Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 179/2023

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης     179/2023

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Δανιήλ, Εφέτη – Εισηγήτρια, Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει την κάτωθι αναφερόμενη υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας εκδοχέως της εκκαλούσας ενάγουσας:   εταιρείας με την επωνυμία «……………», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πολυχρόνη Περιβολάρη.

Των καθ’ων η κλήση εφεσιβλήτων εναγομένων: 1) εταιρείας με την επωνυμία «………….», ……………. 2) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………….», 3)  εταιρείας με την επωνυμία «………….», 5) εταιρείας με την επωνυμία «……………..», 5) εταιρείας με την επωνυμία «…………», 6) ………… 7) …………. 8) …………. και 9) ……….. εκ των οποίων οι τρίτη και τέταρτη εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο τους Γεώργιο – Μιλτιάδη Ασπιώτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και οι πέμπτη, έβδομη και ένατος ήταν απόντες και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ όσον αφορά τους πρώτη, δεύτερη, πέμπτη και έβδομο, ως προς τους οποίους είχε παραδοθεί την προηγουμένη της δικασίμου δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 για την εκπροσώπησή τους από τη Δικηγόρο Μαρία Δαμίγου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς μετά προτάσεων, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ο Δικηγόρος Θεόδωρος Σιούφας του αυτού ως άνω Δικηγορικού Συλλόγου, ο οποίος δήλωσε ότι ανακαλεί την παραδοθείσα δήλωση και τους εκπροσωπεί ως πληρεξούσιος Δικηγόρος τους.

Η εταιρεία με την επωνυμία «……….» ζήτησε να γίνει δεκτή η από 8.12.2008 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………./11.12.2008) αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς σε βάρος απάντων των ανωτέρω καθ’ων η κλήση, καθώς και της αλλοδαπής, εδρεύουσας στο …………, εταιρείας με την επωνυμία «………» (πρώτη εναγόμενη) και της εταιρείας με την επωνυμία «…………….» (έβδομη εναγόμενη).

Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ. 3097/2010 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού θεωρήθηκε αυτή ως μη ασκηθείσα αναφορικά με την έβδομη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «…………….» λόγω παραίτησης ως προς την τελευταία της ενάγουσας από το αγωγικό δικόγραφο και δικάσθηκε η αγωγή ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, στη συνέχεια διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τη διορισθείσα με την ίδια απόφαση πραγματογνώμονα Μεταφράστρια-Διερμηνέα της Αγγλικής γλώσσας επί του αναφερομένου στο διατακτικό της θέματος.

Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 22.9.2010 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./2010)  κλήση της ενάγουσας, εκδοθείσης στη συνέχεια, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, της υπ’αριθμ. 4462/2011 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή κατά την κύρια βάση της ως ουσία αβάσιμη και κατά τις επικουρικές βάσεις της ως μη νόμιμη.

Η ενάγουσα ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος προσέβαλε την απόφαση αυτή με την ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από 20.2.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../22.2.2012 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./7.3.2012 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, που έστρεψε κατά όλων των εναγομένων (πλην της έβδομης).

Επί της ανωτέρω έφεσης εκδόθηκε, η υπ’αριθμ. 432/2014 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης ως προς την πρώτη εφεσίβλητη και πρώτη εναγόμενη αντίστοιχα εταιρεία με την επωνυμία «……………….», ελλείψει κλήτευσής της ενώ ως προς τους λοιπούς διαδίκους, που δικάσθηκαν αντιμωλία, κατά την τακτική διαδικασία, έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, αλλ’απορρίφθηκε κατ’ουσίαν.

Την αναίρεση της ανωτέρω απόφασης ζήτησαν με την από  25.5.2017 αίτησή τους η ενάγουσα – εκκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία «………..», καθώς και η εταιρεία με την επωνυμία «……… …….», ως εκδοχέας της επίδικης απαίτησης, εκδοθείσης σχετικώς της υπ’αριθμ. 922/2020 απόφασης του Α2΄Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία, αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία «……………», απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αναίρεση ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα (εκκαλούσα – ενάγουσα) εταιρεία και διατάχθηκε ο χωρισμός της δίκης ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα και την πρώτη αναιρεσίβλητη και η συνέχιση αυτής ως προς τη δεύτερη αναιρεσείουσα και τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους, αναιρέθηκε η προαναφερθείσα απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου εν όλω και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο αυτό Δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων, που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.

Η υπόθεση επαναφέρθηκε προς περαιτέρω συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο με την από 8.2.2021 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………../9.2.2021) κλήση της εκδοχέως εταιρείας με την επωνυμία «………..»,  η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 23ης.9.2021, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίσθηκαν ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας καθώς και ο Δικηγόρος Πειραιώς Θεόδωρος Σιούφας, που δήλωσε ότι ανακαλεί την παραδοθείσα την προηγουμένη της δικασίμου δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ της Δικηγόρου Πειραιώς Μαρίας Δαμίγου μετά προτάσεων για την εκπροσώπηση των πρώτης, δεύτερης, πέμπτης και έβδομου των καθ’ων η κλήση και τους εκπροσωπεί ως πληρεξούσιος Δικηγόρος τους, οι οποίοι, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους, επιπροσθέτως δε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των ανωτέρω καθ’ων η κλήση προέβαλε ένσταση παραγραφής εν επιδικία της αγωγικής αξίωσης, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των τρίτης και τέταρτης των καθ’ων δεν εμφανίσθηκε, αλλά παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε τις προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις υπ’αριθμ. …../7.7.2021, …../7.7.2021 και ……../7.7.2021 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………., με έδρα στον Πειραιά, που προσκομίζει και επικαλείται η καλούσα εταιρεία, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 8.2.2021 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./9.2.2021) κλήσης της ανωτέρω διαδίκου περί επαναφοράς προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της από 20.2.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/22.2.2012 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../7.3.2012 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσης της εταιρείας με την  επωνυμία «…………..», εκχωρήτριας της επίδικης απαίτησης προς την καλούσα, κατόπιν της έκδοσης της υπ’αριθμ. 922/2020 απόφασης του Α2΄Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν όλω η αρχικά εκδοθείσα επί της έφεσης υπ’αριθμ. 432/2014 οριστική απόφαση του αυτού ως άνω Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων, που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση, με τις συνημμένες σ’αυτήν έκθεση κατάθεσης δικογράφου και πράξη προσδιορισμού δικασίμου προς συζήτηση της έφεσης για τη δικάσιμο της 23ης.9.2021, όταν η συζήτηση αναβλήθηκε από το πινάκιο για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα στους πέμπτη, έβδομη και ένατο των καθ’ων – εφεσιβλήτους αντίστοιχα, οι οποίοι με την εν λόγω κλήση επίσης κλήθηκαν να παραστούν στο ακροατήριο κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο, κατά την οποία αρχικά προσδιορίσθηκε η υπόθεση προς συζήτηση. Οι τελευταίοι όμως δεν εμφανίσθηκαν κατά τη μετ’αναβολήν δικάσιμο με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, πρέπει, επομένως, να δικασθούν ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 524 παρ.4 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της κρινόμενης έφεσης), με την επισήμανση ότι σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης η αναγραφή της στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, ακόμη και των απολειπομένων, εφόσον είχαν κλητευθεί κατά την αρχική δικάσιμο εμπρόθεσμα και νομότυπα, με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται κλήση τους για εμφάνιση στη μετ’αναβολήν δικάσιμο (άρθρο 226 παρ.4 εδαφ. γ΄του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία συζήτησης της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 498 παρ.2 εδαφ.τελευταίο του ιδίου Κώδικα). Σημειωτέον ότι όσον αφορά τους πρώτη, δεύτερη, έκτη και όγδοο των καθ’ων, ως προς τους οποίους την προηγουμένη της δικασίμου είχε παραδοθεί στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου δήλωση από τη Δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς Μαρία Δαμίγου ως πληρεξουσία Δικηγόρο τους, ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο την επόμενη ημέρα, όταν και είχε προσδιορισθεί η υπόθεση προς συζήτηση μετά από αναβολή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και είχαν προκατατεθεί προτάσεις τους, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς Θεόδωρος Σιούφας, ο οποίος δήλωσε ότι ανακαλεί την προαναφερθείσα δήλωση και παρίσταται αυτός ως πληρεξούσιος Δικηγόρος των ανωτέρω διαδίκων. Η  παράσταση αυτή είναι νομότυπη, παρά το γεγονός ότι κατά τη συζήτηση ο προαναφερθείς Δικηγόρος, που εμφανίσθηκε και δήλωσε ότι εκπροσωπεί αυτός τους ως άνω διαδίκους ως πληρεξούσιος Δικηγόρος τους, δεν κατέθεσε προτάσεις, υπογεγραμμένες από τον ίδιο, των περί του αντιθέτου αιτιάσεων της καλούσας, που προβλήθηκαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης με την προσθήκη  – αντίκρουση των προτάσεών της, απορριπτομένων ως αβασίμων, διότι, μόνη η υπογραφή των προτάσεων των διαδίκων αυτών από άλλη Δικηγόρο, που κατατέθηκαν την προηγουμένη της δικασίμου ημέρα μετά σχετικών εγγράφων μαζί με δήλωσή της του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ και η εκπροσώπηση των ιδίων διαδίκων στο ακροατήριο από άλλο Δικηγόρο, που δεν κατέθεσε προτάσεις με τη δική του υπογραφή, δε συνιστά  περίπτωση μη νόμιμης κατάθεσης προτάσεων και δεν συνεπάγεται μη προσήκουσα εκπροσώπηση των συγκεκριμένων διαδίκων, δεν έχει, επομένως, γι’αυτούς τις δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας, λαμβανομένου υπόψη ότι στην κατ’έφεση δίκη η κατάθεση προτάσεων έως την έναρξη της συζήτησης είναι υποχρεωτική (άρθρο 524 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης),  αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 104 του ιδίου Κώδικα, η έρευνα του δικαστηρίου περιορίζεται στην πληρεξουσιότητα του δικηγόρου, που παρίσταται στη συζήτηση ως πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου, ενώ για τις προγενέστερες πράξεις θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα και στην προκειμένη περίπτωση δεν προβλήθηκε από την καλούσα ισχυρισμός περί έλλειψης πληρεξουσιότητας του παρασταθέντος για λογαριασμό των ανωτέρω καθ’ων η κλήση και αντιδίκων της στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης Δικηγόρου ως πληρεξουσίου Δικηγόρου τους.

