Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 166/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 

Αριθμός    166/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ  :

Του Καλούντος-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  ……………. ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικολάου Χαραλαμπίδη .

Της καθ’ ης η κλήση-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον  πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σταματογιάννη, ο οποίος παραστάθηκε με  δήλωση  σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο εφεσίβλητος  άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16-5-2017  (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2321/2018 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου που την δέχθηκε ως μερικά βάσιμη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγομένη   με την από 28-6-2018 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2018,  έφεσή της η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο της 23-5-2019 κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της διεξαγωγής των Ευρωβουλευτικών, Περιφερειακών και Δημοτικών –Κοινοτικών Εκλογών. Με την από 30-5-2019 κλήση επαναφέρθηκε αυτή προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 16-1-2020, οπότε και αναβλήθηκε για εκείνη της 5-11-2020 και στη συνέχεια της 22-4-2021, οπότε και ματαιώθηκε εκ νέου λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 10-4-2021 έως 26-4-2021 εξαιτίας της πανδημίας κόβιντ-19. Με την 134/2021 Πράξη της αρμόδιας Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η συζήτηση της ανωτέρω έφεσης προσδιορίστηκε για την άνω αναφερόμενη δικάσιμο, κατά την οποία ο πληρεξούσιος δικηγόρος του καλούντος-εφεσίβλητου αφού πήρε τον λόγο από την Πρόεδρο αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ’ ης η κλήση-εκκαλούσας ανέπτυξε τις απόψεις του με τις προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται  προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος, αρμόδιου, Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ)  η από 30-5-2019 έφεση με την οποία πλήττεται η με αριθμό 2321/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία και έκανε μερικά δεκτή την  από 16-5-2017 αγωγή του ενάγοντος και  ήδη, καλούντος-εφεσίβλητου. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 στοιχ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, εντός της προβλεπόμενης τριακονθήμερης προθεσμίας άσκησής της (σχετ. η έκθεση κατάθεσης δικογράφου με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./28-6-2018) αφού αντίγραφο της εκκαλουμένης επιδόθηκε νομότυπα στην εκκαλούσα στις 29-5-2018 (σχετ. η ……./29-5-2018 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή, …………). Επομένως και δεδομένου ότι έχει κατατεθεί  το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο για την άσκησή της, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

Ο ενάγων με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, περί κλήρου, αγωγή του, επικαλούμενος ότι με την καταληφθείσα ……../2013 δημόσια διαθήκη του αποβιώσαντος το 2013 πατέρα του προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα του επί της κληρονομίας αυτού καθώς η καταλειφθείσα σ’ αυτόν μερίδα υπολείπεται κατά ποσοστό 23,6 % της αξίας που αυτός  δικαιούται, ζήτησε να αναγνωριστεί  το κληρονομικό του  δικαίωμα ως νόμιμου μεριδούχου εκ ποσοστού 3/8 (το ½ της νόμιμης μερίδας του) επί της πατρικής κληρονομίας και να υποχρεωθεί η εναγομένη σύζυγος του πατέρα του σε δεύτερο για τον τελευταίο γάμο να του αποδώσει το άνω, υπόλοιπο, κληρονομιαίο ποσοστό επί των κληρονομιαίων ακινήτων που καταλείφθηκαν σ’ αυτήν με την προαναφερόμενη διαθήκη, ώστε να συμπληρωθεί το ποσοστό του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε την αγωγή ως ορισμένη και νόμιμη δέχθηκε αυτήν και αναγνώρισε το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος ως νόμιμου μεριδούχου της κληρονομίας  του ………., προσδιορίζοντας σε 22,48% το  ποσοστό εξ αδιαιρέτου που αυτός δικαιούται να λάβει προς συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας του, επί των οριζόντιων ιδιοκτησιών με ΚΑΕΚ …………. και ………….. που καταλείφθηκαν κατ’ αποκλειστική κυριότητα στην εναγομένη με την ως άνω διαθήκη και υποχρέωσε την τελευταία να του αποδώσει τις ιδιοκτησίες κατά το άνω  ποσοστό. Η εναγομένη με τις έγγραφες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προτάσεις της παραπονέθηκε για το ότι ο ενάγων αναφέρει ως αξία των ακινήτων την αντικειμενική τους αξία και δεν λαμβάνει υπόψη του την εμπορική αξία που είναι σαφώς μικρότερη της πρώτης, χωρίς η ίδια ωστόσο με τις προτάσεις της να προσδιορίζει την, κατά την άποψη της, εμπορική αξία αυτών  και στη συνέχεια προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής επικαλούμενη για τη θεμελίωσή της ότι ο αποβιώσας  σύζυγός της φρόντισε εν ζωή να «προικίσει»  τον αντίδικο με την καλύτερη ακίνητη περιουσία με δαπάνες και επιμέλεια του ίδιου (του κληρονομουμένου)  ώστε ο ενάγων να μην  αντιμετωπίζει οικονομικό πρόβλημα καθώς πλέον διαθέτει ακίνητη περιουσία για να μένει ο ίδιος με την οικογένειά του αλλά και να εκμισθώνει τρία διαμερίσματα,   εισπράττοντας τα αναλογούντα μισθώματα. Ισχυρίσθηκε τέλος ότι και η σύζυγος του ενάγοντα έχει μεγάλη περιουσία και ότι υποκρύπτονται άλλοι λόγοι στην άσκηση της αγωγής εναντίον της, «προσωπικής απόχρωσης με συγκρουσιακά χαρακτηριστικά» καθώς από την έκβαση της δίκης προσδοκά όφελος για να συναριθμήσει τα διεκδικούμενα ακίνητα στην περιουσία του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής ως μη νόμιμη ενώ εκτιμώντας τους ισχυρισμούς της εναγομένης περί των ακινήτων που ανήγειρε με δικές του δαπάνες ο κληρονομούμενος ως ισχυρισμό θεμελιούμενο στο άρθρο 1833 Α.Κ., περί κάλυψης της νόμιμης μοίρας από χαριστικές εν ζωή δικαιοπραξίες, έκρινε αυτόν ως αόριστο καθώς δεν αναφέρονται αφενός μεν η αξία των χαριστικών παροχών και αφετέρου ο χρόνος που έγιναν αυτές καθώς αν έγιναν πριν την ισχύ του ν. 1329/1983 είναι αναγκαίο στοιχείο να αναφέρεται αν αυτές έγιναν με τον όρο του καταλογισμού.

