ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 107/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) οι : Α) από 18-12-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………) έφεση του ενάγοντος και Β) από 20-12-2017 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …….) έφεση των εναγομένων, ως εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 5005/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, και δέχθηκε εν μέρει την από 2-9-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …….) αγωγή του ενάγοντος περί υποχρέωσης αποδοχής των υπηρεσιών του εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης, αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από αυτήν και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς και υποχρέωσης των εναγομένων καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών του, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 591 § 1, 592 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα [άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού)], δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες, ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως των διαφορών (άρθρο 495 § 3 εδ.στ΄του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.
ΙΙ.Με την ανωτέρω αγωγή του, ο ενάγων ισχυρίστηκε, ότι προσελήφθη από την πρώτη εναγομένη, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, στις 18-1-2009, προκειμένου να εργαστεί, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της, ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου Γ΄κατηγορίας, με μηνιαίες (μικτές) αποδοχές, ανερχόμενες από την 1-1-2011 στο ποσό των 1.315,60 ευρώ και από την 1-5-2011 στο ποσό των 1.362,23 ευρώ. Ότι στις 15-11-2012 του επεβλήθη μείωση του (μικτού) μισθού του, στο ποσό των 1.000 ευρώ, για χρονικό διάστημα ενός έτους, μετά την παρέλευση του οποίου, όμως, η πρώτη εναγομένη αρνήθηκε να επαναφέρει τις μηνιαίες αποδοχές του στο προ της μειώσεως ποσό, με αποτέλεσμα να υποστεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας του, γεγονός για το οποίο ο ίδιος διαμαρτυρόταν συνεχώς. Ότι ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι αποδέχθηκε σιωπηρώς τη μείωση των αποδοχών του, η εν λόγω αποδοχή είναι άκυρη, διότι αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 150, 178, 179 και 281 του ΑΚ. Ότι παρείχε τις υπηρεσίες του στην πρώτη εναγομένη αδιαλείπτως έως την 1-10-2014, που η επιχείρησή της μεταβιβάστηκε στη δεύτερη εναγομένη, συνεχίζοντας τη λειτουργία της, με τους ίδιους όρους, στην ίδια έδρα, με τον ίδιο υλικοτεχνικό εξοπλισμό και πελατολόγιο και με το ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας. Ότι η τελευταία παρέλειψε να του καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες αποδοχές που του όφειλε η πρώτη, ενώ και η ίδια συνέχισε να του καταβάλει τις μειωμένες και όχι τις συμφωνηθείσες αποδοχές του. Ότι στις 20-4-2016 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας και υπέβαλε αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς, ενώ στις 30-5-2016 προέβη σε επίσχεση εργασίας μέχρι την καταβολή των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών του, ανερχόμενων, κατ’εκείνο τον χρόνο, στο ποσό των 7.807,20 ευρώ. Ότι τελικώς η δεύτερη εναγομένη με την από 3-6-2016 εξώδικη δήλωσή της, πέραν της άρνησης οποιασδήποτε οφειλής της, του δήλωσε ότι θεωρεί την απουσία από την εργασία του αδικαιολόγητη και, επομένως, ως οικειοθελή αποχώρησή του. Ότι η άρνησή της να αποδέχεται έκτοτε τις υπηρεσίες του, ισοδυναμεί με καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, η οποία είναι άκυρη, αφού η δεύτερη εναγομένη δεν του κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως και επικουρικά, ως καταχρηστική, διότι υποκινήθηκε από εκδικητικά κίνητρα, λόγω της προηγηθείσας επίσχεσης εργασίας του, και ως εκ τούτου έχει καταστεί υπερήμερη περί την αποδοχή της εργασίας του. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού και τροπής του αιτήματός της εν μέρει σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο και τις έγγραφες προτάσεις του (άρθρα 223, 224, 295 § 1, 297 και 591 § 1 του ΚΠολΔ), ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η από 3-6-2016 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη, να υποχρεωθούν αμφότερες οι εναγόμενες να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 15.041,95 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο του έτους 2011 έως και την 1-10-2014 και η δεύτερη να του καταβάλει το επιπλέον ποσό των 17.625,94 (32.667,89-15.041,95) ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται, για δεδουλευμένες αποδοχές του χρονικού διαστήματος από την 1-10-2014 έως και τον μήνα Μάιο του έτους 2016, με βάση τις διατάξεις περί σχέσεως εργασίας και επικουρικά με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αναγνωριστεί, επίσης, ότι η δεύτερη εναγομένη του οφείλει το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη του, όλα δε τα παραπάνω ποσά, με τον νόμιμο τόκο αφ’ής στιγμής κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό και επικουρικά από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητούσε να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και, σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς της, να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή ύψους 300 ευρώ, για κάθε ημέρα παραβίασης της εκδοθησομένης απόφασης, και, επικουρικά, σε περίπτωση που η σύμβαση εργασίας της κριθεί ότι έχει λυθεί, να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει, πέραν των παραπάνω δεδουλευμένων αποδοχών του, το ποσό των 6.357,07 ευρώ, ως αποζημίωση απολύσεως, των 681,11 ευρώ, για επίδομα αδείας το έτους 2016, με τον νόμιμο τόκο από τις 3-6-2016 και επικουρικά από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, καθώς και να του χορηγήσει πιστοποιητικό εργασίας, για το είδος, τη διάρκεια, την ποιότητα και τη διαγωγή του και, σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς της, να επιβληθεί σε βάρος της χρηματική ποινή ύψους 300 ευρώ για κάθε ημέρα αρνήσεώς της, να απαγγελθεί προσωπική της κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσον εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, και να επιβληθούν σε βάρος αμφοτέρων των εναγομένων τα δικαστικά του έξοδα.
