Αριθμός Απόφασης 185 /2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
Β΄ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ιωάννα Ξυλιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα T.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη (ΑΜ: …….. ΔΣΠειρ) και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κυριάκο Ουλκέρογλου (ΑΜ: …………. ΔΣΑ) και κατέθεσε προτάσεις.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 06-04-2021 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ………/13-04-2021 ανακοπή του κατά του εφεσίβλητου, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της υπ’ αριθ. ……./2020 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και κάθε περαιτέρω πράξης εκτέλεσης. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 132/2022 απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή ως προς το πρώτο αίτημά της. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, με την από 23-02-2022 έφεσή του, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 24-02-2022 με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ……/2022, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 24-02-2022, με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ………/2022 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, και γράφηκε στο οικείο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 23-02-2022 έφεση, το πρωτότυπο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 24-02-2022 με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ……./2022, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 24-02-2022, με ΓΑΚ ……και ΕΑΚ……/2022, κατά της με αριθμό 132/12-01-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 06-04-2021 υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ………./13-04-2021 ανακοπής του εκκαλούντος κατά του εφεσίβλητου, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της υπ’ αριθ. ………../2020 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και κάθε περαιτέρω πράξης εκτέλεσης, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β, 516§1, 517, 518§1 και 520§1 ΚΠολΔ, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 31-01-2022 (βλ. προσκομιζόμενη επιμελεία του εφεσιβλήτου υπ’ αριθ. …./31-01-2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……..), το δε πρωτότυπο της κρινόμενης έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 24-02-2022. Εξάλλου έχει κατατεθεί για το παραδεκτό της στο δημόσιο ταμείο το με κωδικό ………. e-παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ κατ’ άρθρο 495§3 Α περ. β΄ ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2021 ανακοπή του, που ασκήθηκε νομοτύπως εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 632§1 ΚΠολΔ, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ζητεί, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ……/2020 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ’ ου η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητο το ποσό των 166.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας, για ικανοποίηση απαίτησής του που απορρέει από το από 27-03-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, καθώς και κάθε άλλης πράξης εκτέλεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την ανακοπή ως προς το αίτημα ακύρωσης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, λόγω αοριστίας, δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή και ακύρωσε τη Διαταγή Πληρωμής κατά το ποσό των 49.268,64 ευρώ και επικύρωσε αυτήν ως προς το υπόλοιπο επιδικασθέν ύψους 116.731,36. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους στο δικόγραφο αυτής λόγους, που αφορούν στο κεφάλαιο της ανακοπής κατά της Διαταγής Πληρωμής, ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την μεταρρύθμισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του και να καταδικασθεί ο καθ’ ου η ανακοπή – εφεσίβλητος στα δικαστικά του έξοδα, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, το δικαίωμα για ακύρωση αδικοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής (άρθρα 140 επ. ΑΚ) αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της δικαιοπραξίας (άρθρο 241§1 ΑΚ), στην περίπτωση, όμως, που η πλάνη, η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα αφότου πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής. Κατά δε το άρθρο 280 ΑΚ, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσμία που τάσσει ο νόμος, η δε παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη. Έτσι το δικαστήριο, εφόσον από αποδεικτικό υλικό προκύπτει η πάροδος της τασσόμενης από το νόμο προθεσμίας, χωρίς αίτηση ή ένσταση του εναγόμενου, απορρίπτει την αγωγή, που στηρίζεται στο δικαίωμα που έχει αποσβεσθεί. Άλλωστε, η τήρηση της αποσβεστικής προθεσμίας αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής και, συνεπώς, από αυτήν πρέπει προκύπτουν οι ημεροχρονολογίες (ΕΑ 3061/2021, 9153/2006 ΕλλΔικ 2007.878). Η παύση της απειλής σε μεταγενέστερο χρόνο συνιστά αντένσταση εκείνου που επιδιώκει την ακύρωση της δικαιοπραξίας κατά της περί αποσβέσεως του προς ακύρωση δικαιώματος λόγω παρόδου του σχετικού χρόνου ενστάσεως εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η περί ακυρώσεως αγωγή – που επίσης ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 280 ΑΚ (ΑΠ 654/2011, 622/1994 ΕλλΔικ 1995.831, 861, ΕΕΜΠΔ 1996.130,363, ΕΝΑΥΤΔ 1995.14, ΝΟΒ 1996.814, ΕφΘεσ 1225/2008 Sakkoulas on line, ΕφΘεσ 1342/2001 Αρμ 2002.1458, ΕφΔωδ 78/2018 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 150, 151 και 152 ΑΚ, όποιος εξαναγκάστηκε σε δήλωση βουλήσεως με απειλή, που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη από τον άλλο ή από τρίτο, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. ΑΚ), εφόσον η απειλή περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση, κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 1040/2018, 715/2011). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει επίσης ότι η απειλή αντιμετωπίζεται στο δίκαιο υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απειληθέντος, εξαιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δηλώσεώς του και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απειλήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημιώσεως, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Κατά την έννοια, επίσης, των προεκτεθεισών διατάξεων των άρθρων 150 και 151 ΑΚ, απειλή είναι η εξαγγελία κάποιου κακού για τον απειλούμενο, με την οποία ο τελευταίος περιάγεται σε κατάσταση ψυχολογικής πιέσεως και συνεπεία της οποίας αυτός φρονεί ότι πρέπει να προβεί στην υπό του απειλούντος επιδιωκόμενη δήλωση βουλήσεως, προκειμένου να αποφύγει την επέλευση του κακού. Για την ακύρωση, με δικαστική απόφαση, της δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε υπό το κράτος απειλής, η οποία, μετά την ακύρωση κατά τον τρόπο αυτό, εξομοιώνεται με την εξ αρχής άκυρη, απαιτείται: α) απειλή επικειμένου κακού για τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή και την περιουσία του απειλουμένου ή των προσώπων, που συνδέονται στενότατα με αυτόν, β) το απειλούμενο κακό να απόκειται στην εξουσία του απειλούντος και να εξαρτάται από αυτόν (ΑΠ 597/2009, ΑΠ 1272/2004), γ) ο κίνδυνος επελεύσεως του κακού να είναι άμεσος και σπουδαίος, δηλαδή επικείμενος και πραγματικός και να είναι ικανός και προκαλέσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο για το ότι εκτίθεται σε κίνδυνο ένα από τα παραπάνω αναφερόμενα αγαθά, δ) η απειλή να έγινε προς το σκοπό να οδηγηθεί ο απειλούμενος, μέσω της ψυχολογικής πιέσεως που του ασκείται, σε δήλωση βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου (ΑΠ 1912/2008). Επιπλέον, η απειλή πρέπει να είναι παράνομη, δηλαδή το εξαγγελλόμενο κακό πρέπει να αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Επομένως, δεν μπορεί να συνίσταται στην άσκηση νομίμου δικαιώματος. Εναλλακτικά, όμως, μπορεί να πρόκειται για ανήθικη απειλή, όταν το εξαγγελλόμενο κακό αντίκειται στα χρηστά ήθη ή δεν τελεί σε συνάφεια η απειλή με την επιδιωκόμενη δήλωση βουλήσεως, παρότι αποτελεί άσκηση νομίμου δικαιώματος ή όταν το απειλούμενο κακό δεν αποτελεί το κατάλληλο μέσο για το σκοπό που επιδιώκεται και ο επιδιωκόμενος ή ο απειλούμενος σκοπός είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη (ΑΠ 1040/2018, 1272/2004). Η κρίση για την αντίθεση της απειλούμενης πράξεως στα χρηστά ήθη θα πρέπει να αναζητείται στις κρατούσες για την ηθική αντιλήψεις της δεδομένης εποχής, του δεδομένου τόπου και στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1040/2018, ΑΠ 214/1972). Η ως άνω, εκ του άρθρου 150 ΑΚ, ακυρωσία της δηλώσεως βουλήσεως, συνεπεία απειλής, δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στην, κατ’ άρθρο 178 του ΑΚ, ακυρότητα, όταν, εκτός του ανεπίτρεπτου κατ’ αυτήν επηρεασμού της βουλήσεως, δεν συντρέχουν και άλλα περιστατικά, επηρεάζοντα τον γενικό χαρακτήρα της αδικοπραξίας (ΑΠ 82/2021, 1517/2014, ΑΠ 1272/2004).