Ήδη με την κρινόμενη έφεσή της η εναγομένη παραπονείται για την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της  παραπονείται για την απόρριψη του εκ του άρθρου 1833 Α.Κ. ισχυρισμού και αφού περιγράφει την κτήση και ανέγερση της τετραώροφης οικοδομής στην οδό ……………… στη Νίκαια Αττικής, επαναλαμβάνει τα επιχειρήματά της περί παρελκυστικής άσκησης της αγωγής καθώς ο ενάγων δεν αντιμετωπίζει  οικονομικό πρόβλημα και θα έπρεπε να συνυπολογιστούν οι εν λόγω χαριστικές δικαιοπραξίες. Με τον δεύτερο λόγο παραπονείται για την απόρριψη της  εκ του άρθρου 281 Α.Κ. ένστασής της ενώ με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της έφεσης παραπονείται για το ακινήτων.

Ι. Από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 262 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ένσταση ως καταλυτικό γεγονός της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκηση της από τον εναγόμενο κατά του ενάγοντα. Διαφορετικά η ένσταση είναι αόριστη. Αν  δε το δικαστήριο δεν απορρίψει την ένσταση, ενώ  το δικόγραφο των προτάσεων, σε ότι αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική αιτία της ένστασης είναι αόριστο, αλλά προβεί στην κατ’ ουσία εξέτασή της, παραλείπει, κατά παράβαση της άνω δικονομικής διάταξης του άρθρου 262 ΚΠολΔ, να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 1132/2021, 1014/2010).