ΙΙΙ. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε αυτή δεκτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, και ακολούθως, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης, από 3-6-2016 έγγραφης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και υποχρεώθηκε αυτή να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, υπό την απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της, ποσού 300 ευρώ, για κάθε ημέρα αρνήσεώς της, επίσης, υποχρεώθηκαν αμφότερες οι εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον το ποσό των 9.465,73 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, αφής στιγμής κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, και μέχρι την πλήρη εξόφληση, και δη οι δεδουλευμένες αποδοχές από την παρέλευση της δήλης ημέρα καταβολής κάθε μηνιαίου μισθού, που συμπίπτει με την τελευταία ημέρα κάθε μήνα, το επίδομα Πάσχα από την 1η Μαΐου του οικείου έτους, και το επίδομα Χριστουγέννων και αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους, υποχρεώθηκε η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει επιπλέον στον ενάγοντα το ποσό των 5.590,83 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο αφής στιγμής κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της τελευταίας να του καταβάλει το ποσό των 500 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και επιβλήθηκε σε βάρος αμφοτέρων των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο καθορίστηκε στο ποσό των 750 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές, με τους λόγους των εφέσεών τους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή και να απορριφθεί, αντίστοιχα, η αγωγή στο σύνολό της, και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος των αντιδίκων τους.
IV.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ 1, 653, 656, 349, 351 του ΑΚ, 7 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν ο εργοδότης, χωρίς δικαίωμα από τον νόμο ή τη σύμβαση ή κατά κατάχρηση δικαιώματος, μεταβάλλει μονομερώς τους όρους της σύμβασης, με συνέπεια να επέρχεται άμεσα ή έμμεσα υλική ή ηθική ζημία στον μισθωτό (ΑΠ 195/2015, ΕφΠειρ 467/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Σε μια τέτοια περίπτωση παρέχεται στον μισθωτό, που δεν αποδέχεται τη βλαπτική μεταβολή, η ευχέρεια είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να απαιτήσει από τον εργοδότη την αποδοχή της προσφερόμενης εργασίας του με τους όρους που ίσχυαν πριν από τη μεταβολή, καθιστώντας αυτόν, αν δεν συμμορφωθεί, υπερήμερο (ΑΠ 481/2018, ΑΠ 1629/2017, ΑΠ 1000/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, όμως, παύει να είναι μονομερής, εφόσον ο μισθωτός αποδεχτεί αυτήν ρητά ή σιωπηρά, με πράξεις δηλαδή που συμπερασματικά δείχνουν τη βούλησή του για αποδοχή, όπως στην περίπτωση κατά την οποία αυτός επί μακρό χρονικό διάστημα αδιαμαρτύρητα και ανεπιφύλακτα συμμορφώνεται προς τους νέους όρους εργασίας, οπότε καταρτίζεται, εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής και έτσι ο μισθωτός δεν μπορεί ούτε να θεωρήσει τη μεταβολή των όρων της εργασιακής σύμβασης ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης αυτής εκ μέρους του εργοδότη, αλλά ούτε και να αξιώσει την τήρηση της εργασιακής σύμβασης, όπως αυτή είχε προηγουμένως (ΑΠ 164/2018, ΑΠ 282/2018, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του ΠΔ 178/2002, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως “μεταβιβάζων” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως “διάδοχος” νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών, είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων και ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών, να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, ανεξάρτητα από τον τρόπο της μεταβίβασης (ΑΠ 1147/2017, ΑΠ 77/2016, ΑΠ 1319/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 2951/2016 ΔΕΕ 2017.676). Διατήρηση της ταυτότητός της σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας του προσωπικού της και συνεπώς δικαιολογείται ο νέος φορέας της (ΑΠ 77/2016, ΑΠ 1319/2015 ΕφΑθ 2951/2016 ό.π). Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία, 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 997/2018, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1147/2017, ό.π, ΕΦΑθ 5047/2018, ΕφΠειρ 689/2011 αδημ., ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει (ΑΠ 766/2018, ΑΠ 670/2018, ΑΠ 653/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 325 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 329, 353 και 656 του ΑΚ, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλομένη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατεξοχήν για την καταβολή του μισθού- αλλά και για την παράβαση του εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος, ΑΠ 447/2015 ΑΠ 1342/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») – δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, εωσότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει (ΑΠ 766/2018, ΑΠ 670/2018, ό.π, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 940/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), χωρίς να καθίσταται ο ίδιος (μισθωτός) υπερήμερος, με αποτέλεσμα να έχει αξίωση καταβολής των αποδοχών του σαν να εργαζόταν κανονικά (ΑΠ 766/2018, ΑΠ 670/2018, ΑΠ 653/2018, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 940/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, το δικαίωμα επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, η άσκησή του πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για τον δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά (ΑΠ 766/2018, ΑΠ 670/2018 ό.π). Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο, θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη, ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του, ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία του σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη, ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 670/2018, ΑΠ 653/2018, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 940/2015, ό.π, ΑΠ 2094/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 1502/2015, Αρμ 2015.1546), ή όταν ο μισθωτός, για να λάβει τον μισθό του από τον υπερήμερο εργοδότη, παραμένει με τη θέλησή του για μακρό χρονικό διάστημα άνεργος και αποφεύγει αδικαιολογήτως και κακοβούλως να φροντίσει για ανεύρεση άλλης εργασίας, ενώ μπορεί εύκολα να ανεύρει και να προσφέρει την εργασία του σε άλλον εργοδότη (ΑΠ 1248/2015,ό.π, ΕφΛαρ 92/2014, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.32). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους (ΑΠ 766/2018 ό.π).