ΙΙ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 178 του ΑΚ, «δικαιοπραξία αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη είναι άκυρη». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτομένου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που εκκίνησε τους συμβαλλομένους να τη συνάψουν ή από το σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων και των συνθηκών, που τη συνοδεύουν (Ολ ΑΠ 398/1975, ΑΠ 1517/2014, 834/2011). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 179 του ιδίου Κώδικα, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 178 «άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή». Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών (178 και 179 ΑΚ) και εκείνων των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και, συνεπώς, άκυρη, λόγω αντιθέσεώς της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά (ΑΠ 492/2004). Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση, επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς, κατά τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ’ αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου του (Ολ ΑΠ 714/1973, ΑΠ 82/2021, 834/2011, 2095/2009). Δεν αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας λόγω αντιθέσεως της προς τα χρηστά ήθη κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 του ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σ’ αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (ΑΠ 890/2011, ΕφΔωδ 116/2012, ΕφΘρ77/2012, ΕΑ 1275/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Όπως προκύπτει εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 806 του ΑΚ ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου είναι: α) χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, β) μεταβίβαση της κυριότητας αυτών από το δανειστή στον οφειλέτη, γ) συμφωνία των μερών περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας, δ) η μεταβίβαση κυριότητας των αντικαταστατών πραγμάτων να γίνεται με τον αποκλειστικό σκοπό της χρησιμοποιήσεως των από τον δανειζόμενο και δη της αναλώσεως των από τούτον. Δηλαδή, αναγκαίο στοιχείο του δανείου είναι, εκτός του να υπάρχει καταρτισμένη σύμβαση κατά τους όρους των άρθρων 185-195 ΑΚ, η παράδοση και μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 294 του ΑΚ κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το υπερβάλλον. Οι υπέρμετροι τόκοι που καταβλήθηκαν, έστω και σε πλήρη γνώση, εφόσον μεν υπάρχει κεφάλαιο συμψηφίζονται με αυτό (άρθρο 6 ΓΩΛΖ σε συνδυασμό με το άρθρο 22 §2 ΕισΝΑΚ), εφόσον δε εξοφλήθηκε το κεφάλαιο αναζητούνται ως καταβληθέντες από παράνομη αιτία, γιατί η διάταξη για το ανώτατο θεμιτό όριο του τόκου είναι δημόσιας τάξης και κάθε αντίθετη συμφωνία που αντίκειται σ’ αυτή είναι άκυρη και δεν δύναται να καλυφθεί ούτε με καταβολή του υπόχρεου (βλ. Γ.Μπαλή, ΕνοχΔ παρ. 20, Σπηλιόπουλο σε ΕρμΑΚ υπό άρθρο 294 αρ. 1,4 σ. 54, ΕφΠειρ 199/1997 ΕλλΔ/νη 38. 1676, ΕφΑθ 4757/1983 ΝοΒ 31.1610, ΕφΑθ 6117/1982 ΝοΒ 30.1489). Εξάλλου, η συνομολόγηση ή λήψη υπέρμετρων τόκων συνιστά τοκογλυφία, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση που συνομολογείται ή λαμβάνεται δυσανάλογος τόκος σε σχέση με την αντιπαροχή με εκμετάλλευση της ανάγκης, κουφότητας κ.λπ. εκείνου που δανείστηκε, αποτελεί αισχροκερδή σύμβαση. Στην πρώτη περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, η σύμβαση είναι άκυρη μόνο κατά το υπερβάλλον, ενώ στη δεύτερη περίπτωση επέρχεται ολοκληρωτική και απόλυτη ακυρότητα (άρθρα 181, 179 Α.Κ), αν συνάγεται ότι η σύμβαση αυτή δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος της (ΑΠ 714/1973 ΝοΒ 22. 198, ΕφΠειρ 199/1997 ο.π., ΕφΑθ 5726/1980 ΝοΒ 28.1579, ΕφΘεσ 2413/1991 ΕλλΔ/νη 33.1292).
IV. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β΄ του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνον ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (“σε περίπτωση αμφιβολίας”). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας κατ` άρθρο 361 ΑΚ. Έτσι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873-875 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους. Αυτή καταρτίζεται ατύπως και μπορεί να είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους, όταν τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν με αυτή νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας (άρθ. 352 § 2 ΚΠολΔ) είτε στη διακοπή της παραγραφής (άρθ. 260 ΑΚ) ή σε ανάλογα νομικά αποτελέσματα κατά τα άρθρα λ.χ. 156, 272 § 2 ΑΚ, ή μπορεί να αποσκοπεί γενικότερα στην αποσαφήνιση και διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση. Κατά κανόνα δε με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα προς την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 ΑΚ) και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία, νέα ενοχή, δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση, για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης (ΟλΑΠ 5/2016). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνωρίσεως υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση, και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνωρίσεως όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Στην πρώτη περίπτωση, αυτός που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του δεν μπορεί πλέον, κατά τα προαναφερόμενα, να προτείνει τις ενστάσεις που είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 51/2020, 1086/1017, 1424/2017, 1279/2012) και, για την πληρότητα της αγωγής, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζομένης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι’ αυτήν (ΑΠ 1424/2017, 1279/2012, 523/2001). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν στην περίπτωση αυτή ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία όμως πρέπει να είναι έγκυρη κατ’ άρθρο 437 ΑΚ (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 1259/2021, 533/2021, 51/2020, 598/2017).
