ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 198 /2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον δικαστή, Ηλία Σταυρόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και τη γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……….. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος : Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται από το Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και στην προκειμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τη Δικαστική Πληρεξούσια ΝΣΚ, Σπυριδούλα Φωτοπούλου με έγγραφη δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2).
Των εφεσιβλήτων : 1) Πιστωτικός Συνεταιρισμός με την επωνυμία «…………..», με έδρα το ………, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο, Κυρατσούλα Τσουρού με έγγραφη δήλωση (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) και 2) Ιω……………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο.
Το εκκαλούν άσκησε την με αρ. κατ. ………./2017 ανακοπή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο με την με αρ. 1771/2018 απόφασή του την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσία.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε το ανακόπτον με την με αρ. κατ. ……../2020 έφεσή του, η οποία ορίστηκε να συζητηθεί (με την με αρ. κατ. ………../2022 Εφετ.Πειραιώς) τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή αυτής της απόφασης.
Οι πληρεξούσιοι νομικοί παραστάτες των παρισταμένων διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αρ. κατ. ………../2017 ανακοπή για τη μεταρρύθμιση του ……../2017 πίνακα κατάταξης της συμβ/φου Αθηνών, ………… Οι κατατάξεις που προσέβαλε αφορούσαν ποσά, αφενός μεν σχετικά με τη νομιμότητα και το ύψος των εξόδων του δικαστικού επιμελητή, αφετέρου δε σχετικά με το αν κάποια έξοδα έγιναν για το συμφέρον όλων των δανειστών. Έτσι, σε σχέση με τα πρώτα, η ανακοπή ασκήθηκε εναντίον της καθ’ ης επισπεύδουσας, που τα προκατέβαλε, αλλά και εναντίον του καθ’ ου δεύτερου εφεσιβλήτου δικαστικού επιμελητή, ο οποίος νομιμοποιούταν παθητικώς από κοινού μαζί της, ενώ ως προς τα δεύτερα αρκούσε μόνο η παθητική νομιμοποίηση της καθ’ ης επισπεύδουσας πρώτης εφεσίβλητης, αφού γι’ αυτά δεν νομιμοποιούταν παθητικά ο καθ’ ου δεύτερος εφεσίβλητος. Μεταξύ των κατατάξεων της δεύτερης κατηγορίας ήταν και αυτή για το ποσό των 4.157,31 ευρώ, που αφορούσε έξοδα ματαιωθέντος πλειστηριασμού λόγω πλημμελούς προδικασίας, και στο οποίο κατατάχθηκε η καθ’ ης η ανακοπή εφεσίβλητη επισπεύδουσα, που τα προκατέβαλε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη (1771/2018) απέρριψε το σχετικό λόγο ανακοπής πρωτίστως ως αόριστο, δεχόμενο ότι δεν αναφερόταν στην ανακοπή σε τι συνίσταται η πλημμέλεια στην προδικασία. Επιπλέον δε, καταδίκασε το εκκαλούν ανακόπτον στη χρηματική ποινή του άρθρου 205 ΚΠολΔ, ποσού 1.000 ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Εναντίον αυτής της απόφασης το εκκαλούν άσκησε εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) την υπό κρίση έφεση εναντίον της επισπεύδουσας και του δικαστικού επιμελητή, παραπονούμενο για την απόρριψη του σχετικού λόγου ανακοπής, που αφορούσε την πιο πάνω κατάταξη και για την καταδίκη του στη χρηματική ποινή. Ως προς τον τελευταίο εφεσίβλητο, όμως, η έφεση κρίνεται ως απαραδέκτως ασκηθείσα και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και αυτεπαγγέλτως, αφού η ανακοπή για την κατάταξη του επίδικου ποσού για το λόγο ότι αυτό δεν έγινε προς όφελος όλων των δανειστών, δεν στρεφόταν εναντίον του, γιατί δεν νομιμοποιούταν παθητικά, αλλά μόνο εναντίον της επισπεύδουσας, που κατατάχθηκε στο εν λόγω ποσό, η οποία και μόνο νομιμοποιούταν. Ως προς την πρώτη εφεσίβλητη η έφεση κρίνεται παραδεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του απέρριψε το σχετικό λόγο ανακοπής που αφορούσε την κατάταξη της εφεσίβλητης στο ποσό των 4.157,31 ευρώ, που αυτή προκατέβαλε ως επισπεύδουσα στον δικαστικό επιμελητή για έξοδα ματαιωθέντος πλειστηριασμού λόγω πλημμελειών στην προδικασία, αυτός πρέπει να απορριφθεί, αφού καλώς απορρίφθηκε πρωτοδίκως ο σχετικός λόγος ανακοπής, καθώς στο δικόγραφό της δεν αναφέρθηκε ποια ήταν ακριβώς η πλημμέλεια στην προδικασία, για την οποία ματαιώθηκε ο πλειστηριασμός.
Σε σχέση με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν παραπονείται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το καταδίκασε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου στη χρηματική ποινή του άρθρου 205 ΚΠολΔ, ποσού 1.000 ευρώ, ενόψει του ότι δεν είχε άμεσο δόλο και του ότι το ίδιο είναι δανειστής και οφειλέτης του εν λόγω ποσού, αυτοί πρέπει να απορριφθούν ελλείψει εννόμου συμφέροντος, γιατί δεν υφίσταται καμία βλάβη εκ της ως άνω διάταξης της πρωτόδικης απόφασης, αφού, όπως και το ίδιο συνομολογεί, στο πρόσωπό του συντρέχουν ταυτόχρονα και οι δύο ιδιότητες, αυτή του δανειστή και αυτή του οφειλέτη του ίδιου ποσού για την ίδια αιτία και, επομένως, επήλθε εν τη γενέσει απόσβεση της ενοχής του με σύγχυση.
Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης πρέπει η έφεση να απορριφθεί και να καταδικαστεί το εκκαλούν την πληρωμή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εφεσίβλητης αυτού του βαθμού, μειωμένων κατ’ άρθρ. 22 Ν. 3693/1957. Παράβολο ανακοπής ερημοδικίας δεν θα οριστεί γιατί δεν προβλέπεται η άσκησή της στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση (ΚΠολΔ 937).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην του δεύτερου εφεσιβλήτου και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση.
Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων αυτού του βαθμού δικαιοδοσίας της πρώτης εφεσίβλητης, που καθορίζει σε 300 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 5.4.2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