου τοκοφόρου περιόδου εκτός αν έχει προβλεφθεί η καταβολή τους κατά την αποπληρωμή της αντιστοίχου εκταμιεύσεως, οπότε θα καταβάλλονται μετ’ αυτής. Τόκοι, που δεν έχουν καταβληθεί από τον πιστούχο κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες πληρωμές τους, θα προστίθενται στο κεφάλαιο και θα ανατοκίζονται ανά εξάμηνο σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου 2601/1998. ε. Σε περίπτωση μη εμπροθέσμου. καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, θα οφείλεται τόκος υπερημερίας, ο οποίος θα υπολογίζεται με το εκάστοτε καθοριζόμενο κατά τα ανωτέρω επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. στ. Στην περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, η Τράπεζα, επιφυλάσσεται, κατά την ελεύθερη κρίση της, είτε να μετατρέψει την ληξιπρόθεσμη οφειλή σε ευρώ, είτε να τη διατηρήσει στο ίδιο νόμισμα. Εφόσον επιλεγεί η μετατροπή σε ευρώ, ως επιτόκιο υπερημερίας συμφωνείται το εκάστοτε εφαρμοζόμενο από την Τράπεζα ανώτατο συμβατικό επιτόκιο για οφειλές σε ευρώ της κατηγορίας στην οποία υπάγεται η δια της παρούσης γενομένη χρηματοδότηση, προσαυξανόμενο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Πλέον τον επιτοκίου ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει και εισφορά του Ν. 128/75. ζ. Σε περίπτωση, που ο πιστούχος επιθυμεί, μπορεί να ζητά την μετατροπή του νομίσματος σε άλλο νόμισμα, ειδοποιώντας προ πέντε (5) ημερών εγγράφως την Τράπεζα. Εφόσον η Τράπεζα αποδεχθεί την μετατροπή οιασδήποτε από την παρούσα (απαιτήσεως σε άλλο νόμισμα ή σε ευρώ, η μετατροπή θα γίνεται με την τρέχουσα ισοτιμία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επέρχεται συνεπεία της μετατροπής, υπέρβαση του ορίου της συμβάσεως. η. Σε περίπτωση μερικής ή ολικής αποπληρωμής, ή μετατροπής του νομίσματος, προ της λήξεως της εκάστοτε τρεχούσης τοκοφόρου περιόδου της σχετικής εκταμιεύσεως, ο πιστούχος υποχρεούται να αποκαθιστά κάθε απώλεια, την οποία η Τράπεζα θα υποστεί από την επανατοποθέτηση του συγκεκριμένου ποσού, ιδίως από διαφορές τόκων. θ. Οι καταθέσεις και αναλήψεις στον ή στους λογαριασμούς, που εξυπηρετούν την παρούσα σύμβαση, θα λογίζονται με αξία (valeur) δύο (2) εργασίμων ημερών, εσωτερικού ή εξωτερικού, με αφετηρία την ημερομηνία διενέργειας της πράξεως. 2.4 Όλες οι υποχρεώσεις, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του πιστούχου δεσμεύουν και τον εγγυητή, στο ίδιο με τον πιστούχο μέτρο. (21).Με την από 28.11.2011 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό συνομολογήθηκαν τα εξής: α 0 πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει στην Τράπεζα τόκο, που συμφωνείται να είναι το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό, του επιτοκίου EURIBOR/ΔIAΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, πλέον περιθωρίου πλέον εισφοράς Ν. 128/75. Το επιτόκιο αυτό {του λοιπού συμβατικό επιτόκιο) η Τράπεζα θα γνωστοποιεί εγγράφως στον πιστούχο προ της ενάρξεως εκάστης τοκοφόρου περιόδου. β. Οι τοκοφόροι περίοδοι θα καθορίζονται ύστερα από έγγραφη συμφωνία Τραπέζης και πιστούχου. Αν, παρά ταύτα, δεν επιτευχθεί συμφωνία για τη διάρκεια της τοκοφόρου περιόδου οι συμβαλλόμενοι από τώρα συμφωνούν ότι θα ισχύουν τοκοφόροι περίοδοι ενός μηνός. Η έναρξη κάθε τοκοφόρου περιόδου προσδιορίζεται με βάση την ημερομηνία κάθε εκταμιεύσεως. γ, Το ποσό κάθε εκταμιεύσεως θα εξοφλείται εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα χορηγήσεως του. δ. Οι τόκοι υπολογίζονται επί του ανεξόφλητου κάθε φορά υπολοίπου κάθε εκταμιεύσεως, με βάση έτος 360 ημερών για το χρόνο που διέδραμε κατά τα ανωτέρω και με όσα ισχύουν στην διατραπεζική αγορά για το νόμισμα στο οποίο έγινε η χρηματοδότηση. Οι τόκοι είναι πληρωτέοι κατά τη λήξη της αντιστοίχου τοκοφόρου περιόδου, εκτός αν έχει προβλεφθεί η καταβολή τους κατά την αποπληρωμή της αντιστοίχου εκταμιεύσεως, οπότε θα καταβάλλονται μετ’ αυτής. Τόκοι, που δεν έχουν καταβληθεί από τον πιστούχο κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες πληρωμής τους, θα προστίθενται στο κεφάλαιο και θα ανατοκίζονται ανά εξάμηνο, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου 2601/1998. ε. Σε περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, θα οφείλεται τόκος υπερημερίας, ο οποίος θα υπολογίζεται με το εκάστοτε καθοριζόμενο κατά τα ανωτέρω επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. στ. Στην περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, η Τράπεζα; επιφυλάσσεται, κατά την ελεύθερη κρίση της, είτε να μετατρέψει την ληξιπρόθεσμη οφειλή σε ευρώ, είτε να τη διατηρήσει στο ίδιο νόμισμα Εφόσον επιλεγεί η μετατροπή σε ευρώ, ως επιτόκιο υπερημερίας συμφωνείται το εκάστοτε εφαρμοζόμενο από την Τράπεζα ανώτατο συμβατικό επιτόκιο για οφειλές σε ευρώ της κατηγορίας, στην οποία υπάγεται η δια της παρούσης γενομένη χρηματοδότηση, προσαυξανόμενο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Πλέον του επιτοκίου ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει και εισφορά του Ν. 128/75. ζ. Σε περίπτωση, που ο πιστούχος επιθυμεί, μπορεί να ζητά την μετατροπή του νομίσματος σε άλλο νόμισμα, ειδοποιώντας προ πέντε (5) ημερών εγγράφως την Τράπεζα. Εφόσον η Τράπεζα αποδεχθεί την μετατροπή οιασδήποτε από την παρούσα απαιτήσεως σε άλλο νόμισμα ή σε ευρώ, η μετατροπή θα γίνεται με την τρέχουσα ισοτιμία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επέρχεται συνεπεία της μετατροπής, υπέρβαση του ορίου της συμβάσεως. η. Σε περίπτωση μερικής ή ολικής αποπληρωμής, ή μετατροπής του νομίσματος, προ της λήξεως της εκάστοτε τρεχούσης τοκοφόρου περιόδου της σχετικής εκταμιεύσεως, ο πιστούχος υποχρεούται να αποκαθιστά κάθε απώλεια την οποία η Τράπεζα θα υποστεί από την επανατοποθέτηση του συγκεκριμένου ποσού, ιδίως από διαφορές τόκων θ. Οι καταθέσεις και αναλήψεις στον ή στους λογαριασμούς που εξυπηρετούν την παρούσα σύμβαση θα λογίζονται με αξία (valeur) δύο (2) εργασίμων ημερών, εσωτερικού ή εξωτερικού, με αφετηρία την ημερομηνία διενέργειας της πράξεως. Όλες οι υποχρεώσεις, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του πιστούχου δεσμεύουν και τον εγγυητή, στο ίδιο με τον πιστούχο μέτρο. (22). Με την από 28.06.2013 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό συνομολογήθηκαν τα εξής: Με την παρούσα συνομολογείται ότι το ποσό της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης μειώνεται κατά το ποσό των 400.000,00 ευρώ και έτσι το συνολικό ποσό αυτής ανέρχεται σε ευρώ οκτακοσίων χιλιάδων (€800.000,00). Ο πιστούχος, έτσι όπως παρίσταται και εκπροσωπείται και ο εγγυητής δηλώνουν ότι αναγνωρίζουν ότι η ως άνω σύμβαση καταρτίσθηκε και λειτούργησε σύμφωνα με τους όρους που συνομολογήθηκαν σε αυτή και στις πρόσθετες σε αυτή πράξεις τους οποίους οι συμβαλλόμενοι αποδέχονται στο σύνολό τους τηρηθέντων των λογαριασμών με αριθμό. …………., …. και ……… λογαριασμών, που την εξυπηρετούν και, αφού προέβησαν στον έλεγχο της κινήσεως των ανωτέρω λογαριασμών, των γενομένων χρεοπιστώσεων και των αιτιών τους, καθώς και των επιτοκίων, αναγνωρίζουν το υπόλοιπο τους, που εμφανίζουν σήμερα χρεωστικό υπόλοιπο ευρώ τριακοσίων ενενήντα πέντε χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα και σαράντα τεσσάρων λεπτών (€: 395.430,44), ως αληθές και ακριβές και σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες, που περιέχονται στην ως άνω σύμβαση πιστώσεως, τις σχετικές με αυτή συμβάσεις και πρόσθετες πράξεις και τον νόμο και παραιτούνται του δικαιώματος να προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση κατά τούτων. Σημειώνεται ότι στον όρο 2.6 της ως άνω Πρόσθετης Πράξης εκ παραδρομής αναφέρεται ο τηρηθείς λογαριασμός με αριθμό ………. αντί του ορθού τηρηθέντος λογαριασμού με αριθμό …………., καθώς δεν προκύπτει από το σύστημα της Τράπεζάς μας να υφίσταται αριθμός λογαριασμού με 14 ψηφία και με αριθμό ……….., ήτοι, στον τελευταίο αυτό αριθμό έχει παραλειφθεί λόγω πρόδηλου τυπογραφικού σφάλματος ένα ψηφίο, δηλαδή ο αριθμός μηδέν, ως φαίνεται με έντονη γραφή ακολούθως: …………… (23). Με την από 28.06.2013 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό συνομολογήθηκαν τα εξής: α. ο Πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει στην Τράπεζα τόκο, που συμφωνείται να είναι το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό, του επιτοκίου EURIBOR//ΔIAΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, πλέον περιθωρίου πλέον εισφοράς Ν. 128/75. Το επιτόκιο αυτό {του λοιπού συμβατικό επιτόκιο) η Τράπεζα θα γνωστοποιεί εγγράφως στον πιστούχο προ της ενάρξεως εκάστης τοκοφόρου περιόδου. β. Οι τοκοφόροι περίοδοι θα καθορίζονται ύστερα από έγγραφη συμφωνία Τραπέζης και πιστούχου. Αν, παρά ταύτα, δεν επιτευχθεί συμφωνία για τη διάρκεια της τοκοφόρου περιόδου οι συμβαλλόμενοι από τώρα συμφωνούν ότι θα ισχύουν τοκοφόροι περίοδοι ενός μηνός. Η έναρξη κάθε τοκοφόρου περιόδου προσδιορίζεται με βάση την ημερομηνία κάθε εκταμιεύσεως. γ, Το ποσό κάθε εκταμιεύσεως θα εξοφλείται εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα χορηγήσεως του. δ. Οι τόκοι υπολογίζονται επί του ανεξόφλητου κάθε φορά υπολοίπου κάθε εκταμιεύσεως, με βάση έτος 360 ημερών για το χρόνο που διέδραμε κατά τα ανωτέρω και με όσα ισχύουν στην διατραπεζική αγορά για το νόμισμα στο οποίο έγινε η χρηματοδότηση. Οι τόκοι είναι πληρωτέοι κατά τη λήξη της αντιστοίχου τοκοφόρου περιόδου, εκτός αν έχει προβλεφθεί η καταβολή τους κατά την αποπληρωμή της αντιστοίχου εκταμιεύσεως, οπότε θα καταβάλλονται μετ’ αυτής. Τόκοι, που δεν έχουν καταβληθεί από τον πιστούχο κατά τις πιο πάνω ημερομηνίες πληρωμής τους, θα προστίθενται στο κεφάλαιο και θα ανατοκίζονται ανά εξάμηνο, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου 2601/1998. ε. Σε περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, θα οφείλεται τόκος υπερημερίας, ο οποίος θα υπολογίζεται με το εκάστοτε καθοριζόμενο κατά τα ανωτέρω επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. στ. Στην περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, η Τράπεζα; επιφυλάσσεται, κατά την ελεύθερη κρίση της, είτε να μετατρέψει την ληξιπρόθεσμη οφειλή σε ευρώ, είτε να τη διατηρήσει στο ίδιο νόμισμα Εφόσον επιλεγεί η μετατροπή σε ευρώ, ως επιτόκιο υπερημερίας συμφωνείται το εκάστοτε εφαρμοζόμενο από την Τράπεζα ανώτατο συμβατικό επιτόκιο για οφειλές σε ευρώ της κατηγορίας στην οποία υπάγεται η δια της παρούσης γενομένη χρηματοδότηση, προσαυξανόμενο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Πλέον του επιτοκίου ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει και εισφορά του Ν. 128/75. ζ. Σε περίπτωση, που ο πιστούχος επιθυμεί μπορεί να ζητά την μετατροπή του νομίσματος σε άλλο νόμισμα, ειδοποιώντας προ πέντε (5) ημερών εγγράφως την Τράπεζα Εφόσον η Τράπεζα αποδεχθεί την μετατροπή οιασδήποτε από την παρούσα απαιτήσεως σε άλλο νόμισμα ή σε ευρώ, η μετατροπή θα γίνεται με την τρέχουσα ισοτιμία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επέρχεται συνεπεία της μετατροπής, υπέρβαση του ορίου της συμβάσεως. η. Σε περίπτωση μερικής ή ολικής αποπληρωμής, ή μετατροπής του νομίσματος, προ της λήξεως της εκάστοτε τρεχούσης τοκοφόρου περιόδου της σχετικής εκταμιεύσεως, ο πιστούχος υποχρεούται να αποκαθιστά κάθε απώλεια την οποία η Τράπεζα θα υποστεί από την επανατοποθέτηση του συγκεκριμένου ποσού, ιδίως από διαφορές τόκων. θ. Οι καταθέσεις και αναλήψεις στον ή στους λογαριασμούς, που εξυπηρετούν την παρούσα σύμβαση, θα λογίζονται με αξία (valeur) δύο (2) εργασίμων ημερών, εσωτερικού ή εξωτερικού, με αφετηρία την ημερομηνία διενέργειας της πράξεως. Όλες οι υποχρεώσεις, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του πιστούχου δεσμεύουν και τον εγγυητή, στο ίδιο με τον πιστούχο μέτρο. (24). Με την από 28.06.2013 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό συνομολογήθηκαν τα εξής: α. Ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει στην Τράπεζα τόκο, που συμφωνείται να είναι το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό, τον επιτοκίου EURIBOR//ΔIAΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ πλέον περιθωρίου 6% πλέον εισφοράς Ν. 128/75. Το επιτόκιο αυτό (τον λοιπού συμβατικό επιτόκιο] η Τράπεζα θα γνωστοποιεί εγγράφως στον πιστούχο προ της ενάρξεως εκάστης τοκοφόρου περιόδου. β. Οι τοκοφόροι περίοδοι θα καθορίζονται ύστερα από έγγραφη συμφωνία Τραπέζης και πιστούχου. Αν, παρά ταύτα, δεν επιτευχθεί συμφωνία για τη διάρκεια της τοκοφόρου περιόδου οι συμβαλλόμενοι από τώρα συμφωνούν ότι θα ισχύουν τοκοφόροι περίοδοι ενός μηνός. Η έναρξη κάθε τοκοφόρου περιόδου προσδιορίζεται με βάση την ημερομηνία κάθε εκταμιεύσεως. γ. Το ποσό κάθε εκταμιεύσεως θα εξοφλείται εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημέρα χορηγήσεως του. δ. Οι τόκοι υπολογίζονται επί του ανεξόφλητου κάθε φορά υπολοίπου κάθε εκταμιεύσεως, με βάση έτος 360 ημερών για το χρόνο που διέδραμε κατά τα ανωτέρω και με όσα ισχύουν στην διατραπεζική αγορά για το νόμισμα στο οποίο έγινε η χρηματοδότηση. Οι τόκοι είναι πληρωτέοι κατά τη λήξη της αντιστοίχου τοκοφόρου περιόδου, εκτός αν έχει προβλεφθεί η καταβολή τους κατά την αποπληρωμή της αντιστοίχου εκταμιεύσεως, οπότε θα καταβάλλονται μετ’ αυτής. Τόκοι που δεν έχουν καταβληθεί από τον πιστούχο κατά τις πω πάνω ημερομηνίες πληρωμής τους, θα προστίθενται στο κεφάλαιο και θα ανατοκίζονται ανά εξάμηνο σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου 2601/1998. ε. Σε περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, θα οφείλεται τόκος υπερημερίας, ο οποίος θα υπολογίζεται με το εκάστοτε καθοριζόμενο κατά τα ανωτέρω επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. στ. Στην περίπτωση μη εμπροθέσμου καταβολής οιασδήποτε εκ των οφειλομένων στην Τράπεζα απαιτήσεων, η Τράπεζα, επιφυλάσσεται, κατά την ελεύθερη κρίση της, είτε να μετατρέπει την ληξιπρόθεσμη οφειλή σε ευρώ, είτε να: τη διατηρήσει στο ίδιο νόμισμα. Εφόσον επιλεγεί η μετατροπή σε ευρώ, ως επιτόκιο υπερημερίας συμφωνείται το εκάστοτε εφαρμοζόμενο από την Τράπεζα ανώτατο συμβατικό επιτόκιο για οφειλές σε ευρώ της κατηγορίας, στην οποία υπάγεται η δια της παρούσης γενομένη χρηματοδότηση, προσαυξανόμενο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Πλέον του επιτοκίου ο πιστούχος υποχρεούται να καταβάλει και εισφορά του Ν. 128/75. ζ. Σε περίπτωση, που ο πιστούχος επιθυμεί μπορεί να ζητά την μετατροπή του νομίσματος σε άλλο νόμισμα, ειδοποιώντας προ πέντε (5) ημερών εγγράφως την Τράπεζα. Εφόσον η Τράπεζα αποδεχθεί την μετατροπή οιασδήποτε από την παρούσα απαιτήσεως σε άλλο νόμισμα ή σε ευρώ, η μετατροπή θα γίνεται με την τρέχουσα ισοτιμία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επέρχεται συνεπεία της μετατροπής, υπέρβαση του ορίου της συμβάσεως. η. Σε περίπτωση μερικής ή ολικής αποπληρωμής, ή μετατροπής του νομίσματος, προ της λήξεως της εκάστοτε τρεχούσης τοκοφόρου περιόδου της σχετικής εκταμιεύσεως, ο πιστούχος υποχρεούται να αποκαθιστά κάθε απώλεια την οποία η Τράπεζα θα υποστεί από την επανατοποθέτηση του συγκεκριμένου ποσού ιδίως από διαφορές τόκων, θ. Οι καταθέσεις και αναλήψεις στον ή στους λογαριασμούς, που εξυπηρετούν την παρούσα σύμβαση, θα λογίζονται με αξία (valeur) δύο (2) εργασίμων ημερών, εσωτερικού ή εξωτερικού, με αφετηρία την ημερομηνία διενέργειας της πράξεως. Όλες οι υποχρεώσεις, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του πιστούχου δεσμεύουν και στο ίδιο με τον πιστούχο μέτρο. (24). Με την από 30.12.2013 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο Λογαριασμό συνομολογήθηκαν τα εξής: Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμβάσεως πιστώσεως: (Α) Με την από 28.11.2011 πρόσθετη πράξη βραχυπροθέσμων, χορηγήθηκε στον πιστούχο όριο χρηματοδοτήσεων ύψους ευρώ τριακοσίων χιλιάδων (€ 300.000,00) για Κεφάλαιο Κίνησης, υπό τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται σ’ αυτήν, τηρουμένου του υπ αριθ. ………. λογαριασμού, ο οποίος εμφανίζει σήμερα χρεωστικό υπόλοιπο ποσού ευρώ δέκα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα επτά (€14.617,00), με ληξιπρόθεσμη οφειλή ποσού ευρώ δέκα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα επτά (€14.617,00) πλέον τόκων από 01/10/2013. (Β) Με την από 28.11.2011 πρόσθετη πράξη βραχυπροθέσμων, χορηγήθηκε στον πιστούχο όριο χρηματοδοτήσεων ύψους ευρώ τριακοσίων χιλιάδων (€ 300.000,00) για Κεφαλαίο Κίνησης, υπό τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται σ’ αυτήν, τηρουμένου του υπ’ αριθ. ………… λογαριασμού, ο οποίος εμφανίζει σήμερα χρεωστικό υπόλοιπο ποσού ευρώ τριακοσίων δέκα χιλιάδων εκατόν ογδόντα έξι και ενενήντα οκτώ λεπτών (€: 310.186,98), με ληξιπρόθεσμη οφειλή ποσού ευρώ τριακοσίων δέκα χιλιάδων εκατόν ογδόντα έξι και ενενήντα οκτώ λεπτών (€: 310.186,98) πλέον τόκων από 01.10.2013. Ο πιστούχος και ο εγγυητής, δηλούντες ότι ήλεγξαν την κίνηση των ως άνω υπό 2.3. λογαριασμών, το σύνολο των χρεοπιστώσεων και τις αιτίες τους, καθώς και των επιτοκίων, αναγνωρίζουν το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο αυτών ποσού ευρώ τριακοσίων είκοσι τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων τριών και ενενήντα οκτώ λεπτών (€: 324.803,98), πλέον τόκων, ως αληθές, ακριβές και σύμφωνο με τους όρους της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως και παραιτούνται του δικαιώματος να προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση κατά τούτου.
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ
Προς διευκόλυνση και μόνο του πιστούχου και του εγγυητή, οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν, κατόπιν αιτήματος του πιστούχου, στην αποπληρωμή της υπό 2.4. συνολικής οφειλής ποσού ευρώ τριακοσίων είκοσι τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων τριών και ενενήντα οκτώ λεπτών (€: 324.603,98) υπό τους κατωτέρω όρους και συμφωνίες.
ΔΙΑΡΚΕΙΑ – ΤΡΟΠΟΣ ΕΞΟΦΛΗΣΕΩΣ – ΕΠΙΤΟΚΙΟ
Εκ του ανωτέρω υπό 3. ποσού συμφωνούν οι συμβαλλόμενοι να καταβάλει ο πιστούχος ποσό ευρώ εκατό χιλιάδων (€: 100.000,00), εντόκως, των τόκων υπολογιζόμενων με το κατωτέρω υπό τέσσερα ένα (4.1-.1J επιτόκιο, εντός τεσσάρων ετών (4) ετών και έξι (6) μηνών, από την υπογραφή της παρούσης, ήτοι έως την 30.06.2018, συμπεριλαμβανομένης περιόδου χάριτος έξι (6) μηνών, ήτοι έως την 30.06.2014, διά σαράντα οκτώ, (48) μηνιαίων χρεολυτικών δόσεων, της πρώτης καταβλητέας ένα μήνα από τη λήξη της περιόδου χάριτος, ήτοι την 30.07.2014, των επόμενων την αντίστοιχη ημερομηνία εκάστου επομένου μηνός, της τελευταίας δε καταβλητέας την 30.06.2018. 4.1.1 Ο Πιστούχος για την αποπληρωμή τον ανωτέρω υπό 4.1 ποσού αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στην Τράπεζα τόκο, που θα υπολογίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, ίσο με το εκάστοτε ισχύον Alpha Προνομιακό Επιχειρήσεων Επιτόκιο της Τραπέζης, όπως αυτό καθορίζεται με δημοσίευσή της στον πολιτικό ή οικονομικό Τύπο, πλέον περιθωρίου 0,00% εκατοστιαίων μονάδων, πλέον της εκάστοτε ισχύουσας εισφοράς τον Ν. 128/75.
Εισφορά του Ν. 128/75 είναι η επιβάρυνση, που επιβάλλει ο προαναφερθείς Νόμος, επί των χορηγήσεων των Τραπεζών, με σκοπό την επιδότηση ορισμένων κατηγοριών δανείων,
Ρητώς συνομολογείται μεταξύ των συμβαλλομένων το δικαίωμα της Τραπέζης για την αναπροσαρμογή του ανωτέρω περιθωρίου σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της συμβάσεως πιστώσεως, οπότε και υποχρεούται να γνωστοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο στον πιστούχο την κατά τα ανωτέρω μεταβολή Οι τόκοι, των τόκων της περιόδου χάριτος συμπεριλαμβανομένων, λογίζονται επί του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου με βάση έτος 360 ημερών, ανά ημερολογιακό τρίμηνο, ήτοι την 31.03., 30.06., και 31.12 εκάστου έτους και καταβάλλονται με το λογισμό τους. Με την καταβολή της τελευταίας δόσεως κατά τα ανωτέρω υπό 4.1. οριζόμενα θα εξοφληθούν τυχόν δεδουλευμένοι τόκοι και κάθε χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού. Το εναπομένον χρεωστικό υπόλοιπο ποσού ευρώ διακοσίων είκοσι τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων τριών και ενενήντα οκτώ λεπτών (€224.803,98) θα αποπληρωθεί σύμφωνα με τους όρους της από 28.11.11 προσθέτου πράξεως.
ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ – ΤΟΚΟΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ – ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Για τα τυχόν καθυστερούμενα ποσά, θα οφείλεται από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεώς τους και μέχρις ότου εξοφληθούν, τόκος υπερημερίας υπολογιζόμενος με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο, προσαυξανόμενο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Οι εν καθυστερήσει τόκοι θα εκτοκίζονται από την πρώτη μέρα καθυστερήσεώς και θα ανατοκίζονται ανά εξάμηνο σύμφωνα με το Ν.2601/1998. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα οριζόμενα περί τόκου υπερημερίας στην ανωτέρω σύμβαση πιστώσεως σε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Στην περίπτωση, που ο πιστούχος δεν καταβάλλει εμπροθέσμως οποιοδήποτε ποσό, οφείλει δυνάμει της παρούσης, καθίστανται χωρίς άλλη ενέργεια, ληξιπρόθεσμες και απαιτητές και οι μη ληξιπρόθεσμες δόσεις σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με την οποία η παρούσα αποτελεί ενιαίο όλο, παύει να ισχύει η παρούσα και η Τράπεζα θα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση πιστώσεως, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση υπερημερίας του πιστούχου ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, που αφορά τυχόν οφειλές από την παραπάνω σύμβαση, που δεν αναφέρονται στην παρούσα. Με την από 30.12.2013 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό συνομολογήθηκαν τα εξής Στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης χορηγήθηκε στον Πιστούχο για κεφάλαιο κίνησης ποσού 800.000,00 ευρώ υπό τους ειδικότερους όρους, που αναφέρονται στη σύμβαση και στην από 28.06.13 επιστολή του πιστούχου, τηρούμενου του υπ’ αριθμόν ……………… λογαριασμού. Στη συνέχεια, με την από 11.07.2013 Επιστολή της Τραπέζης οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ως επιτόκιο λογισμού των τόκων του ανωτέρω λογαριασμού το ελάχιστο δανειστικό επιτόκιο της Τραπέζης που η Τράπεζα καθορίζει κάθε φορά γι’ αυτού του είδους τις χρηματοδοτήσεις με δημοσίευσή της σε 2 τουλάχιστον εφημερίδες του πολιτικού ή οικονομικού τύπου, μειωμένο κατά 1,00%, πλέον της εισφοράς Ν. 128/75. Ο πιστούχος και ο εγγυητής, δηλούντες ότι ήλεγξαν την κίνηση του ανωτέρω υπό 2.3. λογαριασμού, το σύνολο των χρεοπιστώσεων και τις αιτίες τους, καθώς και των επιτοκίων, αναγνωρίζουν το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο αυτού ποσού ευρώ ενενήντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων τριών και εβδομήντα πέντε λεπτών (€ 98.803, 75), πλέον τόκων από 01.10.2013 ως αληθές, ακριβές και σύμφωνο με τους όρους της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως και παραιτούνται του δικαιώματος να προβάλουν οποιοδήποτε αντίρρηση κατά τούτου. Με την παρούσα πρόσθετη πράξη, προς διευκόλυνση και μόνον του πιστούχου, κατόπιν αιτήματος του, οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν και συναποδέχονται, ότι ο πιστούχος για τη χρήση των ανωτέρω υπό 2.3. υπ’ αριθ. …………. λογαριασμού καταβάλει στην Τράπεζα τόκο, που υπολογίζεται από την 30.12.2013 με κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε ισχύον ……… Προνομιακό Επιχειρήσεων Επιτόκιο της Τραπέζης, όπως αυτό καθορίζεται με δημοσίευσή της στον πολιτικό ή οικονομικό Τύπο, πλέον περιθωρίου 0,00% εκατοστιαίων μονάδων, πλέον της εκάστοτε ισχύουσας εισφοράς του Ν. 128/75. Εισφορά του Ν. 128/76 είναι η επιβάρυνση, που επιβάλλει ο προαναφερθείς Νόμος, επί των χορηγήσεων των Τραπεζών, με σκοπό την επιδότηση ορισμένων κατηγοριών δανείων. Ρητώς συνομολογείται μεταξύ των συμβαλλομένων το δικαίωμα της Τραπέζης για την αναπροσαρμογή του ανωτέρω περιθωρίου σύμφωνα με τους σχετικούς όρους της συμβάσεως πιστώσεως, οπότε και υποχρεούται να γνωστοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο στον πιστούχο την κατά τα ανωτέρω μεταβολή. Οι τόκοι υπολογίζονται επί του ανεξόφλητου κάθε φορά υπολοίπου με βάση έτος 360 ημερών.(α) Με την από 25.07.2003 Επιστολή στο πλαίσιο της με αριθμό ……………/13.04.1984 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό προς το κατάστημα της Τράπεζας . …. {….), η οποία υπεγράφη από την Πιστούχο α’ των ανακοπτόντων και τον Εγγυητή β’ των ανακοπτόντων ανέλαβαν αυτοί την υποχρέωση να εξοφλούν κάθε ποσό χορηγήσεως εντός επτά (7) μηνών από κάθε χορήγηση. (β) Με την από 12.01.2005 Επιστολή στο πλαίσιο της με αριθμό ………………/13.04.1984 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο] λογαριασμό προς το κατάστημα της Τράπεζας ……….., η οποία υπεγράφη από την Πιστούχο α’ των ανακοπτόντων και τον Εγγυητή β’ των ανακοπτόντων ανέλαβαν αυτοί την υποχρέωση να εξοφλούν κάθε ποσό χορηγήσεως εντός επτά (7) μηνών από κάθε χορήγηση. (γ) Με την από 28.06.2013 Επιστολή στο πλαίσιο της με αριθμό ………………….13.04.1984 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό προς το κατάστημα της Τράπεζάς ……….., η οποία υπεγράφη από την Πιστούχο α’ των ανακοπτόντων και τους Εγγυητές β’ και γ’ των ανακοπτόντων ανέλαβαν αυτοί την υποχρέωση να εξοφλούν κάθε ποσό χορηγήσεως εντός οκτώ (8) μηνών από κάθε χορήγηση. (δ) Με την από 28.06.2013 Σύμβαση Εγγυήσεως η γ’ των ανακοπτόντων, αφού έλαβε γνώση του περιεχομένου της υπ’ αριθμόν …../13.04.1984 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, των πρόσθετων πράξεων αυτής και της μέχρι την 28.06.2013 κινήσεως των τηρηθέντων λογαριασμών, δήλωσε ότι εγγυάται, μέχρι του ποσού των οκτακοσίων χιλιάδων ευρώ (800. 000,00 €) ανεπιφύλακτα προς την Τράπεζα υπέρ της πιστούχου, την τήρηση των όρων της ως άνω σύμβασης και την εκ μέρους της εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση παντός, κατά το οριστικό κλείσιμο της ως άνω πιστώσεως και των δυνάμει αυτής τηρουμένων λογαριασμών, καταλοίπου, κατά κεφάλαιο, τόκους, προμήθειες και πάσης φύσεως έξοδα και επιβαρύνσεις, παραιτούμενη από τις ενστάσεις διαιρέσεως και διζήσεως και από όλα τα δικαιώματα, τις ενστάσεις ή ευεργετήματα που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 852, 853, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 του Αστικού Κώδικα, ευθυνόμενη ως πρωτοφειλέτης. Στην ως άνω σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό συμβλήθηκαν εγγράφους ο δεύτερος και η τρίτη των ανακοπτόντων, ως Εγγυητές της Πιστούχου – πρώτης των ανακοπτόντων, όπως αυτό προκύπτει και από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα επικυρωμένα αντίγραφα της σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής πράξεων, οι οποίες αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο όλο με την αρχική σύμβαση. Ειδικότερα, ο δεύτερος των ανακοπτόντων εγγυήθηκε σε ολόκληρο και ανεπιφύλακτα υπέρ της Πιστούχου Εταιρείας την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της σύμβασης πιστώσεως, πλέον κάθε μορφής τόκων συμβατικών. υπερημερίας και από ανατοκισμούς προμηθειών, περιθωρίου και εν γένει επιβαρύνσεων, φόρων, τελών, εισφορών και εξόδων κάθε μορφής και αιτίας περιλαμβανόμενων των δικαστικών, της αναγκαστικής εκτέλεσης κλπ. και η τρίτη των ανακοπτόντων εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της Πιστούχου, με την υπογραφή της στην από 28.06.2013 Σύμβαση Εγγυήσεως. στην από 28.06.2013 πράξη στην υπ’ αριθμόν …../13.04.1984 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό στην από 30.12.2013 Πρόσθετη Πράξη Αυξήσεώς στην υπ’ αριθμόν …/13.04.1984 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, στην από 28.06. 