Με τον πρώτο λόγο ανακοπής του ο εκκαλών ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι μεταξύ αυτού και του εφεσιβλήτου συνήφθη τον Δεκέμβριο 2008 σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος του παρέδωσε το ποσό των 166.000 ευρώ, επειδή αντιμετώπιζε οικονομική στενότητα και συγκεκριμένα για να ανταπεξέλθει στις δαπάνες αποπεράτωσης του 3ου και 4ου ορόφου της οικοδομής του που βρίσκεται στον Πειραιά. Ότι συμφώνησαν επιτόκιο 35% ετησίως και σταδιακή εξόφληση του δανείου, χωρίς να οριστεί ειδικότερη ημερομηνία, του παρέδωσε μάλιστα για την εξασφάλιση της απαίτησής του, τις με ημερομηνία έκδοσης 10-01-09, 20-12-09 και 30-09-11 επιταγές και την με ημερομηνία πληρωμής 28-02-2011 συναλλαγματική, συνολικού ποσού 166.000 ευρώ και από 29-05-09 σταδιακά του κατέβαλλε διάφορα ποσά προς εξόφληση του δανείου. Ότι στις 27-03-2013 και ενώ είχε ήδη αποδώσει στον εφεσίβλητο το ποσό των 181.950 ευρώ, ο τελευταίος εμφανίστηκε στο κατάστημα της Τράπεζας που εργαζόταν και υπό την απειλή ότι θα αποκαλύψει στους συναδέλφους του και στους νομίμους εκπροσώπους της εργοδότριάς του τις μεταξύ τους δοσοληψίες και την έκδοση των ανωτέρω ακάλυπτων επιταγών, ενέργεια που θα προκαλούσε έλεγχο από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της Τράπεζας και θα έθετε σε κίνδυνο τα έννομα αγαθά της τιμής και της εργασίας του, τον ανάγκασε να επισκεφθεί το ΚΕΠ της περιοχής και να υπογράψει το ένδικο από 27-03-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό αναγνώρισης χρέους, το οποίο δεν διάβασε, ούτε του χορήγησε αντίγραφο, με αποτέλεσμα να λάβει γνώση του περιεχομένου του όταν του επιδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, οπότε διαπίστωσε ότι αναφέρεται σ’ αυτό ότι αναγνωρίζει οφειλή του ύψους 166.000 ευρώ από μεταξύ τους δάνειο, καταβλητέα ως την 20-05-2013. Με τον λόγο αυτό ανακοπής, που ενέχει και αίτημα ακύρωσης του επιδίκου ιδιωτικού συμφωνητικού, ζήτησε την ακύρωση της εκδοθείσας σε βάρος του διαταγής πληρωμής, λόγω ακυρότητας του τίτλου επί τη βάση του οποίου αυτή εκδόθηκε, επειδή αυτός καταρτίστηκε υπό το κράτος απειλής σε βάρος του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής ως αβάσιμο, λόγω παρόδου της προβλεπόμενης στο άρθρο 157 ΑΚ διετούς αποσβεστικής προθεσμίας, αφού από τον χρόνο που εκδήλωσε ο εφεσίβλητος την απειλητική – εκβιαστική συμπεριφορά του, έως τον χρόνο άσκησης της ένδικης ανακοπής (27-07-2013 έως 14-04-2021) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, με αποτέλεσμα την απόσβεση του δικαιώματός του για ακύρωση της σύμβασης, δεν επικαλέστηκε δε περιστατικά διατήρησης της απειλής και μετά την 27-07-2013. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι έχει αποσβεστεί το δικαίωμά του, λόγω παρόδου της διετούς ως άνω προθεσμίας, ενώ αν ορθά εφάρμοζε τον νόμο και εκτιμούσε το αποδεικτικό υλικό θα έκρινε ότι η κατάσταση της απειλής διατηρήθηκε και μετά τον χρόνο αυτό και μέχρι την έκδοση σε βάρος του της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, αφού καθ’ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, υπό το καθεστώς απειλής, που διατηρήθηκε, ο ίδιος αναγκάστηκε να εξοφλεί οφειλές του εφεσιβλήτου προς τρίτους και να καταβάλει μετρητά στους λογαριασμούς του, περιστατικά που αποδεικνύονται από τις αναφερόμενες στην ανακοπή του καταβολές, αλλά και το ότι η ανωτέρω σύμβαση χαρτοσημάνθηκε από τον εφεσίβλητο την 03-11-2020, συνεπώς το δικαίωμά του δεν αποσβέστηκε μετά την πάροδο διετίας από την κατάρτιση της σύμβασης. Ο λόγος αυτός παραδεκτώς προβάλλεται κατ’ άρθρο 527 περ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 29 Ν 4842/2021, που σύμφωνα τα άρθρα 116§2α και 120 αυτού εφαρμόζονται από 01-01-2022, για τα ένδικα μέσα που θα κατατεθούν μετά την ημερομηνία αυτή, αφού το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως τόσο την πάροδο της αποκλειστικής προθεσμίας, όσο και τα περιστατικά μεταγενέστερης έναρξής της, λόγω διατήρησης του καθεστώτος της απειλής, επιτρεπτώς επομένως το αίτημα που συνοδεύει αυτά προβάλλεται σε μεταγενέστερα στάδια της δίκης και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (βλ. και Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, Β΄ έκδοση, 2022, σελ. 270, αρ. 57 και τις εκεί παραπομπές σε νομολογία), στην προκειμένη δε περίπτωση ο εκκαλών ήδη με το δικόγραφο της ανακοπής του (σελ. 6 αυτής δεύτερη παράγραφος), αλλά και με τις νομοτύπως υποβληθείσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις του (σελ. 6 αυτών υπό στοιχείο 6) ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος συνέχισε να τον απειλεί με τον ίδιο τρόπο, ακόμα και μετά την υπογραφή της ένδικης σύμβασης, με αποτέλεσμα, παρότι είχε ήδη ως τότε καταβάλει το συνολικό ποσό των 181.950 ευρώ, να του καταβάλει έκτοτε σταδιακά, ως την 22-12-2020, το επιπλέον ποσό των 147.018,42 ευρώ. Πλην όμως είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι τα στοιχειοθετούντα αυτόν ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθινά υποτιθέμενα, δεν δύνανται να θεμελιώσουν δικαίωμα του εκκαλούντος για ακύρωση της σύμβασης λόγω απειλής. Ειδικότερα, το απειλούμενο κακό, δηλαδή οι δυσμενείς επιπτώσεις σε βάρος του συνεπεία καταγγελίας από την πλευρά του εφεσιβλήτου, τόσο στους συναδέλφους του όσο και στα αρμόδια όργανα της εργοδότριάς του Τράπεζας, που θα επέφερε, από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου αυτής, τον έλεγχο των μεταξύ τους συναλλαγών, για έκδοση ακάλυπτων επιταγών, παράνομες μεταφορές χρημάτων, νομιμοποίηση εσόδων από παραοικονομικές δραστηριότητες και φοροδιαφυγή και επομένως η απώλεια της εργασίας του, δεν βρίσκονται στη σφαίρα επιρροής εκείνου (εφεσιβλήτου), ούτε εξαρτώνται αμέσως ή εμμέσως από τη βούλησή του, αλλά από την κρίση άλλων και δη των αρμοδίων οργάνων της εργοδότριάς του. Επιπλέον, οι επιπτώσεις αυτές, δηλαδή η επιβολή σε βάρος του πειθαρχικής ποινής, δεν αναφέρονται ως βέβαιες, ούτε άμεσες, δηλαδή επικείμενες, δοθέντος ότι αυτές εξαρτώνται από απόφαση των αρμοδίων οργάνων της Τράπεζας, η έκδοση της οποίας (απόφασης) οπωσδήποτε δεν θα ήταν άμεση, αντίθετα θα ελάμβανε χώρα μετά την παρέλευση ικανού χρόνου (βλ. και ΑΠ 82/2021 ΝΟΜΟΣ, 1272/2004 ΕλλΔικ 2007.793). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε ως (νομικά – κατ’ εκτίμηση της εκκαλουμένης) αβάσιμο τον σχετικό λόγο ανακοπής, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και αντικαθισταμένης της αιτιολογίας της με την παρούσα κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης ως αβάσιμος.
Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος, αποσπώντας του το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό οφειλής ύψους 166.000 ευρώ την 27-03-2013, πέτυχε την κατάρτιση σύμβασης αντίθετης στα χρηστά ήθη, διότι, έχοντας ο ίδιος ήδη εξοφλήσει ολοσχερώς την αρχική δανειακή οφειλή του, αναφέροντας κατά τρόπο καταβολής, ποσό και ημεροχρονολογία συγκεκριμένες καταβολές συνολικού ύψους 207.400 ευρώ, η επίδικη, κατά τον χρόνο σύναψής της, συνομολογήθηκε εξολοκλήρου προκειμένου να εισπραχθούν τοκογλυφικοί τόκοι και είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού, επιπλέον, ο εφεσίβλητος για την κατάρτισή της εκμεταλλεύθηκε την οικονομική του ανάγκη και επεδίωξε την είσπραξη δυσανάλογης σε σχέση με το ύψος του δανείου αντιπαροχής, ήτοι των τοκογλυφικών τόκων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απέρριψε τον λόγο αυτό ως νομικά αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι το επικαλούμενο από αυτόν στοιχείο της ανάγκης δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της διάταξης των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, αφού η ανάγκη αποπεράτωσης των εργασιών της οικοδομής του δεν είναι επιτακτική και ανεπίδεκτη αναβολής. Την ανωτέρω κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προσβάλλει ο εκκαλών με τον δεύτερο λόγο έφεσής του, παραπονούμενος για κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού απόρριψη του σχετικού λόγου ανακοπής, διότι επικαλέστηκε και απέδειξε τόσο την δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής, όσο και την ανάγκη του, η οποία έγκειτο στην ασθένεια της συζύγου του από το 2013. Πλην όμως ο λόγος αυτός ανακοπής είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος κατά τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, διότι, αφενός η οικονομική ανάγκη που ο ίδιος εξέθεσε στο δικόγραφο της ανακοπής του δεν ανταποκρίνεται στο πραγματικό των διατάξεων των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, αφού, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αυτή δεν ήταν άμεση και επιτακτική, αφετέρου διότι δεν συντρέχει εν προκειμένω, για την κατάρτιση της από 27-03-2013 σύμβασης αναγνώρισης χρέους, οποιασδήποτε μορφής εκμετάλλευση της ανάγκης του εκκαλούντος από την πλευρά του εφεσιβλήτου – έστω και αν αυτή συνδεόταν με την ασθένεια της συζύγου του, που εμφανίστηκε το έτος 2013, την οποία απαραδέκτως επικαλείται το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσής του, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ και αορίστως, αφού δεν εκθέτει ποια ειδικότερη ανάγκη συνεπεία αυτής τον οδήγησε στη σύνταξη του ανωτέρω συμφωνητικού – αφού κατά τον χρόνο εκείνο (27-03-2013) δεν συνομολογήθηκε, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, οποιαδήποτε παροχή προς τον εκκαλούντα, την οποία είχε επιτακτική και άμεση ανάγκη, το δε ποσό των 166.000 ευρώ, που έλαβε πράγματι ως δάνειο, για την ικανοποίηση (μη επιτακτικής μάλιστα) ανάγκης του, είχε ήδη χορηγηθεί, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, από τον Δεκέμβριο του έτους 2008. Εξάλλου μόνη η συνομολόγηση υπέρμετρων τόκων συνιστά τοκογλυφία και, χωρίς την συνδρομή της εκμετάλλευσης ανάγκης του οφειλέτη, που όπως προαναφέρθηκε δεν συντρέχει εν προκειμένω, δεν συνιστά αισχροκέρδεια, ο δε εκκαλών δεν επικαλέστηκε εν προκειμένω άλλους λόγους που καθιστούν την συνομολόγηση επέρμετρων τόκων αντίθετη στη διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ (βλ. και ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, τόμος Ι, άρθρο 178 σελ. 275, τόμος ΙΙ, άρθρο 294, σελ. 54, αρ. 5). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον σχετικό λόγο ανακοπής, με τον οποίο ο εκκαλών επικαλέστηκε ακυρότητα της ένδικης σύμβασης λόγω αντίθεσής της στα χρηστά ήθη κατ’ άρθρα 178 και 179 ΑΚ, ορθά εφάρμοσε τον νόμο, συμπληρουμένης της αιτιολογίας της εκκαλουμένης με την παρούσα κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου ως προς το παράπονο περί εσφαλμένης εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού ο σχετικός λόγος είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην ουσιαστική έρευνα του σχετικού λόγου ανακοπής.
Με τον τρίτο λόγο ανακοπής του ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι εξόφλησε ολοσχερώς την οφειλή του που απέρρεε από την ανωτέρω δανεική σύμβαση και αναγνωρίστηκε με το επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό, εκθέτοντας αναλυτικά κατά ημερομηνία, τρόπο κατάθεσης και ποσό τα ποσά που καταβλήθηκαν για την αιτία αυτή στον αντίδικό του, από 19-05-2009 έως 22-12-2020. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον λόγο αυτό εν μέρει, για τα φερόμενα ως εξοφληθέντα ποσά μετά την 16-11-2020, χρόνο έκδοσης της ανακοπτόμενης Διαταγής Πληρωμής, ύψους (450+70+500=) 1.020 ευρώ. Με την κρίση του αυτή ορθά τον νόμο εφάρμοσε, αφού από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 626§§1 εδ. α΄,2, 628§1 στ. α΄, 629 εδ. α΄, 632§1 εδ. α΄ και 633 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην ανοιγόμενη με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής δίκη δεν εκδικάζεται καθολικά η υπόθεση, αλλά στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων της ανακοπής, που προσδιορίζουν την έλλειψη είτε των διαδικαστικών (τυπικών) είτε των ουσιαστικών προϋποθέσεων που δικαιολογούν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ενώ ισχυρισμοί που ανάγονται σε επιγενόμενη από την έκδοση της διαταγής πληρωμής απόσβεση της απαίτησης, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγους της ανακοπής αυτής, ούτε να προταθούν με οποιοδήποτε τρόπο στη σχετική δίκη, αφού εξ ορισμού δεν υπήρχαν κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και αντικειμενικά ήταν αδύνατη η προβολή τους για το λόγο ότι τα περιστατικά που τις στηρίζουν συντελέστηκαν μετά την έκδοση αυτής. Άρα δεν είναι λογικώς δυνατόν να επιδρούν στο έγκυρο της έκδοσής της. Έτσι, τα επιγενόμενα της έκδοσης της διαταγής πληρωμής περιστατικά, όπως η απόσβεση της απαίτησης εν όλω ή εν μέρει, με καταβολή του χρηματικού ποσού αυτής, μπορούν να προταθούν μόνο μέσω της κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπής κατά της εκτέλεσης (ΑΠ 531/2022, 1094/2020, 1371/2018, 1344/2017), απορριπτομένου κατά το σκέλος του αυτό του τρίτου λόγου έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου. Κατά τα λοιπά δέχθηκε εν μέρει τον ανωτέρω λόγο και ακύρωσε την ανακοπτόμενη Διαταγή Πληρωμής κατά το μέρος του επιδικασθέντος με αυτήν κεφαλαίου ύψους 49.268,64 ευρώ, που έκρινε ότι καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα, απορριφθέντος κατά τα λοιπά του ισχυρισμού του ως ουσιαστικά αβάσιμου. Την κρίση αυτή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά το απορριπτικό της σκέλος, προσβάλλει ο εκκαλών, για κακή εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητώντας να γίνει δεκτός ο ανωτέρω ισχυρισμός του περί εξόφλησης στο σύνολό του.