Στο άρθρο 579 παρ.1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ’ αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται, εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ’ αυτήν”. Στο άρθρο του 580 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, ότι “αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αντίστοιχα), παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές” και στο άρθρο του 581 παρ. 2 αυτού, ότι “η υπόθεση συζητείται (στο δικαστήριο της παραπομπής) μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση..”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως και η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης που έγινε δεκτός, καθώς και αυτά που συνάπτονται, άρρηκτα, με εκείνα που αναιρέθηκαν. H έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, κατισχύει από κάθε αντίθετη γενική διατύπωση αυτής και μάλιστα του τυχόν χαρακτηρισμού της από την ίδια της έκτασης της αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως ολικής  Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση. Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της αποβάλλει την ισχύ της και δεν παράγει δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, ενώ οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που ήταν πριν από αυτήν. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται η απόφαση όταν η αναιρετική, κατά το διατακτικό της, δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς μόνο από τους διαδίκους Περίπτωση ολικής αναίρεσης συντρέχει και όταν ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό της αναιρετικής, αλλά σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της (ΑΠ 1282/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. (ανάλογα του αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας). Με την αναίρεση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αναβιώνει η εκκρεμοδικία της έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 963/1999, ΕλλΔνη 41.51), ως προς την οποία θα αποφανθεί το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο είτε θα δεχθεί την έφεση και θα εξαφανίσει την απόφαση, είτε θα απορρίψει αυτήν, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1421/2002, δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος). Εν προκειμένω η εταιρεία με την επωνυμία «………….» άσκησε ενώπιον του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.12.2008 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ…………./11.12.2008) αγωγή της,  με την οποία ισχυρίσθηκε ότι ως πλοιοκτήτρια της θαλαμηγού με την ονομασία “F” ανέθεσε στην πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία, ως παραγγελιοδόχο μεταφοράς, να εξεύρει αντί αμοιβής θαλάσσιο μεταφορέα, με σκοπό τη μεταφορά της ανωτέρω πρόσφατα αγορασθείσας θαλαμηγού από το λιμένα Everglades των Η.Π.Α. στο λιμένα του Πειραιώς, δυνάμει μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης παραγγελίας μεταφοράς με το προεκτεθέν περιεχόμενο. Ότι η πρώτη εναγόμενη ανέθεσε τη διενέργεια της συγκεκριμένης θαλάσσιας μεταφοράς, που με βάση τη συμφωνία τους θα διενεργείτο με τον ειδικότερα αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο, στη δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία, εκδοθείσης σχετικώς από την τελευταία της υπ’αριθμ………. φορτωτικής, της οποίας η ίδια (η ενάγουσα) κατέστη νόμιμη κομίστρια με οπισθογράφηση. Ότι η μεταφορά διενεργήθηκε με το πλοίο με την ονομασία “G”, κυριότητας της τετάρτης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας και εφοπλισμού της πέμπτης εναγομένης, επίσης αλλοδαπής εταιρείας. Ότι κατά την εκφόρτωση της θαλαμηγού από το πλοίο, που  εκτελέσθηκε παρά τα συμφωνηθέντα στο αγκυροβόλιο του λιμένα της Ελευσίνας και με πλημμελή τρόπο, με τη συνδρομή της τρίτης εναγομένης ημεδαπής εταιρίας, νόμιμη εκπρόσωπος της οποίας, όπως και της δεύτερης εναγομένης είναι η όγδοη εναγόμενη, παρουσία του αρμοδίου υπαλλήλου της τρίτης εναγομένης, δέκατου εναγομένου, διά των υπαλλήλων της έβδομης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας και με τη χρήση πλωτού γερανού, πλοιοκτησίας της έκτης εναγομένης εταιρείας, της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος είναι η ένατη εναγόμενη, υπό τη διακυβέρνηση του ενδέκατου εναγομένου, προκλήθηκαν σ’αυτήν σύμφωνα με τα αναλυτικά στο δικόγραφο εκτιθέμενα οι επίσης αναφερόμενες στην αγωγή βλάβες, εξαιτίας των οποίων απομειώθηκε η αξία της, ποσού 1.850.000 δολαρίων Η.Π.Α. στον τόπο και κατά το χρόνο της εκφόρτωσης, αντί του οποίου είχε πρόσφατα πωληθεί, κατά το ποσό των 311.200 δολαρίων Η.Π.Α, άλλως κατά το σε ευρώ ισόποσο αυτού στο χρόνο της εκφόρτωσης, ήτοι κατά το ποσό των 200.000 ευρώ. Ότι οι εναγόμενοι ενέχονται σε αποκατάσταση της κατά τα προεκτεθέντα προκληθείσης περιουσιακής της ζημίας, που ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό, έκαστος για τον ειδικότερα αναφερόμενο στο δικόγραφο νόμιμο λόγο ευθύνης του. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής μέρους του αγωγικού καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου, που έλαβε χώρα στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, καταχωρήθηκε στα πρακτικά και επίσης περιλήφθηκε στις κατατεθείσες προτάσεις της,  να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, ως αποζημίωση, για τη μερική βλάβη της μεταφερομένης θαλαμηγού, υπό την ιδιότητα της πλοιοκτήτριας αυτής, καθώς και της νόμιμης κομίστριας της εκδοθείσας για τη θαλάσσια μεταφορά φορτωτικής με βάση τις διατάξεις των Κανόνων Χάγης – Βίσμπυ, άλλως επικουρικώς ως προς τη δεύτερη εναγόμενη με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, διότι η ζημία της οφείλεται στην εκτιθέμενη στο δικόγραφο παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της ανωτέρω θαλάσσιας μεταφορέως, οι προστηθέντες της οποίας λοιποί εναγόμενοι δε μερίμνησαν για την ασφαλή εκφόρτωση της θαλαμηγού από το πλοίο και επικουρικότερα ως προς όλους τους εναγομένους με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α. ή το σε ευρώ ισόποσο αυτού κατά το χρόνο της εκφόρτωσης και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλουν το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό της αποζημίωσής της, άλλως το σε ευρώ ισάξιο αυτού με τη συναλλαγματική ισοτιμία κατά τον ίδιο χρόνο, με το νόμιμο τόκο σε αμφότερες τις περιπτώσεις από τις 17.3.2008, όταν έλαβε χώρα η εκφόρτωση, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να κηρυχθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής εκδόθηκε αρχικά, ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ. 3097/2010 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού θεωρήθηκε αυτή ως μη ασκηθείσα αναφορικά με την έβδομη εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «……………» λόγω παραίτησης ως προς την τελευταία της ενάγουσας από το αγωγικό δικόγραφο και δικάσθηκε η αγωγή ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, στη συνέχεια διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης και η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τη διορισθείσα με την ίδια απόφαση ως πραγματογνώμονα Μεταφράστρια – Διερμηνέα της Αγγλικής γλώσσας ……….., στην οποία ανατέθηκε να συντάξει ακριβή μετάφραση στην ελληνική από την αγγλική γλώσσα του συνόλου του κειμένου της εκδοθείσης για τη συγκεκριμένη θαλάσσια μεταφορά της θαλαμηγού φορτωτικής και των προσαρτημένων σ’αυτήν όρων και ακολούθως να καταθέσει την έκθεση, που θα συνέτασσε, στη Γραμματεία του ιδίου Δικαστηρίου, καθώς κρίθηκε τούτο αναγκαίο για τη  διάγνωση της διαφοράς και επιπροσθέτως έγινε δεκτό ότι πρόκειται για θέμα, για το οποίο απαιτούνται, προκειμένου να γίνει αντιληπτό, ιδιαίτερες επιστημονικές γνώσεις. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση με την από 22.9.2010 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/2010)  κλήση της ενάγουσας, ως προς όλους τους εναγομένους, πλην της έβδομης, εκδοθείσης στη συνέχεια, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, πλην της πρώτης εναγομένης, που δεν παραστάθηκε, της υπ’αριθμ. 4462/2011 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή, αφού κρίθηκε ότι το ανωτέρω επιληφθέν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς επίλυση της διαφοράς, που αφορά σε διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, ακολούθως έγινε δεκτό σε σχέση με το εφαρμοστέο επ’αυτής δίκαιο, ότι με βάση ρήτρα υπερισχύοντος δικαίου, περιληφθείσα στην εκδοθείσα φορτωτική, τα συμβληθέντα στην επίδικη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πρόσωπα επέλεξαν ως δίκαιο για τη ρύθμιση των σχέσεών τους από τη φορτωτική και την εν λόγω σύμβαση τους Κανόνες της Χάγης του 1924, όπως ισχύουν στη χώρα φόρτωσης, ήτοι στις Η.Π.Α., ότι ως προς την ευθύνη των τέταρτης και πέμπτης των εναγομένων και την σωρευόμενη στην αγωγή κατά δικονομική επικουρικότητα βάση της αδικοπραξίας εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο,  σύμφωνα με το οποίο η αγωγή κατά τη βάση της αυτή κρίθηκε απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς όλους τους εναγομένους, αλλά και ως προς τη δεύτερη επικουρική βάση της (τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), ως προς την οποία επίσης έγινε δεκτό ότι πρέπει ν’απορριφθεί ως μη νόμιμη, ακολούθως διερευνήθηκε (η αγωγή) κατά την κύρια βάση της, ως προς την οποία κρίθηκε νόμιμη και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας. Ακολούθως, το ανωτέρω Δικαστήριο με την ίδια απόφαση από την εκτίμηση των προσκοσμισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων δέχθηκε ότι στην κρινόμενη περίπτωση, παρότι η ενάγουσα εταιρεία επικαλέσθηκε στην αγωγή για την ενεργητική της νομιμοποίηση ότι τυγχάνει νόμιμη από οπισθογράφηση κομίστρια της εκδοθείσας για την επίμαχη θαλάσσια μεταφορά φορτωτικής, εντούτοις αποδείχθηκε ότι στην εν λόγω – ονομαστική και όχι εις διαταγήν – φορτωτική αναγραφόταν ως παραλήπτης του φορτίου (της θαλαμηγού) συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο, ήτοι ο …………. και η ενάγουσα δεν επικαλέσθηκε και δεν απέδειξε εκχώρηση προς αυτήν από τον προαναφερθέν πρόσωπο της απαίτησης από τη φορτωτική, με αποτέλεσμα να μην νομιμοποιείται στην άσκηση της κρινόμενης αγωγής αποζημίωσης κατά του θαλάσσιου μεταφορέα λόγω μερικής βλάβης της θαλαμηγού, καθώς δεν είναι δικαιούχος της φορτωτικής και κατ’επέκταση φορέας και της επίδικης αξίωσης από τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς. Κατόπιν τούτου απορρίφθηκε η αγωγή και κατά την κύρια βάση της ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και καταδικάσθηκε η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, το ύψος της οποίας ορίσθηκε στο ποσό των 2.000 ευρώ. Η ενάγουσα, ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης, άσκησε κατ’αυτής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 20.2.2012 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………/22.2.2012 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……./7.3.2012 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεσή της, που έστρεψε κατά όλων των εναγομένων (πλην της έβδομης, από την οποία παραιτήθηκε παραδεκτά από το δικόγραφο της αγωγής), ζητώντας, για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο εφετήριο λόγους, οι οποίοι συνιστούσαν αιτιάσεις, που στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονταν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όσον αφορά στην απορριπτική κρίση του επί της κύριας και της επικουρικής (από αδικοπραξία) βάση της αγωγής της (το κεφάλαιο της εκκαλουμένης, που αναφέρεται στην απόρριψη της δεύτερης επικουρικής βάσης, του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν επλήγη με την έφεση), την εξαφάνιση της προσβαλλομένης απόφασης και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης κατά τα εκκληθέντα κεφάλαια, ούτως ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή. Επί της ανωτέρω έφεσης εκδόθηκε η υπ’αριθμ.432/2014 οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης ως προς την πρώτη εφεσίβλητη και πρώτη εναγόμενη αντίστοιχα λόγω έλλειψης νόμιμης κλήτευσής της, ακολούθως έγινε δεκτό ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμη για το  λόγο ότι δε στηριζόταν στο νόμο και τούτο διότι με αυτήν εζητείτο η αποκατάσταση της επικαλούμενης ζημίας της ενάγουσας  με τρεις νομικές βάσεις “αλλά κατά την ισοτιμία του νομίσματος προσδιορισμού της ζημίας (USD) προς το ημεδαπό νόμισμα (ευρώ) κατά την ημέρα επέλευσης του ζημιογόνου περιστατικού” και όχι σύμφωνα με την ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος προς το ημεδαπό κατά το χρόνο της πληρωμής, με την επισήμανση ότι δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της οφειλής – υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσν, κατ’άρθρο 223 εδαφ.