Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 214/2023

Αριθμός     214/2023

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στον ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία τελεί υπό εκκαθάριση, εδρεύει στον ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ανδρέα-Κωνσταντίνο Τζήμα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Βασίλειο Σαξώνη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εφεσίβλητος-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2111/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες-εφεσίβλητες εταιρείες με την από 14.11.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2022-………../2022) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης και β)  ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος-εκκαλών με την από  7.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2022-………./2022) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 17η.11.2022, μετά δε από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 7.1.2022 και 14.11.2022 και με αριθμούς κατάθεσης ……../2022 και ……../2022 και προσδιορισμού ……../2022 και ………/2022 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 2111/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 621 του ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ), επί της από  17.12.2019 με αριθμό κατάθεσης ………./2019 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρμοδίως (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) και εμπροθέσμως, αφού αφενός δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών και εφεσίβλητος ναυτικός, με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό ………./2019 αγωγή του εξέθετε ότι την 4.4.2018 κατήρτισε με εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, η οποία είχε την οικονομική διαχείριση και εμπορική εκμετάλλευση του με ελληνική σημαία, Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου με το όνομα «S», με αριθμό νηολογίου Άνδρου ……., κυριότητας της πρώτης εναγομένης, προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση του οποίου προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, αυθημερόν, στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου. Ότι υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο, με την προαναφερόμενη ειδικότητα, έως την 11.4.2018, οπότε απολύθηκε, στο λιμάνι της Ραφήνας, αμοιβαία συναινέσει. Ότι ακολούθως την 24-3-2018 κατήρτισε με εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία, Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου με το όνομα «SΙΙ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ………….., προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση του οποίου προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, αυθημερόν, στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου. Ότι την 1-6-2018 η δεύτερη εναγομένη ανέλαβε την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου, ενώ η πρώτη αυτών παρέμεινε κυρία. Ότι υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο, με την προαναφερόμενη ειδικότητα, έως την 23-10-2018, οπότε απολύθηκε, στο λιμάνι του Περάματος λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Τέλος ότι στη συνέχεια την 1-4-2019 κατήρτισε με εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, η οποία είχε την οικονομική διαχείριση και εμπορική εκμετάλλευση του ίδιου ως άνω πλοίου «SΙΙ», κυριότητας της πρώτης εναγομένης, προσύμφωνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση του οποίου προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, αυθημερόν, στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου. Ότι υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο, με την προαναφερόμενη ειδικότητα, έως την 14-10-2019, οπότε απολύθηκε, στο λιμάνι του Πειραιά λόγω ετήσιας επιθεώρησης, δίχως όμως να απαναπροσληφθεί εντός 60 ημερών παρά την προσφορά της εργασίας του. Ότι από τις ως άνω ναυτολογήσεις του, οι οποίες διέπονταν από τους όρους και τις συμφωνίες της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, διατηρεί σε βάρος των εναγομένων εταιριών αξιώσεις για διαφορά δεδουλευμένων μισθών, για μισθούς αδείας, για αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης, για αποζημίωση λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων, για διαφορές επιδομάτων εορτών, για αποζημίωση απόλυσης και για αμοιβή λόγω πραγματοποίησης δρομολογίων εξπρές, δεδομένου ότι το πλοίο κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα πραγματοποιούσε καθημερινές τακτικές αναχωρήσεις στις 7:50 από την Ραφήνα για Άνδρο-Τήνο-Μύκονο και επιστροφή στη Ραφήνα στις 18:30, ενώ κάθε Παρασκευή και Κυριακή το πλοίο αναχωρούσε και πάλι στις 19:15 για την Άνδρο επιστρέφοντας στη Ραφήνα στις 23:30. Ακολούθως, μετά τη μετατροπή μέρους του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό αιτήθηκε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του καταβάλουν για διαφορά δεδουλευμένων μισθών, για μισθούς αδείας, για αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης το ποσό των 18.949,20 ευρώ ευθυνόμενες εις ολόκληρον το διάστημα του εφοπλισμού η κυρία μέχρι την  αξία  του πλοίου και να αναγνωριστεί ότι  επιπλέον οφείλουν να του καταβάλουν για διανυκτερεύσεις, αμοιβή δρομολογίων εξπρές, διαφορά επιδομάτων εορτών και αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των 13.015,27 ευρώ εις ολόκληρον ευθυνόμενες το διάστημα του εφοπλισμού, η κυρία ευθυνόμενη μέχρι την αξία του πλοίου με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εκάστοτε απόλυσής του, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της ναυτικής υπόθεσης με βάση την έδρα των εναγομένων εταιριών και τον τόπο σύναψης των ναυτολογήσεων και εφάρμοσε για την εκδίκαση την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών κατά την οποία είχε εισαχθεί η υπόθεση. Έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή πλην του αγωγικού αιτήματος περί αμοιβής λόγω δρομολογίων εξπρές κρίνοντας ότι υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή το πλοίο ήταν ημερόπλοιο και δεν επέκτεινε τα δρομολόγια του την νύχτα. Στη συνέχεια τη δέχθηκε κατά ένα μέρος υποχρεώνοντας τις εναγόμενες να καταβάλουν για τις προαναφερόμενες αιτίες εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 7.159,4 ευρώ η κυρία ευθυνομένη μέχρι της αξίας του πλοίου και η πρώτη να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 447,96 ευρώ, ενώ επιπλέον αναγνώρισε ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 4.517,85 ευρώ η κυρία ευθυνόμενη μέχρι την αξία του πλοίου και ότι επιπλέον η πρώτη εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 159,36 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις κρινόμενες εφέσεις τους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητούν οι εναγόμενες την εξαφάνιση της προκειμένου να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η αγωγή για τους αναφερόμενους στην έφεση τους λόγους, ο δε ενάγων ναυτικός τη μεταρρύθμιση της για τους αναφερόμενους στην έφεση του λόγους ώστε να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου η αγωγή στην ουσία της.

