Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 162/2023

Αριθμός     162/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αναστάσιο Γιαλούρη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  …………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ανάργυρο Δήμιζα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εκκαλούσα  άσκησε ενώπιον του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 218/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από   23.2.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Πρωτοδικείο  ………./2021, ΓΑΚ/ΕΑΚ στο Εφετείο  …………/2021) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 23.2.2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ. ………/25.02.2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ΕΦ. ……../2021) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 218/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε η από 17.10.2019 (με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2019) αγωγή της ενάγουσας και  νυν εκκαλούσας κατά της εναγομένης και νυν εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 25.02.2021, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1  του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης που έλαβε χώρα την 27.01.2021, όπως προκύπτει από την από 27.01.2021 επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας . ……….. επί του σώματος της απόφασης (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.),  δεδομένου ότι κατά την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενo από τη διάταξη του άρθρου 492 Α εδ. γ του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου (με κωδικό …………..) ηλεκτρονικό παράβολο. Πρέπει, επομένως, αφού γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση έφεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο άρθρο 522 ΚΠΟΛΔ.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 362 του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 Ποινικού Κώδικα, “Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 363 εδ. α` του ιδίου Κώδικα, “Αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών` μαζί με τη φυλάκιση μπορεί να επιβληθεί και χρηματική ποινή”. Οι αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ισχύοντος από την 1η-7- 2019 Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το ν. 4619/2019 (ΦΕΚ 95/Α/11-6-2019), διατηρούν την αυτή νομοτυπική υπόσταση με διαφοροποίηση ως προς την ποινική μεταχείριση του υπαιτίου και επίταση της ποινής, όταν η πράξη τελείται δημόσια ή μέσω του διαδικτύου. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 362 του νέου Ποινικού Κώδικα, “Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Αν η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή”. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 363 του ιδίου Κώδικα, “Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή”. Δηλαδή, με τις νέες διατάξεις προβλέπεται: α) για το αδίκημα της απλής δυσφήμησης, επιεικέστερη ποινική μεταχείριση του δράστη ως προς τη στερητική της ελευθερίας ποινή, β) για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και χρηματική ποινή (η σωρευτική επιβολή της είναι υποχρεωτική και όχι δυνητική, όπως στον παλαιό Ποινικό Κώδικα) και γ) αν το αδίκημα τελείται δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου για την πράξη της απλής δυσφήμησης φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή και για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης των προβλεπόμενων από τις άνω διατάξεις εγκλημάτων απαιτείται, πλην των άλλων, ισχυρισμός ή διάδοση, από το δράστη για άλλον, ενώπιον “τρίτου”, γεγονότος, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται. Για την πλήρωση δε της αντικειμενικής τους υπόστασης δεν ενδιαφέρει, αν οι “τρίτοι” γνωρίζουν ήδη το διαδιδόμενο γεγονός ή θα μπορούσαν ευχερώς να το πληροφορηθούν από άλλους. Τούτο, διότι και στην περίπτωση αυτή η πράξη μπορεί να δημιουργεί επιπλέον κίνδυνο για την τιμή, αφού ενισχύει την πίστη ως προς την αλήθεια του γεγονότος. Ενώπιον “τρίτου” τελείται μια πράξη ακόμη και όταν δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά σε αόριστο αριθμό ατόμων, όπως ανακοίνωση δια του τύπου ή με την έκδοση βιβλίου. Στην έννοια του “τρίτου”, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο ή αρχή, επομένως και τα πρόσωπα, τα οποία έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι υπάλληλοι του δικαστηρίου, οι δικηγόροι, οι δικαστικοί επιμελητές, τα μέλη πειθαρχικών συμβουλίων, επιτροπών, ανεξάρτητων αρχών κ.λ.π., αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι` αυτόν, στον οποίο αποδίδεται. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της απλής ή της συκοφαντικής δυσφήμησης, όταν η ανακοίνωση του δυσφημιστικού γεγονότος γίνεται με το περιεχόμενο δικογράφου, που περιήλθε στο δικαστή, τον εισαγγελέα και το γραμματέα του δικαστηρίου και, εν γένει, σε πρόσωπα θεσμικώς αρμόδια, ήτοι ειδικώς, συνταγματικώς και δικονομικώς εξουσιοδοτημένα, να εξετάζουν τέτοια δικόγραφα και να λαμβάνουν γνώση υποχρεωτικά του περιεχομένου τους, με την αιτιολογία ότι τα πρόσωπα αυτά δεν περιλαμβάνονται στην έννοια του “τρίτου”, δεν δικαιολογείται ούτε από τη γραμματική διατύπωση των άρθρων 362-363 ΠΚ, αφού, κατά το γλωσσικό νόημα της λέξεως, “τρίτος” είναι οποιοσδήποτε, που δεν μετέχει στη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο προσώπων, οπότε ο όρος αυτός καλύπτει αδιαστίκτως