Επιπλέον, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 330, 299, 932, 914, 281, 648, 672 του ΑΚ, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι, αν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου (μείωση της υπόληψης αυτού ως εργαζομένου, καθώς και της επαγγελματικής δραστηριότητάς του, ενόψει του είδους της εργασίας και του ιδιαίτερα έντονου συμφέροντος αυτού για πραγματική απασχόληση) ή που συνιστούν αδικοπραξία (καταχρηστική καταγγελία), ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ` εύλογη κρίση (ΑΠ 671/2018, ΑΠ 90/2018, ΑΠ 1628/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Επίσης, αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης, για τις αποδοχές του μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμον υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών εισφορές, όπως οι εργατικές, προς το ΙΚΑ και το ταμείο επικουρικής ασφάλισης (άρθρο 26§5 ν.1846/1951), κρατήσεις και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (ΑΠ 2126/2007, ΕφΘεσ (Μον) 713/2017, ΕφΠειρ (Μον-Ναυτ) 217/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ (Μον) 661/2014 ΕλλΔνη 2015.778). Έτσι, για να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή δεν χρειάζεται να αναφέρονται σ’ αυτήν οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών ενώ, πλέον τούτου, δεν χρειάζεται να αναφέρονται τα σχετικώς στον ίδιο τον ενάγοντα καταβληθέντα έναντι των αξιώσεών του χρηματικά ποσά (ΑΠ 1171/2007 ΕΕργΔ 2009. 258, ΕφΔωδ (Μον) 120/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, αν ο εργοδότης έχει ήδη εκουσίως ή συνεπεία Π.Ε.Ε. καταβάλει στο ΙΚΑ τις εισφορές για οφειλόμενες σε εργαζόμενο αποδοχές, τούτο στηρίζει ένσταση καταβολής κατά το άρθρο 416 του ΑΚ αποσβεστική κατά το οικείο ποσό της αξιώσεως του εργαζομένου για δεδουλευμένες αποδοχές (ΑΠ 332/2008, ΑΠ 1678/2007 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αν δεν υποβληθεί τέτοια ένσταση οι εν λόγω ασφαλιστικές εισφορές παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως (ΑΠ 506/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1678/2007, ΑΠ 1171/2007 ό.π, ΕφΘεσ (Μον) 712/2017, ΕφΠειρ (Μον) 166/2014, ΕφΘεσ (Μον) 148/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Τέλος, προσωπική κράτηση, προβλέπεται μόνον ως μέσον έμμεσης εκτέλεσης σύμφωνα με τις οριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 946 και 947 του ΚΠολΔ προϋποθέσεις (ΑΠ 190/2014, ΑΠ 188/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), όχι όμως, και όταν η παροχή είναι χρηματική, οπότε έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 951 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1914/2011 ΕΠΟΛΔ 2012.191, ΑΠ 28/2006, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), με εξαίρεση τις απαιτήσεις από αδικοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 1047 του ίδιου κώδικα, και, επομένως, και στις περιπτώσεις παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΑΠ 308/2016, ΕφΠειρ 46/2015 αδ ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ), σε κάθε όμως περίπτωση δεν νοείται ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης επί αναγνωριστικών αποφάσεων (ΕφΑθ 628/2003, ΕλλΔνη 2004.1470), που στερούνται εκτελεστότητας (ΕφΑθ 2836/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Εν προκειμένω, ο ενάγων ζητούσε με την αγωγή του να επιβληθεί σε βάρος της δεύτερης εναγομένης προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός έτους, ως μέσον εκτελέσεως της εκδοθησομένης απόφασης, ως προς τις απαιτήσεις του από δεδουλευμένες αποδοχές αλλά και τη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, συνεπεία της παράνομης προσβολής της προσωπικότητάς του. Με βάση, όμως, τη σκέψη που προεκτέθηκε, μετά και την τροπή του αιτήματος της χρηματικής ικανοποίησης σε αναγνωριστικό, το παρεπόμενο αυτό αίτημα τυγχάνει μη νόμιμο, ως προς τις δεδουλευμένες μεν αποδοχές, διότι αφορούν χρηματική απαίτηση, ενώ ως προς το κονδύλιο της ηθικής βλάβης, επειδή το αντίστοιχο αίτημα είναι αναγνωριστικό και η αντίστοιχη διάταξη της εκκαλουμένης θα στερείτο εκτελεστότητας, όπως ορθώς κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Α έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται για την απόρριψή του, ελέγχεται ως αβάσιμος.