Σύμφωνα με το άρθρο 33 των οικείων σσνε ακτοπλοϊκών επιβατηγών Πλοίων των οικείων ετών (2018 και 2019) το οποίο άρθρο τιτλοφορείται “Δρομολόγια Εξπρές”, ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. ‘Ομως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 των πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει σαφώς, ότι μ` αυτήν εισάγεται, κατ` αρχή, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων, συμφωνήθηκε με τις ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία, που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. ‘Ομως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33 εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 ημ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη ΣΣΝΕ αυτή. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους αυτά, τις ώρες αυτές δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμήματος ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 27, ΕφΠειρ 1055/2000, ΕφΠειρ 1056/ 2000, ΕφΠειρ 1206/2000, ΕφΠειρ 207/2001 αδημ). Με το δεύτερο λόγο εφέσεως του ο ναυτικός παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως μη έχον έρεισμα στο νόμο το αγωγικό του αίτημα για  καταβολή αμοιβής λόγω δρομολογίων εξπρές, ισχυριζόμενος ότι ναι μεν το πλοίο ήταν ημερόπλοιο, πλην όμως επέκτεινε τα δρομολόγια του τις νυχτερινές ώρες, όπως αποδεικνύεται από το ημερολόγιο  γέφυρας  του πλοίου. Πέραν της αοριστίας του  αφού δεν αναφέρονται οι εβδομαδιαίες ώρες υπέρβασης μετά την 23η ώρα, και ακολούθως ο εβδομαδιαίος υπολογισμός των δρομολογίων εξπρές κάθε φορά από τον ενάγοντα ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι η κατά ολίγα λεπτά υπέρβαση του ορίου της 23:00 ώρας δεν αναιρεί τον χαρακτηρισμό του πλοίου ως ημεροπλοίου και, επομένως, ο ναυτικός δεν δικαιούται να λάβει την αμοιβή που προβλέπεται στην §7 του, ως άνω, άρθρου (Α.Π. 259/2014 α΄δημοσίευση στην τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος = ΕΝαυτΔ 2014.27, EφΠειρ  521/2015 ΕφΠειρ  317/2015  Εφ Πειρ 57/2015 δημ. νόμος). Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το σχετικό αγωγικό αίτημα ερμήνευσε ορθά το νόμο και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στο σχετικό δεύτερο λόγο της εφέσεως του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από την επανεκτίμηση των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης δηλαδή του β αρχιθαλαμηπόλου ……… και του προϊσταμένου αρχιθαλαμηπόλου ………….., που εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα των διαδίκων, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις ομολογίες των διαδίκων και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν κατά την κρίση αυτού του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης με βάση και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου τα όρια του οποίου καθορίζονται από το αίτημα της εφέσεως και η έκταση του δευτεροβάθμιου ελέγχου από τους λόγους εφέσεως (ΜΕΠειρ 86/2017 δημ. νόμος): Ο ενάγων, Έλληνας απογεγραµµένος ναυτικός, ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε ως θαλαµηπόλος με προσυµφώνο ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά µεταξύ του νοµίµου εκπροσώπου της δεύτερης εναγοµένης ναυτικής εταιρείας, που ασκούσε την οικονοµική διαχείριση και εκμετάλλευση του υπό ελληνική σηµαία επιβατηγού – οχηµαταγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «S», µε αριθµό νηολογίου Άνδρου …., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 6745,95, κυριότητας της πρώτης εναγοµένης, από 4-4-2018 µέχρι 11-4-2018. Αυτός στις 23.4.2018 επαναπροσλήφθηκε δυνάµει προσυµφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά µεταξύ του νοµίµου εκπροσώπου της πρώτης εναγοµένης ναυτικής εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σηµαία επιβατηγού – οχηµαταγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «SΙΙ», µε αριθµό νηολογίου Πειραιά ……….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 4985,75 από 23-4-2018 µέχρι 23-10-2018, ενώ την 1-6-2018 η δεύτερη εναγοµένη ανέλαβε την οικονοµική διαχείριση και εµπορική εκµετάλλευση και του πλοίου αυτού. Τέλος επαναπροσλήφθηκε την 1.4.2019 δυνάµει προσυµφώνου ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στον Πειραιά µεταξύ του νοµίµου εκπροσώπου της δεύτερης εναγοµένης ναυτικής εταιρείας, που ασκούσε την οικονοµική διαχείριση και εκµετάλλευση του ως άνω πλοίου «SΙΙ», κυριότητας της πρώτης εναγοµένης, από 1-4-2019 µέχρι 14-10-2019. Κατά τα κρίσιµα χρονικά διαστήµατα ναυτολόγησης του, τις πάσης φύσεως αποδοχές του ενάγοντος ρύθµιζαν οι Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας Πληρωµάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων ετών 2018 και 2019 από την ημέρα που άρχισε η ισχύς τους και ανεξάρτητα από την κύρωση τους με Υπουργική απόφαση, κατ’άρθρο 49 του ν. 4597/2019, η οποία κύρωση έλαβε χώρα σε κάθε περίπτωση µε τις με αριθμό ΥΑ 2242.5-1.5/ 80350/ 2018 και 2242.5-1:5/56040/2019 που δηµοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ Β’ 5084/14-11-2018 και 3170/12-10-2019 αντίστοιχα. Τα δύο ως άνω πλοία ναυτολόγησης του ενάγοντος ήταν ενταγµένα σε ακτοπλοϊκή γραµµή και εκτελούσαν τα ακόλουθα δροµολόγια: το πλοίο SΙΙ πραγµατοποιούσε το δροµολόγιο Ηράκλειο – Ραφήνα µε ενδιάµεσες προσεγγίσεις σε Θήρα – Πάρο – Μύκονο- Τήνο- Άνδρο, αναχωρώντας από το Ηράκλειο στις 7:40 και φτάνοντας στη Ραφήνα στις 21:30, ενώ την εποµένη ηµέρα πραγµατοποιούσε το δροµολόγιο Ραφήνα – Ηράκλειο µε ενδιάμεσες προσεγγίσεις σε Άνδρο – Τήνο – Μύκονο – Πάρο – Ιο- Θήρα, αποπλέοντας από τη Ραφήνα στις 7:50 και κατέπλεε στο Ηράκλειο στις 21:30. Όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και δεν προσβάλλεται με λόγο εφέσεως οι βασικές µηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν για το έτος 2018 σε ποσό 1.534,56€ (ήτοι βασικός µισθός 1.181,15€+ επίδοµα Κυριακών 259,86€+ επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92€+ 57,63€ επίδοµα ιµατισµού) και για το έτος 2019 σε ποσό 1.565,24€ (βασικός µισθός 1.204,77€+265,05€ επίδοµα Κυριακών+ 36,64€ επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας+ 58,78€ επίδοµα ιµατισµού) και ότι αυτός για το χρονικό διάστηµα από 23-4-2018 µέχρι 31-5-2018 (που δεν υπήρχε εφοπλισµός) δικαιούται ποσό (1.476,93€X1,26 µήνες=) 1.942,75€, έναντι του οποίου έλαβε ποσό 1.905,66€, οφειλοµένου του υπολοίπου ποσού των 37,09€. 2) για το χρονικό διάστηµα από 4-4-2018 έως 11-4-2018, από 1-6-2008 έως 23-10-2018 και από 1-4-2019 έως 14-10-2019 (που υπήρχε εφοπλισµός) δικαιούται ποσό (1.534,56/30X8=) 409,22€+ (1534,56Χ4,76 µήνες =) 7.304,50€+ (1.565,24Χ6,46 µήνες=) 10.111,45€, ήτοι συνολικό ποσό 17.825,17€, έναντι του οποίου έλαβε ως συνοµολογεί ποσό (7.171,31+9.966,97=) 17.138,28, οφειλοµένου του υπολοίπου ποσού των 686,89€. Ομοίως δεν πλήττεται με λόγο εφέσεως το κεφάλαιο περί αποζημίωσης αδείας : Με την εκκαλουμένη κρίθηκε ότι δικαιούται : 1) για το χρονικό διάστηµα από 23-4-2018 έως 31-5-2018 το ποσό των 532,47€ [(βασικός µισθός 1.181,15€ + επιδ. Κυριακ. 238,62€ =) 1.419,77 : 22 = 64,53 Χ 6,33 οι ηµέρες της άδειας (5 ηµέρες Χ 1,26 οι µήνες υπηρεσίας του στο πλοίο της εναγοµένης) = 408,47€ + αντίτιµο τροφής αδείας (19,59€ την ηµέρα και για 6,33 ηµέρες =) 124€], έναντι του οποίου έλαβε ποσό 528,36€, µε αποτέλεσµα να του οφείλεται ποσό 4,11€, 2) για το χρονικό διάστηµα από 4-4-2018 έως 11-4-2018 το ποσό των 96,72 [(βασικός µισθός 1.181,15€ + επιδ. Κυριακ. 238,62€ =) 1.419,77 : 22 = 64,53 Χ 1,15 οι ηµέρες της άδειας (5 ηµέρες Χ 0,23 οι µήνες υπηρεσίας του στο πλοίο της εναγοµένης) = 74,20€ + αντίτιµο τροφής αδείας (19,59€ την ηµέρα και για 1,15 ηµέρες=) 22,52€], 3) για το χρονικό διάστηµα από 1-6-2018 έως 23-10-2018 το ποσό των 2.031,39 € [(βασικός µισθός 1.181,15€ + επιδ. Κυριακ. 238,62€ =) 1.419,77 : 22 = 64,53 Χ 24,15 οι ηµέρες της άδειας (5 ηµέρες Χ 4,83 οι µήνες υπηρεσίας του στο πλοίο της εναγοµένης) = 1.558,39€ + αντίτιµο τροφής αδείας (19,59€ την ηµέρα και για 24,15ηµέρες=) 473€], έναντι του οποίου έλαβε ποσό 1.941,68€, οφειλοµένου του υπολοίπου ποσού των 89,71€, πλην όµως ζητεί ποσό 86,02€ 4) για το χρονικό διάστηµα από 1-4-2019 έως 14-10-2019 το ποσό των 2.846,7€ [(βασικός µισθός 1.204,77€ + επιδ. Κυριακ. 265,05€ =) 1.469,82 : 22 = 66,81 Χ 32,8 οι ηµέρες της άδειας (5 ηµέρες Χ 6,56 οι µήνες υπηρεσίας του στο πλοίο της εναγοµένης) = 2.191,36€ + αντίτιµο τροφής αδείας (19,98€ την ηµέρα και για 32,8 ηµέρες=) 655,34€], έναντι του οποίου έλαβε ποσό 2.763,71€, µε αποτέλεσµα να του οφείλεται ποσό 82,99€, πλην όµως ζητεί ποσό 42,21€.

