Αριθμός 163/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Γεώργιο Κοντοσέα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «………….» («……….»), η οποία εδρεύει στη ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «………» («…………»), η οποία εδρεύει στην ……….., είναι μονίμως εγκατεστημένη στη ……… και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ……………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Αικατερίνη Πρωτόπαπα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 31.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 431/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 17.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο ………../2022, ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο ……./2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 17.1.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2022 και αριθμό προσδιορισμού ………/2022 έφεση, η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 431/2021 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των ειδική διαδικασία περιουσιακών: εργατικών διαφορών (άρθρα 621επ. ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ) αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 31.10.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει από κάποιο στοιχείο αυτή (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 31.10.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγή του, ο ενάγων ήδη εκκαλών εξέθετε ότι με σύμβαση ναυτικής εργασίας που κατήρτισε στη …… Αττικής στις 15.5.2018 με τη δεύτερη εναγόμενη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία με έδρα τον …. και εγκατάσταση στη …., νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο τρίτος εναγόμενος εφεσίβλητος και η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγόμενης εφεσίβλητης με έδρα τη …., πλοιοκτήτριας του πλοίου υπό σημαία νήσων Μάρσαλ “Κ’ κόρων ολικής χωρητικότητας 91.373, προσλήφθηκε για χρονικό διάστημα επτά μηνών, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ανωτέρω πλοίο υπό την ειδικότητα του Πλοιάρχου έναντι του αναφερόμενου στην αγωγή “κλειστού” μηνιαίου μισθού ποσού. Ότι ναυτολογήθηκε στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας στις 16.5.2018 αλλά ότι υπηρέτησε έως τις 6.12.2018, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι Jintang της Κίνας λόγω ασθενείας δηλαδή στεφανιαίας νόσου, η οποία εκδηλώθηκε υπό τις συνθήκες που αναφέρει στην αγωγή του αφού αυτός υπέστη έμφραγμα τον Ιούνιου του 2018, το οποίο όμως δεν αντιμετωπίστηκε με προσήκουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με αποτέλεσμα στη συνέχεια να επιδεινωθεί η υγεία του κατά τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του ενώ δεν αποναυτολογήθηκε αλλά για επί εξάμηνο συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες υπό συνθήκες έκτακτες και μη κανονικές και ότι για το λόγο αυτό η εκδηλωθείσα κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του ασθένεια του συνιστά εργατικό ατύχημα, δεδομένου ότι αυτός προ της προσλήψεώς του είχε υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις και σε καρδιολογικό έλεγχο και αφού διαπιστώθηκε ότι ήταν υγιής, αφού εκδόθηκαν τα απαιτούμενα ιατρικά πιστοποιητικά, ενώ πλέον είναι πλήρως και μόνιμα ανίκανος να ασκήσει το ναυτικό επάγγελμα του Πλοιάρχου ή άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδυνάμου, γεγονός που πιστοποιήθηκε τόσο από την υγειονομική επιτροπή όσο και από τις εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να απασχοληθεί και πάλι στους εφεσίβλητους. Ακολούθως αιτήθηκε την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση λόγω πλήρους μόνιμης ανικανότητας προς εργασία δηλαδή το ποσό των 212.093,62 ευρώ εις ολόκληρον από τους εφεσίβλητους εναγόμενους, τους