ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 217/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Κ.Σ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α.ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) ….., 2) ………. και 3) …………., απάντων κατοίκων ……….., οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Διονύσιου Παράσχη και Χρήστου Έρδα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. και 2) …………, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Αικατερίνης Πρωτόπαπα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Β.ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) …………..κατοίκου …….. και 2) ……, κατοίκου ………, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Αικατερίνης Πρωτόπαπα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……., 2) ………….. και 3) ………., απάντων κατοίκων …………, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Διονύσιου Παράσχη και Χρήστου Έρδα, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Οι εκκαλούσες στην Α έφεση – εφεσίβλητες στη Β έφεση και ο αρχικά πρώτος εκκαλών στην Α έφεση – πρώτος εφεσίβλητος στη Β έφεση ……… (για τον οποίο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ……….., κατά την εκφώνηση της παρούσας υπόθεσης από τη σειρά της στο πινάκιο κατά τη δικάσιμο της 17-2-2022, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, γνωστοποίησε την, λόγω του θανάτου του στο Βόλο την 13η Αυγούστου 2021, βίαιη διακοπή της δίκης και δήλωσε την εκούσια επανάληψη της στο όνομα των εκ διαθήκης κληρονόμων της ανωτέρω εκκαλουσών / εφεσίβλητων, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στη συνέχεια) άσκησαν την από 28-7-2017 και με ΓΑΚ …….. και ΕΑΚ ……../28-7-2017 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την τακτική διαδικασία, απευθυνόμενη κατά των εκκαλούντων στη Β έφεση / εφεσίβλητων στην Α έφεση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η με αριθ. 1608/2018 μη οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση για να δικαστεί σε άλλη συνεδρίαση του άνω Δικαστηρίου, κατά την προσήκουσα διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών. Με την από 18-4-2018 και με ΑΚ ………/20-4-2018 κλήση τους οι ενάγοντες εισήγαγαν εκ νέου ενώπιον του ιδίου άνω Δικαστηρίου, κατά την προσήκουσα άνω διαδικασία, την άνω αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε ακολούθως, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθ. 911/2019 μη οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 19-5-2016 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/2016 αγωγής των ιδίων εναγόντων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών. Μετά την έκδοση επί της αμέσως ανωτέρω αγωγής της τελεσίδικης με αριθ. 32/2020 απόφασης του Εφετείου Πειραιά – Τμήμα ναυτικών διαφορών, οι ενάγοντες, με την από 22-1-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/2020 κλήση τους, εισήγαγαν εκ νέου προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, την ένδικη από 28-7-2017 και με ΓΑΚ …… και ΕΑΚ ……./28-7-2017 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε ακολούθως, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ίδια άνω ειδική διαδικασία, η με αριθ. 2873/2020 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσία. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες ………. με την κρινόμενη από 22-10-2020 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./22-10-2021 έφεσή τους (υπό στοιχείο Α) και β) οι εναγόμενοι με την κρινόμενη από 23-4-2021 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……./27-4-2021 έφεσή τους (υπό στοιχείο Β), οι οποίες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287 και 290 Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 Α.