β΄του ΚΠολΔ – θα υπήρχε, μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατ’αυτόν (χρόνο της πραγματικής πληρωμής) η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου θα είναι μικρότερη από εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας ή της άσκησης τη αγωγής, το οποίο, όμως, είναι αβέβαιο. Κατόπιν τούτου, το παρόν Δικαστήριο με την ανωτέρω απόφασή του έκρινε ότι “πρέπει να δεχθεί ότι ορθώς απορρίφθηκε πρωτοδίκως η αγωγή αλλά να προβεί, επιτρεπτά, λόγω της ισοσθένειας των προκυπτόντων δεδικασμένων…στην αντικατάσταση της υφιστάμενης απορριπτικής αιτιολογίας με αυτή της παρούσας και να απορρίψει κατ’ουσίαν την έφεση”.  Σύμφωνα δε με το διατακτικό της αυτής ως άνω απόφασης κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης ως προς την πρώτη εφεσίβλητη, έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, αλλά απορρίφθηκε κατ’ουσίαν και καταδικάσθηκε η εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησαν η εκκαλούσα/ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «……….», καθώς και η εδρεύουσα στην ….. εταιρεία με την επωνυμία  «………..», ως εκδοχέας/ειδική διάδοχος της επίδικης απαίτησης, με την από 25.5.2017 αίτησή τους. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθμ.922/2020 απόφαση του Α2΄Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία «…………», που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, διότι, όπως έγινε δεκτό, δεν προέκυψε ότι κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης,  απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αναίρεση ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα (εκκαλούσα – ενάγουσα) εταιρεία, ως προς την οποία κρίθηκε ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ρητή πληρεξουσιότητα αυτής προς το φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο της για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και την επίσπευση της συζήτησης, αφού δεν προσκομίσθηκε σχετικό πληρεξούσιο και διατάχθηκε ο χωρισμός της δίκης ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα και την πρώτη αναιρεσίβλητη και η συνέχιση αυτής ως προς τη δεύτερη αναιρεσείουσα και τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους. Με την απόφαση αυτή έγιναν ειδικότερα δεκτά τα κάτωθι: “Με το ν. 2107/1992 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.8.1924 “για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές”, όπως τροποποιήθηκε με τα πρωτόκολλα της 23.2.1968 και 23.12.1979 (Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ) και, συνεπώς, οι κανόνες της ως άνω Διεθνούς Συμβάσεως αποτελούν, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος 1975/1986/2001, αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται στην Ελλάδα από την 26.6.1993: α) για όλες τις θαλάσσιες μεταφορές που εκτελούνται με φορτωτική και οι λιμένες φορτώσεως και εκφορτώσεως ανήκουν σε διαφορετικά κράτη και β) στις θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ ελληνικών λιμένων είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (άρθρα 1 περ.β΄, 2 παρ.1 και 3 παρ.1, 5 παρ.2 και 10 παρ.2 και 3 του ν.2107/1992 – ΑΠ 376/2008). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 3 παρ.1, 4 παρ.1, 5 εδ. β, 4β της άνω Διεθνούς Συμβάσεως, όπως η παράγραφος 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23.2.1968 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών και το άρθρο 4β προστέθηκε με το άρθρο 3 του ως άνω Πρωτοκόλλου, συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας ευθύνεται για απώλεια ή μερική βλάβη των πραγμάτων κατά το χρόνο της μεταφοράς και ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης αυτών σε θαλάσσια μεταφορά οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου, δηλαδή αυτός που ζημιώνεται από την απώλεια ή βλάβη του, δικαιούται να στραφεί κατά του θαλάσσιου μεταφορέα και να αξιώσει αποζημίωση, το μέτρο της οποίας θα υπολογίζεται με βάση τη χρηματιστηριακή ή αν δεν υπάρχει τέτοια, την τρέχουσα ή τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων στον τόπο και κατά το χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς (ΑΠ 343/2019, ΑΠ 928/2011). Με την άνω διάταξη, δηλαδή, καθορίζεται το μέτρο υπολογισμού της αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας από την απώλεια ή βλάβη του φορτίου. Περαιτέρω, εκ των διατάξεων των άρθρων 297 εδαφ. α`, 298 του ΑΚ και 1 του ν. 2842/2000 προκύπτει ότι πάσα αξίωση προς αποζημίωση, διεπομένη υπό του Ελληνικού δικαίου, είτε αυτή απορρέει εξ αθετήσεως συμβάσεως, είτε εξ αδικοπραξίας, είτε εκ του νόμου, πρέπει να προσδιορίζεται σε ευρώ, νόμισμα το οποίο δικαιούται να ζητήσει ο αξιών την αποζημίωση, εφόσον ρητώς ορίζεται ότι η αποζημίωση καταβάλλεται εις χρήμα. Ως “χρήμα” κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως νοείται το μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 2842/2000 εθνικό νόμισμα, δηλαδή το ευρώ, διά του νομίσματος δε τούτου πρέπει όχι μόνον να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική και αποθετική ζημία, δοθέντος ότι η ενοχή εξ αποζημιώσεως ως περιεχόμενο έχει ποσότητα ευρώ, η οποία εκφράζει εξ αρχής, πρωτογενώς, την ανορθωτέα ζημία. Εάν προ της εγέρσεως της αγωγής αποκαταστάθηκε η προκληθείσα στον ζημιωθέντα βλάβη δια δαπάνης αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών εις αλλοδαπό νόμισμα, θα ληφθεί μεν υπ` όψη για το συγκεκριμένο καθορισμό της ζημίας το ποσό του δαπανηθέντος ή απολεσθέντος ξένου νομίσματος, μόνον, όμως προκειμένου να υπολογισθεί η ποσότητα σε ευρώ, η οποία παριστά τη ζημία. Προς τούτο θα τραπεί η δαπανηθείσα ή απολεσθείσα ποσότητα των αλλοδαπών νομισμάτων σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας του χρόνου της δαπάνης ή απώλειας. Η τοιαύτη ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων δεν παριστά την ζημία, αλλά χρησιμεύει μόνον για τον καθορισμό της σε ευρώ, η δε ποσότητα σε ευρώ εκφράζει οριστικώς τη ζημία (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15-16/1996, ΟλΑΠ 4/1995, ΑΠ 124/2014, 1203/2010). Σύμφωνα δε με αυτή τη γενική αρχή του άρθρου 297 εδ. α΄ΑΚ, η άνω αποζημίωση από την απώλεια ή βλάβη του μεταφερομένου φορτίου, υπολογιζομένη κατά τις άνω διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως, οφείλεται σε ημεδαπό νόμισμα, χωρίς η φύση της τελευταίας ως χρηματικής οφειλής να αλλοιώνεται στην περίπτωση που ο τόπος προορισμού των πραγμάτων βρίσκεται στην αλλοδαπή. Ειδικότερα, επί της τελευταίας αυτής περιπτώσεως, το γεγονός και μόνο ότι στον αλλοδαπό λιμένα προορισμού (τόπο εκφορτώσεως) οι αξίες, εντεύθεν και η αποκαταστατέα αξία του φορτίου, εκφράζονται στο αντίστοιχο αλλοδαπό νόμισμα, κατά το χρόνο ενάρξεως της εκφορτώσεως, δεν μεταβάλλει τη ρύθμιση του άρθρου 297 εδ. α΄ ΑΚ, ούτε τη φύση της, εκ των ανωτέρω αιτιών, ενοχής του θαλάσσιου μεταφορέα, εφόσον και τότε η επιδιωκομένη στην Ελλάδα αποζημίωση, είτε με καταψηφιστική είτε με αναγνωριστική αγωγή, για την αποκατάσταση από αυτόν της ζημίας του δικαιούχου του φορτίου – όπως οι ανωτέρω διατάξεις της Διεθνούς Συμβάσεως τη συγκεκριμενοποιούν και περιορίζουν, συμφώνως προς τους σταθερούς παράγοντες, που καθιερώνουν την προβλεπομένη σ’αυτές αξία των πραγμάτων στον τόπο και το χρόνο της ενάρξεως της εκφορτώσεως – είναι καταβλητέα σε ευρώ, και ειδικότερα στο αντίστοιχο σ’αυτό ποσό του αλλοδαπού νομίσματος, με βάση τη μεταξύ τους ισοτιμία κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο της εκφορτώσεως (ΑΠ 343/2019)”. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση έγινε επίσης δεκτό ότι το παρόν Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι κρίσιμος χρόνος υπολογισμού του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ για τον προσδιορισμό της ανορθωτέας ζημίας της ενάγουσας είναι εκείνος της πληρωμής της αποζημίωσης και όχι εκείνος της εκφόρτωσης στο λιμένα του προορισμού του “εσφαλμένως εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α΄ΑΚ, 1 του ν. 2842/2000, 3 παρ.1, 4 παρ. 1, 5 εδ. β΄ και 4β΄ του ν.2107/1992, συμφώνως προς τα εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος. Μετά ταύτα η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστές άλλους, πλην εκείνων που δίκασαν, ενώ παρέλκει λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του δεκτού γενομένου λόγου η έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως”. Κατόπιν τούτων, σύμφωνα με το διατακτικό της ανωτέρω απόφασης του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η υπ’αριθμ.432/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο αυτό Εφετείο, το οποίο και θα συγκροτείτο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων, που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση. Συνεπώς, με την απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε εν όλω η ανωτέρω απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ως προς τη δεύτερη αναιρεσείουσα και τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους, πλην της πρώτης, καθώς το διατακτικό της δεν περιορίζει με σχετική διάταξη αυτού την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης, επιπροσθέτως δε ο αναιρετικός λόγος που έγινε δεκτός πλήττει, κατά νομική ακολουθία, το κύρος της όλης απόφασης, σύμφωνα με το διατακτικό, σε συνδυασμό και με το αιτιολογικό της, με αποτέλεσμα την αναβίωση της εκκρεμοδικίας της έφεσης κατά της οριστικής υπ’αριθμ. 4462/2011 απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ως προς την οποία και θα πρέπει να αποφανθεί το Δικαστήριο τούτο ως το δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο η υπόθεση εισήχθη προς περαιτέρω συζήτηση με την από 8.2.2021 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/9.2.2021) κλήση της δεύτερης αναιρεσείουσας, με την ιδιότητα της εκδοχέως/ειδικής διαδόχου της επίδικης απαίτησης διαρκούσης της εκκρεμοδικίας εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που στρέφεται κατά όλων των λοιπών  – πλην της πρώτης –  αναιρεσιβλήτων – εφεσιβλήτων – εναγομένων, μεταξύ δε των τελευταίων και της καλούσας θα διεξαχθεί κατά παραπομπή η νέα δίκη επί της έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Η κρινόμενη από το παρόν Δικαστήριο ως το δικαστήριο της παραπομπής από 20.2.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../22.2.2012 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/7.3.2012 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4462/2011 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε επί της από 8.12.2008 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./11.12.2008) αγωγής και με την οποία η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη κατά την επικουρική βάση της (της αδικοπραξίας) και ως κατ’ουσίαν αβάσιμη κατά την κύρια βάση της, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, και 2, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν στην κρινόμενη περίπτωση κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις  22.2.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………./22.2.2012), καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά στοιχεία επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής στις 8.8.2011 [όπως η ανωτέρω διάταξη ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε προ της 1ης.1.2016, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου] και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία (τακτική), κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πρωτόδικη οριστική απόφαση.