μισθούς ασθενείας ασθενείας τεσσάρων μηνών, για το χρονικό διάστημα από την απόλυσή του από το πλοίο την 6η.12.2018 έως την 6η.4.2018, που διήρκησε κατ’ ελάχιστο η νοσηλεία του, ύψους 46.642,80 ευρώ και δαπάνες νοσηλείας στις οποίες υπεβλήθη ποσού 1.155,80 ευρώ και συνολικά 259.892,22 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα λόγω της εγκατάστασης της αντιπροσώπου της πλοιοκτήτριας στη ….., την ιθαγένεια του εκκαλούντος και του τρίτου εφεσίβλητου και την κατάρτιση της σύμβασης ναυτολόγησης στη Βούλα και επομένως διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης και έκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση το δίκαιο που ρύθμιζε τη σύμβαση ναυτολόγησης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 του ΑΚ. Η αγωγή κρίθηκε ορισμένη και με νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 71, 297 εδ. α’, 346, 914, 926 ΑΚ, 1, 2, 3 περ. 1,4, 7 ν. 551/1915, 66 ΚΙΝΔ, 1 παρ. 1 και 2 ν. 762/1978. Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είχε καταβληθεί το δικαστικό ένσημο κατά το μέρος που η αγωγή υπόκειτο σε δικαστικό ένσημο και εντέλει την απέρριψε στο σύνολο της ως ουσιαστικά αβάσιμη κρίνοντας ότι η ασθένεια που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης δεν συνιστά εργατικό ατύχημα. Να σημειωθεί ότι οι δεύτερη και τρίτος των εφεσιβλήτων υπέβαλαν πρωτοδίκως ως προς τους μισθούς ασθενείας τον ισχυρισμό περί παραγραφής τον οποίο και δεν εξέτασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κρίνοντας ότι παρέλκει η εξέταση του. Κατά της εκκαλουμένης παραπονείται τώρα ο ενάγων ήδη εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του.
Κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. 24-7/25-8-1920 και εφαρμόζεται, κατά το αρθρ. 66 Ν. 3816/1958 «περί κυρώσεως του Κωδικός Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου», και σε περίπτωση ατυχήματος ναυτικού, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής της, για το οποίο παρέχεται αποζημίωση κατά τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του εργαζομένου που επιφέρει (ο τραυματισμός) ανικανότητα αυτού προς εργασία πέραν των 4 ημερών, όταν αυτό είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο δεν θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε η σχέση παροχής των υπηρεσιών και η υπό συγκεκριμένες περιστάσεις προσφορά τους. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 παρ. 4 του ίδιου ως άνω Ν. 551/1915, προκύπτει ότι ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την προεκτεθείσα έννοια, είναι και εκείνο το οποίο επέρχεται ακόμη και εκτός του τόπου και του χρόνου της εργασίας, συνδέεται όμως με αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, όταν λόγω της εργασίας δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις, που ήταν αναγκαίες για την επέλευση του ατυχήματος και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (ΜονΕφΠειρ 251/2013 ΕΝΑΥΤΔ 2013/300). κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κ.Ν. 551/1915, που παρέμεινε σε ισχύ με το άρθρο 38 Εισ.ΝΑΚ και το άρθρο 66 του Κ.Ι.Ν.Δ. (Ν. 3816/1958), εφαρμόζεται δε και στα ατυχήματα των ναυτικών, ατύχημα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την παροχή εργασίας είναι και η νόσος του εργαζομένου, συνεπεία της οποίας επήλθε ο θάνατος αυτού, εφόσον προήλθε όχι από τη βαθμιαία εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του, ακόμη και αν αυτή οφείλεται στους δυσμενείς μεν, συνηθισμένους όμως και σύμφυτους προς την παροχή της όρους της εργασίας, αλλά από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια κάποιου εξωτερικού αιτίου. Τούτο συμβαίνει είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, είτε όταν η απασχόληση του εργαζομένου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου, (άρθρο 662 ΑΚ), δεν μπορεί να αξιώσει τη συνέχιση της απασχολήσεως του ασθενούντος εργαζομένου και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι τον χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος (Ολ.