Κ, προκύπτει, ότι η δίκη διακόπτεται, αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει κάποιος διάδικος, η διακοπή, δε, αυτή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου αυτής (διακοπής), προς τον αντίδικο, με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, από εκείνον, που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον, που, μέχρι την επέλευση του θανάτου, ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης, στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης, που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει, είτε εκούσια, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε και αναγκαστικά, με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου του, που πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου. Οι διάδικοι αυτοί μπορούν να επαναλάβουν τη δίκη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενοι την κλήση γνωστοποίησης και θεωρώντας, ότι η διακοπή έχει επέλθει, η πρόσκληση, όμως, αυτή δεν μπορεί να επιδοθεί στον κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου, πριν από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας του άρθρου 1847 Α.Κ, για την αποποίηση της κληρονομίας (Α.Π. 171/2017, Α.Π. 33/2016, Α.Π. 139/2015, Α.Π. 272/2012, Α.Π. 1054/2012, Α.Π. 1604/2012, Α.Π. 194/2012, Α.Π. 652/2012, Εφ.Αθ. 879/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δήλωση επανάληψης των κληρονόμων δεν προϋποθέτει παρέλευση της προθεσμίας, για αποποίηση της κληρονομίας, ούτε μεταγραφή της δήλωσης, περί αποδοχής (Α.Π. 1106/1988, ΕλλΔ/νη 1991, 327, Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, τόμος I, υπ’ άρθρο 290, σ. 582), ούτε ακόμη προϋποθέτει αποδοχή της κληρονομίας, διότι ο κληρονόμος δεν ασκεί αυτοτελές δικό του δικαίωμα, αλλά απλώς επαναλαμβάνει τη δίκη, που διακόπηκε και τη συνεχίζει με την ιδιότητα της κληρονόμου του θανόντος, ούτε, τέλος, απαιτείται η υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομίας (Α.Π. 171/2017, ό.α, Α.Π. 12/1996, ΕλλΔνη 1996, 1322). Εφόσον αποδεικνύεται ή συνομολογείται από τον αντίδικο, έστω και σιωπηρά, η νόμιμη δυνατότητα του προσώπου να διεξάγει τη δίκη στη θέση του διαδίκου, στον οποίο αφορούσε το διακοπτικό γεγονός, δεν απαιτείται ιδιαίτερη συζήτηση περί της επαναλήψεως και η δίκη συνεχίζεται κανονικά (Α.Π. 171/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν αμφισβητηθεί, από τον αντίδικο, η ιδιότητα του δηλούντος επανάληψη της δίκης, ως κληρονόμου, η νομιμοποίησή του εξετάζεται από το Δικαστήριο παρεμπιπτόντως (Α.Π. 1978/2008, Α.Π. 1860/2007, Εφ.Αθ. 879/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
2.Στην προκειμένη περίπτωση από τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα και ειδικότερα: 1) το από 13-1-2021 και με χαρακτηριστικό ασφαλείας ……… απόσπασμα της με στοιχεία 13-1-2021 Ληξιαρχικής πράξης θανάτου, που έχει συντάξει ο Ληξίαρχος του Δήμου Νότιου Πηλίου – Δ.Ε. Τρικερίου Μαγνησίας, 2) το με αριθμό πρωτ. ……./30-8-2021 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του άνω Δήμου, 3) το με αριθ. ……./20-1-2022 πρακτικό δημοσίευσης ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Βόλου / Τμήμα Διαθηκών και 4) το με αριθμό ……../11-2-2022 πιστοποιητικό του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Βόλου, περί δημοσίευσης της από 30-5-2021 ιδιόγραφης διαθήκης του ……………, προκύπτει, ότι την 13η Αυγούστου 2021, μετά την άσκηση της υπό στοιχείο Α έφεσης, απεβίωσε στο Βόλο Μαγνησίας ο πρώτος ενάγων ………….και κατέλειπε ως μοναδικούς εκ διαθήκης κληρονόμους 1) τη σύζυγό του … ………, 2) τη θυγατέρα του …………… και 3) τη θυγατέρα του ………………… Επομένως, νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά τη δικάσιμο της 17-2-2022, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ως άνω αποβιώσαντος ……. δήλωσε στο ακροατήριο, ότι αυτός απεβίωσε και ότι επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης, οι, δε, ανωτέρω ως εκ διαθήκης κληρονόμοι του (άρθρα 1710, 1712, 1721 Α.Κ.), δήλωσαν την εκούσια, στο όνομά του, επανάληψη της δίκης, που βιαίως διακόπηκε, λόγω του θανάτου αυτού. Ενόψει τούτων και αφού δεν αμφισβητείται από τους εφεσίβλητους – εκκαλούντες εναγόμενους η ιδιότητα των ανωτέρω κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικού πρώτου ενάγοντος – πρώτου εκκαλούντος στην Α έφεση – πρώτου εφεσίβλητου στη Β έφεση, η διακοπείσα δίκη νόμιμα και παραδεκτά συνεχίζεται από τις άνω κληρονόμους του.