2013 Επιστολή στο πλαίσιο της με αριθμό …………/31/13,04.1984 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση περιορισμένα μέχρι του ποσού των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000,00) Ευρώ (Ε) και εν γένει οι ανωτέρω Εγγυητές ανέλαβαν την εκπλήρωση από την Πιστούχο (πρωτοφειλέτης) των υποχρεώσεων, που έχει αναλάβει η Πιστούχος με την παρούσα σύμβαση και τις πρόσθετες σε αυτήν πράξεις, ενεχόμενοι με αυτήν και ως αυτοφειλέτες μέχρι του ποσού, που εγγυήθηκε ο καθένας από αυτούς. Επιπλέον, οι Εγγυητές συνομολόγησαν ότι ευθύνονται ανεξάρτητα από το νομότυπο της υποχρεώσεων, που έχει αναλάβει η Πιστούχος και ειδικά ανεξάρτητα από ελαττώματα σχετικά με την εκπροσώπησή της. Επίσης, οι Εγγυητές παραιτήθηκαν από το δικαίωμά τους να αρνηθούν καταβολή μέχρι να επιχειρηθεί άκαρπη αναγκαστική εκτέλεση κατά της Πιστούχου (ένσταση δίζησης κατ’ άρθρο 855 ΑΚ) και του δικαιώματος να προτείνουν κατά το άρθρο 853 ΑΚ ενστάσεις της Πιστούχου κατά της Τράπεζας. Επίσης, παραιτήθηκαν έναντι της τελευταίας του δικαιώματος να ασκήσουν τα τυχόν δικαιώματα από αναγωγή, που θα έχουν κατά της Πιστούχου, εφόσον θα υπάρχει ανεξόφλητο υπόλοιπο από την παρούσα σύμβαση. Οι Εγγυητές παραιτήθηκαν έναντι της Τράπεζας του δικαιώματος της υποκατάστασης τους στα παρεπόμενα εμπράγματα δικαιώματα τους, αν η κατά τα παραπάνω απαίτηση της εφεσίβλητης Τράπεζας δεν έχει εξοφληθεί ολοσχερώς. Συμφωνήθηκε δε ότι τυχόν απόσβεση της κύριας οφειλής, χωρίς ικανοποίηση της Τράπεζας (αρθρ. 864 ΑΚ), ή τυχόν καθυστέρηση ή αμέλεια για την ανάληψη και συνέχιση από την Τράπεζα της δικαστικής επιδιώξεως της απαιτήσεώς της (αρθρ. 866, 867, 868 ΑΚ) δεν αποτελούν λόγους ελευθερώσεώς των εγγυητών. Η Πιστούχος – Πρωτοφειλέτης έκανε χρήση της παραπάνω πιστώσεως, η οποία χορηγήθηκε σε αυτή, έχοντας εισπράξει κατά καιρούς διάφορα ποσά, μέσω, μεταξύ άλλων, των υπ’ αριθμ. α) ……….. (πρώην ………..), ο οποίος λόγω αλλαγών στο μηχανο γραφικό σύστημα της Τραπέζης αντικαταστάθηκε από 22.03.2014 και εφεξής από τον με αριθμό …………….. λογαριασμό, β)……….. και γ) ……….. λογαριασμών τηρηθέντων προς εξυπηρέτηση της πίστωσης, όπως προκύπτει δυνάμει της από 28.06.2013 πρόσθετης πράξης στην ως άνω αρχική με αριθμό …………/13.04.1984 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό σε συνδυασμό με τις από 30.12.2013 πρόσθετες πράξεις αναγνώρισης του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου από τους παραπάνω λογαριασμούς. Ειδικότερα, με βάση (α) τους όρους 2.3 (Α] και (Β), 2.4 και 2.5 της από 30.12.2013 Πρόσθετης Πράξης στην υπ’ αριθμόν ……………./13.04.1984 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό οι ανακόπτοντες αναγνώρισαν το κατά την 30.12.2013 συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο των Ι) υπ’ αριθμ. ……………. ανοικτού λογαριασμού ποσού δεκατεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα επτά (14.617,00 €) ευρώ, με ληξιπρόθεσμη οφειλή ποσού δέκα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα επτά (14.617,00 €) ευρώ πλέον τόκων από 01.10.2013, και ΙΙ) υπ’ αριθμ. …………… ανοικτού λογαριασμού ποσού τριακοσίων δέκα χιλιάδων εκατό ογδόντα έξι και ενενήντα οκτώ λεπτών (310.186,98 €) ευρώ, με ληξιπρόθεσμη οφειλή ποσού τριακοσίων δέκα χιλιάδων εκατό ογδόντα έξι και ενενήντα οκτώ λεπτών Ευρώ (310.186,98 €) πλέον τόκων από 01.10.2013, ήτοι συνολικά αναγνώρισαν ποσό τριακοσίων είκοσι τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων τριών και ενενήντα οκτώ λεπτών (324.803,98 €) πλέον τόκων από 01.10.2013 ως αληθές, ακριβές και σύμφωνο με τους όρους της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως, αφού ήλεγξαν την κίνησή του, το σύνολο των χρεωπιστώσεων και τις αιτίες τους, καθώς και των επιτοκίων, παραιτήθηκαν δε του δικαιώματος να προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση κατά τούτου. (β) των όρων 2.3, 2.4 και 2.5 της από 30.12. 2013 Πρόσθετης Πράξης στην υπ’ αριθμόν …………./13. 04.1984 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό οι ανακόπτοντες αναγνώρισαν το κατά την 30.12.2013 συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο του υπ’ αριθμόν ………………. ανοικτού λογαριασμού ποσού ενενήντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων τριών και εβδομήντα πέντε λεπτών (98.803.75 €) ευρώ πλέον τόκων από 01.10.2013 ως αληθές, ακριβές και σύμφωνο με τους όρους της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως, αφού ήλεγξαν την κίνησή του, το σύνολο των χρεωπιστώσεων και τις αιτίες τους, καθώς και των επιτοκίων, παραιτήθηκαν δε του δικαιώματος να προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση κατά τούτου. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, την 30.12. 2013 το σύνολο της οφειλής εκ της συμβάσεως πίστωσης με αριθμό …………./13.04.1984 σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μετά των προσθέτων αυτής πράξεων, διαμορφώθηκε στο ποσό των τετρακοσίων είκοσι τριών χιλιάδων εξακοσίων επτά και εβδομήντα τριών (324.803,98 € + 98.803,75 € = 423.607,73 €) Ευρώ. Κατόπιν της ως άνω από 30.12.2013 αναγνώρισης και κατόπιν σχετικού εντάλματος εκταμίευσης του πελάτη με οδηγίες πληρωμής, την 30.12.2013 εκταμιεύτηκε το ποσό των τριακοσίων ογδόντα τεσσάρων χιλιάδων εκατό εξήντα δύο και σαράντα δύο λεπτών (384.162,42 €) ευρώ από το με αριθμό …………. ανοικτό λογαριασμό. Με το προϊόν της χρηματοδότησης πιστώθηκαν οι κάτωθι λογαριασμοί, ως εξής: Ο υπ’ αριθμόν ………. λογαριασμός με ποσό διακοσίων δέκα χιλιάδων εκατό ογδόντα έξι και ενενήντα οκτώ λεπτών (210.186,98 €) Ο υπ’ αριθμόν ……….. λογαριασμός με ποσό εξήντα επτά χιλιάδων εξακοσίων δεκαέξι ογδόντα δύο λεπτών [67.616,82 €) Ο υπ’ αριθμόν …………. λογαριασμός με ποσό δέκα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα επτά (14.617,00 €), και ο υπ’ αριθμόν ………….. λογαριασμός με ποσό ενενήντα μίας χιλιάδων επτακοσίων σαράντα ενός ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (91.741,62 €). Κατά συνέπεια των καταβολών αυτών: (α) εξοφλήθηκε μέρος του αναγνωρισθέντος ληξιπρόθεσμου χρεωστικού υπολοίπου του υπ’ αριθμόν ……….. λογαριασμού συνολικού ύψους κατά την 30.12.2013 τριακοσίων δέκα χιλιάδων εκατό ογδόντα έξι και ενενήντα οκτώ λεπτών (310.186,98 €) μη συμπεριλαμβανομένων σε αυτό τόκων από 01.10.2013 και εφεξής, με πίστωση ποσού διακοσίων δέκα χιλιάδων εκατό ογδόντα έξι και ενενήντα οκτώ λεπτών (210.186,98 €) ευρώ στον ως άνω λογαριασμό, ενώ το χρεωστικό υπόλοιπο εκατό χιλιάδων (100.000,00 €) [που φαίνεται ως πίστωση με ημερομηνία 30/12/2013 στον με αριθμό ……………….. λογαριασμό] μεταφέρθηκε – χρεώθηκε στον υπ ‘αριθμόν ………….. ανοιχτό λογαριασμό, ο οποίος ανοίχθηκε την 30.12.2013 με εκταμίευση ποσού εκατό χιλιάδων (100.000,00 €) προς εξυπηρέτηση και παρακολούθηση της υπ’ αριθμόν …………/13.04.1984 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και ο οποίος ακολούθως λόγω αλλαγών στο μηχανογραφικό σύστημα της εφεσίβλητης Τράπεζας αντικαταστάθηκε από 22.03.2014 και εφεξής από τον με αριθμό ……….. . ανοικτό λογαριασμό. Κατόπιν των ανωτέρω και λοιπών χρεοπιστώσεων, ο υπ’ αριθμόν ………….. λογαριασμός, ο οποίος από 01.06.2014 και εφεξής λόγω αλλαγών στο μηχανο γραφικό σύστημα της Τραπέζης αντικαταστάθηκε από τον με αριθμό …………….. λογαριασμό έκλεισε οριστικά στις 30.09.2014. (β) εξοφλήθηκε μέρος του χρεωστικού υπολοίπου του υπ’ αριθμόν ……….. λογαριασμού σύμφωνα με το ως άνω ένταλμα εκταμίευσης, ο οποίος τηρείται στην Τράπεζά προς εξυπηρέτηση του από 12.01.2009 «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΚΟΙΝΟΥ ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΛΥΨΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΔΙΑΘΕΣΕΩΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΩΝ ΟΜΟΛΟΓΙΟΥΧΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ», που έχει συναφθεί μεταξύ της εφεσίβλητης Τράπεζας και της πρώτης (1ης) των ανακοπτόντων-εκκαλούντων, με αποτέλεσμα το εναπομείναν χρεωστικό υπόλοιπο του σχετικού λογαριασμού να μειωθεί στο χρηματικό ποσό των 791.235,25 Ευρώ. (γ) εξοφλήθηκε στο σύνολό του το αναγνωρισθέν ληξιπρόθεσμο χρεωστικό υπόλοιπο του υπ’ αριθμόν …………. λογαριασμού ύψους δέκα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων δέκα επτά (14.617,00 €), μη συμπεριλαμβανομένων σε αυτό τόκων από 01.10.2013 και εξής, με ισόποση πίστωση του ως άνω λογαριασμού, τον οποίο λογαριασμό συνέχισε να τηρεί η εφεσίβλητη Τράπεζα προς εξυπηρέτηση και παρακολούθηση της υπ’ αριθμόν …………./13.04.1984 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και ο οποίος λόγω αλλαγών στο μηχανογραφικό σύστημα της εφεσίβλητης Τραπέζης αντικαταστάθηκε από 01.06.2014 και εφεξής από το με αριθμό …………. ανοικτό λογαριασμό και έκλεισε την 17.09.2014, τέλος δε, (δ) εξοφλήθηκε μέρος του αναγνωρισθέντος ληξιπρόθεσμου χρεωστικού υπολοίπου του υπ’ αριθμόν ………… ανοικτού λογαριασμού ύψους ενενήντα μίας χιλιάδων επτακοσίων σαράντα ενός Ευρώ και εξήντα δύο λεπτών (91.741,62 €) μη συμπεριλαμβανομένων σε αυτό τόκων από 01.10.2013 και εξής, με ισόποση πίστωση του ως άνω λογαριασμού, τον οποίο λογαριασμό συνέχισε να τηρεί η εφεσίβλητη Τράπεζα προς εξυπηρέτηση και παρακολούθηση της υπ’ αριθμόν ………./13.04.1984 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και ο οποίος λόγω αλλαγών στο μηχανογραφικό σύστημα της Τραπέζης αντικαταστάθηκε από 22.03.2014 και εφεξής από τον με αριθμό …………….. 681 ανοικτό λογαριασμό. Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω χρεοπιστώσεων, μετά την 30.12.2013, προς εξυπηρέτηση και παρακολούθηση της υπ’ αριθμόν ………../13.04.1984 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό τηρήθηκαν από την Τράπεζά μας οι ακόλουθοι λογαριασμοί, ήτοι α) ο υπ’ αριθμόν …………. ανοικτός λογαριασμός, ο οποίος λόγω αλλαγών στο μηχανογραφικό σύστημα της Τραπέζης αντικαταστάθηκε από 22.03.2014 και εφεξής από τον με αριθμό …………….. ανοικτό λογαριασμό, ο οποίος τηρείται ως λογαριασμός οριστικής καθυστέρησης, (β) ο υπ’ αριθμόν …………… ανοικτός λογαριασμός, ο οποίος λόγω αλλαγών στο μηχανογραφικό σύστημα της Τραπέζης αντικαταστάθηκε από 22.03.2014 και εφεξής από τον με αριθμό ……………. ανοικτό λογαριασμό, ο οποίος τηρείται ως λογαριασμός οριστικής καθυστέρησης και (γ) ο υπ’ αριθμόν ……………. ανοικτός λογαριασμός, ο οποίος λόγω αλλαγών στο μηχανογραφικό σύστημα της Τραπέζης αντικαταστάθηκε από 01.06. 2014 και εφεξής από τον με αριθμό ………. και ο οποίος έκλεισε την 17.09.2014, το δε χρεωστικό του υπόλοιπο εξοφλήθηκε με χρέωση του υπ’ αριθμόν …………….. καταθετικού λογαριασμού όψεως της πιστούχου εταιρείας, κατόπιν σχετικής εντολής αυτής, δ) ο υπ’ αριθμόν …………. ανοικτός λογαριασμός, ο οποίος λόγω αλλαγών στο μηχανογραφικό σύστημα της Τραπέζης αντικαταστάθηκε από 01.06.2014 και εφεξής από το με αριθμό ………….. λογαριασμό και ο οποίος έκλεισε την 30.09.2014. Εξαιτίας του γεγονότος ότι οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες δεν επέδειξαν συνέπεια στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους κατά τα συμφωνηθέντα, η εφεσίβλητη Τράπεζα έκλεισε οριστικά την 27.06. 2016 σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης τηρούμενους λογαριασμούς με αριθμό …………………….., που μετατράπηκαν αντίστοιχα σε λογαριασμούς οριστικής καθυστέρησης και οι οποίοι κατά την ημερομηνία του οριστικού κλεισίματος (27.06.2016) εμφάνιζαν σε βάρος των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων, χρεωστικό υπόλοιπο ως ακολούθως: (A) ο με αριθμό ………… λογαριασμός, το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων πενήντα έξι χιλιάδων πεντακόσια δέκα εννέα και εβδομήντα» (556.519,77€), το οποίο είναι έντοκο με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο επιτόκιο με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 28.06.2016 και μέχρι εξοφλήσεως (Β) ο με αριθμό …………… λογαριασμός, το χρηματικό ποσό των εκατόν επτά χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα τριών και επτά λεπτών (107.843,07€) το οποίο’ είναι έντοκο με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 28.06.2016 και μέχρι εξοφλήσεως. Έτσι, το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο από την παραπάνω σύμβαση ανήλθε στο χρηματικό ποσό των εξακοσίων εξήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα δύο και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (€664.362.84), νομιμότοκα με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 28.06.2016 και μέχρι εξοφλήσεως. Το οριστικό κλείσιμο των παραπάνω λογαριασμών, καθώς και το προκύψαν συνολικό χρεωστικό σε βάρος των ανακοπτόντων συνολικό κατάλοιπό τους, συνολικού ύψους ποσού εξακοσίων εξήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα δύο και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (€664.362.84) ευρώ, η εφεσίβλητη Τράπεζα γνωστοποίησε στους ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 15.11.2016 εξώδικη καταγγελία της, η οποία επιδόθηκε σε αυτούς ως εξής: (α) στην πρώτη (1η) των ανακοπτόντων-εκκαλούντων, την 22.11.16, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν …………. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….. (β) στο δεύτερο (2ο) των ανακοπτόντων-εκκαλούντων, την 21.11.16, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……. έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….. και (γ) στην τρίτη (3η) των ανακοπτόντων-εκκαλούντων, την 21.11.2016 όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν ……… έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……………… Μετά την καταγγελία της υπ’ αριθμόν …………/13.4.1984 σύμβασης ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού και των πρόσθετων σε αυτή πράξεων, οι υπ’ αριθμ. ………….. και …………… λογαριασμοί μετατράπηκαν αντίστοιχα σε λογαριασμούς οριστικής καθυστέρησης, ενώ επιπλέον ανοίχθηκαν την 30.05.2017 και τηρούνται έκτοτε οι α) υπ’ αριθμόν ………………… (πρώην ……………..) και β) ο υπ’ αριθμόν ……………… (πρώην …………………..) για την παρακολούθηση των μη λογιστικοποιημένων τόκων. Συνεπεία .