ΑΠ 937/1975). Στην τελευταία περίπτωση, άρα, βασική προϋπόθεση για την μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικά δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζομένου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη και γι` αυτό ακριβώς δεν υπάρχει τέτοια παραβίαση και συνακόλουθα εργατικό ατύχημα με την παραπάνω έννοια, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και γενικότερα ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεώς του (ΑΠ 1690/2013 ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΝΑΥΤΔ 2013/283). Όπως προκύπτει από το άρθρο 3 παρ. 1 – 5 του ν. 551/1915, αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω : α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Αντίθετα, από τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 3, κατά τις οποίες, όταν η μερική ή ολική ανικανότητα, που εμφανίστηκε στην αρχή ως πρόσκαιρη, αποδείχθηκε στη συνέχεια διαρκής, η αποζημίωση που καταβλήθηκε για πρόσκαιρη (ολική ή μερική) ανικανότητα, εκπίπτεται από το οφειλόμενο ποσό αποζημίωσης για τη διαρκή ανικανότητα (μερική ή ολική), προκύπτει πρόθεση του νομοθέτη για τη χορήγηση μιας και ενιαίας μορφής αποζημίωσης για κάθε διακεκριμένη περίπτωση από τις παραπάνω αναφερόμενες και με βάση την ανικανότητα η οποία τελικά θα παραμείνει στον παθόντα εργάτη ή υπάλληλο σαν αποτέλεσμα του ατυχήματος. Σημειωτέον ότι από τα πιο πάνω εκτιθέμενα παρέπεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η αθροιστική επιδίκαση αποζημίωσης για ολική και μερική ανικανότητα και, συνεπώς, ο εργάτης ή υπάλληλος, ο οποίος λόγω ατυχήματος κατέστη προσκαίρως ολικά ανίκανος και στη συνέχεια μερικά αλλά διαρκώς, θα πάρει μόνο μία αποζημίωση, δηλαδή εκείνη που αντιστοιχεί στην τελική μερική διαρκή ανικανότητα για εργασία, όχι δε και αυτή που αντιστοιχεί στην πρόσκαιρη ολική ανικανότητα (ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 2008.388, ΕφΠειρ 162/2003 ΕΝΔ 2003.104). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 551/1915, σε περίπτωση μερικής διαρκούς ανικανότητας προς εργασία οφείλεται στον παθόντα αποζημίωση ίση με το εξαπλάσιο του ποσού, ως προς το οποίο ελαττώθηκε ή μπορεί να ελαττωθεί το ετήσιο από το μισθό εισόδημα αυτού, δηλαδή ως βάση για τον υπολογισμό της πιο πάνω αποζημίωσης λαμβάνονται οι πραγματικές αποδοχές που καταβάλλονταν πράγματι στον παθόντα μέσα στο πριν από το ατύχημα δωδεκάμηνο και, αν η εργασία του δεν διήρκεσε σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αυτές τις οποίες αυτός θα εισέπραττε με βάση την ειδικότητά του και το είδος της εργασίας του (ΕφΠειρ 648/2008 ο.π., Εφ Πειρ 84/1992 ο.π.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 β και 2 του αυτού ως άνω νόμου, για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημίωσης, το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, προκειμένου περί οποιουδήποτε άλλου εργάτη (πλην μαθητευομένων και εργατών, που δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους) λογίζεται ίσος με την αντιμισθία, που λήφθηκε πραγματικά απ` αυτόν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα λιγότερο των δώδεκα μηνών πριν από το ατύχημα, ως βάση του υπολογισμού της αποζημίωσης λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία, την οποία έλαβε από την πρόσληψή του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας, την οποία κατά το χρονικό διάστημα, που απαιτείται προς συμπλήρωση του δωδεκαμήνου πριν από το ατύχημα, μπορούσε να λάβει, με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα (ΕφΠειρ 470/2014 δημ. νόμος). Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου. Εάν η σύμβαση ναυτολόγησης λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως περισσότερο από τέσσερις μήνες. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν. Αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους. Από τις διατάξεις του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένεια του προήλθε από εργατικό ατύχημα, δικαιούται μισθό ασθενείας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ` αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έχει δηλαδή αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή και αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού (ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝΔ 36.308). Ο μισθός ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός (ΕφΠειρ. 984/2001, ΠειρΝομ 2002/277), παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του Π.Δ. 1212/1981 «Περί τροποποιήσεως της παραγρ. 7 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 2652/1953 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Νόμου 1752/1951 περί ναυτικής εργασίας”» (ΦΕΚ Α 299/9.10.1981), συνίσταται δε σε ό,τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια. Υπολογίζεται, δηλαδή, με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν έχει συμφωνηθεί κλειστός μισθός (ΕφΠειρ. 951/2013, Δνη 2014/151, ΕφΠειρ. 648/2008, ΕΝαυτΔ 36/388). Ανώτατο όριο των οφειλόμενων μισθών ασθενείας και λοιπών εξ αυτής παροχών είναι το τετράμηνο από της απολύσεως λόγω της ασθενείας (ΕφΠειρ. 333/2003, ΕΝαυτΔ 2003/270). Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθενείας, σε αντίθεση με την θεμελίωση της αξίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, υπό την έννοια ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΜονΕφΠειρ. 619/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 251/2013, ΕΝαυτΔ 2013/300, Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, σελ. 214 επομ., Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 56, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος Ι, 2004, σελ. 350 επομ., βλ. σχετ. και Ι. Ρόκα – Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 147, σελ. 80, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1989, σελ. 152). Η έναρξη της υποχρέωσης, για την καταβολή του μισθού ασθενείας αρχίζει από την λύση της σύμβασης λόγω ασθενείας, η οποία συμπίπτει κατά το πλείστον με την αποβίβαση του ασθενή ναυτικού στη ξηρά (ΕφΠειρ. 330/2016 σε ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, ΕφΠειρ 499/2011, ΕΝαυτΔ 2011/393 = Αρμ. 2012/752, ΕφΠειρ. 498/2000, ΕΝαυτΔ 2008/281, ΕφΠειρ 385/2006, ΠΕΙΡΝΟΜ 2006.460, Δ. Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 255).
Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης της συζύγου του εκκαλούντος ενώπιο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τη δοθείσα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ, με αριθμό …./18.12.2019 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς του κατοίκου . … ναυτικού ……., η οποία ελήφθη κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του άλλου διάδικου μέρους, σύμφωνα με τη με αριθμό …./12.12.2019 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, …………, τις με αριθμούς …./13.1.2020 και …./13.1.2010 ένορκες βεβαιώσεις του κατοίκου …. ιδιωτικού υπαλλήλου …. …. και του κατοίκου …. μηχανικού ……….. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……….., μετά από νόμιμη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους σύμφωνα με τη με αριθμό ……/8.1.2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …….., ενώ δε θα ληφθεί υπόψη, όπως και πρωτοδίκως, ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου της πόλης Taguig της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων στην οποία δεν κλήθηκε το άλλο διάδικο μέρος, από όλα τα προσκομιζόμενα σε μετάφραση από τους διαδίκους έγγραφα, και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και τους κανόνες της λογικής, αποδείχθηκαν πλήρως κατά την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου τούτου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει της από 15.5.2018 σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίστηκε στη ….. μεταξύ του εκκαλούντος και της δεύτερης εφεσίβλητης αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πλοιοκτήτριας του υπό σημαία νήσων Μάρσαλ Φ/Γ πλοίου “Κ”, ο τελευταίος προσλήφθηκε, για να εργαστεί υπό την ειδικότητα του πλοιάρχου στο προαναφερόμενο πλοίο έναντι κλειστού μηνιαίου μισθού ύψους 2.900 ευρώ για 40 ώρες εργασίας εβδομαδιαίως, αμοιβής υπερωριών ποσού 2.250 ευρώ και 1.500 ευρώ, επιδόματος αδείας ποσού 450 ευρώ, πλέον μπόνους μηνιαίου λιμενικού ελέγχου ύψους 250 ευρώ και με μπόνους επαναπρόσληψης ύψους 1.000 ευρώ, ενώ η εργοδότρια συνεισέφερε για την κοινωνική ασφάλιση του εκκαλούντος στο ποσό των 2.900 ευρώ μηνιαιως. Να σημειωθεί ότι ο τρίτος εφεσίβλητος είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης αντιπροσώπου της πλοιοκτήτριας πρώτης εφεσίβλητης στην Ελλάδα. Πριν την πρόσληψη του ο εκκαλών είχε υποβληθεί στον προβλεπόμενο από τη διαδικασία πρόσληψης ιατρικό έλεγχο, που περιλάμβανε ακτινολογικές, οφθαλμολογικές, ωτορινολαρυγγολογικές και καρδιολογικές εξετάσεις, βάσει των οποίων κρίθηκε ικανός να εργαστεί ως πλοίαρχος χωρίς κανένα περιορισμό, σύμφωνα με το από 18.4.2018 έκθεση/πιστοποιητικό ιατρικής εξέτασης και ακολούθως αυτός ναυτολογήθηκε στις 16.5.2018 στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Κατά την αποναυτολόγηση του έξι μήνες μετά στις 6.12.2018, στο λιμάνι Jingtang της Κίνας, ο εκκαλών εμφάνιζε στεφανιαία νόσο – ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια και επομένως αυτός ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολογησης του και από αυτό και μόνο το γεγονός του οφείλονται μισθοί ασθενείας τεσσάρων μηνών δηλαδή με βάση τις κλειστές συνολικές μικτές μηνιαίες αποδοχές του ύψους 11,250 ευρώ πλέον του επιδόματος τροφής ύψους 410,7 ευρώ μηνιαίως, όπως προβλεπόταν από την τελευταία σε ισχύ κατά τη ναυτολόγηση του εκκαλούντος ΣΣΝΕ πλοιάρχων ποντοπόρων πλοίων, δικαιούται 11.660,7 χ 4 συνολικά 46.642,8 ευρώ, διότι οι μισθοί ασθενείας οφείλονται με την εκδήλωση της ασθένειας και ανεξάρτητα αν αυτή μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις περί εργατικού ατυχήματος ή όχι δηλαδή ανεξάρτητα με το αν συνδέεται με τις συνθήκες παροχής της εργασίας του. Επομένως επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εκκαλών ασθένησε, αλλά απέρριψε το σχετικό αγωγικό κονδύλι ως ουσιαστικά αβάσιμο εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς κατά την εν μέρει παραδοχή του σχετικού δεύτερου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο της αυτό, και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να εκδικάσει την υπόθεση (άρθρο 435 του ΚΠολΔ), ως προς το σχετικό αγωγικό αίτημα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών στις 18.6.2018 και ενώ το πλοίο βρισκόταν εν πλω προς το λιμένα Gijon της Ισπανίας, αισθάνθηκε έντονο ίλιγγο, παρουσίασε εφίδρωση, βήχα και πυρετό. Προσήλθε σε ιατρό στο παραπάνω λιμάνι και έλαβε φαρμακευτική αγωγή για αντιμετώπιση ιώσεως. Στη συνέχεια εμφάνισε καταβολή δυνάμεων, βάρος στο στήθος και δυσχέρεια στην αναπνοή, αλλά δεν ζήτησε την αποναυτολόγηση του. Περαιτέρω στις 30.6.2018, κι ενώ το πλοίο βρισκόταν εν πλω στον Ατλαντικό ωκεανό, εκδήλωσε έντονη εφίδρωση, δυσφορία και έντονο μούδιασμα και στα δύο χέρια, έντονο ίλιγγο και μεταφέρθηκε στην