Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 197/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ  

Αριθμός απόφασης 197/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα, Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλουσών : 1) Ανώνυμης εμπορικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στον …….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) …….. και 3) ………….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο, Γρηγορία Αναστασοπούλου – Κρανιά, με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).

Της εφεσίβλητης : Εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει στο ………….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Αρχοντούλα Παπαπαναγιώτου, με δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).

Η εφεσίβλητη άσκησε την με αρ. κατ. …………/2018 αγωγή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 2052/2021 απόφασή του την έκανε εν μέρει δεκτή.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλαν οι εναγόμενες με την από 6.12.2021 με αρ. κατ. ……./2021 έφεση προς το Δικαστήριο τούτο, η οποία ορίστηκε (με την με αρ. ………/2021 έκθ. κατ. Εφετείου Πειραιώς) να συζητηθεί τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως (ΚΠολΔ 518 παρ. 1, ηλεκτρ. παράβολο ………………../2021). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εταιρεία ταχυμεταφορών και οι υπαίτιες νόμιμες εκπρόσωποί του, ήδη εκκαλούσες, να του καταβάλουν, εις ολόκληρον κάθε μία, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το χρηματικό ποσό των 114.437,42 ευρώ, άλλως 77.218,71 ευρώ, ως αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκ της υπαίτιας παράνομης προσβολής των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας της, των οποίων άνευ αδείας της, παρανόμως, έκαναν χρήση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την με αρ. 2052/2021 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Οι εκκαλούσες με την υπό κρίση έφεση παραπονούνται, η μεν πρώτη για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, μόνο ως προς το κεφάλαιο της αποζημίωσης, οι δε λοιπές, ως προς την παθητική τους νομιμοποίηση, και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή.