Περαιτέρω και σύμφωνα με τις προαναφερόμενες σσνε πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως δηλαδή οκτώ (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, της εργασίας του Σαββάτου και των αργιών αμειβομένης υπερωριακώς. Το οκτάωρο της Κυριακής πληρώνεται με επίδομα που προβλέπεται στη σύμβαση. Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων».

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το είδος της απασχόλησης του ενάγοντος, ο οποίος, µε την ως άνω ιδιότητα του θαλαµηπόλου, εργαζόταν από τις 5.50 το πρωί, οπότε άρχιζε η επιβίβαση των επιβατών, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απασχολούµενος µε την διαδικασία της επιβίβασης, την καθαριότητα και την ευπρεπή εµφάνιση των κοινόχρηστων χώρων στα σαλόνια και τις τουαλέτες. Ο ενάγων απασχολείτο μέχρι τον κατά πλου του πλοίου στο Ηράκλειο στις 9μιση το βράδυ με ένα διάλειμμα δυομισή με τριών ωρών αυτό το 15ωρο. Επομένως από τον συνδυασμό των καταθέσεων του μάρτυρα απόδειξης και ανταπόδειξης πρώην και νυν εργαζόμενου στην πλοιοκτήρια και εφοπλίστρια συνάγεται ότι η απασχόληση του εκτεινόταν στις 12 ώρες ημερησίως. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε απασχόληση του άνω των οκτώ ωρών ημερησίως την εβδομάδα από 4.4.2018 έως 11.4.2018, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Να σημειωθεί ότι αμφότερες οι μαρτυρικές καταθέσεις εκτιμώνται με βάση το βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα. Το γεγονός ότι ο μάρτυρας απόδειξης έχει και ο ίδιος ασκήσει αγωγή σε βάρος των εναγομένων για δεδουλευμένα στην οποία μάλιστα εξετάστηκε ο ενάγων δεν επηρεάζει το βαθμό αξιοπιστίας του. Τούτο δε διότι ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται στο αδύνατο αφού είναι αδύνατο να εντοπίσει τρίτο πρόσωπο μη εργαζόμενο στις εναγόμενες για να βεβαιώσει για τις συνθήκες εργασίας του. Εξάλλου και ο μάρτυρας ανταπόδειξης είναι προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος το πρώτο πλοίο ναυτολόγησης του ενάγοντος. Η πλοιοκτήτρια και οι εφοπλίστρια οφείλουν για την προστασία τους να προσλάβουν περισσότερους εργαζόμενους σε κάθε ειδικότητα ώστε να μην υφίσταται ανάγκη υπερωριακής απασχόλησης πέραν του Σαββάτου και των αργιών από τους  υπάρχοντες ναυτικούς και να μη βεβαιώνεται αυτό στις εξοφλητικές αποδείξεις στις οποίες αναγράφεται ημερήσια υπερωριακή απασχόληση μιας ώρας τουλάχιστον καθημερινά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η απασχόληση του ναυτικού ανερχόταν στις 11 ώρες ημερησίως εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου εφέσεως του ναυτικού θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο της αυτό και να κρατήσει το παρόν δικαστήριο και να εκδικάσει ως προς το κεφάλαιο αυτό την υπόθεση (άρθρο 535 του ΚΠολΔ). Οι δύο πρώτοι συναφείς λόγοι εφέσεως των εργοδοτριών σύμφωνα με τους οποίους η οποιαδήποτε υπερωριακή απασχόληση του ναυτικού έχει εξοφληθεί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ακολούθως στο ναυτικό οφείλονται λόγω υπερωριακής απασχόλησης τα ακόλουθα ποσά: 1) από 23-4-2018 έως 31-5-2018, ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 4 ώρες την ηµέρα για 31 καθηµερινές και Κυριακές. Άρα, δικαιούνταν εξ αυτού του λόγου, ως αµοιβή, το συνολικό ποσό των (31 ηµέρες Χ 4 ώρες Χ 8,54 ευρώ ανά ώρα=) 1.058,96 ευρώ. Επίσης, απασχολήθηκε επί 12 ώρες την ηµέρα για 5 Σάββατα και 3 αργίες. Άρα, για την αιτία αυτή, δικαιούνταν το συνολικό ποσό των (8 ηµέρες Χ 12 ώρες Χ 10,25 ευρώ ανά ώρα=)  984 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.042,96, έναντι του οποίου έχει λάβει ποσό 1.289,55€, και επομένως του οφείλεται για την παραπάνω αιτία 753,41 ευρώ, 2) Τη δεύτερη χρονική περίοδο της ναυτολόγησης του στο πλοίο S από 4.4.2018 έως 11.4.2018 ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 8 ώρες την ηµέρα για 1 Σάββατο και 2 αργίες. Άρα, δικαιούται εξ αυτού του λόγου, ως αµοιβή, το συνολικό ποσό των (3 ηµέρες Χ 8 ώρες Χ 10,25€ ανά ώρα=) 246 ευρώ, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.  