καμπίνα του, όπου παρέμεινε κλινήρης για αρκετή ώρα και όταν συνήλθε δεν ζήτησε την άμεση αποναυτολόγηση του, αλλά την απόλυσή του κατά την άφιξη του πλοίου στη Βαλτιμόρη και την παλιννόστηση στην Ελλάδα. Όμως κατά τον κατάπλου στη Βαλτιμόρη που έλαβε χώρα στις 14.9.2018, ο εκκαλών δεν αποναυτολογήθηκε και συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του αν και, κατά τον αγωγικό του ισχυρισμό, υπέφερε από καταβολή δυνάμεων, υπέρταση και δυσχέρεια στην αναπνοή. Τελικά αποναυτολογήθηκε με αίτημα του στις 6.12.2018 στο λιμάνι Jintang της Κίνας. Αμέσως μετά την παλιννόστησή του επισκέφθηκε ιατρό καρδιολόγο, ο οποίος του χορήγησε θρομβολυτική αγωγή και του συνέστησε περαιτέρω καρδιολογική διερεύνηση, υπεβλήθη σε υπερηχοκαρδιογράφημα και σε στεφανιογραφία στις 18.2.2019 και διαπιστώθηκε ότι πάσχει από βαρεία στεφανιαία νόσο, του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Εξήχθη από το νοσοκομείο στις 19.2.2019 με διάγνωση στεφανιαία νόσο 3 αγγείων και ισχαιμική καρδιοπάθεια σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα του καρδιολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου “Ασκληπιείο Βούλας”. Να σημειωθεί ότι προτού υποβληθεί σε στεφανιογραφικό έλεγχο στις 18.2.2019, αναζήτησε και πάλι εργασία στο πλοίο “P” πλοιοκτησίας της πρώτης εφεσίβλητης, το οποίο διαχειρίζεται η δεύτερη, και επειδη προσήλθε στις 13.2.2019, για να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις ενόψει επικείμενης ναυτολόγησης σύμφωνα με την από 11.2.2019 αίτηση του Τμήματος Πληρωμάτων προς την Ιατρική Ναυτική Φροντίδα, τελικά δεν ναυτολογήθηκε, διότι κρίθηκε μη ικανός λόγω των προβλημάτων της υγείας του. Τέλος στις 7.5.2019 υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση αορτοστεφανιαίας τριπλής παράκαμψης (bypass) του πρόσθιου κατιόντα της περισπωμένης και του οπίσθιου κατιόντα κλάδου της δεξιάς στεφανιαίας αρτηρίας και στις 14.5.2019 έλαβε εξιτήριο με οδηγίες και φαρμακευτική αγωγή σύμφωνα με τη με αριθμό ……/23.5.2019 ιατρική βεβαίωση του νοσηλευτικού ιδρύματος “Υγεία”. Ήδη έχει κριθεί από την αρμόδια επιτροπή του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ως ανάπηρος σε ποσοστό 67% για το χρονικό διάστημα από 25.9.2019 έως 30.9.2020 για την άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος, σύμφωνα με το αντίγραφο της από 25.11.2019 γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του Ε.Φ.ΚΑ. Όμως από όλα τα παραπάνω δεν αποδείχθηκε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλών ενημέρωσε τους εφεσίβλητους για τα προβλήματα υγείας του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εκκαλών ως πλοίαρχος ήταν σε διαρκή επικοινωνία με την αντιπρόσωπο της πλοιοκτήτριας καθώς την 1.7.2018 απέστειλε στο Τμήμα πληρωμάτων της εργοδότριάς του ηλεκτρονικό μήνυμα με αίτημα την άδεια μελών του πληρώματος και επίσης την ίδια ημέρα με άλλο μήνυμα ρύθμισε τα θέματα εξόδου του πληρώματος στην ξηρά, στο λιμάνι της Βαλτιμόρης. Έστειλε την αναφορά του αλλά δεν αιτήθηκε την αποναυτολόγηση του. Επιπλέον στις 18.7.2018 και 19.7.2018 έλαβε οδηγίες σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα ηλεκτρονικά μηνύματα, αναφορικά με πρόβλημα υγείας, που αντιμετώπιζε μέλος του πληρώματός του. Να σημειωθεί ότι βασική πηγή πληροφόρησης αποτελεί ο ίδιος ο πάσχων ναυτικός, αφού αυτός γνωστοποιεί την ένταση και το είδος των συμπτωμάτων της ασθενείας του. Μόνο τότε οι κανονικές, συνθήκες εργασίας μπορούν να μετατραπούν σε ασυνήθιστες και εξαιρετικώς δυσμενείς, όταν μετά την εκδήλωση της ασθένειας του εργαζομένου συνεχίζεται η από αυτόν παροχή της εργασίας, κατά παράβαση της υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασής του. Αντίθετα δεν υφίσταται εργατικό ατύχημα, όταν ο εργοδότης δεν γνωρίζει, ούτε αγνοεί