κάθε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι ο δράστης ή ο παθών του εγκλήματος και, συνεπώς, καταλαμβάνει αναμφισβήτητα και τα ανωτέρω αναφερόμενα δικαστικά πρόσωπα, αλλά ούτε από την τελολογική ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων, σκοπός των οποίων είναι η προστασία του εννόμου αγαθού της τιμής και υπόληψης του προσώπου μέλους μιας οργανωμένης κοινωνίας, από την εξωτερίκευση εκδηλώσεων αμφισβήτησης αυτού, που περιέρχονται στην αντίληψη άλλου προσώπου, το οποίο μπορεί να σχηματίσει αρνητική αντίληψη για την προσωπικότητα εκείνου, που αφορά το δυσφημιστικό γεγονός. Μόνο το γεγονός ότι τα δικαστικά πρόσωπα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, έχουν αυστηρά προκαθορισμένους ρόλους, δεν εκφράζουν την προσωπική τους άποψη, δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε σχολιασμό όσων εκτίθενται στο πλαίσιο της οικείας διαδικασίας και εκφέρουν την κρίση τους εντός του πλαισίου των καθηκόντων τους, αποκλειστικά, προς διευθέτηση της εννόμου σχέσεως που αφορά τα διάδικα μέρη, χωρίς να την ανακοινώνουν σε άλλους, δεν δικαιολογεί τη συσταλτική ερμηνεία του όρου “τρίτος”, αφού και ο δικαστικός λειτουργός δεν παύει ως άνθρωπος να γίνεται κοινωνός μιας δυσμενούς παράστασης για το πρόσωπο που αφορούν οι ισχυρισμοί, χωρίς μάλιστα να έχει πάντοτε τη δυνατότητα να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτών είτε για λόγους τυπικούς (όπως π.χ. σε περίπτωση παραγραφής, εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης κλπ), είτε διότι περιορίζεται δικονομικά από το αντικείμενο της έρευνάς του, όπως συμβαίνει, όταν στο απευθυνόμενο σε αυτόν δικόγραφο περιλαμβάνονται, πέραν του ερευνώμενου αντικειμένου, και άσχετοι προς αυτό, δυσφημιστικοί για τον αντίδικο, ισχυρισμοί, οπότε ο θεσμικός ρόλος των δικαστικών προσώπων δεν αποτρέπει ουσιαστικά τον κίνδυνο διασυρμού του φορέα του προστατευόμενου εννόμου αγαθού. Δεν αποκλείεται δε ο δράστης, ο δόλος του οποίου δεν χρειάζεται να οριοθετεί και να προσδιορίζει επακριβώς τους τρίτους, ενώπιον των οποίων επιδιώκει να συκοφαντήσει ή να δυσφημήσει κάποιον, να αποβλέπει στην πραγματικότητα στο διασυρμό του συγκεκριμένου ατόμου με δυσφημιστικά γεγονότα, μέσω του θεσμικού ρόλου των δικαστικών λειτουργών και με πρόσχημα την επίκληση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη. (ΟΛ.Α.Π 3/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Tα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 § 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξ αιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 333/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 παρ.2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης, είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως η ψευδής καταμήνυση (άρθρο 229 παρ.1 ΠΚ), για τη στοιχειοθέτηση της οποίας απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθεια και να απέβλεπε, με αυτήν, στην κίνηση ποινικής ή πειθαρχικής δίωξης εναντίον εκείνου κατά ου οποίου στρέφεται η καταγγελία του αναληθώς εγκαλούντος. Επίσης, η προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης, της απλής δυσφήμησης ή της εξύβρισης που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 363, 362 και 361 του ΠΚ, αντίστοιχα. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 362 παρ. 1 ΠΚ «όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται η διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται…», ενώ κατ` άρθρο 363 παρ. 1 ΠΚ «αν στη περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται…». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναληθείας του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέλησή του να ισχυριστεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η προερχόμενη ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Εξάλλου, αυτό που αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποδειχθεί, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια, η οποία όταν ανακοινώνεται σε τρίτον μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται και η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, καθώς και ο χαρακτηρισμός, όταν με την έκφραση συνδέεται και σχετίζεται με το γεγονός, ώστε με την σύνδεση και τη σχέση τους με αυτό, ουσιαστικά να προσδιορίζουν την έκταση της ποσοτικής και ποιοτικής βαρύτητάς του. Το γεγονός σύμφωνα με την έννοια των παραπάνω διατάξεων πρέπει να είναι πρόσφορο, για να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου (ΑΠ 871/2007, ΑΠ 1505/2005, ΑΠ 1462/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αντικειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης περιλαμβάνει κατά το άρθρο 362 Π.Κ μόνο τον ισχυρισμό ή τη διάδοση, σχετικά με κάποιον, γεγονότος, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Αντίθετα με όσα συμβαίνουν στην συκοφαντική δυσφήμηση, η απλή υπάρχει ανεξάρτητα αν το γεγονός που περιέχεται στην ανακοίνωση είναι ή όχι αληθινό. Η υποκειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης περιλαμβάνει μόνο τη γνώση του δράστη ότι το γεγονός που ανακοινώνει είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και τη θέληση ή αποδοχή να το ισχυρισθεί ή να το διαδώσει σε τρίτο πρόσωπο. Στην απλή δυσφήμηση, αντίθετα από τη συκοφαντική, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος. Επομένως, αν ο δράστης δε γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε γι` αυτό αμφιβολίες δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση. Η καλόπιστη δηλαδή πεποίθηση του δράστη ότι το γεγονός είναι αληθινό δεν αποκλείει το δόλο (Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, ερμηνεία-εφαρμογή, 2η έκδοση, ανάλυση άρθρου 362, Δ. Σπινέλλης, Ποινικό Δίκαιο, ειδικό μέρος, εγκλήματα κατά της τιμής, έκδοση 1982, σελ. 55, ΑΠ 871/2007, ο.