3. Οι υπό κρίση: α) από 22-10-2020 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ……/22-10-2020 έφεση των 1) ………., 2) …………….. και 3) ………. κατά των ……….. και …………….. (στο εξής: Α έφεση) και β) η από 23-4-2021 και με ΓΑΚ …….. και ΕΑΚ ……../27-4-2021 έφεση των εφεσίβλητων στην Α έφεση κατά των εκκαλουσών στην ίδια έφεση (στο εξής: Β έφεση), οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθ. 2873/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 28-7-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ …../28-7-2017 αγωγής των εκκαλούντων στην Α έφεση κατά της εφεσίβλητων στην ίδια έφεση) είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι δεν επικαλείται κάποιος διάδικος την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε προκύπτει αυτή από κάποιο στοιχείο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
4. Οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες – εφεσίβλητες 1) ….., 2) ………. και 3) ………., με την προαναφερθείσα από 28-7-2017 αγωγή τους, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, εκθέτουν ότι ο γιος της πρώτης εξ αυτών και αδελφός της δεύτερης και της τρίτης εξ αυτών, ενώ ήταν ναυτολογημένος ως ναύτης στο υπό ελληνική σημαία ρυμουλκό – ναυαγοσωστικό πλοίο «ΜΑ, Ν.Π. ……., το οποίο είχε ως πλοίαρχο τον πρώτο εναγόμενο και ως υποπλοίαρχο το δεύτερο εναγόμενο, οι οποίοι ενεργούσαν ως προστηθέντες των διοικούντων και εκμεταλλευόμενων το άνω πλοίο, τραυματίστηκε θανάσιμα σε εργατικό ατύχημα που έλαβε χώρα επί του άνω πλοίου στις 25-8-2014 στο λιμάνι του Πειραιά, από πταίσμα των άνω εναγόμενων, συνιστάμενο στην παράβαση ειδικών διατάξεων των Κανονισμών περί των όρων ασφαλείας της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη θάλασσα (SOLAS) και του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης στο πλοίο (ISM Code), κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται λεπτομερώς στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενοι τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ζητούν, μετά από παραδεκτό, σύμφωνα με τα άρθρα 223, 295 παρ. 1 και 297 Κ.Πολ.Δ, περιορισμό του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με τις νόμιμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους, να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει σε έκαστη εξ αυτών (εναγόντων) το ποσό των 20.000,00 ευρώ και ότι ο δεύτερος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει σε έκαστη εξ αυτών (εναγόντων) το ποσό των 60.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από το θάνατο του άνω συγγενούς τους, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την ημεροχρονολογία του θανάτου του τελευταίου συνεπεία του άνω εργατικού ατυχήματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητούν να απαγγελθεί προσωπική κράτηση διάρκειας δυο (2) ετών σε βάρος εκάστου των εναγόμενων ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί η τελευταία προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων.
5.Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε αρχικά, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθ. 911/2019 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία, ενόψει του ότι εκκρεμούσε ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου η από 19-5-2016 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./10-5-2016 αγωγή για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των ιδίων εναγόντων κατά της πλοιοκτήτριας του άνω πλοίου εταιρίας «……………» με την επίκληση του αυτού ιστορικού περί του άνω θανατηφόρου εργατικού ατυχήματος που έλαβε χώρα στις 25-8-2014 και προκάλεσε τον θάνατο του άνω συγγενούς τους και της υπαιτιότητας των ίδιων εναγόμενων ως προστηθέντων της πλοιοκτήτριας εταιρίας, αναβλήθηκε κατ’ άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ. η συζήτηση της από 28-7-2017 αγωγής μέχρι την τελεσίδικη κρίση επί της προαναφερόμενης από 19-5-2016 αγωγής. Επί της τελευταίας εκδόθηκε εν τέλει, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθ. 32/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, με την οποία κρίθηκε ότι ο βίαιος θάνατος του άνω συγγενούς των εναγόντων προκλήθηκε από την αμελή συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, υπάρχου, προστηθέντος του πλοιάρχου, πρώτου εναγόμενου και υποχρεώθηκε η άνω πλοιοκτήτρια εταιρία να καταβάλει στους ενάγοντες τα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης τους. Ακολούθως, οι ενάγοντες επανέφεραν προς συζήτηση την προαναφερθείσα από 28-7-2017 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, η με αριθ. 2873/2020 οριστική απόφαση του άνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή κρίθηκε νόμιμη και εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσία, αναγνωρίστηκε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, σε έκαστο των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων, το ποσό των 20.000,00 ευρώ και σε έκαστη των τρίτης και τέταρτης των εναγόντων το ποσό των 7.000,00 ευρώ, τα δε άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και καταδικάστηκαν οι εναγόμενοι στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, που ορίστηκαν στο ποσό των 1.700,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης παραπονούνται, τόσο οι ενάγοντες όσο και οι εναγόμενοι, έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως εν μέρει ηττηθέντες διάδικοι, με τις κρινόμενες εφέσεις τους, ζητώντας για τους περιεχόμενους σ’ αυτές λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την παραδοχή των εφέσεών τους και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος που αυτή προσβάλλεται από τον καθένα τους, ώστε ακολούθως, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί εξαρχής η αγωγή ως προς τα προσβαλλόμενα από τον καθένα τους κεφάλαια της εκκαλουμένης, κατά μεν τους ενάγοντες, να γίνει καθ’ ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή και ως προς αυτά, κατά δε τους εναγόμενους, να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της.