ΙΙ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1710,1820 και 1825 ΑΚ δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομιά έχουν οι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο επιζών σύζυγος, οι οποίοι θα καλούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Κατά το ποσοστό δε της νόμιμης μοίρας, που συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, ο μεριδούχος συντρέχει αυτοδικαίως εκ του νόμου, ως κληρονόμος στο σύνολο της κληρονομιάς και έχει εμπράγματο δικαίωμα, κατά το ανωτέρω ποσοστό, εφ’ όλων των στοιχείων της κληρονομιαίας περιουσίας, το οποίο ασκεί με την περί κλήρου αγωγή, εκτός αν δια παροχών στη ζωή έχει καλυφθεί το ως άνω ποσοστό της νόμιμης μοίρας. ΙΙΙ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1833 Α.Κ., όπως ισχύουν μετά το Ν. 1329/1983, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδούχου, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή συνυπολογίζονται όλα τα δεκτικά κληρονομικής διαδοχής περιουσιακά στοιχεία που υπάρχουν κατά το χρόνο αυτό στην κληρονομιά (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομιάς και οι δαπάνες της κηδείας του κληρονομουμένου και της απογραφής της κληρονομιάς. Ακολούθως, προστίθενται και θεωρούνται ότι υπάρχουν στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα), με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατο του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν, εφόσον προστίθενται στην κληρονομιά, σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή. Η εξαίρεση, δηλαδή, του μη καταλογισμού προβλέπεται μόνο για τις καταλογιστέες στη νόμιμη μοίρα παροχές (άρθρο 1833 §1) και όχι για τις συνυπολογιστέες στην κληρονομιά. Συνεπώς, όταν δεν υπάρχει διαφορετική βούληση του κληρονομουμένου, στη νόμιμη μοίρα καταλογίζεται και η δωρεά προς το μεριδούχο που έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, αφού και αυτή δεν παύει να είναι παροχή από ελευθεριότητα, που δόθηκε, δηλαδή, από τον κληρονομούμενο χωρίς νόμιμη υποχρέωση. Ενόψει αυτών, στις προστιθέμενες, κατά το άρθρο 1831 παρ. 2 Α.Κ., στην κληρονομιά παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους, περιλαμβάνονται οι χωρίς αντάλλαγμα γενόμενες προς αυτούς παροχές, έστω και αν έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, όπως επίσης και οι δωρεές προς τρίτους, εφόσον οι τελευταίες αυτές έγιναν στα τελευταία δέκα χρόνια πριν πεθάνει ο κληρονομούμενος, αν δεν αποδείξει ο τρίτος δωρεοδόχος ότι αυτές έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον (ΑΠ 171/2003). Για τις χαριστικές όμως παροχές εν ζωή του κληρονομουμένου που έγιναν πριν από τη ισχύ του Ν. 1329/1983, για τον καταλογισμό τους στη νόμιμη μοίρα του νόμιμου μεριδούχου, απαιτείται να έχουν γίνει αυτές, με εξαίρεση την προίκα, με τον όρο του καταλογισμού τους στη νόμιμη μοίρα, σύμφωνα με το άρθρο 1833 παρ. 1 του ΑΚ, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 26 του Ν 1329/1983 (ΟλΑΠ 1404/1984, ΑΠ 560/2008, ΑΠ 1996/2006, ΑΠ 27/2005). Επομένως, για το ορισμένο του σχετικού ισχυρισμού για καταλογισμό στη νόμιμη μοίρα, δωρεάς, προίκας ή παροχής εν ζωή του κληρονομουμένου, θα πρέπει κατά πρώτον να εκτίθεται ο χρόνος που έλαβε χώρα αυτή, καθώς αν έγινε πριν από την τροποποίηση της ανωτέρω διατάξεως του ΑΚ με το άρθρο 26 του ν. 1329/1983, είναι αόριστος, αν ο προτείνων αυτόν εναγόμενος δεν επικαλείται ότι έγινε με τον όρο του καταλογισμού σε αυτήν και κατά δεύτερον να προσδιορίζεται η αξία των χαριστικών παροχών ώστε να  προστεθούν στην αξία της πλασματικής κληρονομιάς, με βάση την οποία θα υπολογιστεί η αξία της νόμιμης μοίρα του μεριδούχου, σύμφωνα με τα παραπάνω αναλυόμενα (στοιχ. ΙΙ,ΙΙΙ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη στις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις ουδόλως ανέφερε τα ανωτέρω στοιχεία, ήτοι την αξία  και τον χρόνο εκπλήρωσης των εκ μέρους της επικαλούμενων (χωρίς αντάλλαγμα) παροχών του κληρονομουμένου προς τον μεριδούχο ενάγοντα, ως είχε υποχρέωση σύμφωνα με τα υπό στοιχ. Ι αναλυόμενα. Τα στοιχεία αυτά  δεν μπορούν παραδεκτά να συμπληρωθούν με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις (άρθρα 262 και 527 ΚΠολΔ) και κατά συνέπεια ορθά η εκκαλουμένη, ενόψει της ως άνω έλλειψης, απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό  της εναγομένης ως αόριστο και επομένως όσα αντίθετα ισχυρίζεται με την έφεσή της  είναι  ουσιαστικά αβάσιμα απορριπτομένου του οικείου πρώτου λόγου αυτής.

Σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995 δημ. ΝΟΜΟΣ). Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, καταχρηστική δε άσκηση του δικαιώματος υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η οποία, εάν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος (ΟλΑΠ 7/2002), αλλά και στην περίπτωση που η μεταβολή της προηγούμενης συμπεριφοράς του δικαιούχου, που είχε δημιουργήσει στον προσβολέα την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει αυτός το δικαίωμά του και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από εκείνον που αποκρούει το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, είναι αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, η λόγω δε της μεταβολής της συμπεριφοράς αυτής άσκηση του δικαιώματος, επιφέρει ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε, με επαχθείς, αν και όχι κατ’ ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του. Απαιτείται ακόμα οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΟλΑΠ 62/1990), το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορούν να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 1820/2008, ΑΠ 263/2007, ΑΠ 231/2002 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η εναγομένη προς θεμελίωση του ισχυρισμού της περί καταχρηστικής άσκησης της υπό κρίση αγωγής επικαλείται το γεγονός ότι ο ενάγων μαζί με τη σύζυγό του έχουν σημαντική ακίνητη περιουσία και δεν αντιμετωπίζει οικονομικό πρόβλημα και ότι για άλλους λόγους «προσωπικής απόχρωσης με συγκρουσιακά χαρακτηριστικά» ασκεί την αγωγή. Πέραν της πλήρους αοριστίας του δεύτερου σκέλους του εν λόγω ισχυρισμού της εναγομένης, το γεγονός που επικαλείται στο πρώτο σκέλος αυτού που αφορά την οικονομική κατάσταση του ενάγοντος, είναι παντελώς αδιάφορο και δεν καθιστά την άσκηση της αγωγής καταχρηστική. Για να χαρακτηριστεί η εν λόγω άσκηση ως υπερβαίνουσα τα εκ του άρθρου 281 Α.Κ. όρια,  θα έπρεπε να εκτίθενται προς θεμελίωση του σχετικού ισχυρισμού περιστατικά όπως αναλύονται στην προηγηθείσα σκέψη  και ιδίως τέτοια από τα οποία ευλόγως να δημιουργήθηκε στην εναγομένη η  πεποίθηση ότι δεν θα προχωρήσει ο ενάγων στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής με την  οποία σε κάθε περίπτωση επιδιώκει την  ικανοποίηση νόμιμου δικαιώματός του, ενώ η πάροδος δύο ετών από το θάνατο του κληρονομουμένου ουδόλως στοιχειοθετεί την έννοια της μακροχρόνιας αδράνειας, πολλώ δε μάλλον που δεν συνοδεύεται και από περιστατικά προηγηθείσας συμπεριφοράς του ενάγοντα εκ των οποίων  δημιουργήθηκε στην εναγομένη η πεποίθηση ότι αυτός δεν θα διεκδικήσει τη συμπλήρωση της νόμιμης μερίδας του στην κληρονομιά του πατέρα του. Επομένως δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε ως μη νόμιμο τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης και όσα, αντίθετα, ισχυρίζεται η ίδια με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Τέλος όσον αφορά τον τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης λεκτέα τα ακόλουθα: Η εναγομένη με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων λαμβάνει υπόψη του όσον αφορά την κληρονομιαία περιουσία την αντικειμενική αξία χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την εμπορική αξία η οποία είναι σαφώς πολύ μικρότερη. Στην δε προσθήκη-αντίκρουση προβάλει επιχειρήματα που περιορίζουν τον εν λόγω ισχυρισμό της στο ακίνητο επί της οδού …. αριθμ. ….. στο Κερατσίνι, χωρίς επομένως να αρνείται την αξία για τα λοιπά κληρονομιαία περιουσιακά στοιχεία (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Ο ισχυρισμός αυτός χωρίς αναφορά συγκεκριμένου ποσού στο οποία ανέρχεται η εμπορική αξία καθώς και περιγραφή των στοιχείων στα οποία βασίζεται είναι   αόριστος και σ’ αντίθεση με το εκ του άρθρου 261 ΚΠολΔ καθήκοντος του διαδίκου να απαντά με σαφήνεια  γενικά ή ειδικά για την αλήθεια των πραγματικών  ισχυρισμών του αντιδίκου του. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εφόσον δεν εισφέρθηκε άλλο συγκεκριμένο ποσό από την εναγομένη η οποία αρκέστηκε σε μια γενική και αόριστη άρνηση της αγωγής κατά το συγκεκριμένο σκέλος της, ορθά εκτιμώντας τα ενώπιον του αποδεικτικά μέσα σε  συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας έκρινε ότι η εμπορική αξία αυτών δεν υπερβαίνει την αντικειμενική τους αξία κατά το χρόνο που απεβίωσε ο κληρονομούμενος. Και αυτό στηριζόμενο στην τοποθεσία των ακινήτων που ανήκει στις υποβαθμισμένες περιοχές του νομού Αττικής,  έκρινε ότι  με δεδομένο ότι πρόκειται για αστικό ακίνητο μη επαρκώς συντηρημένο, η αξία του αντιστοιχεί στην αντικειμενική αξία που είχε το έτος 2013. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έστω και με συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα, ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις κατέληξε στην ως άνω κρίση και όσα υποστηρίζει με τον τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγομένη είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα θα πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της  ως ουσιαστικά αβάσιμη,   ενώ πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, του εφεσίβλητου – ενάγοντα σε βάρος της ηττηθείσας  εκκαλούσας – εναγομένης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης  και κατόπιν αποδοχής σχετικού αιτήματος του πρώτου  (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί  η εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της αγωγής στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία τους διαδίκους κατά την τακτική διαδικασία.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 28-6-2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) έφεση κατά της 2321/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος για την άσκησή της παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και τα ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε  σε δημόσια  στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους  στις    21 Μαρτίου 2023.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