- V. Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του ενάγοντος, και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, καθώς και της υπ’αριθμ. ……. ένορκης βεβαίωσης της ……… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη –προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών-κλήτευση των εναγομένων (άρθρα 421 και 422 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο δεύτερο του ν.4335/2015, σε συνδυασμό με το άρθρο 591 § 1 του ΚΠολΔ), που δεν παρέστησαν σε αυτήν (υπ’αριθμ. ……… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….), και της υπ’αριθμ. ….. ένορκης βεβαίωσης του …. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……., που ελήφθη με επιμέλεια των εναγομένων, μετά από προηγούμενη κλήτευση του ενάγοντος, κατά τα άνω, που δεν παρέστη σε αυτήν (υπ’αριθμ. ….. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, …….), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθεί υπόψη το υπ’αριθμ. σχετ. 1 έγγραφο, που προσκομίζουν σε φωτοτυπία οι εναγόμενες, για το λόγο ότι το περιεχόμενό του δεν είναι ευκρινές, και η υπ’αριθμ. σχετ.2 άδεια οδήγησής του, που προσκομίζει ο ενάγων, μέρος της εμπρόσθιας όψης και η οπίσθια όψη της οποίας δεν είναι επίσης ευκρινείς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγομένη, ετερόρρυθμη εταιρεία, συνεστήθη το έτος 2007 και είχε ως αντικείμενο δραστηριότητας τις ταχυμεταφορές εγγράφων και αντικειμένων εντός και εκτός Ελλάδος και την αποστολή χρημάτων σε όλη τη Χώρα, με έδρα στη …, σε μισθωμένο κατάστημα, αρχικά στη συμβολή των οδών .. και .. και μετά την τελευταία από 24-6-2011 τροποποίηση του καταστατικού της (α.κ στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά …), στην οδό .. αρ…. στον .., το οποίο εκμεταλλευόταν δυνάμει σύμβασης δικαιόχρησης με την εταιρεία ταχυμεταφορών «….». Δυνάμει της από 18-1-2009 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του ενάγοντος και κατά τους ειδικότερους όρους της, αυτός προσελήφθη για να εργαστεί ως υπάλληλος, με την ειδικότητα του οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου Γ΄κατηγορίας. Συμφωνήθηκε να εργάζεται επί πενθήμερο εβδομαδιαίως (Δευτέρα έως Παρασκευή) με πλήρες ωράριο και μισθό, ο οποίος κατά το χρονικό διάστημα από την 1-1-2011 έως τις 30-4-2011 είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 1.315,60 ευρώ και από την 1-5-2011 στο ποσό των 1.362,23 ευρώ. Προϊόντος του χρόνου, υπήρξε μείωση του κύκλου εργασιών της εταιρείας, με αποτέλεσμα να παρατηρείται καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντος και καταβολή έναντι των οφειλομένων, και να του οφείλεται μέχρι σήμερα μέρος των δεδουλευμένων αποδοχών του. Ειδικότερα του οφείλονται ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών του έτους 2011, για τον Ιανουάριο, το ποσό των 1.046,43 ευρώ, για τον Φεβρουάριο, το ποσό των 1.217,86 ευρώ, για τον Μάρτιο, το ποσό των 416,67 ευρώ, για τον Απρίλιο το ποσό των 333,33 ευρώ, για τον Μάιο το ποσό των 416,67 ευρώ, για τον Ιούνιο το ποσό των 321,3 ευρώ, για τον Ιούλιο, το ποσό των 238,10 ευρώ, για τον Αύγουστο το ποσό των 299,40 ευρώ, για τον Σεπτέμβριο το ποσό των 359,28 ευρώ, για τον Οκτώβριο, το ποσό των 299,40 ευρώ, για τον Νοέμβριο, το ποσό των 323,35 ευρώ και για τον Δεκέμβριο το ποσό των 359,28 ευρώ, για επίδομα Πάσχα του ίδιου έτους το ποσό των 607,14 ευρώ και για επίδομα Χριστουγέννων, το ποσό των 479,04 ευρώ και τέλος για επίδομα Πάσχα και για επίδομα αδείας του έτους 2012, το ποσό των 239,52 ευρώ, για καθεμία από τις αιτίες αυτές, και συνολικά το ποσό των 807,20 ευρώ. Τα ποσά αυτά αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής και αναζητούνται, ως διαφορά μεταξύ των οφειλομένων μικτών αποδοχών του ενάγοντος έναντι των καταβληθέντων, οι οποίες (μικτές αποδοχές), σύμφωνα με την προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη αποτελούν το αντικείμενο της δίκης για καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών, οποιαδήποτε δε αμφισβήτηση των καταβληθέντων ποσών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν ήδη τυχόν αποδοθεί στον ασφαλιστικό φορέα του ενάγοντος, μπορούσε να προταθεί μόνον με ένσταση καταβολής εκ μέρους των εναγομένων, την οποία, όμως, αυτές δεν πρότειναν. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που επιδίκασε για την αιτία αυτή στον ενάγοντα, το ποσό των 6.542 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις, συνεπώς, πρέπει ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α έφεσής του, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν. Σημειώνεται, ότι το γενόμενο δεκτό με την εκκαλουμένη, ως οφειλόμενο για τις παραπάνω αιτίες ποσό, συμπίπτει με το αναγραφόμενο στην από 30-5-2016 απευθυνόμενη στη δεύτερη εναγομένη, ως εργοδότρια του ενάγοντος, εξώδικη δήλωσή του, στην οποία αυτός ευλόγως δεν είχε συμπεριλάβει στα οφειλόμενα ποσά και εκείνα των ασφαλιστικών του εισφορών.