6.Κατά το άρθρο 481 Α.Κ, οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν, σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής, καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Εξάλλου, το άρθρο 482 εδ. α’ Α.Κ. ορίζει ότι, σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον, ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικώς είτε μερικώς, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 483 εδ. α’ Α.Κ, η καταβολή που έγινε από έναν συνοφειλέτη απαλλάσσει και τους λοιπούς. Κατά το άρθρο 926 Α.Κ, αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν από την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία. Ως ζημία νοείται τόσο η περιουσιακή όσο και η ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη που προξενήθηκε από την αδικοπραξία, για τις οποίες οφείλεται χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 Α.Κ. και για την πληρωμή της οποίας ευθύνονται όλοι οι υπαίτιοι εις ολόκληρον (Α.Π. 921/2021, Α.Π. 1170/2019, Α.Π. 1120/2010, Α.Π. 901/2004, Εφ.Πειρ. 127/2022, Εφ.Πειρ. 32/2021, Εφ.Πειρ. 593/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 926 Α.Κ, η οποία αναφέρεται στην περίπτωση ύπαρξης περισσοτέρων υπόχρεων, καθιερώνεται η εις ολόκληρον ευθύνη περισσοτέρων προσώπων είτε επειδή η ζημία προκλήθηκε από κοινή πράξη αυτών, είτε επειδή τα περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται κατά το νόμο το καθένα αυτοτελώς για την αποκατάσταση της ζημίας, αντικειμενικά ή υποκειμενικά, είτε, στην περίπτωση της σωρευτικής ή διαζευκτικής αιτιότητας, ήτοι, όταν η ζημία προήλθε από αυτοτελείς και διακεκριμένες ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) περισσοτέρων προσώπων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, που η καθεμία από αυτές από μόνη της, συνιστά αιτιώδη όρο επαγωγής της ζημίας, με την έννοια της προσφορότητας να προκαλέσει, αυτή καθεαυτή, ολόκληρη τη ζημία, χωρίς ωστόσο, να είναι εφικτή ή εξακρίβωση ποιος αληθινά είναι ο πρόξενος της ζημίας ή ποιο το ποσοστό συμβολής του κάθε δράστη στο επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα. Στην ανωτέρω περίπτωση η παθητική εις ολόκληρον ενοχή στηρίζεται στο νόμο και οι περισσότεροι οφειλέτες ευθύνονται σε εκπλήρωση της ίδιας παροχής. Υπάρχει δηλαδή ταυτότητα παροχής, που δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού λόγου γενέσεως αυτής και ως εκ τούτου η υποχρέωση ή κοινή ευθύνη των συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο (Α.Π. 921/2021, Α.Π. 1170/2019, Α.Π. 283/2013, Α.Π. 1489/2008, Εφ.Πειρ. 32/2021, Εφ.Πειρ. 593/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται όχι μόνο όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται για αδικοπραξία με την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ, αλλά και όταν όλα ή μερικά από αυτά ευθύνονται αντικειμενικά και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν η αντικειμενική ευθύνη ρυθμίζεται στον Α.Κ. ή σε ειδικούς νόμους (Α.Π. 921/2021, ό.α, Α.Π. 593/2020, ό.α, Α.Π. 1170/2019, ό.α.).