της ανωτέρω πράξης είσπραξης, κατά την 08.05.2018 (ημερομηνία καταχώρισης της πράξης –είσπραξης του ανωτέρω ποσού), το χρεωστικό κατάλοιπό των ως άνω λογαριασμών διαμορφώθηκε την 11.05,2018 ως ακολούθως: Α) ο με-αριθμό . ………… λογαριασμός εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των τετρακοσίων δέκα πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα επτά και εξήντα εννέα λεπτών (415.867,69€), συμπεριλαμβανομένων σε αυτό των τρεχουσών δεδουλευμένων τοκοπρομηθειών τραπέζης έως 11.05.2018, το οποίο είναι έντοκο με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 01.04.2018 και μέχρι εξοφλήσεως. Β) ο με αριθμό …………. λογαριασμός εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των εκατό δέκα επτά χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα εννέα και σαράντα τριών λεπτών (117.479,43 €), συμπεριλαμβανομένων σε αυτό των τρεχουσών δεδουλευμένων τοκοπρομηθειών τραπέζης έως 11.05. 2018, το οποίο είναι έντοκο με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 01,04.2018 και μέχρι εξοφλήσεως. (Γ) ο υπ’ αριθμόν ……………….. (πρώην ………………..} λογαριασμός εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των σαράντα δύο χιλιάδων εκατό είκοσι τεσσάρων και σαράντα επτά λεπτών (42.124,47 €), το οποίο είναι έντοκο με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 01.04.2018 και μέχρι εξοφλήσεως. (Δ) ο υπ’ αριθμόν ………….. (πρώην …………….) λογαριασμός εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ανερχόμενο στο ποσό των ΕΥΡΩ οκτώ χιλιάδων εκατό πενήντα τεσσάρων και πέντε λεπτών (8.154,05 €), το οποίο είναι έντοκο με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 01.04.2018 και μέχρι εξοφλήσεως. Έτσι, το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο από την παραπάνω σύμβαση ανήλθε κατά την 11.05.2018 στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων ογδόντα τριών χιλιάδων. εξακοσίων είκοσι πέντε και εξήντα τεσσάρων λεπτών (415.867,69 Ευρώ + 117.479,43 Ευρώ + 42.124,47 Ευρώ + 8.154,05 Ευρώ = 583.625, 64 €), νομιμότοκα με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 01.04.2018 και μέχρι εξοφλήσεως. Κατόπιν των παραπάνω και επειδή οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες εξακολούθησαν να μην ανταποκρίνονται στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, η εφεσίβλητη Τράπεζα υπέβαλε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.07.2018 αίτησή της προς έκδοση διαταγής πληρωμής. Κατά την υποβολή της σχετικής αιτήσεως προς έκδοση διαταγής πληρωμής, προσκομίσθη καν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τα ακόλουθα έγγραφα προς απόδειξη της απαιτήσεώς της, ήτοι: (1)Επικυρωμένο αντίγραφο της σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό με αριθμό ……./13. 04.1984 με τις από 05.02.85, 03.10.88, 09.03.89, 09.08.91, 28.02.92, 07.10.93, 03.07.95, 29.01.01, 29.01.01, 29.01.01, 29.01.01, 09.04.2002, 25.07.03, 25.07.03, 12.01.05, 16.04.08, 08.10.08, 12.02.2009, 11.11.2009, 22.06.11, 28.11.11, 28.06.13, 28.06.13, 30.12.13 και 30.12.13 πρόσθετων σε αυτή, οι οποίες αποτελούν ενιαίο όλο με την ως άνω σύμβαση πρόσθετη πράξη. (2) Επικυρωμένα αντίγραφα των από 25.07.2003, 12.01.2005 και 28.06.2013 επιστολών. (3)Επικυρωμένο αντίγραφο της από 28.06.2013 Σύμβασης Εγγυήσεως. (4)Επικυρωμένο αντίγραφο της κίνησης του με αριθμό …………….. (πρώην …………., ήδη πρώην ……………..) αλληλόχρεου λογαριασμού, από 01/09/08 έως 31/12/2015 ο οποίος μετετράπη κατά το ως άνω οριστικό του κλείσιμο σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, και απόσπασμα του ως άνω με αριθμό ………………… λογαριασμού από 01/01/2016 έως 27/06/ 2016, τα οποία φέρουν βεβαίωση υπογεγραμμένη από δύο (2) υπαλλήλους της Τράπεζας σχετικά με τη γνησιότητα της εκτύπωσης του αντιγράφου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και αποτελούν πλήρη απόδειξη της οφειλής των ανακοπτόντων- εκκαλούντων, ο οποίος (=λογαριασμός) εμφανίζει, κατά την ως άνω ημερομηνία του οριστικού κλεισίματος την 27.06.16 χρεωστικό υπόλοιπο, ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων πενήντα έξι χιλιάδων πεντακόσια δέκα εννέα και εβδομήντα επτά λεπτών (556.519,77€) ευρώ (Ε) εντόκως από την 27.06.2016. (5) Επικυρωμένο αντίγραφο της κίνησης του με αριθμό ………… (πρώην …………..) αλληλόχρεου λογαριασμού από 01/12/2013 έως 30/06/2016, ο οποίος μετατράπηκε κατά το ως άνω οριστικό του κλείσιμο σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, το οποίο φέρει βεβαίωση υπογεγραμμένη από δύο (2) υπαλλήλους της Τράπεζας σχετικά με τη γνησιότητα της εκτύπωσης του αντιγράφου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και αποτελούν πλήρη απόδειξη της οφειλής των εκκαλούντων, και ο οποίος εμφάνιζε, κατά την ως άνω ημερομηνία του οριστικού κλεισίματος την 27.06.2016 χρεωστικό υπόλοιπο, ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των εκατόν επτά χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα τριών και επτά λεπτών (107.843,07€) ευρώ εντόκως από 27.06.2016. (6) Επικυρωμένα αντίγραφα της κίνησης των με αριθμούς ………….., (συνολικά πέντε 5 αποσπάσματα) ανοιχτών (αλληλόχρεων) λογαριασμών για το χρονικό διάστημα 01.12.2013 έως 31.12.2013, τα οποία φέρουν βεβαίωση υπογεγραμμένη από δύο (2) υπαλλήλους της εφεσίβλητης Τράπεζας σχετικά με τη γνησιότητα της εκτύπωσης κάθε αντιγράφου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και αποτελούν πλήρη απόδειξη της οφειλής των εκκαλούντων, από την οποία προκύπτουν οι χρεοπιστώσεις, που περιγράφηκαν ανωτέρω και έλαβαν χώρα κατά την 30.12.2013. (7) Το από 30.12.2013 ένταλμα εκταμίευσης χρηματικού ποσού 384.162, 42 € με οδηγίες πληρωμής, νομίμως υπογεγραμμένο από τον καθ’ ης εταιρεία και την Τράπεζα (κατάστημα ……………….. (8) Επικυρωμένο αντίγραφο της κίνησης του υπ’ αριθμόν ………….. λογαριασμού για το χρονικό διάστημα μέχρι 30.09.2014, οπότε έκλεισε οριστικά και ο οποίος από 01.06.2014 και εφεξής λόγω εκδοθείσας στη συνέχεια της υπ’ αρ. ………/2018 διαταγής πληρωμής του αιτούντων εκκαλούντων ως Εγγυητές, ευθυνόμενοι προσωπικά και αλληλέγγυα σε ολόκληρο ο καθένας από αυτούς, της δε τρίτης των καθ’ ων δεύτερης εγγυήτριας ευθυνόμενης μέχρι του ποσού των οκτακοσίων χιλιάδων Ευρώ [800. 000,00 €) να καταβάλουν στη εφεσίβλητη Τράπεζα απαίτησή, που απορρέει από τη με αριθμό …………/13.04.1984 σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, με τις από 05.02.85, 03. 10.88, 09.03.89, 09.08.91, 28.02.92, 07.10.93, 03.07.95, 29.01.01, 29.01.01, 29.01.01, 29.01.01, 09.04.2002, 25.07.03, 12.01.05, 16.04.08, 08.10.08, 12.02.09, 11.11.09, 22.06.11, 28.11.11, 28.06.13, 28.06.13, 30.12.13 και 30.12.13 πρόσθετες στην ως άνω σύμβαση πίστωσης πράξεις, και τις από 25.07.2003, 12.01.2005 και 28.06.2013 επιστολές προς την εφεσίβλητη Τράπεζα, καθώς και την από 28.06.2013 Σύμβαση Εγγυήσεως, οι οποίες αποτελούν ένα ενιαίο όλο με την αρχική σύμβαση πίστωσης, το συνολικό ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (€250.000.00). το οποίο αντιστοιχεί σε μέρος του συνολικά χρεωστικού υπολοίπου Α) του με αριθμό ………. λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης ποσού τετρακοσίων δέκα πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα επτά και εξήντα εννέα λεπτών (415.867,69€), συμπεριλαμβανομένων σε αυτό των τρεχουσών δεδουλευμένων τοκοπρομηθειών τραπέζης έως 11.05. 2018, Β) πλέον του χρεωστικού υπολοίπου του με αριθμό …………………. λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης ποσού εκατό δέκα επτά χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα εννέα και σαράντα τριών λεπτών (117.479,43 €), συμπεριλαμβανομένων σε αυτό των τρεχουσών δεδουλευμένων τοκοπρομηθειών τραπέζης έως 11.05.2018, Γ) πλέον του χρεωστικού υπολοίπου του με αριθμό ………………………… [πρώην ………..) λογαριασμού παρακολούθησης των μη λογιστικοποιημένων τόκων ποσού σαράντα δύο χιλιάδων εκατό είκοσι τεσσάρων και σαράντα επτά λεπτών (42.124,47 €), Δ) πλέον του χρεωστικού υπολοίπου του με αριθμό …………………….. (πρώην ………………..) λογαριασμού παρακολούθησης των μη λογιστικοποιημένων τόκων ποσού οκτώ χιλιάδων εκατό πενήντα τεσσάρων και πέντε λεπτών (8.154,05 €}, το σύνολο των οποίων είναι έντοκο με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, από 01.04.2018 και μέχρι εξοφλήσεως, και πλέον εξόδων, με τη ρητή επιφύλαξη της διεκδίκησης του υπολειπόμενου οφειλόμενου ποσού από την παραπάνω αιτία σε ύστερο χρόνο εκ ποσού τριακοσίων τριάντα τριών χιλιάδων εξακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και εξήντα τεσσάρων λεπτών (€ 333.625,64), πλέον τόκων από 01/04/2018 με το κατά την ως άνω σύμβαση ανώτατο επιτόκιο υπερημερίας και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων και εξόδων και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, καθώς και ποσό πέντε χιλιάδων οκτακοσίων (5.800,00 €Ί για τη δικαστική δαπάνη έκδοσης της διαταγής πληρωμής. αλλαγών στο μηχανογραφικό σύστημα της Τραπέζης αντικαταστάθηκε από το με αριθμό ………… λογαριασμό, το οποίο φέρει βεβαίωση υπογεγραμμένη από δύο (2) υπαλλήλους της Τράπεζας σχετικά με τη γνησιότητα της εκτύπωσης του αντιγράφου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και αποτελούν πλήρη απόδειξη της οφειλής των ανακοπτόντων-εκκαλούντων. (9)Επικυρωμένο αντίγραφο της κίνησης του υπ’ αριθμόν ………………….. για το χρονικό διάστημα έως 30,09.2014, καθώς την 17.09.2014 έκλεισε οριστικά και ο οποίος λόγω αλλαγών στο σύστημα της εφεσίβλητης Τράπεζας αντικαταστάθηκε από 01.06.2014 και εφεξής από τον με αριθμό ……………….. ανοικτό λογαριασμό το οποίο φέρει βεβαίωση υπογεγραμμένη από δύο [2) υπαλλήλους της γνησιότητας της εκτύπωσης του αντιγράφου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και αποτελούν πλήρη απόδειξη της οφειλής των εκκαλούντων. (10) Επικυρωμένο αντίγραφο της κίνησης του υπ’ αριθμ. ……………. καταθετικού λογαριασμού όψεως της πρώτης (1η) εκκαλούσας εταιρείας για το χρονικό διάστημα 01. 09. 2014 – 30.09.2014, το οποίο φέρει βεβαίωση υπογεγραμμένη από δύο (2) υπαλλήλους της Τράπεζας σχετικά με τη γνησιότητα της εκτύπωσης του αντιγράφου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της, από το οποίο αποδεικνύεται η ανάληψη χρηματικού ποσού € 273,60 από τον υπ’ αριθμόν ……………….. λογαριασμό της πρώτης (1ης) εκκαλούσας Εταιρείας, με το οποίο πιστώθηκε ο με αριθμό ………….. λογαριασμός τήρησης της ανοικτής πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό και ο οποίος έκλεισε την 17.09.2014, αποδεικτικό ανάληψης ποσού € 273,60 από τον υπ’ αριθμό ……… λογαριασμό της πρώτης εκκαλούσας, και την από 17 και 18 Σεπτεμβρίου 2014 σχετική αντίστοιχη ηλεκτρονική αλληλογραφία, με αίτημα των καθ’ ων για τη διενέργεια της ως άνω συναλλαγής. (11) Επικυρωμένο αντίγραφο των υπ’ αριθμ. …../22. 11.16, …../21.11.2016 εκθέσεων επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……….. και της υπ’ αριθμόν ….. έκθεσης επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών … ….. της από 21.11.2016 εξώδικης δήλωσής της εφεσίβλητης Τράπεζας στους εκκαλούντες, με την οποία προέβη σε δήλωση καταγγελίας της παραπάνω σύμβασης πιστώσεως και ανήγγειλε σε αυτούς το οριστικό κλείσιμο των τηρουμένων λογαριασμών και το προκύψαν χρεωστικό σε βάρος τους κατάλοιπο ευρώ εξακοσίων εξήντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εξήντα δύο και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (€ 664.362,84) εντόκως από την επομένη της ημερομηνίας κλεισίματος των λογαριασμών, ήτοι από 28.06.2016. (12) Επικυρωμένο, από πληρεξούσιο δικηγόρο, αντίγραφο του αποσπάσματος του υπ’ αριθμόν …………… λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης από 31.03.2014 έως 11.05.2018, το οποίο φέρει βεβαίωση υπογεγραμμένη από δύο [2) υπαλλήλους της εφεσίβλητης Τράπεζας σχετικά με τη γνησιότητα της εκτύπωσης του αντιγράφου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και αποτελεί πλήρη απόδειξη της οφειλής των εκκαλούντων, καθώς και ανάλυση των αντιστοιχουσών τρεχουσών δεδουλευμένων τοκοπρομηθειών τραπέζης από 30.06.2014 έως 11. 05.2018, από το οποίο προκύπτει ότι την 11.05.2018 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των τετρακοσίων δέκα πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα επτά και εξήντα εννέα λεπτών (415.867,69€) ευρώ, συμπεριλαμβανομένων σε αυτό των τρεχουσών δεδουλευμένων τοκοπρομηθειών τραπέζης έως 11.05.2018, πλέον δεδουλευμένων τόκων από 01.04.2018 και εξόδων. (13) Επικυρωμένο από πληρεξούσιο δικηγόρο, αντίγραφο του αποσπάσματος του υπ’ αριθμόν ……………. λογαριασμού οριστικής καθυστέρησης από 31.03.2014 έως 11.05.2018, το οποίο φέρει βεβαίωση υπογεγραμμένη από δύο (2] υπαλλήλους της σχετικά με τη γνησιότητα της εκτύπωσης του αντιγράφου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και, αποτελεί πλήρη απόδειξη της οφειλής των εκκαλούντων, καθώς και ανάλυση των αντιστοιχουσών τρεχουσών δεδουλευμένων τοκοπρομηθειών τραπέζης από 31.03.2015 έως 11.05.2018, από το οποίο προκύπτει ότι την 11.05.2018 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ανερχόμενο στο χρηματικό ποσό των εκατό δέκα επτά χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα εννέα και σαράντα τριών λεπτών