Τελικά, προκειμένου η πρώτη εναγομένη να μπορέσει να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις έναντι του ενάγοντος, στις 15-11-2012 συμφώνησε με αυτόν μείωση του μισθού του στο ποσό των 1.020 ευρώ μικτά, για χρονικό διάστημα ενός έτους. Και μετά την πάροδο του χρονικού αυτού διαστήματος, όμως, παρ’ότι δεν επακολούθησε νεώτερη ρητή συμφωνία τους, η άνω εναγομένη εξακολούθησε να του καταβάλει τον μηνιαίο μισθό του, όπως αυτός είχε μειωθεί. Τη μεταβολή αυτή των όρων εργασίας του αποδέχθηκε σιωπηρά ο ενάγων, καθόσον μέχρι την 1-10-2014 δηλαδή επί ένα περίπου έτος, αφότου παρήλθε το χρονικό διάστημα, για το οποίο είχε κατ’αρχήν συμφωνηθεί η μείωση, δεν υπήρξε αντίρρηση από πλευράς του, αλλά αυτός αδιαμαρτύρητα και ανεπιφύλακτα ελάμβανε τον μειωμένο αυτό μισθό. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η μεταβολή των όρων εργασίας του και δη των αποδοχών του έπαυσε να είναι μονομερής, και καταρτίστηκε εγκύρως νέα σύμβαση τροποποιητική της αρχικής, με αποτέλεσμα ο ενάγων να μην δύναται να αξιώσει τη διαφορά των αποδοχών που ελάμβανε πριν τη μείωση, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Είναι χαρακτηριστικό της αποδοχής της κατάστασης αυτής εκ μέρους του, ότι και ο ίδιος, εξεταζόμενος ανωμοτί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παρ’ότι ήταν κατηγορηματικός περί ύπαρξης συμφωνίας μείωσης των αποδοχών του μόνον για ένα έτος, δήλωσε ότι πράγματι η επαναφορά τους στο προηγούμενο ύψος εξαρτήθηκε από την πλευρά της πρώτης εναγομένης, από την πορεία των οικονομικών της, ενώ δεν επικαλέστηκε οποιαδήποτε διαμαρτυρία του, προφορική ή έγγραφη, προς τον διαχειριστή της. Στοιχείο άλλωστε για το οποίο ο ίδιος δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις αποτελεί και η μη προβολή οποιασδήποτε σχετικής αξίωσης με την προαναφερθείσα από 30-5-2016 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωσή του προς τη δεύτερη εναγομένη, στην οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, μεταβιβάστηκε η πρώτη, της εργασιακής σχέσης συνεχιζόμενης με αυτήν από την 1-10-2014, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια. Σε αυτήν αναφέρεται αναλυτικώς στην οφειλή μέρους των αποδοχών του του έτους 2011 και επιδομάτων εορτών και αδείας των ετών 2011 και 2012, αλλά δεν κάνει οποιαδήποτε αναφορά, έστω και ακροθιγώς, όπως θα ήταν λογικό και αναμενόμενο, αν πράγματι θεωρούσε ότι υπήρχε οφειλή, στις διαφορές αποδοχών του και για το χρονικό διάστημα μετά την 1-10-2014. Επομένως, η εκκαλουμένη, με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σωστή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε ότι δεν έλαβε χώρα μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης του ενάγοντος, και πρέπει ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Α έφεσής του, κατά το σχετικό σκέλος του, να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Με τον ίδιο λόγο, ο ενάγων προτείνει αορίστως, ως και πρωτοδίκως, ακυρότητα της τυχόν σιωπηρής αποδοχής της μείωσης των αποδοχών του, επικαλούμενος απλώς και μόνον τις διατάξεις των άρθρων 150, 178, 179 και 281 του ΑΚ, χωρίς να παραθέτει τα στοιχεία του πραγματικού τους, ώστε να διαπιστωθεί η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής τους.
Αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στην πρώτη εναγομένη έως την 1-10-2014, οπότε η επιχείρηση μεταβιβάστηκε στη δεύτερη των εναγομένων, σύζυγο του ………, ομόρρυθμου εταίρου και διαχειριστή της πρώτης εναγομένης και μάλιστα μοναδικού, μετά την τελευταία από 10-12-2009 τροποποίηση του καταστατικού της, στην οποία εξακολούθησε να παρέχει τις υπηρεσίες του με τους ίδιους ακριβώς όρους. Ειδικότερα, η δεύτερη εναγομένη, ως νέος φορέας ανέλαβε μια ήδη υφιστάμενη οργάνωση εργασίας. Το αντικείμενο εργασίας που ήταν οι ταχυμεταφορές, η έδρα, η υλικοτεχνική υποδομή (έπιπλα, εξοπλισμός, μηχανήματα, αυτοκίνητα), το τηλέφωνο και τα άυλα αγαθά (φήμη, πελατεία, τεχνογνωσία) παρέμειναν αμετάβλητα. Η νέα επιχείρηση απασχόλησε εργατικό δυναμικό της πρώτης και μάλιστα με τα ίδια καθήκοντα και υπό το ίδιο εργασιακό καθεστώς, όπως συνέβη με τον …… και τον ενάγοντα, εντάχθηκε και αυτή στο δίκτυο της «….» και η λειτουργία του καταστήματος δεν διεκόπη καθόλου. Η δραστηριότητά της στηριζόταν στην παρουσία του ……, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται ουσιαστικά δικαιολογητικός λόγος για τη δημιουργία της ατομικής επιχείρησης της δεύτερης εναγομένης, λόγω και της συγγενικής σχέσης της με τον ανωτέρω και ως εκ τούτου η νέα επιχείρηση διατήρησε την ταυτότητα της παλαιάς. Έτσι, υπήρξε μεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης στη δεύτερη εναγομένη, με την έννοια που προεκτέθηκε στην οικεία σκέψη, και, επομένως, ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Β έφεσης, με τον οποίο οι εναγόμενες διατείνονται ότι δεν έλαβε χώρα τέτοια μεταβίβαση, ως αβάσιμου. Ο ενάγων, παρ’ότι τυπικά προσελήφθη στις 18-3-2016 ουσιαστικά αμέσως μετά τη μεταβίβαση εξακολούθησε να εργάζεται αδιαλείπτως και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη δεύτερη εναγομένη πλέον, η οποία είχε ήδη προβεί σε έναρξη επιτηδεύματος από τις 26-6-2014. Αυτή άλλωστε, με βάση την εκτύπωση κινήσεως πελατειακού λογαριασμού της ……, του κατέβαλε έκτοτε, σταθερά κάθε μήνα, τον μισθό του, ύψους 800 ευρώ. Παρ’ότι, όμως, του καταβαλλόταν ο μισθός του, ήταν ακόμη εκκρεμής η παλαιά οφειλή που προαναφέρθηκε. Για τον λόγο αυτό ο ενάγων, αφού οι προφορικές διαμαρτυρίες του απέβησαν άκαρπες και δεν ελάμβανε καμία συγκεκριμένη διαβεβαίωση για τον χρόνο εξόφλησης αυτών, έχοντας παράλληλα περιέλθει σε οικονομική δυσπραγία και ανασφάλεια, ως οικογενειάρχης με δύο ανήλικα μικρής ηλικίας, στις 20-4-2016 προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας, υποβάλλοντας αίτηση για διενέργεια εργατικής διαφοράς, ενώ ταυτόχρονα δήλωσε προφορικά προς τη δεύτερη εναγομένη ότι ασκεί το δικαίωμά του για επίσχεση εργασίας. Λίγο αργότερα της απέστειλε την προαναφερθείσα εξώδικη δήλωσή του, με την οποία της δήλωνε και γραπτώς ότι ασκεί το συγκεκριμένο δικαίωμα, χωρίς, ωστόσο, οποιαδήποτε αναφορά σε οφειλές από την καταβολή μειωμένου μισθού μετά τις 14-11-2013, γεγονός που ενισχύει την παραδοχή περί αποδοχής της μείωσης των (καθαρών) αποδοχών του στο ποσό των 800 ευρώ άλλως των 1.020 ευρώ (μικτά). Σε απάντηση αυτής, η δεύτερη εναγομένη του απέστειλε την από 31-5-2016, επιδοθείσα σε αυτόν στις 3-6-2016, εξώδικη δήλωσή της, με την οποία αρνήθηκε τον ισχυρισμό του περί μεταβίβασης και επομένως και την εκ μέρους της υποχρέωση καταβολής τυχών ανεξόφλητων δεδουλευμένων αποδοχών που προέρχονταν από την εργασιακή του σχέση με την πρώτη εναγομένη. Ακόμη, αναφερόμενη στην απουσία του από την εργασία του από τις 23-3-2016, θεώρησε ότι αυτή είναι αδικαιολόγητη, ότι όπως και ο ίδιος γνωρίζει, βλάπτει την ομαλή λειτουργία της επιχείρησής της και ότι την εκλαμβάνει ως οικειοθελή αποχώρησή του. Ο ενάγων, ωστόσο, απουσίαζε από την εργασία του από τις 24/3 έως την 1/4/2014, από τις 6/4 έως τις 24/4 και από τις 24/5 έως τις 30/5/2016, μετά τη χορήγηση νόμιμης αδείας από τον θεράποντα ιατρό του, διότι πράγματι έπασχε από οξεία οσφυοϊσχυαλγία, εμφανίζοντας δυσχέρεια στην ορθοστασία και στη βάδιση, και είχε λάβει σύσταση για φαρμακευτική αγωγή, κλινοστατισμό και φυσικοθεραπείες και, λόγω της εμμονής της συμπτωματολογίας, για υποβολή του σε μαγνητική τομογραφία οσφυικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, στην οποία υπεβλήθη τελικώς στις 10-2-2017. Αυτή κατέδειξε εκφυλιστικές