7.Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 εδ. β’ του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Κ.Ι.Ν.Δ.), ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 Α.Κ, συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (Α.Π. 864/2009, Ε.Ν.Δ. 2009, 184, Α.Π. 1711 /2008, Ε.Εμπ.Δ. 2009, 875, Α.Π. 380/2008, Χρ.Ι.Δ. 2008, 880). Με τις προϋποθέσεις αυτές θεμελιώνεται η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486, 922 και 926 Α.Κ. (Α.Π. 866/2017, Α.Π. 698/2012, Α.Π. 181/2011, Χρ.Ι.Δ 2011, 664, Α.Π. 72/2007, Χρ.Ι.Δ. 2007, 411, Α.Π. 160/2001, Αρχ.Ν. 2001, 868, Εφ.Πειρ. 53/2012, Γεωργιάδη σε αστικός κώδιξ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τομ.IV, έκδ.1982, υπ’ άρθρ. 922, αριθ. 41, υπ’ άρθρο 926, αριθ. 16). Ο δανειστής έχει το δικαίωμα επιλογής του συνοφειλέτη από τον οποίο θα απαιτήσει την παροχή (Α.Π. 871/2010, Α.Π. 119/1999). Εφόσον ασκήσει το δικαίωμα αυτό, εάν ικανοποιηθεί πλήρως από ένα των εις ολόκληρον υπόχρεων, κατά του οποίου έχει στραφεί, η ενοχή εις ολόκληρον όσον αφορά στη σχέση του δικαιούχου με τους συνευθυνομένους, αποσβένεται και το δικαίωμά του αναλίσκεται, αφού μόνο μία φορά μπορεί να αξιώσει την εκπλήρωση της παροχής και δεν μπορεί αυτός να αξιώσει εκ νέου την παροχή ή μέρος της από άλλον εις ολόκληρον υπόχρεο (Ολ.Σ.τ.Ε. 169/2010, Α.Π. 630/2015). Εάν όμως η παροχή εκπληρωθεί κατά ένα μόνο μέρος, η οφειλή εξακολουθεί να υπάρχει για το ανεκπλήρωτο τμήμα της, εις ολόκληρον μεταξύ των συνοφειλετών (Εφ.Πατρ. 322/2022, ό.α, Εφ.Πειρ. 326/2019, ό.α, Εφ.Πειρ. 593/2020, ό.α.).
8.Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 416 επ. Α.Κ, προβλέπονται οι τρόποι απόσβεσης της ενοχής. Μεταξύ αυτών είναι η καταβολή (άρθρο 416 Α.Κ.) και η με συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη άφεση του χρέους (άρθρο 454 Α.Κ.). Τα άρθρα 483 έως 485 Α.Κ. καθιερώνουν την αρχή της αντικειμενικής ενέργειας των σ’ αυτά αναφερόμενων γεγονότων στην περίπτωση που περισσότεροι οφειλέτες οφείλουν την ίδια παροχή και καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Μεταξύ των γεγονότων που έχουν αντικειμενική ενέργεια είναι και η ολική ή μερική εκπλήρωση της οφειλής, με καταβολή της από οποιονδήποτε εις ολόκληρο συνοφειλέτη που γίνεται με σκοπό την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή και επομένως αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της απαίτησης του δανειστή και έναντι των υπόλοιπων συνοφειλετών κατ’ ίσο με την καταβολή μέρος (Α.Π. 1170/2019, Α.Π. 1354/2019, Α.Π. 1694/2017, Α.Π. 630/2015, Α.Π. 22/2004, Εφ.Πατρ. 332/2022, Εφ.Αθ. 4273/2021, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 416 και 483 παρ. 1 εδ. 1 του Α.Κ. Η τελευταία μάλιστα είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς, τυχόν συμφωνία του δανειστή με τον καταβαλλόντα οφειλέτη για υποκειμενική μόνο ενέργεια της καταβολής, είναι χωρίς σημασία (Α.Π. 1354/2019, Α.Π. 1694/2017, Α.Π. 890/2005, Εφ.Πατρ. 322/2022, Εφ.Αθ. 4273/2021, Εφ.Αθ. 801/2020, Εφ.Αθ. 574/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
9.Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα ή σε περίπτωση θανάτου οι κατά τον νόμο συγγενείς και σύζυγος του, έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 Α.Κ, πλήρη περιουσιακή αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να αξιώσει την κατ’ αποκοπή αποζημίωση του ν. 551/1915. Οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικά, υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (Α.Π. 1132/1997, Α.Π. 600/1996, Εφ.Πειρ. 266/2022, Εφ.Πειρ. 88/2022, Εφ.Πειρ. 371/2020, Εφ.