Με το άρθρο πρώτο του Ν. 2107/1992 κυρώθηκαν από την Ελλάδα και αποτελούν εσωτερικό κανόνα δικαίου, με υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 του Συντάγματος), η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.08.1924 «για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23ης.2.1968 και της 21.12.1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από το συνδυασμό διατάξεων του άρθρου 2 του πιο πάνω νόμου και των άρθρων 1 περ. β΄, 2, 3 παρ. 1, 5 παρ. 2 και 10 παρ. 2 και 3 της προαναφερόμενης Διεθνούς Σύμβασης προκύπτει ότι οι ως άνω κανόνες εφαρμόζονται στην Ελλάδα από 23.6.1993, μεταξύ των άλλων, σε όλες τις θαλάσσιες μεταφορές που τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, με την προϋπόθεση ότι αυτές (οι μεταφορές) καλύπτονται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο που αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων. Με την αναφορά στις μεταφορές αυτές ο νόμος επεκτείνει την εφαρμογή των ως άνω κανόνων στην κατηγορία των διεθνών θαλασσίων μεταφορών, των οποίων η αλλοδαπότητα στηρίζεται στο αντικειμενικό κριτήριο ότι τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη. Η ρύθμιση αυτή αποτελεί κανόνα ουσιαστικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, κανόνα δηλαδή που καθορίζει απευθείας το εφαρμοστέο δίκαιο σε σχέσεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Επομένως, εφαρμοστέο δίκαιο για τις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές υπό φορτωτική αποτελούν οι ως άνω κανόνες Χάγης – Βίσμπυ. Περαιτέρω, με τα άρθρα 3 παρ. 1 και 4 παρ.1 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης θεσπίζεται νόθος αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα, υπό την έννοια ότι, σε περίπτωσή απώλειας ή βλάβης του φορτίου, ο τελευταίος έχει το βάρος της απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η διαβάθμιση του πταίσματος είναι όμοια με αυτή του αστικού δικαίου στη συμβατική ευθύνη (άρθρα 330 και 334 του ΑΚ), δηλαδή ο μεταφορέας ευθύνεται για δόλο, βαριά και ελαφρά αφηρημένη αμέλεια. Η ελαφρά αφηρημένη αμέλεια έχει, την έννοια της μη καταβολής της επιμέλειας του μέσου συνετού μεταφορέα. Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα αφορά καταρχήν τις απώλειες η βλάβες πραγμάτων, αν και αυτό δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 4 των ως άνω κανόνων. Ο μόνος περιορισμός είναι ότι η απώλεια ή η βλάβη πρέπει να συνδέεται με τη φόρτωση, μεταχείριση, στοιβασία, μεταφορά, φύλαξη, φροντίδα και εκφόρτωση των πραγμάτων (άρθρο 2 της Σύμβασης). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 1 περ.ε 1 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, η θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων καλύπτει μόνο τη χρονική περίοδο της θαλάσσιας αποστολής, που αρχίζει από τη φόρτωση των εμπορευμάτων και τελειώνει με την εκφόρτωσή τους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 παρ.2 της Σύμβασης, η φόρτωση και η στοιβασία, που συνίσταται στην τοποθέτηση και τη διευθέτηση των εμπορευμάτων μέσα στο κύτος του πλοίου ή στους ορισμένους χώρους για την υποδοχή τους και στη στερέωση αυτών με κάθε πρόσφορο τρόπο, τελείται από το μεταφορέα που είναι υπεύθυνος για κάθε επιμέλεια. Ακόμα και αν ο μεταφορέας προσέλαβε στοιβαστές, προκειμένου να εκτελέσουν το έργο, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη για τις πράξεις τους ή την ανεπιτήδεια στοιβασία από αυτούς. Εξάλλου, προστηθέντες του μεταφορέα, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. ια΄ της Σύμβασης, είναι όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται στην υπηρεσία του και συμβάλλουν στην εκπλήρωση της υποχρέωσής του να μεταφέρει τα πράγματα, σ’αυτούς δε περιλαμβάνονται ο πλοίαρχος, το πλήρωμα, ο πλοηγός, οι υπάλληλοι του μεταφορέα στην ξηρά, ο πράκτορας ο ναυλομεσίτης, ο φορτοεκφορτωτής ο στοιβαδόρος. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 4 παρ.1 και 5, εδ. β΄ της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, όπως η παράγραφος 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23.2.1953 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών, προκύπτει ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης υπολογίζεται βάσει της αξίας των εμπορευμάτων αυτών στον τόπο και κατά το χρόνο που εκφορτώνονται από τα πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς. Η αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή για το εμπόρευμα ή αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά, ή αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, υπολογίζεται με βάση την αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας. Αποκαθίσταται δε η αξία, που εξευρίσκεται με την απόδειξη της τιμής του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων. Εάν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα τιμή της αγοράς, και εάν δεν υπάρχει και τέτοια, λαμβάνεται υπόψη η συνηθισμένη τιμή εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποιότητας. Περαιτέρω κατά την εκτέλεση της σύμβασης είναι δυνατόν να ανακύψει αδικοπραξία των αντισυμβαλλομένων έναντι αλλήλων, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη είναι υπαίτια και παράνομη και χωρίς τη συμβατική σχέση (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505,  ΑΠ 465/1995 ΝοΒ. 43.543, ΑΠ 18/1993 ΝοΒ 41.1069, ΑΠ 1580/1992 ΕλλΔνη 1994.369, ΑΠ 1741/87 ΕΕΝ 1988.906).Υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση, μπορεί πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς την συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ό.π., ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 2000.87). Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα (τη διακριτική ευχέρεια) να στηρίξει, τη σχετική αξίωση του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (βλ. ΑΠ 555/1999 ό.π.). Τέλος, οι Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ ρύθμισαν ειδικά και ρητά στο άρθρο 4β΄ αυτών (το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του από 23.2.1968 Πρωτοκόλλου) τις περιπτώσεις κατά τις οποίες εγείρεται αγωγή από αδικοπραξία, είτε κατά του μεταφορέα είτε κατά των προστηθέντων αυτού, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται ότι τα προβλεπόμενα όρια ευθύνης, ισχύουν για κάθε αξίωση κατ’αυτών, για απώλεια ή βλάβη εμπορευμάτων, είτε η αξίωση θεμελιώνεται σε συμβατική ευθύνη είτε σε εξωσυμβατική και δη: 1) Υιοθετείται η αρχή της επενεργούσας συρροής των αξιώσεων, κατά την οποία οι περιορισμοί που ισχύουν στη συμβατική ευθύνη επεκτείνονται και στην εξωσυμβατική, όταν η τελευταία στηρίζεται στο ίδιο βιοτικό γεγονός. 2) Επεκτείνεται η αρχή της παροχής προστασίας, που απολαύει ο μεταφορέας, και στους προστηθέντες του, που αναφέρονται στο κείμενο της πιο πάνω διάταξης ως «υπάλληλος» και «πράκτορας» και 3) νομιμοποιούνται τα πρόσωπα αυτά (ο πλοίαρχος ή άλλος προστηθείς του μεταφορέα), εναγόμενοι κατά τις διατάξεις για την αδικοπραξία, να προβάλουν προς απαλλαγή τους τις ενστάσεις του μεταφορέα (π.χ. την ένσταση παραγραφής του άρθρου 3 παρ. 6 εδαφ. 4 της Σύμβασης, την αμελή διακυβέρνηση ή το χειρισμό του πλοίου, αν και η ζημία οφείλεται σε προσωπικό του πταίσμα, ή την πυρκαγιά), χωρίς όμως να υποκαθίστανται στα δικαιώματα του μεταφορέα. Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 46 της ως άνω Σύμβασης ρυθμίζονται ειδικά και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες εγείρεται αγωγή από αδικοπραξία, είτε κατά του μεταφορέα, είτε κατά των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, προβλέπεται δε ότι τα προβλεπόμενα όρια ευθύνης ισχύουν για κάθε αξίωση κατ’ αυτών για απώλεια ή βλάβη εμπορευμάτων, ανεξάρτητα από το αν η αξίωση αποζημίωσης θεμελιώνεται σε συμβατική, είτε σε εξωσυμβατική (αδικοπρακτική) ευθύνη (ΕφΠειρ 194/2009 ό.π., ΕφΠειρ 830/2004 ΕΝΔ 2004.294, ΕφΠειρ 160/2003 ΕΝΔ 2003.261, ΕφΠειρ 142/2003 ΕΕμπΔ 2003.680, ΕφΠειρ 23/1984 ΕΝΔ 1984.481). Έτσι, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, είτε η αγωγή θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική είτε στην εξωσυμβατική ευθύνη, ισχύουν οι προβλεπόμενοι περιορισμοί και αποκαταστατέα είναι η αξία των βλαβέντων εμπορευμάτων στον τόπο και το χρόνο της εκφόρτωσης και όχι το κατ’ άρθρο 298 του ΑΚ διαφυγόν κέρδος, ή άλλη περαιτέρω ζημία θετική ή αποθετική, προκύπτουσα από βλάβη ή απώλεια του πράγματος ή από τη στέρηση του κέρδους ή της ωφέλειας από τη χρησιμοποίηση του, για αποκατάσταση διαφυγόντων κερδών, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κ.λπ., γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα παρέμεναν ανεφάρμοστες οι ευεργετικές υπέρ του μεταφορέα και των προστηθέντων του διατάξεις της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης (ΕφΠειρ 516/2009 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006.278, ΕφΠειρ 672/2005 ΠειρΝ 2005.513, ΕφΠειρ 201/2005 ΕΝΔ 2005.199, ΕφΠειρ 33/1996 ΕΝΔ 1997.140). Ειδικότερα επί θαλάσσιας μεταφοράς, που διέπεται από τους κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, περίπτωση κατά την οποία αντιμετωπίζεται συρροή συμβατικής και αντισυμβατικής ευθύνης του εκναυλωτή – θαλάσσιου μεταφορέα είναι η απώλεια ή βλάβη των μεταφερόμενων πραγμάτων. Κατά την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη η μη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προφύλαξη του φορτίου αποτελεί απλή συμβατική παράλειψη του ναυλωτή – θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων αυτού προσώπων. Ως εκ τούτου η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πράξη παράνομη και υπαίτια, χωρίς την ύπαρξη της σύμβασης ναύλωσης – θαλάσσιας μεταφοράς και συνεπώς δεν υπάρχει εν προκειμένω αδικοπραξία ((ΕφΠειρ 142/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012.185, ΕΕΜΠΔ 2013.127, Αρμ 2013.753, ΕφΠειρ 719/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2012.135, ΕφΠειρ 167/2010 ΕΝΑΥΤΔ 2010.172, ΕφΠειρ 738/2009 ΕΝΑΥΤΔ 2009.384, ΕφΠειρ 767/2009 ΕΝΔ 2009.372, ΕφΠειρ 76/2006 ΕΝΔ 2006.278, ΕφΠειρ 910/2006 ΕΝΑΥΤΔ2007.99, ΕφΠειρ 286/2004 ΕΝΔ 2004.27, ΕφΠειρ 106/1994 ΕΝΔ 1994.375, ΕφΠειρ 1741/1990 ΕΝΔ 1991.159, Γ. Θεοχαρίδη: «Η Αδικοπρακτική Ευ­θύνη του Θαλάσσιου Μεταφορέα» έκδ. 2000, σελ. 128, 129). Στην κρινόμενη περίπτωση, όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής, η οποία στηρίζεται στην αδικοπραξία για την κατά νόμο θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος και για την οποία εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι προαναφερθέντες Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ, με αυξημένη τυπική ισχύ (όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή, που περιλήφθηκε στην εκκαλουμένη οριστική απόφαση, να πλήττεται με την έφεση) η ενάγουσα επικαλέσθηκε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης, θαλάσσιας μεταφορέως και των προστηθέντων αυτής λοιπών εναγομένων (τρίτης έως και ενδέκατου, πλην της έβδομης, από την οποία παραιτήθηκε από το αγωγικό δικόγραφο), εκάστου ενεχομένου με τη αναφερομένη στο δικόγραφο ιδιότητα, που της προκάλεσε περιουσιακή ζημία και συνίσταται ειδικότερα στην αυθαίρετη αλλαγή από τους αντιδίκους της των συμφωνηθέντων τόπου και τρόπου εκφόρτωσης της θαλαμηγού [έλαβε χώρα στο αγκυροβόλιο του λιμένος της Ελευσίνας, όπου ναυλοχούσε το πλοίο και υπό συνθήκες αστάθειας λόγω του κυματισμού με τη χρήση πλωτού γερανού, ο χειριστής του οποίου δεν είχε οπτική επαφή με το μεταφερόμενο φορτίο και όχι μετά την πλαγιοδέτηση του πλοίου στον προβλήτα του λιμένος, με τη χρήση χερσαίου γερανού και με τη βάση της, όπως άλλωστε είχε φορτωθεί στο λιμένα φόρτωσης, παρά τη συμφωνία τους, που προέβλεπε φόρτωση και εκφόρτωση σε βάση (“‘οn cradle”), επί του καταστρώματος και με το σύστημα “νερό σε νερό” (‘water to water”)], καθώς και σε εσφαλμένη τοποθέτηση επί της θαλαμηγού του ζεύγους ιμάντων ανύψωσης σε λάθος σημεία κάτω από τη γάστρα της, οι οποίοι μάλιστα δεν ήταν στα κάτω άκρα τους συνδεδεμένοι μεταξύ τους με ζυγό, με αποτέλεσμα, κατά την ανύψωση της θαλαμηγού από το κατάστρωμα του πλοίου από τον πλωτό γερανό, λόγω μη ισόρροπης κατανομής του βάρους της, ο πρωραίος ιμάντας ανύψωσης να ολισθήσει από τη θέση που είχε τοποθετηθεί και η θαλαμηγός να επιπέσει από ύψος 30 εκατοστών στις χαλύβδινες κατασκευές του καταστρώματος του πλοίου και στη βάση στοιβασίας της και να υποστεί, λόγω της πτώσης, ζημίες.  Τα ανωτέρω όμως πραγματικά περιστατικά συνιστούν ουσιαστικά απλή αντισυμβατική συμπεριφορά της θαλάσσιας μεταφορέως και των προστηθέντων αυτής προσώπων και δεν εμφανίζουν αυτοτέλεια σε σχέση με τις συμβατικές της υποχρεώσεις για ασφαλή εκφόρτωση της θαλαμηγού, τις οποίες εκτέλεσε πλημμελώς. Πρόκειται αντίθετα για πράξεις και παραλείψεις των ανωτέρω εναγομένων, εκ των οποίων και μόνον φέρεται ότι προκλήθηκε η ζημία της ενάγουσας, για την αποκατάσταση της οποίας η ανωτέρω αιτείται της προβλεπομένης αποζημίωσης, λόγω των προκληθεισών στη θαλαμηγό ζημιών κατά την αντισυμβατική εκφόρτωσή της από το πλοίο, οι οποίες δεν θα ήταν παράνομες σε κάθε περίπτωση, διαπραττόμενες δηλαδή ανεξάρτητα από τη συμβατική σχέση, με αποτέλεσμα να μη συνιστούν αδικοπραξία και να μην μπορούν να θεμελιώσουν εξωσυμβατική τους ευθύνη αποζημίωσης για την επέλευση της επικαλούμενης βλάβης στο μεταφερόμενο φορτίο. Επομένως, η ερειδόμενη στην αδικοπραξία και προβαλλόμενη κατά δικονομική επικουρικότητα στο αγωγικό δικόγραφο βάση απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε περί την ερμηνεία και την εφαρμογή των οικείων διατάξεων, προς τούτο δε όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα εταιρεία με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