π.). Όμως, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α – δ ΠΚ το άδικο των προβλεπόμενων στο άρθρο 362 του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ` και δ`). Η τελευταία αυτή διάταξη (367 ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικώς και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιοποίνων πράξεων (με την επιφύλαξη, όπως κατωτέρω, της διάταξης του άρθρου 367 παρ.2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή της περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής. Ωστόσο, κατά την παρ. 2 του άρθρου 367 ΠΚ, η προαναφερόμενη άρση του άδικου χαρακτήρα της προσβολής με δυσφήμηση ανατρέπεται, αν από τον τρόπο που έλαβαν χώρα οι δυσφημιστικές δηλώσεις προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός έκφρασης καταφρόνησης από τον προσβολέα προς εκείνον που προσβάλλεται, περιστατικά που προτείνονται κατ΄ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγόμενου από τη διάταξη του άρθρου 367 παρ.1 ΠΚ. Ειδικός σκοπός εξύβρισης, υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης τής προσβλητικής της τιμής του άλλου συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικώς αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος, καίτοι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτόν για να προσβάλει την τιμή του άλλου. Απλές κρίσεις και γνώμες ή χαρακτηρισμοί που ενέχουν αμφισβήτηση κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος ή εκδήλωση καταφρόνησης ή ονειδισμού αυτού είναι δυνατόν να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξύβρισης όχι όμως εκείνο της (απλής ή συκοφαντικής) δυσφήμησης (ΑΠ 15/2018, ΑΠ 109/2012, ΑΠ 532/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφ. Πειρ. 5/2021,  386/2020, ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ. Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 932 Α.Κ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου. Επίσης, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ακόμη, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου. Ωστόσο, στη σχετική κρίση του τελευταίου, επιβάλλεται να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η κρίση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά στο δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 1008/2019, ΑΠ 574/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 65/2019 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατ’ άρθρον 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 94/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006. 185, ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004. 24 Εφ. Πειρ. 5/2021,   ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 17.10.2019 (με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2019) αγωγή η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ως δικαστική επιμελήτρια αναλάμβανε επιδόσεις εγγράφων, μεταξύ άλλων, και για λογαριασμό της εναγόμενης επί πολλά έτη. Ότι στην από 10-4-2019 πρόσκληση προς παροχή έγγραφων εξηγήσεων, που της απηύθυνε η εναγομένη και η οποία της κοινοποιήθηκε στις 15-4-2019, αυτή ανέφερε : α) ότι η ενάγουσα, αφού διενήργησε έξωση στην εταιρεία των αδελφών της εναγόμενης, καθυστερούσε την παράδοση στην τελευταία αντιγράφου της βιαίας αποβολής, προφασιζόμενη συνεχώς ασθένειές της, ημικρανίες, λιποθυμίες, ενώ κατά τη διάρκεια της έξωσης για λογαριασμό του θείου της εναγόμενης η ενάγουσα παρότρυνε την εναγόμενη να μην παρευρίσκεται κατά τη μεταφορά των πραγμάτων καθημερινά στον εν λόγω τόπο, β) ότι κατά το χρονικό διάστημα της λήξεως της συνεργασίας τους, από το καλοκαίρι του 2018 και εντεύθεν, άρχισαν να εμφανίζονται άλλοι δικηγόροι ως νομικοί παραστάτες των αντιδίκων αδελφών της εναγόμενης, οι οποίοι συνεργάζονταν με την ενάγουσα και γ) ότι η ομόρρυθμη εταιρεία «………..» (δηλαδή η εταιρεία των αντιδίκων αδελφών της εναγόμενης) απέστειλε στην εναγόμενη εξώδικο με το οποίο την καλούσε να της απαντήσει εάν οι εταιρείες «………..» και «……….>> είχαν επαγγελματική σχέση με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κ. …………., οι οποίες εταιρείες είχαν χορηγήσει βεβαίωση ενδιαφέροντος εκμίσθωσης των ακινήτων της εναγόμενης, που χρησιμοποίησε σε δικαστική διαφορά με τους αδελφούς της.  Ότι με τους περιεχόμενους στο εξώδικο αυτούς ισχυρισμούς, οι οποίοι είναι ψευδείς και η εναγόμενη γνώριζε την αναλήθειά τους, προσέβαλε την τιμή, την υπόληψη και την επαγγελματική της φήμη, καθόσον την κατηγορούσε για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της και για παραβίαση των αρχών του απορρήτου και της επαγγελματικής της εχεμύθειας. Με το περιεχόμενο αυτό η ενάγουσα  ζήτησε  να υποχρεωθεί η εναγόμενη, να της καταβάλει το ποσό των 66.000,00  ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις, να απαγγελθεί σε βάρος εκάστης εναγόμενης προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο εκτέλεσης της και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Ήδη, κατά της ως άνω απόφασης παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεση, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητά την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή στο σύνολό της.

Στην προκείμενη περίπτωση, η εκκαλούσα τον πρώτο λόγο έφεσης, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, έκρινε ότι η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, όσον αφορά τους αγωγικούς ισχυρισμούς για τέλεση της συκοφαντικής άλλως της απλής δυσφήμησης με την αιτιολογία ότι από το περιεχόμενο της από 10-4-2019 εξώδικης δήλωσης-πρόσκλησης προς παροχή έγγραφων εξηγήσεων, που ενσωματώνεται στην ένδικη αγωγή, προκύπτει ότι οι ελεγχόμενοι ως καταφρονητικοί της τιμής και της υπόληψης της ενάγουσας ισχυρισμοί της εναγόμενης δεν έγιναν αντιληπτοί από τρίτα πρόσωπα και τούτο γιατί πρώτον την ως άνω πρόσκληση την έγραψε και την υπέγραψε η ίδια η εναγόμενη και όχι κάποιος δικηγόρος, δεύτερον δεν αναφέρονται στην αγωγή συγκεκριμένα γεγονότα από τα οποία να προκύπτει ότι ο δικαστικός υπάλληλος, που παρέλαβε και επέδωσε την άνω πρόσκληση και είναι εξ επαγγέλματος επιφορτισμένος με το υπηρεσιακό καθήκον να παραλαμβάνει και να επιδίδει έγγραφα, ανέγνωσε και κατανόησε το καταφρονητικό, κατά την ενάγουσα, της τιμής και της υπόληψής της περιεχόμενο αυτής (βλ. σχετ. ΑΠ 490/2019,487/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και τρίτον οι λοιποί τρίτοι που αναφέρει στην αγωγή της η ενάγουσα (δηλαδή τα αδέλφια της εναγόμενης) αποτελούν πρόσωπα στα οποία η ίδια η ενάγουσα δημοσιοποίησε την φερόμενη εις βάρος της παράνομη και υπαίτια πράξη (ήτοι τη φερόμενη συκοφάντησή της) και επομένως η ενέργεια αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με πταίσμα της εναγόμενης αλλά συνδέεται αποκλειστικά με την επιλογή της ενάγουσας να διαθέσει οικειοθελώς τμήμα της προσωπικότητάς της. Επί του λόγου αυτού λεκτέα  είναι τα εξής : Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας στην   έννοια του “τρίτου”, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν θεσπίζεται με αυτές οποιαδήποτε διάκριση, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε, πλην του δυσφημουμένου, φυσικό πρόσωπο, επομένως και το πρόσωπο του δικαστικού επιμελητή που έλαβε γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης  κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του,  αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι` αυτόν, στον οποίο αποδίδεται.  Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση ο δικαστικός επιμελητής υπάγεται στην έννοια του τρίτου και δεν ασκεί επιρροή για το ορισμένο και τη νομιμότητα της ανωτέρω αγωγής η μη ρητή επίκληση από την ενάγουσα ότι ο δικαστικός επιμελητής που επέδωσε την ανωτέρω εξώδικη πρόσκληση ανέγνωσε και κατανόησε το καταφρονητικό, κατά την ενάγουσα, της τιμής και της υπόληψής της περιεχόμενο της. Πρέπει επομένως, κατά παραδοχή ως βάσιμου του εξεταζόμενου λόγου έφεσης να εξαφανιστεί το αντίστοιχο κεφάλαιο της  προσβαλλομένης απόφασης και συνακόλουθα η διάταξη της δικαστικής δαπάνης της δικαστικής δαπάνης, η οποία συνεξεφανίζεται μετά την εξαφάνιση έστω και κατά ελάχιστο μέρος της εκκαλουμένης. Στη συνέχεια  πρέπει να κρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και αφού κριθεί νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων  59 σε συνδυασμό με 57 παρ. 1 εδ. α΄, 299, 340, 345, 346, 914, 920, 932 εδ. α΄, β΄ ΑΚ, 27,  361 παρ. 1, 362, 363, 42 παρ. 1 και  ΠΚ, και 176 ΚΠολΔ να εξεταστεί κατ΄ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το τέλος δικαστικού ενσήμου (κωδικός παραβόλου …………………).

Από την εκτίμηση των υπ΄ αριθμό ……/24.1.2020 και ……../24.1.2020  ενόρκων βεβαιώσεων που δόθηκαν ενώπιον του Συμβολαιογράφου Καλαυρίας (Πόρου) ……… και των με αριθμό ……../24.1.2020 και ………./24.1.2020 που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, επιμελεία της ενάγουσας αφού κλητεύθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως ο αντίδικος αυτού δύο εργάσιμες  ημέρες πριν από τη λήψη τους (βλ. υπ΄ αριθμόν ………/21.1.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ……………) και από όλα τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική διάγνωση της υπόθεσης,  τις  φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε και τέλος από τις ομολογίες των διαδίκων που περιέχονται στις προτάσεις τους (αρθ. 261 ΚΠολΔ) και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (αρθ. 336 παρ, 4 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: H ενάγουσα ως δικαστική επιμελήτρια αναλάμβανε επιδόσεις εγγράφων, μεταξύ άλλων και για λογαριασμό της εναγόμενης η οποία διατηρούσε μακρόχρονη αντιδικία με την οικογένεια της. Η συνεργασία τους διατηρήθηκε μέχρι το μήνα Απρίλιο του έτους 2018, οπότε διακόπηκε. Η εναγομένη απηύθυνε στην ενάγουσα την από 10-4-2019 πρόσκληση προς παροχή έγγραφων εξηγήσεων, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 15-4-2019 στην οποία ανέφερε τους λόγους που την οδήγησαν να διακόψει την επαγγελματική της συνεργασία με την ενάγουσα.  