3) κατά την περίοδο ναυτολόγησής του από 1.6.2018 έως 23.10.2018 ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 4 ώρες την ηµέρα για 122 καθηµερινές και Κυριακές. Άρα, δικαιούνταν εξ αυτού του λόγου, ως αµοιβή, το συνολικό ποσό των (122 ηµέρες Χ 4 ώρες Χ 8,54 ευρώ ανά ώρα=) 4.167,52 ευρώ. Επίσης, απασχολήθηκε επί 12 ώρες την ηµέρα για 21 Σάββατα και 2 αργίες. Άρα, για την αιτία αυτή, δικαιούνταν το συνολικό ποσό των (23 ηµέρες Χ 12 ώρες Χ 10,25 ευρώ ανά ώρα=) 2.829 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.996,52, έναντι του οποίου έχει λάβει ποσό 3.108,40 ευρώ, και συνεπώς του οφείλεται για την παραπάνω αιτία το ποσό των 3.888,12 ευρώ, 4) κατά τη χρονική περίοδο ναυτολόγηση του από 1.4.2019 έως 14.10.2019 ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 4 ώρες την ηµέρα για 164 καθηµερινές και Κυριακές. Άρα δικαιούνταν για το λόγο αυτό, ως αµοιβή, το ποσό των (164 ηµέρες Χ 4 ώρες Χ 8,70 ευρώ ανά ώρα=) 5.707,20 ευρώ. Επίσης απασχολήθηκε 12 ώρες την ηµέρα για 27 Σάββατα και 6 αργίες. Άρα δικαιούνταν εξ αυτού του λόγου, ως αµοιβή, το συνολικό ποσό των (33 ηµέρες Χ12 ώρεςX10,44€ ανά ώρα=) 4.134,24 ευρώ. Άρα δικαιούτο το συνολικό ποσό των 9.841,44 ευρώ, έναντι του οποίου έχει λάβει ως συνοµολογεί ποσό 4.679,05 ευρώ, και συνεπώς εξακολουθεί να του οφείλεται για την παραπάνω αιτία το ποσό των 5.162,39 ευρώ.  Να σημειωθεί ότι οι εναγόμενες εργοδότριες ευθύνονται εις ολόκληρον για το διάστημα εφοπλισμου, πλην όµως περιορισµένα η πρώτη εξ αυτών δια του πλοίου και µέχρι της αξίας αυτού, κατ’ άρθρα 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ που εφαρμόζεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ, καθώς ο νέος ΚΙΝΔ ν. 5020/2023 δημοσιεύθηκε στις 15.2.2023.

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 των ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή το 1/22 του μισθού ενεργείας. Για την παρεχόμενη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες ρύθμιζαν έτσι την υπηρεσία του πλοίου ώστε να εξασφαλίζεται η διανυκτέρευση του ναυτικού στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του πλοίου, αφού ο μάρτυρας τους κατέθεσε ότι δεν γνώριζε αν στο S2 παρέχονταν διανυκτερεύσεις. Εξάλλου δεν αποδεικνύεται τέτοια παροχή διανυκτέρευσης ούτε από το ημερολόγιο του πλοίου (βλ. ΕφΠειρ. 497/2010, ΕφΠειρ 514/2009, ΕφΠειρ 263/2008, Τρ. Ν.Πλ. Ισοκράτης ΔΣΑ)  και συνεπώς του οφείλεται η κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενη αποζημίωση. Επομένως ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι στον ενάγοντα οφείλεται τα ποσά των 107,38 ευρώ, των 268,44 ευρώ και 602,38 ευρώ και συνολικά 978,20 ευρώ ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος  της με αριθμό …………./2022 εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 14 των προαναφερθεισών Σ.Σ.Ν.Ε., Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών πλοίων σε συνδυασμό προς εκείνες των §§ 1, 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «Περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β 1/7.1.1982), με τις οποίες εφαρμόζεται η όμοια με αυτήν με αριθμό 19040/1981 Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας «Χορήγηση επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους μισθωτούς όλης της Χώρας που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου» (ΦΕΚ Β 742/9.12.1981), προκύπτει ότι οι ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως. Μάλιστα, ως τέτοιες αποδοχές προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και το αντίτιμο τροφής είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, διότι αποτελεί συμβατικό αντάλλαγμα των υπηρεσιών του ναυτικού, λόγω του είδους και της φύσης της εργασίας του πάνω στο πλοίο (ΑΠ 1013/2003, ΔΕΕ 2004/212 = ΕΝαυτΔ 2003/345, ΜονΕφΠειρ. 430/2014, ΜονΕφΠειρ. 361/2014, ΜονΕφΠειρ. 56/2014, ΜονΕφΠειρ. 83/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2011, ΕΝαυτΔ 2012/19, ΕφΠειρ. 521/2009, ΕΝαυτΔ 2009/273), καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας (ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 412/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η αποζημίωση μη πραγματοποίησης αδείας (ΜονΕφΠειρ. 18/2016, ΜονΕφΠειρ. 19/2016, ΜονΕφΠειρ. 371/2016, ΜονΕφΠειρ. 73/2016, ΜονΕφΠειρ. 160/2014, ΜονΕφΠειρ. 36/2014, ΜονΕφΠειρ. 71/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 506/2011, ΕΝαυτΔ 2011/387). Όμως δεν συνυπολογίζεται για τον προσδιορισμό των επιδομάτων εορτών το προβλεπόμενο στο άρθρο 5 της ως άνω ΣΣΝΕ επίδομα ιματισμού, διότι αυτό δεν θεωρείται αντάλλαγμα της εργασίας, που παρέχει ο ναυτικός – μέλος πληρώματος αλλά κύρια αιτία έχει την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου (ΑΠ 774/2003, ΕΕΔ 2005/237 = ΔΕΝ 59/1300 = Δνη 2005/123, ΑΠ 226/2003, ΕΕΔ 2004/790 = ΔΕΝ 59/1138, ΤριμΕφΠειρ. 377/2011, ΕΝαυτΔ 2011/262, ΜονΕφΠειρ. 254/2022, 285/2021, 216/2021, διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου στο Διαδίκτυο, ΜονΕφΠειρ 50/2016, ΜονΕφΠειρ. 347/2016, ΜονΕφΠειρ. 647/2014, ΜονΕφΠειρ. 605/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009/102).

