Αριθμός 110 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 21-8-2017 (γεν. αριθμ.καταθ…….) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου κατά της υπ΄ αριθμ. 3512/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλούμενης απόφασης που έλαβε χώρα στις 27-7-2017 όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμ. ….. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 21-08-2017 (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ).Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 28-07-2016 (γεν.αριθμ.καταθ. ……) αγωγή της εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι με το εναγόμενο συνήψε α) το έτος 2011, κατόπιν διενέργειας πρόχειρου διαγωνισμού, την από 4-2-2011 σύμβαση παροχής υπηρεσιών απεντόμωσης- μυοκτονίας έναντι αμοιβής 3.500,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ, β) το έτος 2013 με απευθείας ανάθεση την από 18-07-2013 σύμβαση παροχής υπηρεσιών πλυσίματος σιδερώματος και διανομής κλινικού ιματισμού έναντι αμοιβής 18.102,70 ευρώ πλέον ΦΠΑ, γ) το έτος 2014 με απευθείας ανάθεση τις από 24-01-2014, 03-04-2014, 19-05-2014 και 01-09-2014 συμβάσεις παροχής υπηρεσιών πλυσίματος, σιδερώματος και διανομής κλινικού ιματισμού έναντι αμοιβής 17.398,36 ευρώ, 12.427,40ευρώ, 17.573,00 ευρώ και 4.820,46 ευρώ αντίστοιχα πλέον ΦΠΑ και δ) το έτος 2015, με απευθείας ανάθεση, τις από 19-01-2015 και 23-03-2015 συμβάσεις παροχής υπηρεσιών πλυσίματος, σιδερώματος και διανομής κλινικού ιματισμού, έναντι αμοιβής 16.621,28 ευρώ και 8.310,64 ευρώ αντίστοιχα πλέον ΦΠΑ καθώς και την από 24-04-2015 σύμβαση παροχής υπηρεσιών διανομής υλικού, έναντι αμοιβής 16.621,28 ευρώ, πλέον ΦΠΑ. Ότι σε εκτέλεση των άνω συμβάσεων, η ίδια παρείχε στο εναγόμενο προσηκόντως τις υπηρεσίες της κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, εκδοθέντων προς τούτο των σχετικών τιμολογίων, συνολικού ποσού 137.965,13 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Ότι το εναγόμενο παρά την ανεπιφύλακτη παραλαβή εκ μέρους του των σχετικών τιμολογίων, αρνείται να εξοφλήσει σ΄αυτήν την ως άνω οφειλόμενη αμοιβή της αν και οχλήθηκε επανειλημμένως προς τούτο.Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ανωτέρω οφειλόμενο συνολικό ποσό των 137.965,13 ευρώ με βάση τις διατάξεις από τη σύμβαση, επικουρικά δε σε περίπτωση που κριθεί ότι οι ανωτέρω συναφθείσες συμβάσεις είναι άκυρες, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις καθόσον ως προς το ποσό αυτό το εναγόμενο κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της.Επίσης, το ανωτέρω ποσό η ενάγουσα ζήτησε να της καταβληθεί νομιμοτόκως από τότε που το κάθε επιμέρους ποσό κατέστη απαιτητό, άλλως από την πάροδο της προθεσμίας των 30 ημερών της υποπαραγράφου Ζ5 της παραγράφου Ζ του Ν. 4152/2013,άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με επιτόκιο υπολογιζόμενο σύμφωνα με την υποπαράγραφο Ζ3 της παραγράφου Ζ του Ν. 4152/2013. Τέλος η ενάγουσα ζήτησε να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί το εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία η αγωγή ως προς την κύρια κατά τις διατάξεις από τη σύμβαση κρίθηκε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 681 επ., 330, 340, 341, 345 ΑΚ και 907, 908 και 176 ΚΠολΔ μόνο ως προς την ανωτέρω από 04-02-2011 σύμβαση που καταρτίστηκε εγγράφως και κατόπιν διενέργειας πρόχειρου διαγωνισμού, καθώς και την από 18-07-2013 σύμβαση η οποία καταρτίστηκε με απευθείας ανάθεση και υπολείπεται του ποσού των 20.000 ευρώ (άνευ ΦΠΑ) που κατά τον κρίσιμο χρόνο αποτελούσε το ανώτερω όριο για τη σύναψη συμβάσεως προμήθειας με Ν.Π.Δ.Δ, μέσω της διαδικασίας της απευθείας ανάθεσης. Ενώ ως προς τις λοιπές συμβάσεις που καταρτίστηκαν κατά τα έτη 2014 και 2015, ανερχόμενες συνολικά κατ΄έτος στα ποσά των 64.229,64 ευρώ και 51.110,43 ευρώ, αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, η αγωγή κατά την κύρια βάση της κρίθηκε ως μη νόμιμη καθόσον οι εν λόγω συμβάσεις υπερβαίνουν σε ετήσια βάση το ποσό των 20.000 ευρώ άνευ ΦΠΑ, μέχρι του οποίου επιτρέπεται η άνευ ειδικών λόγων προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης ενώ δεδομένου ότι η ετήσια δαπάνη των συμβάσεων αυτών υπερβαίνει το ποσό των 45.000,00 ευρώ η έγκριση για τη σύναψη αυτών από τα αρμόδια διοικητικά όργανα του εναγομένου έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 27 παρ.11 του Ν. 3867/ 2010, χωρίς να προκύπτει ότι της ανάθεσης αυτής προηγήθηκε η σχετική έγκριση σκοπιμότητας. Κατόπιν η αγωγή κρίθηκε νόμιμη ως προς τις συμβάσεις αυτές κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 158, 159 παρ.1, 160, 180, 904 επ., 340, 345, 346 ΑΚ και 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Στη συνέχεια, το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί επιδικάσεως τόκων υπερημερίας με έναρξη της τοκογονίας από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου ποσού και με ύψος επιτοκίου βάσει των διατάξεων της παρ. Ζ του Ν. 4152/2013 κρίθηκε νόμιμο μόνο ως προς την ανωτέρω από 18-07-2013 σύμβαση η οποία καταρτίσθηκε εγκύρως και μετά τη θέση σε ισχύ του ανωτέρω Ν. 4152/2013, ενώ ως προς την από 04-02-2011 σύμβαση που καταρτίσθηκε εγκύρως αλλά πριν τη θέση σε ισχύ του ιδίου ως Ν. 4152/2013 το σχετικό αίτημα κρίθηκε νόμιμο από τη δήλη ημέρα καταβολής του αντίστοιχου ποσού και με επιτόκιο υπερημερίας ύψους 6% ετησίως (αφού δεν προβλήθηκε ούτε επικουρικώς αίτημα για υπολογισμό του επιτοκίου με βάση τις διατάξεις του πδ 166/ 2003).