υπαίτια, ότι ο εργαζόμενος είναι ασθενής και, γενικότερα, ότι η κατάσταση της υγείας του δεν επιτρέπει την εξακολούθηση της απασχολήσεως του, και δεν αρκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το γεγονός ότι κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος όταν εκδηλώθηκαν τα συμπτώματα της ασθένειας του το πλοίο βρισκόταν εν πλω στον Ατλαντικό ωκεανό και δεν κατέστη δυνατό να τύχει άμεσης και έγκαιρης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, δεδομένου ότι από το προσκομιζόμενο ιατρικό σημείωμα του καρδιολόγου ….. . το έμφραγμα του μυοκαρδίου έλαβε χώρα το χρονικό διάστημα μεταξύ Μαΐου και Δεκεμβρίου 2018. Ενδεχομένως ο εκκαλών λόγω των αυξημένων αρμοδιοτήτων του εκ της ιδιότητας του πλοιάρχου και της επαγγελματικής ευσυνειδησίας του να υποτίμησε τα συμπτώματα της ασθενείας του και για το λόγο αυτό να μη ζήτησε την άμεση αποναυτολόγηση του. Τούτο όμως δεν αρκεί ώστε να δικαιούται την προβλεπόμενη από τις διατάξεις περί εργατικού ατυχήματος αποζημίωση, ή τις δαπάνες νοσηλείας στις οποίες υποβλήθηκε μετά την εκδήλωση της ασθένειας του μετά την παρέλευση του τετραμήνου από την αποναυτολόγηση του. Κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και το όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό πρώτο λόγο έφεσης και στο δεύτερο λόγο έφεσης, μόνο κατά το μέρος που αφορά τις δαπάνες νοσηλείας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1§§1 εδάφ. α΄, 2 ν. 762/1978, «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 Κ.Ι.Ν.Δ., εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού που σύναψε με το ναυτικό στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρο με αυτόν, για όλες τις εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος διά την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού. Εάν την ανωτέρω σύμβαση μετά ναυτικού συνήψε στην Ελλάδα νομικό πρόσωπο, ημεδαπό ή αλλοδαπό, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς, εις ολόκληρο, για τις κατά των προηγουμένων παράγραφο απαιτήσεις του ναυτικού, όλα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικό τούτο πρόσωπο φυσικά πρόσωπα.». Εξάλλου, η παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου του πιο πάνω νόμου ορίζει: «Αξιώσεις του ναυτικού εκ του παρόντος νόμου κατά του, συμφώνως προς τις προηγούμενες παραγράφους, συνάψαντος της σύμβαση αντιπροσώπου του εργοδότου, υπόκεινται εις εξάμηνη παραγραφή, εκτός των αξιώσεων ένεκα εργατικού ατυχήματος, οι οποίες υπόκεινται εις παραγραφή τριάκοντα μηνών, των παραγραφών τούτων αρχομένων από της καθ΄ οιονδήποτε τρόπον λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως.». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται εις ολόκληρο με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από την σχέση ναυτικής εργασίας. Αν την σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρο με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως μέχρι τον χρόνο της ασκήσεως από τον ναυτικό των αξιώσεων του από την εργασιακή σχέση (Α.Π. 1090/2010 ΔΕΕ 2010.1343, Ε.Π. 761/2013 ΕΝαυτΔ 2013.197 όπου και σημείωση Κων. Πανόπουλου = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 435/2011 ΕΝαυτΔ 2012.21 = δημοσιευμένη στην τ.ν.π. Νόμος, 457/2011 ΕΝαυτΔ 2012.21, 672/2010 ΕΝαυτΔ 2010.410, 235/2010 ΕΝαυτΔ 2010.131, 305/2005 ΕΝαυτΔ 2005.82). Οι αξιώσεις του ναυτικού κατά του αντιπροσώπου αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας και, εάν πρόκειται περί νομικού προσώπου, και κατά του νομίμου εκπροσώπου του τελευταίου βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου άρθρου παραγράφονται μετά έξι μήνες από της λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως, εξαιρουμένων των αξιώσεων ένεκα εργατικού ατυχήματος, οι οποίες παραγράφονται μετά πάροδο τριάντα μηνών (Ε.