Ακολούθως για επιδόματα εορτών το σχετικό διάστημα της απασχόλησης του ο ναυτικός δικαιούται  με βάση τον υπολογισμό που υφίσταται στην αγωγή στον οποίο δεν περιλαμβάνει τις  αποδοχές αδείας: Για το έτος 2018 δεδοµένου ότι ο συνολικός µηνιαίος µισθός του ενάγοντος, βάσει των ως άνω εφαρµοζόµενων εν προκειµένω ΣΣΝΕ, ανερχόταν για το έτος 2018 σε ποσό 3.187,13 ευρώ (βασικός µισθός 1.181,15+ επίδοµα Κυριακών 259,92 ευρώ+ επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 35,92 ευρώ + (6996,52: 187 χ 30) = 1.122,44 αναλογία υπερωριακής εργασίας +τρoφοδοσία 587,70) και το έτος 2019 σε ποσό 3.663,34 ευρώ (βασικός µισθός 1.204,77 + επίδοµα Κυριακών 349,58 + επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας 36,64 + 1.498,7 (9841,44:197χ30) αναλογία υπερωριακής εργασίας +τρoφοδοσία 599,40), α) για επίδοµα Πάσχα έτους 2018 που αναλογεί στη χρονική περίοδο 23.4.2018 έως 30.4.2018 (7 ηµέρες, που δεν υπήρχε εφοπλισµός) ποσό ίσο µε το 1/15 του µισού µηνιαίου µισθού του για κάθε 8 ηµέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει 92,96 (ο συνολικός µηνιαίος µισθός 3.187,13 / 2 = 1.593,56 ευρώ Χ 1/15 = 106,24 ευρώ ανά οκταήµερο απασχόλησης Χ 0,875 οκταήµερα της ανωτέρω περιόδου). Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε, ως συνοµολογεί, ποσό 109,45 ευρώ, και  επομένως έχει εξοφληθεί αυτή η αξίωση του. β) για επίδοµα Χριστουγέννων έτους 2018 που αναλογεί στη χρονική περίοδο 1.5.2018 έως 31.5.2018 (31 ηµέρες, που δεν υπήρχε εφοπλισµός), ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του για κάθε 19 ηµέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει 415,60 ευρώ (3.187,13 ευρώΧ2/25= 254,97 Χ1,63 δεκαννιαήµερα). Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε, ως συνοµολογεί, ποσό 374,98€, οφειλοµένου του υπολοίπου ποσού των 40,62 ευρώ, γ) για επίδοµα Πάσχα έτους 2018 που αναλογεί στη χρονική περίοδο 4.4.2018 έως 11.4.2018 (7 ηµέρες, που υπήρχε εφοπλισµός) ποσό ίσο µε το 1/15 του µισού µηνιαίου µισθού του για κάθε 8 ηµέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει 92,96 ευρώ (ο συνολικός µηνιαίος µισθός 3.187,13 / 2 = 1.593,67 ευρώ Χ 1/15 = 106,24 ευρώ ανά οκταήµερο απασχόλησης Χ 0,875 οκταήµερα της ανωτέρω περιόδου), δ) για επίδοµα Χριστουγέννων έτους 2018 που αναλογεί στη χρονική περίοδο 1-6-2018 έως 23-10-2018 (145 ηµέρες, που υπήρχε εφοπλισµός) ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του για κάθε 19 ηµέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει ποσό 1.945,42 ευρώ (3.187,13 ευρώ Χ2/25= 245,97 ευρώ Χ7,63 δεκαεννιαήµερα). Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε, ως συνοµολογεί, ποσό 1.785,23 ευρώ, οφειλοµένου του υπολοίπου ποσού των 160,19 ευρώ. Οι αποδοχές του για το έτος 2019  ανέρχονταν σε 3.663,34 ευρώ (βασικός µισθός 1.204,77€+265,05€ επίδοµα Κυριακών+ 36,64€ επίδοµα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας+ 58,78€ επίδοµα ιµατισµού + (19,98χ30)=599,40 τροφοδοσία + μ.ο υπερωριών (9841,44: 197 χ30) =1.498,70). Επομένως έπρεπε να λάβει :ε) για επίδοµα Πάσχα έτους 2019 που αναλογεί στη χρονική περίοδο 1.4.2019 έως 30.4.2019 (30 ηµέρες, που υπήρχε εφοπλισµός) ποσό ίσο µε το 1/15 του µισού  µισθού του για κάθε 8 ηµέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει 457,92 ευρώ (συνολικός µηνιαίος µισθός 3.663,34 ευρώ /2 = 1831,67 Χ 1/15 = 122,11 ευρώ ανά οκταήµερο απασχόλησης Χ 3,75 οκταήµερα της ανωτέρω περιόδου). Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε, ποσό 363,47 ευρώ, και συνεπώς του  οφείλεται το ποσό των 94,45 ευρώ, στ) για επίδοµα Χριστουγέννων έτους 2019 που αναλογεί στη χρονική περίοδο 1.5.2019 έως 14.10.2019 (167 ηµέρες, που υπήρχε εφοπλισµός) ποσό ίσο µε τα 2/25 του µηνιαίου µισθού του για κάθε 19 ηµέρες εργασίας και συνολικά έπρεπε να λάβει ποσό 2.573,13 ευρώ (3.663,34 ευρώ Χ2/25= 293,07 ευρώ Χ8,78 δεκαεννιαήµερα). Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε, ποσό 1.962,35 ευρώ και συνεπώς του  οφείλεται το ποσό των 610,78 ευρώ. Επομένως κατά εν μέρει παραδοχή του σχετικού τρίτου λόγου εφέσεως του ναυτικού ως βάσιμου θα εξαφανιστεί κατά το σχετικό κεφάλαιο της η εκκαλουμένη απόφαση και θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο να επαναδικάσει το σχετικό κεφάλαιο της υπόθεσης στην ουσία του. Αντίθετα ο σχετικός τρίτος λόγος εφέσεως των εργοδοτριών με τον οποίων αυτές παραπονούνται για κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού για το λόγο ότι  υπολογίστηκαν εσφαλμένα υπερωρίες στα επιδόματα εορτών και περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου λόγω υπολογισμού της τροφοδοσίας στα δώρα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Προφανώς εκ  παραδρομής οι εργοδότριες παραπονούνται διότι συμπεριλήφθηκε το επίδομα ιματισμού στα επιδόματα εορτών αν και η εκκαλουμένη απόφαση με ορθή αιτιολογία δεν συμπεριέλαβε το σχετικό επίδομα στα επιδόματα εορτών.

Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 1 ΚΙΝΔ «οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται δια ναυτικού φυλλαδίου», σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολόγησης και η αντίστοιχη της απόλυσης  αιτία (άρθρο 3 Ν. 721/1948 στην κωδικοποίηση του β.δ. 9/31-12-1955, άρθρο 3 ΑΥΕΝ 70056/15/2/26-11-1981 «περί τύπου και τρόπου εκδόσεως φυλλαδίων ναυτικών κ.λπ.»), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ, «ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβεί εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολογίω γεφύρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήσει την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή». Τα ίδια ισχύουν και όταν πρόκειται για την απόλυση του ίδιου του πλοιάρχου, αφού και αυτός είναι απογεγραμμένος ναυτικός (άρθρο 1 παρ. 1 ΑΝ 373/1968 «περί απογραφής και εκπαιδεύσεως των εν τω εμπορικώ ναυτικώ»). Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου (άρθρο 438 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως αυτή καθορίζεται, μόνο, όμως, αναφορικά με όσα γεγονότα συντάχθηκαν από τη δημόσια αρχή (λιμενική ή προξενική) ή έγιναν ενώπιόν της, όπως οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, η κατάρτιση και λύση της σύμβασης ναυτολόγησης, η ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητάς του, ο αριθμός μητρώου απογραφής, η θαλάσσια υπηρεσία του κ.ά.. Επίσης, το ναυτικό φυλλάδιο έχει την αποδεικτική ισχύ του δημοσίου εγγράφου και ως προς τις καταχωρήσεις σε αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι δε και όταν ενεργεί ως εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως συμβαίνει στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησης του ναυτικού που υπηρετεί στο πλοίο ή της δικής του «αμοιβαία συναινέσει», εφόσον βεβαίως ο πλοίαρχος προέβη στην καταχώρηση και ο απολυόμενος ή ο ίδιος ο πλοίαρχος, όταν πρόκειται για τη δική του καταγγελία, δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (Ι. Κοροτζή, Ναυτ.Εργ.Δικ., 1990, παρ. 121, Καμβύση, Ναυτεργ. Δικ., 1994, σελ. 434, Αγαλλόπουλο, Ναυτεργ. Δικ., σελ. 39). Επομένως, η αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ναυτικού  ότι ο απολυόμενος αποναυτολογείται «κοινή συναινέσει» είναι δεκτική ανταπόδειξης με κοινά αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού ως πλαστού, κατά το άρθρο 438  ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ 435/2022 δημ. σε ιστοσελίδα ΕφΠειρ). Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 72, 75 εδαφ.δ΄ και 76 του Ν. 3816/1958 «Περί κυρώσεως του Κώδικος Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α΄ 32/28.2.1958), όπως ίσχυσαν από της εισαγωγής του ΚΙΝΔ, προέκυπτε ότι στο ναυτικό του οποίου, χωρίς να βαρύνεται με υπαιτιότητα, η σύμβαση εργασίας καταγγέλλεται από τον πλοίαρχο, οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του. Μειωμένη αποζημίωση, πάντως όχι κατώτερη του μισθού δεκαπέντε (15) ημερών, προέβλεπε και η διάταξη του άρθρου 77 ΚΙΝΔ, για την περίπτωση, μεταξύ άλλων και του επί δεκαπενθήμερο τουλάχιστον χρονικό διάστημα παροπλισμού του πλοίου, ο οποίος (παροπλισμός) έχει την έννοια της παραμονής του πλοίου αργού στο λιμένα είτε ελλείψει συμφέροντος ναύλου είτε προς διενέργεια επισκευών για τη διατήρηση ή ανανέωση της κλάσης του (ΕφΠειρ. 346/2011, ΕΝαυτΔ 2011/271, ΕφΠειρ. 929/2001, ΕΝαυτΔ 2001/15, ΕφΠειρ. 1252/1997, ΕΝαυτΔ 1997/461, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 77, σελ. 389, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 359, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, άρθρο 77, σελ. 268). Στις περιπτώσεις παροπλισμού του πλοίου έχει γίνει νομολογιακώς δεκτό ότι υπάγεται και η υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση διενεργούμενη προς ανανέωση των πιστοποιητικών της αξιοπλοΐας του και η για την αιτία αυτή διακοπή των πλόων του (ΜονΕφΠειρ. 429/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 440/2006, ΕΝαυτΔ 2006/367). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η παύση (οριστική ή προσωρινή) των δρομολογίων του πλοίου, δηλαδή η ακινητοποίησή του συνιστούσε ανυπαίτιο για το ναυτικό λόγο καταγγελίας της σύμβασής του, εφόσον αυτή δεν είχε συμφωνηθεί κατά πλου ή για ορισμένο αριθμό ταξιδιών, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η παραπάνω αποζημίωση. Με τη διάταξη του άρθρου 174 § 3 του μεταγενέστερου Ν.Δ. 187/1973 «Περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (ΦΕΚ Α 261/3.10.1973), που αναφέρεται στην επιτρεπτή διακοπή [μεταξύ άλλων και] των τακτικών δρομολογίων του πλοίου, εκείνων δηλαδή που έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη για ορισμένη χρονική περίοδο, ορίστηκε ότι δεν δικαιούνται της κατά τα άρθρα 75 και 76 ΚΙΝΔ αποζημίωσης οι ναυτικοί που απολύονται λόγω διακοπής των δρομολογίων αυτών, εφόσον ναυτολογηθούν στο ίδιο πλοίο ή δεν αποδεχθούν την προσφερόμενη από τον εργοδότη επαναναυτολόγησή τους υπό τους αυτούς όπως και προηγουμένως όρους εντός ορισμένης προθεσμίας από της απόλυσής τους. Κατά την έννοιά της η διάταξη αφορά μόνο στις περιπτώσεις διακοπής των εγκεκριμένων δρομολογίων, δηλαδή της προσωρινής παύσης εκτέλεσής τους μολονότι υφίσταται δυνατότητα επανάληψής τους. Η δε νομοθετική αποστέρηση του δικαιώματος της αποζημίωσης των άρθρων 75 και 76 ΚΙΝΔ αλλά, για την ταυτότητα του νομικού λόγου και της διάταξης του άρθρου 77 του ιδίου Κώδικα, όταν ο παροπλισμός του πλοίου οφείλεται στην υποβολή του σε ετήσια επιθεώρηση, θεμελιώθηκε στην αντίληψη ότι στις προβλεπόμενες από το άρθρο 173 του ΚΔΝΔ περιπτώσεις διακοπής των τακτικών δρομολογίων και, συγκεκριμένα, στις περιπτώσεις της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου για χρονικό διάστημα μέχρι εξήντα [60] ημερών, δυνάμενο υπό τους νόμιμους όρους να παραταθεί επί τριάντα [30] ακόμη ημέρες, της ανάγκης αποκατάστασης ζημίας ή βλάβης και της συνδρομής εξαιρετικών αναγκών ή ανώτερης βίας ή άλλης σοβαρής αιτίας, όπως οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, η απόλυση του ναυτικού δεν πρέπει να αποδοθεί σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αφού η μεν υποβολή του πλοίου σε ετήσια επιθεώρηση αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή του, οι δε λοιπές περιστάσεις που επιβάλλουν τη διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων του πλοίου δεν προκαλούνται από τον ίδιο ούτε ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης του. Για το λόγο αυτό ορίστηκε ότι ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής) ενέχεται σε αποζημίωση του απολυόμενου για τις αιτίες αυτές ναυτικού μόνον εφόσον δεν τον επαναπροσλάβει εντός σαράντα [40] ημερών από την απόλυσή του συνεπεία είτε της υποβολής του πλοίου στην ετήσια επιθεώρησή του είτε της επέλευσης των λοιπών γεγονότων, αν και μετά την πάροδο του προσωρινού κωλύματος ναυσιπλοΐας, το πλοίο δύναται να επαναλάβει τα δρομολόγιά του, σύμφωνα με την εγκριτική αυτών διοικητική πράξη. Αν η διάταξη αυτή δεν είχε θεσπιστεί, θα παραγόταν υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον απολυόμενο ναυτικό κατά τα άρθρα 75 εδαφ.