Κατά το δίκαιο των ΗΠΑ η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς ρυθμίζεται κατά  κύριο λόγο από το κεφάλαιο 28 του τίτλου 46 του Κώδικα των Η.Π.Α. (United States Code).  To κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει τις διατάξεις του νόμου για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων (Carriage of Goods by sea Act, εν συντομία COGSA) του 1936, οι οποίες κατά βάση συμπίπτουν με το δίκαιο των κανόνων της Χάγης. Εκτός από το νόμο αυτό πολλές ρυθμίσεις περιέχονται επίσης και σε άλλα κεφάλαια του τίτλου 46 καθώς και στον  τίτλο 49, που  αφορά τις μεταφορές, παράλληλα δε εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι διατάξεις του κοινοδικαίου (Common Law). Έτσι λοιπόν με βάση το δίκαιο αυτό η σύμβαση της θαλάσσιας μεταφοράς καταρτίζεται όπως κάθε άλλη σύμβαση και δεν απαιτείται ιδιαίτερος τύπος.  Και μολονότι, σύμφωνα με την παρ. 3 του COGSA, ο φορτωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει την έκδοση φορτωτικής είτε για τον  εαυτό του είτε για οποιονδήποτε τρίτο, προς τον οποίο απευθύνονται τα εμπορεύματα, η φορτωτική δεν είναι απαραίτητη, για την κατάρτιση της σύμβασης μεταφοράς, η οποία μπορεί να καταρτισθεί είτε με άλλο έγγραφο είτε προφορικά.  Ακόμη και σιωπηρά μπορεί να θεωρηθεί ότι καταρτίσθηκε η σύμβαση με τη φόρτωση των πραγμάτων στο πλοίο, ανεξάρτητα με το αν έχει εκδοθεί φορτωτική ή άλλο έγγραφο αποδεικτικό της σύμβασης  μεταφοράς μπορεί να χρησιμοποιηθούν διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, όπως συμφωνίες κράτησης, απόδειξη προβλήτας κλπ., δηλαδή οποιαδήποτε απόδειξη που δείχνει τη σχετική πρόθεση των μερών. Ο COGSA είναι η Αμερικανική εκδοχή των Κανόνων της Χάγης του 1924 και εφαρμόζεται τόσο στις μεταφορές εξωτερικού όσο και στις μεταφορές εσωτερικού και το ίδιο το νομοθέτημα απαιτεί για τις φορτωτικές που εκδίδονται για μεταφορά πραγμάτων από λιμένες των Η.Π.Α. να περιέχουν ρήτρα ενσωμάτωσης του COGSA: “Κάθε φορτωτική ή ανάλογο έγγραφο μεταφοράς, το οποίο είναι αποδεικτικό σύμβασης μεταφοράς πραγμάτων από λιμένες των Η.Π.Α. προς λιμένες της αλλοδαπής στα πλαίσια διεθνούς εμπορίου, πρέπει να περιέχει δήλωση ότι αυτή θα διέπεται από τις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου ” (COGSA παρ.132). Σε περίπτωση “ονομαστικής” φορτωτικής η παράδοση του φορτίου συνδέεται άμεσα με συγκεκριμένο παραλήπτη και αποδεικνύει την υποχρέωση του μεταφορέα να παραδώσει το φορτίο μόνο σ’αυτόν τον παραλήπτη. Αντίθετα οι φορτωτικές που δηλώνουν ότι η παράδοση θα γίνει “εις διαταγήν” (ενός παραλήπτη) είναι φορτωτικές “εις διαταγήν” και μπορούν να οπισθογραφηθούν από τον παραλήπτη. Το δικαίωμα επί του φορτίου μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση. Τα δικαστήρια των Η.Π.Α. κατά την εφαρμογή του COGSA δεν κάνουν καμία διάκριση μεταξύ ονομαστικών φορτωτικών και φορτωτικών εις διαταγήν. Σύμφωνα με τον COGSA, όπως αυτός ερμηνεύεται από τα δικαστήρια των Η.Π.Α., είναι αδιάφορο το εάν η φορτωτική σε αυτή την περίπτωση είναι ονομαστική φορτωτική ή φορτωτική εις διαταγήν, εφόσον περιέχει υπέρτατη ρήτρα που καθιστά τον COGSA εφαρμοστέο στη μεταφορά, για την οποία εκδόθηκε. Ειδικότερα, οι διατάξεις του νόμου των Η.Π.Α. για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων της 16.4.1936, ορίζουν τα εξής: 1) Ο μεταφορέας υποχρεούται πριν και κατά την έναρξη του ταξιδίου να φροντίζει με την προσήκουσα επιμέλεια να καταστήσει το πλοίο κατάλληλο προς πλού, να επανδρώσει, εξοπλίσει και εφοδιάσει το πλοίο, καθώς και να καταστήσει τα αμπάρια και όλους του θαλάμους του πλοίου, στους οποίους μεταφέρονται πράγματα, κατάλληλους και ασφαλείς για την υποδοχή, μεταφορά και διατήρησή τους. Ο μεταφορέας οφείλει να φορτώσει, να ελέγξει, να φυλάξει, να φροντίσει και να εκφορτώσει με τον κατάλληλο τρόπο και προσεκτικά να μεταφερόμενα πράγματα (παρ. 1303 αριθμ. 1 και 2. 2) Μετά την περιέλευση των πραγμάτων στη φροντίδα του, ο μεταφορέας, ο πλοίαρχος η πράκτορας του μεταφορέα, οφείλει, μετά από αίτηση του ναυλωτή, να εκδώσει προς αυτόν φορτωτική, η οποία μεταξύ άλλων πρέπει να περιέχει τα διακριτικά σημεία, τα οποία είναι απαραίτητα για την απόδειξη της ταυτότητας των πραγμάτων, όπως αυτά χορηγήθηκαν γραπτώς  από το ναυλωτή, πριν αρχίσει η φόρτωση των πραγμάτων, είτε τον αριθμό των κιβωτίων ή τεμαχίων είτε την ποσότητα ή το βάρος κατά περίπτωση, όπως χορηγήθηκε γραπτώς από το ναυλωτή, καθώς και την προφανή τάξη και κατάσταση των πραγμάτων. Η φορτωτική αυτή αποτελεί πρώτης όψεως (prima facie) απόδειξη για την παραλαβή των πραγμάτων, όπως περιγράφονται σ’αυτήν. Ο ναυλωτής θεωρείται ότι έχει εγγυηθεί προς το μεταφορέα την ακρίβεια κατά το χρόνο φόρτωσης των σημείων, αριθμών, ποσότητας ή βάρους, όπως χορηγήθηκαν απ’αυτόν. Η ποσότητα των πραγμάτων που φορτώθηκαν δεν είναι δεσμευτική για το μεταφορέα, ο οποίος δεν υποχρεούται για ποσότητα πέρα από αυτή που πραγματικά φορτώθηκε. Όταν η φόρτωση δεν  έγινε από το μεταφορέα και η φορτωτική περιέχει τη ρήτρα, ότι η ποσότητα φορτίου δεν έχει ελεγχθεί από αυτόν, ο μεταφορέας δεν ευθύνεται ούτε απέναντι στον καλής πίστης τρίτο για ποσότητα που δεν φορτώθηκε πραγματικά (παρ. 1303 αριθμ. 3, 4, 5, 8). Η φορτωτική είναι έγγραφο, το οποίο αφενός αποδεικνύει την κατάρτιση τη σύμβασης μεταφοράς και την παραλαβή των πραγμάτων για τη μεταφορά και αφετέρου έγγραφο τίτλο (αξιόγραφο), ο οποίος παριστά το δικαίωμα στα πράγματα. Αυτός που αναφέρεται ως παραλήπτης θεωρείται κατά τεκμήριο κύριος των πραγμάτων και εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάζεται η φορτωτική αποκτά δικαίωμα κυριότητας στα πράγματα. Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό. Ο  κομιστής της φορτωτικής έχει απέναντι στον μεταφορέα το δικαίωμα να απαιτεί εκτέλεση της μεταφοράς σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης και παράδοσης σ’αυτόν των πραγμάτων, στην κατάσταση που παραλήφθηκαν στον τόπο του προορισμού τους και να ζητήσει αποζημίωση για όποια ζημία έχει υποστεί από την απώλεια ή βλάβη των πραγμάτων. Το δικαίωμα αυτό έχει ο κομιστής στον οποίο μεταβιβάσθηκε η φορτωτική κατά τη διάρκεια της  μεταφοράς και μέχρι την παράδοση των πραγμάτων (τίτλος 49 παρ. 91, 92, 111 του ομοιόμορφου εμπορικού κώδικα των Η.Π.Α., ο οποίος περιλαμβάνει τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου της 16.4.1936). Από τις διατάξεις αυτές  προκύπτει μεταξύ άλλων ότι δικαιούχος να αξιώσει αποζημίωση για την απώλεια ή βλάβη που υπέστησαν τα μεταφερόμενα πράγματα κατά τη διάρκεια της θαλάσσιας μεταφοράς είναι ο νόμιμος κομιστής της φορτωτικής, τέτοιος δε είναι και εκείνος στον οποίο αυτή μεταβιβάσθηκε τόσο κατά τη διάρκεια της μεταφοράς όσο και μετά από αυτήν και την εκφόρτωσή τους μέχρι την παράδοσή τους από το μεταφορέα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.ε’  του ίδιου νόμου κατά την οποία ο όρος  “μεταφορά πραγμάτων” περιλαμβάνει την περίοδο από το χρόνο της φόρτωσης των πραγμάτων μέχρι το χρόνο της εκφόρτωσής τους από το πλοίο. Και τούτο διότι η διάταξη αυτή προσδιορίζει απλώς τα χρονικά όρια έναρξης και λήξης της μεταφοράς και δεν αφορά το ζήτημα ποιος δικαιούται να αξιώσει αποζημίωση για βλάβη ή απώλεια των πραγμάτων που σημειώθηκε κατά τη διάρκειά της, ζήτημα που ρυθμίζεται από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και προβλέπουν ότι τέτοιο δικαίωμα έχει εκείνος που εμφανίζεται ως νόμιμος κομιστής της φορτωτικής κατά το χρόνο της παράδοσης των πραγμάτων από το μεταφορέα (ΑΠ 87/1993 ΕΕΜΠΔ 1993.259, ΕΝΑΥΤΔ 1993.322. βλ.επίσης περί των ανωτέρω την προσκομιζόμενη σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα από την αγγλική από τις δεύτερη, τρίτη, όγδοη και δέκατο των εναγομένων γνωμοδότηση του ……………., Δικηγόρου εξουσιοδοτημένου να ασκεί το δικηγορικό λειτούργημα ενώπιον των δικαστηρίων της Πολιτείας της Νέας Υόρκης και ενώπιον των ομοσπονδιακών δικαστηρίων των Η.Π.Α.). Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, με το νόμο 2107/1992 κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25.8.1924 “για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές”, όπως τροποποιήθηκε με τα πρωτόκολλα της 23.2.1968 και 23.12.1979 {Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ} και συνεπώς οι κανόνες της ως άνω Διεθνούς Σύμβάσης αποτελούν σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος 1975/1986/2001 αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 3 παρ.1, 4 παρ.1, 5 εδ.