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα ………, που εξετάστηκε επιμελεία του εφεσιβλήτου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, των υπ’ αριθ. ………./21-10-21 ένορκης βεβαίωσης του ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πάρου ……., ……../21-10-21 ένορκης βεβαίωσης του …….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Π. Φαλήρου ……., που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εφεσιβλήτου (βλ. προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/18-10-21 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………), …. και …./19-10-22 ενόρκων βεβαιώσεων των …….. και ………. ενώπιον της συμβολαιογράφου Γαλαξιδίου ………. και ………/19-10-22 ένορκης βεβαίωσης του . ……. ενώπιον της συμβολαιογράφου Νικαίας ……., που προσκομίζει με επίκληση ο εκκαλών, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εφεσιβλήτου (βλ. προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/14-10-22 έκθεση επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή), ανεξάρτητα από το αν με την από 14-10-22 κλήση του ο εκκαλών κάλεσε τον εφεσίβλητο για να παραστεί κατά τη λήψη τους σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους και ειδικότερα τις δύο πρώτες τις ώρες 11.00 και 11.10 της 19-10-22 στην ανωτέρω συμβολαιογράφο Γαλαξιδίου, την τρίτη στις 12.00 της ίδιας μέρας στην ανωτέρω συμβολαιογράφο Νίκαιας και επιπλέον τέταρτη που δεν προσκομίζεται για την ίδια μέρα και ώρα 10.30 το πρωί στη συμβολαιογράφο Σίφνου ……….., αφού ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 110§2, 111§1, 112 , 115§1 και 118 αρ. 4 και 116 ΚΠολΔ, που καθιερώνει την αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, καθίσταται άκυρη η κλήση αυτή, κατά το άρθρο 159 ΚΠολΔ, αφού ο εφεσίβλητος μπορούσε, έχοντας ειδοποιηθεί τέσσερις πλήρεις ημέρες πιο πριν, να ορίσει πληρεξούσιους δικηγόρους για να παραστούν σχετικώς (βλ. και ΑΠ 771/2010 και 36/2006 Sakkoulas on line), εκ των οποίων παραδεκτώς το πρώτον προσκομίζονται με επίκληση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι τρεις τελευταίες και λαμβάνονται υπόψη κατ’ άρθρο 529§1 ΚΠολΔ, αφού ο εκκαλών δεν τις προσκόμισε στην πρωτόδικη δίκη, όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (529§2 ΚΠολΔ – ΑΠ 120/2022 ΝΟΜΟΣ), καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών, ο οποίος είναι τραπεζικός υπάλληλος στη ………., διατηρεί πολυετή γνωριμία με τον εφεσίβλητο – δημοτικό υπάλληλο του Δήμου ………. Τον Δεκέμβριο του έτους 2008, κατόπιν άτυπης μεταξύ τους σύμβασης δανείου, ο δεύτερος παρέδωσε στον πρώτο το ποσό των 166.000 ευρώ, το οποίο χρειαζόταν για τις ανάγκες αποπεράτωσης του τρίτου και τέταρτου ορόφου της οικογενειακής οικοδομής που βρίσκεται στην οδό ……….. στον Πειραιά. Το δάνειο συμφωνήθηκε έντοκο, χωρίς να οριστεί ο ακριβής χρόνος αποπληρωμής του και προς εξασφάλιση της απαίτησης του εφεσιβλήτου ο εκκαλών εξέδωσε και τού παρέδωσε τις ακόλουθες τρεις επιταγές, συνολικής αξίας 130.000 ευρώ, πληρωτέες από τον υπ’ αριθ. ……… λογαριασμό του που τηρούσε στην ανωτέρω Τράπεζα: α) την υπ’ αριθ. …………., ποσού 30.000 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 10-01-2009, β) την υπ’ αριθ. ……., ποσού 15.000 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 20-12-2009, γ) την υπ’ αριθ. …….., ποσού 85.000 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης 30-09-2011, καθώς και την από 28-02-2011 συναλλαγματική, λήξης την ίδια μέρα, για ποσό 36.000 ευρώ, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν, ούτε εισπράχθηκαν αυτοτελώς. Ακολούθως καταρτίστηκε μεταξύ τους το από 27-03-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου ο εκκαλών αναγνώρισε «ρητά και ανεπιφύλακτα ότι οφείλει στον αφενός συμβαλλόμενο ……….. το ποσό των 166.000 ευρώ από άτοκο δάνειο που καταβλήθηκε σταδιακά από τον αφενός συμβαλλόμενο, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει επιστραφεί στον τελευταίο λόγω οικονομικών δυσκολιών του αφετέρου συμβαλλόμενου…, με ρητή αναφορά στα ανωτέρω αξιόγραφα που εκδόθηκαν και παραδόθηκαν για την εξασφάλισή του και συμφώνησαν, προς διευκόλυνση του αφετέρου συμβαλλόμενου, ότι αυτός αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει το ανωτέρω ποσό προς τον αφενός συμβαλλόμενο, άτοκα, ως την 20-05-2013. Με αυτό συνήφθη σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, αφού γίνεται σαφής αναφορά στην προϋφιστάμενη μεταξύ τους σύμβαση δανείου, καθώς και στα αξιόγραφα που δόθηκαν προς εξασφάλιση της απαίτησης. Δημιούργησαν δε μεταξύ τους νέα ενοχή, απαλλαγμένη από ελαττώματα της πρώτης σύμβασης δανείου, από οποιεσδήποτε μεταξύ τους ενστάσεις, από υποχρέωση καταβολής τόκων, υπέρμετρων ή μη, όρισαν δε το πρώτον χρόνο εξόφλησης του ποσού των 166.000 ευρώ, άτοκου, την 20-05-2013, συμφωνία που δεν διείπε την αρχική μεταξύ τους σύμβαση. Στη συνέχεια εκδόθηκε, με αίτηση του εφεσίβλητου, η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. ………./16-11-2020 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκε ο εκκαλών να καταβάλει στον εφεσίβλητο το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως από 21-05-2013, πλέον δικαστικής δαπάνης ύψους 3.450 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, επειδή δημιουργήθηκε νέα ενοχή μεταξύ των διαδίκων με το από 27-03-13 συμφωνητικό, μη προβαλλομένων κατ’ αυτής ενστάσεων από την κύρια σύμβαση, ο ισχυρισμός περί εξόφλησης του δανείου που καταρτίστηκε το έτος 2008, ως προς τις καταβολές που έλαβαν χώρα ως την 27-03-2013 είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος (βλ. και ΕΑ 1496/2021 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απέρριψε τον ίδιο λόγο ανακοπής, ως προς τα αποσβεστικά της απαίτησης περιστατικά που έλαβαν χώρα ως την 27-03-2013, ως ουσιαστικά αβάσιμο, επειδή δεν αποδείχθηκαν οι καταβολές από την πλευρά του εκκαλούντος από τα προσκομισθέντα από αυτόν αποδεικτικά μέσα, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και πρέπει, αντικαθισταμένης της αιτιολογίας της με την παρούσα να απορριφθεί κατά το τμήμα του αυτό ο σχετικός λόγος έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, προς απόδειξη των επικαλούμενων στην ανακοπή του καταβολών και την ολοσχερή και μετά τον χρόνο κατάρτισης της δεύτερης σύμβασης, απόδοση του δανείου, ο εκκαλών προσκόμισε αντίγραφα της κίνησης λογαριασμών του εφεσιβλήτου, που τηρούσε στη …. και συγκεκριμένα του υπ’ αριθ. ………, με κινήσεις έως 23-11-2015, ……….., με κινήσεις έως 01-12-2015 και …………, με κινήσεις από 15-06-2014 έως 01-12-2015. Σ’ αυτούς εμφαίνονται καταθέσεις μετρητών, χωρίς ωστόσο αναφορά στον καταθέτη, ή άλλα στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η ταυτότητα της κάθε καταβολής. Δεν δύναται συνεπώς, μόνο εξ αυτών, να συναχθεί καταβολή από την πλευρά του εκκαλούντος, σε εξόφληση του επιδίκου χρέους. Ωστόσο αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών προέβη στις ακόλουθες καταβολές, ο ίδιος ή δια τρίτων προσώπων, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, για τη εξόφληση του χρέους που απέρρεε από την από 27-03-2013 σύμβαση: i) ποσού 72 ευρώ, δια του ………… για εξόφληση οφειλής Ε.ΥΔ.ΑΠ. του εφεσιβλήτου, με όνομα σύνδεσης «…………» (σχ. το από 29-03-2016 παραστατικό καταβολής της ………., ένορκη κατάθεση της μάρτυρά του που επιβεβαίωσε το ανωτέρω στοιχείο και το από 23-02-2016 ειδοποιητήριο της ανωτέρω Υπηρεσίας), ii) ποσού 500 ευρώ δια του ιδίου καταθέτη (σχ. το από 29-03-2016 παραστατικό εντολής μεταφοράς πίστωσης / έμβασμα express της ίδιας Τράπεζας στο λογαριασμό του εφεσιβλήτου), iii) ποσού 356 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για εξόφληση λογαριασμού της ΔΕΗ του εφεσιβλήτου, με όνομα παροχής «……………» (σχ. από 30-05-2016 εντολή πληρωμής της ίδιας Τράπεζας προς τη ΔΕΗ, καθώς και το με λήξη προθεσμίας πληρωμής 17-05-2016 ειδοποιητήριο της ανωτέρω Υπηρεσίας, επ’ ονόματι …………., σε συνδ. με την ένορκη κατάθεση της μάρτυρά του που επιβεβαίωσε το ανωτέρω στοιχείο), iv) ποσού 104,50 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για εξόφληση λογαριασμού COSMOTE του εφεσιβλήτου (σχ. από 29-06-2016 εντολή πληρωμής της ίδιας Τράπεζας), v) ποσού 326 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για εξόφληση λογαριασμού της ΔΕΗ του εφεσιβλήτου (σχ. από 21-06-2016 εντολή πληρωμής της ίδιας Τράπεζας), vi) ποσού 103,38 ευρώ, (σχ. από 27-06-2016 παραστατικό μεταφοράς της ίδιας Τράπεζας), vii) ποσού 265,69 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για εξόφληση οφειλής προς την ασφαλιστική εταιρεία ………. του εφεσιβλήτου (σχ. από 27-06-2016 παραστατικό μεταφοράς από τον λογαριασμό του προς την ασφαλιστική εταιρεία της ίδιας Τράπεζας), viii) ποσού 445,30 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για την πληρωμή βεβαιωμένων χρεών στη ΔΟΥ του εφεσιβλήτου (σχ. από 22-07-2016 εντολή μεταφοράς της ίδιας Τράπεζας, σε συνδυασμό με την ειδοποίηση πληρωμής φόρου του τελευταίου για το φορολογικό έτος 2015, με ημερομηνία πληρωμής 29-07-2016), ix) ποσού 800 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη (σχ. από 19-08-2016 παραστατικό εντολής μεταφοράς πίστωσης / έμβασμα express της ίδιας Τράπεζας), x) ποσού 130 ευρώ, δια του ……….., για την εξόφληση λογαριασμού της ΔΕΗ του εφεσιβλήτου (σχ. από 11-12-2015 εντολή πληρωμής της ίδιας Τράπεζας), xi) ποσού 110 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για την εξόφληση λογαριασμού της ΔΕΗ του εφεσιβλήτου (σχ. από 19-07-2016 εντολή πληρωμής της ίδιας Τράπεζας), xii) ποσού 112 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για την εξόφληση λογαριασμού της ΔΕΗ του εφεσιβλήτου (σχ. από 26-06-2016 εντολή πληρωμής της ίδιας Τράπεζας), xiii) ποσού 78 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για την εξόφληση λογαριασμού της ΔΕΗ του εφεσιβλήτου (σχ. από 21-09-2017 εντολή πληρωμής της ίδιας Τράπεζας), xiv) ποσού 90 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για την εξόφληση λογαριασμού της ΔΕΗ του εφεσιβλήτου (σχ. από 22-11-2017 εντολή πληρωμής της ίδιας Τράπεζας ), xv) ποσού 97 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για την εξόφληση λογαριασμού της ΔΕΗ του εφεσιβλήτου (σχ. από 09-01-2018 εντολή πληρωμής της ίδιας Τράπεζας), xvi) ποσού 220 ευρώ, δια του ιδίου καταθέτη, για την εξόφληση λογαριασμού της ΔΕΗ του εφεσιβλήτου (σχ. από 10-09-2018 εντολή πληρωμής της ίδιας Τράπεζας). Περαιτέρω και ο ίδιος ο εκκαλών κατέβαλε στον εφεσίβλητο τα ακόλουθα ποσά, σε λογαριασμούς του ή προς εξόφληση οφειλών του προς τρίτους, όπου αυτές ειδικότερα κατωτέρω αναφέρονται, μέσω του κέντρου αυτόματων συναλλαγών της ανωτέρω Τράπεζας, που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο ίδιος κατέχει τις με αντίστοιχη ημερομηνία αποδείξεις συναλλαγών, τις οποίες προσκομίζει σε αντίγραφα: α) την 14-12-2015 το ποσό των 250 ευρώ, β) την 21-12-2015 το ποσό των 150 ευρώ (σε εξόφληση οφειλής του για την υπ’ αριθ. λογ. …………. mastercard, με δικαιούχο τον εφεσίβλητο, σύμφωνα με επόμενα παραστατικά), β) την 12-09-2016 το ποσό των 270 ευρώ, γ) την 11-10-2016 το ποσό των 150 ευρώ, δ) την 07-02-2017 το ποσό των 99 ευρώ για εξόφληση οφειλής του εφεσιβλήτου στη ΔΕΗ (βλ. και προσκομιζόμενο ισόποσο ειδοποιητήριο με χρόνο πληρωμής 23-01-2017, επ’ ονόματι του εφεσιβλήτου), ε) την 07-02-2017 το ποσό των 450 ευρώ, στ) την 07-06-2017 το ποσό των 60 ευρώ, ζ) την 05-07-2017 το ποσό των 450 ευρώ, η) την 16-05-2017 το ποσό των 250 ευρώ, θ) την 19-08-2017 το ποσό των 200 ευρώ, ι) την 04-09-2017 το ποσό των 500 ευρώ, ια) την 09-10-2017 το ποσό των 150 ευρώ, ιβ) την 05-02-2018 το ποσό των 470 ευρώ, ιγ) την 05-03-2018 το ποσό των 400 ευρώ, ιδ) την 06-11-2017 το ποσό των 300 ευρώ, ιε) την 10-11-2017 το ποσό των 50 ευρώ, ιστ) την 03-01-2018 το ποσό των 370 ευρώ, ιζ) την 05-02-2018 το ποσό των 470 ευρώ, ιη) την 05-03-2018 το ποσό των 400 ευρώ, ιθ) την 06-11-2018 το ποσό των 300 ευρώ, κ) την 06-11-2018 το ποσό των 160 ευρώ, κα) την 04-06-2019 το ποσό των 420 ευρώ. Επιπλέον κατέθεσε με εντολή στην ίδια Τράπεζα, εκδοθέντων αντίστοιχων κατά ημερομηνία και ποσό παραστατικών που προσκομίζει, τα ακόλουθα ποσά, σε λογαριασμούς του εφεσιβλήτου, ή προς εξόφληση υποχρεώσεών του σε τρίτους: 1) την 24-05-2016, με κατάθεση, το ποσό των 49 ευρώ για εξόφληση οφειλής του εφεσιβλήτου στη ΔΕΗ (σχ. και προσκομιζόμενο ισόποσο ειδοποιητήριο με χρόνο πληρωμής 24-05-2016, επ’ ονόματι του εφεσιβλήτου), 2) την 24-05-2016, με κατάθεση, το ποσό των 56 ευρώ για εξόφληση οφειλής του εφεσιβλήτου στη ΔΕΗ (σχ. και προσκομιζόμενο ισόποσο ειδοποιητήριο με χρόνο πληρωμής 24-05-2016, επ’ ονόματι του εφεσιβλήτου), 3) την 