Ειδικότερα, αναφέρεται επί λέξει ότι <<ιδίως διαπίστωσα ότι αφού διενεργήσατε έξωση στην εταιρεία των αδελφών μου στο Κερατσίνι Πειραιά και ενώ αυτοί δεν απομάκρυναν τα εμπορεύματα από το μισθωμένο ακίνητο, παρότι εγώ βρισκόμουν καθημερινά εκεί για να τα παίρνουν έστω σταδιακά και αυτοί προκλητικά κωλυσιεργούσαν εσκεμμένα τη μεταφορά, σας  ζήτησα να μου παραδώσετε την έκθεση βιαίως αποβολής για να δω την καταγραφή εμπορευμάτων στην οποία έχετε προβεί. Προφασιζόμενη συνεχώς ασθένειες σας, ημικρανίες, λιποθυμίες, αναβάλατε την παράδοση σε εμένα αντιγράφου της έκθεσης βιαίας αποβολής, το οποίο αφού απαίτησα μαινόμενη μου παραδώσατε πολύ αργότερα. Ίδια τακτική ακολουθήσατε  και για την έξωση στην Καλλιθέα για λογαριασμό του θείου μου  ……………. Επίσης προσπαθήσατε να με πείσετε ότι δεν χρειάζεται να είμαι καθημερινά εκεί για την εν θέματι μεταφορά. Αυτό δεν μου άρεσε καθόλου και ήταν ο λόγος για τον οποίο απαίτησα να διακοπεί η συνεργασία μαζί σας>>. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ως δικαστική επιμελήτρια διενήργησε την αποβολή στην εταιρεία των αδελφών της εναγομένης στο Κερατσίνι Πειραιά την 2.3.2018, συνέταξε την με αριθμό ………/2.3.2018 έκθεση βίαιας αποβολής, αντίγραφο της οποίας απέστειλε  την  5.3,.2012 με τηλεομοιοτυπία  προς τον τηλεφωνικό αριθμό (………) που αντιστοιχεί στο δικηγορικό γραφείο του  πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγομένης …………., όπως προκύπτει από το σχετική αναφορά αποστολής στον ανωτέρω τηλεφωνικό αριθμό επί του προσκομιζόμενου μετ΄ επικλήσεως αντιγράφου. Τα αναφερόμενα στην ανωτέρω εξώδικη πρόσκληση προς παροχή εξηγήσεων της εναγομένης  σχετικά με την μη έγκαιρη παράδοση στην εναγομένη της ανωτέρω έκθεσης αποτελούν γεγονότα και αξιολογικές κρίσεις που συνδέονται και συσχετίζονται με γεγονότα, τα οποία αποδείχθηκε ότι είναι αληθή,  καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα παρέδωσε άμεσα μετά τη διενεργούμενη εκτέλεση σε βάρος των αντιδίκων της εναγομένης την προαναφερόμενη έκθεση στην εναγομένη, παρά μόνο στον πληρεξούσιο δικηγόρο της και δεν ασκεί επιρροή ως προς την το γεγονός της μη παράδοσης της έκθεσης βιαίας αποβολής η αναφερόμενη από την εναγομένη επίκληση ασθενειών από την ενάγουσα ως πρόφαση μη παράδοσης. Τα ανωτέρω εκφράζουν την αληθινή πεποίθηση της εναγομένης και σε κάθε περίπτωση δεν είναι πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και υπόληψη της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας. Τούτο διότι δεν συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση της επικαλούμενης από την εκκαλούσα άδικης πράξης της υπεξαγωγής εγγράφων ή άλλης άδικης πράξη, ούτε καταλείπουν σαφή υπαινιγμό σε βάρος της τελευταίας περί της εκ μέρους της αδικαιολόγητης άρνησης, αποφυγής ή περί πλημμελούς εκτελέσεως της ανατιθεμένης σε αυτήν εντολής,  σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κώδικα δικαστικών επιμελητών και εν τέλει περί πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της ως δικαστικής επιμελήτριας, σε συνάρτηση δε με το όλο περιεχόμενο του επίμαχου κειμένου  που εκφράζει τη δυσαρέσκεια της ενάγουσας και αναφέρεται στους λόγους διακοπής της συνεργασίας τους. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι η ενάγουσα ως δικαστική επιμελήτρια διενήργησε τη βιαία αποβολή  για την οποία έχει λάβει εντολή  και προέβη στη σύνταξη σχετικής έκθεσης βιαίας αποβολής. Η δε αναφερόμενη  καθυστέρηση των αδελφών της εναγομένης, καθ΄ ων η εκτέλεση στην απομάκρυνση των εμπορευμάτων από το ακίνητο δεν συνδέεται με την μη έγκαιρη  κατά τα εκτιθέμενα παράδοση αντιγράφου της έκθεσης βιαίας αποβολής στην εναγομένη, παρά μόνο με τη δυσαρέσκεια που δημιούργησε αυτό το γεγονός στην ενάγουσα. Κατά το δεύτερο σκέλος τους τα εκτιθέμενα στην ως άνω πρόσκληση προς παροχή εξηγήσεων αφορούν την εν γένει συμπεριφορά της ενάγουσας ως δικαστικής επιμελήτριας στις εξώσεις που ανέλαβε για λογαριασμό της εναγόμενης και δη την παρότρυνση της ενάγουσας προς την εναγομένη να μην παραβρίσκεται στον τόπο, όπου διενεργείτο μεταφορά πραγμάτων  που  δεν είναι  δεσμευτική για την εναγόμενη, εκφράζει την υποκειμενική άποψη της ενάγουσας και δεν εντάσσεται στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ως δικαστικής επιμελήτριας. Συνεπώς, συνιστούν αξιολογικές κρίσεις που δεν συνδέονται με γεγονότα, ούτε μπορούν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας.  Περαιτέρω στην ως άνω εξώδικη πρόσκληση αναφέρεται ότι επί λέξει ότι : << ……Αφού λοιπόν σταμάτησε τη συνεργασία μας, εσείς προφανώς εξοργιστήκατε. Έτσι σε συνέχεια της αντιδικίας με την οικογένεια μου από το καλοκαίρι του 2018  και ενώ αυτοί χρησιμοποιούσαν τον ίδιο δικηγόρο μέχρι  τότε, άρχισαν να εμφανίζονται άλλοι δικηγόροι ως νομικοί παραστάτες της οικογένειας στο χειρισμό των μεταξύ μας υποθέσεων. Από τα δικόγραφα δε και της παραστάσεις στα δικαστήρια διαπίστωσα ότι όλοι ήταν συνεργάτες δικοί σας και  μάλιστα δυο εξ΄ αυτών ήταν αυτού προς τους οποίους είχα μεταφέρει φακέλους σας με εκθέσεις  επιδόσεως προς εξυπηρέτηση σας …. Έτσι η οικογένεια μου για των νέων δικηγόρων της τα όποια δικόγραφα κοινοποιούσε, μου τα επιδίδατε εσείς η ίδια>>.  