Ως προς δε τις λοιπές συμβάσεις που καταρτίστηκαν ακύρως στηριζόμενες στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, το παρεπόμενο αίτημα περί επιδικάσεως τόκων κρίθηκε νόμιμο από την επίδοση της αγωγής και με επιτόκιο ύψους 6% ετησίως.Ενόψει όλων των ανωτέρω η εκκαλούμενη απόφαση αφού σύμφωνα με τα παραπάνω απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 137.965,13 ευρώ ως ακολούθως : α) το ποσό των 22.266,32 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου και με το επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις πλέον πρόσφατες βασικές της πράξης αναχρηματοδότησης προσαυξημένο κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, β) το ποσό των 358,74 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου και με επιτόκιο 6% ετησίως και γ) το υπόλοιπο ποσό των 115.340,07 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και με επιτόκιο 6% ετησίως.Τέλος κήρυξε την απόφαση ως προς την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000,00) ευρώ και καταδίκασε το εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία όρισε στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ.Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεσή του το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου. Στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ./τος 496/ 1974 περί λογιστικού των ΝΠΔΔ, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (βλ. Ολ ΑΠ 3/2006, ΑΠ 1917/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η οποία είναι ανάλογη με το άρθρο 21 του ΒΔ της 26-6/10-7-1944, περί του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος για κάθε οφειλή ΝΠΔΔ ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση ή σε ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση σχετικής αγωγής (ΑΕΔ 7/ 2011, Αρμ 2011. 816, ΑΠ Ολ 10/2008, ΟλΑΠ 7/2000 και ΑΠ 157/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Ειδικό νόμο σε σχέση με το άρθρο 7 παρ. 2 του ΝΔ 496/1974 ως προς τη δημιουργία υπερημερίας σε περίπτωση χρηματικής οφειλής ΝΠΔΔ και του οφειλόμενου ποσοστού τόκου, αποτελεί το ΠΔ 166/ 2003 που άρχισε να ισχύει από 5-6-2003 (ΦΕΚ Α` 138), με το οποίο έγινε προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, δηλαδή σε συναλλαγές που, κατά τις οριζόμενες στα άρθρα 2, 3 αυτού έννοιες, γίνονται μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, ως δημόσια δε αρχή νοείται κάθε αναθέτουσα αρχή ή φορέας όπως αυτές ορίζονται στα ΠΔ για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών, οι οποίες συναλλαγές συνεπάγονται παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. Στο άρθρο 4 του ΠΔ ορίζεται ότι: «1.Τόκος υπερημερίας οφείλεται από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση. 2. Εάν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση, και οφείλει τόκους: α) Εάν παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή αν δεν παρέλαβε ή δεν είναι βέβαιο πότε παρέλαβε τέτοιο έγγραφο, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, β) Εάν από το νόμο ή τη σύμβαση προβλέπεται διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου για την επαλήθευση της αντιστοιχίας συμφωνημένων και παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου, εφόσον παρέλαβε το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο μέχρι την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας, γ) Εάν η παραλαβή των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών ή η διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου έχει προηγηθεί, μόλις περάσουν 30 ημέρες από το χρόνο παραλαβής του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου, δ)Στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών της παρ. Ια του άρθρου 3 του παρόντος, η προθεσμία καταβολής τόκων σε κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις ορίζεται αποκλειστικώς σε 60 ημέρες. 