20-12-2016 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 800 ευρώ, 4) την 07-02-2017 το ποσό των 79 ευρώ για εξόφληση οφειλής του εφεσιβλήτου στη ΔΕΗ (σχ. και προσκομιζόμενο ισόποσο ειδοποιητήριο με χρόνο πληρωμής 23-01-2017, επ’ ονόματι του εφεσιβλήτου), 5) την 24-02-2017 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 300 ευρώ, 6) την 06-03-2017 με κατάθεση στον λογαριασμό του το ποσό των 450 ευρώ, 7) την 06-03-2017 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 1.000 ευρώ, 8) την 14-03-2017 με κατάθεση στον λογαριασμό του το ποσό των 400 ευρώ, 9) την 29-08-2017 με κατάθεση στον λογαριασμό του το ποσό των 3.500 ευρώ, 10) την 03-10-2017 με κατάθεση στον λογαριασμό του το ποσό των 290 ευρώ, 11) την 10-10-2017 με κατάθεση στον λογαριασμό του το ποσό των 25 ευρώ, 12) την 14-11-2017 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 140 ευρώ, 13) την 04-12-2017 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 300 ευρώ, 14) την 30-03-2018 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 1.400 ευρώ, 15) την 03-04-2018 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 4.990 ευρώ, 16) την 11-06-2018 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 4.000 ευρώ, 17) την 11-06-2018 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 1.000 ευρώ, 18) την 30-08-2018 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 120 ευρώ, 19) την 20-08-2018 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 800 ευρώ, 20) την 22-08-2018 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 3.200 ευρώ, 21) την 02-10-2018 με πληρωμή της υπ’ αριθ. λογ. …………. κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 80 ευρώ, 22) την 18-10-2018 με πληρωμή κάρτας EUROLIFE του εφεσιβλήτου (σχ. και ισόποσο ειδοποιητήριο με ημερομηνία πληρωμής στο όνομα του εφεσιβλήτου, με χρόνο καταβολής 24-10-2018) το ποσό των 107,29 ευρώ, 23) την 30-10-2018 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 500 ευρώ, 24) την 30-10-2018 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 150 ευρώ, 25) την 07-11-2018 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 3.000 ευρώ, 26) την 29-11-2018 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 500 ευρώ, 27) την 29-11-2018 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 100 ευρώ, 28) την 27-12-2018 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 150 ευρώ, 29) την 27-12-2018 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 470 ευρώ, 30) την 02-01-2019 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 3.000 ευρώ, 31) την 30-01-2019 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 470 ευρώ, 32) την 30-01-2019 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 150 ευρώ, 33) την 30-01-2019 με πληρωμή κάρτας …………. του εφεσιβλήτου (σχ. και ισόποσο ειδοποιητήριο με ημερομηνία πληρωμής στο όνομα του εφεσιβλήτου, με χρόνο καταβολής 24-01-2019) το ποσό των 107,29 ευρώ, 34) την 01-03-2019 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 120 ευρώ, 35) την 15-03-2019 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 3.000 ευρώ, 36) την 27-03-2019 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 470 ευρώ, 37) την 27-03-2019 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 150 ευρώ, 38) την 03-05-2019 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 100 ευρώ, 39) την 03-05-2019 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 470 ευρώ, 40) την 19-06-2019 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 1.000 ευρώ, 41) την 17-07-2019 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 500 ευρώ, 42) την 01-08-2019 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 120 ευρώ, 43) την 29-08-2019 με πληρωμή κάρτας ……….. του εφεσιβλήτου (σχ. και ισόποσο ειδοποιητήριο με ημερομηνία πληρωμής στο όνομα του εφεσιβλήτου, με χρόνο καταβολής 24-07-2019) το ποσό των 113,53 ευρώ, 44) την 02-09-2019 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 150 ευρώ, 45) την 19-09-2019 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 1.000 ευρώ, 46) την 04-10-2019 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 1.000 ευρώ, 47) την 31-10-2019 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 450 ευρώ, 48) την 31-10-2019 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 150 ευρώ, 49) την 31-10-2019 με πληρωμή κάρτας …………. του εφεσιβλήτου (σχ. και ισόποσο ειδοποιητήριο με ημερομηνία πληρωμής στο όνομα του εφεσιβλήτου, με χρόνο καταβολής 24-10-2019) το ποσό των 113,53 ευρώ, 50) την 21-11-2019 με πληρωμή κάρτας του εφεσιβλήτου το ποσό των 40 ευρώ, 51) την 03-01-2020 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 400 ευρώ, 52) την 03-01-2020 με πληρωμή κάρτας το ποσό των 150 ευρώ, 53) την 03-02-2020 με πληρωμή κάρτας το ποσό των 120 ευρώ, 54) την 03-02-2020 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 450 ευρώ, 55) την 20-03-2020 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 500 ευρώ, 56) την 13-04-2020 με πληρωμή κάρτας το ποσό των 50 ευρώ, 57) την 05-05-2020 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 200 ευρώ, 58) την 02-06-2020 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 200 ευρώ, 59) την 29-06-2020 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 500 ευρώ, 60) την 31-07-2020 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 200 ευρώ, 61) την 31-07-2020 με πληρωμή κάρτας το ποσό των 100 ευρώ, 62) την 0-1-09-2020 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 200 ευρώ, 63) την 01-09-2020 με πληρωμή κάρτας το ποσό των 100 ευρώ, 64) την 07-09-2020 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 500 ευρώ, 65) την 17-09-2020 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 180 ευρώ, 66) την 30-09-2020 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 300 ευρώ, 67) την 02-10-2020 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 400 ευρώ, 68) την 05-10-2020 με πληρωμή κάρτας το ποσό των 100 ευρώ, 69) την 09-10-2020 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 500 ευρώ, 70) την 19-10-2020 με έμβασμα express στον λογαριασμό του το ποσό των 500 ευρώ, 71) την 21-10-2020 με μεταφορά στον λογαριασμό του το ποσό των 400 ευρώ, 72) την 30-10-2020 με πληρωμή κάρτας το ποσό των 70 ευρώ. Οι ανωτέρω καταβολές έλαβαν χώρα σε λογαριασμούς του εκκαλούντος ή προς εξόφληση χρεών του σε τρίτους, στην δεύτερη περίπτωση, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, αφού διαφορετικά δεν θα είχε ο εκκαλών τα στοιχεία της