Πειρ. 281/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ι. Ληξιουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», σ. 578-579). Πέραν όμως της περιουσιακής αποζημίωσης ο παθών από εργατικό ατύχημα ή τα μέλη της οικογενείας του θανόντος, μπορούν σε κάθε περίπτωση να απαιτήσουν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αντίστοιχα, η αξίωση για την οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (914, 922, 932 Α.Κ.), κατά τρόπο ώστε για την θεμελίωσή της δεν απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τήρησης των επιβαλλομένων όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα του εργοδότη ή του απ’ αυτόν προστηθέντος (Ολ.Α.Π. 1117/1986, ΕλΔνη 28, 113, Α.Π. 408/2021, Α.Π. 88/2018, Α.Π. 376/2018, Α.Π. 80/2016, Α.Π. 910/2015, Α.Π. 876/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα, που κρίνεται κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις (Α.Π. 274/2000, Ε.Ν.Δ. 29, 105, Εφ.Πειρ. 266/2022, Εφ.Πειρ. 310/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει δε όλων των ανωτέρω, ο δικαιούχος έχει το δικαίωμα να εναγάγει όλους ή οποιονδήποτε από τους υπόχρεους, που ευθύνονται εις ολόκληρον, απαιτώντας από καθένα τους ολόκληρη τη χρηματική ικανοποίηση. Στην περίπτωση, όμως, που κάποιος από τους συνυπόχρεους κατέβαλε το ποσό που επιδικάστηκε ως χρηματική ικανοποίηση, δεν δικαιούται ο δικαιούχος να στραφεί πλέον για το ποσό αυτό κατά των υπολοίπων, καθώς η καταβολή που έγινε από ένα συνοφειλέτη, καθώς και τα άλλα γεγονότα που αναφέρονται στο άρθρο 483 ΑΚ, ενεργούν αντικειμενικά και απαλλάσσουν και τους υπόλοιπους συνυποχρέους, οι οποίοι δικαιούνται να προβάλουν τη σχετική από το άρθρο 483 ΑΚ ένσταση (Α.Π. 1354/2019, Α.Π. 1694/2017, Α.Π. 630/2015, Εφ.Πατρ. 332/2022, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 326/2019, www.efeteio-peir.gr).
10. Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ.), για μερικά από τα οποία θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Οι νυν ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες στην Α έφεση – εφεσίβλητες στη Β έφεση …………, ως και ο ήδη αποβιώσας αρχικά πρώτος ενάγων – πρώτος εκκαλών στην Α έφεση – πρώτος εφεσίβλητος στη Β έφεση …………, για τον οποίο οι νυν ενάγουσες συνεχίζουν τη δίκη κατά τα προαναφερθέντα, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα ναυτικών διαφορών – ειδική διαδικασία περιουσιακών – εργατικών διαφορών) την από 19-5-2016 και με ΓΑΚ … και ΕΑΚ …./19-5-2016 έτερη αγωγή τους, που στρεφόταν αφενός κατά της εδρεύουσας στον Πειραιά εταιρίας «…………..», πλοιοκτήτριας του ρυμουλκού – ναυαγοσωστικού πλοίου «ΜΑ» επί του οποίου έλαβε χώρα το ένδικο συμβάν και αφετέρου κατά των νυν εναγόμενων ……………. (πλοιάρχου και υποπλοιάρχου αντίστοιχα του άνω πλοίου), ζητώντας να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρο να τους καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση, ποσό 200.000,00 ευρώ σε έκαστο από τους πρώτο και δεύτερη εξ αυτών (γονείς) και 60.000,00 ευρώ σε έκαστη των τρίτης και τέταρτης εξ αυτών (αδελφές), λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από τον θάνατο του ναυτολογημένου ως ναύτη στο άνω πλοίο συγγενούς τους …….., που οφειλόταν, κατ’ αυτούς, σε υπαιτιότητα των νυν εναγόμενων ……….., πλοιάρχου και υποπλοιάρχου του άνω πλοίου αντίστοιχα – προστηθέντων της πλοιοκτήτριας εταιρίας (και νυν εναγόμενων), εξαιτίας της μη τήρησης εκ μέρους τους των αναφερομένων διατάξεων, διαταγμάτων και κανονισμών περί των όρων ασφαλείας της ναυτικής εργασίας. Κατά την εκδίκαση της παραπάνω αγωγής, πριν τη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής ως προς το δεύτερο και τον τρίτο των εναγόμενων (νυν πρώτο και δεύτερο των εναγόμενων αντίστοιχα), με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα με αριθ. …../2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται και στις προτάσεις που κατέθεσαν, με