β΄,4β΄ της Διεθνούς Σύμβασης όπως η παράγραφος 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23.2.1968 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών και το άρθρο 4β`προστέθηκε με το άρθρο 3 του ως άνω Πρωτοκόλλου, συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας έχει, εκτός των άλλων, την υποχρέωση να διατηρεί τα κύτη και κάθε άλλο χώρο του πλοίου, συμπεριλαμβανομένων και των κοντέινερς που διαθέτει στους φορτωτές για την τοποθεσία και στοιβασία των εμπορευμάτων τους, κατάλληλα και ασφαλή για την παραλαβή, μεταφορά και συντήρηση τους και στην περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου, είναι δηλαδή, φορέας δικαιώματος που απορρέει από τη σύμβαση και μπορεί να θεωρηθεί ότι ζημιώνεται άμεσα από την απώλεια ή τη βλάβη του (ο φορτωτής, ο παραλήπτης που είναι νόμιμος κομιστής της φορτωτικής, ο ασφαλιστής του φορτίου που αποζημίωσε τη ζημία του ασφαλισμένου και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού είτε με διάταξη νόμου είτε με εκχώρηση της σχετικής απαίτησης, καθώς και ο ενεχυρούχος δανειστής του φορτίου ή ο εκδοχέας των δικαιωμάτων του παραλήπτη), δικαιούται να στραφεί κατά του θαλάσσιου μεταφορέα και να αξιώσει αποζημίωση, το μέτρο της οποίας θα υπολογίζεται, με βάση τη χρηματιστηριακή ή εάν δεν υπάρχει τέτοια, την τρέχουσα ή τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας, στον τόπο και το χρόνο που εκφορτώνονται ή θα έπρεπε να έχουν εκφορτωθεί από το πλοίο σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, εάν δε υπάρχει τέτοια ευθύνεται για τη βλάβη ή την απώλεια των πραγμάτων που μετέφερε (ΑΠ 928/2011 ΕΕΜΠΔ 2011.880). Μόνη η ιδιότητα του αγοραστή του φορτίου δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει αυτόν στην έγερση της σχετικής αγωγής, αλλ’ απαιτείται επί πλέον όπως με τη μεταβίβαση σ’ αυτόν της κυριότητος του φορτίου, μεταβιβασθεί ταυ­τόχρονα και η ενοχική σχέση από τη σύμβαση μεταφοράς, μεταβίβαση που επιτυγχάνεται με την έκδοση ονομαστικής φορτωτικής ή την οπισθογράφηση της φορτωτικής εις διαταγή του παραλήπτη του φορτίου ή με εκχώρηση, τα οποία αποτελούν ουσιώδες στοιχείο για τη θεμελίωση της σχετικής αγωγής, (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 201/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005.199, ΕφΠειρ 165/2002 ΕΝΔ 30.217 επομ., ΕφΠειρ 386/1999 ΕΝΔ 27.439 επομ.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68 και 73 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα για συγκεκριμένη έννομη σχέση, αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης (ΑΠ 75/2018, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της (ΑΠ 1617/2011, ΝοΒ 2012.890). Η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου του επίδικου δικαιώματος ή της υπό κρίση έννομης σχέσης, όπως αυτή ως προς το αντικείμενο και τους φορείς της καθορίζεται από τον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που καλείται σε εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 18/2005 ΕλλΔνη 2005.706, Δ.2005.703). Για το λόγο αυτό τα γεγονότα στα οποία θεμελιώνεται η (κατά κανόνα ή συνήθης) νομιμοποίηση ταυτίζονται με τα περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση και της ιστορικής βάσης της αγωγής (Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 68). Επομένως, νομιμοποιείται καταρχήν ως ενάγων ή εναγόμενος εκείνος που εμφανίζεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο ως δικαιούχος ή υπόχρεος αντίστοιχα (ΑΠ 82/2016 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο στάδιο της έρευνας του παραδεκτού της αγωγής η κατά κανόνα νομιμοποίηση έχει χαρακτήρα τυπικό (Λ. Κιτσαράς, Η πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων, 2007, σελ.22) ή υποθετικό (Κ. Καλαβρός, Πολιτική Δικονομία, Γενικό Μέρος, 2016, § 38, σελ. 912, σημ. 1087), υπό την έννοια ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης αρκεί για τη νομιμοποίηση αμφοτέρων (ΑΠ 380/2017 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ασκεί καταρχήν επιρροή η αλήθεια ή η αναλήθεια αυτού, έστω δηλαδή και αν το επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα δεν υφίσταται στην πραγματικότητα ή είναι ξένο ως προς τους διαδίκους. Η επίκληση περιστατικών θεμελιωτικών της νομιμοποίησης καθιστά δυνατή την έκδοση απόφασης επί της ουσίας της διαφοράς (Α. Πλεύρη, Μη δικαιούχοι και μη υπόχρεοι διάδικοι στην πολιτική δίκη, 2014, σελ. 24), ενώ η έλλειψη συνδρομής της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 1736/2017, ΤριμΕφΠειρ. 224.2013, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 112/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.520 ΑχΝομ 2007.443, ΕφΠειρ. 455/2005, ΠειρΝ 2005.361, ΕφΑθ. 5685/1999 ΕλλΔνη 2000.528, ΜεφΘεσ. 1221/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς περαιτέρω έρευνα από το δικαστήριο. Η απόρριψη γίνεται τότε για λόγους τυπικούς και αποτελεί την κύρωση του απαραδέκτου που προκαλείται όταν, υπό τα επικαλούμενα, κάποιος από τους διαδίκους (ή και αμφότεροι) δεν έχει εξουσία διεξαγωγής της δίκης, επειδή δε μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση, δεν είναι δηλαδή φορέας του καταγόμενου στη δίκη δικαιώματος ή της αντίστοιχης υποχρέωσης. Εξάλλου, αν τα πραγματικά περιστατικά που εκθέτει ο ενάγων ως θεμελιωτικά του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει, δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, η αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 1595/2014, ΕΕμπΔ 2015/101, ΔΕΕ 2015/166, ΕπισκΕμπΔ 2014/358), ενώ αν τα πραγματικά περιστατικά, των οποίων έγινε επίκληση προς θεμελίωση της νομιμοποίησης επάγονται μεν ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης αλλά παραμείνουν αναπόδεικτα κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, αυτή απορρίπτεται κατ’ουσίαν (ΑΠ 199/2017, ΑΠ 455/2017, ΑΠ 1157/2015, ΑΠ 60/2010, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, § 12, αριθμ. 30, σελ.397) λόγω ανυπαρξίας του δικαιώματος (ΑΠ 40/2018 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Λ. Σινανιώτης, Η νομιμοποίησις των διαδίκων εν τη πολιτική δίκη, 1965, σελ. 66 επομ.). Η αμφισβήτηση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο συνιστά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής (ΑΠ 75/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1272/1999, Ελλνη 2001.430, ΕφΘεσ 1151/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.818, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ.2005.372), το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ενάγων (ΑΠ 1718/2012 σε ΤΝΠ Νόμος. ΕφΘεσ 424/2010 ΕΠολΔ 2011.109). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 του ΚΠολΔ το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, κατά τη διάταξη του άρθρου 111 παρ.2 εδαφ.α΄ του ΚΠολΔ κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί η προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά και κατά τη διάταξη του άρθρου 224 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται όμως στον ενάγοντα με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής. Ως βάση της αγωγής, της οποίας δεν επιτρέπεται η μεταβολή, νοείται η ιστορική βάση αυτής και όχι η νομική της βάση, δηλαδή ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου. Ιστορική βάση της αγωγής είναι, κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ.1 περ.α΄ του ΚΠολΔ, το σύνολο των γεγονότων (πραγματικών περιστατικών) τα οποία θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, η οποία επάγεται το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση, εφόσον έτσι μεταβάλλεται και το αντικείμενο της δίκης, κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 του ΚΠολΔ αρχής τήρησης της προδικασίας. Η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό το οποίο μόνο του ή από κοινού με άλλα στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Εξάλλου, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 216 παρ. 1 περ.α’ και 224 του ΚΠολΔ, στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά στο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι οι ισχυρισμοί που απαρτίζουν ή συμπληρώνουν κατά το νόμο ιστορική βάση αγωγής και θεμελιώνουν αγωγικό αίτημα, εφόσον αυτοί δεν εκτίθενται στο κρινόμενο αγωγικό δικόγραφο. Η προσθήκη δε αυτών για πρώτη φορά στο Εφετείο, ακόμα και με την έφεση ή την αντέφεση επάγεται κατά το άρθρο 526 του ΚΠολΔ το απαράδεκτο της προβολής αυτών, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού με την προβολή αυτών, ως πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το ασκούμενο με την αγωγή δικαίωμα, προστίθεται στο δεύτερο βαθμό νέο αντικείμενο δίκης (ΑΠ 1850/2022, Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος με την σ’αυτήν αναφερόμενη εκτενώς νομολογία του ΑΠ).