οφειλής, ούτε τα αντίστοιχα ειδοποιητήρια, που επικαλείται και προσκομίζει. Όσα δε αντίθετα ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος και επιβεβαίωσε η ενόρκως εξετασθείσα ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυράς του, ότι ο σύζυγός της τού έδινε εντολή για την κατάθεση για λογαριασμό του των ανωτέρω ποσών, τηλεφωνικά, ή επισκεπτόμενος το κατάστημα της Τράπεζας στο οποίο εργαζόταν και αποχωρούσε στη συνέχεια, για να μην περιμένει στο ταμείο, δεν κρίνονται πειστικά, αφενός διότι με την τηλεφωνική εντολή δεν υπήρχε δυνατότητα παράδοσης και του αντίστοιχου ποσού και ειδοποιητηρίου στον εκκαλούντα, ενώ δεν είναι λογική η εξήγηση να επισκέπτεται τον εκκαλούντα και να του καταβάλει επιπλέον χρήματα, χωρίς μάλιστα να ελέγχει την κατάθεση και τα σχετικά παραστατικά (που αναγράφουν ως καταθέτες τον εκκαλούντα ή τα τρίτα προαναφερόμενα πρόσωπα), παρότι ο εκκαλών τού όφειλε 166.000 ευρώ, χωρίς να έχει καταβάλει για 12 χρόνια κανένα ποσό. Περαιτέρω οι τρίτοι καταβαλόντες τα ανωτέρω ποσά ενήργησαν για λογαριασμό του εκκαλούντος και προς εξόφληση του χρέους του από την επίδικη σύμβαση, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους, περιστατικά που επιβεβαιώνουν αυτοί στις προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους, αναφέροντας ειδικότερα ότι ενήργησαν κατόπιν μερικότερων συμβάσεων δανείου μεταξύ αυτών και του εκκαλούντος, ο οποίος μάλιστα τους τα επέστρεψε. Οι ανωτέρω καταβολές εξάλλου εκ μέρους τους έλαβαν χώρα προς όφελος του εφεσιβλήτου, που τις αποδέχθηκε, με ταυτόχρονη πίστωση των λογαριασμών του, την οποία δεν αρνήθηκε, χωρίς, όπως ο ίδιος συνομολογεί, να γνωρίζει τους τρίτους καταθέτες. Συνεπώς ο εκκαλών κατέβαλε για την εξόφληση του επιδίκου χρέους το συνολικό ποσό των 56.879,51 ευρώ. Μεγαλύτερο ποσό καταβολής εκ μέρους του εκκαλούντος δε αποδείχθηκε, δεδομένου ότι οι λοιπές προσκομιζόμενες αποδείξεις συναλλαγών που προσκόμισε προς απόδειξη των ισχυρισμών του είναι δυσανάγνωστες (σβησμένες), ή (εξαιρουμένων αυτών του συστήματος αυτόματων συναλλαγών) δεν αναφέρουν το όνομα του καταθέτη, ή αναφέρουν ως καταθέτη τον εφεσίβλητο, ή τρίτο πρόσωπο που δεν αποδεικνύεται ότι συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με τον εκκαλούντα και ενεργούσε για λογαριασμό του, ή δεν αναφέρουν τα στοιχεία του δικαιούχου της πίστωσης και δεν συνδυάζονται παράλληλα με άλλο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η αιτία της κατάθεσης προς τον εφεσίβλητο, συμπεριλαμβανομένων σ’ αυτές α) της καταβολής την 16-04-2019 για e παράβολο ποσού 250 ευρώ με φερόμενο ως υπόχρεο τον Νικηφόρο Κούρο, που δεν αποδεικνύεται ότι συνδέεται με οποιαδήποτε έννομη σχέση με τον εφεσίβλητο, καθώς και των καταθέσεων από ………………, με την οποία ο εκκαλών δεν επικαλείται οποιαδήποτε σχέση. Εξάλλου η έλλειψη της υπογραφής σ’ αυτά του εφεσιβλήτου δεν οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι καταθέτης ήταν ο εκκαλών, ούτε αποδείχθηκε με πληρότητα, μόνο από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των σχετικών παραστατικών, ότι η πρόχειρη υπογραφή επ’ αυτών έχει τεθεί από τον εκκαλούντα. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη δέχθηκε ως και κατ’ ουσίαν βάσιμο εν μέρει τον σχετικό λόγο ανακοπής και ακύρωσε την ανακοπτόμενη Διαταγή Πληρωμής, μόνο κατά το ποσό των 49.268,64 ευρώ και επικύρωσε αυτήν κατά το υπόλοιπο ποσό των 116.731,36, εσφαλμένα εν μέρει εκτίμησε τις αποδείξεις, κατά το ποσό των (56.879,51 – 49.268,64=) 7.610,87 ευρώ, δεκτού γενομένου εν μέρει ως και κατ’ ουσίαν βάσιμου του ανωτέρω λόγου έφεσης. Τέλος το αίτημα του εκκαλούντος να προσκομιστούν επιμελεία του εφεσιβλήτου τα παραστατικά καταθέσεων στους λογαριασμούς του στην ……….., είναι απορριπτέο ελλείψει εννόμου συμφέροντος ως προς τις καταβολές που έλαβαν χώρα πριν την 27-03-2013, αφού ο σχετικός λόγος ανακοπής του είναι απορριπτέος κατά τα προαναφερθέντα, ενώ γι’ αυτές που αφορούν στο μετά τον ανωτέρω χρόνο χρονικό διάστημα είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι τα κατέχει ο εφεσίβλητος, αντίθετα, αληθών υποτιθέμενων των όσων εκθέτει με τον σχετικό λόγο ανακοπής του, περί εξόφλησης, θα έπρεπε να τα κατέχει ο ίδιος, ο οποίος προέβη στις σχετικές καταβολές.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, μη προβαλλομένου άλλου λόγου έφεσης, πρέπει να γίνει η έφεση δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το μέρος της με το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή η ανακοπή, κατά τον ανωτέρω λόγο της και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί η ανακοπή κατά το μέρος της αυτό, να γίνει εν μέρει δεκτός ο ανωτέρω λόγος και η ανακοπή, να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής κατά το ποσό των 56.879,51 ευρώ, να επικυρωθεί δε κατά το λοιπό επιδικασθέν με αυτήν ποσό των 109.120,49 ευρώ. Περαιτέρω, αφού η κρινόμενη έφεση έγινε δεκτή και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη, πρέπει, κατ’ άρθρο 495§3 εδ. ε ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του κατατεθέντος με την έφεσή του παραβόλου. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός του (άρθρο 106 ΚΠολΔ), βαρύνουν τον εφεσίβλητο – καθ’ ου η ανακοπή, θα επιβληθούν όμως σ’ αυτόν μειωμένα, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178, 183, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2022 έφεση.
Διατάσσει την απόδοση στον εκκαλούντα του υπ’ αριθ. …….. e – παραβόλου.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη 132/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το κεφάλαιό της που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθ. έκθ. κατάθ. ………/2021 ανακοπή ως προς τον τρίτο λόγο της.
Απορρίπτει ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται κατά τα λοιπά εν μέρει την ανακοπή.
Ακυρώνει εν μέρει την υπ’ αριθ. ………../2020 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς το ποσό των πενήντα έξι χιλιάδων οκτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (56.879,51 ευρώ) και επικυρώνει αυτήν κατά το λοιπό επιδικασθέν με αυτήν ποσό των εκατόν εννέα χιλιάδων εκατόν είκοσι ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (109.120,49 ευρώ).
Επιβάλλει σε βάρος του εφεσιβλήτου – καθ’ ου η ανακοπή μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, που ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων [800] ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 29 3-2023, απόντων των διαδίκων και του πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