Οι ανωτέρω αναφορές περί του ότι μετά τη λήξη της συνεργασίας της με την ενάγουσα ως δικαστική επιμελήτρια που έλαβε χώρα τον μήνα Απρίλιο του έτους 2018 οι αντίδικοι της που είναι μέλη της οικογενείας της, ενώ μέχρι τότε είχαν αναθέσει τη νομική τους εκπροσώπηση σε ένα συγκεκριμένο δικηγόρο από το θέρος του έτους 2018 και εντεύθεν, ανέθεσαν την νομική τους εκπροσώπηση σε δικηγόρους οι οποίοι επί μακρόν συνεργάζονταν με την ενάγουσα ως δικαστική επιμελήτρια, έτσι ώστε στο εξής τα οποία δικόγραφα της απηύθυναν οι αντίδικοι της τα κοινοποιούσε η ενάγουσα αποτελούν διαπιστώσεις της εναγομένης για γεγονότα και εντάσσονται στο γενικότερο πνεύμα του κειμένου έκφρασης της δυσαρέσκειας της εναγομένης στο πρόσωπο της ενάγουσας και σχετίζονται με τους λόγους εξαιτίας των οποίων η ενάγουσα διέκοψε τη συνεργασία τους. Αποδείχθηκαν ότι τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται είναι αληθή, εκφράζουν την αληθινή πεποίθηση της εναγομένης και δεν ενέχουν αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας της αξίας της ενάγουσας και συνεπώς δεν είναι πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της ως επαγγελματία. Τούτο διότι δεν  καταλείπουν ούτε υπόνοια σε βάρος της περί πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της και  δη περί παραβίασης των αρχών του απορρήτου και της επαγγελματικής της εχεμύθειας, καθόσον η συνεργασία της ενάγουσας ως δικαστικής επιμελήτριας με δικηγόρους εντάσσεται στο πλαίσιο των καθηκόντων της ως ελεύθερης επαγγελματία, η δε ανάθεση της νομικής εκπροσώπησης των αντιδίκων της εναγόμενης σε δικηγόρους με τους οποίος συνεργάζονταν η ενάγουσα  δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη, ούτε υπάγεται σε κάποιον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, πολλώ δε μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη αναφέρει ότι η προαναφερόμενη ανάθεση των υποθέσεων των αντιδίκων της στους ανωτέρω δικηγόρους έγινε μετά την τη λήξη της συνεργασίας τους. Τέλος η εναγομένη αναφέρει στην ως άνω εξώδικη πρόσκληση προς παροχή εξηγήσεων  επί λέξει : <<Περαιτέρω πέραν της πικρίας που βίωσα για αυτήν την ηθικά απαράδεκτη στάση, την 01.04.2019 και ενώ είχα μεταβεί στις ιδιοκτησίες μου στην οδό ………………. για να ανοίξω κάποιο διαμέρισμα μου, μεταβήκαμε εκεί κατόπιν κλήσεως σας από τους αδελφούς μου, προκειμένου να επιδώσετε σε εμένα εξώδικο της μητέρας μου. Εξοργίστηκα από το προκλητικό σας ύφος, σας ζήτησα εξηγήσεις έντονα  για τη συμπεριφορά σας και εσείς καταφύγατε στο εσωτερικό επιχείρησης των αδελφών μου. Σημειώνω ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος μου συνεργάζονταν με εσάς επί 19 περίπου έτη με αποτέλεσμα εσείς να λαμβάνετε γνώση των εντολέων του μέσω των επιδόσεων που διενεργήσατε για λογαριασμό του. Τούτο το αναφέρω διότι : Μετά το περιστατικό της 01.04.2019, έλαβα εξώδικο από την εταιρεία των αδελφών μου, όπου για πρώτη φόρα δεν υπέγραψε αυτό ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους αλλά ο εκπρόσωπος της εταιρείας, την επίδοση δε, δεν την κάνατε εσείς αλλά ο πρώην σύζυγος σας ομοίως δικαστικός επιμελητής Πειραιά. Με το ως άνω εξώδικό η εταιρεία με καλούσε να γνωστοποιήσω εάν ο πληρεξούσιος δικηγόρος μου έχει συνεργασία με δυο εταιρείες τις οποίες χρησιμοποίησα σε μεταξύ εμού των αδελφών μου αλλά και της εταιρείας του δικαστική διαφοράς, πράγμα πρωτοφανές. ΔΙΑ ΤΟ ΑΝΩΤΕΡΩ γνωρίζω ότι έχουν επιφυλαχθεί οι εταιρείες  «……..» και «………….. >> εκπροσώπους των οποίων γνωρίζω προσωπικά>>.  Οι ανωτέρω ισχυρισμοί περί του ότι η ενάγουσα διατηρούσε συνεργασία με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης επί δέκα εννέα (19) έτη στα πλαίσια της οποίας είχε τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση μέσω των επιδόσεων των εντολέων του για λογαριασμό των οποίων διενεργούσε επιδόσεις και ότι την 1.4.2019 η ομόρρυθμη εταιρεία «…………….» (δηλαδή η εταιρεία των αντιδίκων αδελφών της εναγόμενης) απέστειλε στην εναγόμενη εξώδικο το οποίο υπέγραφε ο νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας και το οποίο της επέδωσε ο πρώην σύζυγος της εναγομένης με το οποίο την καλούσε να της γνωστοποιήσει εάν οι εταιρείες «………» και «………>> είχαν συνεργασία με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κ. ………, οι οποίες εταιρείες είχαν χορηγήσει βεβαίωση ενδιαφέροντος εκμίσθωσης των ακινήτων της εναγόμενης, που χρησιμοποίησε σε δικαστική διαφορά με τους αδελφούς της συνδέονται με γεγονότα τα οποία παραθέτει η εναγόμενη ως αιτία που επέφερε τη διακοπή της συνεργασίας της με την ενάγουσα. Τα γεγονότα αυτά αποδείχθηκαν  αληθή  και εκφράζουν την αληθινή πεποίθηση της εναγομένης και δεν είναι πρόσφορα να βλάψουν  την τιμή και υπόληψη της εναγομένης – εκκαλούσας. Τούτο διότι δεν  