(117.479^43 €), συμπεριλαμβανομένων σε αυτό των τρεχουσών δεδουλευμένων τοκοπρομηθειών τραπέζης έως 11.05.2018, πλέον δεδουλευμένων τόκων από 01.04.2018 και εξόδων. (14) Επικυρωμένο από πληρεξούσιο δικηγόρο, αντίγραφο του αποσπάσματος του υπ’ αριθμόν …………… [πρώην ………………..] λογαριασμού από 30.05.2017 έως 11.05.2018 το οποίο φέρει βεβαίωση υπογεγραμμένη από δύο (2) υπαλλήλους της σχετικά με τη γνησιότητα της εκτύπωσης του αντιγράφου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και, αποτελεί πλήρη απόδειξη της οφειλής των εκκαλούντων, από το οποίο προκύπτει ότι την 11.05.2018 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ανερχόμενο στο ποσό των σαράντα δύο χιλιάδων εκατό είκοσι τεσσάρων και σαράντα επτά λεπτών (42.124,47 €) ευρώ, πλέον δεδουλευμένων τόκων από 01.04.2018 και εξόδων. (15) Επικυρωμένο, από πληρεξούσιο δικηγόρο, αντίγραφο του αποσπάσματος του υπ’ αριθμόν …………… (πρώην ……..) λογαριασμού από 30.05.2017 έως 11.05.2018 το οποίο φέρει βεβαίωση υπογεγραμμένη από δύο (2) υπαλλήλους της σχετικά με τη γνησιότητα της εκτύπωσης του αντιγράφου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της και, αποτελεί πλήρη απόδειξη της οφειλής των εκκαλούντων, από το οποίο προκύπτει ότι την 11.05.2018 εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο, ανερχόμενο στο ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατό πενήντα τεσσάρων και πέντε λεπτών (8.154,05 €], πλέον δεδουλευμένων τόκων από 01.04.2018 και εξόδων. (14) Το υπ’ αριθμόν φύλλου 2945 και ημερομηνία 26.04.2000 ΦΕΚ. Επομένως, προσκομίστηκε το σύνολο των αναγκαίων εγγράφων για την απόδειξη της επίδικης απαιτήσεώς της εφεσίβλητης Τράπεζας και ως εκ τούτου αποδείχθηκαν: η σύμβαση ανοίγματος λογαριασμού, το κλείσιμο των λογαριασμών που τηρήθηκαν για την εξυπηρέτηση της συμβάσεως, το υπόλοιπο, που προέκυψε από το κλείσιμο των λογαριασμών, αλλά και η περιλαμβανόμενη στην αρχική σύμβαση ειδική συμφωνία ότι η οφειλή της πιστούχου Εταιρείας προς την εφεσίβλητη πιστώτρια Τράπεζα, που θα προκόψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, η οποία, ως δικονομική σύμβαση, τυγχάνει έγκυρη. Έτσι, από τα προσκομισθέντα έγγραφα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι όσον αφορά στον …………… λογαριασμό το από 27-6-2016 απόσπασμα εξαχθέν από τα ηλεκτρονικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της εφεσίβλητης Τράπεζας φέρει την υπογραφή των υπάλληλων της τελευταίας ……………… και ………… . και τη σχετική βεβαίωση γνησιότητας της εκτύπωσής τους από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της, γεγονός που καθιστά το εν λόγω απόσπασμα πρωτότυπο έγγραφο. Συνημμένα στο ανωτέρω έγγραφο είναι και το από 27-6-2016 αντίγραφο ημερολογιακής χρέωσης του ίδιου λογαριασμού, που περιλαμβάνει τους ενήμερους τόκους, τους τόκους των καθυστερούμενων τόκων και τους τόκους καθυστερούμενου κεφαλαίου, καθώς και αντίγραφα μηνιαίων κινήσεων του προγενέστερου του παραπάνω λογαριασμού …………., του οποίου ο πρώτος αποτελεί τη συνέχεια, από 1-1-2013 έως 30- 6-2016 χωρίς να απαγορεύεται τούτο, δηλαδή η συνένωση λογαριασμών σε ενιαίο έγγραφο. Ας σημειωθεί δε ότι το πρώτο φύλλο του ενιαίου σώματος εγγράφου που καταλήγει σε χρεωστικό υπόλοιπο 107.843,07 € συμπεριλαμβάνει τις επιμέρους χρεώσεις του προγενέστερου τηρηθέντος λογαριασμού, αλλά και τα ποσά, που αναφέρονται στην ημερολογιακή χρέωση. Εξάλλου ρητά προβλέπεται στον όρο 7 της σύμβασης ότι η εφεσίβλητη Τράπεζα δικαιούται να διαχωρίζει το λογαριασμό σε περισσότερους ή να συνενώνει περισσότερους λογαριασμούς σε ένα σύμφωνα με τις λογιστικές της μεθόδους, αθροίζοντας ή συμψηφίζοντας τα υπόλοιπά τους. Αντίστοιχα όσον αφορά στον ………….. (πρώην …….) το από 27-6-2016 απόσπασμα εξαχθέν από τα ηλεκτρονικά τηρούμενα εμπορικά βιβλία της εφεσίβλητης Τράπεζας φέρει την υπογραφή των υπάλληλων της ……… και ……. και τη σχετική βεβαίωση γνησιότητας της εκτύπωσής τους από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της, γεγονός, που καθιστά το εν λόγω απόσπασμα πρωτότυπο έγγραφο. Συνημμένα στο ανωτέρω έγγραφο είναι και το από 27-6-2016 αντίγραφο ημερολογιακής χρέωσης του ίδιου λογαριασμού, που περιλαμβάνει τους τόκους των καθυστερούμενων τόκων και τους τόκους καθυστερούμενού κεφαλαίου, αντίγραφο της κίνησης του ίδιου λογαριασμού από 1-1-2016 έως 27-6-2016, καθώς και αντίγραφα μηνιαίων κινήσεων του προγενέστερου του παραπάνω λογαριασμού ………, του οποίου ο πρώτος αποτελεί τη συνέχεια, από 1-1-2008 έως 31- 12-2015 χωρίς και πάλι να απαγορεύεται τούτο. Σημειωτέον δε ότι το πρώτο φύλλο του ενιαίου σώματος εγγράφου, που καταλήγει σε χρεωστικό υπόλοιπο 556.519,77 €, συμπεριλαμβάνει τις επιμέρους χρεώσεις του προγενέστερου τηρηθέντος λογαριασμού, αλλά και τα χρηματικά εκείνα ποσά, που αναφέρονται στην ημερολογιακή χρέωση. Άλλωστε, προβλέπεται στον όρο 7 της σύμβασης ότι η εφεσίβλητη Τράπεζα δικαιούται να διαχωρίζει το λογαριασμό σε περισσότερους ή να συνενώνει περισσότερους λογαριασμούς σε ένα σύμφωνα με τις λογιστικές της μεθόδους αθροίζοντας ή συμψηφίζοντας τα υπόλοιπά τους. Τέλος, όλα τα επιπλέον αντίγραφα κίνησης έτερων τηρηθέντων λογαριασμών για την καλύτερη λογιστική παρακολούθηση λοιπών εξόδων, εισφοράς Ν. 128 και τόκων φέρουν τις υπογραφές των υπαλλήλων της συγκεκριμένα σε όλα τίθεται η υπογραφή του ………. είτε μόνη είτε από κοινού με την άλλη Υπάλληλο ……… είτε με το …………, μαζί με σχετική επικύρωση γνησίου αντιγράφου από το επιδειχθέν πρωτότυπο από την πληρεξούσια Δικηγόρο ……… Αντίστοιχα απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι όσον αφορά στον υπ’ αριθμόν ………. (πρώην ………….) λογαριασμό δεν προσκομίστηκε αδιάκοπη των κινήσεων αυτού, αφού τούτες καταλήγουν στο διάστημα 1-12-2015 έως 31-12-2015 με αναφερόμενο υπόλοιπο 531.789,03 € ενώ στο επόμενο φύλλο η κίνηση του ίδιου λογαριασμού ξεκινά από 25- 5-2016 με έτερο αναγραφόμενο ποσό το ποσό των 491.126,25 € καθόσον από απλή επισκόπηση του προηγούμενου φύλλου κινήσεων (από 1-012-2015 έως 31-12-2015) προκύπτει ότι λογιστικοποιημένο ποσό είναι μόνο το ποσό των 491.126,25 €, ήτοι, το ίδιο ποσό, ενώ το υπόλοιπο αφορά μη λογιστικοποιημένους τόκους και έξοδα στους οποίους οφείλεται και η σχετική διαφοροποίηση. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν ……/2018 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ αντίγραφο του υπ’ αριθμόν ……../2018 Α’ απογράφου εκτελεστού της με αριθμό ……./2018 Διαταγής Πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες- εκκαλούντες με την παρά πόδας αυτού επιταγή προς πληρωμή, συνταχθεισών σχετικά των υπ’ αριθμούς …../17.09.2018, ……../17.09.2018 και ……/17.09.2018 εκθέσεων επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……… ., Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε το πρώτο κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής, δεχόμενο τη συνδρομή των διαδικαστικών εκείνων προϋποθέσεων για την έκδοση της υπ’ αριθμόν ……/2018 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δεν έσφαλλε, παρά τα περί αντιθέτου διατεινόμενα από τους εκκαλούντες, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον αποδείξεις, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίζονται, με το δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής τους, για την απόρριψη του οποίου παραπονούνται, ότι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν σε ολόκληρο ο καθένας τους στην καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη Τράπεζα το χρηματικό ποσό των 333.625,64 ευρώ εντόκως κατά τα επιτασσόμενα σε αυτή μέχρι την πλήρη εξόφληση, με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και την παρά πόδας επιταγή, μολονότι αυτή πάσχει από αοριστία, καθώς διαλαμβάνει γενική αναφορά του ότι αυτοί (οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες) οφείλουν στην καθ’ ης η ανακοπή- εφεσίβλητη Τράπεζα το χρηματικό ποσό των 333.625,64 ευρώ χωρίς όμως να προσδιορίζονται, ούτε να προκύπτει από το αντίγραφο του τηρούμενου λογαριασμού: (α) ποιό το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης και το επιτόκιο υπερημερίας κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης, με αποτέλεσμα αυτοί (οι ανακόπτοντες) να μην μπορούν να ελέγξουν τα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού και να τα αμφισβητήσουν και (β) η κίνηση του τηρουμένου λογαριασμού. Ότι με βάση τα προαναφερθέντα η απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, χωρίς οι ανακόπτοντες να μπορούν να προβούν στους απαραίτητους υπολογισμούς και να προσδιορίσουν το πραγματικό ύψος της οφειλής τους και τα κονδύλια τα οποία αμφισβητούν. Σχετικά με το λόγο αυτό, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 623 Κ.Πολ.Δ. κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο χρηματικό ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, ενώ κατά το άρθρο 624 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων τυγχάνει ορισμένο δηλαδή εκκαθαρισμένο και τούτο (=εκκαθαρισμένο) συντρέχει όταν αυτό δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 2210/2013 ΕΕΜΠΔ 2014.701, ΑΠ 653/2013, ΧΡΗΔΙΚ 2013.546). Και το δικόγραφο της αιτήσεως, όμως, θα πρέπει, κατ’ άρθρο 626 § 2 του ΚΠολΔ, να περιέχει το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή (ΑΠ 1409/2018, ΑΠ 1071/2017, ΕφΔωδ (Μον) 7/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), όχι όμως και το επιτόκιο που εφαρμόστηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα (ΕφΘεσ (Μον) 2256/218, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, η διαταγή πληρωμής, η οποία καταρτίζεται εγγράφως και αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό, χωρίς να είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, μεταξύ άλλων στοιχείων, να μνημο νεύει το ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί. Συνεπώς, επί διαταγής πληρωμής, με την οποία διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό, που αποτελεί το χρεωστικό υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού (ή λογαριασμών), ο οποίος τηρήθηκε στα πλαίσια σύμβασης παροχής πίστωσης από την αιτούσα δανείστρια Τράπεζα στον οφειλέτη (καθ’ ου η διαταγή πληρωμής) και έκλεισε οριστικά, αρκεί για την πληρότητά της, ως προς το παραπάνω στοιχείο, να αναφέρεται σ’ αυτήν το ποσό του οποίου διατάσσεται η πληρωμή, χωρίς να απαιτείται μνεία της κίνησης των πιστοχρεωστικών κονδυλίων του λογαριασμού, από την παραβολή των οποίων προέκυψε το επιδικαζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο ούτε το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΘεσ 1109/2015, Αρμ 2015.2085, ΕφΠειρ 234/2014, ΕφΑθ (Μον) 302/2018, που αφορά δάνειο τοκοχρεωλυτικό, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επιπλέον, από τη διάταξη του άρθρου 924 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του οφειλομένου ποσού, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ’ αρχήν, θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυριστεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης, ή την ανακρίβεια των κονδυλίων, ή τον εσφαλμένο υπολογισμό, ή το παράνομο των τόκων (ΕφΔυτΜακ (Μον) 73/2015, Αρμ 2016.98, ΕφΛαρ 255/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012.361). Εξάλλου, ούτε το ποσό του τόκου χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή, καθόσον το μεν κεφάλαιο είναι δεδομένο, τα δε νόμιμα επιτόκια είναι καθορισμένα με τους νόμους, τις πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου και τις αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και επομένως, το ποσό των τόκων που θα καταβληθεί μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό, με βάση το ποσοστό αυτού και το χρονικό διάστημα που θα έχει παρέλθει μέχρι την ημερομηνία εξοφλήσεως της επιταγής (ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΠατρ 445/2005 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό και για το κυμαινόμενο συμβατικό επιτόκιο, στην περίπτωση που αυτό καθορίζεται με βάση το ελάχιστο δανειστικό επιτόκιο της εκάστοτε τράπεζας για κεφάλαιο κινήσεως, το οποίο είναι γνωστό, καθώς καθορίζεται από αυτήν και δημοσιεύεται στον πολιτικό ή οικονομικό τύπο. Με το δεύτερο (2ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής τους, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, οι ανακόπτοντες επικαλέστηκαν ακυρότητα της διαταγής πληρωμής για το λόγο ότι δεν μνημονεύεται στην αίτηση επί της οποίας αυτή εκδόθηκε αλλά και στην ίδια, το ύψος του συμβατικού επιτοκίου, το οποίο δεν προσδιορίζεται από το νόμο αλλά μονομερώς κάθε φορά από την Τράπεζα, με δημοσίευσή της στον πολιτικό και οικονομικό τύπο καθώς και του, καθοριζόμενου σε συνάρτηση προς αυτό, επιτοκίου υπερημερίας, γεγονός που καθιστά αδύνατο τον υπολογισμό του κονδυλίου των τόκων, που επιτάσσεται να καταβάλουν στην εφεσίβλητη Τράπεζα, και συνακόλουθα και το κονδύλιο των τόκων, που ανατοκίστηκαν και κεφαλαιοποιήθηκαν. Σύμφωνα, όμως, με όσα στην αμέσως προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας εκτίθενται, η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, εφόσον το ποσό του οποίου διατάσσεται η πληρωμή αποτελεί το χρεωστικό υπόλοιπο του τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, εμφανίζει πληρότητα και η αναγραφή του ύψους του συμβατικού επιτοκίου, βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι και εκτοκιζόταν το εκάστοτε εναπομείναν κεφάλαιο, δεν ήταν αναγκαίο να καταχωρίζεται ούτε στην κίνηση του δανειακού λογαριασμού ούτε να προκύπτει ευθέως από το απόσπασμα, που προσκομίστηκε για την έκδοση διαταγής πληρωμής και στη συνέχεια και σ’ αυτήν την ίδια, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών μαθηματικών υπολογισμών, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι το ποσό του ελάχιστου δανειστικού επιτοκίου (prime rate), που αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό του συμβατικού επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας, όπως αυτό αναλύθηκε, κατά τα προεκτιθέμενα. Η μη παράθεση δε του ποσού των τόκων υπερημερίας δεν την καθιστά αόριστη, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, καθώς ο υπολογισμός τους είναι δυνατός βάσει του κεφαλαίου και του συμφωνηθέντος –ως κυμαινόμενου-επιτοκίου, με τη διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της καταγγελίας της συμβάσεως μέχρι την εξόφληση της επιταγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε το δεύτερο κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής, δεν έσφαλλε, παρά τα περί αντιθέτου διατεινόμενα από τους εκκαλούντες, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον αποδείξεις, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως.
Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες εκθέτουν με τον τρίτο (3ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής τους, για την απόρριψη του οποίου παραπονούνται, ότι στον όρο 2 της αρχικής σύμβασης με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής προβλέπεται ότι «Τον πιστούχο βαρύνουν α) τα έξοδα της σύμβασης αυτής και της εξόφλησής της, ο φόρος κύκλου εργασιών και τα κάθε είδους έξοδα, χαρτόσημο κτλ για την εξόφληση απαιτήσεων της τράπεζας από κεφάλαιο, τόκο, προμήθειες και έξοδα γενικώς η οποία αποδεικνύεται με οποιονδήποτε τρόπο (έστω και μόνο με εγγραφή στα βιβλία της τράπεζας), β) οι επιβαρύνσεις εξαιτίας καθυστερήσεως πληρωμής από τον πιστούχο, γ) οι δαπάνες, που προκύπτουν από τη λήψη συντηρητικών ή εξασφαλιστικών μέτρων γενικά κατά του πιστούχου ή τρίτου καθώς και οι δαπάνες για την άρση ή εξάλειψη των μέτρων αυτών, δ) τα ασφάλιστρα πυρός ή άλλου κινδύνου σε περίπτωση που η πίστωση αυτή εξασφαλίζεται με εμπράγματη ασφάλεια.», και ότι η καθ’ ης η ανακοπή τους χρέωσε με τα επιμέρους αναγραφόμενα ποσά συνολικού ύψους 10.872,62 € κατά το χρονικό διάστημα από 3-9-2008 έως 25-5-2016 στον …… (πρώην …. ….) λογαριασμό ως έξοδα ή έξοδα διαχείρισης, ότι επί των εξόδων και προμηθειών αυτών η καθ’ ης η ανακοπή προβαίνει και σε ανατοκισμό, ότι ο όρος της σύμβασης ότι όλα τα έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή βαρύνουν τον πιστούχο είναι καταχρηστικός, ότι η καθ’ ης η ανακοπή προέβη σε ανατοκισμό όλων των ανωτέρω εξόδων και προμηθειών. Σχετικά με το συγκεκριμένο λόγο, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β’ του Ν. 2741/1999 και πριν την αντικατάστασή του με το Ν.3587/2007 και έχει εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός γενικού όρου συναλλαγών (ΓΟΣ) κρίνεται σύμφωνα με το νόμο, που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση αυτού, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί, δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Ο περιέχων τη διάταξη αυτή Νόμος 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 “σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές”. Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω οδηγίας ορίζεται, ότι “ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση”. Η ανωτέρω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο “υπέρμετρη διατάραξη” της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας, η οποία ομιλεί για “σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών”. Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου “υπέρμετρη διατάραξη” θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) και συνεπώς σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου, επιβάλλει, ο όρος “υπέρμετρη διατάραξη” να εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει “ουσιώδη ή σημαντική” διατάραξη. Η ανάγκη αυτή εναρμονισμένης δηλαδή προς την οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο “διατάραξη” και μετά την απάλειψη του όρου “υπέρμετρη”, στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β’ του Ν. 2741/1999. Με βάση δε την άνω ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, η οποία ως προς τον έλεγχο των όρων των συναλλαγών (ΓΟΣ) αποτελεί εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ με τα αναφερόμενα εκεί κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι σημαντική ή ουσιώδης. Επιπλέον, η τράπεζα υπάγεται στην έννοια του προμηθευτή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περίπτωση β` του Ν. 2251/1994, που ορίζει ότι “ο προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες στον καταναλωτή”, οι δε παρεχόμενες από τις τράπεζες υπηρεσίες σαφώς απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν προσφέρονται ούτε σχεδιάζονται για ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά κανόνα μαζικό χαρακτήρα και έντονο το στοιχείο της τυποποίησης. Ενόψει των ανωτέρω, ο Ν. 2251/1994 εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις τραπεζικών συναλλαγών (ΟλΑΠ 15/2007, ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1137/2019, ΑΠ 1463/2017). Τέλος, εφόσον η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, προϋπόθεση του παραδεκτού της είναι να προβάλλονται σαφώς όλα τα περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από το διάδικο, κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα (ΑΠ 1689/2013).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής και συνακόλουθα του λόγου ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο, που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της ανακοπής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (Α.Π. 830/2021 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).
Στην προκείμενη περίπτωση, δεν εκτίθεται παντάπασιν ο τρόπος, με τον οποίο επενέργησε ο επικαλούμενος, ως καταχρηστικός όρος στην επιδικασθείσα με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση, διαταράσσοντας τη σχέση παροχής- αντιπαροχής, δεδομένου ότι δεν επιχειρείται οποιαδήποτε αναφορά στο είδος των εξόδων αυτών, ήτοι, εάν πρόκειται για έξοδα και λειτουργικά κόστη, τα οποία έχουν ήδη συνυπολογιστεί κατά τη σύναψη της αρχικής μεταξύ τους σύμβασης, αντισταθμίζοντας η Τράπεζα τα προαναφερόμενα λειτουργικά κόστη με το προσφερόμενο στον καταναλωτή επιτόκιο καταθέσεων, ή εάν πρόκειται για έξοδα, που αφορούν πρόσθετες τραπεζικές εργασίες πέραν της λειτουργίας της αρχικής σύμβασης, όπως ενδεικτικά μελέτη πρότασης για αύξηση πιστωτικού ορίου, δαπάνες σχετικά με την εγγραφή ή άρση εμπράγματης ασφάλειας, παροχή εγγυήσεων σε τρίτους υπέρ της πρώτης (1ης) εκκαλούσας- ανακόπτουσας Εταιρείας, έτσι ώστε η μετακύλιση αυτών σε βάρος της πιστούχου Εταιρείας και συνακόλουθα των εγγυητών να ενέχει καταχρηστικό χαρακτήρα, καθώς διαταράσσει ουσιωδώς ή σημαντικά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας.
Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με τον τέταρτο (4ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής τους, για την απόρριψη του οποίου παραπονούνται, με τον ταυτάριθμό λόγο της υπό κρίση εφέσεως τους, εκθέτουν ότι με όρο της ένδικης αρχικής σύμβασης, που αποτελεί γενικό όρο των συναλλαγών, συμφωνήθηκε ότι ο τόκος υπολογίζεται τοκαριθμικώς με βάση έτος 360 ημερών και ότι, ενόψει του όρου αυτού, η εφεσίβλητη Τράπεζα υπολόγισε τους τόκους επί του οφειλόμενου κεφαλαίου με βάση το έτος διάρκειας 360 και όχι 365 ημερών, όπως όφειλε, με συνέπεια την παράνομη αύξηση των τόκων κατά ποσοστό 1,3889% μηνιαίως και, τελικώς, την επιβάρυνσή τους με επιπλέον ποσό τόκων ύψους 10.872,62 ευρώ, πλην, όμως, ο υπολογισμός αυτός είναι αντίθετος στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 ν. 2251/1994, καθόσον ο ανωτέρω όρος προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, αφού ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο.
Σχετικά με το λόγο αυτό πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 “σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/EΟK για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη”, το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Ο κανόνας αυτός ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα την ΚΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-178/13.2.2001 των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Δικαιοσύνης και της Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 255 Β/9.3.2001) και την ΥΑ υπ’ αρ. Ζ1-798/25.6.2008 του Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1353 Β/11.7.2008), από τις οποίες η πρώτη δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ενώ η δεύτερη, στην παρ.1 περ. στ’ της οποίας ορίζεται ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012). Στη συνέχεια, εκδόθηκε ή Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 23-4-2008 “για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου”, με βάση την οποία εκδόθηκε η ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σκοπός της οποίας είναι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της, “η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/EOK του Συμβουλίου”. Όσον αφορά στο πεδίο εφαρμογής της, στο άρθρο 2 της ανωτέρω ΚΥΑ ορίζεται, ότι οι διατάξεις αυτής εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης, πλην όμως ρητά εξαιρούνται πολλές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και “οι συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75.000 ευρώ”, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 3, στο οποίο αναφέρονται οι ορισμοί, που ισχύουν για την εφαρμογή της εν λόγω ΚΥΑ, ως “καταναλωτής” θεωρείται “κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα απόφαση, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική,, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του”. Εξ άλλου με το άρθρο 24 αυτής, καταργήθηκε από την έναρξης ισχύος της η κοινή υπουργική απόφαση Φ1983/1991 (ΦΕΚ 172 Β’), όπως τροποποιήθηκε από τις κοινές υπουργικές αποφάσεις Φ15353/1994 (ΦΕΚ 947 Β’ ) και Ζ1178/2001 (ΦΕΚ 255 Β’). Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι και η ανωτέρω ΚΥΑ αφορά μόνο καταναλωτικά δάνεια, με την προϋπόθεση μάλιστα οι σχετικές δικαιοπραξίες να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής αυτής και όχι επαγγελματικά όπως είναι η σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 181 ΑΚ, δικαιοπραξία της οποίας ένα μέρος είναι άκυρο, παραμένει ισχυρή κατά το υπόλοιπο και μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί να συνάγεται ή να αποδεικνύεται ότι κατά τη βούληση των μερών η ακυρότητα καταλαμβάνει όλη τη δικαιοπραξία, δηλαδή καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας υπέρ της μερικής ακυρότητας. Η μερική ακυρότητα δεν αναφέρεται στο ουσιώδες περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, οπότε θα προκαλούσε ολική ακυρότητα, αλλά σε επί μέρους όρο, ρήτρα, παροχή της δικαιοπραξίας ή και σε μέρος αυτών. Η μερική ακυρότητα δεν σχετίζεται με την αιτία της ακυρότητας, αλλά αφορά την ενέργειά της με συνέπεια να μπορεί να επέλθει ολική ακυρότητα σε περιπτώσεις που ο λόγος της ακυρότητας αφορά ουσιώδες μέρος της δικαιοπραξίας. Αντικείμενο της μερικής ακυρότητας μπορεί να αποτελέσει μόνο η δικαιοπραξία που μπορεί να κατατμηθεί σε περισσότερα μέρη, χωρίς να μεταβάλλεται το είδος της, έτσι ώστε το έγκυρο μέρος να ισχύει ως αυτοτελής δικαιοπραξία μετά την αφαίρεση του άκυρου μέρους. Η ακυρότητα του μέρους συμπαρασύρει όλη τη δικαιοπραξία, εάν συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα την επιχειρούσαν χωρίς το άκυρο μέρος. Για το σκοπό αυτό αναζητείται ερμηνευτικά όχι η πραγματική αλλά η υποθετική ή εικαζόμενη θέληση που θα είχαν οι δικαιοπρακτούντες κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους με βάση και τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή το Δικαστήριο συμπληρώνει με νομικό πλάσμα τη θέληση των μερών. Η εξακρίβωση της θέλησης των μερών θα γίνει με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και με κριτήρια αντικειμενικά, όπως η φύση της δικαιοπραξίας και ο επιδιωκόμενος σκοπός και υποκειμενικά, όπως τα ελατήρια, οι συνήθειες και τα συμφέροντα των δικαιοπρακτούντων. Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης προϋποθέτει ότι τα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα του μέρους, διαφορετικά δεν θα είχαν περιλάβει το άκυρο μέρος, διότι αν το περιέλαβαν εν γνώσει της ακυρότητας δεν εφαρμόζεται η διάταξη. Όποιος συνεπώς επικαλείται ολική ακυρότητα της δικαιοπραξίας πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι τα μέρη δεν θα κατάρτιζαν την όλη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος. Προς τούτο πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα περιστατικά από τα οποία θα συναγάγει το δικαστήριο ότι οι δικαιοπρακτούντες -συμβαλλόμενοι είχαν αποδώσει τέτοια σημασία στο άκυρο μέρος (σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν με μνεία μεταξύ άλλων και της επιδιωκόμενης οικονομικής αξίας), ώστε αν κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας γνώριζαν την ακυρότητά του, δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία (AΠ 168/2021). Από το συνδυασμό των ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων (άρθρο 2 παρ.6 και 8 ν.2251/1994, 181, 200 ΑΚ) συνάγεται ότι η ακυρότητα ενός Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν επιδρά επί του κύρους όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με το νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (άρθρο 181 ΑΚ), δηλαδή συνάγεται ότι τα μέρη δεν θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σ’ αυτή ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Ως προς το ζήτημα της πλήρωσης του κενού, που δημιουργείται από την ακυρότητα ενός Γ.Ο.Σ., γίνεται δεκτό ότι το σχετικό κενό καλύπτεται καταρχήν με την εφαρμογή του αντίστοιχου κανόνα ενδοτικού δικαίου, εφόσον προβλέπεται σχετική ρύθμιση, διαφορετικά από τη συμπληρωματική ερμηνεία της σύμβασης κατά το άρθρο 200 του ΑΚ (ΑΠ 1060/2019, ΑΠ 105/2019). Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585 παρ. 2, 632 και 633 ΚΠολΔ, λόγο ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί και η επίκληση ουσιαστικής ενστάσεως (διακωλυτικής ή αποσβεστικής εν όλω ή εν μέρει), εξαιτίας της οποίας, όταν εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είτε είχε καταλυθεί η οφειλή την οποίαν αυτή αφορά είτε ήταν άκυρη η δικαιοπραξία από την οποία πήγαζε. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά κατά τα προεκτεθέντα φέρει χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 2210/2013), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άνω άρθρου (633 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ενστάσεως) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας, αφού κανένας λόγος, νομικός ή άλλος, δεν επιβάλλει την καθολική ακύρωσή της (ΑΠ 1138/2020, ΑΠ 387/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 1060/2019).
Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, ο συγκεκριμένος λόγος της ένδικης ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος, ως μη νόμιμος, καθώς η εν λόγω Κ.Υ.Α. αφορά μόνο καταναλωτικά δάνεια, και δεν εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο οι επίδικες πιστώσεις με αλληλόχρεο λογαριασμό, δεδομένου ότι πρόκειται για επαγγελματικά δάνεια, συνεχόμενα με την άσκηση της εταιρικής δραστηριότητας της πρώτης (1ης) εκκαλούσας Εταιρείας, υπέρ της οποίας εγγυήθηκαν οι υπόλοιποι εκκαλούντες. Κατ΄ ακολουθίαν των παραπάνω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη σε διαφορετικές παραδοχές και απέρριψε τον τέταρτο (4ο) κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής, έσφαλλε, πλην όμως λόγω της απόρριψης του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως από το παρόν Δικαστήριο ένεκα του νόμω αβάσιμου συντρέχει νόμιμη περίπτωση αντικατάστασης αιτιολογιών της απορριπτικής διάταξης της εκκαλούμενης χωρίς ωστόσο να επέρχεται εξαφάνιση αυτής
Αναφορικά με τον πέμπτο (5ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση εφέσεως τους, με τον οποίο οι ανακόπτοντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον αντίστοιχο λόγο της ένδικης ανακοπής τους, ότι δηλαδή η επιχειρούμενη διαδικαστική πράξη της εφεσίβλητης Τράπεζας, ήτοι, η υποβολή αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, αντίκειται στα χρηστά ήθη και στους κανόνες της καλής πίστης, διότι η Τράπεζα όφειλε πριν προβεί σε οιαδήποτε δικαστική ενέργεια να τηρήσει την διαδικασία εξωδικαστικού συμβιβασμού και όχι να σπεύσει να χαρακτηρίσει όλους τους ανακόπτοντες-εκκαλούντες πρωτοφειλέτιδα Εταιρεία και εγγυητές, ως μη συνεργάσιμους. Ο προκείμενος λόγος της ένδικης ανακοπής, κατά το σκέλος αυτού, που αφορά την ακυρότητα της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης πίστωσης, είναι μη νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη και συνεπώς απορριπτέος, διότι η μη τήρηση της διαδικασίας επίλυσης καθυστερήσεων (ΔΕΚ], την οποία προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας, που θέσπισε η Τράπεζα της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 § 2 του Ν 4224/2013, δεν καθιστά, άνευ ετέρου, άκυρη ως αντίθετη κατά το άρθρο 174 ΑΚ σε απαγορευτική διάταξη νόμου την εκ μέρους της καθ’ ης Τράπεζας καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, δεδομένου ότι αυτή συνιστά μόνο αθέτηση της υποχρέωσης, που υπέχει έναντι της εποπτεύουσας ΤτΕ, που ελέγχει την τήρηση του Κώδικα και επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τον Κώδικα. Περαιτέρω, ο παραπάνω λόγος της ένδικης ανακοπής, κατά το σκέλος του για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της εφεσίβλητης Τράπεζας να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση τυγχάνει απορριπτέος, ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι για την πληρότητα του σχετικού ισχυρισμού, πρέπει να εκτίθενται αναλυτικά και σαφώς στο δικόγραφο όλα τα περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος από την Τράπεζα, όπως αυτή εκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας. Όμως, ακόμη και εάν παρά ταύτα ήθελε κριθεί ως νόμιμος ο σχετικός λόγος της ένδικης ανακοπής, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικό περιστατικά: Η εφεσίβλητη Τράπεζα είχε εγκρίνει το από 4.12.2017 αίτημα του δεύτερου (2ου) εκκαλούντος για παροχή της συναίνεσής της σχετικά με τη μεταβίβαση ακινήτου συγκυριότητας των δεύτερου (2ου) και τρίτης (3ης) των εκκαλούντων κείμενου στο Ψυχικό, το οποίο συνοδευόταν και από αίτημα απαλλαγής της τελευταίας από την εγγυητική της ευθύνη από την επίδικη σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό (βλ. σχετ. τις από 04.12.2017 και από 05.02.2018 απαντητικές επιστολές), μολονότι αυτή αμφισβητούσε την εγγυητική της ευθύνη. Ωστόσο, στην από 30.06.2016 Γενική Συνέλευση των Μετόχων της πρώτης (1ης) εκκαλούσας Εταιρείας αποφασίστηκε η λύση και η θέση υπό εκκαθάριση αυτής, με εκκαθαριστές αρχικά τους δεύτερο (2ο) και τρίτη (3η) των εκκαλούντων (βλ. σχετ. δημοσίευση ΓΕΜΗ υπ’ αριθμόν ………/6.10.2016) και η απαλλαγή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου από κάθε ευθύνη για την εταιρική χρήση 01.01.2015 έως 31.12.2015 (βλ. σχετ. δημοσίευση ΓΕΜΗ υπ’ αριθμόν ………../6.10.2016), τα οποία δυνητικά συνιστούν ουσιώδεις και αυτοτελείς λόγους καταγγελίας κάθε δανειακής σύμβασης αλλά και ρητή εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του Κώδικα για το σύνολο των ενεχόμενων. Πέραν τούτων, στην προκείμενη υπόθεση τρίτοι δανειστές επέσπευσαν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, την 28.03.2018 η ανώνυμη Εταιρεία, με την επωνυμία <<……………>> επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση με διενέργεια δημόσιου αναγκαστικού πλειστηριασμού σε ακίνητα της πρώτης (1ης) εκκαλούσας- ανακόπτουσας Εταιρείας και τα κατασχεθέντα- εκπλειστηριασθέντα ακίνητα κατακυρώθηκαν στην επισπεύδουσα Τράπεζα και στη συνέχεια εμφιλοχώρησε αναγγελία των απαιτήσεων της εφεσίβλητης Τράπεζάς, με τρέχουσα κατάσταση την αναμονή σύνταξης πίνακα κατάταξης δανειστών, ισχυρισμός, ο οποίος δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά των ανακοπτόντων- εκκαλούντων, κατά τρόπο ειδικό και αιτιολογημένο, έτσι ώστε να συνάγεται ομολογία της βασιμότητας αυτού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Κ.Πολ.Δ. Επιπλέον, οι εκκαλούντες- ανακόπτοντες δεν αναγνώρισαν το ακριβές ύψος των οφειλών τους, όχι μόνο με αιτία την επίδικη σύμβαση ομολογιακού δανείου, αλλά και κάθε άλλη οφειλή τους προς την εφεσίβλητη Τράπεζα, κάτι, που αποκλείει την ουσιαστική ρύθμιση της οφειλής τους. Πέραν τούτων, αυτοί δεν προσκόμισαν εμπροθέσμως πλήρη και αληθή στοιχεία προς αξιολόγηση της οικονομικής και περιουσιακής τους κατάστασης από την πλευρά της εφεσίβλητης Τράπεζας. Έτσι, δεν ενημερώθηκε η τελευταία, μολονότι απέστειλε την 13 συστημένη τυποποιημένη επιστολή του Κώδικα στους πρώτη (1η) και δεύτερο (2ο) των εκκαλούντων, αντίστοιχα, ήδη από την 15.12.2015 με το σύνολο των ενημερωτικών φυλλαδίων της Τράπεζας για τον Κώδικα Δεοντολογίας και τη ΔΕΚ, τα υποδείγματα των εντύπων (ήτοι Ενημερωτικό φυλλάδιο φυσικών και νομικών προσώπων, Έντυπο στοιχείων συμμετέχοντος στη ΔΕΚ Νομικού Προσώπου και ΤΟΚ), που έπρεπε να συμπληρωθούν, καθώς και καταστάσεις με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και έγγραφα, που έπρεπε να προσκομισθούν από τους ανακόπτοντες- εκκαλούντες. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί η υπ’ αριθμόν …../15.12.2015 συστημένη επιστολή της εφεσίβλητης Τράπεζας αναφορικά με τις επιχειρηματικής φύσεως οφειλές τους. Η προθεσμία των δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών, που είχε τεθεί ρητά μέσω της εν λόγω επιστολής για την προσκόμιση των οικονομικών και νομικών στοιχείων με σαφήνεια, ειλικρίνεια και πληρότητα και ειδικότερα, για την προσκόμιση των εντύπων νομικών και φυσικών προσώπων, επιχειρηματικού σχεδίου ή σχεδίου αναδιάρθρωσης, μεταβολών νομικής κατάστασης της εταιρείας και της οικονομικής κατάστασης αυτής και των φυσικών προσώπων, παρήλθε άπρακτη για τους πρώτη (1η) και δεύτερο (2ο) των εκκαλούντων, ενώ η τρίτη (3η) εκκαλούσα- ανακόπτουσα είχε ήδη προβεί σε μεταβίβαση του ανήκοντος σε αυτήν ακινήτου στη ………. στη θυγατέρα της ………….., μετά τη συναίνεση της εφεσίβλητης Τράπεζας για την άρση της προσημείωσης υποθήκης σε αυτό. Ένεκα της μη προσκόμισης των αιτηθέντων οικονομικών στοιχείων, η εφεσίβλητη Τράπεζα την κατηγοριοποίησε στα συστήματά της, ως μη συνεργάσιμη δανειολήπτη, σύμφωνα με το κεφ. Ζ, παρ. 2 και 3, του Κώδικα Δεοντολογίας του ν. 4224/2013 χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωσή της εφεσίβλητης Τράπεζας για ειδική ενημέρωση της εταιρείας (ΦΕΚ Β’ 2289/27.08.2014), όπως ίσχυε, κατά την παρ. 2 («Μετά την κατηγοριοποίηση ενός δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου, το ίδρυμα οφείλει να τον ενημερώσει για το γεγονός αυτό εντός δέκα πέντε (15) ημερολογιακών ημερών γραπτώς και να γνωστοποιήσει, κατ’ ελάχιστον, τα εξής: (…]» και συνδυαστικά με την παρ. 3 «Το κεφάλαιο αυτό εφαρμόζεται σε περιπτώσεις δανειοληπτών, των οποίων ο αποχαρακτηρισμός ως συνεργάσιμων μπορεί να έχει συνέπεια τον εκπλειστηριασμό της μοναδικής κατοικίας του δανειολήπτη», το οποίο δεν συνέτρεχε για κανέναν από τους ενεχόμενους λόγω της επιχειρηματικής φύσεως οφειλών τους και του γεγονότος ότι η πρώτη (1η) ανακόπτουσα – εκκαλούσα είναι νομικό πρόσωπο, μολονότι δεν συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση αποστολής ειδικής επιστολής για τον χαρακτηρισμό της πρώτης (1ης) ανακόπτουσας- εκκαλούσας Εταιρείας, όπως προκύπτει από τη σελίδα 7 της από 05.12.2014 Εγκυκλίου της ΤτΕ, Τμήμα V «Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.)» (Κεφ. ΣΤ του Κώδικα Δεοντολογίας του ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Β’ 2289/27.08.2014)) κατά την οποία «Επικοινωνία μετά την πρώτη υποχρεωτική ειδοποίηση τον Σταδίου 1 (Στάδιο 1(β) της Δ.Ε.Κ..). Η δεύτερη αυτή επικοινωνία αφορά μόνο περιπτώσεις δανειοληπτών, των οποίων ο αποχαρακτηρισμός ως συνεργάσιμων μπορεί να έχει ως συνέπεια τον εκπλειστηριασμό της μοναδικής κατοικίας τους. Για το λόγο αυτό, εξ αντικειμένου, μπορεί να αφορά μόνο φυσικά πρόσωπα, οφειλέτες ή εγγυητές.» και τη σελίδα 9 της από Εγκυκλίου Τμήμα VIII. «Διαδικασία Εξέτασης Ενστάσεων» (Κεφ. ΣΤ, Στάδιο 5 του Κώδικα Δεοντολογίας του ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Β’ 2289/27.08.2014) στην οποία ορίζεται ότι «Η Διαδικασία Εξέτασης Ενστάσεων αποσκοπεί στον έλεγχο τήρησης των διαδικασιών του Κώδικα (πληρότητα στοιχείων, εμπρόθεσμη υποβολή, κ,λπ.). Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να αφορά αντιρρήσεις του δανειολήπτη για τις πολιτικές και τις μεθοδολογίες, που το ίδρυμα γνωστοποιεί ότι εφαρμόζει στο πλαίσιο του Κώδικα. Ένσταση μπορεί όμως να υποβάλλεται για τη μη τήρηση αυτών των διαδικασιών και μεθοδολογιών εκ μέρους του ιδρύματος, εφόσον τούτο έχει συνέπεια, τελικά το δανειολήπτη, ως μη συνεργάσιμου>>. Παρά τη μη ανταπόκριση των ενεχόμενων στην πρόσκληση της εφεσίβλητης Τράπεζας για προσκόμιση στοιχείων και την κατηγοριοποίηση της πρώτης (1ης) εκκαλούσας- ανακόπτουσας εταιρείας ως μη συνεργάσιμη, η εφεσίβλητη Τράπεζα γνωστοποίησε τις προθέσεις της και τα επόμενα βήματα στον εγγυητή και δεύτερο (2ο) ανακόπτοντα, αποστέλλοντάς σε αυτόν το υπ’ αριθμόν 1228/ 21.06.2016 τυποποιημένο έντυπο πρότασης λύσεων της Τραπέζης, όμως πέραν των γενικών προβλέψεων, που απευθύνονται σε κάθε κατηγορία δανειοληπτών, ήτοι, και αυτών, που έχουν ανταποκριθεί σε κάποιο βαθμό,. Σε αυτήν εμπεριεχόταν εξατομικευμένη απόφαση της εφεσίβλητης Τράπεζας για τις απαιτήσεις της, ήτοι τόσο της εν λόγω επίδικης απαίτησης από τη σύμβαση πιστώσεως, όσο και από το ομολογιακό δάνειο, προκειμένου να καταστεί σαφής ο τρόπος της μετέπειτα διαχείρισης της εν λόγω επίδικης απαίτησης υπό τίτλο «ΛΥΣΗ ΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ» και με τους ειδικούς όρους αυτής βάσει της ΠΠΕ 42/2014 και 47/2015, και με το ακόλουθο περιεχόμενο «Δεδομένου ότι η πρωτοφειλέτης επιχείρηση ……………, κρίθηκε ως μη συνεργάσιμη, οι ως άνω συμβάσεις (πιστώσεως και ομολογιακό δάνειο) θα καταγγελθούν με κοινοποίηση του καταλοίπου σε όλους τους ενεχόμενους. Επιπλέον, όσον αφορά στην οφειλή εκ προσωπικής εγγυήσεως του κ. …………………, προτείνεται η λύση οριστικής διευθετήσεως με εκκίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας για την ικανοποίηση της απαιτήσεως της Τραπέζης, καθώς και δικαστικές νομικές ενέργειες έναντι περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των απαιτήσεων της Τραπέζης. Από τα οικονομικά και λοιπά στοιχεία, που είχε στη διάθεση της η εφεσίβλητη Τράπεζα για την εταιρεία, αφού ισχυρίζεται ότι προσήλθε να προσκομίσει κάποια στοιχεία δικά του μόνον και μάλιστα ελλιπέστατα και ανεπαρκή, το πρώτον στις 27.07.2016] δεν προκύπτει η δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών». Σημειωτέον δε ότι οι πρώτη (1η) και δεύτερος (2ος) ανακόπτοντες-εκκαλούντες δεν υπέβαλαν την προβλεπόμενη από τον Κώδικα Δεοντολογίας ένσταση σχετικά με την τηρηθείσα από την Τράπεζα διαδικασία και πρακτική. Κατόπιν τούτων, η εφεσίβλητη Τράπεζα μετά την επίδοση των εξωδίκων δηλώσεων καταγγελίας στους