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της ενάγουσας …………, των όγδοης και δέκατου των εναγομένων ……….. και των έκτης, ένατης και ενδέκατου των εναγομένων ………….., που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 19ης.10.2010, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την αρχικά εκδοθείσα επί της αγωγής υπ’αριθμ.3097/2010 μη οριστική απόφαση πρακτικά, β) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία της ενάγουσας, μαρτύρων ………., οι οποίες δόθηκαν στον πρώτο βαθμό ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. και περιέχονται στις υπ’αριθμ…./26.5.2009, …/26.5.2009 και …../31.12.2009 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις των ανωτέρω προσώπων, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης των εναγομένων, με βάση τις ισχύουσες, κατά το χρόνο λήψης  τους, διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 270 του ΚΠολΔ [όσον αφορά στους τέταρτη και πέμπτη των εναγομένων βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ……/21.5.2009 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………. προς το Δικηγόρο Πειραιώς ………….,  ο οποίος είχε παραστεί, εκπροσωπήσας τις ανωτέρω εναγόμενες, ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 19.5.2009, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 19ης.1.2010, επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 143 του ΚΠολΔ, είχε καταστεί αντίκλητος των εν λόγω διαδίκων,  η δε επίδοση σ’αυτόν της κλήσης έγινε νομότυπα, με αποτέλεσμα το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο να είναι κατά το νόμο επιτρεπόμενο για να ληφθεί υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης  (ΑΠ 276/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), όσον αφορά στους δεύτερη, τρίτη, όγδοη και δέκατο των εναγομένων βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ………/21.5.2009 έκθεση επίδοσης του ιδίου Δικαστικού Επιμελητή προς τη Δικηγόρο Πειραιώς …………, η οποία είχε επίσης παραστεί, εκπροσωπήσασα τους ανωτέρω εναγόμένους ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την αρχικά προσδιορισθείσα για τη συζήτηση της αγωγής δικάσιμο της 19ης.5.2009, επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 143 του ΚΠολΔ, είχε καταστεί αντίκλητος των διαδίκων αυτών και νομότυπα επιδόθηκε η κλήση προς αυτήν, των προβληθεισών αιτιάσεων των ως άνω εναγομένων περί μη λήψης υπόψη των ένορκων αυτών βεβαιώσεων ως ανυπόστατων αποδεικτικών μέσων λόγω μη νομότυπης κλήτευσής τους κατά την κατάθεση των ως άνω μαρτύρων απορρριπτομένων ως αβασίμων και τέλος όσον αφορά τους έκτη, ένατη και ενδέκατο των εναγομένων βλ.σχετ. την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ………../21.5.2009 έκθεση επίδοσης του αυτού ως άνω Δικαστικού Επιμελητή προς τη Δικηγόρο Πειραιώς . ………….., ως πληρεξούσια δικηγόρο και κατά νόμο αντίκλητό τους], γ) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων, με πρωτοβουλία των δεύτερης, τρίτης, όγδοης και δέκατου των εναγομένων, μαρτύρων τους …………….., που επίσης δόθηκαν στον πρώτο βαθμό, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ…………../28.12.2009 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή ………. προς τον Δικηγόρο Πειραιώς ………., ως πληρεξούσιο δικηγόρο και αντίκλητο αυτής) και περιέχονται στις υπ’αριθμ. ……../31.12.2009 και ……../3.12.2009 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, δ) την υποβληθείσα από τη διορισθείσα πραγματογνώμονα ……… εν είδει πραγματογνωμοσύνης από 2.9.2010 απόδοση μετάφρασης από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα της επίμαχης φορτωτικής, που εκδόθηκε για την επίδικη θαλάσσια μεταφορά, η οποία (μετάφραση) κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 5.9.2010, συνταχθείσης σχετικώς έκθεσης από τον αρμόδιο γραμματέα και ε) το σύνολο των εγγράφων, που οι παρασταθέντες διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, προκειμένου να χρησιμεύσουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω και αν για ορισμένα θα γίνει ειδική αναφορά κατωτέρω, τα οποία συνδυάζει με τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφά τους, αναφέρονται στα πιο κάτω ειδικώς μνημονευόμενα θέματα απόδειξης και εκτιμώνται κατ’άρθρα 261 εδαφ.β’, 352 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ). Από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Η ενάγουσα, εδρεύουσα στην Αθήνα, εταιρεία με την επωνυμία «………..» αγόρασε στις Η.Π.Α., στις 28.1.2008, αντί του ποσού του 1.850.000 δολαρίων Η.Π.Α., τη θαλαμηγό με την ονομασία «F», η οποία ναυπηγήθηκε το έτος 2005,  έχει ολικό μήκος 18,88 μέτρα, μήκος νηολόγησης 17,68 μέτρα, ολικό πλάτος 5 μέτρα και βάθος 1,99 μέτρα, με σκοπό την εμπορική της εκμετάλλευση διά της αντί ναύλου ναύλωσής της σε τρίτους. Το εν λόγω σκάφος νηολογήθηκε στη συνέχεια στις 2.6.2008 στο λιμένα του Πειραιώς με αριθμό νηολογίου ……….., ως επαγγελματικό – τουριστικό, πλοιοκτησίας της ανωτέρω εταιρείας. Τη θαλάσσια μεταφορά της πωληθείσης θαλαμηγού από το λιμένα Everglades των Η.Π.Α. στο λιμένα του Πειραιώς ανέλαβε να διενεργήσει η δεύτερη εναγόμενη, αλλοδαπή εταιρεία που ανηύρε η πρώτη εναγόμενη, επίσης αλλοδαπή εταιρεία, ως προς την οποία η υπόθεση δεν έχει επανεισαχθεί στο παρόν Δικαστήριο μετά την αναίρεση της αρχικά εκδοθείσης επί της κρινόμενης έφεσης απόφασης κατά τα προεκτεθέντα, σε εκτέλεση συμβατικής της υποχρέωσης έναντι της ενάγουσας και η οποία (πρώτη εναγόμενη) παρεμβλήθηκε στην επίμαχη σύμβαση με την ιδιότητα της παραγγελιοδόχου μεταφοράς. Για την ανωτέρω θαλάσσια μεταφορά, που θα διενεργείτο με το πλοίο με την ονομασία «G», κυριότητας τη τέταρτης εναγομένης, το οποίο είχε ναυλωθεί «γυμνό» στην πέμπτη εναγόμενη, εκδόθηκε στον προαναφερθέντα λιμένα των Η.Π.Α. από τον πράκτορα της δεύτερης εναγόμενης, με την ιδιότητα της μεταφορέως, η υπ’αριθμ. ……../20.2.2008 φορτωτική, ακριβής μετάφραση του συνόλου του κειμένου της οποίας και των προσαρτημένων σ’αυτήν όρων από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα διατάχθηκε να διενεργηθεί με την αρχικά εκδοθείσα επί της αγωγής υπ’αριθμ.3097/2010 μη οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εν είδει πραγματογνωμοσύνης από τη διορισθείσα με την ίδια απόφαση ως πραγματογνώμονα ……., Μεταφράστρια –  Διερμηνέα της αγγλικής γλώσσας. Στην εμπρόσθια όψη της ανωτέρω φορτωτικής, όπως αυτή αποδόθηκε στα ελληνικά από την πραγματογνώμονα, αναφέρεται η ονομασία «ΦΟΡΤΩΤΙΚΗ» και κάτωθεν αυτής σε παρένθεση το κείμενο «μη διαπραγματεύσιμη εκτός εάν παραδοθεί σε διαταγή». Επίσης στην αυτή ως άνω φορτωτική αναγράφονται στη θέση «φορτωτής-ναυλωτής/εξαγωγέας» (shipper/exporter), η επωνυμία της ενάγουσας εταιρείας μετά της διεύθυνσης της έδρας της στην Ελλάδα, στη θέση του παραλήπτη (consignee) ένα φυσικό πρόσωπο, ο …….., η διεύθυνση του οποίου στην Αθήνα έχει επίσης περιληφθεί στο κείμενο της φορτωτικής, ως ειδοποιούμενο μέρος (notify party) o ………………., ως παραγγελλιοδόχος μεταφοράς η πρώτη εναγόμενη, μη διάδικος πλέον στο παρόν Δικαστήριο της παραπομπής, ως τόπος προέλευσης του φορτίου η Φλώριδα των Η.Π.Α., ως λιμένας φόρτωσης ο λιμένας Έβεργκλεϊντς των Η.Π.Α., ως λιμένας εκφόρτωσης ο Πειραιάς και ως το πλοίο, με το οποίο θα εκτελείτο η μεταφορά, το πλοίο με την ονομασία «G». Επιπροσθέτως περιγράφεται στην οικεία θέση της φορτωτικής και το μεταφερόμενο φορτίο, ήτοι η συγκεκριμένη άρτι αγορασθείσα από την ενάγουσα θαλαμηγός, ως σκάφος πάνω σε “λίκνο”  (“yacht on cradle” στο αγγλικό πρωτότυπο, πρόκειται για τη βάση της θαλαμηγού, για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω) και επισημαίνεται ότι το φορτίο είναι στοιβαγμένο επί του καταστρώματος (“cargo stowed on deck”). Σύμφωνα με το δίκαιο των Η.Π.Α., που τυγχάνει εφαρμοστέο στην κρινόμενη περίπτωση για τη ρύθμιση των σχέσεων από την ανωτέρω φορτωτική και την εξ αυτής αποδεικνυόμενη σύμβαση μεταφοράς μεταξύ των μερών, με βάση την «υπέρτατη» ρήτρα (paramount clause), που έχει περιληφθεί στους υπ’αριθμ.23 και 23α όρους αυτής, οι οποίοι προβλέπουν ότι  οι Κανόνες της Χάγης, που περιέχονται στη Διεθνή Σύμβαση για την Ενοποίηση Ορισμένων Κανόνων Σχετικών με τις Φορτωτικές, που υπογράφηκε στη Χάγη στις 25 Αυγούστου 1924, όπως έχουν κυρωθεί και ισχύουν στη χώρα της φόρτωσης (δηλαδή στις Η.Π.Α.) θα εφαρμόζονται στην παρούσα σύμβαση, καθώς και ότι κάθε μεταφορά, που εκτελείται υπό τους όρους της συγκεκριμένης φορτωτικής προς ή από τις Η.Π.Α., θα υπόκειται στις ρυθμίσεις του COGSΑ [ήτοι του Νόμου Περί μεταφοράς Πραγμάτων διά Θαλάσσης (Carriage of Goods by Sea Act) εν συντομία COGSΑ], οι οποίες θα εφαρμόζονται για το στάδιο πριν και μετά τη φόρτωση και για όλο το διάστημα, κατά το οποίο το φορτίο θα βρίσκεται στην κατοχή του μεταφορέα, πρόκειται περί ονομαστικής φορτωτικής, εφόσον σε κανένα σημείο αυτής δεν έχει τεθεί η ρήτρα «εις διαταγήν», ώστε να μπορεί να οπισθογραφηθεί και επιπροσθέτως αναγράφεται σ’αυτήν συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο ως παραλήπτης του σκάφους (βλ. σχετικώς περί των ανωτέρω την προσκομιζόμενη γνωμοδότηση του Δικηγόρου …………), ο οποίος θεωρείται κατά τεκμήριο κύριος αυτού και εκείνος ο οποίος έχει έναντι της μεταφορέως το δικαίωμα να απαιτήσει την εκτέλεση της σύμβασης σύμφωνα με τους όρους της και την παράδοση στον ίδιο και μόνον του φορτίου στον τόπο του προορισμού του και μάλιστα στην κατάσταση που παραλήφθηκε, καθώς και να αξιώσει την καταβολή αποζημίωσης για την αποκατάσταση της όποιας ζημίας προκληθεί από την τυχόν απώλεια ή τη βλάβη του εμπορεύματος διαρκούσης της θαλάσσιας μεταφοράς. Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή, που δεν πρόκειται περί φορτωτικής «εις διαταγήν», ώστε να μπορεί αυτή να μεταβιβασθεί περαιτέρω με οπισθογράφηση, αλλά περί φορτωτικής, που εκδόθηκε ως ονομαστική «μη διαπραγματεύσιμη» (not negotiable), για τη μεταβίβαση της ενοχικής σχέσης από τη σύμβαση μεταφοράς και συνακόλουθα της αξίωσης αποζημίωσης για την απώλεια ή τη βλάβη του φορτίου απαιτείται μεταβίβαση της απαίτησης από το έγγραφο της φορτωτικής με εκχώρηση αυτής από το δικαιούχο και δη από τον κατονομαζόμενο παραλήπτη του σκάφους και σύμφωνα με το εν προκειμένω εφαρμοστέο δίκαιο των Η.