καταλείπουν ούτε  υπόνοια σε βάρος της περί πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της και δη περί παραβίασης των αρχών του απορρήτου και της επαγγελματικής της εχεμύθειας, καθόσον η εκτιθέμενη στο δικόγραφο της αγωγής συνεργασία της ενάγουσας ως δικαστικής επιμελήτριας με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης εντάσσεται στο πλαίσιο των καθηκόντων της ως ελεύθερης επαγγελματίας και στην προκειμένη περίπτωση η  εναγομένη αναφέρει ότι η ενάγουσα δεν σχετίζεται με την επίδοση του προαναφερόμενου εξωδίκου την οποία αναφέρει ότι διενήργησε ο πρώην σύζυγός της δικαστικός επιμελητής Συνεπώς η εναγομένη δεν αναφέρει ούτε υπαινικτικά ότι κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους η ενάγουσα παραβίασε την υποχρέωση της επιβαλλόμενης εχεμύθειας για γεγονότα και πληροφορίες των οποίων έχει λάβει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της.  Συνεπώς, εκ των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα προσβλήθηκε παράνομα στην προσωπικότητα της αφού δεν αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω γεγονότα ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την  υπόληψη της και δεν αποδείχθηκε η τέλεση των αδικημάτων της συκοφαντικής άλλως της απλής δυσφήμησης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου έφεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διάταξης του νόμου  και ειδικότερα περί της κρίσης της εκκαλουμένης απόφασης ότι δεν εντάσσεται ο δικαστικός επιμελητής στην έννοια του τρίτου όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 362, 363 Π΄Κ ως βάσιμου κατ΄ ουσίαν  να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια, να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο, κατά το ως άνω μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), και στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή ως προς τα ανωτέρω. Εξάλλου η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς την επικαλούμενη την  τέλεση του αδικήματος της εξύβρισης  για το λόγο ότι τα  περιεχόμενα στο εξώδικο αυτό γεγονότα και οι συνεχόμενες με αυτά αξιολογικές κρίσεις δεν ήταν πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της ενάγουσας και συνεπώς δεν υφίσταται παράνομη πράξη της εναγομένης που να προκαλεί ζημία στην ενάγουσα. Ειδικότερα τα αναφερόμενα στην ανωτέρω εξώδικη πρόσκληση προς παροχή εξηγήσεων της εναγομένης  σχετικά με την μη έγκαιρη παράδοση στην εναγομένη της ανωτέρω έκθεσης την οποία συνέταξε η ενάγουσα στα πλαίσια των καθηκόντων της, πλην όμως δεν παρέδωσε άμεσα στην εναγομένη, προφασιζόμενη ασθένειες και τα περί της παρότρυνσης της ενάγουσας προς την εναγομένη να μην παραβρίσκεται στον τόπο όπου διενεργείτο μεταφορά πραγμάτων καθώς και τα αναφερόμενα αφενός περί του οι αντίδικοι της εναγομένης από το θέρος του έτους 2018 και εντεύθεν, ανέθεσαν την νομική τους εκπροσώπηση σε δικηγόρους οι οποίοι επί μακρόν συνεργάζονταν με την ενάγουσα ως δικαστική επιμελήτρια, έτσι ώστε στο εξής τα οποία δικόγραφα της απηύθυναν οι αντίδικοι της τα κοινοποιούσε η ενάγουσα και αφετέρου περί του ότι η ενάγουσα διατηρούσε συνεργασία με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης επί δέκα εννέα (19) έτη στα πλαίσια της οποίας είχε τη δυνατότητα να λαμβάνει γνώση μέσω των επιδόσεων των εντολέων του για λογαριασμό των οποίων διενεργούσε επιδόσεις και ότι την 1.4.2019 η ομόρρυθμη εταιρεία «……………» (δηλαδή η εταιρεία των αντιδίκων αδελφών της εναγόμενης) απέστειλε στην εναγόμενη εξώδικο το οποίο υπέγραφε ο νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας και το οποίο της επέδωσε ο πρώην σύζυγος της εναγομένης με το οποίο την καλούσε να της γνωστοποιήσει εάν οι εταιρείες «……….» και « ………. >> είχαν συνεργασία με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της κ. ……………, οι οποίες εταιρείες είχαν χορηγήσει βεβαίωση ενδιαφέροντος εκμίσθωσης των ακινήτων της εναγόμενης, που χρησιμοποίησε σε δικαστική διαφορά με τους αδελφούς της αποτελούν γεγονότα και ισχυρισμούς και αξιολογικές κρίσεις που συνδέονται και συσχετίζονται με γεγονότα, που πρέπει να επισκοπηθούν σε συνδυασμό με το συνολικό ύφος του κειμένου που εκφέρονται οι απόψεις της εναγομένης που κατ΄ αντικειμενική κρίση δεν ενέχουν αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου της ενάγουσας ή περιφρόνηση και προσωπική μομφή κατ΄ αυτής. Συνεπώς  δεν είναι πρόσφορα να βλάψουν  την τιμή και υπόληψη της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, δεν συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση της οιασδήποτε άδικης πράξης, ούτε  καταλείπουν σαφή υπαινιγμό σε βάρος της τελευταίας περί πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων της εν γένει ως δικαστικής επιμελήτριας και  δη περί παραβίασης των αρχών του απορρήτου. Τούτο διότι η συνεργασία της ενάγουσας ως δικαστικής επιμελήτριας με δικηγόρους εντάσσεται στο πλαίσιο των καθηκόντων της ως ελεύθερης