συνέπεια η δίκη ως προς τους ανωτέρω εναγόμενους να κηρυχθεί καταργημένη με τη με ίδιο αριθμό απόφαση του άνω Δικαστηρίου. Επί της άνω αγωγής εκδόθηκε ακολούθως η με αριθ. 32/2020 τελεσίδικη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, δυνάμει της οποίας, αφού έγινε δεκτή εν μέρει η σχετική έφεση των εναγόντων, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη με αριθ. 1322/2017 απόφαση ως προς το επιδικαζόμενο έλασσον ποσό χρηματικής ικανοποίησης, έγινε εν μέρει δεκτή η εν λόγω αγωγή κατ’ ουσία, καθώς κρίθηκε ότι ο θάνατος του άνω ναυτικού δεν οφειλόταν σε ειδική αμέλεια του άρθρου 16 Ν. 551/1915, αλλά σε πταίσμα του προστηθέντος από την πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία υποπλοιάρχου (τρίτου εναγόμενου της αγωγής εκείνης) [συνιστάμενο ειδικότερα στο ότι αυτός, κατά τη διαδικασία περισυλλογής των ρυμουλκίων μετά το πέρας διενεργηθείσας ρυμούλκησης Φ/Γ πλοίου, αφαίρεσε το δεξιό ορθοστάτη από την αρχική του θέση (θέση Α1) και τον μετέφερε στην επόμενη υποδοχή δεξιότερα, σε απόσταση περίπου 15 μέτρων (θέση Β1), χωρίς να έχει φροντίσει να υπάρχει ασφάλεια αποτροπής μετακίνησης του κάβου εισολκής προς τα δεξιά μέχρις ότου τοποθετείτο ο ορθοστάτης στην επόμενη υποδοχή, δίδοντας εντολή να μετακινηθεί ο θανών – ναύτης αριστερά του κάβου εσολκής, καθώς και στο ότι παρέλειψε να βεβαιωθεί ότι είχαν γίνει αντιληπτές και τηρούνταν από το πλήρωμα οι οδηγίες και εντολές του για τη διενεργούμενη επικίνδυνη διαδικασία εισολκής των ρυμουλκίων, ως επέβαλαν οι κανόνες της ναυτικής τέχνης και της λογικής κατά τη συγκεκριμένη διαδικασία] και υποχρεώθηκε η εφεσίβλητη πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες εκκαλούντες για χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής τους οδύνης α) σε έκαστο των πρώτου και δεύτερης εξ αυτών το ποσό των 62.100,00 ευρώ και β) σε έκαστη των τρίτης και τέταρτης εξ αυτών το ποσό των 9.000,00 ευρώ, τα δε άνω ποσά με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ακολούθως, σε εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης, η πρώτη εναγόμενη εταιρία «………….» κατέβαλε στους ενάγοντες (και συγκεκριμένα για λογαριασμό τους στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ……… ., που ήταν δεκτικός της σχετικής καταβολής, δυνάμει αντίστοιχων ειδικών πληρεξουσίων) τα παραπάνω ποσά, στο μεν πρώτο στις 3-4-2020, στους δε λοιπούς στις 15-7-2020, οι δε ενάγοντες υπέγραψαν σχετικές εξοφλητικές αποδείξεις, δηλώνοντας ότι έχουν πλήρως εξοφληθεί κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα (βλ. τις αποδείξεις αυτές, που προσκομίζονται με επίκληση από τους εναγόμενους ως σχετικά Ι, Ια, Ιβ και Ιγ των προτάσεών τους ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου). Ενόψει τούτων, οι ενάγουσες επέλεξαν να εναγάγουν αρχικά με την έτερη ως άνω από 19-5-2016 αγωγή, όλους τους υπόχρεους, που ευθύνονταν εις ολόκληρον, για τον θάνατο του συγγενή τους, συνεπεία του επίδικου εργατικού ατυχήματος, στη συνέχεια όμως παραιτήθηκαν ως προς τους προστηθέντες της πλοιοκτήτριας πρώτης εναγόμενης δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων, πλοίαρχο και υποπλοίαρχο αντίστοιχα του άνω πλοίου (νυν εναγόμενους), απαιτώντας τελικά μόνο από την εργοδότρια πρώτη εναγόμενη ολόκληρη τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής τους οδύνης, μη επιφυλασσόμενοι να στραφούν για μέρος αυτής εναντίον των άνω προστηθέντων της. Εφόσον λοιπόν άσκησαν το δικαίωμα αυτό και ικανοποιήθηκαν πλήρως από έναν των, ως άνω, εις ολόκληρον υπόχρεων, κατά των οποίων είχαν στραφεί και συγκεκριμένα από την τότε πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια εταιρία, η ενοχή εις ολόκληρον όσον αφορά στη σχέση των δικαιούχων εναγόντων με τους συνευθυνόμενους