Π.Α., όπως αναλυτικά προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Στην κρινόμενη περίπτωση η ενάγουσα εταιρεία με την αγωγή της ζήτησε την επιδίκαση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη λόγω των βλαβών, που προκλήθηκαν στη θαλαμηγό, πλοιοκτησίας της,  η οποία είχε συμφωνηθεί να μεταφερθεί με πλοίο από λιμένα των Η.Π.Α., όπου την αγόρασε, στο λιμένα του Πειραιώς, κατά την εκφόρτωσή της από το πλοίο, που έλαβε χώρα στο αγκυροβόλιο της Ελευσίνας με τη χρήση πλωτού γερανού κατά τρόπο πλημμελή και αντίθετο στα συμφωνηθέντα, επικαλούμενη για τη θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης προς άσκηση της αγωγής την ιδιότητά της ως νόμιμης κομίστριας από οπισθογράφηση της εκδοθείσας για τη μεταφορά αυτή φορτωτικής, όπερ κατά νομική και λογική αναγκαιότητα προϋποθέτει ότι πρόκειται περί εις διαταγήν εκδοθείσας φορτωτικής και προφανώς εξυπακούεται παρότι δεν αναφέρεται  ρητώς στο δικόγραφο. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ανεξαρτήτως της βασιμότητάς τους, αρκούσαν καταρχήν για τη νομιμοποίηση της ενάγουσας ως φορέα της επίδικης αξίωσης και ως υποκειμένου της καταγομένης προς κρίση έννομης σχέσης της θαλάσσιας μεταφοράς του σκάφους και επιπροσθέτως  ανταποκρίνονταν  στις προϋποθέσεις του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου,  διότι, εάν ήθελε υποτεθούν αληθή, όντως επάγονται ως έννομη συνέπεια την κτήση του επίδικου δικαιώματος και τη γέννηση της αντίστοιχης υποχρέωσης των εναγομένων, με αποτέλεσμα η αγωγή, ως παραδεκτή και νόμω βάσιμη κατά την κύρια βάση της, ερευνητέα να τυγχάνει κατ’ουσίαν. Λόγω όμως του ονομαστικού χαρακτήρα της ανωτέρω φορτωτικής, όπως αυτός προέκυψε από την εκτίμηση των αποδείξεων, η ενάγουσα εταιρεία, η οποία δεν αναφέρεται στη φορτωτική ως ο παραλήπτης του φορτίου (της θαλαμηγού), αλλά άλλο (φυσικό) πρόσωπο, όφειλε να επικαλεσθεί στο δικόγραφο της αγωγής της για τη θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης και να αποδείξει επιπροσθέτως στη συνέχεια, φέροντας το αντίστοιχο δικονομικό βάρος, για την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής ότι κατέστη δικαιούχος της απαίτησης από τη φορτωτική, φορέας του δικαιώματος από την επίδικη μεταφορά και συνακόλουθα δικαιούχος και της επίδικης αξίωσης καταβολής αποζημίωσης λόγω της προκληθείσης κατά τη διάρκεια της μεταφοράς βλάβης του μεταφερομένου εμπορεύματος, με μεταβίβαση της απαίτησης αυτής διά της εκχώρησής της από τον κατονομαζόμενο στη φορτωτική παραλήπτη του σκάφους στην ημεδαπή, ήτοι ως εκδοχέας των δικαιωμάτων του. Επισημαίνεται ότι μόνη η (επικαλούμενη και με την αγωγή) και μη αμφισβητούμενη ιδιότητα της ενάγουσας ως πλοιοκτήτριας του σκάφους δεν καθιστά αυτήν δικαιούχο των δικαιωμάτων από την επίδικη σύμβαση παραγγελίας και θαλάσσιας μεταφοράς, για την οποία εκδόθηκε φορτωτική και κατ’επέκταση και δικαιούχο της αξίωσης αποζημίωσης από βλάβη του φορτίου κατά του θαλάσσιου μεταφορέα και των προστηθέντων του, αλλά απαιτείται ταυτόχρονα να μεταβιβασθεί και η ενοχική σχέση από τη σύμβαση μεταφοράς και δη με εκχώρηση στην κρινόμενη  περίπτωση, εφόσον πρόκειται περί ονομαστικής φορτωτικής, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η ενάγουσα το πρώτον διά της προσθήκης – αντίκρουσης των προτάσεών της, που κατατέθηκε στον πρώτο βαθμό κατά την επαναληφθείσα συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, χωρίς αναφορά σε σχετικό έγγραφο, αλλά και με το εφετήριο, προσκομίζοντας στη δίκη ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου της παραπομπής το αντίστοιχο έγγραφο (με αριθμ.σχετ.24), ισχυρίσθηκε ότι τυγχάνει δικαιούχος της φορτωτικής κατόπιν σύμβασης εκχώρησης της εξ αυτής απαίτησης μεταξύ του αναγραφομένου στη φορτωτική ως παραλήπτη του φορτίου ………… και της ιδίας.  Ο ανωτέρω όμως ισχυρισμός δε μπορεί να ληφθεί υπόψη διότι, διά της προβολής του με τον τρόπο που προεκτέθηκε, επιχειρείται δικονομικά ανεπίτρεπτη μεταβολή από την ενάγουσα της ιστορικής βάσης της αγωγής της, με την απαράδεκτη επίκληση το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση των προτάσεών της στον πρώτο βαθμό και με το δικόγραφο της έφεσής της νέων γεγονότων/πραγματικών περιστατικών, παραγωγικών του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος, και, άρα, θεμελιωτικών κατά νόμο του αγωγικού αιτήματος, ουσιωδώς διαφορετικών κατά περιεχόμενο από εκείνα, που εκτίθενται στην αγωγή για την παραγωγή της επικαλούμενης έννομης συνέπειας, με τα οποία στην πραγματικότητα προστίθεται στην αρχική, κατά παράβαση των προβλεπομένων στη διάταξη του άρθρου 224 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ, νέα ιστορική βάση, που μάλιστα αντιφάσκει κατά νομική λογική με τη διαλαμβανόμενη στην αγωγή (η ενάγουσα με το δικόγραφο της αγωγής της επικαλέσθηκε για τη θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης την ιδιότητά της ως νόμιμης κομίστριας από οπισθογράφηση της φορτωτικής, όπερ παραπέμπει σε εις διαταγήν εκδοθείσα φορτωτική και στη συνέχεια την ιδιότητά της ως εκδοχέως της ονομαστικής φορτωτικής), με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι οι διατάξεις, που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών με την έφεση αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων που θεμελιώνουν την αγωγική βάση, πολλώ δε μάλλον δεν αφορούν σε πραγματικούς ισχυρισμούς που μεταβάλλουν την βάση της αγωγής, ή  προσθέτουν στην αρχική νέα βάση, όπως εν  προκειμένω, σύμφωνα με τα αναλυτικά προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης. Επομένως, εφόσον στην κρινόμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκαν, κατά το στάδιο της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, τα επικαλούμενα από την ενάγουσα στην αγωγή της για τη θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την κύρια βάση της,  αλλά αποδείχθηκαν άλλα πραγματικά περιστατικά, των οποίων όμως δεν έγινε επίκληση στην αγωγή, ή έγινε στη συνέχεια απαράδεκτη επίκλησή τους, η αγωγή απορριπτέα τυγχάνει ως κατ’ουσίαν αβάσιμη, όπως, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις οικείες διατάξεις και εκτιμώντας τις αποδείξεις, έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, και όχι ως ενεργητικώς ανομιμοποίητη, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η καλούσα – εκδοχέας/ειδική διάδοχος διαρκούσης της εκκρεμοδικίας της επίδικης απαίτησης στις κατατεθείσες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις της, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα με τις αιτιάσεις της, που προβάλλει με τους τρεις πρώτους λόγους της έφεσής της, απορριπτομένων ως αβασίμων. Κατόπιν τούτου παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας του πέμπτου και τελευταίου λόγου της κρινόμενης έφεσης, που αφορά στο αγωγικό αίτημα, καθώς και της προβληθείσας το πρώτον στην παρούσα δίκη από τους πρώτη, δεύτερη, έκτη και όγδοο των καθ’ων η κλήση επαναφοράς της υπόθεσης προς συζήτηση ένστασης παραγραφής εν επιδικία της αγωγικής αξίωσης. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση. Λόγω της ήττας της καλούσας θα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη των παρασταθέντων καθ’ων/εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε με τις προτάσεις τους σχετικό αίτημα (άρθρο 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να καθορισθεί το νόμιμο παράβολο, το οποίο οφείλουν να προκαταβάλουν οι απολειπόμενοι πέμπτη, έβδομη και ένατος των καθ’ων – εφεσιβλήτων στην περίπτωση που ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 του ΚΠολΔ), το έννομο συμφέρον των οποίων δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης, σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των πέμπτης, έβδομης και ένατου των καθ’ων και αντιμωλία των διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους ανωτέρω απολειπομένους διαδίκους κατά της παρούσας απόφασης στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον καθέναν τους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 20.2.2012 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/22.2.2012 στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……/7.3.2012 στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου) έφεση της εταιρείας με την  επωνυμία «………….» κατά της υπ’αριθμ.4462/2011 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καλούσας τη δικαστική δαπάνη  των παρασταθέντων πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, έκτης και όγδοου των καθ’ων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ, για κάθε μία ομάδα καθ’ων, που εκπροσωπείται από διαφορετικό πληρεξούσιο δικηγόρο.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  23.6.2022

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις  28.3.2023

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