αλλοιώσεις με πιεστικά φαινόμενα και του συνεστήθησαν εκ νέου φυσικοθεραπείες. Εξάλλου, το γεγονός ότι εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, παρά τη διαπιστωθείσα δυσχέρεια στη βάδιση και στην ορθοστασία, μετέβη κάποιες φορές στην εργασία του, σε ημεροχρονολογίες που δεν προέκυψαν, για λήψη αντιγράφων, δεν αναιρεί την ανικανότητά του για εργασία, δοθέντος ότι αυτή απαιτούσε παραμονή επί πολλές ώρες σε θέση καθιστή χωρίς κίνηση, η οποία, όπως είναι κοινώς γνωστό, είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για την περιοχή της μέσης. Επομένως, δεν απουσίαζε αδικαιολόγητα από την εργασία του, ούτε αποδείχθηκε ότι προκάλεσε βλάβη στην επιχείρηση της δεύτερης εναγομένης, αφού οι εργασίες της φαίνεται ότι συνεχίστηκαν κανονικά. Εξάλλου, δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για την οικονομική κατάσταση αυτής, από τα οποία να αποδεικνύεται πρόσκαιρη έστω δυσπραξία της ή εξαιρετικά δυσμενείς γι’αυτήν περιστάσεις, και παρά το ότι ο υιός της, εξεταζόμενος στο ακροατήριο, έκανε λόγο για πτωτική της τάση, δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα στοιχεία, ενώ ο ίδιος ο ενάγων επιβεβαίωσε την καλή πορεία των εργασιών της. Από όλα όσα προεκτέθηκαν, συνάγεται ότι η μη προσέλευση του ενάγοντος στην εργασία του, αρχικά, κατά τις χρονικές περιόδους που βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, ήταν δικαιολογημένη, ενώ και μετά την κοινοποίηση της δήλωσης επίσχεσης της εργασίας του, μέχρι να του καταβληθούν οι προαναφερόμενες και οφειλόμενες πράγματι από αυτήν δεδουλευμένες αποδοχές του, για τις οποίες είχε ληξιπρόθεσμη αξίωση, αποτελούσε νόμιμη άσκηση του δικαιώματος επισχέσεως, γενόμενη εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε, και συγκεκριμένα απέβλεπε στην καταβολή των οφειλομένων διαφορών. Σε αυτές, πλέον του ποσού των 7.807,20 ευρώ, πρέπει να προστεθούν οι διαφορές αποδοχών από τον Νοέμβριο του έτους 2013 έως και τον Σεπτέμβριο του έτους 2014, ύψους 2.923,73 ευρώ, από τον Οκτώβριο του έτους 2014 έως και τον Απρίλιο του έτους 2016, καθώς και οι διαφορές των επιδομάτων Χριστουγέννων 2014 και 2015, Πάσχα 2015 και 2016 και του επιδόματος αδείας 2015, συνολικού ύψους 5.297,46 ευρώ, που αφορούν τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές του. Ακόμη του οφείλετο ως διαφορά αποδοχών από τον Ιούνιο του έτους 2016 έως και τον Μάρτιο του έτους 2017, το ποσό των 293,37 ευρώ, όλα δε τα παραπάνω ποσά, πλην των 7.807,20 ευρώ, έγιναν δεκτά πρωτοδίκως, μη πληττόμενων των αντίστοιχων κεφαλαίων της εκκαλουμένης με τις ασκηθείσες εφέσεις. Συνεπώς, το συνολικά οφειλόμενο εις ολόκληρον από αμφότερες τις εναγόμενες ποσό, που αφορά αποδοχές προ της μεταβίβασης (άρθρο 479 του ΑΚ), ανέρχεται σε 10.730,93 (7.807,20 + 2.923,73) ευρώ, ενώ η δεύτερη εναγομένη ευθύνεται και για το επιπλέον ποσό των 5.590,83 (5.297,46 + 293,37) ευρώ. Μέρος του ποσού αυτού, που ήταν σημαντικό για τα οικονομικά δεδομένα και τις προσωπικές συνθήκες του, οφειλόταν ήδη με αξιόλογη καθυστέρηση, ακόμα και για χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας. Επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την προταθείσα από τη δεύτερη εναγομένη ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, και πρέπει ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Β έφεσης, με τον οποίο επαναφέρει τον παραπάνω ισχυρισμό της, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Έτσι με τη δήλωση επίσχεσης και αφής στιγμής αυτή κοινοποιήθηκε στη δεύτερη εναγομένη, ο ενάγων εξακολουθώντας να μην παρέχει την εργασία του, δεν κατέστη υπερήμερος αυτός, αλλά η εργοδότιδά του, η οποία είχε την υποχρέωση καταβολής των αποδοχών του, όσο διαρκούσε η υπερημερία της. Εν τω μεταξύ, όπως ήδη εκτέθηκε, η δεύτερη εναγομένη με την αποστολή της από 31-5-2016 εξώδικης δήλωσής της προς τον ενάγοντα, με την οποία του δήλωσε ότι εκλαμβάνει τη δήθεν αδικαιολόγητη και ανυπαίτια απουσία του ως εκούσια αποχώρησή του, χωρίς μάλιστα να τον προσκαλεί να επανέλθει, εκδήλωσε σιωπηρά τη βούλησή της για καταγγελία της εργασιακής σχέσης (ΑΠ 1157/2018, ΑΠ 913/2008 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), κατά τρόπο σαφή και αναμφίβολο.