προστηθέντες, νυν εναγόμενους, αποσβέστηκε και το δικαίωμά τους αναλώθηκε, αφού μόνο μία φορά μπορούσαν να αξιώσουν την εκπλήρωση της παροχής και δεν μπορούν αυτοί να την αξιώσουν εκ νέου ή μέρος της από τους νυν εναγόμενους (εις ολόκληρον υπόχρεους), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις άνω με αριθ. 6 και 7 νομικές σκέψεις, η δε καταβολή που έγινε από ένα συνοφειλέτη, ενεργεί αντικειμενικά και απαλλάσσει και τους υπόλοιπους συνυποχρέους, εν προκειμένω τους εναγόμενους υπαίτιους προστηθέντες από την πλοιοκτήτρια πλοίαρχο και υποπλοίαρχο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις άνω με αριθ. 8 και 9 νομικές σκέψεις. Επομένως, η προβαλλομένη σχετική από το άρθρο 483 Α.Κ. ένσταση, που παραδεκτά προβλήθηκε όψιμα για πρώτη φορά στο Εφετείο με τον πρώτο λόγο της έφεσης των εναγόμενων – εκκαλούντων, δεδομένου ότι τα περιστατικά που την θεμελιώνουν προέκυψαν μεταγενέστερα της συζήτησης της αγωγής αλλά και της έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και κατ’ ακολουθία, να απορριφθεί η υπό κρίση από 28-7-2017 αγωγή ως αβάσιμη κατ’ ουσία.
11.Κατόπιν τούτων πρέπει, δεκτού γενομένου του πρώτου λόγου της Β έφεσης, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής, ως και των λόγων της συνεκδικαζόμενης Α έφεσης: Α) Να απορριφθεί η Α έφεση των εναγουσών στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να επιβληθούν σε βάρος τους, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και Β) Να γίνει δεκτή η Β έφεση των εναγόμενων ως βάσιμη κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Α.Π. 1279/2004, ΕλλΔνη 2005, 141, Εφ.Πειρ. 218/2022, Εφ.Πειρ. 147/2021, www.efeteio-peir.gr, Εφ.Πατρ. 50/2020, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), αναγκαία δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης, που θα καθοριστεί εξαρχής. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και να απορριφθεί η από 28-7-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……../28-7-2017 αγωγή στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστούν οι ενάγουσες σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους (άρθρο 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), υπολογιζόμενων ενιαία, λόγω της κοινής τους παράστασης (Α.Π. 21/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 219/2021, www.efeteio-peir.gr), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, επειδή η Β έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στους εκκαλούντες εναγόμενους του προκαταβληθέντος παράβολου άσκησης έφεσης (άρθρο 495 παρ. 3 Γ’ εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), το οποίο, άλλωστε, καταβλήθηκε απ’ αυτούς εκ του περισσού, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3Γ εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ. – Εφ.Δωδ. 225/2018, Εφ.Πειρ. 166/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.
Δέχεται τυπικά αυτές.
Ι. Απορρίπτει την Α έφεση κατ’ ουσία.
Καταδικάζει τις εκκαλούσες στην άνω έφεση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.
ΙΙ. Δέχεται τη Β έφεση κατ’ ουσία.
Εξαφανίζει τη με αριθ. 2873/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών.
Κρατεί και δικάζει επί τοις ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 28-7-2017 και με ΓΑΚ …. και ΕΑΚ ……/28-7-2017 αγωγή.
Απορρίπτει αυτή.
Καταδικάζει τις ενάγουσες στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων διακοσίων (2.200,00) ευρώ. Και
Διατάσσει την απόδοση στους εκκαλούντες στην Β έφεση του με κωδικό …………. ηλεκτρονικού παράβολου άσκησης έφεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ποσού εκατό (100,00) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 24-4-2023, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