Από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, από τις …………../2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς (βλ. τις …………./2018 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επ. ……..) και τις ……../2018 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του συμβ/φου Αθηνών ………, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντίδικης πλευράς  (βλ. τις ……../2018 εκθέσεις επίδοσης του δικ. επ. …………), τις οποίες όλες επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, η οποία είναι εταιρεία παραγωγής λογισμικών προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (η/υ), όπως ……….., στις διάφορες εκδόσεις τους, που αποτελούν πρωτότυπα πνευματικά δημιουργήματά της, έχουσα περιουσιακό δικαίωμα και επιτρέποντας με σχετική άδειά της τη χρήση αυτών σε ένα μόνο η/υ κάθε φορά, προέβη στις 29.6.2017 και στις 3.7.2017, δυνάμει της από 28.6.2017 προσωρινής διαταγής της Προέδρου Υπηρεσίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο κεντρικό κατάστημα της πρώτης εναγομένης, εταιρείας ταχυμεταφορών, στον ……. Αττικής και στο υποκατάστημα αυτής στη ………. Αττικής, αντίστοιχα, σε αναλυτική απογραφή των προγραμμάτων, πνευματικής ιδιοκτησίας της, που ήταν εγκατεστημένα στους η/υ της πρώτης εναγομένης και των σχετικών αδειών χρήσης. Η απογραφή πραγματοποιήθηκε από τον δικαστικό επιμελητή ………. με τη βοήθεια τεχνικών η/υ της ενάγουσας και συντάχθηκαν οι … και ……/2017 εκθέσεις απογραφής. Βάσει των αποτελεσμάτων η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι η πρώτη εναγόμενη χρησιμοποιούσε παράνομα τα ακόλουθα λογισμικά προγράμματα χωρίς την άδειά της : Α) Λειτουργικά συστήματα: 1. ………. με τους ακόλουθους σειριακούς αριθμούς: ………………., συνολικά δηλαδή 7 λογισμικά. 2) ……… με τους ακόλουθους σειριακούς αριθμούς: …………….. 3) ……… με σειριακό αριθμό ……………. Β) Εφαρμογές: 1) …….. με σειριακούς αριθμούς ………….. 2) ……… με σειριακούς αριθμούς ………… 3) ………. με σειριακούς αριθμούς ………….. 4) (στο υποκατάστημα ………) ………  με σειριακό αριθμό ………… Γ) Servers: 1) ……… με σειριακό αριθμό  ……………. 2) ………. και 3) …….., 4) (στο υποκατάστημα ……….) ……….. με σειριακό αριθμό  …………, 5) ……… με σειριακό αριθμό …………… και 6) ………… Για όλα τα προγράμματα υπό στ. Α1 (συνολικά επτά), καθώς και τα προγράμματα υπό στ. Α2 (συνολικά δύο) και τους servers με στοιχεία Γ1 και Γ4, που όλα τους ήταν προεγκατεστημένα (με την ένδειξη ΟΕΜ, δηλαδή original equipment manufactured) σε η/υ, η πρώτη εναγόμενη τα αγόρασε «πακέτο» με τους υπολογιστές, όπου είχαν προεγκατασταθεί, τους οποίους αγόρασε από την εταιρεία «…………» με τα τιμολόγια υπό στοιχεία …/2004, …/2004, …./2003 (για αγορά δύο προγραμμάτων), …./2004 (για αγορά δύο προγραμμάτων), …/2004, …./2017, …./2017, …./2010 και …………../2007. Τούτο σημαίνει ότι με την αγορά των ως άνω η/υ συμπεριλαμβανόταν και η αγορά των προεγκατεστημένων σ’ αυτούς ως άνω προγραμμάτων, πνευματικής ιδιοκτησίας της ενάγουσας, από κατάστημα πώλησης της ως άνω εταιρείας (……….), στην οποία δεν αμφισβητήθηκε ότι νομίμως είχε δοθεί από την ενάγουσα άδεια χρήσης των προγραμμάτων που πωλούσε στη λιανική. Και βέβαια δεν μπορεί να προκύψει εκ των ως άνω τιμολογίων ο σειριακός αριθμός εκάστου προγράμματος, όπως τον έχει αποδώσει η ενάγουσα κατά τη στιγμή της παραγωγής του, αφού αυτό μεταπωλείται από το κατάστημα λιανικής με δικό του πλέον κωδικό ως ενσωματωμένο στον πωληθέντα η/υ, ο οποίος έχει επίσης δικό του σειριακό αριθμό και μπορεί εύκολα να ταυτοποιηθεί ακόμη και από τους σειριακούς αριθμούς των επιμέρους υλικών στοιχείων (hardware – HW) που συνθέτουν το η/υ. Άλλωστε, η ενάγουσα δεν πρότεινε, προς απόκρουση των ισχυρισμών της πρώτης εναγόμενης περί της νομιμότητας της αγοράς των εν λόγω προγραμμάτων που καταγράφηκαν στις εκθέσεις απογραφής με τα επικαλούμενα ως άνω τιμολόγια, ότι αυτά τα αγορασμένα προγράμματα, που επικαλείται η πρώτη εναγόμενη, αφορούσαν διαφορετικά από τα ως άνω επίδικα προγράμματα, που βρέθηκαν κατά την απογραφή στους η/υ της πρώτης εναγομένης. Και τούτο θα μπορούσε να το κάνει, αν η ενάγουσα είχε καταγράψει το σειριακό αριθμό του κάθε υπολογιστή ή των υλικών στοιχείων (HW) που απαρτίζουν αυτόν, όπου βρέθηκε έκαστο επίδικο πρόγραμμα, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητα του προγράμματος, που βρέθηκε και έτσι εξειδικεύοντάς τους σειριακούς αριθμούς των η/υ, όπου βρέθηκαν κατά την απογραφή προεγκατεστημένα τα επίδικα προγράμματα θα μπορούσε να προκύψει ότι οι υπολογιστές, όπου βρέθηκαν τα επίδικα προγράμματα δεν ήταν αυτοί που αγοράστηκαν με τα ως άνω τιμολόγια και περιείχαν προεγκατεστημένα τα επίδικα προγράμματα. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε και έτσι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης ότι τα επίδικα προγράμματα είναι νομίμως αγορασμένα με τα ως άνω τιμολόγια μαζί με τους υπολογιστές, όπου ήταν προεγκατεστημένα. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι μόνο από τις επικολλημένες ταμπέλες – ετικέτες γνησιότητας (……………… ήδη πλέον κατηργημένες στις νεότερες εκδόσεις των προγραμμάτων) μπορεί να αποδειχθεί η γνησιότητα του προϊόντος (των προγραμμάτων), οι οποίες δεν αποδείχθηκε ότι δεν δύναται να αποκολληθούν, να καταστραφούν ή να φθαρούν παρά μόνο με ειδική τεχνική επεξεργασία, όπως ισχυρίστηκε η ενάγουσα, η οποία (τεχνική) ουδόλως προσδιορίστηκε ούτε αποδείχθηκε, πρέπει να απορριφθεί, αφού άγει σε ανεπίτρεπτο δικονομικό περιορισμό των αποδεικτικών μέσων. Επομένως, η πρώτη εναγόμενη νομίμως έκανε χρήση των ως άνω προεγκατεστημένων προγραμμάτων, για τα οποία προσκόμισε τιμολόγια αγοράς των η/υ στα οποία είχαν προεγκατασταθεί. Σχετικά με το υπό στ. Α3 πρόγραμμα, δεν προέκυψε ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα δωρεάν αναβάθμισης από το νομίμως χρησιμοποιούμενο από την πρώτη εναγόμενη με άδεια πρόγραμμα …………. και, επομένως, εφόσον δεν διέθετε άδεια χρήσης γι’ αυτό που βρέθηκε κατά την απογραφή, αποκτηθείσα με οποιοδήποτε τρόπο από την ενάγουσα, παρανόμως ήταν εγκατεστημένο σε η/υ της, κάνοντας έτσι παράνομη χρήση του προϊόντος πνευματικής ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Επομένως γι’ αυτό η τελευταία δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το διπλάσιο της αμοιβής που συνήθως ή κατά νόμο καταβάλλεται για το είδος της εκμετάλλευσης που έκανε χωρίς την άδεια ο υπόχρεος (αρ. 65 παρ. 2 του Ν. 2121/1993). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αμοιβή για την άδεια εκμετάλλευσης του Α3 προγράμματος ανέρχεται κατά το χρόνο που βρέθηκε εγκατεστημένο σε 248 ευρώ και η αποζημίωση ανέρχεται σε (2 Χ 248) 496  ευρώ. Για τη χρήση, όμως του υπό στ. Β1 προγράμματος (……………), το οποίο χωρίς δικαίωμα χρησιμοποιούσε η πρώτη εναγόμενη σε εταιρικό περιβάλλον, για το οποίο προβλέπεται άδεια μόνο για οικιακή χρήση και δεν προβλέπεται άδεια εταιρικής χρήσης, ούτε και αμοιβή για τέτοια άδεια χρήσης (εταιρική), η ενάγουσα δεν δικαιούται αποζημίωσης για το είδος της άνευ δικαιώματος χρήσης (εταιρικής) που έκανε η πρώτη εναγόμενη. Και τούτο γιατί, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη (65 παρ. 2 του Ν. 2121/1993), η αποζημίωση προϋποθέτει αμοιβή για το είδος της χρήσης που έκανε ο υπόχρεος και, εν προκειμένω, για την εταιρική χρήση του ως άνω προγράμματος, που έκανε η πρώτη εναγόμενη δεν προβλέπεται αμοιβή αφού απαγορεύεται η τοιαύτη (εταιρική) χρήση του. Δικαιούται η ενάγουσα μόνο να ζητήσει την παράλειψη της χρήσης του εν λόγω προγράμματος από την εναγόμενη εταιρεία επ’ απειλή χρηματικής ποινής (αρ. 65 παρ. 4 του Ν. 2121/1993), που εν προκειμένω όμως δεν ζητεί. Περαιτέρω για τα υπό στ. Β2, Β3, Β4 προγράμματα, για τα οποία η πρώτη εναγόμενη δεν διέθετε άδειες χρήσης της ενάγουσας, αποκτηθείσες με οποιοδήποτε τρόπο, παρανόμως ήταν εγκατεστημένα σε η/υ της, κάνοντας έτσι παράνομη χρήση των προϊόντων πνευματικής ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Επομένως γι’ αυτά η τελευταία δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση (αρ. 65 παρ. 2 του Ν. 2121/1993). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αμοιβή για την άδεια εκμετάλλευσης των προγραμμάτων ανέρχεται κατά το χρόνο που βρέθηκαν εγκατεστημένα σε 650 ευρώ, 508 ευρώ και 693,85 ευρώ,  αντίστοιχα, και η αποζημίωση ανέρχεται σε [(2 Χ 650 + 2 Χ 508 + 693,85) Χ 2 =] 6.019,70 ευρώ. Περαιτέρω για τους υπό στ. Γ5 και Γ6 servers, που διέθετε η πρώτη εναγόμενη, οι οποίοι συνδέονταν με την εφαρμογή για τον εντοπισμό δεμάτων, στους οποίους μπορούσε να κάνει χρήση απεριόριστος αριθμός πελατών της, δεν διέθετε άδειες για αυτού του είδους τη χρήση (δηλαδή τις ……… και …………..), αποκτηθείσες με οποιοδήποτε τρόπο, και, επομένως, έκανε παράνομη χρήση των ως άνω προϊόντων πνευματικής ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Επομένως γι’ αυτά η τελευταία δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση (αρ. 65 παρ. 2 του Ν. 2121/1993). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αμοιβή για την άδεια εκμετάλλευσης των προγραμμάτων (δηλαδή τις …… και …………..) ανέρχεται κατά το χρόνο που βρέθηκαν εγκατεστημένα σε 7.900,50 ευρώ και 2.224,07 ευρώ  αντίστοιχα και όχι 9.716,62 ευρώ και 2.757,84 ευρώ, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, η οποία εσφαλμένως συνυπολογίζει, ως βάση για την αποζημίωση, την αμοιβή με τον αναλογούντα φόρο (ΦΠΑ), ο οποίος αποτελεί τη διαφορά στις ως άνω τιμές, που όμως δεν αποτελεί αμοιβή αλλά φόρος. Έτσι η οφειλόμενη αποζημίωση ανέρχεται σε [(7.900,50 + 2.224,07) Χ 2=] 20.249,14 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το υπό στ. Γ2 πρόγραμμα, το οποίο αναφέρεται ότι βρέθηκε στον ίδιο η/υ (τύπο super micro cluster, computer room admin HV 1, 2, 3) με τον οποίο βρέθηκε και το με σειριακό αριθμό λειτουργικό πρόγραμμα . ……. (βλ. αρ. 4 α.α. 11 και 12 της υπ’ αρ. ……/2017 έκθεση απογραφής του δικ. επ. ………) έχει καταγραφεί εσφαλμένα από τον δικ. επιμ. ως ………., αντί του ορθού ……………., (επιτρεπομένης της ανταπόδειξης ΚΠολΔ 438, 440), όπως προκύπτει από το απόσπασμα του διαχειριστικού προγράμματος της βάσης δεδομένων της εναγομένης, το οποίο προσκομίζεται, όπου φαίνεται η έκδοση του εν λόγω προγράμματος, που πραγματικά είχε και χρησιμοποιούσε η πρώτη εναγόμενη και όχι του εσφαλμένως καταγεγραμμένου στην έκθεση απογραφής. Το εν λόγω πρόγραμμα (………), ως συνομολογείται, διατίθεται από την ενάγουσα προς χρήση δωρεάν. Σχετικά δε με το υπό στ. Γ3 πρόγραμμα, που αφορά τις άδειες σύνδεσης των χρηστών – υπαλλήλων της πρώτης εναγομένης με τον server, αποδείχθηκε ότι η τελευταία διέθετε 35 ανώνυμες άδειες χρηστών. Αυτό της έδινε το δικαίωμα να εισέρχονται έως και 35 χρήστες υπάλληλοί της στον server της την ίδια χρονική στιγμή από διαφορετικούς η/υ. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι με τα προγράμματα (Γ1 και Γ2) που είχε εγκατεστημένα επιτρεπόταν σε περισσότερους από 35 χρήστες να εισέρχονται ταυτόχρονα στον server της. Έτσι, αν και όλοι οι υπάλληλοι της ήταν συνολικά 92, μόνο έως 35, αδιαφόρως ταυτότητας αφού οι άδειες ήταν ανώνυμες, μπορούσαν να είναι χρήστες και να εισέρχονται στον server ταυτόχρονα, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν τον επιτρεπόμενο αριθμό 35. Δηλαδή δεν προέκυψε ότι τα προγράμματα που βρέθηκαν εγκατεστημένα (Γ1 και Γ2) επέτρεπαν σε περισσότερους από 35 χρήστες να εισέρχονται και να κάνουν χρήση δεδομένων ταυτόχρονα και δεν απέτρεπαν («μπλοκάριζαν») όσους υπεράριθμους προσπαθούσαν την ίδια στιγμή, όπως κανονικά θα έκανε ένα νομίμως αδειοδοτημένο πρόγραμμα για χρήση μέχρι 35 χρηστών. Και αφού δεν προέκυψε ότι περισσότεροι από 35 χρήστες μπορούσαν να εισέρχονται στους servers την ίδια χρονική στιγμή, η εναγόμενη δεν υποχρεούταν να διαθέτει περισσότερες άδειες. Επομένως η πρώτη εναγόμενη δεν έκανε παράνομη χρήση του εν λόγω προγράμματος και δεν είναι υπόχρεη καταβολής αποζημίωσης στην ενάγουσα για το πρόγραμμα αυτό, βάσει της αμοιβής για τις άδειες χρήσης (………….). Βάσει των ανωτέρω η πρώτη εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση στην ενάγουσα που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (496 + 6.019,70 + 20.249,14) 26.764,14 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Σχετικά με το κεφάλαιο της πρωτόδικης απόφασης που αφορά την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (2.000 ευρώ), δεν υπάρχει σχετικός λόγος έφεσης και επομένως αυτό δεν θα διερευνηθεί από το Δικαστήριο (ΚΠολΔ 522). Ως προς τις πρωτοδίκως υποβληθείσες ενστάσεις περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής και περί συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην επέλευση της περιουσιακής βλάβης, που επανυποβάλλονται με σχετικό λόγο έφεσης, αυτές πρέπει να απορριφθούν κατ’ ουσίαν, ενόψει του ότι, όπως προέκυψε εκ των ανωτέρω, η πρώτη εναγόμενη δεν προέβη σε όλες τις νόμιμες ενέργειες προς αποφυγή της περιουσιακής βλάβης, ούτε προέκυψε ότι η ενάγουσα παρήγαγε προγράμματα ευάλωτα προς αντιγραφή και πρόσφορα σε παράνομη χρήση τους. Περαιτέρω, ως προς την υπαιτιότητα των δεύτερης και τρίτης εναγομένων, αντιπρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος, αντίστοιχα, προέκυψε ότι αυτές ήταν μεν οι νόμιμοι εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης, πλην όμως δεν ήταν υπαίτιες, αφού δεν ήταν υπεύθυνες για τη λειτουργία του Τμήματος Πληροφορικής, το οποίο διέθετε η πρώτη εναγόμενη με διευθυντή και υπεύθυνο αυτού τον …………….. και, επιπλέον, δεν είχαν γνώση για την ύπαρξη των ως άνω παρανόμως χρησιμοποιηθέντων προγραμμάτων. Άλλωστε δεν διέθεταν τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις για να ελέγξουν την εγκατάσταση και λειτουργία αυτών. Επομένως, δεν είναι συνυπαίτιες με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, που εκπροσωπούν και δεν ευθύνονται παθητικά και εις ολόκληρον με εκείνη. Μετά ταύτα η υπό κρίση αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν σε βάρος μόνο της πρώτης εναγομένης, υποχρεώνοντάς την να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό χρηματικό ποσό των (26.764,14 + 2.000 ηθική βλάβη) 28.764,14 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ενώ έπρεπε η αγωγή να απορριφθεί κατ’ ουσίαν σε βάρος των δεύτερης και τρίτης εναγομένων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν την αγωγή και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον, νομιμοτόκως, στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 74.577,42 ευρώ, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη εν όλω (για την ενότητα της εκτέλεσης), να κρατηθεί η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή μόνο ως προς την πρώτη εναγόμενη, σύμφωνα με τα ανωτέρω, και να απορριφθεί η αγωγή ως προς τις λοιπές δύο εναγόμενες. Το παράβολο της έφεσης πρέπει να επιστραφεί στον καταθέσαντα. Μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της πρώτης εναγομένης εκκαλούσας, ενώ τα δικαστικά έξοδα των δεύτερης και τρίτης εναγομένων εκκαλουσών πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας εφεσίβλητης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 2052/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της αγωγής.

Δέχεται εν μέρει αυτήν ως προς την πρώτη εναγόμενη και απορρίπτει αυτήν ως προς την δεύτερη και την τρίτη εναγόμενες.

Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 28.764,14 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον καταθέσαντα αυτό.

Καταδικάζει την πρώτη εναγόμενη εκκαλούσα στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας εφεσίβλητης και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε 1.400 ευρώ.

Καταδικάζει την ενάγουσα εφεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δεύτερης και τρίτης εναγομένων εκκαλουσών και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που καθορίζει συνολικά σε 4.500 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους νομικούς παραστάτες, στον Πειραιά στις  5.4.2023

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