επαγγελματία , η δε ανάθεση της νομικής εκπροσώπησης των αντιδίκων της εναγόμενης σε δικηγόρους με τους οποίος συνεργάζονταν η ενάγουσα  δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη, ούτε  υπάγεται σε κάποιον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, πολλώ δε μάλλον που  στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη αναφέρει ότι η προαναφερόμενη ανάθεση των υποθέσεων των αντιδίκων της στους ανωτέρω δικηγόρους έγινε μετά την τη λήξη της συνεργασίας τους. Εξάλλου, η εκτιθέμενη στο δικόγραφο της αγωγής συνεργασία της ενάγουσας ως δικαστικής επιμελήτριας με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης εντάσσεται στο πλαίσιο των καθηκόντων της ως ελεύθερης επαγγελματίας και στην προκειμένη περίπτωση η  εναγομένη αναφέρει ότι η ενάγουσα δεν σχετίζεται με την επίδοση του προαναφερόμενου εξωδίκου την οποία αναφέρει ότι διενήργησε ο πρώην σύζυγός της δικαστικός επιμελητής. Τέλος  από την συνολική εκτίμηση του  περιεχόμενου του εν λόγω εξωδίκου δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης ήτοι σκοπός έκφρασης καταφρόνησης στο πρόσωπο της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας. Τούτο διότι η εναγομένη δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο  στις εκφράσεις της, καθόσον εξέφρασε την δυσαρέσκεια και τους λόγους για τη λήξη της συνεργασίας της με την ενάγουσα χρησιμοποιώντας  εκφράσεις που δεν έθιγαν την τιμή και την υπόληψη της  ενάγουσας  ούτε ήταν απαξιωτικές και μειωτικές  της τιμής και της υπόληψή της ενάγουσας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε  τα ίδια,  δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της υπό κρίση έφεσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση υπ’ αριθ. 218/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τα ανωτέρω κεφάλαια, για τα οποία έγινε δεκτός ο σχετικός λόγος  της έφεσης. Για το ενιαίο, όμως, του τίτλου της εκτέλεσης, πρέπει η εκκαλουμένη απόφαση να εξαφανισθεί στο σύνολό της, ήτοι ως προς τα άνω κεφάλαια κατά τα οποία έσφαλε, αλλά και ως προς εκείνα που δεν έσφαλε (μη προσβληθέντα και προσβληθέντα αλλά μη ανατραπέντα). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) ως προς τα ανωτέρω, να ερευνηθεί η από 17.10.2019 (με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………../2019) αγωγή η οποία πρέπει να απορριφθεί ως μη  νόμιμη ως προς το αδίκημα της εξύβρισης και ως  ουσία αβάσιμη, ως προς τα αδικήματα της συκοφαντικής και απλής δυσφήμισης. Επιπλέον, πρέπει, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε, έστω και εν μέρει, η εκκαλούμενη απόφαση, να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου των εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε με το …. ……….. ηλεκτρονικό παράβολο, εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ένδικου μέσου και ανεξαρτήτως του αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι’ αυτόν (Α.Π. 532/2016 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί ως προς τη διάταξή της για τη δικαστική δαπάνη  για όλα τα κεφάλαια της απόφασης, που αφορά στην ως άνω αγωγή, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής (Α.Π. 192/1998 Ελλ.Δ/νη 1998, σελ. 825, Α.Π. 748/1984 Ελλ.Δ/νη 1985, σελ. 642, Μαργαρίτης σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα Ερμηνεία ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, άρθρα 535 αρ. 1 και 522 αρ. 13 και Βασ. Βαθρακοκοίλης ΚΠΟΛΔ Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), Τόμος Γ, άρθρο 535, αρ. 4) Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, στην καταβολή μέρους της  δικαστική δαπάνη της εναγομένης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός τους (άρθρα 69 παρ. 1, 68 παρ. 1, 63 παρ. 1 στοιχ. i περ. α του ν. 4194/2013, 176, 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠΟΛΔ .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 23.2.2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ. ………./25.02.2021 και ΓΑΚ/ΕΑΚ/ΕΦ. ………../2021) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 218/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται την έφεση τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν, ως προς το κεφάλαιο της εξύβρισης.

Δέχεται κατ΄ ουσίαν την έφεση ως προς το κεφάλαια της συκοφαντικής και απλής δυσφήμισης.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση υπ’ αριθ. 218/2021 οριστική απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 17.10.2019 (με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2019) αγωγή, ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια.

Απορρίπτει την αγωγή.

Επιβάλει μέρος της δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης – εναγομένης, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας  ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ( 600 ) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Μαρτίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