ανακόπτοντες-εκκαλούντες, προσκάλεσε τους ανακόπτοντες-εκκαλούντες να προσκομίσουν τα οικονομικά τους στοιχεία, αποστέλλοντας παράλληλα το ενημερωτικό φυλλάδιο της, που έχει διαμορφώσει στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας, το έντυπο της ΤΟΚ και κατάλογο με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, τα οποία όμως αυτοί δεν προσκόμισαν. Συνεπώς, δεν κρίνεται βάσιμος ο σχετικός λόγος της ένδικης ανακοπής για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της εφεσίβλητης Τράπεζας να προβεί σε υποβολή αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε το δεύτερο κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής, δεν έσφαλλε, παρά τα περί αντιθέτου διατεινόμενα από τους εκκαλούντες, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον αποδείξεις, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Τέλος, με τον έκτο (6ο) κατά σειρά λόγο της υπό κρίση εφέσεως η τρίτη (3η) των ανακοπτόντων και αντίστοιχα εκκαλούντων επικαλείται πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης ως προς την απόρριψη του αντίστοιχου λόγου της ένδικης ανακοπής της, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι δεν ευθύνεται ως εγγυήτρια από την ανωτέρω αιτία για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής λόγω ακυρότητας της σύμβασης εγγύησης, καθόσον εξαπατήθηκε από υπάλληλους της εφεσίβλητης Τράπεζας στην υπογραφή της σύμβασης εγγύησης αναφορικά με την πίστωση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό. Συγκεκριμένα ότι τη στιγμή, που η ίδια υπέγραφε έγγραφο περιορισμού της ευθύνης της μέχρι του ποσού των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000,00) Ευρώ (Ε) από ομολογιακό δάνειο, που έλαβε η πρώτη (1η) των ανακοπτόντων- εκκαλούντων από την εφεσίβλητη Τράπεζα στο οποίο ήταν πράγματι η ίδια εγγυήτρια και επεδίωκε με τη χορήγηση μεγαλύτερων εξασφαλίσεων από τον δεύτερο (2ο) των ανακοπτόντων-εκκαλούντων να απεμπλακεί κατά το δυνατό η ίδια από την εγγυητική της ευθύνη από το ομολογιακό δάνειο, υπάλληλος της εφεσίβλητης Τράπεζας της χορήγησε προς υπογραφή και την παραπάνω σύμβαση εγγύησης μέχρι του ποσού των 800. 000 €, που παραπλανητικά ταυτιζόταν με το ίδιο ποσό του ομολογιακού δανείου χωρίς να της διευκρινίσει τί αφορά.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 147 ΑΚ, «Όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία. Αν η δήλωση απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή τρίτος που απέκτησε αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη», ενώ κατά το άρθρο 149 του ίδιου Κώδικα, «Εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Έχει επίσης δικαίωμα να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο ανορθωθεί η ζημία». Με τις παραπάνω διατάξεις η απάτη αντιμετωπίζεται: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, στον οποίο παρέχεται το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά, η οποία γεννά σε βάρος του απατήσαντος υποχρέωση προς αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ). Ως απάτη κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ νοείται κάθε συμπεριφορά, η οποία τείνει να παραγάγει, να ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγνοούντα αυτά ήταν επιβεβλημένη από το καθήκον διαφώτισής του, με βάση την αρχή της καλής πίστης ή λόγω της υπάρχουσας ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση (Βλ. ΕΑ 2201/2019 ΤΝΠ NOMOS). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και εάν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (Βλ. AΠ 1046/2019, ΑΠ 209/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη δήλωση βούλησης, αποκτά σημασία μόνο εντός του πλαισίου της δικαιοπραξίας, καθόσον συνιστά αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, ενώ ως αδικοπρακτική συμπεριφορά ιδρύει υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί γενικοί όροι της αδικοπραξίας. Η απάτη των άρθρων 147 επ. ΑΚ διαφέρει της απάτης του άρθρου 386 ΠΚ, διότι η αστική διάταξη αναφέρεται σε απατηλή πρόκληση δήλωσης βούλησης, ενώ ο Ποινικός Κώδικας αναφέρεται σε διάθεση περιουσίας. Ο δόλος στην αστική απάτη αρκεί να τείνει στην παραγωγή συγκεκριμένης δήλωσης βούλησης και δεν ενδιαφέρει ο πορισμός παρανόμου περιουσιακού οφέλους, και ως εκ τούτου οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. Στοιχεία της απάτης κατά το άρθρο 147 ΑΚ είναι: α) η πλάνη, δηλαδή η εσφαλμένη παράσταση ή αντίληψη ορισμένων πραγματικών περιστατικών, είτε του παρελθόντος είτε του παρόντος είτε του μέλλοντος, β) πρόκληση της πλάνης αυτής από άλλο πρόσωπο εις βάρος του πλανώμενου, γ) η πλάνη και η παραπλάνηση να έγινε με πρόθεση, και δ) η πρόκληση «ελαττωματικής» βούλησης, συνεπεία της οποίας ο πλανηθείς προβαίνει σε δήλωση αυτής (Βλ. ΕΑ 2201/2019, ό.π.). Περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ συνάγεται ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία, είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας (Βλ. ΑΠ 316/2018 ΤΝΠ NOMOS).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι η τρίτη (3η) των ανακοπτόντων και ήδη εκκαλούντων τυγχάνει πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και μία έμπειρη επαγγελματίας, δραστηριοποιούμενη επί σειρά ετών [από το έτος 1978) στο χώρο των επιχειρήσεων. Περαιτέρω, εκτός από μέτοχος της πιστούχου εταιρείας, διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. – Αντιπρόεδρος αυτού, λαμβάνοντας μέρος στις συνεδριάσεις του συγκεκριμένου οργάνου και συμμετέχουσα στη λήψη των επιχειρηματικών αποφάσεων και τη διαμόρφωση της στρατηγικής της πιστούχου. Ως εκ τούτου, διαθέτει το απαιτούμενο αλλά και σχετικό μορφωτικό επίπεδο και εκπαιδευτικό υπόβαθρο, προκειμένου να κατανοεί το είδος του κάθε εγγράφου, στο οποίο θέτει την υπογραφή της, αντιλαμβανόμενη πλήρως το περιεχόμενο αυτού Περαιτέρω, η υπογραφή των από 28.06.2013 πρόσθετων πράξεων και συμβάσεων στην (α) από 12.01.2009 Σύμβαση Ομολογιακού Δανείου και (β) την υπ’ αρ. ……./13.04.1984 σύμβαση πίστωσης, καθώς και στις μεταγενέστερες αυτών πρόσθετες πράξεις ρυθμίσεως, που συνάφθηκαν μεταξύ των διαδίκων στην προκείμενη δίκη και αφορούσαν την τελευταία σύμβαση πιστώσεως [30.12.2013], έλαβε χώρα στο πλαίσιο της ευρύτερης συνεργασίας μεταξύ τους, σε μια προσπάθεια διευκόλυνσης της πιστούχου Εταιρείας και ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων οφειλών της από τις ως άνω συμβάσεις. Συγκεκριμένα, την 28.06.2013 υπεγράφη μεταξύ της εφεσίβλητης Τράπεζας και των εκκαλούντων αφενός τροποποίηση του από 12.01.2009 προγράμματος εκδόσεως κοινού ομολογιακού δανείου, αφετέρου η πρόσθετη πράξη μειώσεως του ορίου πιστώσεως της υπ’ αρ. ………./13.04.1984 συμβάσεως πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και η σύμβαση εγγυήσεως στην προαναφερθείσα σύμβαση πίστωσης. Στη Σύμβαση Ομολογιακού Δανείου η τρίτη (3η) των ανακοπτόντων-εκκαλούντων συμβαλλόταν εξαρχής ως εγγυήτρια. Κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής αλλά και από την ακολουθούμενη πρακτική σε τέτοιου είδους και ύψους δανειακές συμβάσεις, της υπογραφής οποιουδήποτε δανειστικού συμβολαίου προηγούνται εκτεταμένες διαπραγματεύσεις, συνομιλίες και εν γένει ανταλλαγή προτάσεων, κατά τις οποίες τα συμβαλλόμενα μέρη καθίστανται ενήμερα, δεδομένου ότι αποσκοπούν στην επίτευξη ενός οικονομικού αποτελέσματος. Άλλωστε, σε διάφορους χρόνους η ίδια συμβλήθηκε, προβαίνοντας σε θέση της υπογραφής της μετά την κατάρτιση της σύμβασης εγγύησης σε έναν ικανό αριθμό πρόσθετων πράξεων και συμφώνων στην υπ’ αριθμόν ……/13.04.1984 σύμβαση πίστωσης. Ειδικότερα, υπέγραψε, πέραν της από 28.06.2013 σύμβασης εγγυήσεως α) την από 28.6.2013 δήλωση περί εξοφλήσεως κάθε ποσού χορηγήσεως με βάση την ως άνω σύμβαση πιστώσεως εντός οκτώ (8) μηνών β) την από 28.6.2013 πρόσθετη πράξη επιλογής επιτοκίου στην ως άνω σύμβαση πιστώσεως, γ) την από 11.07.2013 δήλωση ότι έλαβε γνώση και συμφωνεί με την ιδίας ημερομηνίας επιστολή της Τράπεζας ως προς το επιτόκιο λογισμού των τόκων στους λογαριασμούς, που τηρούνται δυνάμει της ως άνω συμβάσεως πιστώσεως, δ) την από 30.12.2013 πρόσθετη πράξη στην ως άνω σύμβαση πιστώσεως σχετικά με την αποπληρωμή της οφειλής της εταιρείας, ε) την από 30.12.2013 πρόσθετη πράξη στην παραπάνω σύμβαση πιστώσεως ως προς την αποπληρωμή της οφειλής της εταιρείας, ενώ με τις από 30.12.2013 πρόσθετες πράξεις ρύθμισης, συνυπέγραψε την αναγνώριση του τότε οφειλόμενου ποσού, παριστάμενη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών και παρέχουσα την προς τούτο αναγκαία συναίνεσή της στην εγγραφή δύο (2) ως προς τον αριθμό προσημειώσεων υποθήκης στα βιβλία Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Παπάγου σε του ακίνητό της στο ………. Αττικής με δύο αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών (6908Σ/2013 και 6895Σ/2013, η πρώτη υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της από την παραπάνω σύμβαση πιστώσεως και η δεύτερη υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας, με την ιδιότητά της ως εκπροσώπου των ομολογιούχων δανειστών του ομολογιακού δανείου προς εξασφάλιση των απαιτήσεών τους. Επομένως, μόνη η επικαλούμενη εκ μέρους της σφαλερή εκτίμηση ότι πρόκειται για έγγραφο αναγκαίο, που εντάσσεται στο πλαίσιο υλοποίησης της συμφωνίας περιορισμού της εγγυητικής της ευθύνης από το ομολογιακό δάνειο δεν καθιστά ακυρώσιμη τη σχετική σύμβαση. Περαιτέρω, για την ύπαρξη απάτης από την πλευρά των προστηθέντων οργάνων της εφεσίβλητης Τράπεζας σε βάρος της τρίτης (3ης) των ανακοπτόντων, θα έπρεπε, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην νομική σκέψη, να συντρέχει στο πρόσωπο της τελευταίας το στοιχείο της πλάνης, το οποίο, ωστόσο, δεν προέκυψε. Κατ’ ακολουθία των παραπάνω, συνάγεται η ρητή βούληση των συμβαλλομένων μερών να συμβληθεί η τρίτη (3η) εκκαλούσα εγγράφως, με την ιδιότητα της εγγυήτριας, αποδεχόμενη τους όρους της παρούσας σύμβασης και εγγυώμενη προς την Τράπεζα την προσήκουσα τήρηση όλων των υποχρεώσεων της πιστούχου Εταιρείας και την πλήρη εξόφληση του καταλοίπου της πίστωσης, πλέον τόκων, επιβαρύνσεων, εξόδων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και απέρριψε τον τελευταίο κατά σειρά λόγο της ένδικης ανακοπής, δεν έσφαλλε, παρά τα περί αντιθέτου διατεινόμενα από την τρίτη (3η) εκκαλούσα, καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον αποδείξεις, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, πρέπει η έφεση να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας Εταιρείας υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας των τελευταίων (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 63 επ. Ν 4194/2013 «Κώδικα Δικηγόρων»), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της, ως ουσιαστικά βάσιμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, και να καθορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την ερήμην δικασθείσα εφεσίβλητη Τράπεζα (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, πρέπει, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου εκατό (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της έφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ερήμην της εφεσίβλητης Τράπεζας και αντιμωλία των διαδίκων.
-ΟΡΙΖΕΙ παράβολο διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας.
-ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 16-10-2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …./ (Ε.Α.Κ.Δ.) …./17-12-2021 έφεση: (1) της υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» (2) ……………, και (3) ………. και την από 17-06-2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.)……./ (Ε.Α.Κ.Δ.)……/29-06-2022πρόσθετη παρέμβασή της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «…………….»
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
–ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.
-ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της προσθέτως παρεμβαίνουσας Εταιρείας υπέρ της εφεσίβλητης Τράπεζας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400,00) ευρώ.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό ευρώ (100,00) Ευρώ (Ε), που καταβλήθηκε από την πλευρά του εκκαλούντος κατά την άσκηση της έφεσης με υπ’ αριθμόν κωδικού παραβόλου ………………./2021
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά , την 16η Μαρτίου 2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