Η καταγγελία της αυτή, έγινε κατά κατάχρηση του οικείου δικαιώματός της, αφού αληθές κίνητρό της ήταν η εκδίκηση του ενάγοντος, λόγω της προηγηθείσας απουσίας του, της δήλωσης επίσχεσης της εργασίας του και της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας. Οι συνθήκες δε υπό τις οποίες έγινε επέφεραν μείωση της τιμής και της υπόληψης αυτού, ως ατόμου και ως εργαζόμενου, αφού αμφισβητήθηκε ευθέως το αληθές του λόγου υγείας που είχε αυτός επικαλεστεί για την αποχή του από την εργασία του, καθώς και του περιεχομένου των ιατρικών πιστοποιητικών του θεράποντος ιατρού του, θεωρούμενης ρητώς της συμπεριφοράς του ως μεθοδευμένης και ανάρμοστης. Επομένως, αυτή αποτελεί συνάμα υπαίτια και παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, εξαιτίας της οποίας ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες τέλεσής της, το είδος της προσβολής, και η οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 500 ευρώ, που κρίνεται εύλογο. Επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση που κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει, ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Α έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων διατείνεται ότι έπρεπε αυτή να καθοριστεί σε υψηλότερο ποσό, και ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούσες ισχυρίζονται ότι αυτός ουδεμία ηθική βλάβη υπέστη, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε την αγωγή εν μέρει και επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 6.542 ευρώ για διαφορές αποδοχών του έτους 2011, επίδομα Πάσχα 2011 και 2012 και επίδομα Χριστουγέννων 2012, έσφαλε κατά την εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Α εφέσεως, να εξαφανιστεί αυτή, στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και ως προς τις διατάξεις της που δεν ανατρέπονται με την παρούσα, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (ΕφΠειρ 711/2015, ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288), η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση της παρούσας αποφάσεως (ΕφΑνΚρ 79/2014, ό.π, ΕφΠειρ (Μον) (Ναυτ) 619/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014, ό.π). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν, ως προς τα κύρια αιτήματά της, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Περαιτέρω, θα πρέπει να απορριφθεί η υπό στοιχ. Β έφεση, αφού οι λόγοι αυτής κρίθηκαν κατά τα ανωτέρω ως αβάσιμοι, μέρος δε των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί, λόγω της νίκης του και ανάλογα προς την έκταση αυτής, σε βάρος των εναγομένων-εκκαλουσών, κατά τα ειδικότερα επίσης οριζόμενα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1, 69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 18-12-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………) έφεση του ενάγοντος και από 20-12-2017 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………) έφεση των εναγομένων, αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 20-12-2017 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……..) υπό στοιχ. Β έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 18-12-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……..) υπό στοιχ. Α έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ την από 2-9-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……..) αγωγή και τη δικάζει κατ’ουσίαν.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 3-6-2016 έγγραφης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος, σύμφωνα με τους όρους της εργασιακής του σύμβασης, υπό την απειλή χρηματικής ποινής ύψους τριακοσίων (300) ευρώ, για κάθε ημέρα αρνήσεώς της.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων επτακοσίων τριάντα ευρώ και ενενήντα τριών λεπτών (10.730,93), με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους κονδύλιο, αφ’ότου κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει επιπλέον στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα ευρώ και ογδόντα τριών λεπτών (5.590,83), με τον νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους κονδύλιο αφ’ότου κατέστη απαιτητό και μέχρι την εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η δεύτερη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα και το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 21-2-2019.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