δ΄ και 77 του ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο λόγω παύσης των δρομολογίων του πλοίου, εγκεκριμένων ή μη, οριστικής ή ακόμα και προσωρινής, διαρκούσας βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες. Αντιθέτως, με την εν λόγω διάταξη του ΚΔΝΔ ο απολυόμενος ναυτικός αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου από την απόλυσή του και με τη συνδρομή μιας αρνητικής προϋποθέσεως, της μη επαναπρόσληψής του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και, επιπλέον, εφόσον τα δρομολόγια που εκτελούσε πριν την απόλυσή του ήταν διοικητικώς εγκεκριμένα. Ειδικώς, επί επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων οι ΣΣΝΕ, που συνάπτονται για να καθορίσουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων τους, περιλαμβάνουν παγίως, από το έτος 1993 τουλάχιστον, διάταξη (άρθρο 27) ορίζουσα ότι: «Σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιονδήποτε λόγο, πέραν των εξήκοντα [60] ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές είκοσι δύο [22] ημερών». Ο όρος «διακοπή των πλόων», του οποίου γίνεται χρήση στη διάταξη αυτή, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «διακοπή των εγκεκριμένων δρομολογίων» του άρθρου 174 ΚΔΝΔ και σημαίνει την προσωρινή παύση των δρομολογίων που έχουν εγκριθεί για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο λόγος της διακοπής τους που προβλέπεται στο άρθρο 173 ΚΔΝΔ, θα μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι του πέρατος ισχύος της εγκριτικής τους πράξης (ΜονΕφΠειρ. 138/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 329/2003, ΔΕΕ 2004/82). Με την αγωγή του ο ενάγων αιτήθηκε την προβλεπόμενη από τη ΣΣΝΕ αποζημίωση απόλυσης των 22 ημερομισθίων το διάστημα εφοπλισμού του πλοίου δηλαδή την  23.10.2018 και την 14.102019 επειδή ισχυρίστηκε ότι η επαναπρόσληψη του δεν επακολούθησε εντός 60 ημερών. Το πρωτοβάθμιο  Δικαστήριο εκτίμησε το αγωγικό αίτημα ως αίτημα αποζημίωσης του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ και επιδίκασε στο ναυτικό αποζημίωση 15 ημερομισθίων κάθε φορά. Το κεφάλαιο αυτό πλήττουν με λόγο έφεσης αμφότερα τα διάδικα μέρη. Οι εργοδότριες παραπονούνται, πλην όμως αλυσιτελώς ισχυριζόμενες ότι ο ναυτικός προσλήφθηκε στη συνέχεια και λόγω της μεγαλύτερης ακινησίας του πλοίου η επαναπρόσληψη του δεν έλαβε χώρα εντός των 60 ημερών, καθόσον η αποζημίωση του άρθρου 77 του ΚΙΝΔ οφείλεται σε κάθε περίπτωση παροπλισμού του πλοίου άνω των 15 ημερών. Επίσης οι εργοδότριες ισχυρίζονται ότι  η δεύτερη απόλυση έγινε με κοινή συναίνεση σύμφωνα και με τα όσα αναγράφηκαν στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος. Όμως αποδείχθηκε από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ότι ο ναυτικός επιθυμούσε την επαναυτολόγηση του και συνεπώς δικαιούται το ποσό αποζημίωσης των 15 ημερομισθίων αφού η σχετική αναγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο είναι δεκτική ανταπόδειξης. Επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος. Όμως το ποσό της αποζημίωσης θα πρέπει να προσδιοριστεί με συνυπολογισμό της υπερωριακής εργασίας που αποδείχθηκε παραπάνω κατά την εν μέρει παραδοχή του σχετικού τέταρτου λόγου εφέσεως του ναυτικού. Επειδή στις 23.10.2018 οι  μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν σε 3.360,34 ευρώ δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.680,17 ευρώ. Επειδή στις 14.10.2019 οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν σε 3.663,34 ευρώ δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.831,67 ευρώ. Συνεπώς πρέπει να εξαφανιστεί κατά το σχετικό κεφάλαιο η εκκαλουμένη και να δικάσει το παρόν δικαστήριο την υπόθεση ως προς το κεφάλαιο αυτό. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση θα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η με αριθμό ……/2022 έφεση και να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν η με  αριθμό ……./2022 έφεση. Στη συνέχεια να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143) αφού εφόσον όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825), και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό …………./17.12.2019 αγωγή η οποία έχει κατά προεκτεθέντα νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 648, 653, 655 ΑΚ, 75, 105, 106 του ΚΙΝΔ άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» σε συνδυασμό με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2018 και 2019, και 70 του ΚΠολΔ.  Η αγωγή θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος και με βάση το χρονικό διάστημα πλοιοκτησίας και εφοπλισμού ο ναυτικός διατηρεί σε βάρος της πρώτης εναγομένης πλοιοκτήτριας των S και SΙΙ τις ακόλουθες αξιώσεις (δεδομένου ότι συγκεκριμένα κεφάλαια της εκκαλουμένης δεν επλήγησαν με λόγο εφέσεως): για διαφορά μισθών ποσό 37,09 ευρώ (που αξιώνει καταψηφιστικά), για διαφορά μισθών αδείας ποσό 4,11 ευρώ (που αξιώνει καταψηφιστικά), για αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης ποσό 753,41 ευρώ (που αξιώνει καταψηφιστικά), για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις ποσό 107,38 ευρώ (που αξιώνει αναγνωριστικά), για αναλογία επιδομάτων εορτών ποσό 40,62 ευρώ (που αξιώνει αναγνωριστικά), και επιπλέον σε βάρος των εναγομένων ως κυρίας των ως άνω πλοίων της πρώτης αυτών και ως εφοπλίστριας της δεύτερης αυτών τις ακόλουθες αξιώσεις για διαφορά μισθών ποσό 686,89 ευρώ (που αξιώνει καταψηφιστικά), για διαφορά μισθών αδείας ποσό (96,72+86,02+42,21=) 224,95  ευρώ (που αξιώνει καταψηφιστικά), για αμοιβή λόγω υπερωριακής απασχόλησης ποσό (246 + 3.888,12 + 5.162,39 =)  9.296,51 ευρώ (που αξιώνει καταψηφιστικά), για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις ποσό  (268,44+602,38=) 870,82 ευρώ (που αξιώνει αναγνωριστικά), για αναλογία επιδομάτων εορτών ποσό (92,96 + 160,19 + 94,45 +610,78) = 958,38 ευρώ (που αξιώνει αναγνωριστικά) και για αποζημίωση απόλυσης ποσό 1.680,17 + 1.831,67 = 3.511,84  ευρώ (που αξιώνει αναγνωριστικά). Συνεπώς πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και στην ουσιαστική της βασιμότητα και α) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη, ως πλοιοκτήτρια των πλοίων S και SΙΙ, να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των (37,09+4,11+753,41=) 794,61 ευρώ, και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των (107,38 + 40,62=) 148 ευρώ, β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, πλην όμως περιορισμένα η πρώτη εξ αυτών κυρία των πλοίων δια των πλοίων και μέχρι της αξίας αυτών, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των (686,89 + 224,95 + 9.296,51 =) 10.208,35 ευρώ, και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούνται, οι δύο εναγόμενες ευθυνόμενες εις ολόκληρον, πλην όμως περιορισμένα η πρώτη εξ αυτών κυρία των πλοίων δια των πλοίων και μέχρι της αξίας αυτών, να του καταβάλουν το ποσό των (870,82+953,38+3.511,84=) 5.341,04 ευρώ, έκαστο των ως άνω ποσών με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του ενάγοντος (11-4-2018, 23-10-2018 και 14-10-2019) ανάλογα με τη ναυτολόγηση που αυτό (ποσό) αφορά και μέχρι την εξόφληση πλην των επιδομάτων εορτών τα οποία καταβάλλονται όχι αργότερα από τις 31.12. (Χριστουγέννων) και 30.4. (Πάσχα) του έτους για το οποίο οφείλονται. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, τις εναγόμενες λόγω της ήττας της κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων από 7.1.2022 και 14.11.2022 και με αριθμούς κατάθεσης …../2022 και ………/2022 και προσδιορισμού …./2022 και ……/2022 εφέσεις κατά της με αριθμό 2111/2021 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από  17.12.2019 με αριθμό κατάθεσης ……../2019 αγωγής,