Π. 464/2011 ΕΝαυτΔ 2012.8), ειδικότερα δε η παραγραφή αυτή αρχίζει από την καθ΄ οιονδήποτε τρόπο λύση της συμβάσεως ναυτολογήσεως (Ε.Π. 352/2007 ΕΝαυτΔ2007.312, 973/2005 ΕΝαυτΔ 2005.432, 140/2004 ΕΝαυτΔ 2004.114, 1138/1996 Νμλ Ναυτ. Τμημ. Ε.Π. 1996 – 1997, σελ.612, 375/1995 ΕΝαυτΔ 1996.206, 545/1994 ΕΝαυτΔ 1994.353).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι δεύτερη και τρίτος των εφεσιβλήτων επαναφέρουν νόμιμα κατ’άρθρο 240 του ΚΠολΔ την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένσταση εξάμηνης παραγραφής της αξίωσης του εκκαλούντος περί μισθών ασθενείας. Ο ισχυρισμός τους έχει νόμιμο έρεισμα στην ειδικότερη του ΚΙΝΔ διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 762/1978, και πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν δεδομένου ότι ο εκκαλών αποναυτολογήθηκε στις 6.12.2018 ενώ το αγωγικό αίτημα περί μισθών ασθενείας ασκήθηκε στις 4.11.2019. Επομένως θα πρέπει να πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως προς τη δεύτερη και τρίτο των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμη εκ της αποσβέσεως της αξίωσης του ενάγοντος λόγω παραγραφής. Ακολούθως θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως προς την πρώτη μόνο εναγομένη η από 31.10.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9939/4996/2019 αγωγή και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 46.642,8 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή (άρθρο 346 του ΑΚ). Να σημειωθεί ότι επειδή η έφεση έγινε δεκτή κατά ένα μέρος (ως προς το κεφάλαιο περί μισθών ασθενείας) ο λόγος εφέσεως περί δικαστικής δαπάνης προβάλλεται αλυσιτελώς διότι η εκκαλουμένη εξαφανίζεται και κατά το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης για το ενιαίο του εκτελεστού τίτλου. Ακολουθως, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρα 178 παρ. 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της πρώτης εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ τα υπόλοιπα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της εύλογης αμφιβολίας ως προς την έκβαση της δίκης (άρθρο 179 όπως ισχύει μετά το ν. 4842/2021 (φεκ α 190) και διορθώθηκε με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4871/2021 φεκ α 246/10.12.2021 και αυτή η διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1β του ν. 4842/2021 ισχύει από την 1η.1.2022, και εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 17.1.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2022 και αριθμό προσδιορισμού ………./2022 έφεση, κατά της με αριθμό 431/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 31.10.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2019 αγωγής
Δέχεται τυπικά και κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν την έφεση
Εξαφανίζει κατά ένα μέρος τη με αριθμό 431/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρατεί κατά το μέρος αυτό και Αναδικάζει την υπόθεση επί της από 31.10.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 αγωγής
Απορρίπτει την αγωγή ως προς τη δεύτερη και τρίτο των εναγομένων
Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή ως προς την πρώτη των εναγομένων
Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων εξακοσίων σαράντα δύο ευρώ και ογδόντα λεπτών (46.642,8) ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή
Επιβάλει σε βάρος της πρώτης εναγομένης εφεσίβλητης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος εκκαλούντος για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας και συνολικά το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ και συμψηφίζει τα λοιπά έξοδα μεταξύ των διαδίκων μερών
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Μαρτίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