3.0 δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον: α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός, εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση. 4. Το ύψος του τόκου υπερημερίας που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει ο οφειλέτης υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου [“επιτόκιο αναφοράς”] προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες [«περιθώριο»], εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην σύμβαση. Το επιτόκιο αναφοράς το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες. 5. Ο δανειστής, εκτός από τους τόκους, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπερήμερο οφειλέτη και εύλογη αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης της οφειλόμενης αμοιβής. Τα έξοδα αυτά υπόκεινται σε σχέση με την οφειλόμενη αμοιβή στις αρχές της διαφάνειας και της αναλογικότητας». Έτσι από την προαναφερόμενη διάταξη συνάγεται ότι για τις οφειλές νοσηλευτικού ιδρύματος, το οποίο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, από εμπορική συναλλαγή με επιχείρηση που του παρέδωσε αγαθά ή υπηρεσίες έναντι αμοιβής, σε εκτέλεση σύμβασης που καταρτίστηκε μετά την 05-6-2003, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του ΠΔ 166/2003 και πριν, από την ισχύ του Ν. 4152/ 2013 (16-03-2013) που κατάργησε το άρθρο 4 παρ. 2 του π.δ. 166/ 2003 (άρθρο 1 παρ. Ζ, υποπαρ. Ζ.14 του Ν.4152/2013), το νοσηλευτικό ίδρυμα καθίσταται υπερήμερο και οφείλει τόκους υπερημερίας εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή υπηρεσιών και όχι από την επίδοση (καταψηφιστικής) αγωγής, το οφειλόμενο δε ποσοστό τόκου ορίζεται στο ίδιο ΠΔ (ΟΛΑΠ 10/2013, ΑΠ 766/2014, ΑΠ 323/2014 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ»).Στην προκειμένη περίπτωση, με τους δύο λόγους της κρινόμενης έφεσης το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν ισχυρίζεται ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου με την εκκαλούμενη απόφαση υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη το επιδικασθέν ποσό των 22.266,32 ευρώ (που αντιστοιχεί στα εκδοθέντα υπ΄αριθμ. ……….. τιμολόγια από την από 18-7-2013 έγκυρη σύμβαση) με το νόμιμο τόκο αφενός από την πάροδο 60 ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου και όχι από την επίδοση της αγωγής και αφετέρου με το επιτόκιο υπερημερίας που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσαυξημένο κατά 8 εκατοστιαίες μονάδες και όχι το επιτόκιο 6% που ορίζεται γι΄αυτό ως ΝΠΔΔ καθώς επίσης και ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το υποχρέωσε να καταβάλει στην εφεσίβλητη το επιδικασθεν ποσό των 358,74 ευρώ (που αντιστοιχεί στο εκδοθέν υπ΄αριθμ. …… τιμολόγιο από την από 04-02-2011 έγκυρη σύμβαση) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την πάροδο 60 ημερών από την έκδοση του τιμολογίου αυτού και όχι από την επίδοση της αγωγής.Πλην, όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στην μείζονα σκέψη της παρούσας, επί του οφειλομένου από την από 18-7-2013 έγκυρη σύμβαση τιμήματος για την έναρξη τοκογονίας και το ύψος του επιτοκίου των τόκων υπερημερίας έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. Ζ του Ν. 4152/2013, οι οποίες ως νεότερες , ειδικότερες και εδραζόμενες σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος), υπερισχύουν της διατάξεως του άρθρου 7 του ΝΔ 496/1974. Επίσης ως προς την από 4-2-2011 έγκυρη σύμβαση που καταρτίστηκε μετά την 5-6-2003 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ΠΔ 166/2003) και πριν από την ισχύ του Ν. 4152/2013 (16-03-2013) που κατάργησε το άρθρο 4 παρ. 2 του π.δ. 166/2003 (άρθρο 1 παρ. Ζ, υποπαρ. Ζ.14 του Ν.4152/ 2013), το εκκαλούν νοσηλευτικό ίδρυμα καθίσταται υπερήμερο και οφείλει τόκους υπερημερίας εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή υπηρεσιών (ήτοι εν προκειμένω από την έκδοση του τιμολογίου) και όχι από την επίδοση της αγωγής.Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ως εκ τούτου οι αντίθετοι περί των ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγομένου που αποτελούν τους δυο σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, όπως και η υπό κρίση έφεσή του, ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της.Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Σημειώνεται δε, ότι παρά το γεγονός ότι το ΝΠΔΔ που ηττάται απολαμβάνει όλων ανεξαιρέτως των προνομίων που παρέχονται στο Ελληνικό Δημόσιο (άρθρ. 99 §§ 1, 2 ΠΔ 30/1996, 28 Ν. 2579/1998) δεν συνεπάγεται τον κατ’ άρθρο 22 § 1 του Ν. 3693/1957 περιορισμό του ύψους της σε βάρος του δικαστικής δαπάνης και τούτο διότι η νομική υπηρεσία αυτού δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΑΠ 1228/2009,ΑΠ 1617/1999, ΕφΑθ 130/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 3512/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία). ΚΑΙ
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Φεβρουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