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις

Απορρίπτει κατ’ουσίαν τη με αριθμό ………./2022 έφεση και ο,τι άλλο έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται εν μέρει κατ’ουσίαν τη με αριθμό ………./2022 έφεση

Εξαφανίζει τη με αριθμό 2111/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

Κρατεί και δικάζει κατ’ουσίαν την υπόθεση επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………/2019 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος τη με αριθμό ………../2019 αγωγή

Υποχρεώνει την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτακοσίων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (794,61) εντόκως όπως ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας

Αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει επιπλέον να αναγνωριστεί καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των εκατόν σαράντα οκτώ ευρώ (148) εντόκως όπως ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας  και

Υποχρεώνει τις εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα η πρώτη ευθυνομένη μέχρι την αξία των πλοίων το ποσό των δέκα χιλιάδων διακοσίων οκτώ ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (10.208,35) εντόκως όπως ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενες οφείλουν να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα η πρώτη ευθυνομένη μέχρι την αξία των πλοίων το ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων σαράντα ενός ευρώ και τεσσάρων λεπτών (5.341,04) εντόκως όπως ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας

Επιβάλει στις εκκαλούσες εφεσίβλητες εναγόμενες ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου εκκαλούντος ενάγοντος δηλαδή το ποσό των οκτακοσίων πενήντα (850) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  24 Απριλίου 2023, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